Εσύ τα φύλαξες, μα εγώ χάθηκα
Ξαναβρεθήκαμε 10 χρόνια μετά, γνωστά μάτια σε αλλαγμένα πρόσωπα, αμηχανία και διστακτικότητα, καταχωνιασμένες μνήμες σαν αγαπημένα ρούχα παιδικά και καθημερινά βιβλία του τότε, η συνάντηση των αποφοίτων του σχολείου.
Μαζί από παιδιά, τότε που παίζαμε ακόμα όλοι με όλους, οι ποδιές είχαν δώσει τη θέση τους σε φουστάνια κοντά, μακριά, κοντομάνικα και καλοκαιρινά σακκάκια, ατημέλητα μαλλιά και σκουλαρίκια σε αυτιά και μύτες.
Έξω από το μαγαζί μηχανές και αυτοκίνητα και μέσα του καθενός το επάγγελμα, τι κάνεις; Με τι ασχολείσαι; Στρατό πήγες; Παντρεύτηκες; Παιδιά; Πόσα; Να σου ζήσουν.
Αυτή μας μάζεψε, προσπάθησε να φέρει και δασκάλους, ήρθαν λίγοι, θυμούνταν τα ζιζάνια και τους πρώτους μονάχα, κάτι σαν νομοτέλεια, οι μέσοι περνούν απαρατήρητοι.
Κάποιοι απόχτησαν λάμψη με τα χρόνια, άφησαν την δύσκολη εφηβεία πίσω τους και όπλισαν με γέλιο και δύναμη τον εαυτό τους, ενώ κάποιων το άστρο έσβησε νωρίς σε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια.
Καθόταν και μας κοίταζε, σαν το κορίτσι που χαίρεται τις κούκλες της σε παράταξη, μας κάλεσε προσωπικά, έκανε 2 μήνες να μαζέψει τα τηλέφωνα και τις διευθύνσεις όλων, αν τους καλέσει μια και δυό, να επιμείνει έως απογοητεύσεως και να βρεθούμε όλοι σε ένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι, με λεφτά δικά μας στις τσέπες μας και όχι με χαρτζιλίκι για κουλούρι και γαριδάκια.
Ο καιρός παίζει περίεργα παιχνίδια, όταν είσαι μικρός περνάει βασανιστικά γρήγορα μέχρι να μεγαλώσεις, μα από κεί και μετά όσο και να τρέχεις δεν θα τον κεφαλώσεις ποτέ.
Η νυχτιά είχε μια γλυκύτητα και ένα αεράκι ενθουσιασμού μετά την πρώτη εντύπωση, όλοι φιλήθηκαν με όλους, οι γνωστοί ξαναβρέθηκαν με τους παλιούς τους κολλητούς και οι κοπέλες έκαναν τα πηγαδάκια τους με νέους όρους, που τους κέρδισαν τα χρόνια της απουσίας της μιας από τη ζωή της άλλης.
Άρχισαν να έρχονται τα πιάτα με τα ορεκτικά και οι τελευταίοι κατέφθαναν για να αντικρύσουν μια παρέα ανθρώπων που έδεσαν σε μια άλλη εποχή και τώρα γιόρταζαν το ότι δεν θα ξαναντάμωναν ποτέ πάλι μαζί. Το σήμερα όμως κάθε φορά είχε σημασία και σήμερα ήταν όλοι ή σχεδόν όλοι μαζί.
Η δασκάλα που μας μεγάλωσε, που μας πήρε από την πρώτη για να μας φτάσει στην έκτη τάξη του δημοτικού δεν ήταν εκεί, η καρδιά της δεν θα το άντεχε, ποιος ξέρει, ούτε κι εμείς, πολλά δάκρυα ανυπόκριτα κύλησαν εκείνη τη νύχτα και πολλά περισσότερα τα κατάπιαν τα βλέφαρα πριν αναβλύσουν, μαζί με λυγμούς από αδικαιολόγητα λόγια και πράξεις, που σαν αναγούλες έκαναν απροσδόκητα την εμφάνισή τους αφήνοντας μια ξυνίλα και ένα κάψιμο στον ουρανίσκο.
Δυό οι απουσίες, ένας που τώρα θα ήταν ολόκληρο παλικάρι, μα χάθηκε παιδί και μια κοπελιά μέσα στα δωμάτια της κατάθλιψης και των φαρμάκων, δεν ήθελε και δεν έπρεπε να δεί κανέναν από τα παλιά
Τρώγοντας ήρθε η όρεξη και μιλώντας ανασύραμε ευχάριστες για τους περισσότερους παιδικές μνήμες, για τους περισσότερους, γιατί κάποιοι ήταν ο βατήρας που πάνω του πατούσαν οι άλλοι για να πετάξουν, να αστειευτούν και να διαφοροποιηθούν από δαύτον, που μια χαρά τα πήγε, συνεργείο, ήταν καλός είπαν όσοι τον ήξεραν.
Κάθισα δίπλα της, χαμογελούσε παρατηρώντας όλη την ώρα, δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα, έπινε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και ήταν μια εδώ και μια εκεί. Σταμάτησα να τρώω, λες να;
Ο καθένας μίλησε στους άλλους λίγο για τη ζωή του, με τη σειρά όπως καθόμασταν, για τα σχέδια για το μέλλον και για το πόσο χάρηκε με τούτη τη συνάντηση, γέλια, συγκίνηση, ζεστή ατμόσφαιρα.
Μίλησα κι εγώ, στα γρήγορα, περίμενα τη σειρά της. Κάτι άρχισε να κλωτσάει μέσα μου, κάτι άρχισε σαν αδιαθεσία, σαν ενόχληση, ένιωθα δυσφορία.
Μίλησε για τη ζωή της, για τον πατέρα που έχασε, για τις θυσίες να μπεί στο εθνικό και μετά σε κάποια δραματική σχολή, είπε για κάποιες ταινίες άγνωστες που είχε πάρει μέρος ως κομπάρσος και ένα σποτάκι σε τοπικό κανάλι, για μια ποιητική συλλογή που ετοίμαζε και τέλος;
Το τέλος δεν το πε, ανέσυρε από την τσάντα της ένα ντοσιέ και τον έδωσε ανοιχτό στον διπλανό της, που έπαιρνε ο καθένας από μια σελίδα που τον έστελνε σε ένα ταξίδι χρόνων πίσω. Κρατώντας την πρώτη έκθεση στα χέρια της δευτέρας, πως πέρασα το καλοκαίρι που έφυγε, ξέσπασαν λυγμοί και από τους πιο συγκρατημένους, μεγάλο πράγμα να αντιπαραβάλλεσαι με το παιδί που κάποτε ήσουν.
Έψαξε στο αρχείο της κυρα-δασκάλας και τα βρήκε, ήταν το δώρο της προς εμάς, κολλυβογράμματα, μουτζούρες, ορνιθοσκαλίσματα και σχεδιάκια στο πλάι από έλλειψη φαντασίας, ήρθαμε μεγάλοι και θα φεύγαμε πιο μικροί, μέσα σε ρούχα που μέσα πλέαμε.
Διαβάσαμε εν μέσω αλαλαγμών ο καθένας την μια παράγραφό του και είδαμε πως τα παιδικά χρόνια για όλους είναι κοινά, φθινόπωρο, τα φύλλα πέφτουν και πόσα παγωτά φάγαμε σε συνδυασμό με τα μπάνια που κάναμε.
Βρεθήκαμε όλοι στην ίδια αλάνα με μιας, με κοντά παντελονάκια και μπάλα δερμάτινη με μπαλώματα, στο χωμάτινο προαύλιο του σχολείου με τις πέτρες και τις κάμπιες κάτω από τα παπούτσια μας, τα παγουρίνια που γεμίζαμε χυμό νέκταρ αντί να χυθούν σε χωματερές και το υποχρεωτικό σκουπιδοσυλλέγειν, για να γίνουμε άνθρωποι.
Φορούσαμε τώρα τα καλά μας, με ανοιχτά μάτια ο καθένας και το έργο ξετυλιγόταν κοινό για όλους, κοινές μουσικές, το κουδούνι, η φωνή από το μεγάφωνο, οι γυμναστικές επιδείξεις, η προσευχή και η παρέλαση, όλα ξετρύπωναν από τις κλειδωνιές τους και άφηναν τα κιβούρια τους ορθάνοιχτα, μαζί με αρώματα, βήχα, σκασμένα χέρια από το κρύο και την κιμωλία, τον πανικό του μπλόκ και του ποιος θα πεί μάθημα, της φοβέρας για αλλαγή της διαγωγής και του συνετισμού με τη βέργα, όλα σαν άσπαστοι κρίκοι μια αλυσίδας μνημών που πλέον αγνοούσαμε την ύπαρξή της μέσα μας.
Χωρίσαμε μετά τα μεσάνυχτα, κάποιοι έδωσαν ραντεβού και υποσχέσεις για βόλτες και καφέ, για επισκέψεις και συνεργασίες, αμφότερα γνωστό ως σενάριο μη ρεαλιστικά εφικτό.
Πρίν φύγω μου είπε στο αυτί να ξαναβρεθούμε, είπα ναι, ήξερα ότι ήταν δύσκολο, μέναμε σε άλλες πόλεις και ο χρόνος της ήταν περιορισμένος από τις χιλιάδες ασχολίες και τη γεμάτη ζωή.
Θέλω, μου είπε και μου κράτησε τον ώμο κοιτώντας με στα μάτια. Κι εγώ θέλω είπα, ενώ κάτι μέσα μου σκίρτησε για την όμορφη κοπέλα που στεκόταν απέναντί μου.
Πέρασαν μέρες κι εβδομάδες ώσπου η βραδυνή εκείνη συνάντηση βρήκε και κείνη το ντουλαπάκι της και κλείστηκε σχεδόν ερμητικά, σχεδόν γιατί υπήρχαν εκκρεμότητες.
Πέρασα από την πόλη της λίγο πολύ για δουλειά και περισσότερο για να την δώ. Άλλαξε όλο το πρόγραμμά της προκειμένου να με συναντήσει και να χουμε το βράδυ ελεύθερο. Συναντηθήκαμε στο καφέ που δούλευε επαγγελματικά ως σερβιτόρα για τα τελευταία 4 χρόνια, είχε αλλάξει αρκετά, είχε συναντήσει πολλά και χειρότερα, αυτό το ξεκίνησε ως διάλλειμα και της έγινε στάση. Καλή, τα λεφτά ικανοποιητικά και το κλίμα καλό και λειτουργικό.
Την περίμενα για την τελευταία ώρα στο τραπεζάκι μου γράφοντας. Με ρώτησε αν κρατούσα ημερολόγιο, της απάντησα καταφατικά και κείνη μου πε πως ότι της ήταν απαραίτητο να θυμάται καταλάμβανε χώρο μόνο στη μνήμη της.
Τελείωσε και φύγαμε για να συνεχίσουμε σε ένα μπαράκι που δούλευαν φίλες της, τα ήπιαμε, ακόμα κι εγώ που δεν είχα ακόμα πρόβλημα με το στομάχι και αρχίσαμε αναπόφευκτα να πλησιάζουμε σαν πλήθαιναν οι θαμώνες.
Δεν ήθελε πολύ, η αναπνοή της μύριζε έπεφτε καυτή στο λαιμό μου και το σώμα της απέπνεε σιγουριά θηλυκού και άρωμα ρόζ σαπουνιού. Φιληθήκαμε στα χείλη όχι όπως τότε, σε κείνο το πάρτυ της εφηβείας, με τα αδέξια λικνίσματα και τα αντίστοιχα φιλιά, με ηρεμία, σιγουριά και λίγο δόντια, κοιτώντας ο ένας την άλλη μες στα μάτια, φιλί, το χέρι χτένα μέσα στο μαλλί, λαβή προσέγγισης και απομάκρυνσης, δυό φίλοι παιδικοί, που κάποτε δοκίμασαν κάτι που δεν τους βγήκε και έκτοτε χάθηκαν σε διαφορετικές παρέες και φιλίες.
Με κυκλωμένους τους ώμους από τα χέρια της και τα δικά μου στη μέση, περάσαμε με φιλιά και γέλια τον κόσμο και μου δόθηκε στο δώμα, που χρησιμοποιούσαν οι φίλες της για προσωρινό κατάλυμα σαν πολυαργούσαν να φύγουν ή όταν είχε απεργία ο ηλεκτρικός και γινόταν χαμός στο κέντρο.
Με χαμόγελα και πιασμένοι χέρι χέρι πήραμε το πρώτο ταξί που μας άφησε στην πλατεία για φαγητό και μετά από λίβα βήματα ανεβήκαμε σπίτι της.
Μοσχομύριζε ο χώρος της αρωματικό λάδι και άναψε όσα ρεσώ της βρίσκονταν. Γνυμνώθηκε στο τρεμοπαίξιμο του φέγγους τους και άρχισε να κινείται στους ήχους ενός δίσκου που έβαλε στο πικάπ.
Οι τοίχοι γεύονταν τη γυμνή σκιά καθώς περνούσε από πάνω τους και εγώ θα έγερνα σε μια πολυθρόνα της βασιλιάς να παρακολουθώ την πρώτη από το χαρέμι μου.
Απλώθηκε πάνω μου κι έφυγε σαν τη θάλασσα, ακούραστη σαν αμαζόνα και ποθητή όσο όλα τα θέλω των παιδικών μου χρόνων, η κοπέλα που κάποτε αρνήθηκα να ξανασυνοδέψω, που ντροπιάστηκα σαν με φίλησε πρώτη στο χορό και ένιωσα μια στιγμιαία απέχθεια σαν να δέχτηκε πλήγμα ο ανδρισμός μου.
Περασμένα ξεχασμένα είπα και σκέφτηκα, ενώ το εφηβαίο της άγγιζε το πρόσωπό μου κι εγώ θα χανόμουν μέσα του σαν όλα εκείνα τα καλοκαιρινά παγωτά που από παιδί δεν γεύτηκα.
Έβαλε κρασί και άρχισε να μας ραίνει, σαν λούκι βροχής άλλοτε ή σαν ξεχειλισμένη μπανιέρα, φιλί και κρασί και το εκρού ύφασμα να βάφεται ανεπανόρθωτα.
Δεν το κατάλαβα πως έπαιζε ρόλο, τον σπουδαιότερο στην μέχρι τότε καριέρα της, ούτε σαν άρχισε τα ζοριλίκια με τις χειροπέδες και το εγχειρίδιο.
Με τα χέρια δεμένα πίσω από τον καναπέ και τη λάμα να διαγράφει τα αλαβάστρινά της στήθη, δεν κατάλαβα πως μπόρεσε να βρεί είσοδο ξαφνικά στο στέρνο, πνίγοντας κάθε φωνή με τα κόκκινά της χείλη κολλημένα στα δικά μου και τα μάτια της μετά κοιτώντας-τρυπώντας με το ίδιο.
Κι ένα φιλί πριν κλείσω τα μάτια στο μάγουλο.
Ξαναβρεθήκαμε 10 χρόνια μετά, γνωστά μάτια σε αλλαγμένα πρόσωπα, αμηχανία και διστακτικότητα, καταχωνιασμένες μνήμες σαν αγαπημένα ρούχα παιδικά και καθημερινά βιβλία του τότε, η συνάντηση των αποφοίτων του σχολείου.
Μαζί από παιδιά, τότε που παίζαμε ακόμα όλοι με όλους, οι ποδιές είχαν δώσει τη θέση τους σε φουστάνια κοντά, μακριά, κοντομάνικα και καλοκαιρινά σακκάκια, ατημέλητα μαλλιά και σκουλαρίκια σε αυτιά και μύτες.
Έξω από το μαγαζί μηχανές και αυτοκίνητα και μέσα του καθενός το επάγγελμα, τι κάνεις; Με τι ασχολείσαι; Στρατό πήγες; Παντρεύτηκες; Παιδιά; Πόσα; Να σου ζήσουν.
Αυτή μας μάζεψε, προσπάθησε να φέρει και δασκάλους, ήρθαν λίγοι, θυμούνταν τα ζιζάνια και τους πρώτους μονάχα, κάτι σαν νομοτέλεια, οι μέσοι περνούν απαρατήρητοι.
Κάποιοι απόχτησαν λάμψη με τα χρόνια, άφησαν την δύσκολη εφηβεία πίσω τους και όπλισαν με γέλιο και δύναμη τον εαυτό τους, ενώ κάποιων το άστρο έσβησε νωρίς σε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια.
Καθόταν και μας κοίταζε, σαν το κορίτσι που χαίρεται τις κούκλες της σε παράταξη, μας κάλεσε προσωπικά, έκανε 2 μήνες να μαζέψει τα τηλέφωνα και τις διευθύνσεις όλων, αν τους καλέσει μια και δυό, να επιμείνει έως απογοητεύσεως και να βρεθούμε όλοι σε ένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι, με λεφτά δικά μας στις τσέπες μας και όχι με χαρτζιλίκι για κουλούρι και γαριδάκια.
Ο καιρός παίζει περίεργα παιχνίδια, όταν είσαι μικρός περνάει βασανιστικά γρήγορα μέχρι να μεγαλώσεις, μα από κεί και μετά όσο και να τρέχεις δεν θα τον κεφαλώσεις ποτέ.
Η νυχτιά είχε μια γλυκύτητα και ένα αεράκι ενθουσιασμού μετά την πρώτη εντύπωση, όλοι φιλήθηκαν με όλους, οι γνωστοί ξαναβρέθηκαν με τους παλιούς τους κολλητούς και οι κοπέλες έκαναν τα πηγαδάκια τους με νέους όρους, που τους κέρδισαν τα χρόνια της απουσίας της μιας από τη ζωή της άλλης.
Άρχισαν να έρχονται τα πιάτα με τα ορεκτικά και οι τελευταίοι κατέφθαναν για να αντικρύσουν μια παρέα ανθρώπων που έδεσαν σε μια άλλη εποχή και τώρα γιόρταζαν το ότι δεν θα ξαναντάμωναν ποτέ πάλι μαζί. Το σήμερα όμως κάθε φορά είχε σημασία και σήμερα ήταν όλοι ή σχεδόν όλοι μαζί.
Η δασκάλα που μας μεγάλωσε, που μας πήρε από την πρώτη για να μας φτάσει στην έκτη τάξη του δημοτικού δεν ήταν εκεί, η καρδιά της δεν θα το άντεχε, ποιος ξέρει, ούτε κι εμείς, πολλά δάκρυα ανυπόκριτα κύλησαν εκείνη τη νύχτα και πολλά περισσότερα τα κατάπιαν τα βλέφαρα πριν αναβλύσουν, μαζί με λυγμούς από αδικαιολόγητα λόγια και πράξεις, που σαν αναγούλες έκαναν απροσδόκητα την εμφάνισή τους αφήνοντας μια ξυνίλα και ένα κάψιμο στον ουρανίσκο.
Δυό οι απουσίες, ένας που τώρα θα ήταν ολόκληρο παλικάρι, μα χάθηκε παιδί και μια κοπελιά μέσα στα δωμάτια της κατάθλιψης και των φαρμάκων, δεν ήθελε και δεν έπρεπε να δεί κανέναν από τα παλιά
Τρώγοντας ήρθε η όρεξη και μιλώντας ανασύραμε ευχάριστες για τους περισσότερους παιδικές μνήμες, για τους περισσότερους, γιατί κάποιοι ήταν ο βατήρας που πάνω του πατούσαν οι άλλοι για να πετάξουν, να αστειευτούν και να διαφοροποιηθούν από δαύτον, που μια χαρά τα πήγε, συνεργείο, ήταν καλός είπαν όσοι τον ήξεραν.
Κάθισα δίπλα της, χαμογελούσε παρατηρώντας όλη την ώρα, δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα, έπινε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και ήταν μια εδώ και μια εκεί. Σταμάτησα να τρώω, λες να;
Ο καθένας μίλησε στους άλλους λίγο για τη ζωή του, με τη σειρά όπως καθόμασταν, για τα σχέδια για το μέλλον και για το πόσο χάρηκε με τούτη τη συνάντηση, γέλια, συγκίνηση, ζεστή ατμόσφαιρα.
Μίλησα κι εγώ, στα γρήγορα, περίμενα τη σειρά της. Κάτι άρχισε να κλωτσάει μέσα μου, κάτι άρχισε σαν αδιαθεσία, σαν ενόχληση, ένιωθα δυσφορία.
Μίλησε για τη ζωή της, για τον πατέρα που έχασε, για τις θυσίες να μπεί στο εθνικό και μετά σε κάποια δραματική σχολή, είπε για κάποιες ταινίες άγνωστες που είχε πάρει μέρος ως κομπάρσος και ένα σποτάκι σε τοπικό κανάλι, για μια ποιητική συλλογή που ετοίμαζε και τέλος;
Το τέλος δεν το πε, ανέσυρε από την τσάντα της ένα ντοσιέ και τον έδωσε ανοιχτό στον διπλανό της, που έπαιρνε ο καθένας από μια σελίδα που τον έστελνε σε ένα ταξίδι χρόνων πίσω. Κρατώντας την πρώτη έκθεση στα χέρια της δευτέρας, πως πέρασα το καλοκαίρι που έφυγε, ξέσπασαν λυγμοί και από τους πιο συγκρατημένους, μεγάλο πράγμα να αντιπαραβάλλεσαι με το παιδί που κάποτε ήσουν.
Έψαξε στο αρχείο της κυρα-δασκάλας και τα βρήκε, ήταν το δώρο της προς εμάς, κολλυβογράμματα, μουτζούρες, ορνιθοσκαλίσματα και σχεδιάκια στο πλάι από έλλειψη φαντασίας, ήρθαμε μεγάλοι και θα φεύγαμε πιο μικροί, μέσα σε ρούχα που μέσα πλέαμε.
Διαβάσαμε εν μέσω αλαλαγμών ο καθένας την μια παράγραφό του και είδαμε πως τα παιδικά χρόνια για όλους είναι κοινά, φθινόπωρο, τα φύλλα πέφτουν και πόσα παγωτά φάγαμε σε συνδυασμό με τα μπάνια που κάναμε.
Βρεθήκαμε όλοι στην ίδια αλάνα με μιας, με κοντά παντελονάκια και μπάλα δερμάτινη με μπαλώματα, στο χωμάτινο προαύλιο του σχολείου με τις πέτρες και τις κάμπιες κάτω από τα παπούτσια μας, τα παγουρίνια που γεμίζαμε χυμό νέκταρ αντί να χυθούν σε χωματερές και το υποχρεωτικό σκουπιδοσυλλέγειν, για να γίνουμε άνθρωποι.
Φορούσαμε τώρα τα καλά μας, με ανοιχτά μάτια ο καθένας και το έργο ξετυλιγόταν κοινό για όλους, κοινές μουσικές, το κουδούνι, η φωνή από το μεγάφωνο, οι γυμναστικές επιδείξεις, η προσευχή και η παρέλαση, όλα ξετρύπωναν από τις κλειδωνιές τους και άφηναν τα κιβούρια τους ορθάνοιχτα, μαζί με αρώματα, βήχα, σκασμένα χέρια από το κρύο και την κιμωλία, τον πανικό του μπλόκ και του ποιος θα πεί μάθημα, της φοβέρας για αλλαγή της διαγωγής και του συνετισμού με τη βέργα, όλα σαν άσπαστοι κρίκοι μια αλυσίδας μνημών που πλέον αγνοούσαμε την ύπαρξή της μέσα μας.
Χωρίσαμε μετά τα μεσάνυχτα, κάποιοι έδωσαν ραντεβού και υποσχέσεις για βόλτες και καφέ, για επισκέψεις και συνεργασίες, αμφότερα γνωστό ως σενάριο μη ρεαλιστικά εφικτό.
Πρίν φύγω μου είπε στο αυτί να ξαναβρεθούμε, είπα ναι, ήξερα ότι ήταν δύσκολο, μέναμε σε άλλες πόλεις και ο χρόνος της ήταν περιορισμένος από τις χιλιάδες ασχολίες και τη γεμάτη ζωή.
Θέλω, μου είπε και μου κράτησε τον ώμο κοιτώντας με στα μάτια. Κι εγώ θέλω είπα, ενώ κάτι μέσα μου σκίρτησε για την όμορφη κοπέλα που στεκόταν απέναντί μου.
Πέρασαν μέρες κι εβδομάδες ώσπου η βραδυνή εκείνη συνάντηση βρήκε και κείνη το ντουλαπάκι της και κλείστηκε σχεδόν ερμητικά, σχεδόν γιατί υπήρχαν εκκρεμότητες.
Πέρασα από την πόλη της λίγο πολύ για δουλειά και περισσότερο για να την δώ. Άλλαξε όλο το πρόγραμμά της προκειμένου να με συναντήσει και να χουμε το βράδυ ελεύθερο. Συναντηθήκαμε στο καφέ που δούλευε επαγγελματικά ως σερβιτόρα για τα τελευταία 4 χρόνια, είχε αλλάξει αρκετά, είχε συναντήσει πολλά και χειρότερα, αυτό το ξεκίνησε ως διάλλειμα και της έγινε στάση. Καλή, τα λεφτά ικανοποιητικά και το κλίμα καλό και λειτουργικό.
Την περίμενα για την τελευταία ώρα στο τραπεζάκι μου γράφοντας. Με ρώτησε αν κρατούσα ημερολόγιο, της απάντησα καταφατικά και κείνη μου πε πως ότι της ήταν απαραίτητο να θυμάται καταλάμβανε χώρο μόνο στη μνήμη της.
Τελείωσε και φύγαμε για να συνεχίσουμε σε ένα μπαράκι που δούλευαν φίλες της, τα ήπιαμε, ακόμα κι εγώ που δεν είχα ακόμα πρόβλημα με το στομάχι και αρχίσαμε αναπόφευκτα να πλησιάζουμε σαν πλήθαιναν οι θαμώνες.
Δεν ήθελε πολύ, η αναπνοή της μύριζε έπεφτε καυτή στο λαιμό μου και το σώμα της απέπνεε σιγουριά θηλυκού και άρωμα ρόζ σαπουνιού. Φιληθήκαμε στα χείλη όχι όπως τότε, σε κείνο το πάρτυ της εφηβείας, με τα αδέξια λικνίσματα και τα αντίστοιχα φιλιά, με ηρεμία, σιγουριά και λίγο δόντια, κοιτώντας ο ένας την άλλη μες στα μάτια, φιλί, το χέρι χτένα μέσα στο μαλλί, λαβή προσέγγισης και απομάκρυνσης, δυό φίλοι παιδικοί, που κάποτε δοκίμασαν κάτι που δεν τους βγήκε και έκτοτε χάθηκαν σε διαφορετικές παρέες και φιλίες.
Με κυκλωμένους τους ώμους από τα χέρια της και τα δικά μου στη μέση, περάσαμε με φιλιά και γέλια τον κόσμο και μου δόθηκε στο δώμα, που χρησιμοποιούσαν οι φίλες της για προσωρινό κατάλυμα σαν πολυαργούσαν να φύγουν ή όταν είχε απεργία ο ηλεκτρικός και γινόταν χαμός στο κέντρο.
Με χαμόγελα και πιασμένοι χέρι χέρι πήραμε το πρώτο ταξί που μας άφησε στην πλατεία για φαγητό και μετά από λίβα βήματα ανεβήκαμε σπίτι της.
Μοσχομύριζε ο χώρος της αρωματικό λάδι και άναψε όσα ρεσώ της βρίσκονταν. Γνυμνώθηκε στο τρεμοπαίξιμο του φέγγους τους και άρχισε να κινείται στους ήχους ενός δίσκου που έβαλε στο πικάπ.
Οι τοίχοι γεύονταν τη γυμνή σκιά καθώς περνούσε από πάνω τους και εγώ θα έγερνα σε μια πολυθρόνα της βασιλιάς να παρακολουθώ την πρώτη από το χαρέμι μου.
Απλώθηκε πάνω μου κι έφυγε σαν τη θάλασσα, ακούραστη σαν αμαζόνα και ποθητή όσο όλα τα θέλω των παιδικών μου χρόνων, η κοπέλα που κάποτε αρνήθηκα να ξανασυνοδέψω, που ντροπιάστηκα σαν με φίλησε πρώτη στο χορό και ένιωσα μια στιγμιαία απέχθεια σαν να δέχτηκε πλήγμα ο ανδρισμός μου.
Περασμένα ξεχασμένα είπα και σκέφτηκα, ενώ το εφηβαίο της άγγιζε το πρόσωπό μου κι εγώ θα χανόμουν μέσα του σαν όλα εκείνα τα καλοκαιρινά παγωτά που από παιδί δεν γεύτηκα.
Έβαλε κρασί και άρχισε να μας ραίνει, σαν λούκι βροχής άλλοτε ή σαν ξεχειλισμένη μπανιέρα, φιλί και κρασί και το εκρού ύφασμα να βάφεται ανεπανόρθωτα.
Δεν το κατάλαβα πως έπαιζε ρόλο, τον σπουδαιότερο στην μέχρι τότε καριέρα της, ούτε σαν άρχισε τα ζοριλίκια με τις χειροπέδες και το εγχειρίδιο.
Με τα χέρια δεμένα πίσω από τον καναπέ και τη λάμα να διαγράφει τα αλαβάστρινά της στήθη, δεν κατάλαβα πως μπόρεσε να βρεί είσοδο ξαφνικά στο στέρνο, πνίγοντας κάθε φωνή με τα κόκκινά της χείλη κολλημένα στα δικά μου και τα μάτια της μετά κοιτώντας-τρυπώντας με το ίδιο.
Κι ένα φιλί πριν κλείσω τα μάτια στο μάγουλο.