29.12.07

το παζλ

Πάζλ οι άνθρωποι και πάζλ συνεχόμενα οι ανθρώπινες σχέσεις χωρίς άκρες, χωρίς ευκολίες, μόνο αδιέξοδους δρόμους και νέες εικόνες.
Χάος βασιλεύει, όσο πιότερο προσπαθήσεις, όσο βαθύτερα αναζητήσεις τα χαρτονένια κομμάτια σου ανασύρεις από του ρυακιού την κοίτη, άλλα τα χάνεις, άλλα ξαναγυρνάνε και άμα βαρεθείς και στην όχθη καθίσεις άπραγος αυτά για πάντα διαλύονται και μένεις τυφλός και λυπημένος.
Μακάριος εκείνος που προσπάθησε και είδε τη γενικότερη ιδέα και ευτυχισμένος εκείνος που διέκρινε τη θέση του στην εικόνα.
Μακάρι φέτος μετά από τόσες βουτιές να βρείς τη θέση σου στον κόσμο, όχι τη θέση που σου ανήκει, μα τη θέση που σου αξίζει.
Εσένα, εμένα του δίπλα και του παραπέρα.

Ευχή και κατάρα.

Χρονιάρες μέρες.

Και άμα δεν σου πάει καλά ο νέος χρόνος, ο παλιός και ο προηγούμενος, ίσως να μην φταίνε τα ζούδια και τα στάρια, ίσως και να φταίει το πρόσωπο στον καθρέφτη.

Και αν θες μια συμβουλή, πλένε το δυνατά κάθε πρωί να λάμψει το χαμογέλιο

Χρόνια καλά

15.12.07

Τα σεντούκια κρύβουν από πίσω σκουριασμένα κλειδιά

Δεν έχω κάτι. Δεν πονάω. Δεν πάσχω. Μπορεί να γονατίζω, μα δεν λυγίζω.
Πρωτοχρονιά στη Λευκάδα. Ο τραγουδιστής σαν είδε το μπλοκάκι να γεμίζει λέξεις κόπιασε, Δημοσιογράφος; Απελπισμένος,
Συγκατένευσε, η ευκαιρία γα μια ζωή στις πίστες όνειρο που θα ξαναονειρευτεί και την επαύριο. Θα σου πώ ένα τραγούδι, γυναίκα;
Άντρας. Βιάστηκε να ξεμακρύνει.

Μπουζούκι, καπνός και αποκαθηλωμένη προπέρσινη χαρά σε νέα ρούχο, το ρεβεγιόν.
Μπροστά σε αμφίβολα οινοπνεύματα και τα πνεύματα να ζούν ακόμα μέσα σε σώματα.

Ο δρόμος γιατρειά.
Καλησπέρα τι κάνεις; Μια χαρά, εσύ;
Γυρίζω στα σύνορα. Του νού; Και κείνου. Που είσαι; Κοτά αλβανία. Είσαι καλά; Θα μουν εδώ πάνω;
Έχεις παρέα;
Το ραδιόφωνο.
Πιάσε ξενοδοχείο και έρχομαι.
Όχι, είμαι εντάξει.
Αυτό που σου λέω. Δεν θα με βρείς, για να χαθώ ήρθα.
Πάλι;

Τόσο προβλέψιμος;
Κάθε όποτε μάτωνα, μόνος έδενα το πανί, όποτε χανόμουν, ξαναγύριζα το σώμα πίσω, μα χωρίς ελπίδα.

Ψάχνεις να χαθείς;
Ψάχνω να με βρώ.
Ξέρεις ποιος είσαι;
Ξέρω ποιος θα θελα να γίνω.
Ποιος ήσουν;
Κάποιος που έμεινε χωρίς πρόσωπο, χωρίς πλευρό, χωρίς γή κάτω απ΄τα πόδια.
Σα να μη μου τα λές καλά
Σα να περπατώ με μια πληγή που δεν λέει να κλείσει

Βράδυ στην πάργα. Επιστροφή.
Δωμάτιο υπάρχει;
Για πόσους;
Διπλό, μόνο για μένα.
Για σένα μονό και διπλό στο μπάρ.
Μιλάς ωραία.
Στείλε και ένα μπουκάλι φαρμάκι πάνω.
Γυναίκα;
Εαυτός.

Τέσσερεις ρόδες τρελές γυρίζουν, κάτι ψάχνουν, της ζωής τις λακούβες, πάντα μέσα, οι πίσω για να χεις την ψευδαίσθηση πως θα τις γλυτώσεις.
Η μπαταρία του κινητού σε προδίδει. Μην ανησυχείς, δεν είσαι η μόνη.

Πόσα τα λάθη; Όσες και οι επιλογές μάλλον, δε γαμιέται
Και πάλι από την αρχή στα ίδια βήματα θα ξαναπατούσα, σαν την υπογραφή μου στο τετράδιο της ζωής, μονογραφή αποφασιστική, χωρίς δισταγμό και δεύτερη σκέψη.

Που είστε;
Χαμένοι σε ένα χωριό της Άρτας.
Ωραία.
Σε νιώθω κοντά. Είσαι καλά;
Συγνώμη.
Μη μου λές εμένα συγνώμη καταραμένε, είσαι καλά;
Συγνώμη
Να σε πάρει ο , είσαι καλά; Που είσαι;
Καλοβράδυ.

Στο ραδιόφωνο ένας εκφωνητής με νανουρίζει με μπάσα φωνή σε ενός τρομαχτικού παραμυθιού τις παράλληλες λέξεις, άλλο λέει εκείνος και αλλού εγώ πηγαίνω, η διαχωριστική γραμμή του ύπνου και του δρόμου μοιάζουν να αχνοσβήνουν και εγώ ταξιδεύω στα σύννεφα.

Οι άνθρωποι επινόησαν τις πυξίδες για να πεθαίνουν πιο μακρυά έλεγε ο ποιητής του παραδόξου και εγώ ήμουν σχεδόν έτοιμος να κοιτάξω τη δικιά μου, αλλά μάλλον είδα άλλου.
Γιατί αυτό ήταν πάντα το θέμα, αυτό και η γέννηση.

Πίσω στη βάση, με δεκάδες σελίδες γεμάτες αβεβαιότητες και ακατάγραπτες σκέψες πιο σημαντικές, πιο ενοχοποιητικές για να ομολογήσω, καλύτερα ανείπωτες, καλύτερα χαραγμένες στα έσω τοιχώματα.

Ένα τραγούδι να δαγκώσει στη σπλήνα και τα δοντάκια του να αφήνουν κυκλικό
κομμάτι κομμένο, κάθε φορά.
Τα μάτια να κοιτούν πιο μακρυά από την εστίαση και τα γένια να κοιτούν να ριζώσουν από ψηλά σαν κισσού ριζίδια.
Το πουλόβερ ψηλό, ως τα αυτιά, να κρύβονται λαιμά και μάγουλα και χέρια στα φαρδιά μανίκια.

Κρύο δωμάτιο, τηλεόραση κλεισμένη από ώρα, μάλλινη κουβέρτα, χτυπήματα στην πόρτα και κουδούνι. Κάπου βαθιά μέσα στο όνειρο.

9.12.07

όμορφη καλή μερα συγνεφούλα


ευχαριστώ


"σαν παιδί μπορείς να είσαι ο εαυτός σου ανένοχα":


σαν οι φίλοι έχουν τέτοια λόγια (στα σχόλια) να πούν, που εξηγούν ακόμα και σε σε τη σκέψη σου, ευχαριστώ λες και δίνεις το βήμα στους πιο άξιους.

5.12.07

εσύ



κάποιες γραφές είναι που μένουν

ανεξίτηλα γραμμένες

γιατί το μελάνι έπιασε μεδούλι

δουλεύοντας μεροδούλι

4.12.07




δεν ξέρω αλήθεια ποιός δικάζει,
το στόμα ή τα μάτια

βράδυ στη στάνη


τα βράδια έβγαινε στους αγρούς και σκλήριζε

φοβίζοντας τα φαντάσματα

που τρεχαν να ξανακρυφτούν στη νοτερή γή που τα γέννησε

κράζοντας με απελπισία λέξες ακατάληπτες
λέξες που ακόμα δεν είχαν πρόσωπο
σαν ότι το σκουλήκι δεν άφηνε αφάγωτο.

πριν κοιμηθεί ο ποιμένας έκλεινε μέσα στα μάτια

του το σκοτάδι της νυχτιάς και είχε για να

αντέξει μέχρις την επαύριο βλέποντας τις ίδιες

εικόνες όλο και πιο κοντά, όλο να πλησιάζουν,

για μια στερνή αγκάλη που δεν ήταν να δοθεί πια.

3.12.07

να θυμάσαι οτι η αθωότητα πεθαίνει από πλαστικό ντουφέκι


θα μας βρείς μπροστά σου

στο μπακάλικο

-μια μερίδα απόγνωση
-την αξίζεις;
-περισσότερο από ζωή. πόσο πάει;
-κέρασμα, η ευτυχία χρεώνεται μονάχα

30.11.07

διαβάζοντας στο καφενείο

όσο και αν προετοιμάζεσαι

αλλού είναι η ζωή
δε θα τη βρείς εκει μέσα


το χρέος στον ντίνο




Νύχτα, χάρισέ μου ένα κορμί,
να χορτάσω κι απόψε την έξαψή μου
να σκοτώσω κι απόψε
την απόγνωσή μου,

δεν αντέχω πια αυτά τα δρομολόγια,

αυτό τον παιδεμό πίσω από ξένα ίχνη.


Νύχτα, χάρισέ μου ένα κορμί,
δεν εξετάζω αν το στήθος είναι όμορφο,
αν τα μπράτσα είναι ψημένα στη δουλειά
ούτε και νοιάζομαιι για των ματιών το χρώμα,
όνομα, επάγγελμα και ηλικία.
Νύχτα, χάρισέ μου ένα κορμί,
έστω και για μισή ώρα,
για ένα δεκάλεπτο
σου τάζω πρώτα πρώτα το κορμί μου,
σου τάζω το μέλλον μου,
σου τάζω κάτι περισσότερο:
την ψυχή μου
χάρισέ μου ένα κορμί.
Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)
ντίνος χριστιανόπουλος

αλήθεια, πως νιώθεις;


21.11.07

σκάβω και κρύβομαι



με χαρτοταινία και λευκοπλάστ
κολλάει το όνειρο?

8.11.07

στα σύνορα

1.

-Τι είναι εδώ;

-Μοναστήρι, μένουν ένας ή δύο καλογέροι, δεν έχουν σχέση με κανένα, δεν βγαίνουν έξω, πάντα μέσα μαντρωμένοι, σκάβουν, οργώνουν και προσεύχονται.

- Χτύπα την πόρτα αρχιφύλακα και οι υπόλοιποι κάντε ένα γύρο προσεχτικά και ψάξτε για ίχνη, αν κάποιος προσπάθησε να εισέλθει μέσα από τη μάντρα. Επαναλαμβάνω προσοχή, ο καταζητούμενος είναι οπλισμένος.
Έχουμε νέα από τα ελικόπτερα;

-Αρνητικό διοικητά, δεν μπορούν να πετάξουν με τέτοια κακοκαιρία και ήδη έχει πάρει να βραδιάζει.

-Από το στρατό;

-Τα μάχιμα σώματα χτενίζουν τα γύρω βουνά, ο κλοιός στενεύει, θα τον στριμώξουμε στα σύνορα.

-Έχει μοιραστεί η φωτογραφία του στα κοράκια;

-Όλα τα τοπικά έντυπα και οι σταθμοί έχουν ειδοποιηθεί και τους έχει αποσταλεί φωτογραφία του.

-Τα σκυλιά της δίωξης;

-Δεν γίνεται να έρθουν, γιατί από το χιόνι χαλάει η μύτη τους.

-Ξαναβρόντα, γιατί θα πεθάνουμε με το ψοφόκρυο που κάνει.

( η βαριά πύλη ανοίγει, ένας καλόγερος βγαίνει)

-Καλησπέρα ηγούμενε, είμαι ο αστυνομικός διευθυντής της περιοχής και ψάχνουμε για ένα καταζητούμενο. Μήπως πήρες τίποτα είδηση; Μήπως πέρασε από δώ;

(τον κοιτά στα μάτια, μα δεν γνέφει ούτε ναι , ούτε όχι).

Ο καλόγερος παραμερίζει, τους δείχνει να περάσουν προς τα μέσα.

-Ξαμοληθείτε , με προσοχή και σέβας, μην έχουμε τρεχάματα με μητροπολίτες και τα ρέστα.



-ούτε ίχνος διοικητά, το χιόνι πέφτει ασταμάτητα και καλύπτει μέχρι και τα δικά μας χνάρια.

-Η μάντρα άθικτη και δύσκολα κάποιος θα την ανέβαινε.

-Το εκκλησάκι ελεύθερο

-Το κελάρι, το υπόγειο και τα κελιά τσεκαρισμένα. Ένας γέροντας μοναχός κλινήρης, σε ένα από αυτά.

-Φώναξε στα παιδιά ότι επιστρέφουμε στο χωριό. Αύριο πάλι. Ευχαριστούμε ηγούμενε,
έχε το νού σου, μην πάρεις κάποιον είδηση,
χωρίς καθυστέρηση ειδοποία μας

Επιβιβάστηκαν σε τζίπ και καναδέζες του στρατού,

μέχρι να βγεί να κλείσει την καστρόπορτα,
τα φώτα τους είχαν σβήσει στη νυχτιά,
αντίθετα από τα μάτια του αγριμιού που αντιφέγγιζαν μέσα στο στάβλο.

Μάζωξε κούτσουρα μικρά κομμένα για τη φωτιά

και μπήκε στη μικρή τραπεζαρία,
αφήνοντας μια ελπίδα ανοιχτή την ενδιάμεση πόρτα.

Δύσκολο βράδυ το σημερινό.



2.

Αστυνομικό ανακοινωθέν

Σήμερα 19 νοεμβρίου και ώρα 6 πρωινή,

σε ορεινή περιοχή του Μπέλες, του νομού Σερρών,
ανεβρέθησαν από βοσκούς νεκροί 3 άνδρες,
αγνώστων λοιπών στοιχείων,
σε δύσβατη περιοχή.
Εικάζεται ότι το φονικό έλαβε χώρα προ ημερών

και πιθανολογείται ότι πρόκειται για ξεκαθάρισμα λογαριασμών
Διεξάγεται έρευνα για τις ακριβείς συνθήκες

κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε το έγκλημα.
Λόγω του άσχημου καιρού που επικρατεί στην περιοχή,

οι έρευνες προχωρούν με αργούς ρυθμούς.



3.

Το ανθρώπινο κομβόι , ίδια μερμυγκοσειρά,

δεμένοι με σχοινί μεταξύ τους,
μην ξεστρατίσουν και πέσουν πάνω στην ναρκοθετημένη περιοχή,
περπατούσε αργά ανοίγοντας μονοπάτι στο απάτητο χιόνι .

Οι μπροστινοί έψαχναν γερά πατήματα
και οι υπόλοιποι πατούσαν σε αυτά,
γιατί στον άσπρο γολγοθά κάνεις τρία βήματα για να προχωρήσεις ένα,
όπως τη ζωή που άφησαν πίσω.

Μαντίλες και σκούφοι προστάτευαν τα πρόσωπα.
ποια πρόσωπα; από ένα ζευγάρι μάτια ο καθένας,

να κοιτά τον γλυτωμό, προς την ελευθερία όλοι στραμμένοι,
η οροσειρά μοναδικό εμπόδιο
και μετά το όνειρο
και η σκληρή δουλειά.

Το ξεροβόρι έκαιγε τα αυτιά και τη μύτη,

τα χείλια από μέρες σκασμένα,
δυό μεγάλες πληγές ματωμένες
και πόδια δυό κούτσουρα ενωμένα με το υπόλοιπο σώμα.
Τα βράδια έλεγχαν αν ήταν όντως δικά τους,
ξένα από αίσθηση, καμία αντίδραση, μόνο πρήξιμο και σκοτωμένο αίμα.

Τα χέρια μέγγενες κρατούσαν τα λιγοστά εφόδια,

μια κουβέρτα και κάποια ρούχα,
κάποια υπάρχοντα και λιγοστά λεφτά κρυμμένα,
βέρες, χρυσαφικά, πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα
και τηλέφωνα από αγαπημένους που πέρασαν την κόλαση αλώβητοι.

Οι μικρομάνες περπατούσαν στη μέση,
με τα παιδιά καγκουροδεμένα πάνω τους,
για να χουν ελεύθερα τα χέρια να πιάνονται
περπατώντας στα πανέμορφα μονοπάτια του θανάτου.

Ένα βήμα ο χαμός να παραμονεύει,
απότομες χαράδρες, κομμένα μονοπάτια,
πάγος και γλυστερά παπούτσια,
κρύο, κρύο, κρύο, απέραντο γαλάζιο κρύο.

Πρώτοι και τελευταίοι άνδρες νέοι,

στα χρόνια μόνο, όχι σε εμπειρίες,
να φυλάνε από κακοτοπιές και να βοηθάνε τους αδύναμους,
γιατί όποιος έμενε πίσω ήταν να τον βρούν όταν θα έλιωναν τα χιόνια.

Με το πρώτο φώς μέχρι αργά τα μεσάνυχτα
η πορεία απαρασάλευτη, νοτιοδυτική,
με χάρτες πρόχειρους και την πυξίδα πολύτιμο βοηθό
να δείχνει προς τον επόμενο σταθμό, προς τον επόμενο οδηγό,
προς το επόμενο μαρτύριο.



4.

Ιράν, Πακιστάν, Ιράκ, Παλαιστίνη, Αφγανιστάν, Ινδία από τη μια
Βουλγαρία, Ουκρανία, Γεωργία, Αλβανία, Αρμενία από την άλλη,
άσε τη μαύρη ήπειρο,

όλοι ζητούν μια θέση στον ήλιο, χωρίς τρόμο.

Από τη μια το ποτάμι της οδύνης, ο Έβρος,

από την άλλη οι συμπληγάδες, Γράμμος, Μπέλες, Βίτσι
και τέλος η μεγάλη θαλασσοπνίχτρα σειρήνα του αιγαίου.

Βάρκες καρυδότσουφλα, πλεούμενα ναυάγια,

σύρματα ακανθωτά, νάρκες,
θραύσματα και ξεχασμένες οβίδες,
σκυλιά, ναρκωτικά, πάτοι διπλοί, πορτμπαγκάζ,
μέσα σε εμπορεύματα, άνθρωποι και σαρδέλες,
χρήματα, χρήματα, χρήματα σε κάθε σταθμό, σε κάθε μεσάζοντα,
έρμαια της τύχης και του όποιου θεού ή προφήτη,
διακονιάρηδες ενός καλύτερου αύριο, χωρίς χέρι απλωμένο,
μόνο με μάτια πηγάδια στερεμένα από υγρασία,
γιατί ο θρήνος είναι προνόμιο εκείνου που στέκει.



5.


-Κόπιασε, έχει φαγητό στην κατσαρόλα.

Η πόρτα μισάνοιξε

-Να ρίξεις και άλλα ξύλα στη φωτιά, μην ξυλιάσεις.


Του γύρισε την πλάτη και ανέβηκε στο δώμα, αφήνοντας ένα τραπέζι μισοστρωμμένο με ψωμί και ελιές, κρεμμύδι και τραχανά στο τσουκάλι.

-Κλείσε και την πόρτα μην μπεί κανένας, ακούστηκε η φωνή του γέροντα σαν αστείο.

Το θεριό έφαγε μέχρι τα ψίχουλα,

κουβάλησε μερικά χοντράδια από το υπόστεγο να στεγνώσουν
και ακούμπησε στο παραγώνι να κλείσει για λίγο τα καταραμένα του μάτια,
μέσα στον άγιο τόπο.



6.

Η βάρδια του μόλις είχε τελειώσει,
70 χιλιάρικα πανεύκολα και σήμερα,
βράδυ σαββάτου, χαράματα κυριακής,
μια εβδομάδα φούλ στο τέρμα της,
τον περίμενε η καινούρια μηχανή
και ένας απομεσήμερος καφές
μετά από έρωτα με κάποια,
από όσες του δίναν το τηλέφωνο,
αντικλείδι των ποδιών τους

Βράχος έξω από το ξενυχτάδικο,
να βλέπει την παρέλαση από καλογυαλισμένα παπούτσια
και φρεσκοσιδερωμένα κοστούμια,
γούνες και προκλητικά ντεκολτέ,
όλοι να περιμένουν το πολυπόθητο οκ
για να εισέλθουν στο ναό της διασκέδασης.

Ένα χαμόγελο και διπλωμένα ευχαριστώ
ανάμεσα σε χειραψίες και οι τυχεροί να νιώθουν
μέλη της κάστας.
Έδωσαν και σήμερα επιτυχείς εξετάσεις:
καινοφανείς, εγωπαθείς, νυμφομανείς, ερωτιδείς, νεόπλουτοι, σοβαροφανείς μεσόκοποι, επίδοξες μετρέσες, αθλήτριες του γραφείου, πόρνες εν αναμονή και επαγγελματίες του τζόγου.

Ελάχιστοι οι φυσιολογικοί,
κανένας ο μεροκαματιάρης,
αυτούς τους σνόμπαραν μέχρι και οι παρκαδόροι,
που άφηναν τα αυτοκίνητά τους σε παραδιπλανά στενά
και τα βρισκαν με σπασμένους καθρέφτες
και βουλιαγμένα καπώ.

Άγριος ο κόσμος της νύχτας
και αυτός νυχτοπούλι από τα μικράτα του,
απ όταν έφυγε από το νησί

για να εγκατασταθεί στην πόλη.

Δεν ήταν άριστος μαθητής,
ούτε έτρεφε στα γράμματα αγάπη,
μα είχε ένα σώμα αξιοζήλευτο,
που το χτισε με γυμναστική πολλή,
ορμόνες και πρωτείνες,
έγινε ένα θωρηκτό, ένα κομμάτι ατσάλι,
πιο γρήγορος από σπαθί και πιο βαρύς από σπάθη.
Δεν άφησε τέχνη πολεμική που δεν καταπιάστηκε,

ανατολικές και δυτικές τις ρούφαγε σαν ουίσκι
και στο σώμα του τις φόραγε σαν νέο ωραίο ρούχο.

Έφτασε η ώρα που μπήκε στο στρατό
και είδε πως ήταν ευκαιρία να χωθεί εκεί,
τη μοίρα του να φτιάξει,
λυτοί και δεμένοι από το χωριό,
τηλέφωνα, παρακάλια και ένα λιοστάσι αντιπαροχή,
άλλαξε σε ένα μήνα τρία σώματα,
για να καταλήξει στο καλύτερο, στο ανεξάρτητο,
το ταχυδρομικό.

Μόνιμος, με γρήγορη εξέλιξη,
αν και δουλειά γραφείου, όλη την ώρα στο πόδι
ή καλύτερα στο τζίπ που ροβόλαγε στα χτήματα του

και ερχόταν όποτε συνέβαινε κάτι επείγον.

Δημόσιος υπάλληλος τα πρωινά πενθήμερα,
μετά όλη η μέρα δική του,
χανόταν στα μπάρ και στα γυμναστήρια
για φρέσκια σάρκα θηλυκή,
ζώντας σε αγκαλιές, ξυπνώντας σε εφηβαία,
ένας ταξιδιώτης των κορμιών,

που μέτρησε τις μέρες του με γυναικεία αρώματα.

Εύκολη και ωραία ζωή τότε, αλήθεια,
να ζείς μόνο το σήμερα,
με ρόλο πρωταγωνιστή
και διαλέγοντας τις συμπρωταγωνίστριες
που θα μοιράζεσαι τα φιλιά μαζί τους.




7.

Δεν ήταν ύπνος αυτό το πράγμα,
το ξερε και το φοβόταν περισσότερο από τον ξυπνητό,
έκλειναν με θόρυβο, με τριγμό
σαν σκουριασμένοι μεντεσέδες
και το τοπίο ωχρό,
να κρατιέται από κάτι τριχιές,
σε ένα λείο αλώνι που βουστροφίδιζε
και ξάφνου το έδαφος να ταρακουνιέται,
αυτός να χάνει την ισορροπία και να πέφτει σε μια δίνη,
σε μια ρουφήχτρα, σε μια λαβυρινθώδικη τσουλήθρα,
όχι δεν είναι έδαφος, σάρκα είναι,
αυτί και αυτός να ελικώνεται στα βάθη του ωτός
και να πέφτει, ανάερα να πέφτει,
χωρίς να βρίσκει στα τοιχώματα
και να που τα τοιχώματα γίναν πηγαδιού, πετρόχτιστου
και κάθε πέτρα να ναι καλυμμένη από βρύα και λειχήνες, κανένας ίχνος σκόνης,
μα έχοντας πρόσωπα η κάθεμιά τους πάνω,
πρόσωπα παραμορφωμένα, με τραβηγμένα τα χαρακτηριστικά τους στα άκρα και λίγο πιο πέρα,
σαν χθόνιες θεότητες, να θέλουν κάτι να του πουν,
κάτι να του πάρουν,
μα αυτός να καταβυθίζεται και να θέλει να φωνάξει,
μα η φωνή του να μην φτάνει ποτέ στα αυτιά του,
να παραμένει κάπου ανάμεσα
κρυμμένη σε πνεύμονες και λάρυγγα,
σαν σφηνωμένη, σαν φοβισμένη,
σαν καταπιωμένη και φρακαρισμένη από κάτι,
μα να μην βγαίνει,
ούτε για να του δώσει την ικανοποίηση
να ακούσει τη φωνή του για στερνή φορά
πρίν την πτώση.
Και να πέφτει σαν σακάκι,
με την πλάτη να σχίζει τον στεκάμενο ξινόπικρο αέρα
και κάτι μαλακό, λασπώδες, κερώδες,
μέχρι που κράκ, να σπάει το πρώτο στρώμα
και ύστερα το δεύτερο και το τρίτο
ανοίγοντας διάδρομο με τα πλευρά του,
συνθλίβοντας τις εξαγωνικές κυψελίδες
μιας υποδερμικής κερήθρας,
βλέποντας μόνο τα συντρίμμια

και τους βόμβους από ένα εξαγριωμένο σμάρι μελισσών

να τον ακολουθούν τσιμπώντας όπου βρούν,
χωρίς πόνο, μόνο φόβο και ενόχληση,
μέχρι που φτάνει στο κατώτατο επίπεδο
βουλιάζοντας σε ένα ρευστό σαν μέλι,
που μπαινε από τα ρουθούνια και το στόμα,
που το ανέπνεε και το κατάπινε χωρίς να πνίγεται,
μα με δυσκολία, το πάλεψε,
κολύμπησε χωρίς να φτάσει κάπου,
βατράχιζε με πόδια και χέρια,
μα ο εφιάλτης δεν φαινόταν να έχει τέλος, να χει τέρμα, ώσπου έπιασε κάτι σκληρό, σαν ξύλο, μια επιφάνεια ανάγλυφη.
Προσπάθησε να σηκωθεί και να ισορροπήσει,
μα του κάκου,
το ρευστό άρχισε να πάλλεται
και το έδαφος σαν κινούμενη άμμος άρχισε να τον καταπίνει,

να τον αφομοιώνει, θα θαβόταν ζωντανός,
το έβλεπε και δεν μπορούσε να το αποφύγει,
οι αστράγαλοι, οι κνήμες, τα γόνατα, οι γλουτοί,
κάποιος να βοηθήσει, φοβάμαι,
το στήθος , το στέρνο,
φοβάμαι,
ο λαιμός, το σαγόνι,
γιατί;;
το στόμα, η μύτη,
μια τελευταία ανάσα,
τα μάτια το μέτωπο

μια ανάσα,
θα σκάσω, πόσο ακόμα;;
λίγο ακόμα,
λίγο ακόμα,
ανοίγει το στόμα και γεμίζει πέτρες και μαλλιά,
κόκκαλα και ξεκολλημένη σάρκα,
σάπια,
πότε επιτέλους;;
η ανάσα δεν έφτασε πρέπει να πάρει και άλλη,
μα για να πάρει πρέπει να καταπιεί,
ποιος το αντέχει,
ποιος θεός, ποιος δαίμονας τον καταράστηκε;
καταπίνει την ανόσια μπουκιά,
την ξερνάει με αηδία,
μα είναι και πάλι μπροστά του για να την ξανακαταπιεί ,
την νιώθει να κατεβαίνει στο λαιμό,
η φωνή απαγκιστρώνεται,
ο διάδρομος είναι ελεύθερος για να ουρλιάξει,
θα φωνάξει;
όχι θα καταπιεί για να ξανααναπνεύσει,
ως πότε; Ως πότε;

Τα πόδια είναι πιο ελεύθερα,
συνάντησε κενό και η μέση το ίδιο,
έφτασε στην κορυφή μιας σπηλιάς,
ενός καυκάλου,
θα πέσει,
τώρα είναι σίγουρος πως θα τσακιστεί, κάνει να πιαστεί, να συγκρατηθεί εκεί πάνω,

καλύτερα με τη σάπια σάρκα,
δεν αντέχει άλλο,
θέλει να πεθάνει μα δεν ξέρει τον τρόπο
και δεν θέλει από τρόμο,
απλώνει τα χέρια,
οι αγκώνες αγγίζουν την διαρρηγμένη οροφή
και πέφτει στο πραγματικό κενό
κρατώντας υλικά κρανίου στα χέρια,
όλος ξεσκισμένος από την ανάποδη γέννα,
δεν έχει δάκρυα για να κλάψει,
τρέμει ακόμα και για να ουρλιάξει,
γίνεται φασολάκι,
φέρνει τα πόδια στο κεφάλι
και κρατάει τα γόνατα με τα χέρια,
μια ανθρώπινη σφαίρα
που διασχίζει το κενό με σταθερή επιτάχυνση,
για να βρεί ένα κρυστάλλινο ρηχό ποτάμι
και να ξαπλωθεί
σε ένα φρεσκομυρωδάτο στρώμα τριανταφυλλί.
Τρέμει, φοβάται να κουνηθεί,
πονάει ολούθε
και σιχαίνεται τον εαυτό του για την πορεία του αυτή,
μα τώρα ησύχασε,
έφτασε εκεί που έπρεπε να φτάσει,
στο τέρμα, στον πάτο
και είναι ωραία.
Αποκαμωμένος αφήνει λίγο τις άμυνές του
και αναπαύεται,
τα χέρια του ανοίγουν,
τα πόδια του απλώνονται,
κάνει τα μπράτσα μαξιλάρι και θέλει να κλάψει,
μα δεν μπορεί,
δεν έχει δάκρυα για τον ίδιο,
δεν θα χει ποτέ ξανά,
μόνο χέρια για να του κάνει κακό,
μα εδώ στα μαλακά παπλώματα κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, τα δάχτυλα απλώνονται κάτω από το προσκέφαλό του
και βρίσκουν τις διπλώσεις από το ρούχο,
το μαλακό τριανταφυλλί σκέπασμα,
μα είναι τόσο λείο και τόσο δαιδαλώδες συνάμα,
το πιέζει
και αυτό ανάλαφρα αντιδρά προς τα πάνω με πονοκέφαλο, το μαλάζει και ξαναθυμάται ξεχασμένες μνήμες,
προσπαθεί να το τραβήξει και να σκεπαστεί,
μα αυτό στρωμένο σε δίπλες,
λες και ραμμένο με αυτό τον τρόπο δεν ξεκουνιέται,
βρίσκει μιας δίπλας τον όχτο και φακελώνεται μέσα,
μα το κεφάλι του πονάει
και το στρώμα μοιάζει ζωντανό,
ένας παλμός τον διατρέχει
και εκκενώσεις βλέπει στα βαθιά,
λές και αστραποβολά ο ειρηνικός βράδυ με καταιγίδα,
κάτι ψυλλιάζεται,
χώνει μπουνιά στο πάπλωμα
και ματώνουν τα μάτια του από πόνο,
κλωτσάει τα τοιχώματα
και νιώθει να ξεριζώνονται όλα τα πάνω δόντια,
αρχίζει και τρέχει μακρυά,

δεν θέλει να το πιστέψει,
μα κάθε βήμα και μυλόπετρα γυρίζει στο μυαλό του
και του αλέθει όση μαγιά του απέμεινε
από τα πρώτα βλαστοκύτταρα,
μετά τη σύλληψή του.

8.

Συναντήθηκαν στην κωνσταντινούπολη, σε κάποιο βρώμικο υπόγειο της οδού yegen sk, πίσω από το πανεπιστήμιο του μαρμαρά. Ο δρόμος ήταν κατάμεστος από κόσμο, κινέζικα χαλιά στους πάγκους, μεταχειρισμένα ηλεκτρικά είδη και καρτοτηλέφωνα, παντού ουρές πίσω από τα καρτοτηλέφωνα όπου κόσμος μιλούσε με τους δικούς του πρίν τη συνέχεια της μεγάλης φυγής για να τους περιμένουν.

Είχαν να επιλέξουν ανάλογα με το κόμιστρο, οι ταπεινοί από τον έβρο ή τα βουνά της ροδόπης και οι πιο καλοστεκούμενοι με πλοίο ή αεροπλάνο από το αιγαίο.

Όλοι τους ήταν για τον έβρο, από αγροτικές οικογένειες, κάποιοι μικροεπιχειρηματίες, επιστήμονες λίγοι, κάποιοι εισοδηματίες εγκατέλειπαν τις εν καιρώ πολέμου ή άτυπου πολέμου χώρες τους προς το παράθυρο της δύσης.


Ο νόμος της αγοράς ήταν ότι προπληρώνεις τις υπηρεσίες τους και μετά σε κάθε σταθμό, ο κάθε οδηγός διαγουμίζει ότι περισσότερο μπορεί αλλιώς σε αφήνει.
Το ήξεραν και οι περισσότεροι προκαταβολικά είχαν βγάλει τα δόντια τους ακόμα και τα υγιή για να τα αντικαταστήσουν με χρυσά, ο χρυσός είναι ένα νόμισμα που περνούσε σε όλες τις χώρες, σε κάθε παζάρι, αλίμονο αν έπρεπε να χρειαστείς ψιλά.
Είχαν περάσει από βουνά, σε καρότσες φορτηγών, ποδαρόδρομο στις ερημιές της ασίας, υπό την απειλή και την εξαγορά ασιατών συνοριοφυλάκων και τώρα το μεγάλο βήμα, μια ανάσα από την ευρώπη, μια ανάσα τόσο δύσκολη, που για μερικούς ήταν και η στερνή. Το ξεραν, μα ήσαν διατεθειμένοι να πάρουνε το ρίσκο.

Ο τωρινός τους οδηγός ήταν ένας τούρκος, με σπασμένα γαλλικά μίλησε σε όλους, σε ένα μπασταρδεμένο λεξιλόγιο για να καταλαβαίνουν όλοι, θα έφευγαν αυθημερόν γιατί προβλεπόταν επιδείνωση του καιρού και θα είχαν έτσι περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Το γιατί ευνόητο, λιγότεροι έλεγχοι στην ερημιά.

Φορτώθηκαν σε ένα φορτηγάκι μεταφορών, χωρίς ιδιαίτερες προφυλάξεις, 50 άτομα, διαφόρων εθνικοτήτων, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, χωρίς χώρο για να καθίσεις, μόνο να σταθείς όρθιος ακουμπώντας στοιβαγμένος ο ένας δίπλα στον άλλο, ανάσα στα ψηλά να μην μπερδεύονται τα χνώτα και το δρομολόγιο της ακριβής ελπίδας συνέχιζε το ταξίδι του για 245 χιλιόμετρα σε δρόμους πότε κεντρικούς, χωρίς λακούβες, πότε, στον αυτοκινητόδρομο και πότε σε επικίνδυνα, γνωστά σημεία για μπλόκο από παραδρόμους και κατσικοχώρια.

Δυσάρεστη έκπληξη, ο επόμενος οδηγός μας είχε συλληφθεί απέναντι διασχίζοντας στο ποτάμι της ντροπής με τη λαστιχένια βάρκα του και κάμποσες ψυχές μαζί του, η επαναπροώθησή του θα καθυστερούσε από μερικές μέρες σε μερικές εβδομάδες, μιας και δήλωσε και ο ίδιος λαθρομετανάστης και όχι σωματέμπορος, μεγάλη η διαφορά απέναντι στην ευρώπη, σαν την υποκρισία της.

Οι βροχές και το κρύο έκαναν πρόδηλη την εμφάνισή τους και η θερμοκρασία είχε πέσει πολλούς βαθμούς κάτω από το μηδέν.

Υπήρχε το σχέδιο 1 που περιελάμβανε προσέγγιση στο ahir και μετά με ξύλινες βάρκες ή φουσκωτές, ανάλογα με το κόμιστρο και τα άτομα, θα περνούσαν κάτω από το σουφλί, και με μονοπάτια χαρτογραφημένα από ανθρώπινα δολώματα μέσα στα ναρκοπέδια και τα διπλά συρματοπλέγματα, θα είχαν κάποιου βαθμού ελπίδα να φτάσουν στην πόλη που θα τους περίμενε ο επόμενος σύνδεσμος για να τους προωθήσει με ασφαλή τρόπο στην ενδοχώρα της ελλάδας και μετά… έχει ο θεός, ο αλλάχ, ο βούδας και η λοιπή συνομοσπονδία.

Το σχέδιο 2 μιλούσε για αναμονή στην edirne για λίγο καιρό, δουλειά σε υφαντουργείο και αγροτικές δουλειές, μέχρι να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα χρήματα για το επόμενο στάδιο οι μην έχοντες τα απαραίτητα οικονομικά εφόδια, οι απόκληροι που μάλλον δεν θα γεύονταν παρά μια σκλαβιά σε άλλο τόπο, την εξαθλίωση ακούγοντας άλλη γλώσσα.

Όσο για το σχέδιο 3 να περάσουν πίσω από την οροσειρά της ροδόπης ούτε λόγος,

ακόμη.

9.

Διακόπτουμε την κανονική ροή του προγράμματός μας για να σας ενημερώσουμε σχετικά με το άγριο φονικό που έλαβε χώρα στον ορεινό όγκο του Μπέλες, του νομού Σερρών.

Σήμερα το πρωί περιηγητές ήρθαν σε επαφή με το φρικτό θέαμα τριών ανδρών κατακρεουργημένων, σε σπηλιά που χρησιμοποιούν συχνά κυνηγοί, βοσκοί και λαθρομετανάστες καθώς συμπίπτει με ένα από τα πολλά μονοπάτια, πύλη εισόδου τους στη χώρα μας, από τα σύνορα με την βουλγαρία.

Τα στοιχεία που έχουν οι αρχές στα χέρια τους μιλούν για τρείς βούλγαρους λαθρεμπόρους που έχουν απασχολήσει τις ελληνικές και βουλγαρικές αρχές επί σειρά ετών, οι οποίοι βρέθηκαν σε οικτρή κατάσταση, πλήρως διαμελισμένοι και πεταμένοι σε απόσταση, κάτι που θα δυσχεράνει την ιατροδικαστική έρευνα Οι θανόντες είχαν από παλιά απασχολήσει τις αρχές για υποθέσεις σωματεμπορίας, διακίνησης λαθρομεταναστών, ναρκωτικών και πλαστογραφίας

Από κύκλους τους υπουργείου δικαιοσύνης γίνεται λόγος για κάποιον αξιωματικό του ελληνικού στρατού, ύποπτου ως δράστη, μιας και εκεί βρέθηκαν το εθνόσημο και το υπηρεσιακό του όπλο αποθετημένα και τα ίχνη ενός μόνο που εγκατέλειψε το εφιαλτικό αυτό σκηνικό.

Οι χωριανοί έχουν επανειλημμένα ειδοποιήσει τις αρχές για τις παράνομες δραστηριότητες που υποπίπτουν στην αντίληψή τους, με καραβάνια λαθρομεταναστών, εμπόριο όπλων και ναρκωτικών, αυξημένων κλοπών καθώς και απειλών και επιθέσεως κατά των ιδίων.

Έχει συγκροτηθεί ήδη μια μεγάλη έρευνα από κλιμάκια της ελληνικής αστυνομίας, του στρατού και της συνοριοφυλακής, χτενίζουν την εν λόγω περιοχή και στήνουν μπλόκα σε διάφορα σημεία προκειμένου να στενέψει ο κλοιός.

Κάθε συνάντηση με τον δράστη κρίνεται επικίνδυνη, μιας και η ψυχολογική του κατάσταση φαίνεται διαταραγμένη και η πνευματική του ασταθής, γι’ αυτό η αστυνομική διεύθυνση σερρών παρακαλεί να περιοριστούν οι άσκοπες μετακινήσεις και ιδιαίτερα τις βραδινές ώρες.

Σε κάθε περίπτωση παρακαλείσθε όπως ειδοποιήσετε άμεσα τις αρχές για ότι παράξενο.

Στην περιοχή εντοπίστηκαν μια μεγάλη ομάδα λαθρομεταναστών, κυρίως παιδιών από το πρώην ανατολικό μπλόκ, τα οποία έλαβαν τις πρώτες βοήθειες και ήδη οδηγούνται στο Κέντρου Υποδοχής και Διαμονής Λαθρομεταναστών στο Φυλάκιο του έβρου, για να τους παρασχεθεί σίτιση και ικανοποιητικές συνθήκες διαβίωσης μέχρι την επαναπροώθησή τους στις χώρες καταγωγής τους.

Να έχετε ένα ωραίο βράδυ, περισσότερα με τις υπόλοιπες ειδήσεις στα νέα των οκτώ…

γειά σας

10.

Να πώ ένα ανέκδοτο;
Είναι ο δάσκαλος στο σχολείο και ρωτάει στο μάθημα των μαθηματικών:
Σε ένα λεωφορείο 30 θέσεων για καθήμενους και επιπλέον 26 για όρθιους, βρίσκονται 27 καθιστοί, 10 όρθιοι και ένας που θα κατέβει.
Στη στάση περιμένουν 35 άτομα. Πόσοι θα επιβιβαστούν;

Όλα τα παιδάκια σηκώνουν το χέρι.
Ένα παιδάκι λέει όλοι και ο δάσκαλος το διορθώνει πως κάνει λάθος. Τα άλλα παιδάκια γελάνε και σηκώνουν ζουζουνίζοντας το χέρι.
Το επόμενο λέει την απάντηση που ήθελε ο δάσκαλος να ακούσει και το επιβραβεύει λέγοντας σωστό, ζητώντας του να εξηγήσει στο πρώτο τη μαθηματική σκέψη.
Το πρώτο συμφωνεί, μα στην περίπτωση των αφγανών όλοι τους χωράνε σε ένα φορτηγάκι πολύ μικρότερο από λεωφορείο.
Ο δάσκαλος σιωπά και το δεύτερο ξαναδιoρθώνει το πρώτο, πως δεν μπορεί να χωράνε, μα δεν στοιβάζονται με ντόπιους.
Ποιος γελάς τώρα;

Κάνε μια διαίρεση 391 με το 120.
Τόσοι άνθρωποι στοιβάζονται σε τόσες θέσεις υποδομής, σαν να λέμε 2 κρεββάτια για 7 άτομα. Σύρος 2007.
Κάνε μια καλύτερη: 4000 με το 1, τόσοι οι οικονομικοί μετανάστες και 1 η πάτρα, σαν ενδιάμεσος σταθμός με την υπόλοιπη ευρώπη, το νούμερο είναι αυθαίρετο, σίγουρα ο αριθμός των απασχολούμενων σε αγροτικές περιοχές εποχιακά μπορεί να τριπλασιάζεται.

Τελευταία 2 ανέκδοτα:
Ελλάδα κράτος πρόνοιας.
Ευρώπη του ανθρωπισμού.

11.

Ξέρεις τι είναι να πεθαίνεις από την πείνα;
Ξέρεις τι είναι να πεθαίνει το παιδί σου από την πείνα;
Ξέρεις τι είναι να δουλεύεις χωρίς να ορίζεις ούτε το τομάρι σου;
Ξέρεις πως είναι να θεωρείσαι ένοχος ή τουλάχιστον ύποπτος επειδή γεννήθηκες κάπου;
Ξέρεις τι είναι να είσαι παράνομος γιατί θέλησες να ζήσεις καλύτερα, ή απλά να ζήσεις;
Ξέρεις πως είναι να συμπίπτει η ώρα του ύπνου με το πρωινό ξύπνημα;
Ξέρεις τι είναι να γεννιέσαι και να έχεις ορκισμένους εχθρούς απέναντί σου;
Ξέρεις τι είναι να νιώθεις πιο ασήμαντος από μια τσαλακωμένη σελίδα α4 και η τύχη σου να κρίνεται από μια τέτοια;
από ένα γαμημένο ψήφισμα;
από ένα γαμημένο γράφημα;
από ένα γαμημένο ισολογισμό του παγκόσμιου εμπορίου;
Ξέρεις πως είναι όταν δεν τσακίζει κόκκαλα η γλώσσα, μα η αγραμματοσύνη και η μπότα;
Ξέρεις πως είναι να περιμένεις με φόβο, λάθος με τρόμο το αύριο;
Ξέρεις τις αντοχές της σάρκας και του μυαλού εκεί στα σύνορα του ανθρώπου με τον άνθρωπο και

Θα σου πώ την αλήθεια μου,
εγώ δεν ξέρω,
μπορεί και να μην αντέχω,
μπορεί και να μην θέλω να ξέρω,
μπορεί να νομίζω πως δεν με αφορά,
μπορεί να νομίζω πως δεν μπορώ να το αλλάξω,
μπορεί να είμαι ευτυχής που το κακό χτύπησε την διπλανή πόρτα, μπορεί τα μάτια μου να μην είναι συνηθισμένα στην βία και στις ακρότητες,
μπορεί να πλησιάζουν οι γιορτές και να πρέπει να σκεφτώ τι δώρο θέλω,
ναι σίγουρα, οι γιορτές πάντα ήταν πρό των πυλών στη μητρόπολη.

12.

-Δε φοβάσαι;

Τον βρήκε στο κρεββάτι του, σαν γλύτωσε κάθιδρος από τον εφιάλτη.

-Δεν έχω απέναντί μου κάποιον να φοβηθώ

είπε ο γέροντας και έσπασε τα άλατα του σβέρκου του μέσα στις μπατανίες.

-Ξέρεις ποιος είμαι;

-Μια χαμένη ψυχή.

-Δεν έχω ψυχή.

-Όλοι έχουν και ας δεν το ξέρουν.

-Θέλω να σου ξομολογηθώ ότι έπραξα, μη σηκωθείς, δεν θέλω ευκές και πετραχήλια, δεν ζητώ συγχώρεση, μα κάποιον να μ’ ακούσει.

Ο γέροντας ανακάθισε.

13.

Άκαρπες συνεχίζονται οι έρευνες για τον εντοπισμό του στρατιωτικού που εμπλέκεται στο φονικό στο όρος Μπέλες του νομού Σερρών, όπου βρέθηκαν 3 βούλγαροι δουλέμποροι διαμελισμένοι.

Η βαλλιστική έρευνα υπέδειξε το υπηρεσιακό του περίστροφο ως το όπλο που τραυμάτισε τους δυό εκ των τριών και από αίμα που βρέθηκε πάνω στον σουγιά ενός από τα θύματα ταυτοποιήθηκε πως ήταν δικό του.

Το καραβάνι των παιδιών μιλάει για τον έλληνα στρατιωτικό με τα καλύτερα λόγια και τον περιγράφει ως σωτήρα, ενώ πάνω τους βρέθηκε σημαντικό ποσό σε δολάρια και ευρώ, που δηλώνουν οτι τους δόθηκαν από τον φερόμενο ως δράστη.

Το μυστήριο περιπλέκεται επειδή κρατούν τα στόματά τους κλειστά και αρνούνται να μιλήσουν σε οποιονδήποτε.

Οι γείτονες μιλούν για έναν αξιοθαύμαστο άνθρωπο, χαμογελαστό, πρόσχαρο, φιλότιμο και έτοιμο για βοήθεια.

Στρατιωτικές μας πηγές αναφέρουν οτι πρόκειται για έναν σοβαρό και αξιοσέβαστο πρόσωπο, που τον τελευταίο καιρό είχε περιέλθει σε δυσθυμία και του είχε παραχωρηθεί αναρρωτική άδεια και υποχρεωτική μετάθεση, ύστερα από ένα περιστατικό στον έβρο, όπου συνέλαβε κάποιους λαθρομετανάστες.

Αυτή ήταν η αρχή της κατηφόρας, απ’ όπου δεν συνήλθε, σύμφωνα με τα γνωστά αποτελέσματα.

Οι δικοί του αρνούνται να σχολιάσουν οτιδήποτε, αν δεν μιλήσουν πρώτα με τον ίδιο, καθώς δεν μπορούν να πιστέψουν οτι μεγάλωσαν ένα θηρίο στο σπίτι τους.

Σημειωτέον, ο εν λόγω αξιωματικός που ζούσε μακριά από την πόλη του είναι διαζευγμένος, με ένα γιό τεσσάρων ετών που ζεί με την μητέρα του.
Ο φερόμενος ως δράστης κρίνεται ως άκρως επικίνδυνος καθώς είναι εκπαιδευμένος σε πολεμικές τέχνες και το όνομά του είχε παλιότερα συνδεθεί με προστασία σε νυχτερινά μαγαζιά της συμπρωτεύουσας.

13.

Δοκίμασαν να περάσουν με σχεδία απέναντι από το σουφλί, μα τα σαπιόξυλα δεν άντεξαν το βάρος και τους πρόδωσαν στα μέσα της διαδρομής.
Ντυμένοι βαριά για το κρύο και πολλοί από αυτούς μην ξέροντας κολύμπι, υπήρξαν για άλλη μια φορά στη ζωή τους μια θλιβερή στατιστική,
ένα γεγονός από αυτά που περνάνε απαρατήρητα από τα δελτία ειδήσεων και αποτυπώνονται μονάχα σε αστυνομικά δελτία και αρχεία νεκροτομείων.
Επιζών κανένας, τα μελανιασμένα σώματα στόλισαν για άλλη μια φορά ένθεν και ένθεν τις όχθες του πιο μοβώρου ποταμού, στη γη της επαγγελίας, ενώ η λάσπη του θα κράταγε μερικές μορφές αγκαλιά στα έγκατα, σαν θυμωμένο παιδί τις κούκλες του, για να ταΐσει τα ψάρια στο δέλτα.

Έκλαψαν, θρήνησαν γοερά, μα βουβά τους συντρόφους στο μαρτύριο και τον ευτελισμό για να τραβήξουν πιο βόρεια, κατά το δεύτερο σχέδιο. Κάποιοι έρμοι θα ξαναπροσπαθούσαν το ποτάμι, τα γυναικόπαιδα αρνήθηκαν, κάλλιο χιόνι ποδαρόδρομος, να χουν τη γή να παλέψουν, παρά το άτιμο νερό.
Αυτοί που διάλεξαν το ποτάμι, χρεώθηκαν το μαρτύριο του σισύφου, να φτάνουν δύο βήματα, δυό κουπιές από τη στεριά και τα ελληνικά χέρια να τους γνέφουν άρνηση και η περισυλλογή τους να μεταφράζεται σε κράτηση και αναγκαστική επαναπροώθηση του στη χώρα καταγωγής. Ευτυχώς οι πιο έξυπνοι είχαν τα χαρτιά σκισμένα και δεν ξαναγύριζαν στην αφετηρία του παιχνιδιού, αν κανένας θυμάται το φιδάκι, μόνο παράδερναν σε όλες τις ενδιάμεσες θέσεις.
Από τους δέκα, οι δύο πνίγονταν, οι τέσσερεις έμεναν από λεφτά και στέριωναν, ενώ οι τέσσερεις περνούσαν ύστερα από μια δύο ή δεκατρείς φορές. Από τους τέσσερεις, μόνο ο ένας έφτανε στην αγγλία ή στη σουηδία, όπου και δούλευε για να πληρώσει κανονικά για τους δικούς του και να φιλοξενήσει τους τολμηρούς, που θα φταναν σαν τον ίδιο.

Αυτοί που θέλησαν να διασχίσουν το βουνό νόμιζαν πως μόνο το κρυοπαγήματα και τις νάρκες είχαν να φοβηθούν, τις συχνότερες αιτίες θανάτου όλων, οι γελασμένοι.
Θα αντλούσαν δυνάμεις από κάθε κύτταρο της ταλαιπωρημένης ύπαρξής τους, το βάρος των παιδιών και το μέλλον τους, ο σταυρός του μαρτυρίου, που θα σήκωναν αγόγγυστα.
Έφτασαν στη σόφια και ξανακατέβηκαν με άλλον οδηγό, τον Χαρακωμένο και τους βοηθούς του, τον πιο γνωστό, τον πιο σίγουρο.

Είχε αποκτήσει αυτή τη φήμη γιατί κατά καιρούς δοκίμαζε καινούρια μονοπάτια στέλνοντας ανυποψίαστους μετανάστες δολώματα σε αχαρτογράφητες απο νάρκες εκτάσεις, εκεί που και οι ναρκαλιευτές αρνούνταν να πάνε, με τις εκατοντάδες διαδρομές είχε καταφέρει να καθαρίσει πολλά μονοπάτια για να μπορεί να τα αλλάζει και να μην τον πιάνουν.
Ανατολικά της ροδόπης λοιπόν.
Φτιάχτηκε ένα καραβάνι των εξαθλιωμένων, ένα καινούριο πολύχρωμο πολυπολιτισμικό μωσαϊκό, που ξαναμπήκε σε φορτηγό σαν αποσκευή, που ζαλώθηκε ό,τι από τα υπάρχοντα δεν είχε εκποιηθεί από την κατα τόπους μαφία και ξεκίνησε άλλη μια φορά για την κατάχτηση της ελευθερίας.
Τα δάση της οξιάς ήταν πανέμορφα τέτοιο καιρό, στα χαμηλά, τα πουρνάρια και οι σχίνοι τα διαδέχονταν όσο ψηλότερα ανέβαιναν.
Αν το φυσικό σου τοπίο, εκεί που γεννήθηκες είναι ερημιά και ξέρα, αυτός ο τόπος μοιάζει ονειρικός, κάτι σαν τα βουνά στις καρτ ποστάλ που είχαν δεί, τα χιονισμένα βουνά στο βάθος, μπορεί να ήταν και οι άλπεις, μα άλλο είναι να τις βλέπεις από την ασφάλεια της απόστασης και άλλο να τις διαβαίνεις.
Σε κάθε βουνό, σε κάθε οροσειρά κάπου υπήρχε και μια σπηλιά, κάποιο καλύβι, κάποιο εγκαταλελειμμένο οχυρό ή φυλάκιο, που ο χαρακωμένος ήξερε και τους στρίμωχνε μέσα. Ο παγωμένος τόπος ζεσταινόταν σε χρόνο άψε σβήσε από τις ανάσες και γερές φωτιές που στέγνωναν προσωρινά τα ξυλιασμένα άκρα, τα κρυσταλλωμένα ρούχα και τις καταμουσκεμένες κάλτσες.
Θέλει το κρύο προσοχή, γιατί η απότομη ζέστη μπορεί να σπάσει τα αγγεία και η γάγγραινα να σου χτυπήσει την πόρτα εδώ στην ερημιά, το τελευταίο πράγμα που θέλεις, γιατί ο πεθαμένος φεύγει μόνος του, ενώ αυτός με τα κρυοπαγήματα παίρνει και άλλους στο λαιμό του.
Το φαγητό λιγοστό, κονσέρβες με φασόλια και κορνμπίφ και ξερό ψωμί, ίσα για να κρατιούνται όρθιοι μέχρι το επόμενο βράδυ και ο ύπνος λιγοστός και ανίκανος να ξεκουράσει, ίσα μόνο να ξεγελάσει.
Ο αέρας δεν κόπασε καθόλου, τέσσερεις μέρες λυσσομανούσε εδώ πάνω, στου κόσμου την λευκή ερημιά, δεν τους έκανε κανένα χατίρι, ο δρόμος για την ελευθερία, για το καλύτερο αύριο ήταν στρωμένος με κόπο, με πόνο, με ταλαιπωρία, με εγκατάλειψη, με θηριωδία.

14.

Μη με ρωτήσεις πως με λένε,
καμία σχέση δεν έχω με κείνον που ήμουνα,
χτήνος,
αν θές να με φωνάξεις,
χτήνος το όνομά μου.


Τα βλέπεις αυτά τα χακί που τα φορώ;
Μέχρι εκείνους ποτέ μου δεν τα ατίμασα.
Και αν έμπλεκα σε καυγάδες από παλιά
ήτανε που ήξερα πως να χτυπάω
και να φεύγω όρθιος,
γιατί ο τσακωμός των δυό σταματά
σαν πέσει ο ένας κάτω.
Αν είναι ένας νόμος που ακολούθησα είναι ετούτος που μου μάθανε,
να μην είμαι αλήτης στη ζωή μου.

Δεν ήμουν καλός, ούτε κακός,
είχα θεό δικό μου, σε εκκλησία το πόδι μου δεν πάτησα,
παρά για να παντρευτώ και σε κηδείες,
κορόιδεψα, ξεγέλασα, δεν μίλησα, απίστησα,
δεν τίμησα το στεφάνι μου,
μα δεν έκλεψα, ούτε σκότωσα
και αν αδίκησα ήτανε στα πλημμελήματα.

Ξεφεύγω από το θέμα λίγο να βρώ το θάρρος να στα πώ.
Ας είναι, ξεκινώ.

Ήτανε τέτοια εποχή, άσκηση στο βουνό,
σχοινάκια μες στο δάσος, χιόνι, ελάφια,
κυνήγι και ψάρεμα στο ποτάμι, ζωή χαρισάμενη,
για κάποιον που γεννήθηκε στη φύση
και κλείστηκε να δουλεύει οκτάωρο σε γραφείο.

Ήμουν στο τζίπ παρέα με το γιατρό και ένα φαντάρο,
είχαμε πάρει γράμματα και φάρμακα από την πόλη
όταν σε μια στροφή, σε ένα χωράφι
είδα μια ύποπτη κίνηση, κάποιου να κρυφτεί.

Η σωστή αντίδραση ήταν να ειδοποιήσουμε
τους στρατονόμους να ρθουν, μαζί με την αστυνομία,
μα ήταν το αίμα που έβραζε
και κατέβηκα μόνος μου με το υπηρεσιακό.

Σε ένα ανάχωμα πιο πίσω βρέθηκα μπρός σε ένα κοπάδι λασπωμένων,
δεν ήταν άνθρωποι, οι άθλιοι του ουγκώ ήταν,
πιο ταλαιπωρημένοι από τα σκιάχτρα για τα κοράκια,
πιο πεινασμένοι από τον λάζαρο,
πιο βρεγμένοι από τα ψάρια.
Τουρτούριζαν, δεν έβγαλαν μιλιά
σαν με είδαν να τους σημαδεύω με το περίστροφο,
ήμουν η εξουσία που τόσο φοβούνταν.

Άνδρες, γυναίκες και παιδιά,
όλοι σαν συννενοημένοι,
ακόμα και αυτά της αγκαλιάς,
αμίλητα μόνο με το στόμα,
γιατί τα μάτια έκαιγαν, έκλαιγαν, παρακαλούσαν,
ικέτευαν, υπόσχονταν, διαβεβαίωναν,
μάτια όπως είχε πει κάποιος πιο εύγλωττα απ’ του ζητιάνου δεν θα βρείς.

Ράγισα, ραγίσαμε.
Ήρθε το ρεο και τους μαζέψαμε,
ήταν πολλοί για το κρατητήριο
και ο γιατρός μας ήθελε να τους φροντίσει πρώτα,
ο διοικητής συναίνεσε και έγινε αυτό που έπρεπε.

Όλα μας τα λεφτά σε σοκολάτες
για τους μεγάλους να ζεσταθούν
και γάλατα για τα παιδιά.
Ρούχα μαζεύτηκαν στο άψε σβήσε,
όποιος μπορούσε έκανε ντούς
και όλοι κάθησαν μετά από μέρες να φάνε,
σαν άνθρωποι,
στο ιατρείο κοιμήθηκαν,
τους παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες
και τους μοιράστηκαν κάμποσες τηλεκάρτες.

Οι άνθρωποι σαν είδαν ανθρωπιά έσπασαν,
δεν άντεξαν και ξέσπασαν σε κλάματα,
από τα θρηνητικά για όσα τους βρήκαν,
για όσα πέρασαν, για την καλή τους τύχη
και για όσα τους περίμεναν.

Μια κοπελιά, μια μικρομάνα ιρακινή,
οδοντίατρος στο επάγγελμα,
με σπασμένα αγγλικά μιλούσε συνέχεια για πρεσβεία,
για ανθρώπινα δικαιώματα,
για διεθνή αμνηστία,
για πολιτικό άσυλο,
για πολιτικούς μετανάστες,
για τα παιδιά,
να φροντίσουν τα παιδιά
και κάποιους που είχαν αρχίσει τα άκρα τους
να βρωμούν σαπίλα και αποφορά,
όμορφη,
αλήθεια όμορφη,
γυναίκα τραγικά όμορφη,
φαινόταν βασανισμένη,
μα κοιτούσε να σώσει όλους από τη φυλή της ,
από το καραβάνι των αθλίων,
των λιγότερο τυχερών.

Τα μάτια της έκαιγαν πυρετικά,
από θέρμη για αυτά που έλεγε,
μα και από πυρετό πραγματικό.
Μια μικρή κατάξανθη αγγελούδα,
η μαρίσα
την είχε από το χέρι συνεχώς,
τη νέα καμπουριασμένη γυναίκα.

Με νευρίαζε και της έβαλα τις φωνές όχι λίγες φορές,
δεν ήμασταν εκεί για να μας τρέχει εκείνη,
κάναμε το καθήκον μας σαν άνθρωποι,
μα οι επισημάνσεις της καταντούσαν κουραστικές,
σχεδόν ενοχλητικές.

Είχαν περάσει σχεδόν όλοι και όλες από τον γιατρό,
όταν κάποια κυρία με πλησίασε με σκυμμένο κεφάλι
και ζήτησε να της χορηγήσουμε ..σερβιέτες.

Αμέσως τσακίστηκαν οι φαντάροι με τα τζίπ
και έφεραν ότι μπορούσε να χρειαστεί μια γυναίκα,
χωρίς να ζητήσουν χρήματα,
όλοι ότι έπαιρναν, το έβαζαν από την τσέπη τους.
Η κυρία με ξαναπλησίασε και κάτι προσπαθούσε να μου πεί,
φαινόμουν σαν να ήμουν ο σημαντικότερος εκεί μέσα,
ποιός ; εγώ, που θα έπαιρνα την άλλη εβδομάδα όλη τιμητική άδεια.
Έδειχνε συνέχεια την ξανθιά οδοντίατρο
και τις σερβιέτες, κρυφά, παράμερα,
για να μην την βλέπει και έκανε πρόστυχες κινήσεις.
Δεν καταλάβαινα.
Πλησίασε ο γιατρός,
την είδε όταν σηκώθηκε,
άφησε την μαρίσα στα χέρια των άλλων γυναικών
και την πήρε στο βάθος, στο παραβάν.
Έμεινε για κανα μισάωρο εκεί.
Κάποιες μανάδες θήλαζαν τα μωρά τους,
κάποιοι γονάτισαν την ώρα εκείνη που βράδιαζε
και άρχισαν με χαμηλή φωνή να προσεύχονται,
εγώ έφερνα κούτες τσιγάρα και μοίραζα.

Ο γιατρός βγήκε.

Οι γυναίκες μαζεύτηκαν
και οι άνδρες κατέβασαν τα μάτια,
για πρώτη φορά.

Την χάλασαν, μου είπε.

Δεν το κατάλαβα, τι ήταν μηχανή για να την χαλάσουν;
Πήγα να αστειευτώ.
Με κοίταξε.

-Την χάλασαν.

Πάγωσα.
Της είχε χορηγήσει μορφίνη.
Τώρα κοιμόταν. Αυτή που επωμίστηκε το βαρύ φορτίο.
Δεν μπορούσα να ακούσω, ήθελα, δεν ήθελα,
προσπαθούσα να κρατήσω κάποια δάκρυα, άρχισε ο γιατρός.

15.

Δεν είναι εύκολο βουνό η ροδόπη,
ούτε είναι εύκολο να είσαι γυναίκα στο ιράκ,
σπουδασμένη και ξανθιά.

Όταν συνάντησε τον μέλλοντα άντρα της
στο πανεπιστήμιο νόμισε πως η ζωή της ολοκληρώθηκε,
νέος, ωραίος, από καλή οικογένεια,
με στρωμένη δουλειά πίσω στα χώματά τους,
ήταν ευτυχισμένη, θα του έκανε τα ομορφότερα παιδιά.
Ήταν αλήθεια και του το κανε.

Οι σπουδές τελείωσαν και είπαν να επιστρέψουν.
Οι γονείς τους επέμεναν πως δεν ήταν καλή ιδέα,
με την τωρινή ανώμαλη πολιτική κατάσταση.
Οι νέοι έχουν άλλα όνειρα και δυναμική από τους μεγαλύτερους,
έτσι κάνουν πιό τρανταχτά σωστά τα λάθη τους να φαίνονται.

Γύρισαν και στο αεροδρόμιο ζήτησε από τους υπεύθυνους
να μην την περάσουν από ακτίνες, γιατί ήταν έγκυος.
Ήταν η πρώτη φορά που το λεγε
και της φάνταζε πως όλος ο κόσμος θα άλλαζε.
Δεν άλλαξε, πέρασε από τις ακτίνες,
ο άντρας της ήταν ευτυχώς περιχαρής,
έστω και σαν άκουσε αργότερα το φύλο του παιδιού,
κορίτσι, δεν έδειξε να ενοχλείται,
γερό να ναι.

Ήταν γερό το παιδί,
η πολιτική κατάσταση δεν ήταν
και από τη μια στιγμή στην άλλη χρίστηκαν ένοχοι,
ύποπτοι, μαζί και το μωράκι,
χωρίς πολλά δικαιώματα στο νέο κόσμο.

Το να έχεις σπουδάσει στη δύση σε κάνει δυτικό,
Το να είσαι από το ιράκ σε κάνει ιρανό,
εντός εκτός και επι τα αυτά
κάτι σαν να λέμε μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα.
Το εδώ να μοιάζει παράλογο, το εκεί να είναι αδύνατο.
Αναγκαστικά παράνομοι.

Η μικρή μεγάλωσε και σαν μπορούσε
να ακολουθήσει το ταξίδι της φυγής,
το έκαναν δίχως δεύτερη σκέψη.

Του περιέγραψε το ταξίδι από το ιράκ,
μέχρι την κωνσταντινούπολη,
με τους δύο χιλιάδες κινδύνους,
τα εμπόδια, την πατημένη αξιοπρέπεια,
τα χρήματα που εξανεμίζονταν
γρηγορότερα από ότι νόμιζαν.

Έφτασαν στο βουνό.
Τρείς τους οδηγούσαν,
ο ένας τους ήταν ο χαρακωμένος στο πρόσωπο,
ποιός ξέρει από ποιόν και πώς,
πάντως η χαρακιά εκείνη πρέπει κάποια στιγμή
να του άνοιγε το χαμόγελο από ένα σημείο
πάνω από το ζυγωματικό.

Περπατούσαν με όση δύναμη ψυχής διέθεταν,
χωρίς άλλα προβλήματα και ενοχλήσεις,
μέχρι που άρχισε να βλέπει τη ματιά του
να εδράζεται πάνω της.
Ενοχλητικά, μα το προσπέρασε,
δεν είπε κάτι στον άνδρα της,
είχαν βλέπεις όπλα και μαχαίρια,
ενώ εκείνοι μόνο την ταλαιπωρία να προτάξουν.

Λαγκαδιές ανέβαιναν, ρεματιές κατέβαιναν,
το πάλλευκο σκηνικό σου τρύπαγε τα μάτια,
πότε μπροστά οι οδηγοί και πότε πίσω τελευταίοι,
ήξερε πως κάτι κακό θα της ξημέρωνε,
μα δεν φανταζόταν πόσο.

Η βαρυχειμωνιά δεν έφτανε να τους τσακίσει το ηθικό,
ούτε ο αέρας, μα σαν έπιασε να χιονίζει τα πράγματα αγρίεψαν.
Δεν έβλεπες μέχρι εκεί που άπλωνες το πόδι
και αποφασίστηκε να μείνουν κάπου προφυλαγμένοι,
μέχρι να περάσει το κακό.

Ο χαρακωμένος και οι άλλοι δεν κουβαλούσαν
παρά τα τομάρια τους κρατώντας τα όπλα στα χέρια
για τον φόβο των λύκων και των αγριμιών,
αν και είχαμε μια υποψία ποιους να φοβόμαστε περισσότερο.

Τα πράγματά τους τα κουβαλούσαμε εμείς
και μη νομίσεις, υπνόσακοι, ποτά και κονσέρβες
ήταν οι προμήθειές τους, όσα τους χρειάζονταν εκεί πάνω.

Φτάσαμε σε ένα σημείο που είχε δυό χαλάσματα,
σαν παλιά ταμπούρια,
πετρόχτιστα λαγούμια μες στο έδαφος,
με κοινή πόρτα, μικρό διάδρομο,
δεξιά και αριστερά τα δυό δωμάτια,
με ένα παράθυρο το καθένα,
πολεμίστρα.

Ίχνη από ακαθαρισίες,
κάρβουνα από παλιότερες φωτιές
και ανήλιαγη μούχλα ήταν γεμάτο,
μα αν έψαχνε το χέρι σου στους τοίχους,
μπορούσες να ψηλαφίσεις γράμματα,
ονόματα, σε γλώσσες ανακατεμένες,
όσων η μοίρα έταξε να διαβούν αυτό το κατώφλι
και να δηλώσουν ακόμα ότι ζούν,
ότι κατάφεραν να φτάσουν έως τα μισά του ονείρου.

Κράτησαν αυτοί το ένα δωμάτιο και εμείς το άλλο.
Πήραν τους άντρες έξω για να μαζέψουν ξύλα,
μας έζωσε ο φόβος, μα σαν γύρισαν έγινε ο τόπος καμίνι από τη ζέστη.
Άρχισαν να επανέρχονται τα χαμόγελα,
τα μάγουλα να ροδοκοκκινίζουν από αισιοδοξία,
σε δύο μέρες δρόμο θα μασταν στο επόμενο σημείο συνάντησης.

Δεν είχαμε κινητό κανένας,
μας τα είχαν κρατήσει πρίν ξεκινήσει το ταξίδι,
είχαν μόνο αυτοί που συνεννοούνταν
και βλαστημούσαν σήμερα.
Κάποιος κατάλαβε πως προβλεπόταν ισχυρή κακοκαιρία
για το επόμενο διήμερο
και πως θα έπρεπε να την περάσουμε εκεί μέσα.

Άρχισαν να πίνουν.
Με τα όπλα.

Ασυναίσθητα οι γυναίκες ντύθηκαν πιο βαριά
και έπιασαν με πλάτη τον τοίχο.
Μαζευτήκαμε, μα η απόφαση ήταν μάλλον ειλημμένη.
Ένα τραντζιστοράκι έπιανε βουλγάρικα τραγούδια,
μαζί με διαφημίσεις, μου είπαν να τους χορέψω.
Ο άντρας μου αρνήθηκε και τον οδήγησαν έξω,
δεν πρόλαβα να πώ τίποτα, επέστρεψαν από τους τρείς που βγήκαν δύο.

Με οδήγησαν στο διπλανό δωμάτιο
και για τρία τρομερά μερόνυχτα γνώρισα του κόσμου την κάτω όψη.
Με φοβέριζαν πως σειρά θα είχαν οι άλλες και τα παιδιά,
στο τέλος και η μαρίσα.
Τρία μερόνυχτα. Το τραντζιστοράκι να παίζει ακούραστο, σαν και κείνους.
Λιπόθυμη, ημιλιπόθυμη, νεκροζώντανη.

Ο καιρός άνοιξε, μου παν να μαζέψω τα κουρέλια μου
και να συμμαζευτώ, χωρίς πολλές ερωτήσεις.
Ο άνδρας μου τελείωσε απ΄εξω
και μόνο το χιόνι ήταν να του σκεπάσει τα μάτια.
Στην πορεία είδαν την περίπολο της συνοριοφυλακής,
μας έδειξαν πού να πάμε, ποιόν να ζητήσουμε
και μας εγκατέλειψαν χωρίς πολλές οδηγίες.

Μετά μας βρήκατε εσείς.

16.

-Τσιγάρα, χαρακιές, μπουκάλι, καταχαραγμένη, έχασε και πολύ αίμα

-Σταμάτα!

-Θαύμα είναι πως μπόρεσε να μείνει ζωντανή.

-ΣΤΑΜΑΤΑ ΣΟΥ ΛΕΩ !!!!

-Και να χει τη δύναμη να αγωνίζεται για όλους αυτούς… σταματάω

Άρχισα να γρυλίζω, να σκληρίζω,
βγήκα έξω και άρχισα να φωνάζω κατάρες.
Πήρα να τρέχω, για να μην αρχίσω να πυροβολάω.
Ένιωθα τη μπάλα να χάνεται ώρα με την ώρα.
Και εγώ της είχα σηκώσει τον τόνο της φωνής, τη μάλωσα.
Δεν ήξερα, μα έπρεπε κάτι να καταλάβω.

Τι;

Ένιωθα ένοχος που ήμουν άντρας, για το κακό που έπαθε,
ένιωθα μίσος για το σκυλολόι που ήταν μαζί της
και δεν την προστάτεψε.
Δεν θα μπορούσα να την ξανακοιτάξω στα μάτια,
ένιωθα ντροπιασμένος σαν άνθρωπος.

Περπατούσα και έτρεχα,
δεν ξέρω πότε σταμάτησα,
αν δεν με μάζευαν με το τζίπ δεν ξέρω που θα έφτανα.
Έμεινα όλο το βράδυ ξάγρυπνος έξω από το ιατρείο,
μαζί με τους αμίλητους σκοπούς.
Δεν υπήρχε η διάθεση για αστεϊσμούς,
το κλίμα ήταν φορτωμένο ως εκεί που δεν έπαιρνε.

Μεσολάβησε σαββατοκύριακο
και έμεινε όλος ο κόσμος στο στρατόπεδο,
από Δευτέρα θα τους παραλάμβανε η αστυνομία
για να τους οδηγήσει στον καταυλισμό.
Και μετά;
εν υπάρχει μετά, μόνο πάλι.
Πάλι η ίδια ταλαιπωρία, τα ίδια βάσανα, η ίδια προσπάθεια, ένας ο σκοπός, πολλοί οι δρόμοι.

Όχι για όλους,
γιατί κάποιοι θα διέκοπταν το ταξίδι τους
για το φωτεινό μονοπάτι,
πάλλευκο και κείνο,
για να συναντήσουν αγαπημένους
και να βρούν τη γαλήνη,
επιτέλους.

Την βρήκα στο κρεββάτι της εντατικής
πριν πέσει σε κώμα και δεν ξανασηκωθεί ποτέ.
Τη μικρή κρατούσε η πρόνοια
και μια πονόψυχη κυρία την έφερνε στο νοσοκομείο
συνεχώς.
Αντλώντας μερικές εφεδρικές αντοχές,
από πού;
μου έγραψε σε ένα χαρτί ένα τηλέφωνο και ένα όνομα,
του αδερφού της,
που σκόπευε να έρθει σε μερικούς μήνες,
να τον πληροφορήσω πως η μαρίσα ήταν μόνη
στον κόσμο πλέον, να έψαχνε να την βρεί.
Είπα ναι,
μα μου κράτησε το χέρι πιο σφιχτά απ’ όσο περίμενα

Προμί!

Δεν σε καταλαβαίνω..

Προμί!

Μια στιγμή, κάποιος να μου εξηγήσει.

Υποσχέσου της,
μου είπε η νοσοκόμα
που περνούσε έξω από την πόρτα.

Φίλησα το χαρτί,
φίλησα το χέρι της και το φερα,
όπως τους είχα δεί, στην καρδιά,
στα χείλη, στο μέτωπο, στον αέρα.
Σαν να ευχαριστήθηκε,
ένας μορφασμός σαν χαμόγελο στερεώθηκε
για λίγο στα χείλη της.
Έτσι θέλω να την θυμάμαι.

Μετά τα πράγματα κύλησαν γρήγορα.
Αυτή έφυγε,
η μαρίσα έμεινε σε ένα καταυλισμό παιδιών μεταναστών και προσφύγων,
την επισκεπτόμουν κάθε μέρα.
Πήρα το τηλέφωνο που της είχα τάξει.
Ο άνθρωπος στην άλλη γραμμή πρέπει να τσάκισε.

Πλήρωσα τα έξοδα για να πάει η σωρός της στο ιράκ
και για να έλθει με νόμιμο τρόπο ο αδερφός της εδώ.
Μου φιλούσε τα χέρια στο αεροδρόμιο,
κλαίγαμε και οι δύο σαν μικρά παιδιά,
ο καθένας στη γλώσσα του
σαν φτάσαμε μπροστά στη μικρή.
Η ιστορία τελείωσε εδώ.

Η τιμητική άδεια συνεχίστηκε με αναρρωτική,
ήμουν ράκος, χωρίς ύπνο, μόνο εφιάλτες,
με στοίχειωσαν όσα άκουσα,
όσα έμαθα, όσα έζησα από πρώτο χέρι.

Πήρα αναγκαστική μετάθεση στις σέρρες,
μήπως και κάτι αλλάξει.
Το μυαλό μου δεν στεριώθηκε
παρά όταν έμαθα από πηγές στη βουλγαρία
ότι ένας σημαδεμένος θα κατέβαζε
ένα καραβάνι με παιδιά ορφανά του πολέμου
για αγοροπωλησία.

Αν θέλεις να δείς την κάθοδο των σκλάβων
αρκεί να το θές πολύ
και δεν υπάρχει περίπτωση,
θα τη δείς.

Αργά μα σταθερά,
στα απόκρημνα μονοπάτια τους είδα να πλησιάζουν,
παρόμοια σύνθεση από τις περιγραφές είχαν οι δύο,
μόνο ο ένας ήταν ακριβώς όπως τον φανταζόμουν, αυτός με τη χαρακιά.

Τα χτύπαγαν με τα κοντάκια των όπλων να βιαστούν,
να μη σέρνουν τα βήματά τους,
να φτάσουν στη σπηλιά πριν νυχτώσει.
Ήμουν έτοιμος,
για τη σημερινή μέρα ήμουν έτοιμος μια ολόκληρη ζωή.
Από μακριά παρακολουθούσα
τους θύτες να σπρώχνουν τα θύματα,
σε μια κολασμένη ελευθερία
πληρωμένη με αίμα, πόνο και αξιοπρέπεια.

Στη σπηλιά που κατασκήνωσαν
έκαναν ένα πρόχειρο χώρισμα με ένα σεντόνι
και έφτιαξαν ένα χώρο στο βάθος της σπηλιάς,
ψυχαγωγίας διαστροφών,
ενώ οι άλλοι δύο φύλαγαν στο έμπα της σπηλιάς
τις τρομαγμένες, ρημαγμένες ψυχές
που γλύτωσαν τον πόλεμο
για να υποστούν τα βασανιστήρια της ειρήνης.

Μια σφαίρα στον δεξί ώμο και ο ένας αχρηστεύτηκε,
έπεσε κάτω σφαδάζοντας στους πόνους.
Τα παιδιά άρχισαν και στριγγλίζουν
και να μετατρέπονται σε μια ανθρώπινη μπάλα,
ο δεύτερος αστραπιαία τράβηξε το όπλο του
και βούτηξε στο σκοτάδι,
ενώ ο τρίτος με τη χαρακιά,
βλαστημώντας πέρασε το σηκωμένο σεντόνι
με κατεβασμένο το παντελόνι
και διπλώθηκε πάνω στο σωρό των ρούχων
απλώνοντας τα χέρια να φτάσει το καλάσνικοφ.

Το βρήκε και δεν είχε νόημα να περάσω
και άλλο χρόνο μαζί του.
Βγήκα στο κατόπι για τον δεύτερο.
Άνοιγε πύρ στο πουθενά,
σε κάθε φύσημα του ανέμου,
σε κάθε τσάκισμα κλαδιού,
σε κάθε πέτρα που πέταγα
για να αδειάσει ο γεμιστήρας του.
Τον γύρισε ανάποδα,
ακούστηκαν διαδοχικά τα κούφια κλίκ,
δεν είχε φροντίσει να ναι ετοιμοπόλεμος,
μέγα σφάλμα για κάθε παράνομο.

Έκανε να τρέξει σαν με είδε μπροστά του,
μια σφαίρα στο πόδι
και μετατράπηκε σε λαβωμένο αρκούδι από φάκα,
σύρθηκε στα τέσσερα για λίγο
και γύρισε να ικετέψει για έλεος.

χρήματα,
ευρώ,
πολλά,
δικά σου,
πολλά,
για να ανταλλάξει την αναπόφευκτη μοίρα του,
μα ήδη έβλεπα τα πάντα κόκκινα,
έμενε μόνο να βαφτούν έτσι πραγματικά.

Είναι απορία άξιο
πόσες μαχαιριές χρειάζεται κάποιος,
ο πιο μεγαλόσωμος για να αχρηστευτεί τελείως,
από μια μαχαιριά δαχτυλίδι γύρω από τους ώμους,
να κοπούν οι τένοντες
και μετά μπορείς ανεμπόδιστα να τον ευνουχίσεις.

Η σειρά των άλλων δύο,
ο ένας ο χοντρός ακόμα ακουγόταν να μουγκανίζει,
φαρδύς πλατύς ξαπλωμένος κάτω
προσπαθώντας να πιάσει το όπλο του με το αριστερό,
μα η σπασμένη κλείδα να του πολλαπλασιάζει τον πόνο
σε κάθε κίνηση.

Μόνο ο χαρακωμένος.
Ταμπουρώθηκε πίσω από το ανθρώπινο κουβάρι
και φώναζε για συμφωνίες, για ευρώ,
για ανθρώπινες ασπίδες, απειλές ότι θα τα σκότωνε όλα,
ότι μόνο να φύγει ήθελε και τίποτα άλλο,
αλλά απόκριση δεν έπαιρνε.

Πήρε δύο παιδιά αγκαλιά
και έκανε να βγεί προς τα έξω,
σκοτάδι, τα παιδιά να κλαίνε
και αυτός να βρίζει, να τα χτυπά,
να τα σφίγγει πάνω του,
με το όπλο του κολλημένο
στα μηνίγγια του ενός.

Μια ψυχή ξεντυμένη εντελώς
έκανε μια ηρωική έξοδο πίσω από το σεντόνι
συμπαρασύροντάς το,
για να καταλήξει με μια καφεκόκκινη κηλίδα,
κάπου στο κέντρο της
από το επαναληπτικό όπλο.

Μια δεύτερη σφαίρα λιγότερο πονετική
τον χτύπησε ανάμεσα στα πόδια,
για να τον αφοπλίσει,
πέταξε όπλο και παιδιά και
γονάτισε κρατώντας τη διαλυμένη σάρκα του.

Κάποιο παιδί αναθάρρησε και μάζεψε το όπλο.

Με ένα κομμάτι σύρμα τον έδεσα χειροπόδαρα.

Το γυμνό σεντόνι ξεψύχησε αμέσως.
Ο χοντρός δεν πρόλαβε να κάνει το παραμικρό,
μια ορδή από μικρά και μεγαλύτερα χέρια
του έλυωσαν το κρανίο με πέτρες,
δίκη και ετυμηγορία μαζί,
θύματα, δικαστές και δήμιοι ταυτόχρονα.

Είχε πολλές ώρες για να ξημερώσει,
μα δεν απείχαμε πολύ από το τον χωματόδρομο
που θα τα έβγαζε στη δημοσιά.
Τα σήκωσα να φύγουν,
φοβισμένα με κοιτούσαν
μην ξέροντας πώς να φερθούν.
Από τη φωτιά πήραν κανα δυό αναμμένα κλαδιά
για να φέγγει το δρόμο τους,
μέχρι που βρήκα στα πράγματα των δουλεμπόρων
τα χρήματα, τα ναρκωτικά και τους φακούς.

Τα παιδιά έφυγαν ακολουθώντας το μονοπάτι
προς τα κάτω, όλα μαζί,
μια φοβισμένη, ορφανή παρέα,
χωρίς μνήμη από κείνη τη βραδιά,
γιατί όσα ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα χωνέψει,
τα καταπίνει αμάσητα
και μπαίνουν μέσα του σε ντουλαπάκια,
που θα πάρει μαζί του στο μεγάλο σκοτάδι
όταν θα βυθίζεται,
του ύπνου ή του θανάτου.


17.

Ένας νεκρός στην είσοδο,
ένας μισοαναίσθητος από τον πόνο
και την ακατάσχετη αιμορραγία πιο πέρα
και ο χαρακωμένος δεμένος πισθάγκωνα.
Τους τράβηξε όλους μέσα στη σπηλιά,
έριξε και άλλα ξύλα στη φωτιά,
συνέφερε τον μισοαναίσθητο με ουίσκι στο πρόσωπο
και άρχισε το μακάβριο έργο του.

Αφαίρεσε τις επωμίδες
και το εθνόσημο από τη στολή,
τα διακριτικά από το γιακά
και τα άφησε παραπέρα,
με χέρια ματωμένα
πάνω στο περίστροφό του.

Με το κυνηγετικό μαχαίρι του
συνέχισε να κόβει τον ημιλιπόθυμο
και να του αραδιάζει έξω τα εντόσθια
μπρός στον φρικαρισμένο με τη χαρακιά.
Το ίδιο και μα τον πεθαμένο.

Βουτηγμένος στο αίμα,
με ένα δαίμονα να του δίνει προσταγές,
με κάποιο πανάρχαιο αιματοβαμμένο θεό,
όχι της αγάπης και της σοφίας,
μα της εκδίκησης και του ξίφους
άρχισε να τους διαμελίζει, καρπούς,
αγκώνες, γόνατα, ώμους και κεφάλια.

Κάθε τόσο σκούπιζε το μέτωπό του
και βαφόταν στα χρώματα του πολέμου,
ήξερε πως έχανε την ψυχή του,
μα η δικαιοσύνη του δαίμονά
του ζητούσε αίμα
και το αντίτιμο ήταν ο εαυτός του.

Του κάρφωσε ένα μαχαίρι στο χώμα δίπλα του
και του λυσε το σύρμα.
Ο χαρακωμένος δεν έλεγε να το σηκώσει,
είχε μπροστά του το χτήνος,
τον καθαρότερο καθρέφτη της ψυχής του
και ήξερε πως δεν θα γλύτωνε.
Με το που πιασε το μαχαίρι,
του κατάφερε μια κοψιά στο στήθος,
ενώ ο άλλος παρέμενε ακίνητος.
Όχι για πολύ,

ξεκίνησε.

Τον μαχαίρωσε κοντά κοντά,
κάθε σημείο, κάθε εκατοστό,
τόσες μαχαιριές
όσα και τα κορμιά που βασάνισε,
που κατέστρεψε, όχι για να τον σκοτώσει,
όχι αυτό δεν ήταν να συμβεί ακόμα,
θα ήταν λάθος.
Με το κοντάκι του όπλου του σπασε
όσα περισσότερα κόκκαλα μπόρεσε,
το ένα μετά το άλλο, χωρίς φωνές,
χωρίς βρισιές, μόνο τον κοίταζε κατάματα,
όπως ένιωθε ότι έπρεπε,
όπως θα θελαν όσοι υπέφεραν στα χέρια του.

Δεν είχε πειράξει κανένα ζωτικό του όργανο,
θα μπορούσε να τον κρατήσει έτσι
μέχρι τα ξημερώματα…

Ήρθε το ξημέρωμα.

Τον άνοιξε, σκόρπισε τα εντόσθια
και αυτού γύρω, τον καρατόμησε,
έκανε εμετό
και έφυγε να σκοτωθεί.

18.

Θα με ρωτήσεις γιατί κρύβομαι
και γιατί δεν παραδίδομαι,
δεν είναι ότι θέλω να ζήσω,
το αντίθετο,
ξέρω πως η ζωή δεν μου αξίζει,
πως δεν θα μπορέσω να σβήσω αυτόν που έγινα,
γιατί δεν είναι ρούχο που το φοράς και το βγάζεις,
είναι πέτρα σε λίμνη,
που ακόμα και αν τελειώσουν κάποτε της επιφάνειας τα δαχτυλίδια,
βαθιά μέσα της δεν θα ναι ποτέ η ίδια.

Πήρα το κρίμα πάνω μου,
δεν σε ρωτάω για παράδεισο,
δεν με νοιάζει να σωθώ,
μιαν ερώτηση μονάχα
ποιος θεός και ποιος άνθρωπος
επιτρέπει όλα αυτά να συμβαίνουν.
Δεν επενέβει κανένας όταν πνίγονταν στο ποτάμι
όταν σκοτώνονταν στη χώρα της,
όταν βομβαδίζονταν χωριά,
όταν τους έκλεβαν τις οικονομίες,
όταν πέθαιναν από το κρύο,
όταν ανατινάζονταν στον αέρα,
όταν το κτήνη άλωναν τις ψυχές και τα σώματά τους,
όταν πετσοκόβονταν οι σάρκες τους.

Πού ήταν ο θεός ή μήπως είμαστε ήδη στην κόλαση;

Ο ηγούμενος σκούπισε τα μάτια του, ήταν γεμάτα ρετσινοσταγόνες.

Δεν έχω τις απαντήσεις που γυρεύεις,
μα μπορώ να σου εξομολογηθώ και εγώ κάτι
Ακολούθα με.
Ακολούθα με σου λέω, μήπως μόνος σου βρείς τις απαντήσεις στα ερωτήματά σου.

Στο κελί αυτό βρίσκεται ένας γέροντας,
που κάποτε ήταν ο παπάς του χωριού.
Ήταν παντρεμένος και είχε ένα γιό, μονάκριβο.

Ήμασταν συνομήλικοι και κάποτε τσακωθήκαμε για μια κοπέλα.
Στον καυγά πάνω στον σκότωσα με τα χέρια μου,
τον έπνιξα.
Ο πρώτος που μας βρήκε ήταν ο παπάς.

Δεν με μαρτύρησε, σαν τον ρώτησαν,
δεν ήθελε να χαθούν δύο ψυχές αντίς για μια.
Έθαψε το παιδί του και κλείστηκε στη μονή.
Η κυρά του έσβησε από τον καημό της.

Έχεις μπροστά σου μια χαμένη ψυχή
και τη ρωτάς για νοήματα.
Μόνο τούτο μπορώ να σου πώ,
πως σε τούτο τον κόσμο βρίσκεται
η κόλαση και ο παράδεισος μαζί,
τα υλικά της κόλασής του, με τη συγχώρεση
τα έκανε παράδεισο,
ενώ εγώ το αντίθετο,
καταδικασμένος από την καλοσύνη
και την μεγαλοψυχία του γέροντα
ζώ την κόλασή μου.

Δεν ξέρω αν σε βοήθησα, όσο εσύ εμένα


19.

καλημέρα είμαι ο ηγούμενος της μονής,
θα ήθελα να παραδοθώ, για μια παλιά μου αμαρτία. Για ένα φόνο.
Ο καταζητούμενος;
Εδώ ήταν, είπε πως θα τον βρείτε στο λαγκάδι.

20.

Μόνοι μετανάστες τα πουλιά, χωρίς χαρτιά και δίχως σύνορα.

21.

Να σουνα ψυχή πουλί και αντίς να χαθείς, να πέταγες.

22.


Στεκόταν στην άκρη και περίμενε την σταγόνα που θα ξεχείλιζε το ποτήρι
Του φάνηκε σαν να την είδε να του χαμογελάει,
στο μάγουλο ένα δάκρυ κύλησε


η σταγόνα έπεσε