31.5.09

ξαφνικά στο φανάρι

Κατεβαίνεις τον πολυσύχναστο δρόμο που κάποτε σ έβγαζε κάτω από το σπίτι της

Κρατιέσαι και δεν κοιτάς για το κουδούνι που με δικά σου γράμματα κάποτε έγραψες, ούτε στο σύρμα του μπαλκονιού για ρούχα

Σταματάς στο φανάρι και στη γωνία των βλεφάρων ένα κορίτσι σε ένα ποδήλατο σταματά παραπίσω βυο ρόδες πίσω

Ο κόσμος όλος συρρικνωμένος σε μια σκιά και στο μάτι του χωνιού αυτή και εσύ λόγω κράνους να μην μπορείς να δείς

Με μπροστινό φρένο πατημένο και γράφοντας στην άσφαλτο η μηχανή σου κάνει τη χάρη και πλαγιάζει, κλείνοντας τον δρόμο στα σταματημένα αυτοκίνητα φέρνοντας την ευθεία σου αντίκρυ απέναντί της

Σηκώνεις το κράνος

Κοιτάς και χαμηλώνει τα μάτια και το κεφάλι, τα γνωστά μαλλιά χαιδεύουν το πρόσωπο κάτω από ένα αστείο ρόζ καπέλο και ξάφνου ανασηκώνει τα μάτια

Είναι κατακόκκινη, η καρδιά σου είναι κάτι ανάμεσα σε ψάρι που σπαρταράει και πουλί σε κλουβί που βλέπει χέρι να μπαίνει

Δεν είναι αυτή, πάλι κάποια της έμοιαζε

Φεύγεις δίχως έκφραση στο πρόσωπο, δίχως το φανάρι να χει δείξει πράσινο ακόμα, σε πορεία αλλιώτικη απ ότι είχες ξεκινήσει

Ως πότε; ηχεί μια ηχώς που κουδουνίζει σε καθενός το στήθος με άλλο πρόσωπο και μορφή

σ ένα πιάνο δίχως μάτια

Περπατάει σαν να μην έρχεται από κάπου, σαν ο προορισμός και η αφετηρία να χάνονται στο βάθος του μυαλού ή της νυχτιάς που την ακολουθεί εδώ και τόσες ώρες, με τα τακούνια να πληγώνουν τα πλακάκια των πεζοδρομίων και οι φωτεινές επιγραφές να στέλνουν μηνύματα μόρς σε μάτια που δεν θέλουν να ασχοληθούν.

Δεν ήθελε να ασχοληθεί άλλο κι όμως το μυαλό της ήταν τριγύρω του, όχι σε κάποιον, σε όλους τους δίχως πρόσωπο, σε όλους του καρμπόν άντρες του κορμιού της, σε εκείνουνς που σχεδόν προσπερνούσαν πριν σταθούν, λές και η στάση ήταν δέσιμο και κείνης τα χέρια δίχτυα ή παλαμάρια και το σκαρί της ναυαγισμένο πλοίο που έψαχνε από κάπου να αγκιστρωθεί

Η ίδια πάλι ιστορία, με ελαφρώς παραλλαγμένα τα στοιχεία, λες για ποικιλία ή για προκάλυψη, ώστε να πατά πάντα η ελπίδα της πάνω από το καλυμμένα σπασμένο σκαλοπάτι και να ξανακατεβαίνει πόντους αυτοπεποίθησης

Πέρασε ο καιρός της άρνησης, της πίκρας, της απελπισίας, του μίσους, του θάρρους και τώρα κινούταν σε μελαγχολικούς ρυθμούς, σχεδόν μην έχοντας κάπου να ελπίσει

Ο ήχος των τακουνιών στο πεζοδρόμιο ήξερε πάντα πως προκαλούσε τα αρσενικά σε μια αναμέτρηση με τον εαυτό τους πάνω στο τεραίν του κορμιού της, επέβαιναν και κατέβαιναν στο ίδιο σχεδόν σημείο γι αυτούς, με τον χρόνο να χει προσφέρει στιγμές ματαιοδοξίας, που θα χρησίμευαν σαν παράσημα βίωσης φαντασιώσεων, μα για εκείνη ήταν μια διαδρομή γύρω από οδικό κόμβο, μόνο που κατέβαινε από το κρεβάτι λίγο πιο άδεια, λίγο πιο λυπημένη

Είχε ευκαιρίες για μια τακτοποιημένη ζωή, της προσφέρθηκαν πολλά αρσενικά, μα ήταν δίχως μάτια, άνθρωπος που δεν κοιτά στα μάτια κι ας έχει μάτια δεν βλέπει, ζητούσαν να προσλάβουν υπηρεσίες, από ιδιότητες που είχε εκτός από εκείνη την ζεστασιά και την ασφάλεια στα σπλάχνα

Η καρδιά της είχε πολλές φορές ανασκιρτήσει και αλλάξει χέρια, το σώμα της είχε αναρριγήσει με σπασμούς, μα κάτι μέσα απουσίαζε, αυτό το κάτι που στα έπιπλα το λέν σαράκι

Οι λάμπες του δρόμου είναι σαν τη μνήμη, φωτίζουν επιλεκτικά σημεία της διαδρομής και μόνο ο άνεμος μπορεί να κάνει το φώς να σημάνει λίγο πρίν ή λίγο μετά

Ακριβά προάστια σημαίνει άνθρωποι μακρύτερα ο ένας από τον άλλον και κήποι για προφάσεις απομόνωσης, καγκελόπορτες σιδερόφρακτες και απάτητο γκαζόν, δέντρα λίγο πιο ψηλά από την μοναξιά που ελλοχεύει εντός σε ανθρώπους εσωτερικών χώρων

Κάπου εκεί σε ένα παγκάκι θα καθίσει για λίγο, θα ανασκουμπωθεί μες στη ζακέτα της και τα χέρια θα φωλιάσουν στις τσέπες, για να μην πιαστούν στην άκρη ενός τσιγάρου και στη μέση του άλλου χεριού

Κάπου τότε θα περάσει από δίπλα της ένας κύριος και θα κάτσει, κρατώντας ένα σκυλί οδηγό, φορώντας καπέλο και σουέτ παπούτσια

Βράδυ αξημέρωτο; Θα ρωτήσει και θα χαμογελάσει

Είναι όμορφη η βραδιά για Μάιο μήνα και θα κοιτάξει το σκυλί που μόλις γύρισε να την κοιτάξει

Δεν δαγκώνει

Δεν τα φοβάμαι τα σκυλιά

Τι φοβάστε;

Παρακαλώ;

Συνεχίζεται..

=

27.5.09

Μάζεψα τα φύλλα ενός δέντρου από τον καιρό του φύτρου μέχρι το ξέρας του

Αρμαθιές σαν τα καπνόφυλλα τα φύλλα

Τόσα τα στόματα, τόσο το θρόισμα και ούτε μια φωνή

Πώς άραγε άντεξε χωρίς;

Πήρα να τα ανάβω και ο καπνός ο θεομπαίχτης άρχισε γράμματα να γράφει, κάθε φύλλο και γράμμα, κάθε χρόνος και κεφάλαιο, κάθε κλαδί και ιστορία, κάθε δέντρο και ζωή

Θα βλέπω μπρός στα μάτια μου να ξετυλίγονται δεμένοι μου κόμποι από το πάντα και με τη μαεστρία ταχυδακτυλουργού θα ξεριζώνεις από μέσα μου τους φόβους σαν κουνέλια

Τα ματόφλουδά σου έκλειναν και ο κόσμος γινόταν ένα με το σκότος

έβρεχες το δάχτυλο και σαν να κρατούσες εφημερίδα μέσα μου διάβαζες

δεν έχει άλλη προσφορά παρά εαυτόν

έχασα κι εσένα;

μόνο αν θες μπορείς

24.5.09

στα γιατί και στα διότι


η μαγεία ξεμασκάρεται


η ώρα έχει κομπολογίσει ένα αμετάκλητο λεπτό


και η απόσταση ξαναφυτρώνει για να χωρίσει τους ανθρώπους με φράκτες

20.5.09

στις τόσες φορές που ρώτησα απάντησες μόνο τίποτα

στην τελευταία όμως τι έχεις; απάντησες όχι εσένα

ποιητική και αηδίες

κάποιοι μπορούν να πεθάνουν από έρωντα,

κάποιοι μόνο από βόλια,

εσύ δεν είσαι από τη δεύτερη φτιαξιά

σήπεται εντός μου

Εχθές αγόρασα ένα κατοικίδιο

Η μοναξιά μου βρήκε ταίρι και ο άσχημος χαρακτήρας μου παρέα

θα μάθω να αγαπώ

θα μάθω να φροντίζω

θα μάθω να βλέπω και να νιώθω πέρα από μένα

θα γεμίσει ο χώρος μου ζωντάνια και ανεμελιά, χρώμα κι άρωμα, μουσικές και αρώματα

με κοιτά στα μάτια και κάτι περιμένει
τι περιμένει;

Κλαίει και δε έχει λόγο να κλαίει

Δεν είμαι εκεί; Τι δεν καταλαβαίνει;

Τι κι αν δουλεύω και το αφήνω όλο το πρωινό μόνο του σπίτι κλεισμένο;

Και κείνο;

Όλο κλάμα και φασαρία, μυρωδιά και κακό

Του φωνάζω και σταματά

Το χαιδεύω και ξαναρχίζει

Το βγάζω έξω βόλτα και το κρατώ τακτικά απ το λουρί, μην ενοχλήσει κανένα

Λερώνει και λερώνεται και βλέπει πως νευριάζω

Χαμηλώνει τα μάτια, τη φωνή, κοιτά στα μάτια και κάτι αναζητά


ΤΙ ΖΗΤΑΣ;


Ανεβαίνεις στο πόδι μου και δυσανασχετώ

Τρίβεσαι και τραβιέμαι

Μιλάς με τα μάτια και δεν σ ανταπαντώ

Η πίστη που εμπεριέχει υποταγή, πηγάζει από φόβο, όχι από αγάπη

Τα μάτια γίνονται πιο βαριά, σε αντίθεση με το σώμα

Οι αντιδράσεις πλέον νωθρές και κάτι προοιωνίζει την απουσία

Το φαγητό στο πιάτο δεν λέει να λιγοστέψει και έξω δεν βγαίνει να ενεργηθεί

Μια μυρωδιά σε απουσία μύτης δεν μπορεί να ανιχνευθεί και όπου οι καστρόπορτες μένουν κλειστές, βρίσκονται ξυλιασμένοι στα σκαλοπάτια τους της συμπόνιας οι επαίτες

Από σήμερα έχω ένα κατοικίδιο εντός, που σήπεται πρησμένο, με μάτια ολάνοιχτα αδειανά και στόμα κακοραμμένο

18.5.09

Ούτε μούτρα,
μόνο μια απλωμένη λύπη που δεν έλεγε να στεγνώσει
για να τακτοποιηθεί με τα άλλα χειμωνιάτικα

13.5.09

με μονο δυο λεξεις

Θα κοιμάσαι με το κινητό κλειστό, γιατί οι συμφορές ξέρουν να χτυπούν κουδούνια και πόρτες

Θα ναι πιο βράδυ από σκοτάδι ασπρόμαυρου έργου

Θα κοιμάσαι δίχως όνειρα, γιατί οι εφιάλτες προβάρουν στα καμαρίνια τους τα νέα πρόσωπά τους

Ανάμεσα ύπνου και ξύπνιου θα σηκωθείς σαν κάτι ν άκουσες, κάπου βαθειά, σαν μια σιγανή, αδιάλλακτη προστακτική, θα βηματίσεις στο σκοτάδι ζαλισμένος, θα κουβαλάς τη μυρωδιά του ύπνου σου ακόμα και δια μέσω τοίχων, χαλιών και εμποδίων, θα ακούσεις τον άγγελο του κακού

Πως κάτι έγινε

Πώς να ντυθείς

Πώς να βιαστείς, με ήρεμη, βαθιά αναντίρρητη φωνή

Θα βρείς το μαύρο πουλόβερ, το πλεκτό, με τον μακρύ λαιμό, που αναδιπλώνει και μέσα μπαίνεις, σαν κάποια ασφάλεια, σαν το καβούκι σαλιγκάρου, θα ανοίξεις την πόρτα και θα βγείς στη νέα σου μοίρα

Το δάγκωμα, η γάγγραινα, τα σάπια λόγια μέσα σου, ο τόσος χαμένος χρόνος, οι ατελεύτητες προσπάθειες, ένα κουβάρι σωθικά ανταριασμένα, πικρά υγρά να καίνε τον ουρανίσκο και ούτε νερό να κατεβαίνει

Δεν σε κρατήσουνε συνοδηγό, όσο κι αν επιμείνεις, περνάς τη ζώνη ασφαλείας, ενώ νιώθεις πως είναι να βγαίνεις από τα όρια του γηπέδου το βράδυ, με δίχως φώτα

Ο χρόνος να περνά αργά και το κεφάλι να καίει, δυό υγρασίες σε κάθε μάγουλο να συναγωνίζονται την υγρασία των άστρων, με ένα φεγγάρι να γέρνει χλωμό στη μια μεριά και να προμηνύει φουρτούνες

Να παίρνεις τηλέφωνα να ενημερώσεις, ποιόν να ενημερώσεις και τι, τι ξέρεις περισσότερο; και όλοι ζητάν να μάθουν, όταν το μόνο που μπορείς είναι να τρέξεις

Θα φτάσεις και θα κάνει κρύο, όχι έξω από την καπαρντίνα σου , μα θα ρχεται από μέσα, θα καταλάβεις τι σημαίνει να περπατάς στα μουδιασμένα, σαν να χεις κάνει απονεύρωση στα πόδια σου και να σε οδηγούν καρότσι

Μπαίνεις εδώ, ψάχνεις εκεί, σε στέλνουν παρακάτω, με ένα όνομα ζητάς ένα πρόσωπο, με μόνο δύο λέξεις, αλήθεια πως γίνεται να περιγράφεις έναν άνθρωπο με μόνο δύο λέξεις;

Παρατηρείς πως όλα αλλάζουν γρήγορα, οι παραστάσεις, ο κόσμος, τα πρόσωπα, εκτός από τις εκφράσεις τους

Τα στηθοσκόπια να κρέμονται περασμένα σαν φίδια σκοτωμένα και να γυαλίζει το κρύο μέταλλό τους που κάνει κάθε δέρμα να ριγεί

Μόνο δυό λέξεις να ρωτάς και δυό λέξεις να σου σερβίρουν.
Ούτε πώς ούτε γιατί, ένα κλάμα, μια γή που χάνεται κάτω από τα πόδια, ποια πόδια; ποια εντόσθια; ποιά καρδιά; ποιός χρόνος; ποιος εγώ; Μόνο δυό λέξεις και μια βεβαιότητα πέραν αμφισβήτησης

Τα πένθιμα σενάρια επαληθεύονται μόνο σε ξένα μάτια και κεί η ελπίδα εξοβελίζεται σαν πέτρα από γέφυρα στον πάτο της θάλασσας

Τα σπασμένα λέγκο σου για χέρια, για πόδια, για λογική και για σώμα ενώνονται την κρίσιμη ώρα από ένα κρυμμένο τένοντα βαθιά , της αυτοσυντήρησης και κλείνουν μέσα τους το γόο του ομφαλίου λώρου σου

Τίποτα άλλο, κανένας από τον κόσμο τους, να μην μπορεί να περάσει από το οδόφραγμα, το ατσαλόσυρμα, την αγκαλιά στυλοβάτη

Κόκκινα μάτια, μύξες, κλάματα και ένα γιατί αναπάντητο, σαν καρφί αιώνια πατημένο

Μάτια εχθρικά, να σου προσάπτουνε ευθύνες, να έχεις μην λόγο να πισωπατείς, αλλά να κάνεις στην άκρη, ο πόνος έχει πρόσωπα πολλά και λέει λόγια μεγάλα, εσύ θα τηρείς σιωπή, δίνοντας αβάντα σε θεούς και ανθρώπους να παίξει καθένας το παιχνίδι του

Θα βάψεις τη λάμα κόκκινη, μην μείνει σταγόνα κάτω, σαν το μερμήγκι θα μαζώξεις ότι βαστάει η μέση σου και σαν πιστό προς σε θεό θα κάνεις όποιο το χρέος νομίζεις

Θα διαβάσεις πίσω απ τις γραμμές και θα τραβάς γραμμές που θα ναι αυστηρές σαν ίσιες, ευθείες, αλύγιστες, γραμμές που δεν θα συγκλίνουν διόλου

Δεν θα χρειάζεται να διηγηθείς ή σε χαρτί κάτι να γράψεις, θα ναι όλα μες στο μυαλό και θα τα βλέπεις πάντα, σαν μια ταινία παλιοκαιρινή σε φίλμ πιστά γραμμένη, με όση λεπτομέρεια του ματιού κι όσα ρουφούν οι αισθήσεις

Θα περάσουν οι ώρες και τα γιατί, θα μονολογείς συνέχεια, θα βλέπεις το μέλλον σαν θεριό, δίχως ασφάλειας δίχτυ και με μια θέση πάντα κενή στο γιορτινό τραπέζι

Θα δείς κόσμο πολύ, ώμους θα πάρεις, θα δώσεις χέρια και θα σιχαθείς το πιο πολύ το δάγκωμα δίχως οίκτο, με όπλο μόνο στο χέρι σου ένα από βασιλικό, στυμμένο φύλλο

Εκεί που πρίν δεν φίλιωνες, που όλο πήγαινες κόντρα, σαν να απομαγνητίστηκες και να μην κουβαλάς φορτία, δίχως ανάγκη σύγκρουσης, μα με μια απρόκλητη έλξη, να γυροφέρνεις σαν τον αυτόχειρα κατά λάθος, το ένα σου άκρο εκεί σιμά, πεσμένο, κρύο και ξένο και να μην ξέρεις πώς να φερθείς παρά να θες ησυχία και απομόνωση, κανείς να μην υπάρχει, το λάθος να ανακληθεί και όλα να ειν’ σαν πρώτα

Ο χρόνος δεν έχει γυρισμό, αυτό θα το καταλάβεις, ότι και αν πείς, όσο και αν πληγωθείς, ότι και αν κάνεις, μετά το πέρας που είναι μαζί και οι δυό, τίποτα πια δεν φτάνει, για να ανακουφιστείς, να λυθείς, για λύτρωση ούτε λόγος

Θα μάθεις το χάσμα γενεών, θα ρίξεις ανάμεσα χώμα, θα κρατάς μια λάμψη διαρκή, σε ένα μικρό κλουβί με ανατρεπόμενη έξω πόρτα, σαν μια υπόσχεση που δεν πεθυμάς να σβήσει, για να δεις για πρώτη φορά τον κόσμο έξω απ τη γυάλα

Ένα απόγευμα, σε μια φωτιά, δίπλα μιας θαλάσσης, ένας καπνός, μαύρος καπνός, θα σμίξει τα πάνω κάτω, το χρέος θα δώσει παρηγοριά και στην ψυχή γαλήνη, όπως κάθε τι που τελειώνοντας έμεινε σε λάθος θέση

ανταλλάσσοντας σιωπές

11.5.09

παιχνίδια ενηλύκων


Ψάξεις δεν ψάξεις


δεν θα με βρεις

9.5.09

πρώτη φορά κι έναν καιρό


Από την ανάγκη της αγάπης, μέχρι την αγάπη της ανάγκης, προετοιμάζεσαι γι αυτό, για το άλμα που σαν βρεθείς στην άλλη μεριά απεκδύεσαι δια παντός τα πρώτα χαρακτηριστικά, έχοντας την πεποίθηση της πιο βαθιά χαραγμένης αλλαγής

Κάτι σαν την επαφή με την πρώτη απουσία, γεμίζεις με φόβο κι αγωνία, μα του σπλάχνου η προσταγή για να ματώσει σε στέλνει ακάθεκτο στο αλώνι που χάνονταν πιότερο ψυχές παρά τα σώματα

Βιβλία, έργα, συζητήσεις, δειλές εκμυστηρεύσεις και μοναχικές απολογίες, όσο και να προετοιμαστείς, η πρόβα απέχει από την παράσταση όσο η γουλιά του νερού από τη θάλασσα, η μια πνίγεται μέσα σου και μες στην άλλη εσύ

Στο δρόμο του ραντεβού προσπερνάς τη μοίρα σου και σκηνοθετείς τον εαυτό σου, δίνοντας οδηγίες που να προσέξεις και που να επιμείνεις, να φαίνεσαι φυσικός, να μην ξεχάσεις τα λόγια, τεστάρεις το αποσμητικό, προφύλαξη, φτιάχνεις τα μαλλιά, μια τελευταία αναπνοή, που ούτε ανεβαίνει ούτε κατεβαίνει, την βλέπεις να έρχεται και ..μοντέρ.

Ο διευθυντής φωτογραφίας σου έχει επιλέξει το μέρος, ο μαέστρος σου περιμένει με τα χέρια έτοιμα υψωμένα περιμένοντας το νεύμα σου ότι είσαι έτοιμος, φλάουτα μπαίνουν απαλά, και τα βιολιά μουρμουρίζουν ήχους της νύχτας απαλά.

Χτυπά το κουδούνι αν λέγεται χτύπημα το χάδι, ανοίγεις και χαμογελά η άνοιξη με ένα σμάρι λευκά περιστέρια για δόντια, κάτι κρατά διπλωμένο, ευχαριστείς για την αφορμή και την φιλάς στο μάγουλο, ακουμπώντας στιγμιαία τα χέρια της στο δώρο, για να μετρήσεις πυρετό. Δεν καταλαβαίνεις διαφορά, γιατί η κάψα είναι η ίδια.

Προτείνεις ποτό που όσο το στόμα γλυκαίνει, τόσο τα ανομολόγητα πληθαίνει σε βαθμό που σε κυριεύει μια ακατάσχετη ανάγκη για να μοιραστείς τη γεύση του αγριοκέρασου με χείλη, λέγοντας ότι είναι δυνατό παρά μόνο στους ποιητές να ειπωθεί.

Ο χώρος του καθενός θαλάμι, που ζεί μέσα του ότι πολύτιμο κρύβει απ έξω, ένα λαγούμι που δείχνει τα θέλω, τα είναι και τα δεν πρόφτασα σε τίτλους, πίνακες και φωτογραφίες, στην αισθητική του καθενός την τόσο προσωπική, όσο την χαμένη προσωπική μυρωδιά τους

Κάθεται απέναντι, χαμογελά, κάτι ρωτά, κάτι της απαντάς, σκύβει και περιεργάζεται ένα ξυλόγλυπτο, ενώ φέρνεις ένα πιάτο ορεκτικά με τον εαυτό σου απέξω, το πιοτί κυλά στις φλέβες πιο γρήγορα, το φώς πιο απαλό από πάχνη λιβαδιού και αυτή σταυρώνει τους αστράγαλους χαμηλά, αφημένη στην αγκαλιά του καναπέ για να φωλιάσει.

Σηκώνεσαι να αλλάξεις μουσική –μα και να μυρίσεις την πηγή του αρώματός της που κατακλύζει το δωμάτιο, βάζεις ένα πιάνο να παίζει σαν βροχοστάλες σε τζάμι, καρφωτές, αυτόνομες που μετά γλυστρούν προς το χαμό, σαν των μαλλιών της τις μπούκλες που κοντοστέκονται στο χείλος του προσκεφαλιού της, απλώνεις το χέρι και τα δάχτυλα γονατιστά ανιχνεύουν τις μεταξένιες φυλλωσιές, μέχρι να βρούνε γή και να εδραστούν δερβίσικα στους δυό της τους κροτάφους, χορεύοντας κυκλωτικό χορό, σκορπώντας αναπάψη και το ομορφότερο της χαμόγελο να στέφεται στα χείλη.

Η μουσική θα πρεπε τότε ν΄αναντρανίσει και το πλάνο θα πρεπε στα χείλη να ενσκήψει, μα είσαι ολομόναχος απέναντι σε μια γαληνεμένη θεά που αρχινά και μεταμορφώνεται σε εξίσου κοκκινισμένη αμηχανία και το σενάριο στα χέρια σου είναι λευκές σελίδες που με αυτοσχεδιασμούς θα τους γεμίσεις.

Τα μάτια κλειστά, η ανάσα κοντινή και τα πρόσωπα να έλκονται σαν σίδερο προς μαγνήτη, μετράς την ένταση απ τη θερμότητα που από κοντά την νιώθεις, σε κάθε παλμό καρδιάς τοξεύεται σαν πάλσαρ και οι δύο σάρκες σμίγονται σαν πήλινες υγραμένες, τα χείλη γλυστρούν σαν παγοπέδιλα σε πίστα από κεράσι, ενώ η γλώσσα μηχανεύεται τρόπους να καταλύσει τις όποιες άμυνες βρίσκει.

Τα χέρια δοκιμάζουνε λαβές που φέρνει τον άλλο κοντά τους, δεν φαίνεται πούθε ξεκινούν, μόνο πως καταλήγουν στην απέναντι ραχοκοκκαλιά και ανεβοκατεβαίνουν σαν το αναρίγημα, σαν την ανατριχίλα ενός ταξιδιού που το εισιτήριό του, κρατάς στα χέρια.

Οι μεζούρες και τα θεσμοθετημένα ναρκοπέδια κουβαλιόνται κι απ τους δύο, κανείς δεν θέλει να παρεξηγηθεί και να στιγματίσει από την πρώτη φορά, η φόρα ακόμα είναι ελεγχόμενη, έστω και αν οι χυμοί ξεφυσούν και ξεχειλίζουν μέσα από φανερά κι απόκρυφα ρούχα.

Ο έλεγχος φαίνεται ακόμα να είναι στα χέρια τους, αν και μόλις το τραινάκι τους άρχισε ασθμαίνοντας ν’ ανεβαίνει.

Από την αρχή μέχρι ακόμα, τα πράγματα δεν έχουν γίνει αναπότρεπτα, καθείς μπορεί να πισωπατήσει και να επικαλεστεί ημίχρονο, διάλειμμα, αναβολή, επανεκκίνηση ή τερματισμό λειτουργίας, τα γυαλιά να προδιαγράφουν στρέψεις αυχένων και οι ανάσες να ρουθουνίζουν εναλλάξ τον συγκοινωνούντα αέρα.

Τα ρούχα καταπίνουν αχόρταγα τον ιδρώτα και σφίγγουν όλο και περισσότερο τις διογκούμενες σάρκες που πεθύμησαν να αποκτήσουν την μέγιστη δυνατή μεταξύ τους επαφή, η επαφή δημιουργεί σπινθήρες και η φωτιά αρχίζει δια της τριβής να φουντώνει

Τα δάκτυλα ζητούν συγνώμες, που βρίσκουν πρόσφορες συγχωρέσεις, ξεδιπλώνουν, τρυπώνουν, ξεκουμπώνουν, ανοίγουν, ελευθερώνουν, πειραματίζονται με τα όρια της ανοχής και της ντροπής του άλλου, το σκοτάδι όσο σκανδαλίζει, τόσο φοβίζει, το βαγόνι ήδη πλησιάζει την οριζόντια εφαπτομένη της ψηλής του πορείας, σχεδόν ακίνητο, μα εμπεριέχοντας τρομαχτική δυναμική ενέργεια λόγω θέσης.

Το μικρό κουμπί είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, η παλάμη ακουμπά την ζεστή κοιλιά και καταχτά χιλιοστό το χιλιοστό του φερμουάρ τα δόντια, ακουμπώντας την άκρη μιας δαντέλας και την κορυφή ενός εφηβαίου τόπου.

Η ανάσα και των δυό σταματά και οι καρδιές στέλνουν ανυπόφορα αίμα για να ξεπεράσουν τους ενδοιασμούς, το άλλο χέρι έχει περάσει από τη πλάτη του πουκαμίσου στη ράχη της κοπέλας, εκεί που κλειδώνεται το πέτασμα του στήθους.

Εκείνη να κρατά τα μάτια σφαλιχτά και να παλιρροούν οι άμυνές της με την επεθυμιά κεφάλι να κερδίζει, τα χείλη της στα δόντια να μαγκώνονται και τα λόγια μες στα μαλλιά της να είναι κάθε φορά, το σωστό παρασύνθημα, σε κάθε αναστολή της.

Το σύμπαν να συρρικνώνεται και η ένωση να πλατύνεται μες στο μικρό το σπίτι, εδώ η φύση και το ένστικτο κρατώντας τα ηνία οδηγούν δύο παλμούς σε ένα τρέξιμο, που νικητές τερματίζουν ταυτόχρονα και οι δύο.

Το κούμπωμα καθίσταται ανυπέρβλητο για την μικρή εμπειρία και αυτή δίχως χαμόγελο όπως σε άλλη φορά, με την πυρά του κάρβουνου στα μάγουλα σφηνωμένη, ξεμπλέκεται με μια κίνηση από τα δεσμά και ένα ζευγάρι φεγγαροφωτισμένα στήθη αμολούνται ξαπλωμένα ορθωτά να κοιτούν το ουρανό με απορημένα μάτια, που στο πρώτο χάδι θα μοιάσει η θηλή σαν λεμονιού το άκρος.

Ξέμπλεκα τα μαλλιά και το κραγιόν πιότερο στο απέναντι πρόσωπο και σώμα, η ένωση του αρώματος με τον ιδρώτα να κατανικούν τις πιο φιλόδοξες αντιδράσεις χημικές με τον πιο απλό τρόπο, υπάρχοντας και δρώντας.

Χάδι στο τραχύ ύφασμα του τζήν, από το μπούτι, στο γόνατο και κάτω από την γάμπα, μέχρι του παπουτσιού τη φτέρνα. Κίνηση κάθετη μαλακή και βοήθεια του αστραγάλου με σύσπαση της καμάρας, το πρώτο ζεστό κι ελεύθερο, το δεύτερο πέφτει από μόνο του στριμωγμένο σε μια γωνιά του καναπέ και ο χώρος μοσχομύρισε φρέσκο δέρμα.

Της θηλυκώνει τα δάχτυλα μες στην παλάμη του κι αυτά ζεστά ακόμα ακουμπούν πειθήνια την απέναντι σάρκα απ όπου το διχτυωτό της καλσόν επιτρέπει.

Σκύβει, παίρνει το πόδι, το φιλά, αυτή τραβιέται, χωρίς να θέλει να ξεφύγει, για να αφεθεί στην πιο γενναία παράδοση της ιστορίας

Ένα φιλί διεκδικεί πάλι τα χείλη του, μα το τραινάκι παίρνει να κατεβαίνει, στη καμπυλότητα του στήθους γλυστρά και τροχιοδρομεί προς του αφαλού το βάθος, τα χέρια λύνονται απ το λαιμό και πιάνονται απ τη μέση και το ρούχο με τα ανοιχτόκουμπα αυτιά τραβιέται απ τους γλουτούς της.

Σηκώνει τη μέση της και όλο το αίμα συσσωρεύεται στις φλέβες του λαιμού, χτυπούν, γκρεμνούν, ουρλιάζουν, να δούν κι αυτές όσα τα μάτια χαίρονται, όσα η γλώσσα βλέπει και πάνω τους ξαπλώνεται σαν φίδι ή σαν σαλίγκαρος αφήνοντας υγράδα στο διάβα του, από τη μια στην άλλη κόχη της μέσης πριν δυο μηροί την εβουτήξουνε και στείλουνε τον μέσα τα χέρια, γραπώνοντας τον από τα μαλλιά, αργό σέρνοντας θρήνο, σαν να της βρήκανε θαρρείς της ύπαρξης το κουμπί της και σαν ερωτοπαίδεμα ιερό να το πατούν συνέχεια.

Με χείλη πιο υγρά από σύννεφο και τόσο γλυκά σαν μέλι, βογκίζει σαν ν’ αποχάνεται και θέλει να το πιστέψει, ανοίγει τα μάτια και φιλεί τονε στο στόμα κατευθείαν, μοιραζομένη τα φιλιά μα και την υγρασία, ενόσω στέλνει του μηνύματα πως τότες ήρθε η ώρα.

Με ένα χέρι η ζώνη του ξαπλώνεται στο πλάι και με το άλλο χέρι βγάζει του το μπλουζάκι και σ’ένα γυμνόστερνο θεό που στέκει σαν βράχος τρανός θηλάζει την σάρκα σαν μωρό και γεύεται τον ιδρώτα, ώσπου αυτός ανδρώνεται και μπαίνει σε προφυλάξεις και το αυλάκι στέκει ευάλωτο, έντρομο, μα κι αποφασισμένο, να ξεκλειδώσει από το σώμα του κοριτσιού μια κρυμμένη γυναίκα.

Δεν έχει λόγια η ένωση, μόνο γρυλίσματα, αναστεναγμούς και δύο αγαπώ σε.
Η σάρκα γλυστρά στην άλλη μέσα, έφηβη ανάγκη και πέντε ζευγάρια νύχια σε δυό μπράτσα ρυθμίζουνε-νομίζουν-το θηκάρωμα , με αργές κινήσεις στην αρχή, μέχρι την πρώτη στάλα, να νύχια κρύβονται πιο βαθιά στην σάρκα απέναντί τους, μα δεν ματώνει εκεί αυτή, μον’ δέχεται το αίμα αχόρταγα, κυλιέται ανάμεσά του και μιας είναι του εγκέφαλου πρωτίστως λειτουργία, απ το ερέθισμα το αισθητικό άμεσα εκτονώνει, κρατιέται αυτή πάνω του, οι δυό μαζί διαβαίνουν, μια πύλη που είναι ορόσημο για όλους τους ανθρώπους , αφήνοντας ξωπίσω τους μια ματωμένη αθωότη.

Ανοίγουν δυο μπράτσα και ντύνουν μέσα μαθές του έρωτα τη θυσία, τραβάει το σκέπασμα του καναπέ και σμίγουνε κι άλλο μέσα, εκείνη νιώθει ευάλωτη, τρεχούμενη σαν ύδωρ και κείνος έχει τη συναίσθηση να μην την αφήσει να πέσει, την πιάνει και λέει της λόγια τρυφερά και κάνει απαλές κινήσεις, σέβεται ότι του δόθηκε το πιο μεγάλο δώρο, η πρώτη φορά του άνθρωπου, να ‘ναι μ’ αγαπημένο.

Να 'ταν όλες οι φορές οι πρώτες σαν κι ετούτη, καλύτερες, πιο τρυφερές, με αίσθημα και λόγια, με ιστορίες και πράγματα και πόλλες συγκινήσεις, μα έχει ο κόσμος ανάποδες πλευρές και δεν είναι όλες λείες και οι θύμησες και οι ανάμνησες πληγώνουνε σαν μαχαίρια.
21-10-08(λειψό από συνέχεια)

Θες να σου πω ένα αστείο; Μαζί και πάντα

-Θες να παίξουμε με αίματα;

-Εεε, ναι, ξέρω εγώ; Θα πονέσω;

-Πολύ

-Όσο κι εσύ;

-Το ελπίζω

-Καλά, σύμφωνοι

-Ωραία, θα παίξουμε τα δύο φ

-2φ;

-Φίλα με και φύγε

-Και πως παίζεται;

-Όπως το ακούς

-Και που είναι το παιχνίδι; Πότε λήγει; Και ποιος νικάει;

-Λήγει στο ποτέ και τότε και οι δύο μας χαμένοι έχουμε νικήσει

-Δηλαδή;

-Δεν ξαναβρισκόμαστε ποτέ, εσύ θα γίνεις κάποια στιγμή καλλιτέχνης ποιητής και εγώ θα είμαι για πάντα με σένα ερωτευμένη

-Και γιατί να μην γυρίσω και να σε παντρευτώ μόλις μεγαλώσουμε και να ζήσουμε μαζί για πάντα;

-Γιατί το μαζί και πάντα ανήκει στην κατηγορία των παραμυθιών κι εγώ σου μιλάω για παιχνίδι

-Ό,τι πείς εσύ που ξέρεις. Αλλά δεν το καταλαβαίνω καθόλου. Τι νόημα έχει; Γιατί δεν παίζουμε πετροπόλεμο, κρυφτό ή κυνηγητό που έχουν περισσότερη πλάκα;

-Είναι απλό, από την μια, κάνεις ότι σου είπα και μετά παίζεις όλα τα παιχνίδια που είπες, θα με ψάχνεις, όσο δεν με βρίσκεις θα μ’αναζητάς και όταν θα με βρίσκεις θα με πολεμάς και θα φεύγεις μακρυά μου

-Εσύ που το μαθες;

-Το βρήκα σε βιβλία της αδερφής μου της μεγαλης

-Και ο νικητής;

-Μα σου είπα και οι δυό όσο πιο χαμένοι, τόσο πιο κερδισμένοι, γιατί την αγάπη όσο λιγότερο τη γνωράς το πιο πολύ την πεθυμάς και όσο λιγότερο τη δοκιμάζεις τόσο περισσότερο με όσα πεθυμάς τη φορτώνεις

-Γιατί μιλάς για αγάπη;

-Γιατί έτσι λέγεται το παιχνίδι αυτό αλλιώς

-Δεν ξέρω, φοβάμαι

-Έτσι θα πρεπε, γιατί είναι το μόνο παιχνίδι που αρχίζει δίχως να μετράς και λήγει κάπου στον υπερσυντέλικο

-Πιο χαζό παιχνίδι δεν έχω ξανακούσει

-Να σαι σίγουρος οτι θα το παίξεις τουλάχιστον τρείς φορές, γιατί τόσες λένε αντέχει του ανθρώπου ο ψυχισμός, μια για να τον οσφρηστείς, δυό για να τον αισθανθείς και τρείς για να σ’ αποτελειώσει

-Δεν πάμε στην πλατεία για παγωτό;

-Ωραία, έτσι ξεκινάνε όλα

8.5.09

κάτι σώσε με

κάτι πνίγομαι

κάτι νίκησες

κάτι χάθηκα

είναι σκόρπια της ζωής μου ρήματα ή ράμματα

7.5.09

Σκάβεις να βγάλεις τα θαμμένα

Τα τύμπανα ποτέ δεν σταμάτησαν να μετρούν

Η κόψη στόμωσε και το στόμα ξανάνιωσε να υπερχειλίζει

Οι λόγοι πασχίζουν να αναρριχηθούν και να πνίξουν

Καλός καιρός για αποξηραμένα σωθικά