12.2.09

Περνάς και τους χαιρετάς,
Κάθε μέρα
Ξέρεις σε ποιο μέρος,
Σε ποια στροφή θα τους πετύχεις,
Πάντα εκεί,
Με φρέσκα ή μαραμένα λουλούδια ή και τίποτα στο χέρι,
Με μια φωτιά να τρεμοπαίζει ή να ναι σβησμένη όσο η θύμηση
Λές μιαν ευχή ή ένα λόγο,
Που θα φτάσει,
Το ξέρεις πως θα φτάσει στ’ αυτιά τους,
Ζητάς το κάτι μικρό,
Να σου φυλάνε τον φύλακα άγγελό σου,
Όσο εκείνος σε προσέχει στις υπερωρίες του

5.2.09

σκάφανδρον

Μέσα σε σκάφανδρο σκυφτός τον κόσμο γύρω κοιτάζω,
Μαζεύομαι , κρύβομαι θαρρώ, μοιάζω σαν ένα στρείδι, σαν πεταλίδα του βυθού, που όλο φοβάται να κάμει κάτι
Μια κίνηση απότομη, απρόσμενη, ίσως κι εχθρική, τεντώνομαι, εκτοξεύομαι, σκορπώ ζεστό μελάνι, που να κρυφτώ σε μαύρο βυθό που ντύνεται μέσα στα μάτια μου απ την κλειστή στολή μου, μαύρος εγώ και τα μάτια μου λιώνουν πρωτύτερα απ΄το σώμα
Σαν πυροβολείς να είσαι πίσω από την κάνη, τ’ακούς κογιότ; Δεν είναι αστείο

Στα φινιστρίνια μου οι καρβουνεργάτες δεν έχουν πρόσβαση, σκουριασμένοι μεντεσέδες και στο τζάμι αποθέσεις καθημερινές από σκόνη και υδρατμούς, σαν δέρμα που γεννιέται και μεσολαβεί μετάξυ φωτός και σκοταδιού, γεννώντας το δεύτερο

Η απελπισία είναι ένα ουσιαστικό χωρίς φύλο

4.2.09

η καμινάδα


Έχω μέσα μου μια καπνοδόχη, γεμάτη καρβουνίθρα, οι λέξεις που δεν βγαίνουν σαν αέρας μέσα της σταφυδιάζουν, νεκρώνονται, ταγγίζουν και γίνεται το στομάχι μου άκαπνο όπλο σε εμπλοκή, ανάσα παίρνω και δηλητηριάζω με μονοξείδιο τους γύρω, ενώ η στρόφιγγα ψηλά στο νοητό δεν λέει να κλείσει, στέλνει σήμα συνεχώς και σπίθες πετάει μέχρι μια έκρηξη, όχι πλέον υπόκωφη, μέσα διαλύθηκα, πόσο άλλο;