29.9.10

έκθεση

υγρ. φθινόπωρο, τα φύλλα πέφτουν
μέσα μου
μαζεμένα υπο μάλης κάθομαι στο πίσω θρανίο.

σκέφτομαι και δεν γράφω ή γράφω και ζώ


λες παρών και υπονοείς πως έχεις αρκετές αντοχές,
ακόμη
από κάποιον ξέμειναν,
από κάπου δανείστηκες,
το φτυάρι σου βρήκε μυστικά από σε αποθέματα

καλή χρονιά,
όσο πάει

25.9.10

το πηγάδι


Γιατί στο εν κατακλείδι θα βρεθεί κάποιος να σου πεί πως ο χειμώνας έφτασε και συ μαράθηκες αποφεύγοντας τις μέλισσες , για να σ απομείνει μόνο η λαχτάρα του επιθυμείν


Βλαστάνεις, ανθίζεις, καρπίζεις
Μαραίνεσαι
Μες στο κόλπο είναι όλα, οι οδηγίες χρήσης λένε τα υλικά σου αντέχουν κανα δυό στραπατσαρίσματα
Παίρνεις τις ρίζες σου σαν το παλτό του ο ρακένδυτος που είναι συνάμα πανωφόρι, κουβέρτα και αρχειακό μέσο , σεργιανάς όσο οι πληγές σου επιτρέπουν και όσο η ανάγκη σου γι αέρα και ξαναπέφτεις με τα μούτρα στων ορμονών σου το χορό

Πέφτεις με τα μούτρα στο πηγάδι και πίνεις αχόρταγα, γιατί τα ξεκαρφωμένα βέλη σε άφησαν κόσκινο ρημάδι και η ζήση θέλει νερό και κι από επιθυμίες έχεις μπόλικες, μα ο χρόνος στερφεύει τις αντοχές

24.9.10

αδιαφέρουμε

ο κόσμος μου και ο κόσμος σου διαφέρουν όσο η η γη και η σαπουνόφουσκα

ωραίο τ όνειρο, μα οι οι κοιμωμένες σάπισαν, το δέρμα τους σοβας και οι τένοντες ξεχορδισμένο πιάνο, στο πρώτο βήμα τσάκισαν υπό το βάρος των επιθυμιών και της σωματικής αδυναμίας

για να φας αβγό θα πρέπει να σπάσεις το τσόφλι, με το ευχολόγιο, την εγκαρτέρηση και την αναμονή, γεννιούντια άγιοι και ασκητές, όχι πολεμιστές της ζωής

δεν θέλω να σε ταράξω μην ραίσει η πομφόλυγκα και ταραχτείς και πέσεις



δίπλα σου θα μαι, αλλά θα πρέπει να προλάβεις να μεγαλώσεις για να γεράσουμε κάποτε μαζί

23.9.10

καθ υποτροπην



είναι κάποιες μέρες που με γυροφέρνει σαν γρίπη τ όνομά σου

κ κάτι μέσα μου ζοφερό σπρώχνει το χέρι
να ξεκουμπώνει το πανωκόμπι στο πουκάμισο
για ν αγκαλιάζει το στέρνο η νύχτα

2.9.10

αξίνα στο σκοτάδι



Άνοιξα μια μαύρη σελίδα κι άρχισα να γράφω, τα λόγια δεν μου έβγαιναν και μπήκα μέσα της

Το εξώφυλλο ήταν σκληρό και μύριζε λίπος από δάχτυλα και μουχλιασμένο καπνό

Κουλούριασα στην εισαγωγή και αποκοιμήθηκα για μερικούς αιώνες φωλιασμένος σε ένα ακρόγραμμα Θ, πελώριο σαν νταμιζάνα ή σαν άδειο θεό

Η στίξη ερωτοτροπούσε με την στύση μου και κείνη η περισπωμένη φαινόταν πιο παλλόμενη από το μουνί μιας παλιάς αγαπημένης. Έχυσα πάνω της έναν τόνο και πήρα ένα θαυμαστικό για μαγκούρι, για την πορεία

Στα σκοτάδια παραμονεύουν τα ανομολόγητα και τα λογοκριμένα και έδωσα μάχες με τον άδειο μου εαυτό για να γυρίσω σελίδα

Βρήκα σε κάτι συναισθηματικά ορνιθοσκαλίσματα μια πλευρά του ερωτευμένου μου εαυτού να αυτομολεί και να κηρύσσει δίχως το υπόλοιπο σώμα επανάσταση, παρεμποδίζοντας την ομαλή διεξαγωγή της καθημερινότητας. θέτοντας εαυτόν εκτός πραγματικότητας

Σε ένα μισοξεχασμένο μου όνειρο ζήτησα βοήθεια από τον πατέρα, να μου εξηγήσει τι κάποτε εννοούσε και μου γνεψε πως τόσο πλέον μοιάζουμε που κάθε εξήγηση θα ταν μάταια και περιττή

Εντελώς, ακριβώς ίδιοι, όσο και αν έτρεχα αντίθετά του, τόσο πλησίαζα την εικόνα του στον καθρέφτη

Σε κάθε αλλαγή σελίδας έβλεπα γυναικεία δαχτυλικά αποτυπώματα και δικά μου μαλλιά κουρεμένα, μάτσα γραμμές τσακισμένες και μπερδεμένα λόγια κουβάρι. Πέρα και πάνω από το κουβάρι, σταυροί και μνήματα, αναπάντητα ερωτηματικά και μηνύματα στο κενό, λατρεία του μαχαιριού και όχι του ιεροναού του και πολυδιαβημένους λαβυρίνθους αδιέξοδους

Στο μεσόφυλλο συνάντησα το στρατό και την δουλειά μου, δυο κόγχες με ειρωνικό σκοτάδι να φωσφορίζουν ανελέητα και δίπλα τους δυό κανάτια ελεύθερου χρόνου που το σχοινί τους δεν έφτανε στον πάτο για να γεμίσουν

Είδα κει μέσα παρόν παρελθόν και μέλλον, είδα παιδιά, είδα χαρά, είδα και στεναχώρια

Είδα χωρίς να κοιτάζω τα μάτια μου, για να μην με τρομάξω, σε πρόσωπο ξένα, άγια, άγρια, σε περαστικών λοξές ματιές, σε μελετητών επιμονοθώρισμα και σε παιδιάστικες απορίες

Το βιβλίο μου σαν ψυγείο κλείνει απ έξω και δεν μπορείς να το ανοίξεις, παρά να γενείς φώς και να γράψεις, μα εγώ νυστάζω πλέον τόσο πολύ, που

1.9.10

Ξεχασμένος



Μπουκάλι σε ράφι μπάρ σκονισμένος, σαν η ζήτησή μου να χει ακουμπήσει το δικό της ναδίρ

Το χρώμα σπασμένο, η ετικέτα ξεκολλημένη, η γεύση ταγγερή και το πώμα να σφραγίζει μόνο κατ όνομα την αλκοολική μου αναπνοή

Η ποσότητα που μένει, να παραμένει πάντα διαθέσιμη, μα συνάμα καταδικασμένη αδιάθετη
Ποτό με έφεση στην αδιαθεσία, προορισμένο να ποτίσει τον νεροχύτη ή να σπαστεί στο κεφάλι του πρώτου οξύθυμου θαμώνα

Ανεβασμένο στο πιο ψηλό και απόμερο μέρος της μπάρας, ευκολοθώρητο, για να δανείζει το χρώμα του ως απαραίτητο ιδιόρρυθμο ντεκόρ, παρέα με τα άλλα απομεινάρια, παλαιότερων ενδοξότερων στιγμών

Τα περισσεύματα να ξέρεις γίνονται σφηνάκια, ότι δεν πουλιέται, έτσι σπρώχνεται, μα είναι κάτι ποτά που δεν μείγνυνται με άλλα, παραείναι εγωιστικά και ιδιαίτερα, σερβίρονται μόνα και μπορείς είτε να τα λατρέψεις είτε να τα απορρίψεις, το συνηθέστερο είναι να σε προκαλέσουν να τα αντέξεις και να τα ευφρανθείς μόνο στην τελευταία τους γουλιά και στην έλλειψή τους, αυτά τα σαν γλυκόπικρα δηλητήρια

Δεν ωριμάζουν με το πέρασμα του χρόνου, δεν έχουν σταθερές και αναλλοίωτες ιδιότητες, δεν είναι για κοινή κατανάλωση, είναι σαν βαρύς οπλισμός εν εφεδρεία, εν αχρηστία, σε κατάσταση που δεν είσαι σίγουρος πώς θα λειτουργήσουν

Ίσως μάλλον είναι το ποτό που το πίνεις ξέροντας πως θα σε χαλάσει, περισσότερο από λόγια, περισσότερο από πράξεις, το ίδιο με τις θύμησες

Φτιαγμένο από το φυτό που η αλλοπαρμένη μάσαγε φύλλα για να ξερνάει ακατάληπτα λόγια, που προσέγγιζαν την αλήθεια της στιγμής καλύτερα από την πιο εύγλωττη λογική της καθημερινότητας

Δίχως μάτια, με υδάτινο σώμα, σε μπουκάλι σφραγισμένο περιμένοντας καρτερικά να χυθεί ή να πιωθεί και να δώσει λόγο στα άρρητα, πνοή στην οργή και τάση στους τοξοτένοντες


Σκονισμένος, ξεχασμένος