26.2.10

μην ανασαίνεις αυτά που ξερνάς

μια μισοτελειωμένη πρόταση, σκέτο μαχαίρι μπηγμένο λοξά στο τζάμι, έμεινε καρφωμένη στα τοιχώματα της μνήμης σαν
πρόκα σε κορμό δέντρου, που όσο περνούν τα χρόνια την καταπίνει μέσα του και ξεραίνεται από κείνη την μεριά

μοναξιά δεν είναι να σαι , μα να νιώθεις μόνος

ακουμπώντας την μύτη στη γυάλα, ο κόσμος φαντάζει απέξω μεγάλος και πραγματικός

κι ας είναι και άλλα ψάρια στο νερό

όσο κοιτάζουν μπροστά και όχι δίπλα, η γυάλα μαζεύει τις μοναξιές όπως τούτο το ασπρόμαυρο πάτωμα τις πατημασιές του πλήθους που ξεπεζεύει από το τρένο, μέχρι της καθαρίστριας η σκούπα να χαρίσει τη λήθη σαν του μορφέα το πέρασμα, στο τέλος της μέρας

και η ίδια ιστορία από την αρχή, το δάχτυλο στον τοίχο, σαν ρολόι μετρά περασμένες στιγμές, αντίς να κτυπά για να βρεί αντίλαλο να μιλήσει

μοναξιά είναι να κρατάς μούτρα στον καθρέφτη σου μέχρι να ξεχαστείς μέσα στον εαυτό σου

προς εαυτον-εμπιστευτικόν

καλέ μου ψεύτη , μπορείς να ζήσεις όσο θαρρετά μιλάς και γράφεις;
ως πότε θα επινοείς εχθρούς που μπορείς να νικήσεις;