24.6.08

αναμονές δίχως αρχή και τέλος

Άγουρο ξημέρωμα μα το μάτι να παραφυλάει στο μισάνοιχτο στρείδι του.
Το ρολόι να σημαίνει κάθε στιγμή μιαν ώρα αλλαγής και το κορμί να κάνει έναν ανεπαίσθητο έλεγχο στους μύες του.
Το σεντόνι να στέκει φίδι κουλουριασμένο στα πόδια του κρεβατιού, σημάδι βραδινής πάλης και το ποτήρι στο κομοδίνο αδειανό από λαίμαργους και διψασμένους φόβους.
Ένα δάκτυλο κάνει την αρχή και καταλήγει σε ένα κουμπί, το κασετόφωνο παίρνει μπροστά και αρχίζει να στριφογυρίζει επιτόπου μια μαγνητοταινία, το ξεκούραστο σώμα σηκώνεται, το βιολί μπαίνει με μικρά γρήγορα βηματάκια και το κορίτσι ακολουθεί, η ένταση ανεβαίνει, η κίνηση γίνεται πιο καθαρή, της λέει να κρυφτεί, να τρέξει, να σταθεί, να μεταβολίσει, να πάρει φόρα και να τιναχτεί, πατά στο τραπέζι, τα κάδρα κουνιούνται, η μουσική ανταριάζει, λες και ακούγεται μέσα από το μυαλό της, δεν λυπάται, δεν χαμογελά, μια μαριονέτα με πλαστικές κινήσεις, ένας χορός χελιδονιού με ένα γεράκι στο κατόπι, ποτέ δεν θα με πιάσεις, αν δεν θελήσω τα νύχια σου να δώ , στροφή στον αέρα, σίφουνας στους τοίχους, τα μικρά βήματα έγινας μεγάλες δοξαριού διαδρομές και αυτή να τρέχει, σχεδόν να πετά, να πετά από πάνω της στολίδια, βαρίδια και να ξεκολλούν εικόνες βδέλες από τα μάτια της, να πιάνεται από το φωτιστικό και να αλωνίζουν τα γυμνά της πέλματα στο ζεστό ταβάνι αφήνοντας άσπρες νιφάδες να χιονίζουν στο πέρασμά της, το μπάσσο να πριονίζει από χαμηλά την πολυκατοικία που άρχισε να ταλαντεύεται και σαν δεντρί να γέρνει ανεμοδαρμένο από καταιγίδα απρόσμενη που ξέσπασε εντός, οι ένοικοι να βγαίνουν στα μπαλκόνια και να κοιτούν, από κάτω κάποιοι να ξυπνούν και τα σκυλιά να αλυχτάνε, ο ήλιος ανήμπορος θολά σύννεφα να τρυπήσει και τα σπασμένα της γυαλιά να αφήνουν κόκκινα σημάδια σε κάθε της διάβα, με μάτια κλειστά και μια άφωνη κραυγή εντός να κεντρίζει τη φυγή- άραγε από τι- και το άλογό της να χιμά χωρίς να χλιμιντρά πατώντας γερά στα τέσσερα με ένα τεράστιο σάλτο, πάνω από τον φράκτη με τον λάκκο, αθλήτρια μετ’ εμποδίων, που προσπερνά το κενό ενώ η μουσική δεν λέει να τελειώσει βροντοφωνάζοντας νότες στο κρανίο της, περνώντας ανάμεσα από δέντρα και κλαδιά, από σύννεφα, ήλιους και αστερίες, πανίσχυρα προφυλαγμένη φορώντας ένα γαλαζινό νυχτικό, στο ουράνιο κενό λαμνοκοπώντας, από μαύρες ρουφήχτρες παρασυρμένη, ίσως και λίγο κουρασμένη, με το να χέρι να καθυστερεί να αλλάξει το άλλο και τη μουσική να βουβαίνεται, από την πηγή της να απομακρύνεται, ύψος να χάνει αργά αλλα σταθερά μέχρι πάνω από το ποτάμι να βρεθεί, να προσθαλασσωθεί και να βουλιάξει, σταυρώνοντας τα χέρια εμπρός, αφήνοντας την κοίτη την πλάτη να μαγνητίσει και δίπλα σε βράχους στρόγγυλους και πνιγμένα δέντρα να ξαπλωθεί, μόνη χωρίς μουσική-άραγε γιατί
η νέα μέρα δεν θα ρθει