Μια σκιά περπατάει πάνω σε βελούδινο σκοτάδι, τον δρόμο της επιστροφής, με χείλη ακόμα υγρά, από χείλη κερασένια αρωματισμένα.
Τα πόδια οδηγούν και το σώμα να ακολουθεί αλλού περπατώντας και όντας αλλού, στον χώρο, στο χρόνο και στην επιθυμία.
Ξέρει το χορό, τα βήματα καλά περπατημένα τα χει, μπορεί να μπεί στο τέμπο και δυνατό στο δυνατό μέτρο να πατήσει, μα επιλέγει να μπεί μαλακά σε χρόνο παρεστιγμένο και να προτείνει χέρι σταθερό και άφοβο, προσμένοντας να ξέρει και κείνη από μελωδίες.
Η ευτυχία έχει πρόσωπο με ξαπλωμένα φρύδια σαν στον ήλιο φίδια, χέρια απλωτά και κλειστά κολυμβητή και χνάρι πάνω της κοτυληδόνας άλλης ευτυχίας αποτύπωμα.
Το κεφάλι ψηλά, μια μουσική στα αυτιά, τα μάτια σχεδόν κλεισμένα και μια έκρηξη να περιφέρει έτοιμη να ξεσπάσει πολύχρωμος χαρτοπόλεμος και να τα καλύψει όλα.
Το βήμα γοργό και ανάλαφρο και η γροθιά κλεισμένη.
Κάτι κρατά.
Σαν κάτι να χει κει μέσα.
Σαν η πηγή της ευτυχίας του να σκορπά από κει μέσα λάμψεις, ανάμεσα στα δάχτυλα, ένα πορφυροπυρωμένο χέρι, μια δύναμη ισχυρότερη από κάθε ζαριά.
Περπατά και σκοντάφτει και αντίς να πέσει, πετά λίγα εκατοστά στον αέρα και προσγειώνεται με τις μύτες, πάνω στο τρυφηλό γρασίδι.
Έχει ύλη το συναίσθημα; Έχει το χάδι σώμα; Έχει.
Καθισμένοι στο παγκάκι, τα βιβλία στα πόδια της, στα χέρια του εφημερίδες, για ανησυχία, τα μαλλιά της να πέφτουν στο πρόσωπο και αυτή να τα φοράει πίσω από τα αυτιά, αυτός να αντιστέκεται στους νόμους της παγκόσμιας έλξης με εσωτερικό πανικό και εξωτερική νηνεμία, έχοντας και οι δύο την ενέργεια μιας χειροβομβίδας διαχειρίζοντάς την με αμηχανία και συστολή, με κοκκινάδια και αδιόρατες σταγόνες στα μέτωπα.
Μια ερώτηση, μια απάντηση, μια διασταύρωση των βλεμμάτων, ένας πανικός, μια πνιγμένη επανάσταση, τέσσερα βαρίδια στα πόδια και στη γλώσσα, πολλά τα αν περισσότεροι οι δισταγμοί, μια ταραχώδης αναμονή που διατυμπάνιζε παλμούς ξέφρενης καρδιάς ανάμεσα στα μηνίγγια.
Ο χρόνος ήταν ο μόνος που βημάτιζε, αυτοί επικρεμάμενοι, μετέωροι, σχεδόν ασταθείς, δούλευαν πιθανά σενάρια, έγραφαν και έσβηναν διαλόγους, κυρίως παρατηρούσαν με απογοήτευση τα πουλιά που γλώσσα δεν έβαζαν μέσα τους και δώσ’ του λάλημα, πέταγμα, τιτίβισμα και επικίνδυνες- παράτολμες προσεγγίσεις.
Το μέλλον της ιστορίας τους προδιαγεγραμμένο από τόσες άτσαλες φυγές και υπεκφυγές, δεν θα χε η μονοαμαχία τους δεύτερο γύρο, ο γκρουπιέρης θα μάζευε τα χαρτιά και θα συνέχιζε σε πιο τυχερό τραπέζι.
Κι όμως επέμεναν, παρόλη την εκκωφαντική σιωπή, δεν σηκώνονταν, δεν παραδίνονταν με την πλάτη γυρισμένη σε εξευτελιστική υποχώρηση, περίμεναν και οι δύο ένα θαύμα, μια καταλυτική παρέμβαση που θα κανε την αδράνεια της σιωπής, ρόδα σε κατηφόρα.
Η εφημερίδα ήταν μούσκεμα στο ύψος της παλάμης, τσαλακωμένη από τη δύναμη και τα δάχτυλά του άσπρα από το σταματημένο αίμα, ενώ το δικό της είχε συγκεντρωθεί στα μάγουλα και ένιωθε την κάψα τους σαν κεραμικές εστίες.
Θέλεις νερό; είπε και κείνη συμφώνησε, ό,τι και να της έλεγε θα συμφωνούσε, αν και το νερό ήταν αυτό που πάνω από όλα χρειαζόταν το θάρρος της για να αναβλύσει.
Στη βρύση που έτρεχε, καθάρισε με μια χεριά τη γούρνα, έκανε το χέρι του μια γούβα και κείνη έσκυψε και ήπιε.
Ακούμπησε τα χείλη της στο νερό, το μάγουλο άγγιξε χέρι, δεν ξέρω ποιο από τα δυό πιότερο εξεδίψασέ την, μόνο που παρατήρησα πως δεν εβιάσθη να φύγει.
Η ατίθαση μπούκλα της βρήκε τον δρόμο μας στο νερό να πέσει και πριν προλάβει να πνιγεί με το άλλο χέρι εκείνος την έπιασε, την έσωσε και στα μαλλιά της την στερέωσε, σαν χτένα χαιδεύοντάς την.
Το χάδι ανάμεσα από τα σγουρά μαλλιά προκάλεσε πιότερη αναστάτωση από τυφώνα σε παραγκουπόλεις τόσο από τη μεριά του τυφώνα, όσο και κείνου που βρέθηκε κάτω από το μάτι του, ανάταση, περιδίνηση, πτήση και πτώση στο τελείωμά του. Κάποιες ενέργειες μετράνε από το τέλος τους και όχι από το ταξίδι της αρχής τους.
Αυτή σηκώθηκε ροδαλή, με χείλη μουσκεμένα, δίπλα σε χέρι δροσερό και από τόλμη στο πλάι καθηλωμένο, το παίρνει, στην ανάστροφη της παλάμης το φιλεί και στα μαλλιά της το επανατοποθετεί, τα μάτια κλείνει και σαν λουλούδι το νέκταρ του παρακαλεί τη μέλισσα να το τρυγήσει.
Ο τρύγος ήτανε μακρύς σχεδόν αναερόβιος, με δυό στόματα και μιαν ανάσα, με τέσσερα ματια κλειστά και εικόνες σμιλεμένες από μέλι και κηρύθρα, με τόσες γέφυρες όσες και τα μαλλιά της και ένα σύμπαν να τροχιοδρομεί έκκεντρα γύρω τους.
Ό,τι κάποτε ωραία τελειώνει, δίνει μια υπόσχεση στο μέλλον του κάποτε να ξανασυμβεί
και μέχρι τότε η θύμηση κρατάει ένα μολύβι πατημένο στη σελίδα, μη θέλοντας, μην ξέροντας πώς η τελεία μπαίνει.
Αυτός έφυγε με την ανάμνηση μιας μπούκλας ανάμεσα στα δαχτύλια του και κείνη με την δροσιά στα χείλη, σίγουροι πως την άλλη μέρα θα ξαναντάμωναν.
Κάτω από το δέντρο που αυτός αποκοιμήθηκε τα μεσάνυχτα με ένα της χάδι αγκαλιά στο χέρι, ένας ληστής βλέποντας τη φωτιά ανάμεσα στο σκότος, τον απείλησε το χρυσάφι του να πάρει, εκείνος, πάλεψε, μα το μαχαίρι αποδείχτηκε πιο κοφτερό από του αγοριού το άλλο χέρι.
Στο χέρι του ξεψυχώντας μιαν ηλιαχτίδα πρόβαλε και μαζί με την ψυχή του τοξεύτηκε στον ήλιο.
Μια κραυγή ενός κοριτσιού πάγωσε τον κόσμο και έσβησε συνάμα από δαύτον.
Αν κάτι απόμεινε αληθινό από τούτη την ιστορία
είναι πως κατά το λυκαυγές
η πρώτη αχτίδα ακουμπά σε μιας δροσιάς σταγόνα
και διαθλώμενη σκορπά ύλη για παραμύθια.