15.12.07

Τα σεντούκια κρύβουν από πίσω σκουριασμένα κλειδιά

Δεν έχω κάτι. Δεν πονάω. Δεν πάσχω. Μπορεί να γονατίζω, μα δεν λυγίζω.
Πρωτοχρονιά στη Λευκάδα. Ο τραγουδιστής σαν είδε το μπλοκάκι να γεμίζει λέξεις κόπιασε, Δημοσιογράφος; Απελπισμένος,
Συγκατένευσε, η ευκαιρία γα μια ζωή στις πίστες όνειρο που θα ξαναονειρευτεί και την επαύριο. Θα σου πώ ένα τραγούδι, γυναίκα;
Άντρας. Βιάστηκε να ξεμακρύνει.

Μπουζούκι, καπνός και αποκαθηλωμένη προπέρσινη χαρά σε νέα ρούχο, το ρεβεγιόν.
Μπροστά σε αμφίβολα οινοπνεύματα και τα πνεύματα να ζούν ακόμα μέσα σε σώματα.

Ο δρόμος γιατρειά.
Καλησπέρα τι κάνεις; Μια χαρά, εσύ;
Γυρίζω στα σύνορα. Του νού; Και κείνου. Που είσαι; Κοτά αλβανία. Είσαι καλά; Θα μουν εδώ πάνω;
Έχεις παρέα;
Το ραδιόφωνο.
Πιάσε ξενοδοχείο και έρχομαι.
Όχι, είμαι εντάξει.
Αυτό που σου λέω. Δεν θα με βρείς, για να χαθώ ήρθα.
Πάλι;

Τόσο προβλέψιμος;
Κάθε όποτε μάτωνα, μόνος έδενα το πανί, όποτε χανόμουν, ξαναγύριζα το σώμα πίσω, μα χωρίς ελπίδα.

Ψάχνεις να χαθείς;
Ψάχνω να με βρώ.
Ξέρεις ποιος είσαι;
Ξέρω ποιος θα θελα να γίνω.
Ποιος ήσουν;
Κάποιος που έμεινε χωρίς πρόσωπο, χωρίς πλευρό, χωρίς γή κάτω απ΄τα πόδια.
Σα να μη μου τα λές καλά
Σα να περπατώ με μια πληγή που δεν λέει να κλείσει

Βράδυ στην πάργα. Επιστροφή.
Δωμάτιο υπάρχει;
Για πόσους;
Διπλό, μόνο για μένα.
Για σένα μονό και διπλό στο μπάρ.
Μιλάς ωραία.
Στείλε και ένα μπουκάλι φαρμάκι πάνω.
Γυναίκα;
Εαυτός.

Τέσσερεις ρόδες τρελές γυρίζουν, κάτι ψάχνουν, της ζωής τις λακούβες, πάντα μέσα, οι πίσω για να χεις την ψευδαίσθηση πως θα τις γλυτώσεις.
Η μπαταρία του κινητού σε προδίδει. Μην ανησυχείς, δεν είσαι η μόνη.

Πόσα τα λάθη; Όσες και οι επιλογές μάλλον, δε γαμιέται
Και πάλι από την αρχή στα ίδια βήματα θα ξαναπατούσα, σαν την υπογραφή μου στο τετράδιο της ζωής, μονογραφή αποφασιστική, χωρίς δισταγμό και δεύτερη σκέψη.

Που είστε;
Χαμένοι σε ένα χωριό της Άρτας.
Ωραία.
Σε νιώθω κοντά. Είσαι καλά;
Συγνώμη.
Μη μου λές εμένα συγνώμη καταραμένε, είσαι καλά;
Συγνώμη
Να σε πάρει ο , είσαι καλά; Που είσαι;
Καλοβράδυ.

Στο ραδιόφωνο ένας εκφωνητής με νανουρίζει με μπάσα φωνή σε ενός τρομαχτικού παραμυθιού τις παράλληλες λέξεις, άλλο λέει εκείνος και αλλού εγώ πηγαίνω, η διαχωριστική γραμμή του ύπνου και του δρόμου μοιάζουν να αχνοσβήνουν και εγώ ταξιδεύω στα σύννεφα.

Οι άνθρωποι επινόησαν τις πυξίδες για να πεθαίνουν πιο μακρυά έλεγε ο ποιητής του παραδόξου και εγώ ήμουν σχεδόν έτοιμος να κοιτάξω τη δικιά μου, αλλά μάλλον είδα άλλου.
Γιατί αυτό ήταν πάντα το θέμα, αυτό και η γέννηση.

Πίσω στη βάση, με δεκάδες σελίδες γεμάτες αβεβαιότητες και ακατάγραπτες σκέψες πιο σημαντικές, πιο ενοχοποιητικές για να ομολογήσω, καλύτερα ανείπωτες, καλύτερα χαραγμένες στα έσω τοιχώματα.

Ένα τραγούδι να δαγκώσει στη σπλήνα και τα δοντάκια του να αφήνουν κυκλικό
κομμάτι κομμένο, κάθε φορά.
Τα μάτια να κοιτούν πιο μακρυά από την εστίαση και τα γένια να κοιτούν να ριζώσουν από ψηλά σαν κισσού ριζίδια.
Το πουλόβερ ψηλό, ως τα αυτιά, να κρύβονται λαιμά και μάγουλα και χέρια στα φαρδιά μανίκια.

Κρύο δωμάτιο, τηλεόραση κλεισμένη από ώρα, μάλλινη κουβέρτα, χτυπήματα στην πόρτα και κουδούνι. Κάπου βαθιά μέσα στο όνειρο.