Σταματάς
Να χτυπάς άδεια πουκάμισα και πόρτες ξύλινες με τη συνέπεια του βουτηχτή από βατήρα μπαλκονιού στην άσφαλτο, επαναλαμβανόμενα και να μην υπάρχει ούτε ένας ποντικός πίσω απ το τάσι του δρόμου να δεί και να απαντήσει στο έγκλημα
Να πετιέσαι στην κρεατομηχανή της θύμησης και να βγάζεις λουρίδες αναμνήσεις σαν σκισμένες φωτογραφίες, να σκοντάφτεις στους όρκους που γιναν σπασμένα κοκκαλά σου και να τυλίγεσαι σε λαδόκολλες α4
Να τρέχεις και κάπου ακουμπάς, έφυγες μακρυά , μα όσο και αν έτρεξες δεν ξερίζωσες ότι μαζί σου τόσο καιρό κουβαλούσες
Να κλείνεις τα μάτια, κάποτε κλειστά για να μην πάρει ο πόνος σχήμα και τώρα για να μην ξεντυθεί της φαντασίας σου το προσωπείο
Να τριγυρίζεις στις θέσεις του δικαστή του εισαγγελέα, του ενόχου και του θύματος. Άνοιξε την πόρτα και φύγε
Να τα βάζεις με αόρατους εχθρούς, κείνοι δεν απαντούν και ατό είανια πό τα σκληρότερα χτυπήματα
Κι αν στη ζωή σου πολύ αποσιώπησες, μην ξανακρατήσεις στο χέρι σου τελείες τρείς, παρά μονάχα μία και τούτη να πατάς,
ξεκάθαρα,
στέρια,
αντρίκια.