16.4.10

παμε σπιτι

Θα ζείς κάθε 15 του μήνα και για όσες μέρες κρατά ο μισθός, μετά ύπνο από νωρίς, ξεσκέπαστος για να ναι δυνατότερα τα όνειρα από την πραγματικότητα
16 και σήμερα κουβαλάς μέσα σε ένα σακάκι με δερμάτινα μπαλώματα στους αγκώνες μια αλημέριωτη ανησυχία, δεν είναι και η σημερινή για χάσιμο, παίρνεις στο κατόπι τα παλιά σου βήματα και σε βγάζουν σε λιμάνια κόσμου με άγνωρους κώδικες
Δεν κοιτάς στα μάτια, μόνο ακούς κι αν κάτι βλέπεις είναι πέραν του εστιακού, τα νιάτα σε θεωρούν ακίνδυνο, γραφικό, κομμάτι της διακόσμησης της βραδιάς τους και αφήνεσαι αγκυροβολημένος σε μια άβολη ξύλινη καρέκλα πίσω από δυό ποτήρια ποτό, παλιά συνήθεια που δύσκολα ξεκόβεται
Όσο λιγότερο το αλεύρι, τόσο το κοσκίνισμα είναι ευκολότερο και μετά τα μεσάνυκτα οι φιλιωμένοι επιστρέφουν, οι ελεύθεροι σκοπευτές ετοιμάζονται να τελειώσουν τη βάρδια τους και οι ξέμπαρκοι και οι άκαυτοι συνεχίζουν απτόητοι
Ένα κάθισμα σε μια γωνιά υπάρχει σε κάθε μπαρ και μπαράκι, σε πάμπ και ταβέρνα και οι λύκοι το αναγνωρίζουν με μια ματιά, την εγκαρδιότητα του ιδιοκτήτη που φροντίζει ακόμα και τους άφαντους
Ένα ζευγάρι φιλιέται, ένα πούρο καπνίζει μια βαμμένη εφηβεία που κάθεται δίπλα του, ένα αυτί καίγεται σε μια απόδειξη επαγγελματικής διαστροφής και ανυπαρξίας με γαρνιτούρα υστερίας πίσω από ένα ακριβά αδιάφορο άρωμα και μια σερβιτόρα σκέφτεται τους εμετούς που έχει να σκουπίσει στις τουαλέτες και την εξεταστική που πλησιάζει, όσο γρήγορα φεύγει
Στη μια, η κιθάρα ξεκουράζεται από ένα σκοτεινό τσάι ουίσκι και ένα τραγούδι δίχως λόγια, κάπου ψηλά αλυσοδεμένο απ το ταβάνι
Το βράδυ οι μοναξιές προσανατολίζονται καλύτερα, φτάνει ένα κέλευσμα, μια φωνή ή ένας στίχος, μα πάνω απ΄όλα απαιτείται μια ανόθευτη θέληση για ζωή ή καταστροφή, κάτι που να σου θυμίζει ζωή
Χωρίς να χρειάζεται να πείς κάτι, χωρίς να χρειάζεται να κεράσεις ένα ποτό για να περάσεις στην άλλη όχθη, κάθεσαι κοντά στην αράχνη που παίζει και χάνεσαι στη μαύρη τρύπα που νύσσουν από πάνω της τα δάχτυλα τον ιστό της

Ένα κοίταγμα στα δάχτυλα, ένα νεύμα συνωμοσίας και ο διαβήτης αλλάζει πόδι
Τα μάτια κλείνουν, τα χέρια μονολογούν πάνω στα σύρματα και ο λαιμός υψώνεται σαν κύκνου
Το υφαντό ξεκινά πλέκοντας τις πάνω κόρδες και ένας άγριος άνεμος μέσα του ξεφυσά, κάτι του παίρνει τα μαλλιά, κάτι τα άρρωστα μυαλά και αρχίζει σαν κυκλώνας να φορτίζει, σαν μισοάδειο ποτήρι η στάθμη του να γεμίζει περιστρεφόμενη στα όρια του γυαλιού, κάποιες σταγόνες να ξεχύνονται, λέξεις να γίνονται και να πιτσιλούν τους ξέμπαρκους, τα φώτα να χαμηλώνουν τρογύρω ασυναίσθητα και η γή να αλλάζει προς ώρας κέντρο

Η αγάπη είναι βρυκόλακας, ζεί σε φθαρμένα σώματα και τρέφεται με ζωντανούς
Να μουρμουράς και τούτη σου η μουρμούρα να βγαίνει κοχλαστή από την χυχή σου κατευθείαν, λες και σημερα είχες συνάντηση με το πεπρωμένο σου με όρο ότι θα λεγες την αλήθεια
Το όργανο αντιδρά, αδάμαστο σαν το άπειρο, μα να κάνει αλλιώς δεν μπορεί, το χέρι σίγουρο βαρεί και κόβει τις νόντες και το άλλο χέρι τις τραβά, τις ζουλά και τις μορφώνει σε μελωδίες και βγάνει στίχους πρόχειρους, σχεδόν μιλητούς, εντελώς παραμιλητούς , παραληρηματικούς
Μια μοναξιά ντυμένη με μαύρους κύκλους στα μάτια και χρυσό κάπου στο χέρι ξεχασμένο, νιώθει κάτι να πάλλεται, στα εντός, σαν κάτι να αναγκλαδίζεται, να στριφογυρνά, όχι σαν να γεννιέται, μα σαν κάτι ναρκωμένο να αλλάζει πλευρό
Είναι μιαν αλήθεια μέσα της που βλέπει μιαν άλλη να πάσχει, να ιδρώνει, να γλυστρούν οι μαλακές πλέον ρώγες των δακτύλων στις πετονιές, σαν πολεμιστής ξεχασμένος χωρικός, που βρέθηκε σε μιαν ερημιά παρέα με ένα ξίφος

Τα ομάτια όλοι κλείνουν και κοινωνούν την κόλαση και την παράδεισο ετούτου του μικρού θνητού που τα βαλε με το αδάμαστο άτι της μουσικής και φαίνεται να τηνε καταφέρνει
Κάπου από πίσω ακούγονται αναφιλητά, κάποια χέρια ακουμπούν στο μέτωπο, τα χέρια που ήταν για να σερβίρουν δέθηκαν κόμπο στο στήθος και στα πιοτά τα παγάκια σαν τρύπια καράβια χάνονται
Ο ήχος δεν είναι ευκρινής πλεόν όσο το πάθος, κάποιος ζεί και βιώνει έναν οργασμό, ένα χωρισμό και ένα μοιρολόι κι όπου ξετρέχει η μουσική τον προλαβαίνει και του ζητά συγνώμη που άργησε σαν παραστάτης
Η ατμόσφαιρα μυρίζει βρεγμένο χαλκό από τα αριστερά του ακροδάχτυλα
οι ώμοι αποκάμωνονται και οι αδέσποτοι μαύροι κύκλοι τους αγκαλιάζουν
πάμε σπίτι