26.5.07

το φευγιό

Παπί μου, μείναμε λιγότεροι

Ένα αγριοχόρταρο, ζιζάνιο πορτοκαλί με πράσινα βλέφαρα χωρίς προφανή λόγο και σκοπό βολόδερνε σε μέρη που δεν το σπέρναν, από γούστο, καπρίτσιο, ίσως και από μια μικρή, κρυφή ελπίδα, φτερό ανάερο στον άνεμο, πολυταξιδευμένο καβάλα σε ρυάκια και ανταλλασόμενο στα ράμφη πουλιών με άλλα, λιγότερο καταραμένα χορτάρια κάποτε ξαπόστασε στην πολύχρωμη ζούγκλα ενός αστεριού.
Το σενάριο γνωστό, κάποιο ζουζούνι θα το πλησίαζε, θα πόδιζε πάνω του, θα δοκίμαζε τη γεύση του και θα του γύριζε την πλάτη για κάτι πιο νόστιμο. Σιγά μην παρεξηγιόταν, όλα στο παιχνίδι ήταν, να ρισκάρεις τον εαυτό σου για τη σωτηρία ή την καταστροφή, καλό bargaing, όταν η προοπτική σου είναι η αυτογονιμοποίηση.
Στο παράξενο αστέρι, με τους παράξενους κατοίκους που οργάνωναν αντάρες
ολημερίς, σε μέρες σημαίνουσες και καθημερινές, με τρομπέτες και βιολιά, κιθάρες-τύμπανα και ακκορντεόνια, πίνοντας υγρά πολύχρωμα και γελώντας σε κάθε ανασασμό, λές και βρίσκονταν σε διαρκή έκσταση και άγια μέθη, εκεί ένιωσα το έδαφος πρόσφορο και είπα να πετάξω ρίζες.
Ήρθε η αρχηγός του χωριού, το σοκολατί παπί, το πήρε απ' το φύλλο και το έκανε φίλο της, του δωσε χώρο να ξαποστάσει, τροφή να ξεθαρρεψει και συνέχισε τον τρελό χορό της. Άλλαζε τους καβαλίερους της με ντάμες, πιγκουίνους με κουκουβάγιες, αλεπούδες με παγώνια, φιδούλια με κολίμπρια, όλα μαζί αχταρμά, στο γιορτάσι του κόσμου, το αστέρι τόσο μακρυνό και όμως λαμπύριζε πιότερο και από τον δικό του ήλιο και έτρεμε η λάμψη του απο το ποδοβολητό του χορού τους.
Το χορτάρι άρχισε ν' ανθίζει και να μοιράζει δώρα απλόχερα, σαν χηνόπουλο που μαδιέται για να βγούν τα νέα φτερά. Έκανε με τα φύλλα του κρικέλια για τα δαχτύλια τους και κρεμαστάρια για το λαιμό τους, όλοι ένα στόμα, ένα σώμα, ενέργεια καλή και καθαρή.
Όλα τα ωραία πράγματα, ωραία τελειώνουν, δεν επαναλαμβάνονται, παραλλασσονται, ποτέ πάλι τα ίδια, σαν τη λιμνη με το βότσαλο στην κοίτη της, πάντα θα κουβαλάει μια αλλαγη.
Το χορτάρι συνέχισε την περιπλάνησή του σε τόπους, σε στέγες, σε δάση και υπονόμους για να βρεθεί κάπου απ' όπου είχε ξαναπεράσει, με τη ιππομέα του να περιμένει, τις ρίζες να ποθούν να σφιχτοτυλιχθούν με τρόπο αξεδιάλυτο και να ορίσουν γή και τόπο προσωπικό, να να τον μπολιάσουν με σπόρο νέο,καρπερό από την εναμετάξυ ενωσή τους.
Του αστεριού οι κάτοικοι μεταναστευτικά πουλιά και οι ίδιοι γυρνούσαν πιστοί στο ραντεβού τους σαν έζωναν οι ζέστες και στο βαθύ πρόσταγμα του σπλάχνου, και διηγούνταν ιστορίες που μπολιάστηκαν και συνέχιζαν την δική τους ιστορία, τη δική τους κυτταρική παράδοση, με συνέπεια απαρέγκλητη.

Εχθές το απόγευμα το παπάκι με ειδοποίησε οτι η παρέα μίκρυνε κατα ένα σκιουράκι, το κατερινάκι, δρόμο του καλό να έχει στο μονοπάτι για το δικό του αστέρι, αστεράκι σκιουράκι απο το αστέρι.
του παραχρόνου στη συνάντηση κάποιος ν' αφήσει ανοιχτή μια πόρτα, της βεράντας, για να μπαίνει το φεγγαρόφωτό σου και να τραγουδάμε με βραχνές φωνές.

17.5.07

γλυκειά η θύμηση μιας σερενάτας...




Κάθε φορά που κάτι γινόταν, που κάτι ετοιμαζόταν, που κάτι ή καποιος έπρεπε να αντιμετωπιστεί, εγώ το μάθαινα τελευταίος. Μπορεί μέρες, μήνες ή συνήθως χρόνια μετά, πολλά μπορεί και καθόλου, αυτά που μου κρύφτηκαν για το καλό μου. Το ζήτησα; ; Όχι, αλλά δεν αντέδρασα, γιατί με βόλευε, άγια Άγνοια....

Ήταν που με θεωρούσαν σαν την καρδιά του μαρουλιού. Δεν έμαθα αν άντεχα, παιδικά παντοτινά ολόγυρα προφυλαγμένος από κακοτοπιές, προφυλαγμένος σαν σε σαπουνόφουσκά παραμυθική.

Ηταν βραδυ οταν μας ξυπνησαν εμενα και την αδερφη μου. Θα πηγαιναμε να μας φυλαξουν συγγενεις μέχρι η μητέρα να επιστρέψει απ' την Αθήνα. Όλα ήταν καλά, για λίγο θα ήταν, έτσι μας είπαν.

Δεν ειχε ξανασυμβει κατι τετοιο, ο πατερας παντα εφευγε νωρις για τη δουλεια, για την ακριβεια πριν απο τα χαραματα , οπως και τωρα, μα ΤΩΡΑ δεν φορουσε τα καθημερινα του .



Πισω απο το τιμονι μιας παλιας ασπρης alfa romeo, κουβαλώντας ένα σακκο με δυο τρια μπλουζακια, οσα ειχαμε ολα κι ολα, με την απορια, τη νυστα και την εκπληξη κατεβαιναμε την μεγαλη κατηφορα απο το λοφο που μεναμε για να παμε στα προαστια.



Ζητησα μουσικη, παντα βαζαμε μουσικη στο αυτοκινητο, ψηλαφητος σχεδον ο καπνος απ το τσιγαρο του πατερα και το κασσετοφωνο στη διαπασων , μα οχι σημερα. ο πατερας σταματησε το αυτοκινητο, με κοιταξε και μου ειπε πως δεν επρεπε να το βαλουμε.
Κατακοκκινα τα ματια της φωτεινης και ο λογος της δεν ξερω κ εγω, σχεδον προφητικός :
"ο παππούς ; "



Ο πατερας δεν της απαντησε, τουλαχιστον με το στομα, εμεις στη φαμιλια μου παντα μιλουσαμε με τα ματια, και την κοιταξε, το ηξερα πως θα την κοιταζε με κεινο τον ιδιαίτερο τροπο που ολα τα λες, σε οποιαδηποτε γλωσσα και εστρεψα το βλεμμα μου αλλου, στο σκοταδι που πηχτο σαν μελι αποδυναμωνε και αποχαυνωνε καθε αντιδραση.
Απο το πνιχτο αναφιλητο της φωτεινης καταλαβα πως ΚΑΤΙ ειχε συμβει. Θα ηταν απο κεινα τα βαρια μυστικα που θα με κοιταζαν στα ματια και με αργα και ηρεμα λογια θα μου το εξηγουσαν ΜΙΑ και καλη.



Την ηξερα απο τοτε αυτη την τακτικη που σαν εισαγωγη σου μουδιαζε τα μελη και θα τρομοκρατουσε μικρους και μεγαλους στο ακουσμα της : "Kάθησε, έχω κάτι να σου πώ."
Εκείνη τη βραδια, εκεινο το ξημερωμα δεν ηρθε ή τουλαχιστον ηρθε συνομωτικο, αφου και η αδερφή μου δεν ηξερε σιγουρα και ετσι ειχαμε το χρονο να σκιαχτουμε ο καθενας μονος του και οι δυο μαζι.



Μα η βραδια δεν ειχε τελειωσει. ο πατερας οδηγουσε, καπνιζε και οδηγουσε, η φωτεινη να μυξοκλαιει με αναφιλητα και εγω να κραταω δυνατα στην αγκαλια μου το κοκκινο αρκουδακι με την κοκκινη κοιλιτσα και τα εμπριμε μέλη, σφιγγοντας το σαν φυλαχτο, ασπιδα και μαξιλαρι μαζι, ολα αυτα χωμενος στη μερια μου, στο καθισμα πισω απο τον πατερα, για να μην με φτανουν ματιες και λογια.



Η μερια μου ηταν προσεχτικα επιλεγμενη ή τουλαχιστον ετσι επεισα το εαυτο μου αφου η φωτεινη δεν αλλαζε τη θεση της με τιποτα, μιας και ηρθε εναμιση χρονο πριν απο μενα στον κοσμο και στο αυτοκινητο, και τραβαγε τα μαλλια απαραδωτει. Στη μερια μου δεν εφταναν επικριτικες ματιες απο τον καθρευτη του πατερα, ημουν απο τη μερια των αντρων, του οδηγου και το παραθυρο μου ανοιγε ευκολοτερα. το μεγαλο συν ομως ηταν η αποσταση απο τον πατερα, που καθως οδηγουσε ανα πασα ωρα και στιγμη για να με φτασει και να με γαργαλησει, αρκουσε μονο να γυρισει το χερι πισω απο το καθισμα και να με φτασει, παρα να απλωθει διαγωνια μεσ στο αυτοκινητο. τοτε ακομα ολα ειχαν καποιο λογο που γινονταν...
Δεν θα ειχαμε φτασει στα μεσα της διαδρομης, της βουβης κατα τα αλλα διαδρομης, οταν εκοψε ο πατερας ταχυτητα και εμεις συνηθισμενα ψαξαμε με τη ματια να δουμε το μπλοκο, αλλα μπλοκο πουθενα. σταματημενοι εξω απο ενα ξενυχτισμενο περιπτερο ο πατερας ρωτησε αν θελαμε κατι.



Ειχαμε μαθει στα λιγα, γιατι οπως ανακοινωθηκε χρονια αργοτερα με τις αιματηρες οικονομιες που εκαναν τοσα χρονια θα φευγαμε απο το χωματοσπιτο, σε ενα καινουριο μεγαλο σπιτι , με μεγαλο μπανιο και κουζινα και δικο τους δωματιο τα παιδια.
"Οχι μπαμπα" ειπαμε και οι δυο, οχι πως δεν θελαμε, αλλα το επεβαλε η στιγμη.
"Τωρα που γυριζει...φωτεινη;"
"ενα κις"
"εσυ κωστα;"
"τιποτα, δεν θελω τιποτα"
"πες μου κατι να σου παρω και ας μην το θελεις.φωτεινη;"
"παρε του μια σερενατα, του αρεσει"



"κουκουρουκου θελω"



"πες μου κατι αλλο γιατι δεν εχει κουκουρουκου"
"σερενατα μπαμπα, παρε του μια σερενατα, το ιδιο ειναι"



"δεν ειναι το ιδιο, κουκουρουκου θελω"

Σκυβει τοτε η φωτεινη ενω ειμαστε οι δυο μας μεσα στο αυτοκινητο και ο πατερας εξω και μου λεει μεσα απο τα δοντια
"μην τον στεναχωρεις αλλο, παρε μια γκοφρετα να ληξει το θεμα"

Ο πατερας βρηκε σερενατα, μου την πηρε, δεν εμαθε ποτε ποια ηταν αυτη η κουκουρουκου, μονο οτι ηταν δυσκολο να βρεθει.



Εγω με τη σειρα μου μολις την πηρα στα χερια ξεσπασα σε κλαματα, αυτα του κακομαθημενου, ενω δεν ημουν και το ηξερα, εχονταςμεσα μου μια βαθεια πεποιθηση οτι επρεπε να κλαψω για κατι, χωρις να ξερω ποιο ηταν αυτο το κατι,ισως να αφορουσε στον παππου-ποιον απο τους δυο δεν ηξερα- αλλα επρεπε να κλαψω και να μην με καταλαβουν για ποιο λογο εκλαιγα, μην ντροπιαστω.



Απο τοτε το κλαμα το ειχα για ντροπη, οχι για τους αλλους μονο για μενα, δεν με πειραζε να κανω τον παρηγορητη, ισα ισα μου αρεσε κι ολας, δεν ηθελα να κανω ΕΓΩ αλλους να κλαινε ή να κλαιω εγω μπροστα σε αλλους.



Το ενιωθα σαν αδυναμια σε μενα, μα εκτονωση στους αλλους.δυο μετρα και δυο σταθμα, μα ημουν τοτε παιδι. οταν μεγαλωσα κι αλο μπορεσα να το αντιμετωπισω ωριμοτερα, ειτε κρυβομουν, ειτε ετρεχα με το μηχανακι χωρις κρανος και τα ματια μου ετρεχαν ποταμι -και καλα απο τον αερα- μεχρι που σταματησαν τα δακρυα μου στερφεψαν οι πηγες τους, οχι οτι σταματησαν οι λογοι, μα τα κρατησα μονο για τις σκοτεινες αιθουσες του κινηματογραφου και απ αυτα μονο το ξεκινημα, το βροχομαζεμα των ματιων που δεν νεραπολουσαν σε ρυακι, μα το ιδιο το ματι ξανακαταπινε τη δροσια του.



Ξεσπασα σε παρατεταμενα κλαματα τοτε, ακομα το θυμαμαι, οχι για αλλο λογο, αλλα γιατι πιαστηκα: "για τον παππου;" με ρωτησε η φωτεινη με τα χειλη της.



Σταματησα το κλαμα.



Ριχτηκα με μανια στη σερενατα που μου αρεσε απο τοτε και μπορει να ηταν η τελευταια φορα που την ευχαριστηθηκα τοσο, λιωμενη απο τη θερμη των χεριων μου και το σφιξιμο μαζι με το επισης κοκκινο αρκουδακι, που μου χε παραχωρησει η φωτεινη μιας και εμενα δεν μου πηραν αρκουδακι σαν παιδι, μονο σαν μεγαλο.



Τοτε ηταν που εφυγε ο παππους , στον αγιο Σαββα, στην αθηνα, μια μερα του μαγιου, μακρυα απο το χωριο του, με τη Bιολετα του, τη γιαγια μας, τα ζωντανα του, τις κοντουλες και τα σπαρτα του, στο φρυδι του γρεμου, πανω απο την πατρα.
Ο επιδεσμος στο λαιμο δεν ηταν απο χτυπημα, ηταν χτυπημα και ας μην καπνισε ποτε.



Μου μαθαινε να παιζω και να φτιαχνω τζουρλαδες, να σφυραω και να οσφραινομαι τη φυση.
Πρωτοπαιξα στο πανεπιστημιο, με ανεση σαν ανασασμο. Οι δικοι μου ελεγαν οτι ειχα μαθει απο τον παππου, αλλα μαζι του ποτε δεν ειχα βγαλει ηχο.



λες και πρεπει παντοτε να σιγεις στη σειρα της διαδοχης ωσπου να ρθει η σειρα σου να καθισεις και να αρθρωσεις λογο, σαν το ωριμο τριανταφυλλο που αν δεν φυγει δεν αναλαμβανουν τα διπλανα μπουμπουκια να ανθισουν.


H Bιολέτα του σαν να μαράθηκε, δεν ανέλαβε ξανά, ντύθηκε το ρουχο του πένθους, έγινε από γυναίκα γιαγιά, κλείστηκε στα όνειρα , τις αναμνήσεις και στους εφιάλτες της ζεί κάθε βράδυ, πιστή σαν φαροφύλακας σε έρημοσβησμένο φάρο, αναμένουσα τη στιγμή της επανένωσης.

Το σπίτι ακολούθησε τις επιταγές της φθοράς του χρόνου σε χάλασμα σε μια κατολισθαίνουσα πλαγιά που χέρια να την σταματήσουν με ξερολιθιά δεν υπάρχουν, μόνο μπολντόζες που ξανοίγουν τον δρόμο μια φορά το χρόνο, καθε άνοιξη.

Η κληματαριά αγρίεψε σαν έφυγε ο κύρης της, η μουριά ξεσπάθωσε και βάλθηκε να ξηλώσει τα φτιαγμένα, με τις ρίζες της, το ρυάκι απ' το θέμελο εστέρφεψε σαν δεν νοιάστηκε κανένας μας να το περιποιηθεί ψηλότερα και οι καρυδιές ψήλωναν στον τελευταίο τους αέρινο χορό απ το σαράκι που βαθιά κατάτρωγε τα σωθικά τους.

Ο μόνος που αντιστάθηκε στην λαιλαπα του χρόνου ήταν ο πλάτανος. Φυτευμένος απο τον πατέρα του παππού, κάπου στα βαθειά 1900, δεν φτάνουν ούτε πέντε άντρες να τον αγκαλιάσουν, ευτυχώς, απ' το κλωνί του παππού έχουμε μείνει παρισσότεροι. Όλοι ανηβήκαμε στα κλαδιά του, όλοι στα μικράτα μας σκαλήσαμε γράμματα φιλίας και αργότερα έρωτα στην ράχη του, καρφώσαμε στεφάνι στο στήθος του το '87 και κάποτε θάψαμε ένα θησαυρό στα ριζά του που μάταια μπορέσαμε του χρόνου να θυμηθούμε πού ήταν το σημάδι.
Δεν ψάξαμε πολύ για να τον βρούμε, μια δού προσπάθειες και στα ρηχά, λες και ξέραμε από τοτε πως θα φτιάχναμε ένα μύθο μέσα μας. Αν το βρίσκαμε θα τέλειωνε εκεί.
Τώρα η ιστορία αυτή χώρεσε όλα αυτά που φανταζόμασταν καθώς και τον σκληρό πυρήνα απο τα άρρητα, τα απροσδιόριστα ώστε παντοτινά να μας δέσει με το μέρος, το μέρος με τον παππού, τη Βιολέτα , τις καλοκαιρινές διακοπές, τα γλέντια και τους πρώτους φόβους.
Θησαυρός είναι η μνήμη και η ανάμνηση.
Το πρόσωπό του το θυμάμαι απ' τις φωτογραφίες πιότερο παρά απο ατόφια μνήμη, την αίσθησή του όμως μπορώ μέχρι και να την ζωγραφίσω, με τη βοήθεια της κουκουρούκου, γιατι απ τη στιγμή που έφυγε, που φοβήθηκα πως έφυγε, στο μυαλό μου φτιάχτηκε ο πρώτος κρίκος της συνειρμικής αλυσίδας.

Γλυκειά η θύμηση μιας σερενάτας
απ την γλυκόπικρη της κουκουρούκου