Μπουκάλι σε ράφι μπάρ σκονισμένος, σαν η ζήτησή μου να χει ακουμπήσει το δικό της ναδίρ
Το χρώμα σπασμένο, η ετικέτα ξεκολλημένη, η γεύση ταγγερή και το πώμα να σφραγίζει μόνο κατ όνομα την αλκοολική μου αναπνοή
Η ποσότητα που μένει, να παραμένει πάντα διαθέσιμη, μα συνάμα καταδικασμένη αδιάθετη
Ποτό με έφεση στην αδιαθεσία, προορισμένο να ποτίσει τον νεροχύτη ή να σπαστεί στο κεφάλι του πρώτου οξύθυμου θαμώνα
Ανεβασμένο στο πιο ψηλό και απόμερο μέρος της μπάρας, ευκολοθώρητο, για να δανείζει το χρώμα του ως απαραίτητο ιδιόρρυθμο ντεκόρ, παρέα με τα άλλα απομεινάρια, παλαιότερων ενδοξότερων στιγμών
Τα περισσεύματα να ξέρεις γίνονται σφηνάκια, ότι δεν πουλιέται, έτσι σπρώχνεται, μα είναι κάτι ποτά που δεν μείγνυνται με άλλα, παραείναι εγωιστικά και ιδιαίτερα, σερβίρονται μόνα και μπορείς είτε να τα λατρέψεις είτε να τα απορρίψεις, το συνηθέστερο είναι να σε προκαλέσουν να τα αντέξεις και να τα ευφρανθείς μόνο στην τελευταία τους γουλιά και στην έλλειψή τους, αυτά τα σαν γλυκόπικρα δηλητήρια
Δεν ωριμάζουν με το πέρασμα του χρόνου, δεν έχουν σταθερές και αναλλοίωτες ιδιότητες, δεν είναι για κοινή κατανάλωση, είναι σαν βαρύς οπλισμός εν εφεδρεία, εν αχρηστία, σε κατάσταση που δεν είσαι σίγουρος πώς θα λειτουργήσουν
Ίσως μάλλον είναι το ποτό που το πίνεις ξέροντας πως θα σε χαλάσει, περισσότερο από λόγια, περισσότερο από πράξεις, το ίδιο με τις θύμησες
Φτιαγμένο από το φυτό που η αλλοπαρμένη μάσαγε φύλλα για να ξερνάει ακατάληπτα λόγια, που προσέγγιζαν την αλήθεια της στιγμής καλύτερα από την πιο εύγλωττη λογική της καθημερινότητας
Δίχως μάτια, με υδάτινο σώμα, σε μπουκάλι σφραγισμένο περιμένοντας καρτερικά να χυθεί ή να πιωθεί και να δώσει λόγο στα άρρητα, πνοή στην οργή και τάση στους τοξοτένοντες
Σκονισμένος, ξεχασμένος