26.2.08

δεν θα ξαναβγάλεις άκρη, γιατί δεν υπάρχει πλέον λόγος


Η άνοιξη ήρθε και φέτος. Ποιος της άνοιξε; Εγώ όχι, κοιμόμουν ή κρυβόμουν, το ίδιο πράγμα εξάλλου.
Οι άνθρωποι σαλιγκαρίζουν από τα σπίτια τους, οι ξένοι σαλιγκαρίζουν στο λιμάνι με τα σπίτια τους, οι κοπέλες φοράνε τα σατέν σαν να μην πέρασε από εδώ ποτέ κακοκαιρία και εγώ δεν έχω τίποτα να κρύψω, κάτι να φοβηθώ, δεν κρυώνω, δεν ζεσταίνομαι, μπορεί και να έχω πεθάνει, κάποιος ας μου φιλήσει το μάγουλο.
Ένα φλάουτο κλεισμένο στη θήκη του αχρησιμοποίητο, που έχει καιρό να σπονδυλωθεί και να τραγουδήσει. Δεν έκαμε όσα ήτανε γραφτό ή μπορετό να κάμει. Αχρησιμοποίητο ίσον άχρηστο, άστοχο, άδικο.
Η σκουριά έρχεται και με την άνοιξη και με το καλοκαίρι, δεν γνωρίζει διακοπές και άδειες, αμείλικτη και ορεξάτη, επίμονη και υπομονετική.
Αν ήταν η βασίλισσα στο σκάκι να χε όνομα θα ήταν το δικό της και ο βασιλιάς της ο χρόνος, το δίχως άλλο.
Τα βράδια στον ύπνο μου απομνημόνευα τα ψηφία του π, όχι πως είχαν σημασία για τη ζωή των ανθρώπων, σχεδόν καμία, μα για τη ζωή των αριθμών ήταν το ποίημα το ατέλειωτο, η προσευχή και η ραχοκοκκαλιά τους, γιατί ένα ψηφίο μπορούσε και χώραγε όλη την μαθηματική αρμονία, όλα τα νούμερα σε ένα, σαν δώρο του τελεμάρκετινγκ.
Τα πρόβατα στον ύπνο μου φορούσαν λέει όλα τακούνια, κατακόκκινα και έτρωγαν καταπράσινο γρασίδι όταν πηδούσαν, από τον φράχτη στο στήθος μου, δεν έβλεπα αν οι γόβες είχαν χρώμα από πρίν ή αν γίνονταν από το αίμα μου, πάντως με τις πληγές μου κοιμόμουν καλύτερα.
Το πρωί που ξημέρωνες άνοιξη, ψηλάφιζα με το δάχτυλο την πληγή και η μέρα μου αποκτούσε νόημα. Ποιο νόημα, θα μας τρελάνεις ρε φίλε?

18.2.08

δεν θα ξαναβγάλεις άκρη μαζί μου

Ο καιρός πέρασε χωρίς να το καταλάβει.
Μάτια ανοιχτά, μάτια άδεια.
Χωρίς ελπίδα, χωρίς προσμονή, χωρίς ανυπομονησία.
Περπάταγε και οι έγνοιες προσπερνούσαν η μια την άλλη στην αντίθετη φορά.
Το βήμα αργό, σταθερό, χωρίς σαφή ή προδιαγεγραμμένο σκοπό.
Δεν πήγαινε κάπου, δεν έφευγε από κάπου, η αγκαλιά κλειστή, τα χέρια στις τσέπες.
Περνούσε και καταλάβαινες ότι θα περνούσε άπαξ, δεν χρώσταγε σε κανέναν, ούτε κανένας του χρωστούσε, μα και αν τα πράγματα ήταν αλλιώς, τα χρωστούμενα ήταν κερασμένα.
Για ποια ιδιοκτησία να μιλήσει, ποιο κεκτημένο να διεκδικήσει, όταν τα πάντα έφυγαν χωρίς να λείψουν και το μόνο που γύρισε ήταν ένα μπούμερανγκ, των μεγάλων λόγων, μα δεν ήταν εκεί για να το πιάσει, δεν ήταν κάν ο ίδιος που το πέταξε, μόνο κατ’ όνομα.
Αρχινάς να περπατάς μετά το πρώτο μούδιασμα, μετά το δεύτερο, αφού νιώσεις το σύγκορμο ανατρίχιασμα που σε κουρντίζει σαν παιδικό αυτοκινητάκι, σαν νιώσεις μέσα σου να ελατηριώνεται κάποιος φόβος, κάποια οργή και κάποος θυμός και αρχινάς να περπατάς, το πού δεν σε νοιάζει, περπατάς και ξεχνάς το χέρι που σε κούρδισε ή το λόγο, μόνο περπατάς και έχεις το νού σου στην αναπνοή, να είναι ρυθμική, γιατί αν αλλάξει τέμπο θα διαλυθείς, το έλασμα μέσα σου θα σπάσει και όλα στον αέρα θα τιναχτούν, σαν πιστόνια κακοσυντηρημένης μηχανής που λειτουργεί στα όριά της.
Περπατάς, περπατάς παίρνεις το πλοίο και πάνω του περπατάς, αν δεν βούλιαζες θα έκανες βήματα διαστημικά στο βυθό, πάντα με τα χέρια στις τσέπες, χωρίς ποτέ να κοιτάς αυτά που οι άνθρωποι χάνουν, πετούν ή εξαφανίζουν, αυτά που το σκοτάδι και η υγρασία καταβροχθίζουν με αργούς μονότονους ρυθμούς, γιατί τα ναυάγια δεν προκαλούν ποτέ χτυπήματα το ένα στο άλλο, μόνο οι άνθρωποι το κάνουν αυτό

13.2.08

δεν θα ξαναβγάλεις άκρη μαζί μου

Θα χάσεις τα παπούτσια σου και θα τα βρεις στις 3 η ώρα, είπε στον ύπνο μου η μαυροφορεμένη γυναίκα, που πρόσωπο δεν είχε, ούτε τα χείλη της κουνιόνταν. Το σκοτάδι την κατάπιε.
Γάμος την επομένη, σε σπίτι με ξύλινο πατάρι και εμάς να χορεύουμε. Το όνειρο ξεχάστηκε, στις τρείς ξαναπιάστηκε, ένας φόβος γαντζώθηκε πάνω μου, πήγα να τραβηχτώ προς το πλάι, είδα τη γερόντισσα γιαγιά της νύφης, ντυμένη τη μαύρη μαντίλα της, φαφούτικο στόμα, χαμόγελο και δόντι χρυσό, άστραψε και το σκοτάδι με κατάπιε, γκρεμίστηκε το πάτωμα από το βάρος και πέσαμε όλοι στα κοτρώνια του υπογείου με τις βαρέλες του κρασιού.
Η καρέκλα της ταλαντώθηκε, στην άκρη του ξύλινου γκρεμού και έπεσε κατά πάνω μου, μαύρο πουλί, με χέρια απλωμένα.
Σταμάτησε με τα μάτια στα παπούτσια από τα σπασμένα πόδια μου, τα τακούνια κεντράρισαν στις κόγχες, έσβησε αυτοστιγμής, σαν κάποιος να έσβησε την ύπαρξή της με σφουγγάρι, αφήνοντας δυό κόκκινους λεκέδες τα καλά μου παπούτσια.
Την είδα στον ύπνο μου σήμερα.
Είπε πως την επόμενη θα είναι η σειρά μου.

4.2.08

δεν θα ξαναβγάλεις άκρη μαζί μου

Ο αέρας δε λέει να φυσήξει.
Τα σύννεφα είναι κεντρωμένα στη βουνοκορφή με τα μπαμπάκια.
Ο ήλιος καίει όπου τηράει, μα στο απόσκιο κάνει ψύχρα.
Ένα πουλί ξεμάκρυνε από τα άλλα και μαγαρίστηκε στον κουρνιαχτό, στην άκρη του δρόμου, στη λεπτή σκόνη βουτήχτηκε, στριφογύρισε το μαξιλαρένιο σώμα του μέχρι να βολευτεί και έμεινε εκεί.
Το δα από μακτυά , μα δεν φοβήθηκε, φαντάσου κατάντια, ούτε ένα πουλι να μην σου δίνει σημασία, είχε το ήλιασμα περισσότερη σημασία από το φόβο του.
Ένας γέρος πιο κάτω, με κάπα και μαγκούρα, στις πρασινάδες καθισμένος με πλάτη τις φρεσκοπατημένο χώμα από το μάζωμα της ελιάς στεκόταν με το πρόσωπο αντίκρυ στον ήλιο σαν ηλιοτρόπιος και αυτός, δεν ήταν παραδοσιακός, ούτε βρίσκω γούστο στην παράδοση, μόνο στην παραξενιά και ήταν παράξενος, χωρίς πρόβατα, χωρίς μουσική, με το πρόσωπο στον ήλιο. Μου είπαν πως ήταν τυφλός, ποιος ξέρει τον ήλιο κοιτώντας ή από γεννησιμιού, πάντως φαινόταν πιο ευτυχισμένος από μένα που έτρεχα κάτι να προλάβω.

3.2.08

δεν θα ξαναβγάλεις άκρη μαζί μου

Οι μέρες γίνονται αλκυονίδες λένε , μα τα λεπτά τους χάνονται γρηγορότερα από το νερό στο ντούς.
Είπα να κάνω ένα μπάνιο σήμερα, 30 λίτρα χρόνο ξόδεψα, στέγνωσα 2 ακόμη καντάρια και χωρίς άλλο χρόνο για χάσιμο βγήκα για καφέ.
Ο κόσμος οπλισμένος με το κυριακάτικο χαμόγελο και την υποχρέωση να βγάλει τα παιδιά του για βόλτα και κατούρημα στην πλατεία, είδα πόνυ, μπαλόνια, κινέζικα παιχνίδια καιμια γραία που μάλωνε τα σκληρά παιδιά που τρόμαζαν τα περιστέρια της.
ΜΗΝ ΕΙΣΑΙ ΚΑΚΟ ΠΑΙΔΙ, έλεγε, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΘΑ ΔΕΙΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΣΟΥ, έλεγε και τα κορακίσια μάτια της έβγαναν σπίθες και πυροδοτούσαν κατατρεγμό και κλάματα.
Τα αυτοκίνητα ποτέ δεν ήταν περισσότερα από τα λουλούδια στην πόλη μου, λες και βάλθηκαν πολύχρωμα ντυμένα, μονοστήμονα να εκπέμπουν σήματα μορς και φασαριόζικα να καλύπτουν τα ζουζουνίσματα από τις λιγοστές μέλισσες που δεν άντεξαν ούτε να μας τσιμπήσουν μπας και κάτι αλλάξει και χάθηκαν στα λιβάδια με τα λιπάσματα, παμπόνηρες στρογγυλομάγουλες χωριάτισσες.
Στο πρεβάζι του αρχαίου λιμανιού δυό παιδιά να καταστρώνουν σχέδια για μια μηχανή, που αν δεν θα χει ρόδες θα χει φίλμ και φακό, αλλά δεν γίνεται, θα την πάρουν, μεγάλωσαν πλέον, μπορούν να αγοράζουν στη λαική τα ψώνια τους, να κάνουν παζάρια στα μαγαζιά και να ντύνονται τα ρούχα που οι ίδιοι αγόρασαν, που έπλυναν και δεν πιέστηκαν να σιδερώσουν.
Τα σχέδια του μέλλοντος περιλαμβάνουν αγορές, ανταλλαγές και δουλειές, γίνανε εμπόροι και αυτοί, δεν το περίμενα, γιατί το μάτι τους ήταν πιο γελαστά παλιότερα, όχι τόσο κουρασμένα, όχι τόσο επίμονα, όχι ηττημένα.
Δε γαμιέται-για να δικαιολογήσω και την προηγούμενη προειδοποίηση του μπλόγκερ- τη μηχανή θα την πάρουνε, θα την καβαλάει εκείνος για να πηγαίνει στη δουλειά, ο αέρας θα μπαίνει από την ανασηκωμένη ζελατίνη του κράνους του, πρωί πρωί όπως τόσα χρόνια, όχι πως είναι πολλά, αλλά ξέρεις πως η έμπνευση είναι μια κοπελιά βρύση από φιλιά που δεν θα τα πάρεις ποτέ στο στόμα, θα τα βλέπεις να χάνονται στα πόδια σου, στα χώματα, όπως οι χαμένες στιγμές για να διασχίσεις τα χιλιόμετρα μέχρι το γραφείο, αλλά δεν γαμιέται, αυτός θα ξεκινήσει τη μέρα, η κερασομαλούσσα θα κοιμάται τον ωραιότερο ύπνο της στη γούβα της μεριά του στο κρεβάτι και θα τον φαντάζεται να ακολουθεί τη διαδρομή του ήλιου, λίγο πριν αυτός ζέψει τα αλόγατά του και ξεκινήσει.
Οι ώρες στη δουλειά θα περάσουν τόσο γρήγορα όσο το πρωινό ξύρισμα, συνήθεια μα και προσοχή να μην κοπείς, τόσο αμελητέα είναι τα λάθη στη δουλειά όσο το ξύρισμα με φαλτσέτα, αλλά η δύναμη της συνήθειας δεν ξεστρατίζει τη συνταγή και τη συνήθεια.
Φτάνει η ώρα για το σχόλασμα και το αυτοκίνητό της έχει φτάσει ήδη δίπλα στη μηχανάρα, με τις μαύρες βαλίτσες και τις αποσκευές όλες δεμένες. Το αυτοκίνητο μένει με ανοιχτή την πόρτα να χάσκει και τα αλάρμ να φωνασκούν για μια φυγή κατά το απομεσήμερο, κατά τις ζεστές ακτίνες του ήλιου που έχει περάσει τη μισή του διαδρομή και κινείται με μεγαλύτερη γωνιακή ταχύτητα κατά το απογευματάκι, μα η μηχανή θα είναι φιλότιμη, θα τονε κυνηγήσει όσο πάει, θα προσπαθήσει όχι να τον φτάσει, μα να κρατηθεί πάντα στο απομεσήμερο, με σταθερή απόσταση από την πηγή της ζωής, σφιχτά αγκαλιασμένη αυτή πάνω του και αυτός προσδεμένος πάνω στο σώμα της μηχανής, τρία σώματα πλέον ένα, να κινούνται με υπερβολική ταχύτητα , σχεδόν να πετάνε, να φτάνουν τις ηλιαχτίδες πρίν ξηλωθο΄τν και στο τέρμα της διαδρομής που πιάνει θάλασσα και πέλαγο, να χουν προφτάσει να καβαλήσουν την ηλιόσκονη, το χρυσαφένιο πάπλωμα, τη σταρένια διαδρομή της ανάποδης καμπύλλης του ουράνιου τόξου, πάνω από τα επίγεια, σε ένα μονόδρομο, μόνοι στο δρόμο, καβάλα, τα γκάζια τσίτα και ο αέρας να σχίζεται σα ζελέ για να περάσουν, να προσπερνάνε τις βουνοκορφές, να τρυπώνουνε στα σύνεφα, το οξυγόνο να μη λιγοστεύει πουθενά, τα χέρια της να σφίγγουν τα ντυμένο με το χοντρό μπουφάν σώμα, να προσπερνάνε ατμοσφαιρικούς θόλους και να ξεμακραίνουν προς τον ήλιο, μα να κάνει ζέστη και η μηχανή να πηγαίνει πλέον μονάχη της οι ρόδες να μην γυρίζουν αλλά η πλανητική έλξη να ναι μεγαλύτερη από την όποια δύναμη του χοντρού τους κινητήρα.
Η ζέστη να μεγαλώνει, το φώς να αυξάνει, τα ρούχα να βγαίνουν, η μηχανή να φλέγεται, να λυώνει, τα ρούχα να γίνονται τσιγαρόχαστρα στριφτά πάνω μας και η στάχτη τους να εγκαταλείπει τα ροδαλά κορμιά μας, ένας αέρας να μας τυλίγει και να γλυστράμε σε ένα χωροχρονικό συνεχές, σαν ένα ανάγλυφο σεντονιού, με χοάνες, κώνους, διαστήματα, όρη ύψη και κοιλάδες και κάπου στον ορίζοντα, γιατί πάντα υπάρχει ένας ορίζοντας, όσο τα μάτια μας είναι δύο και εκεί στον ορίζοντα να υπάρχει μια νηνεμία, μια ηρεμία σε ένα νησί,ακόμα με κρατάς αγκαλιά από πίσω, τα πόδια μου πατάνε σε κάποιομέσο και αλλάζω ελαφρά πορεία σα να κάνω σκί, κατευθυνόμαστε στο νησί, είμαστε γυμνοί και είναι όσοι μπορούμε από μακρυά να δούμε όλοι γυμνοί, υπάρχουν λουλούδια και γρασίσι και πουθενά κάτι γκρίζο, μόνο η άμμος και οι κάθετες πλευρές ενός γρανιτένιου βουνού, όλα τα άλλα είναι πολύχρωμα, οι πατούσες μου δεν μεκαίνε από την τριβήολισθαίνουμε πάνω στη βάλασσα που πλέον έγινε πιο γαλάζια του ουρανού, περπατάμε πάνω στα κύματα, μα δεν έχει γούστο και σαν να απασφαλιζόμαστε από κάποια αποστολή, από κάποιοσχοινί, κάποια συνθήκη, πέφτουμε μέσα στο δροσερό πόσιμο γλυκό νερό, κάνουμε απλωτές, μπορούμε κιόλας να μιλήσουμε, να αναπνεύσουμε μέσα στο ρευστό και να γκαλιαστούμε, να αγαπηθούμε ξανά από την αρχή σε τούτο το φαντασιακό μέρος.
Αναδυόμαστε και γύρω μας φυτρώνουν χαμόγελα σε πρόσωπα, σώματα με μάτια μας λένε καλωσορισμούς και φαίνεται στην απέραντη κυκλική παραλία με τα γαλάζια νερά συνεχόμενα δέντρα για να οικειοποιηθούμε. Μπανάνες φρούτα, νερό και αγάπη, με τα παιδιά να φτιάχνουν αγάλματα στην παραλία με τα ήρεμα νερά που δεν θολώνουν ακόμα και στην ανατάραξή τους, πουλιά, σφήκες και μέλισσες, ψάρια και ζωντανά, όλα να τρέφονται με σπόρους και καρπούς, τίποτα να μην θυσιάζεται για χάρην κάποιου άλλου, μια σπασμένη τροφική αλυσίδα, μια ξεκομμένη ουτοπία.
Τίποτα από εσάς δεν μου λείπει, ίσως μόνο τα βιβλία, μα οι άνθρωποι μιλούσαν μόνο με ποιήματα.
στο νού σου να χεις μην αφήσεις όλες τις ηλιακτίδες να πάνε στράφι, αντις να τις πατάς και να τις αντανακλάς, πιάσε μια και ακλούθα την, σε περιμένουμε