16.10.09

Κοχλάζοντες ζητούσαν να ναι οι παγωμένοι
οι κολασμένοι,
οι διψασμένοι

2.10.09

για μια στιγμή μόνο-Και θα γεννηθείς τον καιρό των μικρών στιγμών

Πάρε ένα τσιγάρο


Σήμερα στο συστήνω εγώ, παράλογο έ;


Η καρδιά σου ανασκιρτά, ναι για σένα είναι, δώρο το λέω, αν και το χρειαζόμουν εγώ


Δώσε ένα τσάφ με τον αναπτήρα μουσικό, μέχρι να τελειώσει η παύση της πρώτης γουλιάς, φτιάξε ένα κάδρο με τον καπνό, μπές μέσα, κλείσε τα μάτια και άφησε να καρφωθεί η πρώτη νότα



Και θα γεννηθείς τον καιρό των μικρών στιγμών


Θα κρατάς απ το χέρι ένα δάκρυ που θα αργήσεις να καταλάβεις την πληγή του
Θα πληρώνεις με ανελέητο δόσιμο τις ατελέσφορες προσμονές σου
Θα πίνεις καπνό να συγνεφιάζονται τα μάτια
Θα ζείς για να ξαναγεννηθείς έτοιμη


Η μικρή μαρία κάθεται και κλαίει


1
Ένα παράθυρο σαλονιού το κλουβί, μια κουρτίνα πλεγμένη με το βελονάκι για πέτασμα και πίσω τους κρυμμένα δυό μάτια να κοιτάζουν προς την πλατεία.

Ένα πιάνο να στέκει για ώρες βωβό τη μέρα, με το σκαμνί γεμάτο παρτιτούρες σημειωμένες και όλα τα γραμμένα κοιμισμένα μες τα δάχτυλα

Δυό χέρια μαθημένα να διαβάζουν και να συνομιλούν με τις αφές και απ το πέρασμά τους να ανθίζουν μουσικές, γαλήνες, ευωδίες και σαρκωμένα ρόδια

Παιδικές φωνές θα αχούν από την μισάνοιχτη την πόρτα και η καρδιά θα ναι πιο ξεχειλισμένη από πεθυμιά να χεροπλεχτεί σαν κισσός μαζί τους από του ποτηριού την τελευταία στάλα, μα ένας φόβος εγγενής θα κρατάει τα γκέμια και κείνη θα αναγάγει το κρυφτό, ζωής παιχνίδι κάτι σαν μεταξύ φωτός και ονείρου, που θα διαβάζει στα κρυφά αργοσάλευτες κραυγές από καταραμένους ποιητές που χάθηκαν στο βάδι, προς της καρδιάς τους το πυξίδισμα

Κι όσο θα μεγαλώνει, θα την ακολουθεί ο μισεμός εκείνου που δεν γνώρισε εκείνου που δεν συνάντησε ποτέ, παρά μονάχα σε έργα , εκείνος που θα της έκανε τον κόσμο άνω κάτω, που τα χαλάσματά του θα τανε τάξης μεγέθους πιο πάνω απ το δικό της τώρα

Ολημερίς θα προσπαθεί τα νυχτερινά της όνειρα να ξεκουράσει, μιλώντας με σιωπές, ώστε ολοβραδίς να μπορεί να ποδεθεί η φαντασία της σιδεροπάπουτσα άφθαρτα και του εωσφόρου τον ερχομό, να τα απιθώνει τρύπια και τσακισμένα

Δεν θα κερνά με λάδι κάποιο καντήλι κι η προίκα της δεν θα ναι λευκά σεντόνια, από μικρή θα ξέρει
πως το λευκό το κόκκινο καλνάει και προδίδει
και μόνο στο μαύρο θα βρίσκει παρηγοριά και κάλυψη


2

Θα σπουδάζεις έξω από τα νερά σου, καρτερώντας κάπου στην προσωποθάλασσα να ερωτευτείς ένα φάρο, να δοκιμάσεις την γλύκα που ονειρευόσουν, να δώσεις παραπάνω από όσα έχεις, να μην βρεθείς ποτέ πιστωτική, ακόμα κι ύστερα από την πίκρα


Θα πιάσεις μια αδιάφορη δουλειά και θα συγχνωτίζεσαι ανθρώπους που θα παλεύουν να υπερασπιστούν το κάτι παραπάνω από το δίκιο τους και σύ θα επιτρέπεις στον εγκλεισμό σου να κάνει ασκήσεις αντοχής

Θα κλείνεις τις πόρτες προσεχτικά μην τυχόν και σ αρπάξει καμιά ζάλη και θα ντύνεσαι γρήγορα μην διαλυθείς


Θα αγαπάς τους άλλους περισσότερο από σένα και θα μένεις σε ένα άρωμα πιστή ταγμένη μέχρι τέλους


Θα παίζεις χαρτιά πάντα με σηκωμένα μανίκια, χωρίς κρυμμένο φύλλο και θα τραβάς από τα 20, γιατί οι καμένοι το μόνο που ζήτησαν ήταν ένας άσσος που θα κανε δεκάρια τα μηδενικά τους


Τα χάδια χαμένα σαν και τα μαλλιά που μέσα τους περπάτησαν τα δάχτυλα και τα δικά σου δάχτυλα πιο φιμωμένα από βουλωμένες αρτηρίες, από βαθύπερα ντουντουκάτα αγριάνθη μπρός σε ανοιξιάτικο παροξυσμό


Θα παίρνεις νέκταρ δίνοντας χείλη και θα ακροβατείς μεταξύ χαμού και ευτυχίας στην έλλειψη ή στο πλεόνασμά τους


θα πλάθεσαι μέρα με τη μέρα με τρόπο θεσπέσιο και κάθε κακοτυχιά θα φαντάζει μικρότερη από ραγισματιά αγέρα
η κάθε μέρα θα ναι μαγική και θα αποκαλύπτονται άγνωστές σου ανεξάντλητες πηγές ευφορίας απ’ του κορμιού τα πέρατα, μέχρι του νού τα βάθη και στης ζωής το κέντημα δεν θα υπάρχει κόμπος
ο χρόνος θα μεγεθύνεται όσο κοντά του θα σαι και όσο μακραίνει η ανάμνηση θα σου κρατά το χέρι , παρέα με την σιγουριά πως σαν θάλασσα θα ξανάρθει


Κι όλο θα έρχεται, μα κάποια φορά μέσα στα μάτια του η θάλασσα θα αλαργεύει, θα γνέφει η χαρά μεσίστια στο μέτωπο και θα κρύβονται καταιγίδες, που όσο κι αν λάμψει ο ήλιος σου, δεν θα τις κάνει κάτω


ανομολόγητα θα ξες εσύ πως το παιχνίδι χάνεται ερήμην σου κι εφεξής ότι ποντάρεις χάνεις, μα ότι ο θιός σε προίκισε, τούτα τα σπρώχνεις όλα στο κέντρο, στην μπάνκα κι ας χάνονται σαν σε αριά κοσκίνα


θα ξαναθυμηθείς την φίλη τη γραφή και όλο θα γυροφέρεις την βλάσφημη την προφητειά που μέσα σου θα ποστιάζει βαρυγκομιές


κι όταν χαθεί παντοτινά ο κόσμος κάτ απ τα πόδια, θα δεις πως σου χει μείνει μια γραμμή πάνω της να ισορροπήσεις, βαθύ κενό αριστερά και δεξιά και σίγουρα προς τα πίσω, μόνη σου δυνατή επιλογή μπροστά η προς χαμού σου και εσύ με μάτια πιο κενά από κονσερβοκούτια, με μαύρους κύκλους κάτωθε σαν υπογραμμισμένα, να αναδακρυώνεις σε κάθε βήμα σου σαν να ζητάς να πέσεις,


νέα, ωραία αυτόχειρας ερωντοχτυπημένη, με κείνο το ν να αλυχτά, για κείνον το σεβντά που γέμισε τα στηθιά της και πλέον έκαμε πίσω

3

­­ Θα σαι απροσπέλαστη από τους ανεπαρκείς και η ολιγάρκειά σου θα τρομάζει τους ανικανοποίητους


Θα μπιστεύεσαι πιότερο την όσφρηση ή την ακοή από τα πλάνα μάτια


Θα αναζητάς το ζουμί πάντα πίσω από τις λέξες και θα διαλέξεις να ζήσεις βίο διψασμένο που θα καταπραύνεται μέσα σε στίχους και ηχοχρώματα


Θα φορείς τα καλά σου όταν βρέχει και θα οδηγείς με τα πόδια γυμνά στα πεντάλ, για ένα πακέτο προσωπικού χρόνου από το περίπτερο δίπλα στη θάλασσα


Θα χεις ένα ζευγάρι δάχτυλα στα αριστερά κιτρινισμένο από την καύτρα του τσιγάρου και ένα άλλο στα δεξιά μελανιασμένο από της πένας τη μελάνη


Θα σου μιλούν οι φίλοι για χρόνο χαμένο κι ευκαιρίες κι εσύ θα ξές πως δεν μπορεί να σωθεί όποιος το χαμό νομίζει λύτρωση- πως αναφέρονται σε σύστημα μονάδων κι αξιών υπό κανονικές συνθήκες, ενώ εσύ θα ακροβατείς για μια ζωή στα όρια σου της αβύσσου


Θα περιπλανιέται το κορμί σου σε σώματα άλλα και σαν κομήτης θα αφήνεις σημάδια από τα μαλλιά σου σε κρεβάτια ξένα


Θα κοιτάς μπροστά χωρίς να βλέπεις, η ματιά σου θα αναζητά συνέχεια πέλαγο να ξεχυθεί, να κολυμπά γυμνή κι ελεύθερη, δίχως φραγμούς κι εμπόδια, με μόνη την καταιγίδα και το άγνωστο να αναμετριέται μέχρι να ποντίσει στην στεριά του ή να χαθεί για πάντα

4

Σε μια στιγμή μόνο, το είναι γερνάει στο ήταν και ο χρόνος σε σπρώχνει άθελά σου σε κίνηση, σαν σ’ ένα χείμαρρο με κοίτη άγρια και όχθες κατακόρυφους καθρέφτες


Τα λόγια ξές πως θα χρύσωναν το χάπι, μα δεν φτάνει η μπόρεση να αρθρωθεί σε ήχους, δεν της αρκεί, βλέπει πως τραβά από πηγάδι με τρύπιο κουβά


Θα σε κοιτά στα μάτια ημιένοχος, σαν να μην έφταιγε κάποιος από τους δύο, μα η παλιοκατάσταση ή εκείνο το άθλιο «ξέρεις, έτσι είμαι εγώ» , το ίδιο δηλητηριώδες με το «θα θελα να μείνουμε..» , κόψε φίλε, εκτός αν συνηθίζεις να πηδάς όλους σου τους φίλους, κατ εξακολούθησιν λέγεται και καθ υποτροπή, αλλά για ποιο λόγο να σου συμπυκνώσω την κοσμοθεωρία σου σε δυό προτάσεις;


Θες θυσία; Πες το μου, βαστώ αντοχές για δαύτη, να πέσω μέσα στην κιμαδομηχανή, ξανά και ξανά, για να με πλάσεις όπως με θές, άφθαρτα θα μένουν τα συστατικά της επιθυμίας μου, μα δεν σου φτάνει, συνέδεσες τον έρωτα με το μαρτύριο και την ταπείνωση, πότε από τη μεριά του θηριοδαμαστή που χάνει το ενδιαφέρον του και πότε από το χαμόγελο του ξεδοντιασμένου ζώου, του πλέον οπιομανούς, που βλέπει την ευτυχία στο μαστίγιο, σαν μια πράξη έστω αποστειρωμένης , μα επαφής.

5


Σαν να μαστε παιδιά και μου πες δεν σε παίζω, σαν παλίρροια που τράβηξες τα νερά σου, σαν ελατήριο που ξετεντώνεται στην άγια ηρεμία του, ένα ακατανόητο γιατί με ένα δίχως απάντηση ανθέσπλαχνο διότι

Πές μου ποια είσαι;
Δεν ξέρω πλέον, νιώθω μόνο μουδιασμένη, τα άκρα μου να μυρμηγκιάζουν και κουβαλώ μιαν αίσθηση σαν να πέρασα κάθετα τον δρόμο με τους ταύρους, έχω μια ταυτότητα που έχει καρφιτσωμένη μια μου φωτογραφία, μοιάζω εγώ, αλλά δεν είμαι, είμαι του ήμουν εκεί, έχει τόση σχέση με μένα όσο το πρίν της υλοτόμησης το δέντρο με την λευκή κόλλα χαρτί


Το πιάνο; Ανθίσταται στους πληκτρισμούς σαν να ναι μαρμαρένιο


Το μάτι μου κάνει μια γυροβολιά και πέφτει στου κομοδίνου σου το συρτάρι, είχαμε χωρίσει βλέπεις τις μεριές μας και κείνο το μυρωδάτο ζεστό σώμα, σαν φρεσκοφουρνισμένο σε λαμαρίνα ψωμί, αντικαταστάθηκε από μια σαρκοφάγο που χει μέσα κειμήλιά σου, αβάσταχτα θυμίσματα, πόνους γοερούς και φερέλπιδα λόγια σε χαρτιά κιτρινισμένα


Εχθές που σε θυμήθηκα στον κόρφο μου, ένα δάγκωμα στο σπλάχνο μου απόδειξε πως υπάρχεις ακόμα μέσα, παρ όσους όλους τους ξεριζωμούς

Αλλάζω γραφικό χαρακτήρα ανά τις διαθέσεις, όπως πλευρό σαν τ’ όνειρο γίνεται εφιάλτης, προσπαθώ να το πιάσω από αλλού, η κυκλοθυμία με οδηγεί στις ίδιες σκέψεις, ξαναδιαβαίνω τα ίδια μονοπάτια και στις διχάλες ερευνώ τις πιθανότητες να έπραττα κάτι άλλο.

Η σκέψη τραβά, εσύ γελάς, εγώ κάπου τρίζω, ήδη ζορίζομαι να αλλάζω τον κόσμο για εσένα και πάλι στο εν κατακλείδι καταλήγω να σε χάνω, γαμημένες πιθανότητες σκέφτεσαι, ούτε μια παραμικρή ελπίδα να μην μπορεί να χωρέσει σε κάποιο στατιστικό μοντέλο, σε κάποια κρυμμένη καμπή, σε κάποια γωνιώδη έκλαμψη, γιατί αναρωτιέσαι πλέον δίχως ερωτηματικό, σχεδόν το ξεφυσάς, μέχρι να καθίσουν οι ώμοι.



6

Τα βράδια γέρνω μόνη και το πρωί ξυπνάω γερασμένη, σε τόσα όνειρα περιπλανημένη, μου φαίνεται πως ονειροβατώ τριγύρω από τα μάτια μου, εξού και οι μαύροι κύκλοι


Το σώμα νωθρό, το στόμα στεγνό και τα χέρια άχαρα κρεμασμένα, πιο οξύμωρα από παιδικό τόπο ρημαγμένο και οι κλειδώσεις στα γόνατα επαρκώς ξεκλειδωμένες, για αυτόματους πιλότους και ελεύθερες πτώσεις


Ήθελα να σου πώ φεύγοντας πως μου χρωστάς το όνειρό μου, μα ευθύς θυμήθηκα πως μόνη μου το έχτιζα, άλλο ένα φταίξιμο δικό μου, δεν μου το καταλόγισες ανάμεσα στα υπόλοιπα, πρέπει να το προσέξω κι αυτό

Η αποφασιστική στιγμή που μου έλεγες για τη φωτογραφία ήρθε σαν μάθημα, μόνο που δεν έκανε το κλίκ του μπρεσσόν, αλλά το κράκ της ραγισματιάς. Πάντα πίστευα πως η καταιγίδα προοιωνίζεται από βροντές ή αστραπές ή των πουλιών τη σιγαλιά, μα δεν μου χες τέτοια, τράβηξες την άνοιξη που έφερνες κοντά σου κι έπεσε φθινόπωρο στο σπίτι, ντύθηκα κι εγώ τη χειμερία νάρκη μέχρι να λυώσουν οι πάγοι σου


Είμαι η Εγώ και είσαι ο εαυτός σου, αν κάποιος από τους δύο μας δεν ανάψει η φωτιά, αν δεν καταπιαστεί μαζί της, αν όχι και οι δυό, αντάμα θα κρυώσουμε. Σου πα ότι κρύωνα; Έως ακόμα;


Υπάρχει ένα πρίν κι ένα μετά από σένα. Εγώ τώρα είμαι στο δεύτερο, πλησιάζω το μακρυά από σε κι ελπίζω κάποια στιγμή να ξεπεράσω τη στροφή που μέχρι τότε σε βλέπω και τρέφω αυταπάτες


Κάποια ξεμπουκώματα βαπτίζονται ελπίδες από απόγνωση και κάποιες σου θηριωδίες προσωπικές συνήθειες


Το ψάρι που ξεψυχά στο κατάστρωμα του πλοίου κατά βάθος πιστεύει πως δεν έχει άλλο, μα μέχρι τέλους τεντώνεται μέσα του μια πεθυμιά να ζήσει και κάνει τυφλά σάλτα στο πουθενά, μπας και


Πόσην άνοιξη να του τάξεις σαν έχει ήδη αρχίσει να φεύγει;


Όλα τα τραγούδια να μιλούν για σένα και το ντέρτι να αποχτά τα χαρακτηριστικά σου

Μπράβο, τώρα είσαι με τους καταραμένους ευτυχισμένους ένα

Να θες να γυρίσεις σελίδα και όλα τα συνδεδεμένα μαζί του, να λειτουργούν πλέον προδοτικά
Το μινόρε να ναι η επίκτητη έφεσή σου και οι αισθήσεις να σου δυσπιστούν απέναντι σε κάθε χαρά

Η απόσταση από το κορίτσι στη γυναίκα έγινε πάνω στο πέρασμά του και πάνω που έμαθες να ζητάς ότι θέλεις, απελευθερώθηκε από την αγκαλιά σου με μια φυγόκεντρη επιθυμία και συνέχισε την πορεία του με σένα αφημένη, πυροβολημένη αποτυχία

Οι δικοί σου θα συμπεριφέρονται συγκαταβατικά, αόρατα υπερπροστατευτικά, αδυνατώντας να καταλάβουν την έκταση της εσωτερικής καταστροφής και αποδιοργάνωσης, με θέματα ταμπού να παρεισφρέουν σε κάθε κουβέντα, σαν δοκιμασία ισορροπιστών σε σχοινί δίχως δίχτυ ασφαλείας

Ζείς σαν να μην έχεις αύριο, πίνεις για να πατάς παύση στη σκέψη, γράφεις όπου βρείς, από πληκτρολόγια, μέχρι σε αποδείξεις και χαρτοπετσέτες, σε βαθμό εξοντωτικό για τον τένοντα που δοκιμάζει τις αντοχές του μαζί σου

Θα κοιμηθείς με κάποιον άμοιρο-ευθυνών-παρηγορητή-λες και υπάρχει τέτοιος…-ενδόμυχα εκδικητικά σε ένα μέρος με έντονες μνήμες για να ξεκινήσει ο εκτοπισμός του από τις μνήμες σου, για να καταλήξεις να ξερνάς μύξα και δάκρυ σε κάθε ανάσα απολογητική, σε μια ανυποχώρητα αυστηρή συνείδηση, μαθαίνοντας πως οι αλλαγές δεν έρχονται με τυμπανοκρουσίες και εξορκισμούς σαν όταν εσύ το θες, μα όταν αρχίσουν να εκλείπουν οι λόγοι

Θα ερωτεύεσαι εικόνες ζευγαριών και ο κυνισμός θα κρατά σκληρυμένα σου τα χαρακτηριστικά, το έλεος θα ναι μια λέξη που θα χάσει από μέσα σου κάθε εννοιολογική της αναφορά και θα επιτρέπεις την επαφή μόνο σε παιδιά και ζώα, οτιδήποτε δηλαδή αμόλυντο από την νόσο των μεγάλων

Οι φίλοι θα σε καλούν στα σπίτια τους και στα καφέ για να σου γνωρίσουν κόσμο, κάθε φορά και περισσότερο συμβιβασμένο με την ήττα, ώστε ασυνείδητα να σε ωθούν να κλείνεσαι στις στρειδόπορτές σου με το κλειδί χαμένο

Σαν γνωρίσεις τη φωτιά, δεν θα μπορέσεις να αρκεστείς στην συμπάθεια ή την σύμπνοια για να δεθείς με κάποιον, ο συγκλονισμός που σου πετσοκόβει τα σπλάχνα δεν έρχεται από τα ρηχά και θα ναι από τις λίγες σταθερές που δεν θα δεχτείς να ξεπουλήσεις

Μοιραία θα γοητεύεσαι από κείνους που θα μιλούν μέσω της τέχνης τους για όλα όσα σου λείπουν και το καρότο σου θα ναι το χέρι μιας πένας ή μιας κιθάρας το αγκάλιασμα και θα γνωρίσεις τις υποσχέσεις του αδυνάτου από άντρες αλλού δοσμένους

Όσο εσύ θα μεστώνεις, όσο οι έσω φωτιές ελάχιστα θα καταπραΰνονται και οι ραγισματιές του χαμού σου θα σιγοκλείνουν από τα άλατα των διαρροών σου, τόσο θα παλιμπαιδίζουν οι συνομήλικοί σου, οι ασφαλείς πίσω από χρυσοσφυρήλατες συμβάσεις, οι αφελείς που θα ψάχνουν επιβεβαιώσεις ανδρισμού με ανανδρίες και ξεφτιλίκια δίχως αρχίδια , σε σένα την πλέον ποθητή, το απόρθητο από την συνήθεια κάστρο, το καλοκρυμμένο μυστικό της ιδιορρυθμίας, που θα θέλουν όλοι να μπούν μέσα, να κοινωνήσουν και αργότερα να ξεσκεπάσουν, σαν απατεώνισσα

Στα μάτια σου θα καίγονται και στο θυμό σου θα λακίζουν, οι άντρες λαγοί και Τότε, ακριβώς τότε, θα ξανασυναντηθείτε, δυό γνώριμες παλιές μαούνες, κάποτε διπλανά ακουμπισμένες σε κάποιο μακρυνό στο χρόνο αραξοβόλι, εκείνος με μάτια θολά, δίχως σφρίγος και τον πρότερο δυναμισμό, μπρός στα δικά σου κάρβουνα, τα απύθμενα

Θα προτείνει ακίνδυνη συνάντηση, κάπου για καφέ και κουβέντα, σαν δεί πως δεν κουβαλάς της τρέλας την μπόρα, για να έρθει μετά τα κοινότοπα η συζήτηση σε θέματα νεκρά του παρελθόντος, σε ίσως, δεν, γιατί και διότι

Θα υπερασπιστεί σαν ένοχος τον εαυτό του δίχως κάποιος να του έχει κατηγορίες αποδώσει, ίσως ο εαυτός του περισσότερο απ όλους και τα επιχειρήματά του θα ναι σαν τα κουνούπια μες στο κατακαλόκαιρο, αχρείαστα, ενοχλητικά και αναμενόμενα

Θα του εξηγήσεις για τότε πως η θλίψη δεν έχει επέτειο, πως γιορτάζει κάθε μέρα και πως το τέλος της σχέσης είναι για τον ένα απολυτήριο χαρτί και για τον άλλο κηδειόχαρτο. Έτσι συμβαίνει με τους ασυντόνιστους, δυό κόσμοι διαφορετικοί, που στο τέλος και οι δύο επιβιώνουν, τελικά, δυστυχώς

Θα εκπλαγεί με σένα, θα δείς μια λάμψη μέσα του, χωρίς να ξέρεις πούθε πηγάζει και με χειραψία θα αποχαιρετιστείτε. Θα σκύψει να σε φιλήσει στο μάγουλο, οι ανάσες θα διασταυρωθούν και θα σε κρατήσει μια παρεστιγμένη αγκαλιά παραπάνω, από κείνες που δεν ήρθαν, τόση όση ακόμα αχαρακτήριστη, σχεδόν

Θα ναι το ίδιο σώμα, με μια άλλη μυρουδιά και έπαρση, δεν θα θυμίζει αέρα ή νερό, μάλλον χώμα, ούτε βράχο, τίποτα απ όσα ήταν ή έγιναν στο βάθος της μνήμης που συνηθά να εξιδανικεύει, τον τώρα πιο θνητό, τον πιο φθαρτό απ όσες εκδοχές φαντάστηκες

Η επόμενη συνάντηση θα ναι απενοχοποιημένη από κείνον, πιο άνετο και επιρρεπή σε ελαφρότητες, λες και όλο το μεσοδιάστημα που εσύ το έλεγες προσπάθεια για ζωή , εκείνος το ονομάτισε σε μια στιγμή, του έργου σας διαφημίσεις, για να το ξαναπιάσετε απ όπου το αφήσατε

Μισή ζωή εσύ γυρεύοντας να αποκτήσει ο έρωτάς σου υπόσταση και άλλη τόση για να σβήσεις το πρόσωπο το δικό του από μέσα σου, στον πλανόδιο πωλητή, που ανάθρεψες κάποτε για βασιλιά σου, γκουβερνάντα του ώριμου παλιμπαιδισμού

Ότι για σένα ήταν σπουδαιότερο, της ζωής σου η ουσία, για κείνον ήταν ένα της σαρκός παιχνίδι, ένα γαμήσι δίχως ψυχή, σαν να λές δίχως χαρά γιορτή

Του λές να πάει στο καλό ,όπου τον περιμένουν, τα γυναικόπαιδα στην εστία και η βέρα στο τασάκι του αυτοκινήτου, για να σηκώσει παράστημα και να προσπαθήσει να σε ξαναβγάλει τρελή, για να δεί πως στα παλιά σου περάσματα έβαλες κάγκελα και ορίζεις πλέον εαυτόν και τύχη, για να ξεπέσει σε παρακαλεσμούς και υποσχέσεις του τίποτα

Θα του ζητήσεις σαν Γλαύκη να εγκαταλείψει συζυγική εστία και παιδιά κι ότι απόκριση κι αν δώσει, χαμένος θα ναι, στο ναι του δίχως αξιοπρέπεια, στο όχι του δίχως τον έρωτα μιας γυναίκας από τον ίδιο πλασμένης στα αλλοτινά του μέτρα

Θα πεθάνει, όσο θα ζυγίζεται στο ψέμα και το ίσως, εκείνη τη στιγμή μέσα σου κάθε επιθυμία και οι όποιες φωτιές που σε κατάκαιγαν θα ξεδιψάσουν μονομιάς με γάργαρο νερό, για να απομείνουν βυθισμένα ερείπια σε σκοτεινά νερά που δεν θα σε ξαναοχλήσουν

Θα σε κοιτάζει απορημένος καθώς φεύγεις νικήτρια δίχως έπαθλο, δίχως νέα γιατί και διότι, αιώνια κλειδωμένος σαν την παλιά σου πληγή εν γαστρί , προϊόν πίκρας και σκέτης νικοτίνης, πρωινού καφέ και μεταμεσονύκτιου καυσίμου

Ο λώρος της ανάμνησης ξεκόβεται και απομένεις ολόρθη, πατώντας στα πόδια σου και με μια βουτιά πετάς μπροστά, προς ένα άγνωστο μέλλον, με εσένα καπετάνισσα στο τιμόνι σου, αφήνοντας ξωπίσω σου τετελεσμένες αναφορές και ανολοκλήρωτα αποτυχημένα σενάρια

Τα μάτια φορτωμένα δεν θα βλέπουν, τα βήματα όμως θα ξέρουνε το δρόμο, θα σ’ οδηγήσουν καρφί στο πατρικό δωμάτιο με το πιάνο, θα παραμερίσεις την κουρτίνα και θα ανοίξεις τα παράθυρα, το σώμα θα βρεί τις γούβες τις παλιές του έσκαψε κυκλώνοντας την τέχνη, τα δάχτυλα δίχωτας πρόβα, αιδώ ή κάποιου είδους συστολή, θα αρχινήσουν ένα μονοπάτιασμα στα ασπρόμαυρα σκαλοπάτια, ανοίγοντας δρόμους να ξεχυθεί όλη η ενέργεια από την καρδιά στα δάκτυλα και σαν καθρέφτισμα στο ξύλινο ταμπλό να ξαναγυρίσει στ αυτιά σου και πριν προλάβει να τελειώσει ο αχός, θα ετοιμάζεις την επόμενη συνομιλία

Τα παιδιά από την πλατεία θα σταματήσουν το παιχνίδι τους και οι σερβιτόρες που θα ακούν απ τα καφέ τα κλάματα θα βάλουν, αέρας θα φυσήξει μες στο δωμάτιο, μα δεν θα σηκωθείς πριν πέσει η τελευταία νότα, σαν τη σταγόνα που υπεραρκετή δακρύζει το ποτήρι, πιο άδεια από ποτέ και πιο έτοιμη γεμάτη εσένα να υποδεχτείς βγαίνοντας στην πλατεία

Θα χει άλλη τροπή τούτη σου η ζωή και εσύ θα την εκαθορίζεις πλέον κάθε στιγμή, ακούγοντας εσένα, γιατί θα ναι σαν να σαι έτοιμη, ξαναζώντας τούτη τη ζωή.

αφιερωμένο σου