24.1.08

περι χρόνου και άλλων λοιπών

Σε μια βιτρίνα μέσα είδα τη χαμένη μου σχέση με το χρόνο, ένα καταπράσινο μικρό με χρυσαφένιους δείκτες.

Αγρίμι ο καρπός δεν μπόρεσε το χαλινό να τον αντέξει, δεν υπήρχε ανάγκη άλλωστε να αποτελώ μέρος αυτής της πραγματικότητας, αυτού του χωροχρόνου, μου αρκούσε πως η δική μου είχε γαμάτα χρώματα και εμένα σκηνοθέτη.

Έκατσε στο μάτι μου καλά, στο χέρι φάνηκε να ταιριάζει και σαν έκλεισε το κούμπωμα η αίσθηση ήταν ότι συμπληρώθηκε μια απουσία.

Απ όταν κύκλωσε το χέρι δεν έλεγε να βγεί, μέρα νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, βουνό και θάλασσα πάντα μαζί. Δεν το κοίταγα να πώ την αλήθεια, το πρόσεχα μη χτυπήσει, μα δεν το συμβουλευόμουν.

μια συμβουλή, ποτέ μη χαρίσεις σε έρωτα ρολόι, έρωτας και χρόνος δεν συμβαδίζουν, γιατί φαίνεται το αδύναμο το πρόσωπο του ενός στο πλαίσιο του άλλου.

Κάποτε με βρήκε μια καταιγίδα, μια μπόρα και αντίς να κρυφτώ, άνοιξα τα χέρια και σήκωσα το πρόσωπο. Μούσκεμα ως το κόκκαλο, περισσότερο ψάρι παρά άνθρωπος και ο ένας και η άλλη, εκείνη έβρεχε και εγώ χαιρόμουν.

Λένε πως της γυναίκας ο έρωτας είναι σαν τη θάλασσα, σε λούζει, σε αγκαλιάζει, δεν αφήνει πώρο ελεύθερο, σπιθαμή να μην ακουμπήσει, μια υγρή θερμή κουβέρτα λένε πως είναι η αγκάλη της, λες και τρέχεις στους τροπικούς που οι στάλες ποτέ δεν εγκαταλείπουν τις άκρες των φύλλων.

Τα δώρα είναι τιμήματα, ποτέ τους δεν ξαναχαρίζονται, δεν επιστρέφονται, δεν εκποιούνται, κρατιούνται ή πετάγονται, κάτι σαν αλληλογραφία, ένας προς έναν γράφει, ότι άλλο, εκ του πονηρού.

Ο χρόνος άρχισε να αλλάζει, η κάθε στιγμή γινόταν αιωνιότητα και οι βρεγμένοι πιο διψασμένοι για βροχή, πουθενά κανόνας και σύνεση, ρέγουλο και μέτρο, μπορεί να τα ξεραν κανένας δεν τους το χε πεί πως ο πιο γρήγορος βηματισμός σε φέρνει νωρίτερα στο φίνις.

Το ρολόι άλλαξε χέρι, όχι σαν σκυταλοδρομία, μα σαν αλλαγή από το ένα χέρι στο άλλο, μόνο που και τα δύο ήταν αριστερά. Το ένα έμεινε άδειο και το άλλο αντικατέστησε προηγούμενα.

Ο χρόνος την ιδιομορφία έχει να περνά γρηγορότερα τότε που θες να ξαποστάσει, μα κοντοστέκεται εκεί που δεν μπορείς τους χτύπους του να αντέξεις.

Το πιο γερό το σφίξιμο στις σχέσεις των ανθρώπων έρχεται ο θάνατος να το κόψει, σαν τέλος βιολογικό, σαν ασφυξία, σαν μπούχτισμα, πάντως το τέλος έρχεται και πάντα κάποιος από τους δύο είναι ανέτοιμος το μήνυμα να λάβει.

Το χέρι που ντύθηκε το ρολόι, ένιωσε να πιέζεται και άρχισε να αποκολλάται, ξεπεταλιδώθηκε από σύμπλεγμα και άφησε εκτεθειμένο το άλλο μισό, το χέρι του χαδιού κράτησε σπάθη, ξιφούλκησε το νεκρό σώμα και αναδύθηκε.

Νέα ταξίδια θέλουν νέους καπετάνιους και οι παλιοί τη βγάζουν στων λιμανιών τα καφενεία χαμένοι μες στη νοσταλγία και τη θύμηση.

Ο χρόνος εδώ διαστέλλεται, τα δευτερόλεπτα χτυπούν σαν ώρες και το αναθεματισμένο το ποτήρι κατεβαίνει όλο και πιο γρήγορα, λες και είναι από κάπου τρύπιο, λες και είναι το στομάχι του καπετάνιου τρύπιο, λες και είναι ο ίδιος κάλπικος ή έζησε κάτι κάλπικο σαν τρύπια δεκάρα.

Ο χρόνος δεν κυλά πραγματικά πιο αργά ή πιο γρήγορα, δεν αγκυλώνει πουθενά, ρέει αναπόφευκτα, μα επιτρέπει στον καιρό να χει γυρίσματα και να ταλαιπωρεί τα θύματά του, αυτούς που τόλμησαν ύβρη, σαν τα γατιά που εμπαίζουν τα μισοπεθαμένα ποντίκια.

Μια ώρα απρόσμενη, σε μια συννεφιά του νού και του καιρού, ένα τηλέφωνο να χτυπά, μια μικρή παγίδα να εξυφαίνεται, να βλέπεις τη γούβα και τα καρφιά, μα να κινάς προς τα εκεί σαν μαγεμένος, ακόμα προς τα εκεί προσανατολισμένος.

Στολίδι το χαμόγελο στο πρόσωπο γνώριμο, άλλος αέρας, σε άλλα πανιά ντυμένη η ελπίδα, κοκκινομάγουλη, ώριμη σαν φρούτο μελιστάλαχτο, αρκεί να απλώσεις χέρι και να το καρπωθείς, αλλά οι γέφυρες από καιρό κομμένες και η μεγαλύτερη απόσταση να φαντάζει των δυό παλιών αγαπημένων το ενδιάμεσο κενό.

Το αναγκαίο ψέμα, πως είσαι; Είμαι καλά . και εγώ καλά είμαι, αλλά κανείς τους να μην λέει αλήθεια, ο ένας να υπερβάλει τα πράγματα, η άλλη να ξεφουσκώνει, κάπου στη μέση βρέθηκαν, σχεδόν ίσος προς ίση.

Καμία κουβέντα για παρελθόν, κανείς δεν αγγίζει το μέλλον, σε ναρκοθετημένο έδαφος, μια λάθος απάντηση και οι δυό ανατινάζονται.

Έχω κάτι που σου ανήκει, εγώ δεν το χρησιμοποιώ και είναι κρίμα να μένει κλεισμένο σε συρτάρι. Στο μυαλό μου περνάει η εικόνα ξεριζωμένων σπλάχνων, αλλά η ευγένεια απαιτεί να μην φέρνεις τον δήμιό σου σε δύσκολη θέση.

Το καταλαβαίνει, για το ρολόι σου μιλάω, δεν μου φαινόταν σωστό να το φοράω, έψαξα-μέσα σε κούτες η κοινή ζωή μας όλη- , το βρήκα και στο φερα αν το θες.

Το κοίταξα και ήταν σαν να μην είχε χαθεί ούτε μια ολόκληρη ζωή από τότε. Ήταν ίδιο, κυπαρισσί με χρυσαφένιους δείκτες. Το παράξενο ήταν ότι λειτουργούσε ακόμη, δεν είχε χάσει ούτε λεπτό, ούτε μέρα, ούτε νύχτα.

Το δώρο δεν χαρίζεται, το ξέρεις.

Επιστρέφεται, αν το θες.

Γιατί με θυμήθηκες;

Ποτέ δεν σε ξέχασα.

Χίλια γιατί ρωτήθηκαν με μια ματιά, γιατί;

Γιατί τώρα, γιατί πάλι, γιατί τότε, γιατί όχι πάντα, γιατί γαμώτο, γιατί;

Ας πούμε πως δύο άνθρωποι που ήρθαν κοντά, πολύ κοντά κάποτε είναι κρίμα να μην μιλιούνται, σαν εχθροί, σαν άγνωστοι, η θέση των αγαπημένων και των φίλων μου είναι στη ζωή και στην καρδιά μου και δεν αντέχει αποκλεισμούς.

Η θέση των φίλων είναι στην καρδιά, η θέση των αγαπημένων στο θρόνο, στο χώμα ή στην εξορία. Αν ακόμη δεν μπορείς τούτο να το καταλάβεις, δεν μιλάμε για το ίδιο πράγμα.

Είσαι απόλυτος.

Απόλυτα δοσμένος, μα βγαίνει σε κακό μου.

Φεύγεις έτσι απλά;

Ποτέ δεν ήταν απλή η φυγή, απλώς με βλέπεις να φεύγω όρθιος.

Και το ρολόι;

Το ρολόι ευχαριστώ σε, θα το πάρω μαζί μου, δεν είναι το χάρισμα που παίρνω πίσω, μα ο λόγος και ο όρκος ο παντοτινός, σαν βάρος που πρέπει τον άλλον να ελαφρύνεις παίρνω πίσω αφήνω σε να πορευτείς, ήρεμη με γαλήνη.

Όπως του ψαρά το μέλημα είναι του χταποδιού τα βεντουζόποδα να κόψει σαν πάει ν ατου φύγει, έτσι έπεφταν οι δεσμοί που χα ο κουρσευτής στο πλοίο της πετάξει και τώρα πιο λυπημένος μα ελεύθερος ανέπνεα τον αλλαγμένο αέρα.

Παράμερα απόμερα μια πέτρα άνοιξε του ρολογιού τα σπλάχνα, ο χρόνος σταμάτησε, λυτρώθηκα από τον όρκο, το φόρεσα και τώρα με χέρι φορεμένο πράσινο κάθομαι και τα γράφω

18.1.08

ξημερώνοντας 19

Βράδυ.
Επιστρέφω σπίτι. Στο άδειο. Στο κρύο.
Μικρή σόμπα, φώς και ζέστη μαζί, μα δεν μπορεί να κεφαλώσει τον χώρο.
Ασπρόμαυρη τηλεόραση, όλο χιόνια.
Το ραδιόφωνο να παίζει αγαπημένες μουσικές με διαλλείματα διαφημίσεων.
Παρέα πουθενά και την επαύριο δουλειά από το πρωί.
Πέφτω για ύπνο. Αν μπορούσα να βασιστώ στο μισθό και να τακτοποιήσω λίγο τα οικονομικά μου θα μπορούσα να πιάσω ένα καλύτερο διαμέρισμα, πιο ζεστό, πιο φωτεινό, πιο μακριά από όσα το βαραίνουν.
Τραβάω το μάλλινο σκέπασμα και την κουβέρτα, τσιμπάει μα δεν με πειράζει πλέον, η ανέχεια θέλει ανοχή.
Πέφτω για ύπνο ξέροντας ότι σήμερα είναι γιορτή, μα εγώ δεν γιορτάζω, ακόμα και τις πιο μεγάλες μου γιορτές τις πέρασα μόνος.
Αντέχω, ούτε λόγος για αυτό, το αν μου αρέσει αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
Κάποτε το τηλέφωνο μπορούσε να χτυπήσει μες στο βράδυ, τώρα δεν χτυπάει ούτε τη μέρα, το κλείνω για τις καλύτερες μέρες και βυθίζομαι σε μια ανέφελη νάρκη.
Η νάρκη δεν έχει όνειρα, ούτε πρόσωπα, ούτε ξεκούραση, μόνο ηρεμία, σαν τη σιγαλιά πριν το σεισμό και τη βροχή.
Στο όνειρό μου από παιδί μπορούσα να έχω πλήρη έλεγχο και συνειδητότητα, μπορούσα άμα ήθελα να το αλλάξω στην πορεία, να το αποφύγω σαν προσέγγιζε τους μεγάλους μου σκοπέλους, να το επαναλάβω σαν μου άρεσε και σπάνια να το συνεχίσω.
Εκείνο το βράδυ δεν είχα όνειρα ή τουλάχιστον ήταν σα να ήμουν κλεισμένος σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και να κοιμόμουν. Κάπου στο βάθος ακουγόταν ένας χτύπος, μια βροντή, χωρίς φωνή, ένα λεπτοδείχτης που βαρούσε δυνατά.
Με μάτι μισάνοιχτο κοιτάζω την πραγματικότητα που είχε πάντα άμεση επίδραση με το όνειρο, για να ακούσω την πόρτα να χτυπά.
Αμέσως μετά το κουδούνι.
Δύο φορές, όχι βιαστικές, μα επίμονες.
Ντυμένος τη φόρμα και από πάνω την κουβέρτα διασχίζω τον σκοτεινό διάδρομο και σκοντάφτω από τοίχο σε τοίχο, μπορεί και ηθελημένα για να ξυπνήσω, μπορεί και ηθελημένα για να ισοσταθμίσει το νέο του αγγελιοφόρου.
Δεν ρωτάω, ανοίγω.
Ντύσου.
Ποιος;
Ατύχημα.
Σοβαρά;
Νοσοκομείο.
Ντύσου.
Παλτό και μάλλινο πουλόβερ, μαύρο με μεγάλο λαιμό, για να καλύπτεσαι, από το κρύο και από τα νέα.
Δεν με αφήνουν να πάω μόνος.
Το αυτοκίνητο διασχίζει τους άδειους δρόμους γρήγορα, μα όχι δραματικά γρήγορα.
Στην πύλη, πού;
Στα εξωτερικά ιατρεία.
Κόσμος σε φορεία, σε καροτσάκια, από τρακάρισμα, με ακτινογραφίες, ορρούς και γάζες, μεθυσμένοι χτυπημένοι και εμείς στο πουθενά.
Δωμάτιο το δωμάτιο, θάλαμο το θάλαμο, άδεια η εντατική, πού;
Μια ομάδα των πέντε, μια γιατρός και τέσσερα φοιτητάκια ιατρικής, ένα αγόρι, τρείς κοπέλες, κάτι λένε μεταξύ τους, τους ρωτάω, τους ρωτάει, κοιτάζονται μεταξύ τους, μιλούν για εξεταστική και για τους ασθενείς που είδαν, μας λένε μιας στιγμή, η γιατρός κάτι γράφει, κατεβάζει το στηθοσκόπιο από το λαιμό της, το ψωμί κάηκε.
Τι πράγμα; Μα μας είπαν ατύχημα και εξωτερικά ιατρεία, κάνετε κάποιο λάθος, δεν γίνεται, πάει να πέσει, ανοίγω την αγκαλιά μου και την πιάνω, είναι η σειρά του βλασταριού να σώσει το δέντρο, κλείνω τη μέσα και μένουμε.
Ξέρεις, το άδειασμα σε κάνει ανάερο, δεν το ξερα, το μαθα. Ήταν σα μα κρατούσα στα χέρια μου αέρα, μπορεί και να την είχα ήδη σηκώσει, δεν μπορώ να ξέρω, μόνο ότι είχα το μυαλό στη θέση και την καρδιά σφιγμένη.
Ο χώρος είχε κλιματισμό, μα άρχισε να παγώνει, από μέσα, τα πάντα πήραν να σκληραίνουν, το βλέμμα, το χέρι και οι καρέκλες φαίνονταν πιο άδειες, το νερό από τον ψύκτη κατέβαινε δυσκολότερα από σπασμένα γυαλιά και το παλτό έκλεισε .
Άνθρωποι έπεφταν στους ώμους, άνθρωποι γονάτιζαν, μάτια λαμπύριζαν, κάποια γυάλιζαν, το σπίτι άνοιξε διάπλατα και το καλοριφέρ έκαιγε με όσην ένταση είχε.
Ο πόνος και η αγάπη γεννούνε μίσος και έχθρα, δεν το ξερα, αυτή η μέρα θα μου μάθαινε πολλά, θα με άλλαζε για πάντα.
Σαν πέτρος δεν άντεξα και έπεσα για 3 ώρες ύπνο, δύσκολο βράδυ, δύσκολη μέρα, δύσκολη εποχή ξημέρωνε.
Ο κόσμος άρχισε να καταφθάνει και εγώ χρειαζόμουν μουσική περισσότερο και από ουίσκι.
Το μόνο άθικτο στο άλλο αυτοκίνητο ήταν το σήμα και ο λεβιές, τα πήρα και τα δύο.
Το τηλέφωνο χτυπούσε και εγώ στα πέλαγα χαμένος, το ίδιο πράγμα πελαγωμένος, χωρίς να βιάζομαι να σωθώ.
Το σήκωσα. Μια φωνή με ρωτούσε για κάτι έξω του καιρού αυτού. Παλιά, γνώριμη, συντροφική.
Καλημέρα.
Πως περνάς;
Είσαι καλά;
Αλήθεια;
Τρέχει κάτι;
Όχι τώρα.
Γειά.
Αντίο και λυπάμαι, δεν μπορώ να μιλήσω.
Στο κόψιμο τρέχει αίμα και το αίμα στεριώνεται σε κόρα και η πληγή κλείνει. Στο θρήνο το βουβό, τα δάκρυα μένουν άβγαλτα, ο πόνος δαγκώνεται, καταπίνεται, μένει εντός και κοτρώνεται, γίνεται πέτρα, σκέτος γρανίτης και χαμηλώνει το κέντρο βάρους σου πιο κοντά στο χώμα, παρά στα σύννεφα.
Το σπίτι αντίκρισε λουλούδια πένθιμα, κλάμα βουβό και εντάσες, κρύα φιλιά, αναφιλητά, κόκκινες μύτες και άδεια μάτια και όταν το κάθε πουλί γύρισε το βράδυ στη φωλιά του, έμεινε το τραπέζι μας να στέκεται σε τρία πόδια.
Οι πιο δυνατοί στεριώνουν τους αδύνατους και όσο η ρόδα γυρίζει, τη μια ο ένας είναι ψηλά, την άλλη είναι κάτω και αυτός που πρίν βοήθαγε, τώρα λαμβάνει βοήθεια.
Τα λόγια τα αμίλητα σε καταδιώκουν και σε βρίσκουν, είναι ανελέητα, ανυπόμονα και έχουν σκοπό να σε αφήσουν στον τόπο, όσο και αν θες να εξηγήσεις, όσο και αν θες να εκλιπαρήσεις, σαν έπεσε το τελευταίο σπυρί της άμμου, δεν θα ξαναβρείς τον χρόνο, την ευκαιρία.
Από την άλλη τα λόγια που είχαν ειπωθεί, που είχαν βρεί στόχο έρχονται μπάλσαμο, σαν σκιάχτρα τα ανομολόγητα να διώξουν λίγο μακριά, γαλήνη να χαρίσουν, παροδική, λιγόωρη, όσο ένα τσιγάρο.
Στον ένα ώμο κάτι κρατώ , στον άλλο τον κόσμο όλο και ισορροπώ, πιάνω βρεγμένο χώμα, ήχοι πνιχτοί υπόκωφοι φτάνουν μέσα στα αυτιά μου, έχω στην τσέπη μου βαθειά ένα μικρό κλωνάρι βασιλικό, όποτε θέλω να ξεχαστώ, το τρίβω και το μυρίζω, ο νούς μου για λίγο χάνεται, έχω συχνά διαλείψεις, βλέπω τα πάντα από ψηλά σαν παρατηρητής απ΄έξω, δεν ξέρω που το όνειρο αρχινά ούτε το που τελειώνει, ξέρω όμως ότι ο χρόνος τώρα κυλά αργά, μα και αν κοιτάει πίσω έχει το βήμα του πάντα μπροστά.

Ότι άναψε θα σβήσει και ότι σβήνεται ξεχνιέται, για αυτό για τις φωτιές της θύμησης να χεις κάνει κουμάντο για λάδι και φυτίλι.

Συγχωρεμένος, όποιος συγχώρεση ζητάει.

12.1.08

χαμογελώντας

Ο διακόπτης ήταν στρόγγυλος, ατέρμονας, κάποτε άσπρος τώρα κίτρινος από τα χνώτα τόσων χρόνων, τόσων που έζησαν δω μέσα, από τα τσιγάρα σαν μεγάλωναν και το τζάκι.
Προσπάθησα να τον ανοίξω, μα οι λάμπες στην δεύτερη περιστροφή αντέδρασαν, προφανώς κάποιο σιδεράκι δεν έκανε επαφή, όπως εμάς που είχαμε από καιρό κόψει επαφή με το σπίτι στο χωριό.
Πήραν μπρός και ξέρασαν μια κίτρινη λάμψη, περισσότερο σκοτάδι παρά φώς, για να τρομάζουν τα παιδιά, να κρύβονται τα σαμιαμίδια στις ρωγμές και οι πεθαμένοι να χουν τους ίσκιους συντροφιά.
Στους τοίχους κάδρα με φωτογραφίες οικογενειακές, ο παππούς με την βάβω και τον πατέρα του από τη μια και από την άλλη η γιαγιά με τους δικούς της, φορώντας όλοι τα καλά τους, λίγο πρίν το συμπεθεριό. Από κάτω, στον μεγάλο πίνακα με τα νούφαρα και τη γοργόνα με τα μωβιά χείλη να στέκονται τα παιδιά της οικογένειας, ένα τη φορά, στο κέντρο κάθε υδρόφυτου, όσα ξεπέρασαν το φράγμα των 2 χρόνων, 9 φωτογραφίες, εννιά σκληρά πρόσωπα, με γουρλωμένα μάτια, σε στυλ προσοχής, όσα επέζησαν από τις κακουχίες τον δύσκολο καιρό του σαράντα.
Ο πάνω όροφος ήταν τεμαχισμένος στα τρία και κάτι, η κουζίνα με το τζάκι και το κρεββάτι του προπάππου, ένα δωματιάκι με δυό κρεββάτια, των παππούδων και των μικρών και ένα μεγάλο καθιστικό με κρεββάτια ολόγυρα και τραπεζαρία στο κέντρο.
Στις ασθενείς διαθλάσεις των κρυστάλλων του πολυελαίου έτρεχε η φαντασία μας, σε ξωτικά, ξωθιές και ουράνια τόξα, σε καλικατζάρους και άτυχες μικροπαντρεμένες, που οι ιστορίες των μεγάλων δανείζονταν από την παλέτα του ταβανιού για να κάνει τον φόβο βίωμα και τον παραμικρό θόρυβο το βράδυ σε υστερικές κραυγές.
Μεγάλωσα και αγόρασα κάποτε κρυστάλλινα σε γάμους φίλων, τότε κατάλαβα ότι ήταν απλά τζαμάκια τα στολίδια του παλιού φωτιστικού και ότι ο τρόμος επέλεγε να σκάβει τις στοές του στα ευτελή και όχι στα αξίας.
Το πάτωμα ήταν ξύλινο, τάβλες ντυμένες με κουρελούδες και στα σημεία που τα ροζιά είχαν αποκολληθεί φαινόταν τα κατώγι, με τα ζώα, τις μπάλες από σανό και τα αγροτικά εργαλεία. Τα βράδια του χειμώνα έμπαζε κρύο και τα καλοκαίρια μυρωδιές από κρασί, προβιά και τυρόγαλο.
Η γιαγιά δεν είχε πετάξει στη ζωή της ούτε κουμπί, ούτε καρφί, ούτε μια πρόκα. Ότι έβρισκε το πέταγε στην ταράτσα του φούρνου και όταν δεν είχε δουλειά να κάνει, σπάνιο αυτό, τα ταξινομούσε σε τετζερέδια, κουτιά από χρώματα και παλιούς κουβάδες.
Δεν είχε αγοράσει στη ζωή της κάτι καινούριο, ούτε δέχτηκε ποτέ ελεημοσύνη από την εκκλησία, αργατική σαν μέλισσα μάζευε, έραβε, φύτευε, πούλαγε και προίκισε 5 κόρες. Και τις εγγόνες.
Για τα αγόρια τίποτα, αυτά κάποια στιγμή, όπως ήταν γραφτό, θα νέμονταν την περιουσία, τα χωράφια και το αμπέλι, το σπίτι και τον κήπο, θα σφάζονταν, θα τρεχαν στα δικαστήρια και στους συμβολαιογράφους, τα ήξερε, τα έβλεπε, τα περίμενε, γι΄ αυτό πολύ μας μάλωνε.
Τα παλιά τα χρόνια όλα ήταν αγνά, το λάδι, το κρέας, οι άνθρωποι. Πως είναι τα γερόντια ήρεμα, ξεσκούφωτα, καλοσυνάτα, ξεδοντιασμένα στα καφενεία, στην πλατεία του χωριού; Τα γραφικά τα πρόσωπα και τα σκαμμένα χέρια που λες ότι δεν πρέπει να χουν σκοτώσει ούτε κουνούπι χωρίς να κάνουν πρώτα το σταυρό τους;
Κι όμως, σε κάποιες κουβέντες άκουγα χωρίς να με προσέχουν, κάτω από το τραπέζι ή στα μνημόσυνα για κείνους που δεν είχαν το μαχαίρι για να κόβουν το ψωμί μονάχα και πως οι μαμμές έσωζαν υπολήψεις ρίχνοντας συλλήψεις αγνώστου πατρός.
Τρύγος και έρωτας με κατσίκα, σπορά και θανατικό πάνω στα όρια των συνόρων, μαθηματικά στο σχολειό και το βράδυ αλογοκοτοκλεψίες, μπαρμπούτι, ζάρια, βιασμοί και τα σκουπίδια του χωριού στο ρέμα και ας ήταν το νερό που θα πότιζαν τα ζωντανά τους οι του κάτω χωριού.
Ήταν ωραία και αγνά τα πράγματα τότες.
Είχαμε έρθει για την κηδεία κάποιου. Ξέρω ποιού, μα δεν θέλω να το πώ. Δεν θα τους το έλεγα για τίποτα. Οι τρείς μας και η κερασομαλλούσα. Δεν ήξερε τίποτα από αυτά, καθόταν στην άκρη και παρατηρούσε.
Το σπίτι μύριζε κλεισούρα και αλογίσια ούρα, έστω και αν είχαν περάσει είκοσι χρόνια που στο κατώι σταβλίστηκε ζώο, κάποιες μνήμες είναι τόσο ζωντανές που οι αισθήσεις ανιχνεύουν υπολείμματα ερεθισμάτων, χρόνων πίσω.
Κάθισε στον ξεκοιλιασμένο καναπέ που είχε περισσότερα μπαλώματα πάνω του από παιδική σαμπρέλα, σαν παντελόνι σαλτιμπάγκου, η φθορά ήταν αναπόφευκτα αναπότρεπτη, σαν το τίμημα της κάθε επιλογής, τα μεταχειρισμένο παλιώνει γρηγορότερα και σε κάθε δράση και σκέψη υπάρχει μια αντίδραση και ένας αντίλογος, και ήταν όλα για να πληρωθούν τώρα.
Είχα πληρώσει και πληρώνω ακόμα, τα χρέη δεν είναι όλα σε λεφτά, κάποια είναι σε πόνο και κάποια σε χρόνο, σε άλλα λεπτά, όχι τίποτα ψιλά δευτερόλεπτα, αλλά αγωνιώδη και τεράστια σαν εποχές, σαν φάσεις, σαν μονοπάτια αδιέξοδα, που για να βγείς περνάς πάλι αντίστροφα από εκεί που μπήκες.
Η μητέρα καθόταν στο τραπέζι, η κερασομαλλούσα όρθια και εσύ κάθισες πάλι στον καναπέ. Μια φλούδα φουσκωμένου τοίχου κρεμόταν πάνω από το κεφάλι σου, σου φώναξα ΠΡΟΣΕΞΕ, δεν με κατάλαβες, σου ξαναφώναξα, ΦΥΓΕ, ΣΗΚΩ ΟΡΘΙΟΣ ΚΑΙ ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΚΕΙ , και πάλι δεν με κατάλαβες αλλά με άκουσες, σαν να υπάκουσες, γιατί το αίμα προστάζει όπως ξέρει η σάρκα να ακούει, σηκώθηκες χαμογελώντας και τότε αποκολλήθηκε ένα μεγάλο κομμάτι τοίχου και ήρθε να πέσει πάνω στο αποτύπωμα του κορμιού σου στον καναπέ. Η μάνα έβγαλε μια κραυγή, η κερασομαλλούσα έβαλε τα χέρια άηχα στο στόμα και συ γύρισες και με κοίταξες δίχως να πάψεις να χαμογελάς στιγμή.
Με έσωσες μου είπες και το όνειρο εξαφανίστηκε από τα μάτια μου με σένα χαμογελώντας.
Ευχαριστώ.

11.1.08

o κλόουν

Δύσκολη μέρα.

Περιμένοντας στο φανάρι, ένα τετράγωνο πριν το σπίτι.
Έγνοιες, βαρύ πεπόνι το κεφάλι και το μέτωπο ζαρωμένο σαν ταμπλό διαφημιστικό με αφίσσες περσινές.
Όλοι σκυθρωποί μέσα στα τζαμένια κλουβιά τους, ακούγοντας μουσική, διασκεδάζοντας τον χαμένο χρόνο.
Ένα μπλέ, με κίτρινο κάτι, πάνω σε πορτοκαλί κάλτσες, με ένα τεράστιο χαμόγελο και ανοιχτά μάτια ξεπροβάλει από ένα δέντρο. Κρατάει κορίνες και φορά ένα μαύρο τρύπιο καπέλο.
Μπαίνει στη μέση του δρόμου.
Ατρόμητος κάνει μια κωλοτούμπα πάνω στη διάβαση. Μια γιαγιά τον μαλώνει να κάνει στην άκρη, μα τα αυτοκίνητα είναι σταματημένα της δείχνει. Η γιαγιά καχύποπτα τον κοιτά, για να χει αργότερα να μαλώνει ή να διηγείται στους αστυνομικούς ότι έπραξε καλώς το καθήκον της.
Οι κορίνες ίπτανται, διαδοχικά, περιστροφικά, ανάποδα, αντίστροφα, στερεωμένες στον ουρανό, στο ύψος του φαναριού, φαίνεται να κάνει κάποιο λάθος και του ξεφεύγουν, μα τελευταία στιγμή, χωρίς να χάσει το χαμόγελό του τις πιάνει στον αέρα και συνεχίζει.
Πετάει μια κορίνα σε ένα περαστικό που τον κοιτάζει, αυτός τα χάνει, του πέφτει η τσάντα, μα η κορίνα είναι πιο σημαντική, την πιάνει στον αέρα και την πετά στον ασταμάτητο κλόουν που χαμογελά.
Από ώρα σε ώρα το φανάρι ανάβει.
Τα χαμόγελα μεταγγίστηκαν στα πρόσωπά μας και ένα μικρό φιλοδώρημα για τη μαγεία το κλόουν έπεσε στο τρύπιο καπέλο και από κεί στην τσέπη του.
Πουθε είσαι; Τον ρώτησε γελώντας η γιαγιά.
Everywhere, της απάντησε εκείνος και μας χαιρέτισε.
Είχε και άλλες στάσεις να κάνει στον κόσμο.
Είχα πρίν κάποιες έγνοιες.
Ο πίσω άρχισε να κορνάρει υστερικά, το φανάρι είχε από ώρα ανάψει πράσινο.

7.1.08

το δώρο

Σάββατο ξημερώματα, το φώς ακόμη σβηστό και τα μάτια να περιεργάζονται το σκοτάδι. Τίποτα. Κι όμως, η μεγάλη μέρα έχει έρθει. Ξέρεις τι είναι να περιμένεις έναν ολόκληρο χρόνο, όχι πως βαθειά μέσα σου έχεις την αίσθησή του, μα να, είναι συνδυασμένα τα χριστούγεννα με το κρύο και το χιόνι και έξω τα πάντα είναι κατάλευκα.
Το τζάμι θαμπωμένο από υδρατμούς, η ξυλόσομπα να ψιλοκαπνίζει λόγω του δυνατού αέρα και τα καλά μας ρούχα να ζεσταίνονται απέναντι στις ξύλινες καρέκλες.
Ομιλίες στην κουζίνα, η μάνα σαν στοιχειό του σπιτιού να σηκώνεται πάντα πρίν φέξει για να ετοιμάσει τα πάντα, το φαγητό, τον καφέ του πατέρα, το κολατσιό μας, να συμμαζέψει το σπίτι και να καθαρίσει απαραιτήτως καθημερινά τα μωσαικά πλακάκια.
Τα πόδια με μνήμη ελέφαντα και αισθητήρες σαλιγκάρου να ανιχνέυουν τα χοντρά μαλλιαρά πασούμια που μου έπλεξε πέρσι η γιαγιά και να τρέχουν μαζί με μένα στον το διπλανό δωμάτιο μπαίνοντας στο βασίλειο των μυρωδιών. Κρουασάν, αψιά μυρωδιά φρεσκοτριμμένου καφέ, δίπλες με μέλι, τηγανίτες με κανέλα και ζάχαρη, δεντρολίβανο, πιπέρι μαύρο και πατάτες. Το στόμα να νεραπολάει μες το εκκεντρικό συνοθύλευμα από γεύσεις και μυρωδιές, αλλά η αποστολή του μια, η ερώτηση:
- Πότε μαμά; Πότε; Πές μου, πότε;
- Καλημέρα λέει ο κόσμος το πρωί και ιδίως τέτοια ημέρα χρόνια πολλά. Πιές το γάλα σου.
- Πότε μαμά; Πότε; Πές μου και θα το πιώ. Πότε;
- Πάνω στο τραπέζι έχει ψωμί με βιτάμ και ζάχαρη, κουραμπιέδες και γλυκίσματα. Σερβιρίσου γιατί έχω δουλειά. Αχ μπελά, μην με κοιτάς έτσι λυπημένος, αύριο το πρωί ή αργά σήμερα το βράδυ αφού κοιμηθείς θα ρθει ο άγιος βασίλης και θα σου αφήσει το δώρο σου. Όχι όμως σήμερα, εντάξει; Μη χάσεις τη μέρα σου περιμένοντας.
- Καλημέρα μπαμπά. Χρόνια πολλά. Ξέρεις τι δώρο θα μου φέρει ο άγιος βασίλης αύριο;
- Καλημέρα σπόρε, ελπίζω υγεία, ευτυχία και χαρά και να ναι για κάθε μέρα.
- Όχι, εγώ θέλω όπλο. Αυτό είναι δώρο.
- Πρόσεχε τις ευχές που κάνεις..

Μούτρωσα λίγο, αλλά μου πέρασε γρήγορα τρώγοντας και κανονίζοντας τις επόμενες κινήσει μου.
Ντύθηκα το κασκόλ και το σκούφο, ανέσυρα τα εργαλεία δουλειάς και έφυγα για την συγκέντρωση των παιδιών της γειτονιάς μου. Το καθένα κρατούσε από ένα τρίγωνο και ένα μπαστουνάκι, κάποιοι μουσικοί διέθεταν μελόντικα και ένα παιδί κιθάρα. Αυτή τη χρονιά κατεβαίναμε περισσότερο προετοιμασμένοι από τις άλλες χρονιές και τη αποπάνω γειτονιά, που έφτιαχναν τον καιρό που παίζαμε εμείς μπάλα, ξύλινο καραβάκι και το βάφαν με λαδομπογιά, κάτι που πολλαπλασίαζε τις εισπράξεις τους.
Δοκιμάσαμε στα γρήγορα τα λόγια, πάνω κάτω τα ενθυμούμασταν και ότι μας έλειπε ή το ξεχνούσαμε, συμπληρωνόταν αυτόματα από την ενίσχυση της μελωδικής γραμμής. Οριοθετήσαμε τις περιοχές κατά σειρά χαρτζηληκιού και χωριστήκαμε σε τρείς ομάδες, ώστε να μην πέφτουμε η μια ομάδα καπάκι πάνω στην άλλη, για ένα πιο σταθερό μεροκάματο και στο τέλος η μοιρασιά μόνο εντός της ομάδας. Όλοι ευτυχισμένοι, εκτός από τους ξενομπάτες, τα γυφτάκια, που μας έπαιρναν τα λεφτά, μιας και ξυπνούσαν πρώτα και ήταν πιο επίμονα στο κουδούνισμα. Ας ήταν καλά οι σφαλιάρες, ευτυχώς είχε καθαρίσει πλέον ο τόπος μας έλεγε ο θείος μου, ο μπάτσος από τότε που μαζευτήκαμε σε συλλαλητήριο και τους διώξαμε από την πλατεία στο ποτάμι.

Η δουλειά έχει τα πάνω της και τα κάτω της, αυτή τη χρονιά πιάσαμε πάτο, όσο δυνατά και αν χτυπήσαμε τα τρίγωνα, όσο και αν ξεφωνήσαμε τα κάλαντα το ταμείο κουδούνιζε από χαμηλής αξίας κέρματα, σαν πεινασμένου κοιλιά, αντί για την ήσυχη χορτασμένη τσέπη με τα χαρτονομίσματα.
Θα προσπαθούσαμε λίγο ακόμα και μετά ο καθένας σπίτι τους, για να μην μοιραστεί το γενναιόδωρο μπαχτσίσι με τα αλητόπαιδα, που λεγε η μαμά μου. Αυτό ήταν απόλυτα λογικό.
Αν δεν ήταν λίγο οι θιές και η μάνα μου να τσοντάρουν λίγο δεν θα μπορούσα να πάρω το δώρο που χα τάξει εγώ στον εαυτό μου, το πλαστικό τόξο από τον μουστάκη, με την όμορφη χειρολαβή και τα πολύχρωμα βέλη.

Από πάντα ήθελα να πάρω ένα μεγάλο τόξο, επαγγελματικό, μεταλλικό, γυαλιστερό, που να σκοτώνει πουλί στα 200 μέτρα. Το χα δεί στο παζάρι και έριξα του κόσμου το κλάμα και τα παρακάλια για να μου το πάρουν, αλλά τζίφος. Δεν άρεζαν αυτά τα παιχνίδια στους γονείς μου που είχαν ζήσει και τον μεγάλο πόλεμο και πολλά είχαν δεί τα μάτια τους, μου έλεγαν πως θα μοιαζα στα αλητάκια της γειτονιάς που θα μεγάλωναν να γίνουν κακοποιοί και θα μπαιναν στη φυλακή. Όχι, ποτέ εγώ, ο γιός τους, το καμάρι τους.

Στα κρυφά ρημάζαμε τις λυγαριές από το βουνό στις εκδρομές μας με τα ποδήλατα και φτιάχναμε με σπάγκο και καλάμια τόξα και βέλη για να παίζουμε τους ινδιάνους και τους καλούς. Εμείς ήμασταν οι καλοί και οι ινδιάνοι τα πουλιά, για να μην βγάζουμε τα μάτια μας, μιας και το χέρι κάθε μάνας ήξερε να βρίσκει κάθε φορά από το δέντρο το κλωνάρι που αργούσε πιο πολύ να σπάσει πάνω μας και πόναγε... άσε, δε σου λέω τίποτα.
Μια φορά είχαμε βάλει πρόκες στην άκρη στα βέλη μας και σημαδεύαμε τα δέντρα, μερικοί δεν τα έφταναν, άλλοι αστοχούσαν από τον αέρα και κάποιοι χτυπούσαν πάντα κορμό. Ένας τέτοιος ήμουν και εγώ.

Τώρα μες στο χιόνι, ντυμένοι μέχρι τα μάτια με τα γουνάκια, τα σκουφιά, τα κασκόλ και τις παιδικές γαλότσες παίζαμε χιονοπόλεμο μεταξύ μας και μεταξύ μας ήταν περισσότερο πόλεμος, γιατί σε κάθε χιονόμπαλλα κρυβόταν μέσα κάποια μικρότερα πέτρα για να φτάνει πιο μακρυά και να πονάει. Τέτοιοι ήμασταν, αυτά ήταν τα παιχνίδια μας.
Κάθε εβδομάδα κάποιο από μας πήγαινε στον γιατρό για να του ράψει το κεφάλι, να του δέσει το γόνατο, να του γυψώσει το χέρι, χωρίς φόβο, με λίγο πόνο και πάντα με κοκκινισμένα τα χέρια και τον κώλο από το πολύ ξύλο.

Φέτος είχα ζητήσει με γράμμα από τον άγιο βασίλη να μου φέρει ένα όπλο. Σε ένα έργο είχα δεί έναν αστυνομικό που κανένας δεν του την έλεγε, που χε στα πλευρά του περασμένο ένα περίστροφο και καθάριζε τους κακούς σαν πασατέμπους, που ότι πυροβολούσε ανατιναζόταν, οι γυναίκες τον θαύμαζαν και έπεφταν στην αγκαλιά του και είχε και ένα μεγάλο μαύρο σκυλί. Αυτός, το σκυλί και το όπλο του. Οι καλύτεροι φίλοι. Θα θελα και εγώ να έχω τέτοιους φίλους και όχι σαν τον μίμη που δεν μου στάθηκε σαν με πλάκωσαν τα παιδιά της πάνω γειτονιάς όταν πέτυχα ένα με μια πέτρα. Ο μίμης το σκασε, ο σκύλος και το όπλο θα μεναν κοντά μου να καθαρίσουν.
Στην παρέα θα γινόμουν αρχηγός, η μαιρούλα θα με πρόσεχε και στο σχολείο δεν θα με ξαναέβαζαν τιμωρία. Να έβλεπα αν η αδερφή μου θα χε όρεξη να με ξανακαρφώσει στους γονείς μας για φασαρία ή ότι έψαχνα στα συρτάρια της, α, όχι, θα την πυροβολούσα εν ψυχρώ, το όπλο μπροστά, λίγο γερτό στο πλάι, μπαμ, μπάμ και θα σου λεγα εγώ, καλή μου αδερφούλα, αλλά άσε έχε χάρη που δεν ήθελα να στεναχωρήσω τους δικούς μου, αντε το πολύ μια δυό στα πόδια και ξώφαλτση.

Από πέρσι είχα μεγαλώσει πολύ, τα παλιά μου καλά δεν μου χωρούσαν, το παπούτσια το ίδιο. Οι πωλήτριες με κανάκευαν και μου λεγαν πως όταν θα γινόμουνα μεγάλος θα με παντρευόντουσαν. Η μαμά ξερογελούσε και μου παιρνε πάντα ένα νούμερο μεγαλύτερο παπούτσι, γιατί αλλιώς δεν θα βγαίναμε, έλεγε.
Γύρισα στο σπίτι με κάτι λιγότερο από ένα χιλιάρικο, τα είπα στους δικούς μου και τα έκανα δύο και από το παιχνιδάδικο αγόρασα μια κίτρινη μπουλντόζα και ένα πλαστικό πιστόλι και πολλές σκάστρες.
Σε όλη τη διαδρομή σκότωνα παιδιά, πουλιά, τον λαχειοπώλη, τον χασάπη που κοίταζε τη μαμά κάπως, όπως είχε πεί ο μπαμπάς, έριχνα σε αυτοκίνητα διερχόμενα και τρομοκρατούσα τα περιστέρια της πλατείας. Οι δικοί μου με άφησαν να τα παίρνω στο κατόπι όσο να πιούν τον καφέ τους στο καφενείο της πλατείας περιμένοντας τους συγγενείς να καταφθάσουν.
Ρωτούσα που και πού για την ακριβή ώρα άφιξης του άγιου βασίλη, αλλά οι γνώμες ποικίλαν ανάμεσα στους φίλους μου. Άλλος έλεγε τα ξημερώματα, άλλος αργά το βράδυ, άλλος ότι δεν θα προλάβαινε να πάει σε όλα τα παιδιά, μόνο σε αυτά που είχαν τζάκι και ένα παιδί από την άλλη γειτονιά μας είπε πως δεν υπήρχε στα αλήθεια τέτοιος άγιος και πως οι πατεράδες μας έπαιζαν αυτό το ρόλο.
Τον διώξαμε από την παρέα μας αν και κάποιος πέρσι είχε πεί πως είχε δει στο σπίτι του την κόκκινη φορεσιά του πατέρα του για το καρναβάλι να αερίζεται κοντά στα χριστούγεννα. Συγκατανεύσαμε, αλλά το θέμα σταμάτησε εκεί, όλοι χρειάζονται ένα παραμύθι.
Θυμάμαι που για δώρο τους ζητούσα για χρόνια ένα αδερφάκι, αγόρι, για να παίζω μαζί του και όχι ένα κακομαθημένο θηλυκό σαν την αδερφή μου, που με τσάντιζε συνέχεια, αλλά η μαμά δάκρυζε και ο πατέρας μου έδινε κέρματα για να αγοράσω καραμέλες.
Ένα αδερφάκι, ναι, να είχα δική μου ομάδα για τα κάλαντα, για τον πόλεμο με τα γειτονόπουλα, να παίζω και με τα δικά του τα παιχνίδια, να του ρίχνω το φταίξιμο σαν κάτι έσπαζε, να τον βοηθάω με τα μαθήματα-λέμε τώρα-. Μια μέρα η μαμά μου εξήγησε ότι μερικά παιδάκια είναι σαν τα μπαλόνια των γιορτών, που αν τα αφήσεις πάνε ψηλά στον ουρανό, στον καλό θεούλη και το δικό μου αγοράκι αδερφάκι ήταν ψηλά εκεί, ευτυχισμένο. Όσο και αν την ξαναρώτησα δεν μου απάντησε.
Μέχρι το απόγευμα είχαμε παίξει χιονοπόλεμο, είχαμε φάει τις δίπλες και τα μελομακάρονα της θείας. Έφτασαν με πολλή ώρα καθυστέρηση, γιατί τα διόδια ήταν γεμάτα κόσμο που φευγε. Ήρθαν τα αγαπημένα μου ξαδέρφια. Μεγάλωσαν και κείνα. Συναγωνιζόμασταν ποιός ήταν ο πιο ψηλός, ποιος πέταγε την πέτρα πιο μακρυά, ποιος έφτυνε καλύτερα. Στην αθήνα δεν πρέπει να έφτυναν πλέον, γιατί με κοίταζαν περίεργα. Εμείς εδώ φτύνουμε ρόχαλους μεγάλους, τους εξηγούσα, αλλά οι ψηλομύτηδες μπήκαν στο σπίτι και το παιχνίδι πάγωσε, ας στο λύκο!.
Έμεινα μόνος μου στο κρύο το δριμύ, να σκέφτομαι για την προσγείωση του ελκήθρου, που θα το άφηνε και αν θα έβλεπα το πρωί κουραδιές και πατήματα έξω από το σπίτι. Μπορεί βέβαια να το άφηνε στα σύννεφα, γιατί ήταν φέτος τόσο πυκνά και μαύρα, που θα μπορούσαν σίγουρα να σηκώσουν βάρος, αν και στην πορεία των χρόνων ανακάλυψα ότι τα σύννεφα παίζουν ρόλο μόνο για να ηρεμείς και να ξεφεύγεις από τους δύσκολους ρυθμούς της ζωής και για να ξαπλώνεις εύκολα πιτσιρίκες στο γρασίδι.
Ήρθε το πολυπόθητα βράδυ. Με φώναξαν και μένα μέσα στο σπίτι. Τα πράγματα να ξεχειλίζουν από τα δωμάτια, κάθε σπιθαμή κατειλημμένη από βαλίτσες, ρούχα, σακκούλες με δώρα και φαγητά, παντού γλυκά και φαγητά, σα να ήταν να φιλοξενήσουμε στρατό ολόκληρο, αντίς για 6 άτομα, ακόμα.
Κάποιο φωτάκι κάηκε στο δέντρο και δεν άναβε κανένα. Ο πατέρας έβριζε χαμηλόφωνα, την που τά να την τύχη του, γιατί το σόι της μάνας μου έλεγε πως τον περίμενε στη γωνία να κάνει κάποιο λάθος για να του το χτυπάνε όπως πάντα και να τον φτάνουν στα άκρα, η μάνα να ορκίζεται πως αυτά ήταν στη φαντασία του και πως δεν έφταιγε εκείνος που είχε απολυθεί πρίν τις γιορτές, έκαναν περικοπές και τους ήταν βάρος, μα θα έβρισκε αλλού δουλειά, δεν ήταν άχρηστος ή ακαμάτης και πως για όλα έφταιγαν οι ξένοι. Ήταν αλήθεια, ο μπαμπάς ήταν νυχτοφύλακας στο εργοστάσιο δίπλα από το σπίτι μας, βρήκε τη δουλειά όταν δώσαμε ένα χωράφι αντιπαροχή στην εταιρία και τον προσέλαβαν για να φυλάει το εργοστάσιο που χτίστηκε στο άψε σβήσε, από τους κακούς. Είχε και ο πατέρας μου όπλο, κανέναν δεν φοβόταν ο μπαμπάς μου, μα σαν ήρθαν οι ξένοι, του πήραν τη δουλειά και το όπλο και αυτός άρχισε να πίνει και να ξεχνάει και να ναι λίγο αφηρημένος.
Όταν τον πλησίασα και του είπα να βοηθήσω, σταμάτησε, με κοίταξε στα μάτια, με πήρε αγκαλιά, με φίλησε και μου πε να πάω πιο πέρα, γιατί το ρεύμα ήταν επικίνδυνο και μόνο αληθινοί άντρες έπρεπε να ασχολούνται με αυτά. Έκοψε κάτι καλώδια, ένωσε κάποια άλλα και να το δέντρο μας φωτίστηκε. Το χαμόγελό του ήταν τέτοιο, σα θεός ήταν, ψηλός, ο ψηλότερος μπαμπάς του κόσμου. Και όμορφος. Στα νιάτα του έκαιγε καρδιές. Έκαψε και της μητέρας μου, που τον γνώρισε σε ένα πανηγύρι. Τη ζήτησε, την πήρε, την παντρεύτηκε και έκαναν εμάς τα δυό.
- Μπαμπά, τι θα μου φέρει ο άγιος βασίλης;
- Τι του ζήτησες και πόσο καλό παιδί ήσουν φέτος;
- Ένα όπλο, από αυτά τα μεγάλα, τα σιδερένια, τα γυαλιστερά.
- Ο άγιος βασίλης δεν φέρνει τέτοια δώρα, γιατί αυτά φέρνουν τον φόβο και τον πόλεμο. Δεν είχες πεί ότι ήθελες ένα τραινάκι;
- Όχι, όπλο θέλω, όπλα δεν έχουν οι άντρες; Εσύ δεν έχεις όπλο;
- Όχι, δεν έχω τώρα πια, μόνο την καραμπίνα έχω, για το κυνήγι.
- Μπαμπά, πήγες στον πόλεμο; Σκότωσες κανένα; Ήταν ωραία;
- Μη λέτε τέτοια πράγματα, μέρα που είναι. Ελάτε να ντυθούμε, να πάμε στον παππού, μας προέτρεψε η μαμά. Ας περάσουμε εκεί οικογενειακά τις γιορτές.

Ντυθήκαμε με τα χοντρά καλά μας, πήραμε τα τυλιγμένα δώρα και πεταχτήκαμε δίπλα, όχι στου μήτσου του γείτονα, αλλά στου παππού.
Το σπίτι ήταν προίκα της μαμάς, μας το παραχώρησε ο παππούς για να είμαστε όλοι κοντά, γιατί με τη δουλειά του πατέρα έλεγε πως θα μέναμε στον δρόμο. Ο πατέρας όταν το άκουγε θύμωνε, μα δεν έλεγε μπροστά του τίποτα, μόνο έπινε.
Οι παππούδες μας υποδέχτηκαν με χαρά, τους ξαναείπαμε όλα τα εγγόνια μαζί τα κάλαντα, για να βγάλουμε κανένα ψιλό, μας έδωσαν κέικ και μας έβγαλαν όλα μαζί μια φωτογραφία, τότε, τα χριστούγεννα του ’79.
Ο βάγγος επέμενε το βράδυ να κάνουμε πως νυστάζουμε νωρίς, για να πιάσουμε τους δικούς μας καθώς θα μας έφερναν τα δώρα, για να τους δείξουμε πως ήμασταν και εμείς μεγάλοι, όχι ότι δεν υπήρχε άγιος βασίλης, αυτό το ξεκαθαρίσαμε, γιατί τα μικρά άρχισαν να κλαίνε, απλά έχει πολλή δουλειά και μερικές φορές αναλαμβάνουν τη δουλειά του οι μεγάλοι, σαν και αυτή τη φορά.
Παίξαμε για λίγο τυφλόμυγα, μακρυά γαϊδούρα, κυνηγητό, σπάσαμε την καλή τσιγαροθήκη της γιαγιάς, την πλήρωσε ο αντρέας, ο μικρότερος, μας μάλωσε όλους, καθίσαμε, φάγαμε και συνεχίσαμε πιο ήρεμα παιχνίδια μες στο σπίτι.
Τα επιτραπέζια δεν άρεσαν σε κανένα, αλλά το κρυφτό σε όλους, γιατί ήταν ενδιαφέρον να φυλάνε δύο και όλοι οι άλλο να ναι ξαμολημένοι μέσα στο παλιό μεγάλο σπίτι.
Παλιό αρχοντικό, ψηλοτάβανο, με ταπετσαρία ριγέ, ασπρόμαυρη, έκανε όλο το σπίτι να αποκτά παράξενο βάθος και τα ξυλόγλυπτα έπιπλα, με τις χειροποίητες παραστάσεις το έκαναν εντυπωσιακό για τα μάτια και το ύψος μας. Βελουτέ βαριές κουρτίνες, υποφωτισμένα δωμάτια, υποψία μούχλας στην ατμόσφαιρα στη βιβλιοθήκη και κανένας λόγος για το κελάρι.
Οι κρυψώνες μας πολλές και κάθε φορά επινοούσαμε και άλλες. Απαγορευμένα μέρη ήταν η αποθηκούλα με τα εργαλεία, το κελάρι και το πατάρι.

Το πατάρι ήταν μια μικρή καμαρούλα όπου ο παππούς περνούσε τον καιρό του τα καλοκαίρια. Είχε δροσιά εκεί πάνω, πολλά χαρτόκουτα, ρούχα σε κρεμάστρες περασμένες σε πρόκες στα χαμηλά δοκάρια, πράγματα από τον πόλεμο, βιβλία και τετράδια της μαμάς, χαλασμένα έπιπλα και ένα κρεββατάκι.
Ο παππούς γόνος εύπορης οικογενείας στάλθηκε μετά το σχολείο στην αγγλία για να ακολουθήσει τη νομική επιστήμη και να επιστρέψει έτοιμος για δικηγόρος και μετέπειτα για βουλευτής, μα η κατοχή είχε άλλα σχέδια για αυτόν, επέλεξε μια στρατιωτική ακαδημία και βγήκε αξιωματικός του αγγλικού στρατού που δραστηριοποιήθηκε στην ελλάδα. Επειδή ήταν ντόπιος και μιλούσε απταίστως και τις δύο γλώσσες του ανατέθηκε η διοίκηση του μαραθώνα και της θήβας, μέχρι τα δεκεμβριανά, όπου επέδειξε μεγάλη αφοσίωση στο αντικομμουνιστικό καθήκον του μακελεύοντας αμάχους και εκπατρίζοντας χιλιάδες κόσμου στην αφρική ως ανεπιθύμητους, ένας λόγος που ο πατέρας δεν τον συγχώρεσε ποτέ, γιατί είχε εαμικές καταβολές, μιας και ο δικός του πατέρας σκοτώθηκε στο πλευρό του ελάς.
Ας είναι. Περασμένα ξεχασμένα είπαν και οι συζητήσεις αυτού το είδους δεν είχαν θέση στα δύο σπίτια, γιατί τα χάσματα ήταν αγεφύρωτα.
Ο παππούς διατήρησε για χρόνια τον βαθμό του και οι επόμενες κυβερνήσεις τον ανύψωσαν σε βαθμό στρατηγού, συνταξιοδοτήθηκε γρήγορα μετά, διατηρώντας κάποια προνόμια στην ελληνική αστυνομία και μεγάλες οικονομικές απολαβές.
Ο πατέρας, με το οικογενειακό παρελθόν του και τον αψύ χαρακτήρα του δεν μπορούσε εύκολα να βοηθηθεί και έτσι ο γάμος έγινε σε βαρύ κλίμα.
Πρώτη είδε το φώς η αδερφή μου και μετά από μερικά χρόνια εγώ.
Τα φύλαγε η μαιρούλα με τον γιώργη. Πριν είχα κρυφτεί κάτω από ένα κρεββάτι, μα με βρήκαν και είχα σφηνώσει λόγω πάχους, έτσι αποφάσισα να δοκιμάσω στη σοφίτα, στο μικρό πατάρι.
Δεν μας επιτρεπόταν να ανεβαίνουμε εκεί πάνω, δεν υπήρχαν λάμπες, τα πράγματα ήταν πολλά σκονισμένα και βαρειά, αν κάτι γινόταν θα αργούσαν οι μεγάλοι να το καταλάβουν.
Εγώ πάντως που ήμουν η αδυναμία του παππού ανέβαινα συχνά τα καλοκαίρια. Καθόμουν στα πόδια του, στη δερμάτινη αναπαυτική του πολυθρόνα και μου λεγε ιστορίες από τον πόλεμο, μου έδειχνε φωτογραφίες με τη στολή του, τη μεραρχία που διοικούσε, το επιβλητικό παρουσιαστικό του και γέμιζε υπερηφάνια η φωνή του.
Έγραφε γράμματα βουτώντας μια μεταλλική πένα σε μελανοδοχείο, βούρτσιζε τις δερμάτινες μπότες του με κερί και μερικές φορές με άφηνε να τραβήξω το σπαθί από την εξάρτηση της στολή του.
Ένας ήχος ακούστηκε και η πόρτα της μικρής κάμαρας πήρε να ανοίγει. Κάθισα γρήγορα κάτω. Ήταν η μαιρούλα. Δεν με είδε. Έψαξε λίγο με τα μάτια της, δεν της φάνηκε κάτι γνωστό, κάτι ζωντανό εκεί πάνω και γύρισε να φύγει. Πισωπάτησε στην έξοδο και κατέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια, γιατί η ειρηνούλα έτρεχε για να φωνάξει «φτού ξελεφτερία», μα την είχε προλάβει ο γιώργης.
Στο απόλυτο σκοτάδι, καθισμένος στα αβγά μου κάτω από το μεγάλο ξύλινο γραφείο του παππού, περίμενα ώσπου ο κίνδυνος να απομακρυνθεί και έψαξα για κανά διακόπτη. Βρήκα το λαμπατέρ και ο τόπος φωτίστηκε. Από κάτω ακούγονταν τρεχαλητά, ομιλίες μεγάλων και το ραδιόφωνο να παίζει ασταμάτητα σταθμούς με γιορτινά τραγούδια.
Βάλθηκα να δοκιμάζω τα συρτάρια ένα ένα. Κάποια άνοιξαν με την πρώτη, κάποια μόνο μετά τη βοήθεια του χαρτοκόπτη σαν μοχλού.
Στο τελευταίο συρτάρι βρήκα ένα μικρό κλειδάκι, που δεν ήταν να ανοίξει καμία κλειδωνιά. Πριν είχα χτυπήσει ελαφρά το κεφάλι μου σε κάτι που προεξείχε στο κενό των ποδιών κάτω από το γραφείο.
Έσκυψα και είδα ένα μικρό σιδερένιο κουτί. Το κλειδί μπήκε εύκολα και άνοιξε η θήκη. Κάτι βαρύ διπλωμένο σε πανί και ένα χάρτινο κουτάκι επίσης βγήκαν από μέσα του.
ΩΧ, ήταν το δώρο μου. Αυτό που ήθελα, αυτό που έψαχνα, ένα περίστροφο, το υπηρεσιακό του μάλλον και το κουτάκι είχε σφαίρες. Ήταν μεγάλο, σκούρο, κρύο, όλο μέταλλο, εκτός από την ξύλινη λαβή του.
Πανέμορφο όπλο. Έπαιρνε τις σφαίρες με γεμιστήρα, από κάτω, σαν τα παιδικά, μόνο που αυτό ήταν πολύ βαρύ. Ο γεμιστήρας ήταν άδειος. Κατάφερα να βάλω μερικές, δυο τρείς μου έφταναν για σήμερα, τις άλλες θα τις είχα για παιχνίδι, αύριο.
Δίπλωσα το όπλο πάλι στο πανί του, άφησα άδειο το κουτί με τις σφαίρες και κατέβηκα γρήγορα στο δωμάτιο των παιδιών, εκεί που θα κοιμόμασταν σήμερα, γιατί το δικό μας το σπίτι δεν έφτανε για να τους φιλοξενήσει όλους τελικά.
Με είδε ο γιώργης και το παιχνίδι τελείωσε, είχα μείνει τελευταίος, μα δεν με ένοιαζε καθόλου τώρα πια το ηλίθιο παιδικό τους παιχνίδι.
Έκρυψα το βρεσίμι μου κάτω από το μαξιλάρι που θα κοιμόμουν, μην το βρεί κανένα παιδί και με ανακαλύψουν και πήγα ανόρεχτα να φάω όταν η μητέρα μας μάζεψε όλους στο γιορτινό τραπέζι.
Λίγη γαλοπούλα, λίγος πουρές, λίγη κοκα κόλα και έκανα πως ήμουν αδιάθετος.

- Θέλω να ξαπλώσω.

Η μητέρα μου με συνόδεψε στο σπίτι μας. Μπήκα στο κρεβάτι και με φίλησε στο μέτωπο.

- Ελπίζω αγάπη μου να μην κρύωσες. Όλα θα ναι μια χαρά αύριο. θες νς μείνω να σε προσέχω;

- Όχι, θα κοιμηθώ. Νυστάζω, είπα ψέματα και άφησα ένα χασμουρητό
Έκλεισε την πόρτα και βγήκε έξω, είπε και στα παιδιά να μην με ενοχλήσουν, ήμουν ολομόναχος με το δώρο μου.
Επιτέλους!
Το κρύο μέταλλο γρήγορα ζεστάθηκε από τις περιποιήσεις, σίγουρα ο παππούς δεν το φρόντιζε όπως εγώ είχα σκοπό να κάνω.
Στη φαντασία μου έβλεπα ινδιάνους, κακοποιούς, ξένους, γύφτους, δασκάλους και ληστές, όλοι τους να γίνονται στόχοι, να με βλέπουν με το σιδερικό, να γονατίζουν , να παρακαλάνε, να ζητούν συγνώμη και εγώ να πατάω τη σκανδάλη. Πιο δυνατός από τον μπάτμαν, το σούπερμαν, το ζορό, εγώ ένας νταρτανιάν, με μόνο μου βοηθό το όπλο μου.
Οι εχθροί τινάζονταν στον αέρα, έβγαζαν φωνές, αιμορραγούσαν και κατέληγαν στα πόδια μου.
Ήμουν πιο μεγάλος από το πρωί, είχα αυτοσεβασμό, το έβλεπα στα μάτια μου στον καθρέφτη ότι ήταν το κομμάτι του πάζλ που με συμπλήρωσε.
Θα μπορούσα σε μερικά χρόνια να γίνω σερίφης, αστυνόμος. Θα μάθαινα στην αλάνα σκοποβολή και αν κανένας χρειαζόταν τη βοήθειά μου θα του την παρείχα τσάμπα. Θα καθάριζα τη γειτονιά μας από τους ξένους και δεν θα υπήρχε έγκλημα, τα σπίτια θα ανάσαιναν ανακουφισμένα, γιατί τώρα τελευταία οι ληστείες και οι διαρρήξεις είχαν φοβίσει τους πάντες που διπλοκλείδωναν πόρτες και παράθυρα.
Θα μπορούσα να παραφυλάω έξω από την γωνιακή τράπεζα ή στο μπακάλικο του μπαρμπανέστη για κανένα επίδοξο κλέφτη και στο έβγα να του κανα τη μούρη κρέας, θα με δόξαζαν, η μικρή μας γειτονιά θα είχε εμένα για προστάτη, θα με έγραφαν οι ειδήσεις και οι εφημερίδες. Θα γινόμουν μεγάλος.
Έβγαζα το γεμιστήρα και τραβούσα τη σκανδάλη. Ήταν σκληρή και κατέληγε μετά τη μέση της διαδρομής της σε έναν ξερό, τελεσίδικο ήχο. Ο δείκτης του χεριού μου με πόναγε, αλλά γρήγορα θα συνήθιζε. Θα γινόμουν και μισθοφόρος, θα προσπαθούσα να καταταγώ και εγώ στο στρατό, άντρας μιαν ώρα αρχύτερα.
Μην έχοντας κάτι άλλο να προσμένω καλύτερο έιπα να κλείσω τα μάτια μου, κανένα άλλο δώρο δεν θα μπορούσε να με καλύψει περισσότερο από αυτό, την – να το πώ;- την αγάπη μου, μια λέξη, που δεν μου άρεσε, γιατί όταν την ξεστόμιζαν οι μεγάλοι γιλιούνταν στο στόμα και αντάλλαζαν σάλια και εγώ σιχαινόμουνα κάτι τέτοια, όχι, το όπλο μου το αγαπούσα σαν φίλο, αντρίκια.
Πάνω που θα έπεφτα για ύπνο άκουσα κάποια γελάκια να πλησιάζουν. Τα παιδιά παράκουσαν τους δικούς μας και ήρθαν να με δούν, για μια καληνύχτα.
Δεν έπρεπε το όπλο να φανεί γιατί μπορεί η χαρά μου να τελείωνε εκεί για σήμερα, για πάντα.
Το κρυψα κάτω από το προσκεφάλι μου και έκανα τον κοιμισμένο. Δεν μπόρεσα να τους ξεγελάσω, έλεγαν αστεία, με γαργαλούσαν στη μύτη και στις πατούσες με φτερά και άνοιξα τα μάτια. Άρχισε ο μαξιλαροπόλεμος. Εγώ λούφαξα στο γωνιακό μου κρεβάτι και δεν συμμετείχα ενεργά, μόνο με φωνές και παροτρύνσεις.
Καθώς ο γιώργης έτρεχε και πηδούσε από κρεββάτι σε κρεββάτι, κάπου σκόνταψε πάνω μου και κυλιστήκαμε στο πάτωμα, αλλού εκείνος, αλλού εγώ και αλλού το όπλο μου.
Έπεσε σιγή, όλοι ξαφνιάστηκαν, γιατί ήταν και έμοιαζε αληθινό.
Δεν πρόλαβα, πρώτος το σήκωσε ο γιώργης.
Ωρέ αυτό είναι καλό, αληθινό, βαρύ. Που το βρήκες; Και έκανε να το στρέψει πάνω στα παιδιά.
- Πρόσεχε βλάκα. Δώσ’ το μου, είναι δικό μου, του φώναξα και του το πήρα βίαια.

Τα γέλια κόπηκαν μαχαίρι. Βαρύ κλίμα σκέπασε το χαρούμενο δωμάτιο. Τα παιδιά
Τραβήχτηκαν μακρυά μου φοβισμένα. Τον είχα χαστουκίσει κιόλας χωρίς να το θέλω.
Κάτι πήγα να του πώ, αλλά έφυγαν όλα, δεν υπήρχε κανείς να με ακούσει, ξαναγύρισαν στο σπίτι του παππού για ύπνο.
Ήλπιζα να μη με μαρτυρούσαν , όχι δεν είχαν λόγο να το κάνουν και ο γιώργης ήξερε ότι τον αγαπούσα, ήταν ο καλύτερός μου ξάδερφος, αλλά το είχε παρακάνει, δεν πρέπει να φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν και να ανακατεύεσαι με ότι δεν σε αφορά. Ήταν μικρός ακόμα και θα του το συγχωρούσα.
Ξανάμεινα μόνος στο σπίτι.
Ντύθηκα τις πιτζάμες μου και ξάπλωσα να κοιμηθώ μια και καλή.
Το φύλαξα κάτω από το στρώμα μου.
Κάποια στιγμή, σε περασμένη ώρα ένιωσα να διψάω. Σηκώθηκα σκουντουφλώντας και τράβηξα για την κουζίνα.
Τότε ήταν που τον άκουσα. Θόρυβος από την εξώπορτα της κουζίνα. Κάποιος προσπαθούσε να μπεί.
Κλέφτης σκέφτηκα. Η ευκαιρία μου!
Όλες μου οι αισθήσεις σε συναγερμό και η νύστα εξανεμίστηκε από τη μια στιγμή στην άλλη.
Ο γεμιστήρας οπλίστηκε, οι τρείς σφαίρες ήταν υπεραρκετές, κρατώντας το με τα δυό χέρια άρχισα να σαρώνω τα δωμάτια το ένα μετά το άλλο.
Οι γονείς μου σαν ξυπνούσαν και με έβλεπαν με το καινούριο μου όπλο να έχω ακινητοποιήσει τον ληστή σίγουρα θα αισθάνονταν περήφανοι, πολύ περήφανοι για μένα.
Κάποιος ήταν σίγουρα, βαριά πατήματα ακούγονταν να πλησιάζουν το καθιστικό. Χώθηκα στον καναπέ και σημάδευα προς το άνοιγμα της πόρτας.
Η πόρτα γύρισε, τα χέρια μου άρχισαν να τέμουν από την ελεγχόμενη πίεση στην σκανδάλη, έσφιγγα το όπλο πλέον με αστάθεια. Δεν ξέρω γιατί εκείνη τη στιγμή με έπιασαν λυγμοί και άρχιασα να βαριανασαίνω, ντρεπόμουν κιόλας γιατί ποτέ κανένας επιθεωρητής στην τηλεόραση δεν δείλιαζε και εγώ ήδη φερόμουν σαν δειλός.
Οι ώμοι μου αδυνατούσαν να το κρατήσουν ψηλά, ήταν βαρύ και εγώ άρχισα να νιώθω πιο μικρός από ότι ήμουν.
- Ψηλά τα χέρια, πρόλαβα να πώ ανάμεσα σε δάκρυα και αναφιλητά.
- Που το βρήκες αυτό, ας το στην άκρη γιέ μου μην πάθεις κανένα κακό.

Με απείλησε, θα μου έκανε κακό ο κοκκινοφορεμένος με την άσπρη γενειάδα και τη σακκούλα στο χέρι. Δεν ήταν ο άγιος, αυτός ερχόταν μόνο από το τζάκι, ψεύτικος φαινόταν αυτός.
- Να μάθεις κλέφτη φώναξα με κλειστά τα μάτια, μα δεν άκουσα όλα μου τα λόγια, ένας φοβερός ήχος συγκλόνισε όλο το σπίτι, τα τζάμια της τραπεζαρίας έσπασαν, μια λάμψη φώτισε το δωμάτιο σαν έκρηξη και το χέρι δεν μπόρεσε να κρατήσει το όπλο που με κλώτσησε στον ώμο σαν γαιδούρι.

Τα είχα χαμένα. Δεν άκουγα παρά ένα συνεχόμενο βόμβο στα αυτιά μου, ένα ζζζζ, η φωνή μου ήταν κουμπωμένη κάτω από το λαιμό μου και ο ψεύτικος άγιος ήταν πεσμένος μπρούμυτα στο πλάι με μια κηλίδα κόκκινη κάτω ακριβώς από την άσπρη γενειάδα του και ένα ξεκοιλιασμένο κουτί με ένα τρενάκι να χάσκει από τη σακκούλα.
Τον είχα πετύχει, δεν έπρεπε να φοβάμαι, αλλά τα δάκρυα μούσκευαν ήδη τις παλάμες μου που μύριζαν την πικρή μυρωδιά του μπαρουτιού.
Ένιωσα μια κούφια ζάλη και κάθισα δίπλα στο πεσμένο όπλο που ζεμάταγε στην κάνη, βγάζοντας μια υποψία καπνού από την τρύπα.
Κάτι και άλλο μύριζε, όχι σαν το μπαρούτι, κάτι άλλο, γλυκερό και άσχημο, σαν καμένο πλαστικό, σαν καμένα μαλλιά, όπως πέρσι στην ανάσταση, σαν τα δυναμιτάκια που πετουσαμε στα ψόφια σκυλιά της εθνικής, ναι αυτή η μυρωδιά ήταν, όχι τόσο έντονη, αλλά μύριζε σαν καμένο δέρμα.
Τι είχε γίνει;
Έμπαζε κρύο το παράθυρο, μάζεψα τα πόδια μου πιο κοντά μου, δεν φορούσα κάλτσες και διψούσα, δεν είχα πιεί νερό. Ο ώμος μου με πονούσε, παρ’ όλ’ αυτά μάζεψα το ζεστό όπλο και το πέρασα στης πιτζάμας μου το λάστιχο.
Κάτι κακό πρέπει να είχε γίνει, εκεί στην άκρη που δεν κοίταγα ήταν πεσμένη μια μυρωδιά, καμένου, μα δεν κοιτούσα. Έκλαιγα πλέον κανονικά, μα δεν κοιτούσα.
Όπου να ναι θα έφτανε ο μπαμπάς με τη μαμά, δεν έπρεπε να το πάρω το όπλο, θα με έβαζαν τιμωρία, μπορεί και να μου το παιρναν. Δεν με πείραζε η τιμωρία, ήθελα να βγώ μονάχα από τη δύσκολη θέση. Γιατί δύσκολη θέση;
Μόλις άνοιξε η πόρτα και μπήκαν οι δικοί μου μέσα έσκυψα το κεφάλι, ήμουν κακός. Η γιαγιά με τη θεία έβαλαν τις φωνές, μα η μητέρα έπεσε στα γόνατά της. Με πήρε αγκαλιά η γιαγιά και μου κρυψε το πρόσωπο.
Ο παππούς μάζεψε τα παιδιά και δεν τα άφησε να μπούν μέσα στο σπίτι. Ο θείος παραμέρισε τη μητέρα και άρχισε να πιέζει το στήθος του άη βασίλη.
Κάποιος πρέπει να πήρε τηλέφωνο το ασθενοφόρο.
Η μητέρα με κλειστό το στόμα και διάπλατα τα μάτια παρακολουθούσε σα χαμένη τον κόσμο να κάνει σπασμωδικές ενέργειες γύρω της και κείνη παγωμένη να τα αντιλαμβάνεται αδιάφορα σχεδόν.
Με κρατούσε η γιαγιά ακόμα σαν ακούστηκαν μετά από λίγο οι σειρήνες και μπήκαν οι αστυνομικοί και οι τραυματιοφορείς.
Η γειτονιά πρέπει να είχε ήδη βγεί στο δρόμο.
Μια αστυνομικίνα ήρθε και με τύλιξε με μια κουβέρτα γιατί έτρεμα, μου έδωσε κάτι να πιώ και με πήρε στο δίπλα σπίτι, στου παππού.
Τα υπόλοιπα παιδιά δεν με πλησίασαν, έστεκαν όλα στην μια γωνιά, απέναντι από εμάς, όλα μαζί.
Ο γιώργης φώναξε:
-Αυτός το κανε; και έδειξε εμένα.
Η αστυνομικός έγνεψε όχι, μα με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.
Εγώ έκανα την πάπια, μα είχα θυμώσει. Τι έλεγε; Τι ήξερε; Δεν καταλάβαινα, ήξερα μόνο ότι έλεγε κάτι κακό για μένα.
Τα παιδιά με έδειχναν με το δάχτυλο και έλεγαν πως είχα ένα όπλο.
Γιατί δεν κοίταζε ο καθένας τη δουλειά του;
Η αστυνομικός κάτι με ρώτησε, αλλά δεν έβλεπα τα χείλη της να καταλάβω τι έλεγε.
Σηκώθηκε να βγεί από το δωμάτιο που ήμασταν. Μιλούσε στον ασύρματο που είχε στο χέρι και κάτι έλεγε κοιτώντας με πίσω από την πλάτη της.
Έκανα να κινηθώ και ένιωσα κάτι σκληρό στα πόδια μου μέσα. Θα μου το πάρουν σκέφτηκα, μα δεν είχα κάνει κάτι κακό, το σπίτι μου είχα προστατέψει.
Τα παιδιά σταμάτησαν να μιλούν και τα μικρότερα άρχισαν να κλαίνε.
Το όπλο από μόνο του είχε βγεί από την πιτζάμα, μπήκε στο χέρι μου και έδειχνε την πλάτη της γυναίκας..
Με πόνεσε πάλι το χέρι μου και ο κόσμος έκανε κύκλους γύρω από την αστυνομικό με την πληγή στη μέση. Δεύτερη φορά και η τελευταία σφαίρα την έσπρωξε μπρούμυτα στο πάτωμα.
Τα παιδιά σκόρπησαν αλαλάζοντας σαν τρομαγμένα πουλιά.
Τα είχα κάνει μαντάρα και τα είχα χαμένα. Έτρεξα να κρυφτώ, ήξερα πολλές κρυψώνες, μα σε κάθε μια έβρισκα και ένα παιδί τρομαγμένο να με κοιτάζει. Τους έκανα το σημάδι της σιωπής με το δάκτυλο στα χείλη, αλλά ξεσπούσαν σε κλάματα. Ένα δυό χρειάστηκε να τα απειλήσω, για να σταματήσουν.
Ανέβηκα στο πρεβάζι ενός παραθύρου και πήδησα στην πίσω αυλή, τρέχοντας σα σίφουνας.
Το χιόνι μου έκαιγε τις πατούσες και η αναπνοή μου γινόταν άσπρο σύννεφο, βαρύ σαν και ότι κουβαλούσα μέσα μου.
Ύστερα από λίγη ώρα έφτασα στη σπηλιά που είχαμε για καταφύγιο εμείς τα παιδιά.
Δεν μπορούσα να βασιστώ ότι δεν θα με πρόδιδαν και πάλι, είπα να ξαποστάσω για λίγο και μετά θα συνέχιζα στο μικρό δάσος με τα κυπαρίσσια πίσω από το νεκροταφείο του χωριού.
Το χώμα ήταν λασπερό, μα το χιόνι άσπρο. Ακόμα και τώρα μες στο βράδυ έλαμπε.
Ακούμπησα για λίγο στο τοίχωμα της σπηλιάς. Τα μάτια μου έκλειναν και έβλεπα χιόνια όπως στην τηλεόραση στο σαλόνι, σαν έχανε τα κανάλια.

Ξύπνησα. Είναι μέρα, νομίζω, γιατί άναψαν τα φώτα.
Να δούμε φέτος αν θα με θυμηθεί κανένας να μου φέρει ένα δώρο, ένα τρενάκι, η μητέρα μου,

αν την αφήσουν.

5.1.08

ο χρόνος είναι μπανανόφλουδα

Πρόσεξες που γύρισα σήμερα σαν βρεγμένη γάτα από τη δουλειά;
Δε με ρώτησες, δεν σου εξήγησα, δεν το θιξα κάν. Φάγαμε, σε πείραξα, σα φίλησα λίγο πιο πολύ, σε κράτησα απειροελάχιστα δεύτερα πιο σφιχτά και νόμισες πως ήταν από αγάπη, δεν ήταν.
Με ρώτησες αν μου άρεσε η πέρκα που μαγείρεψες, καλή σου είπα, κράτησα για μένα τη γεύση του νεκρού σκυλιού στην εθνική που με κοίταζε κατάματα με τα γυάλινα μάτια.
Το βλέπω εδώ και μια εβδομάδα να λιώνει η σάρκα του από τα νυχτερινά διερχόμενα πάνω στη στροφή που δεν προλαβαίνουν να το αποφύγουν, όχι δεν το σκότωσα εγώ, ούτε έπεσα πάνω του, εγώ είμαι ή θα μπορούσα να μια εγώ, σήμερα.
Σου χω πεί ποτέ για τις νεκρές ώρες τις άπειρες της επιστροφής από τη δουλειά; Μερικές φορές σαν έχω κέφια τραγουδώ, το καλοκαίρι βγάζω τον αγκώνα έξω και ο αέρας μου ανακατώνει τα μαλλιά και εξανεμίζει την αδιάφορή μου διάθεση σε μόρια σκόνης. Είναι άλλες που το αυτοκίνητο μοιάζει να ξεχειλίζει σαν κωλόμπαρο εθνικής από καπνούς τσιγάρου, σαν οι σκέψεις γεννιούνται με γεωμετρική πρόοδο και με κατακλύζουν, με πλευροκοπούν από παντού και το μόνο που μου λείπει εκείνη τη στιγμή είναι ένας λογογράφος για τα κάνω λόγια και να σας τα μοιράσω, τις ερωτήσεις αι τις λύσεις τους, εσένα και σε όλους, γιατί δεν είμαι εύκολος άνθρωπος, ή είμαι τόσο συνηθισμένος που τα μπερδεύω όλα στο μυαλό και στη ζωή μου για να έχω άφεση παρανομιών στη δήθεν πολυπλοκότητά μου.
Είναι άλλες που είμαι πιο άδειος και από πιθάρι στην κνωσσό, που ξέμεινε από τότε, τον καιρό της ευφορίας και της καλοπέρασης, σαν ανέφελη, ξάστερη νυχτιά, μαύρο σκοτάδι, ελεύθερο και από κουνούπια και λοιπούς θορύβους, σαν διακτινισμένη η διάθεση και η προσοχή από το σώμα που ταξιδεύει καθημερινά με το σταγονοαυτοκίνητο για να έρθω κοντά σου, στη νέα βάση μας.
Ξέρω πως σε φοβίζω, μην ανησυχείς, σήμερα επέστρεψα, δεν ξέρω αν ήταν γραφτό, μερικές φορές μπαίνει στο μυαλό μου η παρανοική ιδέα σαν εξαντλήσω το όριο των σαράντα χιλιομέτρων που έχω θέσει για τη δουλειά να την προσπεράσω και να χαθώ στην εθνική, μέχρι να πιάσω την ανατολή από αλλού, να κυνηγήσω τη δύση, να κινούμαι πάντα με ηλιακούς ρυθμούς, μέχρι να βρώ θάλασσα ή γκρεμό και κεί να σταματήσω και να σε πάρω τηλέφωνο, για να ρθεις να χτίσουμε καινούρια ζωή, ένα νέο ξεκίνημα, όχι ότι αυτό είναι κακό, μα κάπου μπέρδεψα τα βήματα και στη ζήση μου έμαθα να φεύγω.
Στο τιμόνι έχω τις καλύτερες ιδέες, δεν αντιδρώ βραδυφλεγώς και είμαι παντοδύναμος, ετοιμολόγος, έξυπνος. Αργοκίνητο καράβι από δεξιά το προσπερνώ χωρίς φλάς με εκατό, αλλάζοντας σταθμό στο ραδιόφωνο να υποκρούει τις σκέψεις μου.
Τα σκουπίδια χορεύουν στην άκρη του δρόμου και σε κάθε χιλιόμετρο χτίζεται και καινούριο σπίτι, μπετά, σκαλωσιές, τάβλες, ζωές εν εξελίξη και από την άλλη αναμμένα φαναράκια και λουλούδια σε εικονοστάσια από ζωές που είχαν άκαιρο φίνις, μπορεί και έγκαιρο, μπορεί να είχαν δώσει ραντεβού με τον θάνατο και να μην άργησαν λεπτό στο ραντεβού, δεν ξέρω, ποιος ξέρει.
Μου ανάβει κάποιος από πίσω τα φώτα, να κάνω στην άκρη, να προσπεράσει, μπαίνω πιο αριστερά, δεν κάνω στη ζωή μου άλλη παραχώρηση, πολλοί πέρασαν, πολλοί προσπέρασαν, δεν προσπερνάς φίλες μου, εχθρικέ μου αντίπαλε αυτοκίνητο, ζωή προσπερνάς, τη δική μου και δεν θα σε αφήσω. Το γκαζώνω και σε ξαφνιάζω, το βλέπω από τον καθρέφτη, ζώ τη ζωή μου κινηματογραφικά, εδώ δεν θα είμαι καλός, μπορώ και θέλω να μια κακός, θα μείνω στη μονή γραμμή μου, στην εθνική μου χωρίς το διάζωμα, ανάμεσα σε βραδυπορείας και στη διπλή διαχωριστική και στο αντίθετο ρεύμα να κολυμπούν γρήγορα χελιδόνια σε όλων των ειδών τα χρώματα και τις μάρκες, όχι για το επόμενο χιλιόμετρο δεν θα με περάσει κανένας, η κυριότητα των επομένων μέτρων για αυτή την ώρα, για αυτόν τον τόπο μου ανήκουν, δεν θα με περάσει κανείς.
Μια προπορευόμενη νταλίκα ξερνά πέτρες και σκόνη από το ημιπαράνομο λατομείο στο παρμπρίζ, την τύχη μου βλαστημάω, γιατί θα μου κάνει θρύψαλα το τζάμι σαν την άλλη φορά και θα μου κάνει λακούβες στο καπώ, αναβοσβήνω φώτα, πατά κόρνα, βγαίνω όλος στο αντίθετο ρεύμα, μόνος μου και προσπερνώ, πάνω στη στροφή, βιάζομαι, όχι να φτάσω σε σένα, σου λέω την αλήθεια μου, βιάζομαι να φτάσω στο σπίτι να ξεκουραστώ, γιατί και σήμερα δούλευα Σάββατο και τα μάτια μου έκλειναν, θέλω να γυρίσω μιαν ώρα αρχύτερα και να κάνω ένα μπάνιο, να βγάλω από πάνω μου κάθε ίχνος δουλειάς, κάθε έννοια να βουστροφιδίσει στην τάπα της μπανιέρας πρίν χαθεί παντοτινά από τα μάτια μου, γιατί να ξέρεις πως μπορώ να βλέπω τις έννοιες μου στο μπάνιο, σαν τις αδύνατες τρίχες μου που μαζεύονται μέχρι πέρσι στο μαξιλάρι και που με έπαιρνε από κάτω. Όχι φέτος, η κατάσταση σταθεροποιήθηκε, στο παρά τρίχα. Σαν ανέκδοτο. δεν είναι ανέκδοτο η ζωή κάποιων, ανέκδοτη είναι και η δική μου οδηγείται ήδη στην τριακοστή πρώτη επανέκδοση, κάθε στο τέλος νέας χρονιάς.
Δεν μπορώ να του ξεφύγω, έχει πιο γρήγορο αυτοκίνητο, το χει δεί και κείνος πιο βιαστικός στο ραντεβού του με τη μοίρα, μα σαν περνάω το μπλέ χιλιομετρικό ταμπελάκι κάνω σαν κοτούλα με εκατό είκοσι πέντε στην άκρη και του αδειάζω τον διάδρομο απογείωσης που σε αυτό το σημείο είναι γεμάτο στροφές, που να θυμάται άραγες την ταχύτητα διαφυγής, για να ξεφύγει κάτι από τη γήινη έλξη και να γίνει ουράνιο σώμα, εγώ τη θυμάμαι, μα το 1200ράκι δεν πιάνει παραπάνω από εκατόν εξήντα και μόνο σε ελαφρά ανηφόρα, ποτέ προς τα πάνω, ή τουλάχιστον μέχρι τώρα.
Τα δύσκολα πέρασαν και σήμερα, σκέφτομαι πως έχουμε ένα μισό Σάββατο και μια ολόκληρη Κυριακή για εμάς, να ζήσουμε τον έρωτά μας, να κοιμηθούμε μέχρι αργά στα πολύχρωμα σεντόνια μας, να φάμε στους δικούς σου, στους δικούς μου ή να βγούμε έξω για πίτσα και αναψυκτικό. Χέσε τη δίαιτα και την κυτταρίτιδα, δεν είναι καλό μου για εμάς αυτά, μόνο για τους πλαστικούς στην τηλεόραση, εμείς είμαστε ζυμαρούληδες με ολίγη πνεύμα, πιο ταπεινοί βασιλιάδες, με μικρότερο βασίλειο, ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, δύο καναρίνια και τρόπαια ενδοξότερων στιγμών από παλιά.
Ένα αγροτικό με πατάτες στη μέση του δρόμου και ο οδηγός να μιλά στο τηλέφωνο. Πις οφ κέικ. Στα διακόσια μέτρα η τελευταία στροφή για σήμερα. Μεγάλη. Τυφλότερη από τον πολύφημο. Ξεκινώ. Ο δρόμος άδειος από πίσω, διαφημίσεις στο ραδιόφωνο, ένα βαν από την άλλη ξεπροβάλλει και κάτι να γυαλίζει από ψηλά. Στα εκατό μέτρα πηγαίνω με εκατό και είναι μια νταλίκα. Δεν χωράμε σίγουρα και οι τέσσερεις ο ένας δίπλα στον άλλο και αναπόφευκτα θα φτάσουμε όλοι παρέα σε μερικά μέτρα. Τα εκατό μέτρα μειώνονται, μα η επιτάχυνσή μου δεν αυξάνει δραματικά τα εκατό μου χιλιόμετρα. Ίσως και να μην ήταν γουάιζ τσόις, ίσως και να μπορούσα να περιμένω για λίγο πίσω από τον αγρότη παραδίπλα που έχει πετάξει το κινητό του στο κάθισμα δίπλα και κορνάρει φανταζόμενος την πραμάτεια του στην εθνική οδό.
Φρένο ή γκάζι; Γκάζι, σαν τα αμερικάνικα έργα, χωρίς όμως δυνατότητα χάπι έντ, μόνο έντ. Βλέπω τις μπάρες του προφυλακτήρα να γυαλίζουν σχεδόν απέναντί μου, απέναντι από την θέση του οδηγού μου και οι δύο σκαρφαλωμένοι στη διπλά διαχωριστική, χωρίς φλάς, ένα λουναπάρκ θα γίνει η εθνική με συγκρουόμενα και φάρους, κόρνες και αστυνομικά. Δεν ξέρω αν θα είμαι εκεί για να τα δώ, εκείνος σίγουρα θα είναι, σύγκρουση φορτηγού με γιώταχι, μόνο ο οδηγός του φορτηγού περιγράφει, ο άλλος περιγράφεται ή τουλάχιστον μνημονεύεται, ό,τι τέλος πάντων έχει μείνει από κείνον.
Είναι ευκαιρία, βλέπω την ζωή μου να ξεδιπλώνεται στα ανοιχτά μου μάτια, λίγες δεκάδες μέτρα πριν τη σύγκρουση, εσένα βλέπω, τα σχέδιά μας ναυαγισμένα, να κλαίς, να μην έχει πλέον νόημα εκείνη η μηχανή που ζαχαρώναμε για να πηγαίνουμε ταξίδια, εκεί που πάω δεν χρειάζονται μηχανές για τις μετακινήσεις. Βλέπω κόσμο να ντύνεται για μένα στα σκούρα, βλέπω, όχι άσε δεν θέλω να βλέπω δάκρυα, αυτά δεν τα αντέχω, κάνε μου ότι θές μα μην κλάψεις μπροστά μου, έστω και αν με έχεις αδικήσει, δεν τα αντέχω τα δάκρυα. Βλέπω τις φωτογραφίες από τις διακοπές μας, από τη ζωή μου πρίν από σένα, ακούω τους φίλους μας, τους φίλους μου να λένε για μένα τα καλύτερα, ότι είχα όλη τη ζωή μπροστά μου και πως όλοι κάτι έχασαν κάτι με την απώλειά μου, η τέχνη, η ζωή, αυτοί που με ήξεραν και κείνοι που ήταν να με μάθουν.
Καταλαβαίνω τώρα πως άδικα με πείραξαν τα ένσημα που δεν μου κόλλησαν τότε, έτσι κι αλλιώς το λένε και στις ειδήσεις πως δεν προλαβαίνουμε να βγούμε στη σύνταξη, να ναι καλά οι δρόμοι και η κατάσταση στην δημόσια υγεία, που παίζει τον ρόλο του κόφτη των συντάξεων.
Σήμερα ήταν η σειρά μου να καθαρίσω το σπίτι, δεν θα μείνει ακαθάριστο, θα χουμε κόσμο σε λίγο και σίγουρα δεν θα το προσέξουν, εκτός από ένα δυό, για να ξεχαστεί το μυαλό και να ταξιδέψει λίγο από τον πόνο.
Λυπάμαι για τον πόνο που σου προκαλώ και που σου προκάλεσα, το ξέρω είναι ανέντιμο τέτοια ώρα να σου μιλώ για αυτά, δεν ήταν να μιλήσουμε για αυτά ξανά, ποτέ, λυπάμαι. Λυπάμαι για τα μούτρα που σου κράταγα και για όλα εκείνα τα νεύρα που σου φαίνονταν ανεξήγητα, που δεν σε κάθισα κάτω να τα βρούμε, να σου πώ τι ήθελα, τι μου έλειπε, τι με πείραζε, τι έψαχνα να βρώ και τι είχα να δώσω.

Ο χρόνος είναι μπανανόφλουδα, μέχρι να βρεθεί κάτω από την πατούσα σου νομίζεις πως έχεις μπόλικο και γελάς με κείνους που γλυστράνε. Προχθές διάβαζα στο ίντερνετ για μια στατιστική που έλεγε πως κάθε οδηγός στατιστικά μια φορά τουλάχιστον στη ζωή του θα εμπλακεί σε ένα αυτοκινητιστικό έμμεσα ή άμεσα και το ζήτημα είναι να μην βρεθεί στη λίστα των νεκρών ή των βαρειά τραυματισμένων.
Ήθελε να πεί για τη ζώνη ασφαλείας ότι σώζει ζωές. Εγώ φορούσα, αν και ήξερα πως πολλές από τις ζωές που είναι γύρω μου έχασαν το παιχνίδι της ζωής φορώντας πάντοτε ζώνη, χωρίς να οδηγούν, έχασαν τη ζωή τους σαν να ξεράθηκε το χώμα της γλάστρας τους, να μαράθηκαν τα φύλλα και να κύρτωσε ο κορμός. Χωρίς να μπουμπουκιάσουν μια φορά.
Η πινακίδα του φορτηγού είναι τεράστια, είμαι σχεδόν απέναντί της, δύο μονομάχοι χωρίς φλάς, σε ευθεία πορεία σύγκρουσης, χωρίς, σχοινί ασφαλείας και κασκαντέρ, χωρίς δυνατότητα επιλογής εξόδου από την ανέλπιδη κατάσταση, μια τελευταία στροφή, μια παγίδα που πέσαμε μέσα ο φορτηγατζής και εγώ, που πιθανό να επηρεάσει τη ζωή και την πραμάτεια του βάν και του αγροτικού.
Το κοντέρ στα εκατόν τριάντα, το αγροτικό και το βάν φυγοκεντρούν στα άκρα του δρόμου, η νταλίκα γλύφει το φτερό μου, αποσπά το χρώμα και τον καθρέφτη από την πόρτα μου, το χέρι μου κινείται προς το ραδιόφωνο να αλλάξει τα γρατζουνίσματα της λαμαρίνας που ακούγονται σαν παράσιτα, μα το τιμόνι θέλει περισσότερη δύναμη και σοβαρότητα.
Δεν ξέρω αν υπήρξε ιάσσονας και αργοναυτική εκστρατεία, τις συμπληγάδες πάντως τις γνώρισα. Δεν πρόλαβα να δώ σπίθες, δεν βγάζουν τα μέταλλα σαν τρίβονται, σαν συνθλίβονται σπίθες, μάλλον μόνο στα έργα γίνονται αυτά, αλλά μυρίζουν, καμένο χρώμα και χεσμένο φόβο.
Μια κρύα μέρα γύρισα κάθιδρος στο σπίτι. Σε αγκάλιασα, σε φίλησα. Τρέμεις. Από το κρύο σου είπα.
Όλα κάλά;
Όλα καλά. Εδώ δεν είμαι; Όλα καλά. Τα άλλα, λαμαρίνες είναι..

Όλοι μας έχουμε κάποιον να μας φυλάει, φύλακα άγγελο τον λένε. Είναι μαζί σου για 40 μέρες σαν πνεύμα, σε φυλάει όσο δεν έχεις μυαλό, διορθώνει τις λάθος επιλογές σου και τις αστοχίες που προκαλεί ο πόνος για 40 μέρες, οι ψυχές καλύτερα ξέρουν, γιατί ο πόνος είναι το καλύτερο παραισθησιογόνο, σου μπερδεύει το τώρα με το τότε, το αν με τη βεβαιότητα, κάνει προσθαφαιρέσεις και καταλήγει κάθε φορά με διαφορετικό αποτέλεσμα.
Επικοινωνεί με τυχαία συμβάντα, με μια πέτρα, με ένα τραγούδι, με μια σελίδα που χες χαμένη, με τις λάμπες που για 40 μέρες καίγονται η μια πίσω από την άλλη, με τη φλόγα του φαναριού που τρεμοπαίζει στις μεγάλες αποφάσεις και στις παγίδες που σε περνά ανάμεσά τους αλώβητο. Μέχρι να αναλάβεις πρωτοβουλία και τη ζωή στα χέρια σου να πάρεις, χωρίς ομφάλιους πλέον λώρους.

2.1.08

η χλωροφύλλη

Στο αμφιθέατρο.
Ένα θέατρο με θέσεις πολλές, αρκετούς θεατές και άλλους πρωταγωνιστές.
Ένας αποτυχημένος συγγραφέας, σαν αδιάφορο κοινό στο τελευταίο έδρανο, με μια πένα, ένα ημερολόγιο και καμία διάθεση για γόμα.
Τι να σβήσεις από τα αλληλένδετα; Αν φύγουν τα πλήν και οι διαιρέσεις δεν ξεφουσκώνει το ψέμα με τίποτα, κάλλιο έτσι.
Πίσω από τα φώτα, πίσω από τους προβολείς τους τέσσερεις, δυό για να βλέπουν, δυό για να χαίρονται, όλοι να φωτίζονται και κάποιοι να σκιάζονται.
Ας είναι, νομοτελειακά, ότι άναψε θα σβήσει, μα το θέμα είναι ότι πως τα καμένα σπίρτα δεν ξαναπαίρνουν μέρος σε φωτιές και τι αξία έχει να ζείς από μια στιγμή και πέρα μες στο κρύο.
Το κρύο είναι απουσία, ορίζεται ως θερμοκρασιακή μεταβολή σε σχέση με μια θερμοκρασία αναφοράς και μέχρι το απόλυτο μηδέν υπάρχει δυνατότητα μείωσής της, σα να λέμε πως υπάρχει πτώση μέχρι τον πάτο του πηγαδιού, εκεί που όλα σταματούν, εκεί που κάθε σημασία παύει να υπάρχει, εκεί που ληθαργούνε ακόμα και τα πολύβουα ηλεχτρόνια.
Αδράνεια στα μέσα και έξω φυσάει. Τα κλαριά μιας ιτιάς να ακουμπουν στο έδαφος σαν ικέτιδες, σαν κόμη μετανιωμένης που γονυπετής ζητά συγχώρεση, μα ο αέρας αρσενικό ανασηκώνει το πράσινο φουστάνι για να αποκαλύψει πως δεν κρύβεται πρόσωπο, γιατί ο εγωισμός πρόσωπο δεν έχει, μόνο εκφάνσεις.
Και δεν υπάρχει χέρι χτένι για να ξεμπλέξει τα μαλλιά, δεν πειράζει, θα κοπούν, γιατί όταν οι άνθρωποι αλλάζουν εσωτερικά, καταλήγουν στην εμφάνιση για έμφαση, για ενίσχυση.
Το γρασίδι φρεσκοκουρεμένο, ομοιόμορφο και παράμερα πεταμένα τα κομμένα φύλλα σαν ερωτικές φωτογραφίες, σκισμένες στη μέση, να επιβιώνουν μόνο τα μισά.
Το χώμα να ρουφά τις σταγόνες της βροχής αχόρταγα σαν τα αυτιά τα λόγια που κουβαλούσαν εξηγήσεις, έστω τις στερνές, τις ευλογημένες, τις ανελέητες.
Απέναντί το τζάμι, διάφανο, αράγιστο, γεμάτο χνώτων υδρατμούς από μέσα και ιστούς με παγιδευμένα έντομα και απέξω πλυμένο πεντακάθαρο, γυαλιστερό, κάπου και δακρυσμένο, σαν την πρωταγωνίστρια, πριν την υπόκλιση στην αυλαία.
Η πένα γυμνή, ακουμπισμένη με τη σχισμάδα της γλώσσας της πάνω στο χαρτί, έχει πολλά να πεί, αλήθειες σαν των φιδιών τη γέννα, μα μένει αποσβολωμένη ξερνώντας στην αρχή μια τελεία που διαρκώς η διάμετρός της αυξάνει, σαν τη μαυρίλα που μπορεί να σκεπάσει μια ζωή, σαν το θηρευτή της σουπιάς που χάνεται στο μελάνι της.
Η μελανιά άπλωσε στο πάνω φύλλο και διαπότισε τα από κάτω, σαν τις πράξες που αγγίζουν στον απόηχό τους και άλλα πεδία από τα προφανή.
Έχεις δοκιμάσει ποτέ να ξεριζώσεις δέντρο; Οι ρίζες βαθιές ξεπερνούν το ύψος του σε βάθος και το φύλλωμά του σε έκταση, φύσης πρόνοια, για να αντέχει, μα πώς να αντέξεις της μνήμης το ξερίζωμα, αφήνει το μυαλό σαν πεδίο μάχης, με καρβουνιασμένες αθωότητες, ναρκοθετημένους ερωτισμούς και λάκκους παραγεμισμένους με σκοτωμένα χαμόγελα.

Άκουσα το όνομά μου, συνήλθα προς στιγμήν.

-Μπορείτε εσείς εκεί πάνω να μας πείτε τι λέγαμε για τη χλωροφύλλη, αν δεν σας είναι ενόχληση; έκρωξε το ανθρωπάριο σφιχτοντυμένο το κοστούμι του σαν πανοπλία.
Κρατούσε και ένα στυλό laser και κηλίδωνε τώρα το παλτό μου.

-Εκτός και αν σας ενοχλούμε στην αναπόλησή σας οπότε να ομιλούμε πιο σιγά, και κάποια ζωντόβολα χαμογέλασαν.

Ήξερα πως δεν είναι σωστό να ξυπνάς κάποιον που υπνοβατεί και μάλιστα απότομα, ήξερα πως εδώ και καιρό αιθεροβατούσα, κάποιες φορές σε χείλη αβύσσου και δεν σκιαζόμουν.
Ήθελα να σβήσω αργά, αμετάκλητα, παντοτινά, στο ξαναλέω, όχι με γόμα και διαγραφή, μα με θάνατο.

Η ζωή ήταν μπροστά, καθόταν στη μπροστινή σειρά με το ταίρι της, τον έρωτα, με τα δυό τους βλέμματα προς τα πάνω.

Ευκαιρία;
Πεπρωμένο;
Μοίρα;
Τύχη;
Ατυχία;

Άσπρες σημειώσεις στον πρασινοπίνακα, σύμβολα άνθρακα και οξυγόνου γύρω από μαγνήσια, στραβές γραμματοσειρές και καλικατζαρογράμματα, απόρροια μιας προσβλητικής και απαξιωτικής συμπεριφοράς που περιέφερε με τον μανδύα του ακαδημαικού επαίοντα.

-Μέρος της ομάδας των χρωστικών, η πιο συχνά απαντούμενη, εδραζομένη στα φύλλα των φυτών υπεύθυνη για την φωτοσυνθετική λειτουργία, σύμφωνα με την οποία ο ζωοδότης ήλιος εκπέμποντας ενέργεια ηλιακή δεσμεύεται από την εν λόγω χρωστική και καθίσταται ο ανόργανος άνθρακας που βρίσκεται στην ατμόσφαιρα ως διοξείδιο του άνθρακα σε οργανικής ενώσεως άνθρακα, βάση σχεδόν κάθε τροφικής αλυσίδας.

Αλλά δεν σας είπα κύριε καθηγητά τι σημαίνει για μένα η χλωροφύλλη.
Κάθε έμβιος οργανισμός εξαρτάται έμμεσα ή άμεσα από αυτή. οι αυτότροφοι που είναι τα περισσότερα φυτά την διαθέτουν και μέσω αυτής παράγουν την τροφή τους, από φώς και αέρα, σα να λέμε με ήλιο και έρωτα, ενώ οι ετερότροφοι είναι αυτοί που τρώνε τα προηγούμενα, τα φυτά, γιατί τα βρίσκουν βολικά και έτοιμα, χωρίς κόπο.
Αυτή είναι η φύση, σαν να λέμε άλλος χτίζει και άλλος μένει.
Φαντάσου καθηγητή μια βόλτα στο δάσος, να σαι με την καλή σου και να σε ρωτά τι είναι χλωροφύλλη και να της απαντάς πως είναι η βάση του κόσμου όπως τον ξέρουμε και να σου ζητά περισσότερες εξηγήσεις. Με λόγια απλά, ή και χωρίς λόγια, να γίνει η επιστήμη αντιληπτή και το μάθημα βίωμα.
Τότε εσύ να βγάζεις την μακρυά σου μάλλινη καμπαρντίνα και να ξαπλώνετε και οι δυό πάνω κοιτάζοντας τον ουρανό.
Και να της δείχνεις το σύννεφα που κουβαλούν την συμπυκνωμένη υγρασία μέσα τους, τον άνεμο που κουβαλάει στο στόμα του μπόλικο το καρβουνοστοιχείο και τον ηλιάτορα που δρομολογεί φωτοστέφανα καθημερνά γύρω από τον πλανήτη σκορπώντας ζέστη στα χέρια, στο πρόσωπο και στις καρδιές μας.
Και κάπου εκεί με ενωμένα τα κεφάλια σαν τη χλωροφύλλη, να νιώθεις ακατανίκητη τη έλξη, τον επερχόμενο δεσμό και να της σκάς ένα φιλί χλωρό, ένα χλωρό φιλί στα χείλη και από χείλη νερό και αέρα να φτιάχνεις τα νέα υλικά για ένα καλύτερο κόσμο, να χεις τη δύναμη και την ενέργεια να αντέξεις τα πάντα μέχρι και το θάνατο και να καταβυθίζεσαι μέσα στην υγρασία της και να γονιμοποιείς την ουτοπία, να ξαναορίζεις τα μαθηματικά με τη φιλοσοφία του πηλού, πως ένα και ένα κάνουν ένα μεγαλύτερο ένα και όχι δύο και πως σε κάθε μετέπειτα μοιρασιά το κάθε ένα έχει ανταλλάξει αναπόφευκτα ύλη με το άλλο, λειψά και μπολιασμένα και τα δύο.
Και σαν η ένωση τελειώσει, με τα κεφάλια πάλι ενωμένα, τον ουρανό κοιτώντας, θα αναδύεται μια μυρωγιά, αυτή του φρεσκοτσακισμένου γρασιδιού και να θυμάσαι ότι αυτή η μυρωδιά κρύβει μέσα της περισσότερη χλωροφύλλη από όση ποτέ θα μπορέσεις μόνος σου καθηγητά να διαβάσεις.
Τα βαμμένα γόνατα, οι πράσινες παλάμες και οι χορταριασμένοι αγκώνες είναι σημάδια ότι έφτασες κοντά στη σύλληψη της ιδέας της χλωροφύλλης, ενώ αν αντις για τσιγάρο δαγκάσεις ένα χορταράκι, αυτή να κρατήσεις, τη γεύση της χλωροφύλλης απέναντι στις βαρύγδουπες, χημικές της ιδιότητες.

Αυτά τα κάλπικα που λες τα διάβασες σαν και μένανε. Από σένα άλλο θέλω, το βίωμα, την παρατήρηση την προσωπική, να χει την έννοια της μαρτυρίας, αλλιώς θα σαι μια ζωή κάλπης.
Κατάλαβες όμπι ουάν;

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΑΣΤΕ ΕΞΩ!!

Θυμάμαι μόνο πως με έλεγαν, μα δεν ακούω σε αυτό το όνομα πλέον. Όσο για το έξω, εγώ έξω θα είμαι από δώ και μπρός, αλίμονο σε όσους θα ναι για πάντα μέσα.

Λίγα τα εφόδια, μια πένα, ένα ημερολόγιο, το σκοτάδι και έφυγα μπροστά από τέσσερεις προβολείς, δύο σβησμένους, δύο λυπημένους και ελαφρώς προβληματισμένους τους υπόλοιπους.

Την επόμενη ώρα οι αιωρούμενες λέξεις θα έβρισκαν μόνο μπετό.