8.11.10

έρωτας είναι το είδωλο της επιθυμίας και η παραδοχή της έλλειψης

κι όπως αποκαλύπτονται παλιότερες τοιχογραφίες από πίσω,

έτσι τα θεμέλια του κάθε σου καημού πατούσαν στα ερείπια ενός προηγούμενου, και κείνου αγαπημένου, όλων αγαπημένων, τόσο διαφορετικών, που η κοινή τους συνισταμένη, εσύ μοιάζεις σαν την μόνη αναντιστοιχία ανάμεσα ομοίων

θυσιαστήρια επι θυσιαστηρίων κι εσύ πότε θύτης, πότε θύμα, πάντοτε παρών κάποτε απών και σ αυτή τη σκυταλοδρομία κάποιοι να μένουν με τα χέρια κουρασμένα, ανοιχτά με προσμονή και κάποια βιαστικά και βίαια αποχωρισμένη τη σκυτάλη, σε χωράφια, μακριά από το τέρμα

οι κρυμμένοι θησαυροί πάντοτε ήταν δώρα της τύχης από κείνους που δεν χάρηκαν, σε κείνους που δεν κόπιασαν

16.10.10

τρένο

ένα σκαλί πριν το πεζοδρόμιο

ο αέρας φυσά από τα έγκατα της γής, ενώ στέκω ακίνητος κοιτάζοντας ένα στεκάμενο ρολόι

κόσμος προσπερνά και χάνεται από διασταυρούμενες ρότες σε ζωές με βουλιαγμένα απογεύματα και απύθμενα βράδια

πέφτεις πάνω και με ρωτάς αν με βρήκα και σου απαντώ όχι ακόμα

το εισιτήριο στα χέρια μου γράφει φευγιό δίχως προορισμό

οι πόρτες ανοίγουν και το πόδι δηλώνει πρόθεση γλυτωμού

29.9.10

έκθεση

υγρ. φθινόπωρο, τα φύλλα πέφτουν
μέσα μου
μαζεμένα υπο μάλης κάθομαι στο πίσω θρανίο.

σκέφτομαι και δεν γράφω ή γράφω και ζώ


λες παρών και υπονοείς πως έχεις αρκετές αντοχές,
ακόμη
από κάποιον ξέμειναν,
από κάπου δανείστηκες,
το φτυάρι σου βρήκε μυστικά από σε αποθέματα

καλή χρονιά,
όσο πάει

25.9.10

το πηγάδι


Γιατί στο εν κατακλείδι θα βρεθεί κάποιος να σου πεί πως ο χειμώνας έφτασε και συ μαράθηκες αποφεύγοντας τις μέλισσες , για να σ απομείνει μόνο η λαχτάρα του επιθυμείν


Βλαστάνεις, ανθίζεις, καρπίζεις
Μαραίνεσαι
Μες στο κόλπο είναι όλα, οι οδηγίες χρήσης λένε τα υλικά σου αντέχουν κανα δυό στραπατσαρίσματα
Παίρνεις τις ρίζες σου σαν το παλτό του ο ρακένδυτος που είναι συνάμα πανωφόρι, κουβέρτα και αρχειακό μέσο , σεργιανάς όσο οι πληγές σου επιτρέπουν και όσο η ανάγκη σου γι αέρα και ξαναπέφτεις με τα μούτρα στων ορμονών σου το χορό

Πέφτεις με τα μούτρα στο πηγάδι και πίνεις αχόρταγα, γιατί τα ξεκαρφωμένα βέλη σε άφησαν κόσκινο ρημάδι και η ζήση θέλει νερό και κι από επιθυμίες έχεις μπόλικες, μα ο χρόνος στερφεύει τις αντοχές

24.9.10

αδιαφέρουμε

ο κόσμος μου και ο κόσμος σου διαφέρουν όσο η η γη και η σαπουνόφουσκα

ωραίο τ όνειρο, μα οι οι κοιμωμένες σάπισαν, το δέρμα τους σοβας και οι τένοντες ξεχορδισμένο πιάνο, στο πρώτο βήμα τσάκισαν υπό το βάρος των επιθυμιών και της σωματικής αδυναμίας

για να φας αβγό θα πρέπει να σπάσεις το τσόφλι, με το ευχολόγιο, την εγκαρτέρηση και την αναμονή, γεννιούντια άγιοι και ασκητές, όχι πολεμιστές της ζωής

δεν θέλω να σε ταράξω μην ραίσει η πομφόλυγκα και ταραχτείς και πέσεις



δίπλα σου θα μαι, αλλά θα πρέπει να προλάβεις να μεγαλώσεις για να γεράσουμε κάποτε μαζί

23.9.10

καθ υποτροπην



είναι κάποιες μέρες που με γυροφέρνει σαν γρίπη τ όνομά σου

κ κάτι μέσα μου ζοφερό σπρώχνει το χέρι
να ξεκουμπώνει το πανωκόμπι στο πουκάμισο
για ν αγκαλιάζει το στέρνο η νύχτα

2.9.10

αξίνα στο σκοτάδι



Άνοιξα μια μαύρη σελίδα κι άρχισα να γράφω, τα λόγια δεν μου έβγαιναν και μπήκα μέσα της

Το εξώφυλλο ήταν σκληρό και μύριζε λίπος από δάχτυλα και μουχλιασμένο καπνό

Κουλούριασα στην εισαγωγή και αποκοιμήθηκα για μερικούς αιώνες φωλιασμένος σε ένα ακρόγραμμα Θ, πελώριο σαν νταμιζάνα ή σαν άδειο θεό

Η στίξη ερωτοτροπούσε με την στύση μου και κείνη η περισπωμένη φαινόταν πιο παλλόμενη από το μουνί μιας παλιάς αγαπημένης. Έχυσα πάνω της έναν τόνο και πήρα ένα θαυμαστικό για μαγκούρι, για την πορεία

Στα σκοτάδια παραμονεύουν τα ανομολόγητα και τα λογοκριμένα και έδωσα μάχες με τον άδειο μου εαυτό για να γυρίσω σελίδα

Βρήκα σε κάτι συναισθηματικά ορνιθοσκαλίσματα μια πλευρά του ερωτευμένου μου εαυτού να αυτομολεί και να κηρύσσει δίχως το υπόλοιπο σώμα επανάσταση, παρεμποδίζοντας την ομαλή διεξαγωγή της καθημερινότητας. θέτοντας εαυτόν εκτός πραγματικότητας

Σε ένα μισοξεχασμένο μου όνειρο ζήτησα βοήθεια από τον πατέρα, να μου εξηγήσει τι κάποτε εννοούσε και μου γνεψε πως τόσο πλέον μοιάζουμε που κάθε εξήγηση θα ταν μάταια και περιττή

Εντελώς, ακριβώς ίδιοι, όσο και αν έτρεχα αντίθετά του, τόσο πλησίαζα την εικόνα του στον καθρέφτη

Σε κάθε αλλαγή σελίδας έβλεπα γυναικεία δαχτυλικά αποτυπώματα και δικά μου μαλλιά κουρεμένα, μάτσα γραμμές τσακισμένες και μπερδεμένα λόγια κουβάρι. Πέρα και πάνω από το κουβάρι, σταυροί και μνήματα, αναπάντητα ερωτηματικά και μηνύματα στο κενό, λατρεία του μαχαιριού και όχι του ιεροναού του και πολυδιαβημένους λαβυρίνθους αδιέξοδους

Στο μεσόφυλλο συνάντησα το στρατό και την δουλειά μου, δυο κόγχες με ειρωνικό σκοτάδι να φωσφορίζουν ανελέητα και δίπλα τους δυό κανάτια ελεύθερου χρόνου που το σχοινί τους δεν έφτανε στον πάτο για να γεμίσουν

Είδα κει μέσα παρόν παρελθόν και μέλλον, είδα παιδιά, είδα χαρά, είδα και στεναχώρια

Είδα χωρίς να κοιτάζω τα μάτια μου, για να μην με τρομάξω, σε πρόσωπο ξένα, άγια, άγρια, σε περαστικών λοξές ματιές, σε μελετητών επιμονοθώρισμα και σε παιδιάστικες απορίες

Το βιβλίο μου σαν ψυγείο κλείνει απ έξω και δεν μπορείς να το ανοίξεις, παρά να γενείς φώς και να γράψεις, μα εγώ νυστάζω πλέον τόσο πολύ, που

1.9.10

Ξεχασμένος



Μπουκάλι σε ράφι μπάρ σκονισμένος, σαν η ζήτησή μου να χει ακουμπήσει το δικό της ναδίρ

Το χρώμα σπασμένο, η ετικέτα ξεκολλημένη, η γεύση ταγγερή και το πώμα να σφραγίζει μόνο κατ όνομα την αλκοολική μου αναπνοή

Η ποσότητα που μένει, να παραμένει πάντα διαθέσιμη, μα συνάμα καταδικασμένη αδιάθετη
Ποτό με έφεση στην αδιαθεσία, προορισμένο να ποτίσει τον νεροχύτη ή να σπαστεί στο κεφάλι του πρώτου οξύθυμου θαμώνα

Ανεβασμένο στο πιο ψηλό και απόμερο μέρος της μπάρας, ευκολοθώρητο, για να δανείζει το χρώμα του ως απαραίτητο ιδιόρρυθμο ντεκόρ, παρέα με τα άλλα απομεινάρια, παλαιότερων ενδοξότερων στιγμών

Τα περισσεύματα να ξέρεις γίνονται σφηνάκια, ότι δεν πουλιέται, έτσι σπρώχνεται, μα είναι κάτι ποτά που δεν μείγνυνται με άλλα, παραείναι εγωιστικά και ιδιαίτερα, σερβίρονται μόνα και μπορείς είτε να τα λατρέψεις είτε να τα απορρίψεις, το συνηθέστερο είναι να σε προκαλέσουν να τα αντέξεις και να τα ευφρανθείς μόνο στην τελευταία τους γουλιά και στην έλλειψή τους, αυτά τα σαν γλυκόπικρα δηλητήρια

Δεν ωριμάζουν με το πέρασμα του χρόνου, δεν έχουν σταθερές και αναλλοίωτες ιδιότητες, δεν είναι για κοινή κατανάλωση, είναι σαν βαρύς οπλισμός εν εφεδρεία, εν αχρηστία, σε κατάσταση που δεν είσαι σίγουρος πώς θα λειτουργήσουν

Ίσως μάλλον είναι το ποτό που το πίνεις ξέροντας πως θα σε χαλάσει, περισσότερο από λόγια, περισσότερο από πράξεις, το ίδιο με τις θύμησες

Φτιαγμένο από το φυτό που η αλλοπαρμένη μάσαγε φύλλα για να ξερνάει ακατάληπτα λόγια, που προσέγγιζαν την αλήθεια της στιγμής καλύτερα από την πιο εύγλωττη λογική της καθημερινότητας

Δίχως μάτια, με υδάτινο σώμα, σε μπουκάλι σφραγισμένο περιμένοντας καρτερικά να χυθεί ή να πιωθεί και να δώσει λόγο στα άρρητα, πνοή στην οργή και τάση στους τοξοτένοντες


Σκονισμένος, ξεχασμένος

30.7.10

μαθήματα επιβίωσης

αμα τη εμφανίσει της, να μην αφανίζεσαι
και ο ταλανισμός σου να ναι εφήμερος,
η αίσθηση απώλειας να γίνεται κτήμα
και ν αφήνεις ανέπαφα πλέον τα λησμονοβοτάνια

28.7.10

Και κάποια στιγμή

Σταματάς

Να χτυπάς άδεια πουκάμισα και πόρτες ξύλινες με τη συνέπεια του βουτηχτή από βατήρα μπαλκονιού στην άσφαλτο, επαναλαμβανόμενα και να μην υπάρχει ούτε ένας ποντικός πίσω απ το τάσι του δρόμου να δεί και να απαντήσει στο έγκλημα

Να πετιέσαι στην κρεατομηχανή της θύμησης και να βγάζεις λουρίδες αναμνήσεις σαν σκισμένες φωτογραφίες, να σκοντάφτεις στους όρκους που γιναν σπασμένα κοκκαλά σου και να τυλίγεσαι σε λαδόκολλες α4

Να τρέχεις και κάπου ακουμπάς, έφυγες μακρυά , μα όσο και αν έτρεξες δεν ξερίζωσες ότι μαζί σου τόσο καιρό κουβαλούσες

Να κλείνεις τα μάτια, κάποτε κλειστά για να μην πάρει ο πόνος σχήμα και τώρα για να μην ξεντυθεί της φαντασίας σου το προσωπείο

Να τριγυρίζεις στις θέσεις του δικαστή του εισαγγελέα, του ενόχου και του θύματος. Άνοιξε την πόρτα και φύγε

Να τα βάζεις με αόρατους εχθρούς, κείνοι δεν απαντούν και ατό είανια πό τα σκληρότερα χτυπήματα

Κι αν στη ζωή σου πολύ αποσιώπησες, μην ξανακρατήσεις στο χέρι σου τελείες τρείς, παρά μονάχα μία και τούτη να πατάς,
ξεκάθαρα,
στέρια,
αντρίκια.

8.7.10

Διελκυστίνδα είναι


να σβήνεις το τηλέφωνό της που μόλις επανακαταχώρησες και παρόλ αυτά

να ακροβατεί το δάχτυλό σου πάνω από το νούμερο ή το κουδούνι της

να διαβάζεις τις μουσικές κάρτες πάνω από την μετέπειτα σιωπή

να παραγγέλνεις μόνος σου ποτά για δυό

να διστάζεις να χρησιμοποιήσεις το ίδιο όνομα για άλλο πρόσωπο

να πέφτεις μόνος στο κρεβάτι και ο όνειρος να συνεχά διπλός

να διορθώνεις το μέλλον σου σαν τον σεναριογράφο ελλείψει πρωταγωνιστή

να γεμίζεις από χαρά και ευτυχία και να μην έχεις την που διάλεξες να τα μοιραστείς

να δέχεσαι τόση έλξη όση ώση

να βλέπεις στο τέλος ελπίδα και όχι στην ελπίδα τέλος

να ακροβολίζεσαι για μια εικόνα της ενώ χαμογελά και για ένα πέρασμά της

να μην προφταίνεις στην αποκαθήλωση να προσθέτεις σκαλοπάτια

να φαντάζεσαι παραληρηματικές λέξεις σε λευκές κόλλες χαρτί

να στριμώχνεσαι σε ένα άπλετο αύριο με ένα δίχως διαρκές, διαρκώς

16.4.10

παμε σπιτι

Θα ζείς κάθε 15 του μήνα και για όσες μέρες κρατά ο μισθός, μετά ύπνο από νωρίς, ξεσκέπαστος για να ναι δυνατότερα τα όνειρα από την πραγματικότητα
16 και σήμερα κουβαλάς μέσα σε ένα σακάκι με δερμάτινα μπαλώματα στους αγκώνες μια αλημέριωτη ανησυχία, δεν είναι και η σημερινή για χάσιμο, παίρνεις στο κατόπι τα παλιά σου βήματα και σε βγάζουν σε λιμάνια κόσμου με άγνωρους κώδικες
Δεν κοιτάς στα μάτια, μόνο ακούς κι αν κάτι βλέπεις είναι πέραν του εστιακού, τα νιάτα σε θεωρούν ακίνδυνο, γραφικό, κομμάτι της διακόσμησης της βραδιάς τους και αφήνεσαι αγκυροβολημένος σε μια άβολη ξύλινη καρέκλα πίσω από δυό ποτήρια ποτό, παλιά συνήθεια που δύσκολα ξεκόβεται
Όσο λιγότερο το αλεύρι, τόσο το κοσκίνισμα είναι ευκολότερο και μετά τα μεσάνυκτα οι φιλιωμένοι επιστρέφουν, οι ελεύθεροι σκοπευτές ετοιμάζονται να τελειώσουν τη βάρδια τους και οι ξέμπαρκοι και οι άκαυτοι συνεχίζουν απτόητοι
Ένα κάθισμα σε μια γωνιά υπάρχει σε κάθε μπαρ και μπαράκι, σε πάμπ και ταβέρνα και οι λύκοι το αναγνωρίζουν με μια ματιά, την εγκαρδιότητα του ιδιοκτήτη που φροντίζει ακόμα και τους άφαντους
Ένα ζευγάρι φιλιέται, ένα πούρο καπνίζει μια βαμμένη εφηβεία που κάθεται δίπλα του, ένα αυτί καίγεται σε μια απόδειξη επαγγελματικής διαστροφής και ανυπαρξίας με γαρνιτούρα υστερίας πίσω από ένα ακριβά αδιάφορο άρωμα και μια σερβιτόρα σκέφτεται τους εμετούς που έχει να σκουπίσει στις τουαλέτες και την εξεταστική που πλησιάζει, όσο γρήγορα φεύγει
Στη μια, η κιθάρα ξεκουράζεται από ένα σκοτεινό τσάι ουίσκι και ένα τραγούδι δίχως λόγια, κάπου ψηλά αλυσοδεμένο απ το ταβάνι
Το βράδυ οι μοναξιές προσανατολίζονται καλύτερα, φτάνει ένα κέλευσμα, μια φωνή ή ένας στίχος, μα πάνω απ΄όλα απαιτείται μια ανόθευτη θέληση για ζωή ή καταστροφή, κάτι που να σου θυμίζει ζωή
Χωρίς να χρειάζεται να πείς κάτι, χωρίς να χρειάζεται να κεράσεις ένα ποτό για να περάσεις στην άλλη όχθη, κάθεσαι κοντά στην αράχνη που παίζει και χάνεσαι στη μαύρη τρύπα που νύσσουν από πάνω της τα δάχτυλα τον ιστό της

Ένα κοίταγμα στα δάχτυλα, ένα νεύμα συνωμοσίας και ο διαβήτης αλλάζει πόδι
Τα μάτια κλείνουν, τα χέρια μονολογούν πάνω στα σύρματα και ο λαιμός υψώνεται σαν κύκνου
Το υφαντό ξεκινά πλέκοντας τις πάνω κόρδες και ένας άγριος άνεμος μέσα του ξεφυσά, κάτι του παίρνει τα μαλλιά, κάτι τα άρρωστα μυαλά και αρχίζει σαν κυκλώνας να φορτίζει, σαν μισοάδειο ποτήρι η στάθμη του να γεμίζει περιστρεφόμενη στα όρια του γυαλιού, κάποιες σταγόνες να ξεχύνονται, λέξεις να γίνονται και να πιτσιλούν τους ξέμπαρκους, τα φώτα να χαμηλώνουν τρογύρω ασυναίσθητα και η γή να αλλάζει προς ώρας κέντρο

Η αγάπη είναι βρυκόλακας, ζεί σε φθαρμένα σώματα και τρέφεται με ζωντανούς
Να μουρμουράς και τούτη σου η μουρμούρα να βγαίνει κοχλαστή από την χυχή σου κατευθείαν, λες και σημερα είχες συνάντηση με το πεπρωμένο σου με όρο ότι θα λεγες την αλήθεια
Το όργανο αντιδρά, αδάμαστο σαν το άπειρο, μα να κάνει αλλιώς δεν μπορεί, το χέρι σίγουρο βαρεί και κόβει τις νόντες και το άλλο χέρι τις τραβά, τις ζουλά και τις μορφώνει σε μελωδίες και βγάνει στίχους πρόχειρους, σχεδόν μιλητούς, εντελώς παραμιλητούς , παραληρηματικούς
Μια μοναξιά ντυμένη με μαύρους κύκλους στα μάτια και χρυσό κάπου στο χέρι ξεχασμένο, νιώθει κάτι να πάλλεται, στα εντός, σαν κάτι να αναγκλαδίζεται, να στριφογυρνά, όχι σαν να γεννιέται, μα σαν κάτι ναρκωμένο να αλλάζει πλευρό
Είναι μιαν αλήθεια μέσα της που βλέπει μιαν άλλη να πάσχει, να ιδρώνει, να γλυστρούν οι μαλακές πλέον ρώγες των δακτύλων στις πετονιές, σαν πολεμιστής ξεχασμένος χωρικός, που βρέθηκε σε μιαν ερημιά παρέα με ένα ξίφος

Τα ομάτια όλοι κλείνουν και κοινωνούν την κόλαση και την παράδεισο ετούτου του μικρού θνητού που τα βαλε με το αδάμαστο άτι της μουσικής και φαίνεται να τηνε καταφέρνει
Κάπου από πίσω ακούγονται αναφιλητά, κάποια χέρια ακουμπούν στο μέτωπο, τα χέρια που ήταν για να σερβίρουν δέθηκαν κόμπο στο στήθος και στα πιοτά τα παγάκια σαν τρύπια καράβια χάνονται
Ο ήχος δεν είναι ευκρινής πλεόν όσο το πάθος, κάποιος ζεί και βιώνει έναν οργασμό, ένα χωρισμό και ένα μοιρολόι κι όπου ξετρέχει η μουσική τον προλαβαίνει και του ζητά συγνώμη που άργησε σαν παραστάτης
Η ατμόσφαιρα μυρίζει βρεγμένο χαλκό από τα αριστερά του ακροδάχτυλα
οι ώμοι αποκάμωνονται και οι αδέσποτοι μαύροι κύκλοι τους αγκαλιάζουν
πάμε σπίτι

26.2.10

μην ανασαίνεις αυτά που ξερνάς

μια μισοτελειωμένη πρόταση, σκέτο μαχαίρι μπηγμένο λοξά στο τζάμι, έμεινε καρφωμένη στα τοιχώματα της μνήμης σαν
πρόκα σε κορμό δέντρου, που όσο περνούν τα χρόνια την καταπίνει μέσα του και ξεραίνεται από κείνη την μεριά

μοναξιά δεν είναι να σαι , μα να νιώθεις μόνος

ακουμπώντας την μύτη στη γυάλα, ο κόσμος φαντάζει απέξω μεγάλος και πραγματικός

κι ας είναι και άλλα ψάρια στο νερό

όσο κοιτάζουν μπροστά και όχι δίπλα, η γυάλα μαζεύει τις μοναξιές όπως τούτο το ασπρόμαυρο πάτωμα τις πατημασιές του πλήθους που ξεπεζεύει από το τρένο, μέχρι της καθαρίστριας η σκούπα να χαρίσει τη λήθη σαν του μορφέα το πέρασμα, στο τέλος της μέρας

και η ίδια ιστορία από την αρχή, το δάχτυλο στον τοίχο, σαν ρολόι μετρά περασμένες στιγμές, αντίς να κτυπά για να βρεί αντίλαλο να μιλήσει

μοναξιά είναι να κρατάς μούτρα στον καθρέφτη σου μέχρι να ξεχαστείς μέσα στον εαυτό σου

προς εαυτον-εμπιστευτικόν

καλέ μου ψεύτη , μπορείς να ζήσεις όσο θαρρετά μιλάς και γράφεις;
ως πότε θα επινοείς εχθρούς που μπορείς να νικήσεις;

28.1.10

αναλαφροαέρινα αποενοχικά

κι αν δεν με ξέρεις , τι ;

ο άνθρωπος μαθαίνεται με μάτια, όχι με λόγια, γιατί τα λόγια λέγονται, μα μάτια συγκοινωνούνται

που δεν θα προλάβεις να με βαρεθείς, νωρίτερα θα χω φύγει

από καιρό ξεχρέωσα φόβους και παραλείψεις, μη φοβού, τίποτα δεν θα φορτωθείς, μόνο όσα θελήσεις

μπορούμε να ζήσουμε τώρα τις έντονες στιγμές και να αφήσουμε γι αργότερα τα αναδρομικά μας ίσως;

σε κάθε απάντηση χαμόγελο θα πάρεις

δεν ζητώ να πάρω, να μοιραστώ γυρεύω

το να ταιριάξεις το βλέπω πιθανότητα που δεν επισύρει ευθύνες

η μόνη βεβαιότητα οφείλεται σε κάποια αθωότητα που κάποτε έγινε σκλήθρα και από τούτες ξέμπλεξα έχοντας βρεί εμένα

το παιχνίδι τούτο είναι απλό, δεν αφορά κυνηγητό, μόνο συγκαταθέσεις

δικαιολογίες δεν βαστώ, ούτε διαθέτω χρόνο, μια θέση κοντά μου σου κρατώ και αν θέλεις ανεβαίνεις, ο δρόμος είναι όλος μπροστά και ο χάρτης δεν δείχνει πίσω

έλα σαν θες

κι όποτε νιώσεις τη φυγή, τραβάς τη ρότα σου

27.1.10




φτιάχνω όμορφα κλουβιά,
ενίοτε από λέξεις
και πάνω σε μια κάθομαι
και ψέλνω τ όνομά της

26.1.10

άραγε


γράφω
γράφεις;

έγραψα
έγραψες;

έχω γράψει
έγραψες;

δεν θα γράψω