25.10.07

πόσο πιο μέσα μπορείς να μπείς;


Έξω έβρεχε,
όπως βρέχει σε κάθε ανάμνηση,
μονότονα,
κουραστικά,
αποχαυνωτικά,
σχεδόν αποκοιμιστικά.

Η μπόρα και το βράδυ οριοθετούσαν το χώρο,
ένα μικρό διαμέρισμα,
ένα μεγάλο δωμάτιο καλύτερα,
ένα ξέστρωτο κρεββάτι,
πράγματα σε κούτες
και κείνοι ακροβολισμένοι
να ντύνουν με πλάτες γυρισμένες
την ντροπή τους,
που χάθηκε ο έρωτας
και άφησε πίσω μόνο την πείνα του,
την ανθρωποφάγα.

Όχι άλλο,
τα σώματα οπλίζονταν τη φορεσιά τους
για τα λόγια και τις ματιές που θα επακολουθούσαν,
γιατί το πρόσταγμα είχε δοθεί,
η καταιγίδα θα ξέσπαγε και μέσα.



σαν υπόκρουση,

σαν υγρό μουσικό χαλί,

οι βροχοστάλες έκρουαν στο θαμπωμένο τζάμι

σε όλο το μήκος της πράξης

ξεκλέβοντας εικόνες

πριν βυθιστούν σαλιγκαρίζοντας σε προσωρινή ανωνυμία

μέχρι την επόμενη εξάτμιση



Ένα μηχανάκι πέρασε σκορπώντας θόρυβο,
μια παραγγελιά σε λίγο θα διεκπεραιωνόταν,
πάλι καλά, γιατί εδώ καμία επιθυμία δεν ήταν να ολοκληρωθεί,
ούτε καμία πράξη.


Ήθελε ότι εκείνος απωθούσε,
ότι ήξερε, γιατί ήξερε,
όχι το μέλλον,
σε αυτό έκανε πάντα λάθη,
μα ήξερε τον ίδιο
και αυτό που φαινόταν λάθος,
θα ήταν το πρώτο του σωστό.
Μα του πόθου τα μάτια
είναι σαν του νεογέννητου γατιού τα μάτια,
με δάκρυ και με τρίψιμο ανοίγουνε μονάχα
και ο φρεσκοφουντωμένος έρωτάς της την ίδια μοίρα θα χε.

Την τυχερή,
γιατί πιότερο δύσκολη είναι η θέση εκείνου
που συνειδητοποίησε πρώτος την ανάγκη του χωρισμού
και αναγκάστηκε να το πει.
Αυτού ο πόνος δεν γράφεται σε κανένα κατάστιχο
και δεν λέγεται σε κανενός τραγούδι.

Ο απρόσμενος θόρυβος στάθηκε αρκετή δικαιολογία
και στην προσωρινή εκεχειρία οι ματιές τους διασταυρώθηκαν,
το βλέμμα του σταμάτησε στο χέρι της,
καθώς εστηθόδενε του πόθου του το καρτέρι ,
δικό της καμάρι,
όπλο της και εργαλείο που τώρα θηκάρωνε.

Την κοίταζε, ακόμα, δεν την είχε χορτάσει,
μα δεν θα του δινε πάλι τη χαρά.

Τον κοίταξε με τον ίδιο τρόπο που θα έφτυνε μια περιφρόνηση,
Γύρισε τόσο την πλάτη όσο που το προφίλ του στήθους της να παίνευε τι έμελε να χάσει.

Αυτός μες στο στενό ξεκούμπωτό του τζίν με στέρνο πλατύ ξεγυμνωμένο,
καθιστός στο κρεβάτι με την πλάτη ακουμπισμένη στο κεφαλάρι,
τα πόδια ριχτά απλωμένα
και την έννοια του απορροφημένη σε ένα στριφτό τσιγάρο.
Με την πλάτη στον τοίχο, από καιρό, αν και έδειχνε να μην νοιάζεται.

Μπορούσε να την είχε,
του ήταν ήδη παραδομένη,
κορμί λατρεμένο ήξερε τους τρόπους να δίνεται
και να παίρνει ότι το ευχαριστούσε
και κείνος το ξερε,
από καιρό λάτρης του ναού της,
μα το τέλος έμοιαζε αναπόφευκτο.

Αυτή κοιτούσε από το παράθυρο στην αυλή
και έβλεπα τα μάτια της
δυό μαγκανοπήγαδα,
στεγνά, ξερά,
πιο σκούρα από το πιο ανέφελο ντύμα της νυχτιάς,
μα φορτωμένα με άπειρη θλίψη,
σχεδόν δηλητηριώδη.

Πυρετικές ανάσες
και κοφτές σιωπές ζέσταιναν τους τοίχους
και το δωμάτιο λαμποκοπούσε
σαν έκρηξη από τα παράθυρα.



Αρένα δίχως ταυρομάχο,
δυό ταύροι πληγωμένοι,
μάζευαν δυνάμεις
όχι τόσο για να σωθούν,
όσο για να πληγώσουν,
αλλιώς η πόρτα ήταν δίπλα,
κλειστή περίμενε να συνοδέψει
τον νικητή και τον χαμένο.


......

-Μη μου φιλάς τα μάτια, δεν στο χω πεί πως είναι χωρισμός;

-Δεν σου είπα πως θα φύγω; Τι άλλο έχεις να φοβάσαι;

-Μην το ξαναπείς, γιατί κάθε φορά πεθαίνω

και είναι η οργή της νεκρής τυφώνας.

Χωρίς να χρειαστεί να την κοιτάξει ήξερε,
πως τούτη ήταν η αλήθεια της,
μιας ερωτευμένης ερωμένης τα λόγια
ποτέ δεν παίρνονταν αψήφιστα.

-Δεν σκοπεύω να σε πεθάνω.

-Το κάνεις, όμως.

-Αρχίζεις, πάλι;

-Δεν είμαι που το ξεκίνησα εγώ.

-Πάντων κακών αρχή ο ανήρ;

Και ας ήξερε πως εκείνος ήταν που χαλούσε το παιχνίδι, κάνοντας ότι εκείνη φοβόταν περισσότερο, την αρχή του τέλους.

-Πάρε με μαζί σου, με μια σου κουβέντα τα γράφω όλα.

Το εννοούσε,
μα δεν εννοούσε να καταλάβει
πως στη νέα κατάσταση ζητούσαν άλλα πράγματα,
εκείνη σχοινί,
εκείνος μαχαίρι,
πήγαινε να τον δέσει
και κείνος την έκοβε,
θέλοντας και μη.

-Δεν συνηθώ να ξεριζώνω ανθρώπους,
τέτοιο δεν μου κάνει κέφι,
ούτε είναι το φθινόπωρο καιρός για μεταφυτεύσεις.

-Δεν είμαι δέντρο,
γυναίκα που σε θέλει είμαι,
που ξέρει να ποντάρει
και την αποτυχία να σηκώνει δεν φοβάται,
πίστη χρειάζεται και θέληση
και το μέλλον που μας πρέπει μαζί θα το εφτιάξουμε.

-Μη δίνεις υποσχέσεις και εγγυήσεις για το μέλλον,

γιατί η μοίρα γελά και τρίβει τα χέρια για εκπλήξεις.

-και αν επλαγείς εσύ αντίς για μένα;


Που να χωρέσουν τώρα εξηγήσεις και τι.
Θα έφευγε, το δίχως άλλο.
έληγε βλέπεις το συμβόλαιο ζωής του εκεί,
σύντομα θα φτιαχνε ένα άλλο,
σε χώματα γνώριμα
που χε ποτίσει με το αίμα από τα γόνατά του,
παιδί
και σκάψει με τα χέρια του,
θάβοντας θησαυρούς του,
τώρα τον μεγαλύτερό του.

Δεν χρειαζόταν να ξέρει παραπάνω.




....

Περίμενε να συγκροτηθεί,
να συνειδητοποιήσει τι έγινε,
για να ξεσπάσει σε οργανωμένη επίθεση,
μην του αφήσει και άλλο χώρο για υπεκφυγές.
Το κατάλαβαν και οι δύο.
Και περίμεναν.

Ήταν πριν λίγο που βροντοχτυπούσαν τα κορμιά τους
προκαλώντας ροές χυμών,
με άγρια φέρσιμο,
παράτολμες ενέργειες,
λαβές, χτυπήματα, βρωμόλογα και κοκκινάδια στις σάρκες,
που για κάποια λαθροθήρα ματιά θα φάνταζε για πάλη,
ποιος θα υπερισχύσει,
λες και ο έρωτας αποκάλυπτε και στους δυό
το εξουσιαστικό προφίλ του.

Την στρίμωχνε και έμπαινε μέσα της με φόρα,
παραμερίζοντας τις άμυνες της με τους μηρούς
και λογχίζοντας της τα σωθικά, με την φύση του ατσαλωμένη,
λες και η ορμή ήταν η ιδέα του για τρυφερότητα,
λες και την τιμωρούσε για κάποια παράλειψη,
για κάποια δική του έλλειψη,

ήταν δική του η έλλειψη,

μα αυτή ήταν και το μαχαίρι.

Eκείνη πάλευε να ξεφύγει,
ήξερε τρόπους για να αλλάζει θέσεις υποταγής και ισχύος,
και σε μια του κορμιού του επαναφορά.. ηρέμησε,
χαλάρωσε επικίνδυνα,
αφέθηκε στα χέρια του,
φοβήθηκε αυτός ότι την πόνεσε πολύ
και σε χρόνο εκτός ρυθμού
ύπουλο αντιστικτικό,
γυρνά με δύναμη τα λαγόνια,
τον κυκλώνει και παρασέρνει τον σε πτώση,
οι γάμπες και οι γλουτοί σφραγίζουν το ανδρικό σώμα
και πιασμένη από το λαιμό του, σφιχτά,
με γαντζωμένα τα νύχια της στη μαλακή τη σάρκα
να καθοδηγεί του κορμιού την πλάνη
στο τριχωτό εφηβαίο
και σαν που ξέφρενα θα ραίνονταν το νέο κύμα του πόθου

το τηλέφωνο χτύπησε.


Ικέτεψε μέσα της να μην το σηκώσει
ή να το σηκώσει και να αρνηθεί,
ή τουλάχιστον να της έλεγε να τον ακολουθήσει
ή έστω να ντρεπόταν να του μιλήσει μπροστά της,
κάπου να κόμπιαζε,
αλλά μερικά ευχολόγια μένουν απραγματοποίητα,
όπως κάποια ερωτήματα ρητορικά,
αμείλικτα αναπάντητα.

σαδιστής;

αυτό ήταν;

τραβούσε χαρά από την συντριβή της;

μα δεν μπορούσε να την αγαπάει έστω και λίγο;

πόσο αλήθεια μπορεί να πληγώσει κάποιος τους που τον αγαπούν;



-Ναι,

-καλησπέρα,

-όλα έτοιμα,

-σε κούτες.

-Τέλος εβδομάδας,

-όπως είπαμε.

-Ευχαριστώ,

-καληνύχτα.

Τηλεγραφικά την σκότωνε,
λέξη τη λέξη,
όπως τη θάμπωσε κάποτε.
Τηλεγραφικά.

Γνωρίστηκαν σε κάποιο νησί,
χωρίς λοιπές ιδιότητες,
χωρίς συνδέσεις με την καθημερινότητα,
δυό λάμψεις,
δυό υγείες,
δύο τρυφεροβλάσταρα,
λαίμαργα για ζωή,
καλοκορμισμένα,
ηλιοκαμένα,
λεπτοδουλεμένα σώματα
σε κάθε λεπτομέρεια.

Τον είδε, στη παραλία,
ήταν μόνος, πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά
πιο μαύρα από τα μάτια του.
Κάθισε με τη φίλη της δίπλα.
Δεν τις κοίταξε, χωμένος στο βιβλίο του.

-Έχεις φωτιά;


-Μέσα μου

-Ανάβει τσιγάρο;

-Και σένα μαζί.

-Δεν καίγομαι τόσο εύκολα.

-Κ όμως στους ώμους έχεις πάρει. Αντί για φωτιά σου βάλω πρώτα λάδι; Τι λές;

-Δεν είναι σώφρον να βάζεις λάδι στη φωτιά.

-Λες πως υπάρχει φωτιά; γιατί αν είναι έτσι ταιριάζουμε.




Και ταίριαξαν.
Από το πρώτο βράδυ.
Σαν καλοί φίλοι, σαν παλιοί εραστές.
Χωρίς προσπάθεια,
έτοιμοι ο ένας για τον άλλο,
αυτά συνέβαιναν στα νησιά τότε,
με μπόλικο ήλιο, φέτα, γαύρο στο τηγάνι
και ξανθιές πικρές μπύρες.


Ήξερε να αγαπάει,
ήθελε να πονάει,
δεν την χωρούσαν τα ρούχα της,
έψαχνε αυτό που δεν μπορούσε να έχει,
γυναίκα γαρ

Ήταν άνεμος,
δεν θα μενε για πολύ,
πάντως είχε τη δύναμη της φουρτούνας
και μυρουδιές ήταν φορτωμένος
από τόπους και σώματα.




Και τι δεν θα δινε για να τον κέρναγε
την ίδια πικρή γεύση,
καθώς μαραίνονταν τα όμορφα λόγια μέσα της σε θλίψη
και η αγάπη αποσταζότανε σε μίσος
που τον χρειαζόταν στη ζωή της,
που τον αγάπησε,
που τον αγαπούσε ακόμα.

αλλά δεν του μοιαζε,
γιατί ακόμα ένιωθε,
είχε συναισθήματα και ένιωθε δυνατή,
σαν έφηβη παντοδύναμη,
σαν τότε που στα ποιήματά της χωρούσαν δύο χρώματα μονάχα
λευκό και μαύρο, χωρίς τους ενδιάμεσους τόνους του συμβιβασμού
τον ήθελε κοντά της,
ενώ αυτός έφευγε,
απελευθερωνόταν ώρα με την ώρα
και δεν έπαυε κάθε τόσο να της το θυμίζει.
...
Ό,τι δεν θα του χρειαζόταν
στην καινούρια του ζωή
το άφηνε πίσω,
το χάριζε,
συσκεύασε τα χρόνια σε κούτες
και περίμενε το τηλέφωνο του μεταφορέα.

Εδώ και μήνες που το πήρε απόφαση
γύρισε την κλεψύδρα
και στο ημερολόγιο του τοίχου διέγραφε μέρες
σαν τα λάθη που δεν τόλμησε να κάνει

Αν πέρασε καλά;
8 χρόνια ήταν αυτά,
από τα πιο γόνιμα στη ζωή του,
μακριά από συμβουλές και διαφεντέψεις,
μα τώρα βρέθηκε με γη στο όνομά του,
χωρίς πατρική μορφή για να αντιδράσει,
δίχως δίχτυ ασφαλείας για να αρνηθεί
και να μάθει την αλήθεια του πρώτου
στον δρόμο πάνω.

Δεν ήταν να φορτωθεί περισσότερα προβλήματα
από ότι μπορούσε να αντέξει
και ο έρωτας μπορεί να είναι
βάρος δυσβάσταχτο να επωμιστείς,
που σε λυγά με καλοσύνη
και σε τσακίζει με τις πιο αγνές προθέσεις.

Δεν ήθελε σκοτούρες ευτυχίας,
τώρα η σκληρή δουλειά μονόδρομος,
έπρεπε να είναι συγκεντρωμένος και απερίσπαστος,
για να πατήσει στα χνάρια
που ακόμα διαγράφονταν στο χώμα,
να κάνει τα ίδια σχεδόν λάθη,
να βελτιώσει λίγο τη γενιά του,
απ την κατάρα που θέλει
ότι αρνείσαι να γίνεσαι.
Οι έρωτες του καλοκαιριού σβήνουν
στο καράβι της επιστροφής,
γιατί αυτή είναι η λειτουργία τους,
έχουν πόθο για πλάτος,
έχουν πάθος για βάθος,
μα διάρκεια καταιγίδας,
σαν τη σημερινή.
Η δική τους κράτησε καιρό,
μπορεί να μην ήταν μια απλή μπόρα,
αλλά όπως είπε και ο ποιητής
“ότι άναψε ...
...

-για ποιο λόγο με εκδικείσαι;

-παραλογίζεσαι

-γιατί με πληγώνεις;

-είναι όλα στο μυαλό σου

-δεν μπορούσες να περιμένεις να λείπω, να έχω φύγει;

-έπρεπε

-συνεχίζεις να ξύνεις την πληγή

-κάνει τα πράγματα ευκολότερα για μένα

-με καταστρέφεις όμως, δεν το καταλαβαίνεις;

-προστάτεψε τον εαυτό σου, κάνε ότι κάνω, αυτό μπορώ να σου πώ.

-είσαι ανελέητος.

-μπορώ όμως να κοιμάμαι τα βράδια.

-δεν αντέχω να το ξαναζήσω, πολλοί μου έφυγαν, κανείς δεν ήταν αιμοδιψής σαν εσένα.

-δεν σε κορόιδεψα ποτέ, ήξερες τα πράγματα πως έχουν.

-το ξερα, το βλεπα, ψέματα δεν είπες, μα σε περίμενα πιο ανθρώπινο.

-έμπλεξες με τέρας

-δεν είναι που με πλήγωσες,
είναι που απογοητεύτηκα
και δεν νομίζω να ναι τα μάτια μου
τα πρώτα που στο λένε.

-λυπάμαι που δεν στάθηκα αντάξιος των προσδοκιών σου

-δεν λυπάσαι, εγώ λυπάμαι για σένα.

-όπως θες.

-έχεις αισθήματα;

-μάλλον λιγότερα απ όλους κατ’ εσέ

.παίξε χαρτιά

- …
-δεν το βλέπεις ότι στα χαρτιά θα είσαι πιο τυχερός απ την αγάπη;

-όλα αυτά είναι αγάπη;

-που ναι ο άνθρωπος που γνώρισα

-έφυγε με τα πρώτα κρύα

-ο πρίγκηπας ήταν τυφλοπόντικας;

-λυπάμαι, ατύχησες

-όντως, το παραμύθι ήταν ένα αστείο,
που κατάντησε γελοίο

-και συ τι είσαι που μένεις;

-ερωτευμένη, άρα γελοία. Εσύ;

-εσύ που όλα τα ξέρεις, πές μου.

-ένα φοβισμένο παιδί,
που στα δύσκολα κλείνει τις πόρτες
και μένει μόνο του στον αυτισμό του.

-δεν το ξερα ότι με έβλεπες σαν επαγγελματίας

-όχι, μην μπερδεύεσαι, εσύ φέρθηκες σαν σε επαγγελματία,
μόνο που δεν με πλήρωνες στο κομοδίνο.

-το χοντραίνεις πολύ.

-μην ανησυχείς, το νόμισμά σου ήταν πίκρα και την παίρνω φεύγοντας εφάπαξ.

-εγώ σε βλέπω να μένεις.

-είναι που πρέπει να ειπωθούν και οι τελευταίες ατάκες
από το ρόλο που μου έδωσες.

-πες τις να τελειώνουμε.

-παίξε μου.

-…

-παίξε για μένα, εδώ μπροστά μου.

-το θες;

-μια τελευταία χάρη,

μέχρι και οι μελλοθάνατοι αξίζουν μια.
Χτυπούσε στα τυφλά,
μέχρι να καταφέρει ένα ρήγμα στην άμυνά του
και το κατάφερε.

Συγκατένευσε,
ήπιε μια βαθιά γουλιά από το ποτό του,
στρίμωξε στα χείλη το τσιγάρο,
άπλωσε το χέρι κάτω από το κρεβάτι
και τράβηξε μια μαύρη θήκη.

Την απίθωσε σε μια κούτα
και απασφάλισε τις κλάπες.
Την κοίταξε,
καθώς έπαιρνε θέση στο κάθισμά της,
σε μια παράλληλη χορογραφία,
ακόμα ανεξάρτητα,
με ένα τελετουργικό
που θα κουβαλούσε ο καθένας για καιρό,
ίσως και για πάντα,
αν υπάρχει αυτό.

Μύρισε το δωμάτιο έλατο
σαν έτριψε το κεχριμπαρί ρετσίνι στο δοξάρι,
οσφρητικές μνήμες γεννιούνταν
και δένονταν με το τώρα.

Έκανε μια κίνηση στο πλάι
σαν να περίμενε φιλί,
μα ήταν μόνο για να σφηνώσει
ανάμεσα σε κλείδα και σαγόνι το όργανο
που τάραζε την ύπαρξή της όλη.

Δοκίμασε με τον δείκτη του
τις τέσσερεις χορδές
και σαν τις βρήκε όλες σωστές
σαν τένοντες τραβηγμένες
άρχισε να ελαφροπατά
και πάνω τους να κυλιέται,
να ακροβατούν τα δάκτυλα
πάνω τους να γλυστράνε σε γνώριμούς δρόμους αλλοτινούς,
να εξυφαίνει ανατολίτικο, βαρύ πιασμένο μοιρολόι
κάτι σαν καλό κατευόδιο,
σαν όλα αυτά που δεν είπε,
σαν τα έφταιξα που ήμουν λειψός,
που τυχες να μαι λίγος,
πως δεν μπορούσα παρά
απ αυτό άλλο να πράξω,
πως ακριβό ήταν ότι ζήσαμε
μα πρέπει να σταματήσει,
γιατί το επόμενο βήμα είναι στα βαθειά
και δεν θα το κάνω ακόμα ,
πως είναι τόσα που δεν θα ειπωθούν
και τόσα που δεν πρέπει,
πως αν συνεχίσουμε μαζί θα ναι ως το τέλος,
μα ας είναι τόσο ως εδώ,
δεν ήτανε και λίγο.

Έμενε αυτή ακουμπισμένη
στο σκέπαστρο του κλαβιέ,
με τους ήχους του τους μονωδικούς και τις δίφθογγες συλλαβές του,
να παρασύρεται από τις μουσικές του
όπως και κείνος
σε ένα βαθύ εσωτερικό ταξίδι.

Ο καθένας τους έλεγε και άκουγε ότι ήθελε,
κουνούσαν τα κεφάλια σύμφωνοι και όχι,
σε ταιριαστές και διάφωνες ανελυμένες συγχορδίες,
τα μελαχρινά δάκτυλα έκρυβαν φοβερή ευαισθησία
και έβρισκαν αλληλουχίες από ήχους
που τους έκαναν δύο ερημιές συνδεδεμένες με ένα όργανο,
επιδρούσε και στους δύο καταλυτικά,
σαν μέθεξη,
σαν σε όνειρο,
η βροχή ακολουθούσε τον άναρχο σκοπό της
χτυπώντας παλαμάκια σε όλα τα τέμπο
και με μάτια κλειστά ρουφούσε όλη τη μελωδία,
ως το μεδούλι.
οι αγκώνες σηκώθηκαν,
οι παλάμες ιδρωμένες αγκάλιασαν το σκέπαστρο,
το πόδι πάτησε το πεντάλ της ηχούς
και κάθε που κάρφωνε μια νότα
και την έστριβε σαν στο έδαφος τη γόπα του,
αρμονικές σιγοντάριζαν τις επιλογές του,
το πιάνο και το βιολί ήταν τα στόματα
που θα συνομιλούσαν,
όπως τόσες φορές,
τώρα,
η τελευταία.

Πότε ακολουθούσε τη μελωδία του,
πότε τη φίμωνε με τη σουρντίνα,
του άλλαζε τη βάση καβαλικεύοντας την ή παρείσφρεε από κάτω,

κάτι κουβαλούσε,
κάτι ζεστό,
κάτι υγρό,
κάτι ζωογόνο, κάτι δεν θα του λεγε ποτέ.
...
Το χρώσταγε στον εαυτό της,
μια τελευταία φορά, η στερνή,
η σαρκοφαγική.
Θα τον ξεζούμιζε,
να τη θυμόταν για πάντα,
να τον κρατούσε για πάντα κοντά της
Θα βλάσταινε το σπόρο του στα μυστικά,
αν ήταν να πιανε παιδί
ας ήταν του μελαμψού θεού της,
ας ήταν με κάποιον που του δόθηκε
όσο πιότερο μπορούσε

Τα χρόνια έφευγαν και έμενε πάντα ερωμένη,
Έβλεπε τις άλλες να παντρεύονται,
να φτιάχνουν οικογένειες
και να μεταμορφώνονται σε κυρίες,
αυτή ποτέ.

Το ρολόι της το βιολογικό τη ζόριζε από καιρό
και η μάνα της είχε σταματήσει από καιρό να την παρακαλάει
να τυλίξει κάποιον από όσους την νέμονταν κατά καιρούς,
μα του κάκου.

Στη δική της ζωή κουμάντο μόνο η ίδια.
Θα χώνευε μες στην κοιλιά της τη σπορά του,
τα αβγά που έκλωθε ας ήταν έτοιμα,
μόνο αυτό ζητούσε,
για τα άλλα θα έβρισκε λύσεις
στην πορεία.

Δεν ήταν υπολογίστρα,
μα δεν θα αργούσε η ώρα και η στιγμή
που θα φτανε το τέλος.

Σήμερα
καθώς πέρασε με την μηχανή να την πάρει
ένιωθε το κεφάλι της να καίει,
τα μάγουλά της ρόδινα,
μια ευεξία και ένα κοχλασμό
ένιωθε και ήξερε πως το σώμα της
της έστελνε μηνύματα.
Τώρα,
σήμερα,
είμαι γόνιμο παρά ποτέ.

Τον φίλησε στη γωνία των χειλιών,
στο αγαπημένο της σημείο,
εκεί που δεν φυτρώνουν τα άγριά του γένεια,
εκεί που είναι κυρίαρχη να του επιτεθεί
σε όλο το πρόσωπό του,

τον φίλησε,
φόρεσε το κράνος στις μαύρες μπούκλες της
και ανεβαίνοντας στη σέλα
ένιωσε υγρή της ηδονής της την πηγή,
ξέχειλη από επιθυμίες και ορμόνες,
γόνιμη

δεν ήταν πως δεν μπορούσε πρίν να του ξεφύγει,
ήταν ατίθαση
μα πιότερο για να του κεντρίσει τον πιο καλό του σπόρο,
το πιο δυνατό μαστίγιο να δελφινίσει προς το όστρακο
και πρώτο να έμπει μέσα

σαν κούπα πρόθυμη σκανταλιάρα
κούντραγε με της μποτίλιας του το λαιμό
και άλλο πιοτό και κλέψει
να γεμίσει να χορτάσει να κορεστεί
και σαν εξετέλευσε
μέχρι την τελευταία του σταγόνα,
μέχρι το επόμενο γέμισμα
ανέλαβε εκείνη
να τρίβεται πάνω του χορό ελλειπτικό
όχι τον δικό του τον στροφαλικό
σαν το σφυρί χτυπά στ’ αμόνι
μα σαν λιμαίνεται λεπίδι σε ακόνι
που θέλει πίεση πολύ και κύκλους γύρω κάνει
πάνω σε ορυκτέλαιο και η κόψη του γυαλίζει

τότε το τηλέφωνο χτύπησε



Κατεστραμμένη η στιγμή,
με κατακρεουργημένη διάθεση,
δεν θέλει και πολύ για να θολώσει ο άνθρωπος,
πόσο μάλλον που σε αυτή αναλάμβανε το συναίσθημα να αντιδράσει
πρίν το ερέθισμα αγγίξει της λογικής τα χωράφια

κρατιόταν, τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει,
κατέβαλε προσπάθεια να σταθεί στο ύψος της περίστασης,
της εξόδου από κείνη την πόρτα με το κεφάλι ψηλά,
για να θυμάται τον εαυτό της
και όχι να τον λυπάται.



Περίμενε την κατσάδα
σαν την πρώτη φορά που τον έπιασαν να καπνίζει
Θα τη λουζόταν και έλπιζε να τελείωνε κάπου εκεί,
δεν τον ένοιαζε να πεί την τελευταία λέξη,
του αρκούσε και μόνο να την ακούσει,
Έτσι είναι με τις αδιέξοδες καταστάσεις,
σημασία έχει η λύση και όχι ο τρόπος.



Φεύγοντας,
το μάτι της έπεσε σε ένα μαρκαδόρο
που σημείωνε το περιεχόμενο των κουτιών,
χάραξε ένα χ στο ημερολόγιό του,
στη ζωή που δεν ήταν να ζήσουν
και πέρασε την πόρτα.

Παράξενο,
όλα τελείωναν
και ας ήταν μόλις δίπλα,
ένα τοίχο μακριά,
αν και δεν ήταν ο τοίχος αυτός που τους χώριζε,
χωρίς να την βλέπει
ντύθηκε την μπλούζα της
και με την τσάντα της να κρέμεται από το παραδομένο χέρι,
σαν βαριεστημένη σχολική
εγκατέλειψε το παλιό κτήριο
για πάντα.

Η εξώπορτα άνοιξε με ένα απαλό τράβηγμα
και ο νοτισμένος αέρας την αγκάλιασε σαν παρηγορητικός αντεραστής,
αν τον άφηνε θα την κάλυπτε με φιλιά δροσερά
και θα την μούσκευε από τα μαλλιά ως τις μπότες,
λες κει είχε πλέον σημασία,
είχε μόλις περάσει τη δοκιμασία της ψυχρολουσίας
και άντεξε,
πάντα θα άντεχε,
μα θα γέρναγε
αναπόφευκτα γρηγορότερα τις επόμενες μέρες.

Πέρασε δίπλα από το φωταγωγημένο παράθυρο,
που μέσα εκτυλίχθηκε ένα μικρό δράμα,
θα μπορούσε να σταματήσει και να ρίξει μια ματιά,
θα τον έβλεπε κρυμμένο πίσω από τις κούτες,
συντετριμμένο,
με το βιολί παρατημένο
και το πρόσωπο ανάμεσα στις μελαμψές παλάμες,
μα δεν θα άντεχε να τον δεί πεσμένο,
πέρασε,
προσπέρασε
και χάθηκε μέσα σε μια νυχτιά που κλαιγε,
αντίθετα απ΄την ίδια,
κατασβένοντας τις πυρκαγιές και τους θυμούς,
ξαναβαπτίζοντας την πιο ελεύθερη,
πιο θλιμμένη.
Μια σταγόνα εγώ, που κοίταγα από το παράθυρο,
σφιχτά στο τζάμι κρατημένη,
μέχρι που όλα τελειώσαν
την άκουσα μέσα από τα δόντια της να λέει
πόσο πιο μέσα μπορείς να μπείς,
πόσο πιο μέσα μπορείς να μπείς μέσα μου,
στο σώμα και στο μυαλό μου,
με του κορμιού
και του βιολιού σου το δοξάρι,

μα τώρα κρατάω τη μελωδία σου
και το μισό μελαμψό κορμί σου,
μικρό φοβισμένο αγόρι

πόσο πιο μέσα μπορείς να μπείς
στα μέσα σου
και πές μου τι είναι αυτό που βλέπεις
και κείνος είδε ότι δεν ήθελε,
ότι εγκατέλειψε,
άλλα μάτια και χέρια και αγκάλες που αρνήθηκε,
τις ελιές με τα κλωνάρια τους πίσω να τον κράζουν και δυό ροζιασμένα χέρια

έτρεχαν τα δάκρυα ποτάμια στα άγρια μάγουλα,
στάζοντας από τη γέφυρα του βιολιού του
στο μωσαικό πάτωμα,
στη μωσαική σκακιέρα,
μα χρειαζόταν αυτόν τον λυτρωμό,
ποτέ του δεν κατάλαβε πούθε τα δακρυα πηγάζαν
και που πήγαιναν σαν δεν μορφοποιούνταν σε σταγόνες,
σαν προλάβαινε το μάτι να τα ξανακαταπιεί
και μέσα του να τα κρύψει.

Όλα τα άκλαφτα του βγήκαν εκείνη τη στιγμή,
-είχε από παιδί να κλάψει-
για χαμένες στιγμές,
για λόγια ανείπωτα,
για αιώνιες καταδίκες
για κατάρες που δεν θα ξεδίψαγαν ποτέ
και αυτό είναι ένα μέτρο του ποτέ.
Το πιάνο της άρχισε να αργοσβήνει,
τον έβλεπε ορθό να σπαράζει
και αυτό της έφτανε για να νιώθει νικήτρια,
μα στο σκάκι με δύο βασιλιάδες δεν υπάρχει νικητής,
ισόπαλοι
και οι δυό χαμένοι.

Βγήκε από την πόρτα με σκυμμένο το κεφάλι
και με τα χέρια στης κοιλιάς την υγρασία,
λάφυρο.


η σταγόνα έπεσε

13.10.07

η τέχνη της αγάπης και της εκδίκησης





Ένα κλαδί. Ελιάς. Χοντρό σαν δάχτυλο και μουσκεμένο ως το κόκκαλο από την πρωινή δροσιά. Σχεδόν απαρατήρητο ανάμεσα στα τόσα ξερόκλαδα και στο κομμένο γρασίδι, έτοιμα για τον καταστροφέα και τον κομποστοποιητή.
Υψηλή σχετική υγρασία στην ατμόσφαιρα και βαρομετρικό χαμηλό στα εντός μου.
Ήταν πάνω του.
Εχθές.
Δεν μου το παν, το είδα. Με τα μάτια μου, μπροστά μου.
Δεν με είδαν, σαν η ματιά μου προσπέρασε για λίγο το σώμα και τους είδε μαζί στο παγκάκι, με πλεγμένα χέρια στους λαιμούς και γέλια στα φωτεινά πρόσωπα, με ακινητοποίησε σαν καρτούν για να με ελατηριώσει στο μείον άπειρο, από κει που ρθα.
Ήρθα από μακριά, δεν ήταν να καθίσω για πολύ, η πόλη βρώμικη και ο ουρανός πάντα λασπερά θαμπός.
Πόνος; Δεν θα το λεγα, μάλλον μούδιασμα, σαν όταν σου στάζουν κρύο νερό και ο εγκέφαλος τα αποκωδικοποιεί στα γρήγορα για κάψιμο και το φυσάς. Έτσι και εγώ, το φυσούσα και δεν κρύωνε και από το πολύ φύσημα η ανάσα μπερδευόταν και στέγνωνε του λαιμού τον κόμπο.

Κόμπο, αν μπορούσα θα με έδενα κάπου σαν τον πρόγονο, που ήξερε τις αντοχές και προφήτευε τις κινήσεις, που ήθελε να παρασυρθεί, να παραδοθεί, μα να μην πεθάνει, έτσι και εγώ, κόμπο χεροπόδαρα να με έδεναν και να με έλυναν σαν η μούρλα υποχωρούσε, αν ήταν ποτέ να αμπώτιζε σαν τη θάλασσα αποσεληνιασμένη.
Τα χέρια ασυνάρτητα σαν νεκρά, τα πόδια αυτόνομα να με τραβούν στα μακριά, ακολουθώντας εντολές του παρασυμπαθητικού, που διάταζε την καρδιά να χτυπά, το αίμα να κυλάει, τα πνεμόνια να ανοιγοφουσκώνουνε και το είναι να απομακρύνεται από το αγκάθι.

Πιάνεις με χέρι σταθερό το βεργάδι,
προσέχεις μην αγκαθωθείς και να μην σου γλυστρίσει,
του καταφέρνεις μια πλαϊνή κοψιά με το μπολιαστήρι
ή με αστραφτερή λάμα από σουγιά
και έχεις το μπόλι.
Το βαστάς δεματιασμένο σε νερό για όσο χρειαστεί,
Σε κουβά, σε απόσκιο, σκεπασμένο.
Αν είναι καλοξυλοποιημένο θα αντέξει το χειμώνα,
Αν όχι θα μαραγκιαστεί, θα σβήσει.
Την άνοιξη, με τις μεγάλες μέρες,
Διαλέγεις τα καλύτερα, τα καλοκαθαρίζεις,
Βρίσκεις στο νέο φυτό τα αντίστοιχα σε χόντρος και σε όρεξη,
Τα σκίζεις αντίθετα και τα θηλυκώνεις βάζοντας γύρω λάσπη
Και δένεις τα, ώσπου να πιάσουν.
Σαν από τα νέα μάτια ξεφυτρώσουν γεννήματα,
το μπόλιασμα είναι πετυχιά,
αλλιώς ξεράδι απομένει συγκορμισμένο στον τρυφερό κορμό,
που του μένει αποκοπή και επανάληψη με κάποιο άλλο πιο ταιριαστό.
Στο βάθος του χρόνου κάποια εμβόλια έχουν διάρκεια και κάποια έχουν βραχεία,


Έτσι και εγώ από τη θέση αυτή μιλώ βραχύς όντας και βρεγμένος
Βρέχει εδώ στην πύλη που είμαι καθισμένος, κάτω από το μισό υπόστεγο, οι φίλοι μου είναι μέσα και ζεσταίνονται στη φουφού πίνοντας κρασί και τρώγοντας σουβλάκια,
Ενώ εγώ μασάω μέχρι αιματώσεως τα νύχια από τα χέρια μου, μην ξέροντας τι να κάνω.
Σηκώνομαι, φεύγω στη βροχή, οι πλημμυρισμένοι δρόμοι έπρεπε να με γύριζαν πίσω, μα η ζωή μου έχει ήδη μπαρκάρει και δεν το πήρα είδηση.
Περπατάω σαν τον ησούν στα βρομόνερα, μα η βρόχα δεν ξεπλένει κανένα λογισμό, το αντίθετο, ξεβάφονται κάποιες του έρωτα εικόνες και από πίσω διαφαίνονται παραγκωνισμένες αλήθειες, από κείνο τον περίεργο πηλό που δεν θέλεις να πιστέψεις και αποφασίζεις να μην κοιτάς, κάτι σαν εκείνο το ψηλό άσχημο πουλί που κρύβει το κεφάλι στην επερχόμενη απειλή.
Αν την έβλεπα την απειλή; Σαν παντοδύναμος νιώθεις, τα προβλήματα μοιάζουν εμπόδια και όλα τα εμπόδια με ένα πήδο ξεπερνιούνται , μα από το εμπόδιο αν έχεις αλλάξει στράτα, τι να σου κάνει το πήδημα όσο ψηλό και αν είναι.

Δεν είναι όλα σαν το πήδημα της ακρίδας, τρώω εδώ και μετά αλλού και όλο απομακρύνομαι, πιο πέρα και πιο πέρα, μερικές φορές αξίζει να μείνεις και στα σκληρά, στα δύσκολα και στις αναβροχιές και να αλλάξεις τον νομάδα σε καλλιεργητή, να ρίξεις κάπου ρίζες και να εγκατασταθείς, για να μην μιλήσω για προορισμό και με χλευάσεις.
Έτσι και τότε, κατάλαβα πως εδώ είμαστε, εδώ μένουμε, ούτε στάση, ούτε σταθμός, καίγω καράβια και σβήνω τα γραμμένα, αλλάζω φορεσιά και ντύνομαι τον καλύτερο εγώ μου,

για όσο.

Πόσο; Μετριέται ο χρόνος; Μετριέται η απόσταση; Μετριέται το πάθος;
Μετριέται ο πόθος; Ο αλβέρτος έλεγε για του χρόνου καμπυλώσεις και ομολογώ πως μπορούσα τότε να τον καταλάβω απόλυτα, πως ο χρόνος δίπλα σε κάποιον που σημαίνει για σε πολλά αργεί να διαβεί, για αυτό και οι αγαπημένοι φαίνονται ευνοημένοι από το πέρασμα του χρόνου, ο τόπος καμπυλώνεται και όλα ορίζονται μαθηματικά σαν ο άλλος και ο χώρος που δεν καταλαμβάνει ο άλλος.

Ο άλλος.

Πάντα υπάρχει ένας άλλος όσο και αν ορκίζεται, όσο και αν προσπαθεί να πείσει για το αντίθετο, η καρδιά έχει κρύα πόδια και θέλει παρέα στο κρεβάτι.
Την καρδιά του την έβλεπα γεμάτη ξένα πόδια, δεν το ήξερα, δεν με ένοιαζε, δεν με αφορούσε.
Είχε ότι ήθελε και κάποτε ήταν δική του και αυτός δικός της.
Εγώ που μπλέχτηκα;
Στο μεσοδιάστημα ή στο τέλος κάποιου επεισοδίου, με άλλον συμπρωταγωνιστή που όδευε προς τα καμαρίνια, ενός χλιαρού έργου.
Το τέλος ήρθε αβίαστα και η κατάρα του ήταν το ίδιο έργο να επαναληφθεί.
Γέλασα, δεν πιάνουν τόπο οι κατάρες σε ζεστή καρδιά. Το ήξερα και φρόντιζα πάντα να καίει.


Η ζήλεια φέρνει πάντα παγωνιά, γιατί αφήνει το πορτόνι της καρδιάς ανοιχτό στην αμφιβολία σαν λείπει αυτός και κείνη κρύωνε. Κρύωσε, σκλήρυνε και έψαξε σε άλλη φωτιά για να καεί, σε άλλο αμόνι να χτυπηθεί και έμεινε το φυσερό εκείνου ξεφούσκωτο.

Φούσκωνε καθημερνά σαν του ληστή το σάκκο, γιατί η πολλή χαρά μοιάζει με την κλεμμένη, μεγάλωνε το μπόι του από καμάρι και τα χνάρια του γίνονταν όλο και πιο αχνά, ακροπατώντας βήματα χορευτικά, ζώντας μες στα ουράνια

Το πιο ψηλό το πέταγμα, η πιο σφοδρή η πτώση, φυσική για αρχάριους και εκείνος αρχάριος στο άθλημα.
Άκουσε τον ποιητή και έφτασε όσο πιο ψηλά μπορούσε και μετεωρίστηκε για πολύ.
Όπως όλα τα φυσικά έχουν αρχή και τέλος, το τέλος άργησε μα ήρθε.
Η κατάρα επαληθεύτηκε και το σώμα της θηλύκωσε σε άλλου παζλ το σώμα.

Στη ζωή περπατάς μέσα σε σώματα και ανεβαίνεις σε εμπειρίες. Σε κάποιο σκαλοπάτι του συνάντησε μια χορεύτρια και σε ένα χαρτάκι του χε κάποτε ζωγραφίσει μια μπαλλαρίνας πόδι, με πουέντ και κορδέλες, σε περιστροφή.
Αδέξιο μικρό σχεδιασματάκι, στα τόσα τα χαρτιά του ξεχασμένο, σε κάποια τους κουβέντα περί απόλυτης αλήθειας ανασυρμένο.
Στις τόσες εμπειρίες της, φάνταζε πιο μεγάλο στο μυαλό της, αυτοσυγκρίθηκε με μια πεθαμένη ανάμνηση και μαράζωσε η ψυχή της. Ποιος ξέρει, μπορεί και να το θελε, μπορεί και να της χρειαζόταν, να ψάξει κάπου να βρεί ένα ψεγάδι, μιαν αφορμή για να παλεύει για κάποιον αμαχητί παραδομένο. Τι να κερδίσει παραπάνω από τα όλα; Ίσως τη γνώση ότι τα είχε, αφού τα χάσει.

Σαν περπατάς χαμένος, δεν φοβάσαι μην χαθείς, μόνο να μη σε βρούνε.
Τα σύγνεφα έκρυβαν θυμό και κάπου κάπου ξέφευγε καμιά ηλεκτρισμένη λάμψη, στο μυαλό του και στον ουρανό, , μπας και εκφορτιστεί η ένταση σε υδάτινες σταγόνες.
Η πόρτα έκλεισε πίσω της του αέρα το χορό, μα άφησε να διαβούν εικόνες και λογισμοί εγκληματικοί. Ένα ένα τα στοιχεία της παράδεισος γίνουνταν της κόλασης υλικά, τα θυμήματα τύπωσαν ημερομηνία λήξεως από μόνα τους και οι σκληρότερες φωτογραφίες βιάστηκαν να αποκαθηλωθούν.

Σκληρό είναι το ξερό ξύλο, μα σαν το νοτίσεις μαλακώνει, κάπως σαν το σπλάχνο σου, σαν αποκτήσει σκοπό. Ένας σκοπός μπορεί να ήταν η ώρα να περάσει ή να βαφτεί η λάμα κόκκινη σε κάποια ανάποδη σκέψη. Ό,τι και αν ξεκίνησε, όπου και αν στόχευε, τα χέρια τα ασυνάρτητα απέκτησαν νού και κρίση και αφού ο κάτοχος ανίκανος στάθηκε να αντιδράσει, πήραν το πηδάλιο και τράβηξαν δική τους ρότα.

Όποιον και αν ρώταγες θα σου λεγε πως ήταν το πιο πιθανό απ’ όλα τα ζευγάρια για να συνεχίσει και ήταν το πρώτο που τελείωσε, αστέρες πρώτης τάξεως κατάντησαν ήλιος και μαύρη τρύπα. Αυτή θα φώταγε από μόνη της τον κόσμο όλο και αυτό θα κατάπινε σκοτάδια στο διάβα του.

Μα τα σκοτάδια δεν καταπίνονται μονάχα, ξερνιόνται και κατάμουτρα ή με έμμεσο τρόπο.

Ο τρόπος που το κράταγε το ξύλο και το κοπίδι τράβαγε τα βλέμματα, μα ήταν κυρίως το δικό του, χαιρέκακο, περήφανο, μαζί και απελπισμένο. Έφευγαν φλούδια και πλανίσματα, φλοιός και σομφό ξύλο, περνούσε η ώρα και οι στιγμές και όλοι εσταματούσαν, ρωτούσαν τον τι να θελε με κείνο το ξύλο να φτιάξει, εκοίταζε τους και συνέχιζε την άγρια δούλεψή του, το σχήμα ήταν ανώριμο , μα στο μυαλό φτιαγμένο.

Πέρασαν φίλοι και γνωστοί, τον κάλεσαν μαζί τους, έπεφτε πάνω του η βροχή μα το χε για καλό του, τι πνευμονία και φάρμακα, από το ξύλο τούτο δώ κρεμόταν η ύπαρξή του.

Πήρε να σχηματίζεται κάτι μακρύ σαν άκρο και κάποιος γνώρισε πως ήτανε ενός ανθρώπου πόδι
Πολλοί του το ζητήσανε στο χέρι να το πιάσουν , μα άλλα χέρια μιερά δεν ήταν να το λερώσουν,
Έσκυβε, έκοβε, μέτραγε με το πασέτο της μνήμης
Στο τέλος του παρουσίασε μιας μπαλλαρίνας πόδι
είχαν περάσει ώρες επτά όσες και οι μαχαιριές του,
μα έζησε και με πικρά τα μέσα τους είδε σαν ξεπόρτιζαν,
σαν έφευγαν από μπρός του και αυτή σιγοπερπάτησε και έστειλε έξω τον άλλο
μια κουβέντα να του πεί, κάτι να εξηγήσει, για όσα ήταν τελειωτικά, για όλα τα πράγματά που έμειναν στο σπίτι,
μα έπεσε το μάτι της πάνω στο ξύλινο πόδι και ρώτησε τίνος να ήταν το γλυπτό
και ο φόβος της πραγματώθη σαν είδε τα πλανίσματα και αίματα στα δαχτύλια
συννέφιασε το βλέμμα της, σκοτείνιασε το χαμογέλιο,
είπε πως την περίμεναν και βιάστηκε να φύγει,
μα φεύγοντας πάλι κοίταξε την κυτταρένια ύλη που πάταγε πάνω στη βάση του,
βάρος μες στην κοιλιά της.
Έφυγε, πήγε, χάθηκε, μπορεί μέσα σε κείνον, μα ύστερα από χρόνια δώδεκα που βρήκε τον στο δρόμο και ήπιαν ένα ποτό σε ένα μικρό μπαράκι, θυμόταν την εικόνα του μικρού, ξυλόγλυπτου κάτω άκρου και ζήτησε εξήγησες που δεν ήταν να πάρει.

Οι μέρες ελαφρύνθηκαν, μα πέρασε και μπόρες, έβγαλε το καΐκι του σε άγνωστα μέρη και ξέρες, επαραδόθη στα νερά και κάποτε πάλεψέ τα και τώρα κρατεί σεντουκιστό το ξύλινο όπλο εκείνο.


Αν συνεχίζεις να πιστεύεις πως η τέχνη είναι μόνο για την τέρψη, την αγωγή της ψυχής, την ανάδειξη της αρμονίας και την έκφραση του ωραίου, κάποτε θα συμφωνούσα, τώρα ξέρω περισσότερα.



Για κάθε αρχή και τέλος:

Ήταν αυτός και εκείνη, σαν δυό κλαριά που βλεπαν το φως του ήλιου από άλλη μεριά στο δάσος. Δεν ήταν για να ανταμώσουν ποτέ, σαν ψάρια του γλυκού και της ανοιχτής θαλάσσης. Όταν φυσούσε αλλού γυρνούσαν τα φύλλα του ενός, αλλού του άλλου. Αν και στον ίδιο ήλιο αναφέρονταν, αυτός έβλεπε ανατολή και κείνη δύση.

4.10.07

οι μπιφτεκέδες





Όσο και να ψάξεις στο λεξικό τούτη τη λέξη δεν θα την βρείς, είναι δική μου, εγώ την επινόησα και όχι μόνο, δική μου και η γέψη και η μοσκοβολιά της. Μη γελάς, μπορεί να φαίνομαι επηρμένος, μα θα σου εξηγήσω, αρκεί να έχεις όρεξη για ταξίδι.

Δεν φτάνουν μονάχα η τεχνική και τα υλικά για να φκιάξεις κάτι ξεχωριστό, δεν είναι τρείς το λάδι, τρείς το ξύδι, έξι το λαδόξυδο, αλλιώς η μαγειρική δεν θα ταν τέχνη.

Ποιος είμαι εγώ που μιλώ για τέχνη; Κανένας, ή μπορεί κάποιος που κατάλαβε πως τέχνη είναι ότι φτιάχνεις για τον εαυτό σου και το αφιερώνεις σε κάποιον άλλο, κάτι σαν χάρισμα αγάπης ένα πράγμα.

Πρωτομαγείρεψα τη μέρα που έμεινα μόνος για πρώτη φορά. Ήταν σαν μια παλιά συνήθεια, σαν το πρώτο μπάνιο του καλοκαιριού, που το σώμα σου έχει ξεσυνηθίσει το νερό, μα ξέρεις καλά ότι δεν πρόκειται να βυθιστείς παρόλη την ψυχρολουσία.

Δεν μου παράπεσε αλατοπίπερο, ούτε πνίγηκε κανένα φαγητό στο λάδι ή στο νερό, πες το τύχη ή όπως αλλιώς θέλεις, αν και μένα μου έγινε πεποίθηση ότι μαγειρεύει καλά αυτός που ξέρει να φάγει, που μπορεί να αποκωδικοποιήσει την πεθυμιά του και να βρεί τα αντίστοιχα συστατικά.

Η πρώτη μου κατσαρόλα ήταν μοσχάρι στιφάδο και φακές την επομένη. Ντουγρού στα δύσκολα.
Ακολούθησαν μουσακάς, παστίτσιο, ψητά στο φούρνο, σούπες, τραχανάδες και πίτες με ανοιγμένο φύλλο, ήμουν άρχοντας.

Στα χρόνια που πέρασαν τραπέζωσα πολύ κόσμο. Για το πιοτί μπορεί να είχαμε ενστάσεις, για το φαγητό ποτέ. Έφευγαν όλοι με χορτασμένο ρουθούνι, μάτι και στομάχι, γιατί η πετυχιά είναι να τα καλύψεις όλα. Έτσι είχα μάθει.

Το σπίτι μας δεν ήταν ποτέ ξένο στη φιλοξενία. Ορδές γνωστών, συγγενών και λίγων φίλων κατέκλυζαν το σπίτι μας, κατέλυαν, κάπνιζαν, κουβέντιαζαν, συζητούσαν, μιλούσαν, γελούσαν, έτρωγαν και τραγουδούσαν.

Ο πατέρας είχε ένα κασσετόφωνο οριζόντιο Panasonic, με μεγάλα μαύρα πλήκτρα και κόκκινο του rec, που έγραφε τα γλέντια τους. Κάποτε έσπασε μια μποτίλια κρασί δίπλα του και το βραχυκύκλωσε, δίνοντας του θέση στο πάνθεον των χαλασμένων ραδιοκασσετοφώνων της οικογένειας, στο ντουλάπι.

Με την αδερφή μου θυμάμαι να δανειζόμαστε το μικρόφωνο και στην ηχογράφηση των μεγάλων να αφήνουμε το στίγμα μας, με ποιήματα του σχολείου και προβαρισμένα α καπέλα τραγούδια.
Από τις ελάχιστες μαγνητοταινίες που έχουν μείνει ακόμη λειτουργικές, μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τα κοκκοράκια μας στις ψιλές, τα απίστευτα φάλτσα σαν κακοκουρντισμένη λατέρνα και τις γκρίνιες για το ποιος θα κρατάει το μικρόφωνο ανά χείρας τραγουδώντας τον διονυσίου.
Αργότερα που τις ξανακούγαμε, πασχίζαμε με voice over να καλύψουμε τα ασυμμάζευτα, δυνατότερα από τα ηχεία και να διακρίνουμε όλες τις παράλληλες κουβέντες και τους πρωταγωνιστές.

Βασικός πρωταγωνιστής ο πατέρας, άρχιζε και τελείωνε το τραγούδι· το άρχιζε μόνος του, με την ωραία, δυνατή φωνή του για να το αφήσει σε άλλους, να το ξαναπιάσει σαν λάθευαν το ρυθμό, τη μελωδία ή το στίχο και ολοκλήρωνε σαν έπιανε το κλαρίνο. Μετά ήταν η σειρά των άλλων.

Έπινε και έπαιζε. Ποτηράκι κοκκινέλι και τραγούδι. Στο τέλος δεν έφευγε κανένας ή τουλάχιστον μόνο οι κοντινοί και οι ξεμέθυστοι. Οι άλλοι στρωματσάδα.

Μη νομίσεις πως το σπίτι ήταν μεγάλο, όχι, ένα μεγάλο δωμάτιο των παιδιών με την τηλεόραση και τη βιβλιοθήκη, κάτι σαν υπνοδωμάτιο και καθιστικό, μια κουζίνα με καφέ φορμάικα στα ντουλάπια στις άκρες ξεφτισμένη και μωσαϊκό το πάτωμα πλακάκι, σαν περονοσπορισμένο αμπελόφυλλο, μια τουαλέτα στριμωγμένη κάτω από την σκάλα και μιας βεράντας –σχεδόν- νόμιμα κλεισμένης υπνοδωμάτιο για τους δικούς μου.

Μα αν είσαι καλός, ανάμεσα σε καλούς, όλοι οι καλοί χωράνε και χώρος περίσσευε πάντα.

Τα καλοκαίρια την βγάζαμε στην αυλή, κάτω από τη μουριά, τη φυλλωσιά της μουσμουλιάς, τριγυρισμένοι από τα λέλουδα της κυρα-άννας, μπιγκόνιες, τσετσέκια και ορτανσίες.



Στην αυλή έγινε και ο γάμος της θείας μου. Πάντα τα γλέντια κάτω, να πατάς σε γή και ας χορεύεις ίσα με τον ουρανό.

Λινάτσες και λιόπανα δεμένα από άκρη σε άκρη, τάβλες συνεχόμενες σε καβαλέτα και τραπεζομάντιλα εμπριμέ και το τραπέζι του γάμου έτοιμο. Η νύφη συνοδεία οργάνων και παράμερα να καίει το καζάνι βραστό για ντοματόσουπα με μπόλικο πιπέρι. Ακόμα κουβαλάω αυτή τη μυρωδιά με τον διάχυτο φωτισμό από πάνω και την υγρασία, υποψία βροχής που δεν μας τίμησε, ευτυχώς.

Δεν υπήρχε άλλο όργανο στην παρέα, μόνο φωνή και κλαρίνο ή στο χωριό φλογέρα, που ήσαν πρόχειρες και καλοκουρντισμένες.

Φλογέρες έφτιαχνε και βάραγε σκοπούς ο παππούς μου. Ήταν τόσο καλός που σε ένα φεστιβάλ στην πάτρα τον κάλεσαν αυτόν εκπρόσωπο του χωριού του, να παίξει μπροστά σε κοινό. Παραξενεύτηκε σαν άρχισαν να χειροκροτούν, άμαθος από τους τρόπους του χωριού που όταν κάποιος μερακλωνόταν τραγουδούσε ή χόρευε, όχι αυτά τα ξενέρωτα του στυλ «κάθομαι στη θέση μου και βαράω παλαμάκια», τότε η διασκέδαση ήταν ακόμα συμμετοχική διαδικασία και όχι ανάθεση σε επί χρήμασι και εξ επί τούτου διασκεδαστές.

Όταν τα χειροκροτήματα στο τέλος συνεχίστηκαν για ώρα, σηκώθηκε έκανε ξανά υπόκλιση, έβγαλε και την τραγιάσκα του, τα μάτια του είχαν βουρκώσει, δεν ήξερε πώς να ανταποδώσει αυτή την τιμή στους παρευρισκόμενους και εν μέσω δακρύων, έλεγε συνεχώς ευχαριστώ κοιτάγοντάς τους όλους στα μάτια.
Αυτός ήταν ο παππούς μου.



Προίκα δεν έδωσε στην κυρά-άννα χωράφια, μόνο το σπίτι, μα τι σπίτι! Το χτισε ο ίδιος και η φαμίλια του.
Είχε λίγην έκταση αγοράσει στο λόφο της πόλης, από παλιά, μιας και τότενες κανόνιζαν για τα προικιά από μικρά, τόσο σημαντικό ήταν. Με άχερα και λάσπη από τον ίδιο τόπο, το ίδιο μέρος, ζυμωμένη με τα πόδια, έφτιαξαν τις τουβλέτες και έστησαν το λιθόκτιστό μας.

Δυόροφο, δεμένο με την πλάτη στα ριζά ενός βράχου, έμαθα τη γεωγραφία ανάποδα μιας και κοιτάζοντας κάτω προς τη θάλασσα και έχοντας πίσω μου το βουνό, θαρρούσα πως έβλεπα το νότο και ας ήταν ο βορράς.

Ξύλινο ταβάνι και κάθε περπάτημα στο πάνω σπίτι προκαλούσε τριγμό στη ραχοκοκκαλιά του άγνωστού μου φόβου. Μόνο μεγάλος πήγα πάνω, το χαμε για καλό, μα πάλιωσε σαν ρούχο αφόρετο βιτρίνας, ο ήλιος και η υγρασία το ξεφλούδισαν και ένας σεισμός του ενενήντα τόσο, το βαψε με κόκκινο σταυρό.

Κυράδες οικοδέσποινες, η γιαγιά και η μητέρα, καθεμιά στο σπιτικό της, βοηθός η μια της άλλης.
Ας πούμε κυρά-άννα τη μητέρα μου, έτσι τη φώναζα από τότε που άρχισα και εγώ να καλώ κόσμο πολύ στο σπίτι, για να ξέρουν πώς να την λένε, ενώ τη γιαγιά νικολίτσα σαν την είδε ο παππούς στα ειδώματα, της είπε πως είχε χείλη βιολετιά και από τότε βιολέτα την εφώναζε, μαζί του και τα παιδιά και εμείς τα εγγόνια.
Η κυρά-άννα και η βιολέτα ήσαν πάντα οι αφανείς ηρωίδες στα γλέντια, οι εργάτριες μέλισσες για να πραγματωθούν οι συνάξεις.

Έφτιαχναν ψωμί απ’ το πρωί, έκαιγαν τον φούρνο και τη γάστρα για φαγητό, γέμιζαν πολλές κοιλιές και έμεναν για φαγητό τελευταίες προσέχοντας και την τελευταία λεπτομέρεια, από τα ποτήρια να μην μένουν άδεια, από τα παιδιά να έχουν τα κομμάτια της αρεσκείας τους, από τα τασάκια να ναι άδεια από γόπες και το σπίτι περιποιημένο στην εντέλεια, άρχιζαν από τα χαράματα με γλυκά και τελείωναν το άλλο βράδυ με το πλύσιμο, το σκούπισμα, την μπουγάδα και το φαγητό της επομένης.

Η γιαγιά διέθετε φούρνο πετρόχτιστο από τον παππού και η κόρη ηλεκτρικό από τον πρώτο μισθό του πατέρα. Αλλαγή στο μέσο, όχι στη μέση, πιασμένη πρίν κατά και μετά και για τις δύο.

Τα φαγιά όχι πολλά, σε ποικιλία, μα πλούσια και φρέσκα από τη λαϊκή και τον μπαχτσέ, κολοκύθι, ντομάτα, μελιτζάνα, μαρούλι, ό,τι ήταν της κάθε εποχής διαθέσιμο.

Τα έξοδα πολλά και η ακαταστασία μεγαλύτερη, αλλά ένα πετυχημένο γλέντι και το χαμόγελο ευχαρίστησης έφτανε για πληρωμή.

Το σπίτι στο χωριό πιο φτωχικό, πιο μικρό ,πιο στέρεο. Με πέτρες πελεκητές και αγκωνάρια από τα γύρω ρέματα και τα φαράγγια, κουβαλημένα όλα με τα γάιδαρο και το μουλάρι. Ο παππούς δεν καταδέχτηκε να χρησιμοποιήσει το άλογο για τόσο σκληρή δουλειά, κάλλιο να το κανε ο ίδιος.

Αυλή και πλατεία χωρίς δεντρί είναι σαν εκκλησιά χωρίς καμπαναριό. Παιδί ακόμα ο παππούς έβλεπε τον πατέρα του να φυτεύει στην άκρη του αλωνιού ένα πλάτανο και ο μικρός τότε εφύτεψε μια μουριά. Άγρια, με μούρες μωβιές, ζαχαρωτές γιομάτες χυμό, που μαύλαγαν τις μύγες από μακριά και που με τον καιρό με γνώση και βοήθεια την μπόλιασε σε ήμερη που έκανε μόνο ίσκιο.

Ξεπέτρισε τον κήπο με τα χέρια του και με τη βοήθεια του αλετριού και έφτιαξε την ξερολιθιά που τώρα συγκρατεί το χώμα της αυλής μη φύγει. Κάθε πέτρα και κάματος, κάθε λάσπη και ιδρώτας μέσα, να θεμελιώνεται ο άνθρωπος με το σπίτι του.

Κάποτε ζαλωνόμασταν τα 20λιτρα πράσινα μπότια νερό και φέρναμε νερό από την κρήνη, με παπούτσια να γλιστράν στη λάσπη και στα βρύα.

Αμαρτία αυτούς τους μαντρότοιχους να σπάσεις για να φέρεις το νερό, αλλά είχαμε σταματήσει από γεννησιμιού να μαστε αναμάρτητοι.


Στο χωριό ο παππούς σαν ανέλαβε το σπίτι του το πατρικό ως εδικό του, με κάποια γραμμάτια αγόρασε το μεγαλύτερο κεφαλοσιδεροκρέββατο που έχω ποτέ του κοιμηθεί, με σούστες να διατρέχουν ακόμα το γέρικο σκελετό του, τον βαμμένο με ντουκόχρωμα λευκό, για να εμποδιστεί η αναπόφευκτη αργή οξείδωση του.

Στο κρεββάτι εκείνο έζησα με την αδερφή μου για χρόνια καλοκαιριού τον μπακογιαννόπουλο και την κινηματογραφική λέσχη της παρασκευής, το κυριακάτικο ελληνικό και την ξένη ταινία μετά το αρνί στο φούρνο, ενώ το θέατρο της δευτέρας στο ραδιόφωνο μας ταξίδευε με εμάς χουχουλιασμένους στο βαθύ βούλιαγμά του.
Οι φωτογραφίες στα κάδρα χρόνο με τον χρόνο πλήθαιναν και οι γαμήλιες και οι βαπτιστικές παραχωρούσαν λίγη από την αίγλη τους και συνέχιζαν το νήμα της ιστορίας με εμάς μεγαλωμένους, σπουδαγμένους, φρεσκοερωτευμένους και πάλι η σειρά με τις γαμήλιες και τις βαπτιστικές.

Η θέα του χωριού πάντα απίστευτη, κανένας δεν θα κτιζε στον κήπο μπροστά μας, εκεί που μάθαμε να φοβόμαστε τα φίδια και τις οχέντρες, να ταΐζουμε στο χέρι τα αδέσποτα και να βοτανίζουμε τα αγριοχόρταρα που δεν έμοιαζαν με βλήτα και με δυόσμο.

Οι καιροί πήραν να αλλάζουν. Κάποιοι έφυγαν, κάποιοι έμειναν, τα σπίτια επίσης.

Το ρεύμα που έφτασε κοντά το ’75, σηματοδότησε την εποχή που οι άνθρωποι θα γέμιζαν τα βράδια τους με περισσότερη σιωπή, όλοι απέναντι από το μαυρόασπρο κουτί.

Το σπίτι στο λόφο εγκαταλείφθηκε για ένα μεγαλύτερο από μπετό, ενώ το πατρικό του παππού έγινε εξοχικό για τα παιδιά και τα εγγόνια, για να δέχεται επισκέψεις όλο το καλοκαίρι και κάποια σαββατοκύριακα το χειμώνα, παρέα στην αυλή με θέα ή στο τζάκι με φωτιά και κρασί, μα πάντα με τσίκνα και ευωδιαστά μαγειρέματα.

Κάτι σαν να λέμε στάση, όχι στάθμευση, εκδρομικές επισκέψεις για να μην χάσουμε την επαφή με το παρελθόν, που στο μέλλον θα φυτεύαμε εκεί τις γλαστρένιες ρίζες μας.

Στο τώρα όμως..

Μέσα στο σταγονοαυτοκίνητο στριμωγμένοι με ταψιά, τηγάνια και φόρμες, αλεύρια και τυριά, κιμά και ζαρζαβατικά, κιθάρα της παρέας, γίγαντες στο φούρνο ψημένους και ημίγλυκο δυό μπουκάλια πήραμε το δρόμο του βουνού.
Το χωριό πάντα εκεί, είκοσι λεπτά από την πάτρα, αγκυρωμένο στα 700 μέτρα υψόμετρο να αγναντεύει ναύπακτο, μεσολόγγι και κεφαλονιά, χτισμένο ημικυκλικά, γύρω από το λόφο του ναού, του προφήτη ηλία, με το νεκροταφείο και το κάστρο του.

Σαν έρθεις μη θαρρείς πως θα δείς τίποτα επάλξεις, μα το χάλασμα από μόνο του σε συνδυασμό με παιδικές μνημες, βράδια απόσπερα και κρωξίματα αινιγματικά έφταναν για να ξετυλιχθεί ένα μυστήριο και μια ομίχλη που κανένας ήλιος δεν θα διέλυε.

Η μέρα απίστευτη, ζεστή, φωτεινή, γλυκειά, ξεμυαλίστρα. Το τηλέφωνο να καίει το αυτί από τις προτάσεις, τις προσκλήσεις, τις ανεπιθύμητες ακυρώσεις, τις πιέσεις και τις λύσεις για όσους ήταν να συνοδεύσουν ένα σαββατοκύριακο ονειρεμένο.

Η χαρά είναι μια πίτα που όσο και αν την κόψεις, σε φέτες πλατιές όσο ένα χαμόγελο, πάντα φτάνει για να χορτάσουν όλοι και ακόμα να περισσέψει.

Από τους 14 απομείναμε οι μισοί καταφατικοί, πώς να δελεάσεις κάποιον να παραβγείτε στο τρέξιμο, σαν παίζει ακόμα κρυφτούλι με την ευτυχία.

Το φιλικό ζευγάρι από αθήνα δεν είπε όχι, η σταρένια, λεπτόξανθη ως καλαμίς μεγαλωμένη στην αγγλία και ο δρακουμέλ λαικοεπαρχιώτης των βορείων προαστίων, με όρεξη πακμαν κίνησαν μετά τις δουλειές τους να μας βρούν.
Πήραν το τουτού για πάτρα, έκαναν λάθος στην παράκαμψη για τρίπολη, καθόλου δεν με παραξένεψε, σε δυόμιση ώρες ήταν στο χωριό.

Ο δηρμύτης με την καθηρένια και τον αμιανό θα έφταναν σε 2 ώρες, δηλαδή 3 επειδή έχασαν το βουνό, περίπου, γιατί ο πρώτος είχε ξαναέρθει και τους οδηγούσε. Νο προμπλέμο, εκτός του ότι μας βρήκαν σχεδόν σουρωμένους και τα φαγιά λεηλατημένα. Σου ξαναλέω πως περάσαμε καλά και βάλε.







Το μεγάλο πρόβλημα και μοναδικό ήταν το ρέμα. Όχι το φαράγγι παραπέρα με τα έλατα και τα σχίνα, το ρέμα της δεης, γιατί είχα κανονίσει να ψήσω τα κεφτεδάκια στο τηγάνι, ενώ τα λαχανικά και κάποια μπιφτέκια στο γκρίλ που μας είχαν φέρει δώρο. Η παρθενική του ψησιά θα ήταν αυτή και δεν θα ευοδωνόταν σήμερα.

Τηλέφωνο στους συγγενείς το μεσημέρι που φτάσαμε, ρητή η διαβεβαίωση, το ρέμα πληρωμένο. Έπρεπε να πειράξω τους διακόπτες και την ασφάλεια. Ο πίνακας αντιδρούσε στις ενέργειές μου όσο και μια πετυχημένη απονεύρωση που κανα πέρσι.
Τζίφος.

Η παταγώδης αποτυχία θα έπαιρνε αμπάριζα και κείνους που ταξίδευαν από μακρυά.

Τηλέφωνο στις πληροφορίες. Τηλέφωνο στη δεη. Αυτόματο μήνυμα, οι βλάβες εξυπηρετούνται μόνο τις εργάσιμες ώρες και μέρες.

Ο κιμάς και τα τυριά, τα μανιτάρια και το ζεστό κρασί ζητούσαν όλα τη σκοτεινιά ενός ψυχρού ψυγείου και το δικό μας ήδη μύριζε κλεισούρα και αρχομενη εξάπλωση μυκήτων από την διακοπή του ρεύματος εδώ και μέρες.

Οι γείτονες να έχουν ρεύμα, άρα δεν ήταν γενική διακοπή, αν και πριν από μια εβδομάδα είχαν κάνει έργα και άλλαξαν κολώνες. Μάλλον κάποιος είχε κάνει κάποια αυτοερωτική πράξη-περιφραστικώς-.

Εγώ κάτι μεταξύ μαρμαρωμένου βασιλιά για να μην τρομάξω την κερασομαλλούσα και του σκεπτικού του ροντέν, για να βρώ μια λύση. Η προφανής ήταν να μεταφέρουμε την όλη φάση στο σπίτι στην πόλη, πράγμα που δεν με ενθουσίαζε περισσότερο από ρέγγα για πασχαλινό πιάτο.

Η κερασομαλλούσα μου σαν να ξερε καλύτερα, αντίς να πελαγώσει, πήγε κατευθείαν σε ότι ήξερε καλύτερα από παιδί, τη φωτιά.
Γόνος γονέων κυνηγού και ηπειρώτισσας, μεγαλωμένη σε μεγάλα τζάκια ήξερε τα τερτίπια της φωτιάς και πώς να την καθυποτάζει.

Κούτσουρα, μουρόκλαδα ξεραμένα και ψιλοχόρταρα και σε μερικά λεπτά μια μεγαλειώδης φλόγα έκαψε τους ενδοιασμούς μου και είπαμε να το συνεχίσουμε εκεί όπου το προορίζαμε.

Έπλυνε τα ζαρζαβατικά στη βρύση που βλεπε τη θέα και πήρα να ζυμώνω εγώ το μείγμα.

Δυόσμοιρος και σκόρδιο, κρόμμυο και πεπεριά, ορίγκανο, φρεσκοβούτυρο, κεφαλότυρο, δυόμισι κιλά κιμάς και μια φρατζόλα άρτος τα βασικά υλικά, φώς, νερό, αέρας και θύμησες από την άλλη, ο πατέρας , ο παππούς, η κυρα-άννα, η βιολέτα, τα γλέντια, το Panasonic, το σπίτι, το τρίξιμο, το καζάνι και τα λιόπανα και πάντα ένα κλαρίνο να παίζει στο αυτί μου, αρχίνισα το πλάσιμο, το ζύμωμα.





Σαν αγαπάς αυτό που κάνεις και αγαπάς εσέ και αυτούς που στο δώρο σου αποδέκτες θα βρεθούν, δεν γίνεται να λαθέψεις, μα και αν αυτό συμβεί, η αγάπη η περίσσεια θα καλύψει όλες τις άλλες μικρές ατέλειες, σαν την αγγάλη μάνας.
Πλήθος οι μπάλες, χορταστικές, εξήντα στον αριθμό, μεγάλοι, αφράτοι, με άστιφτο το ψωμί από το νερό μουλιασμένο, μια σκάφη γιομάτη πρωτείνη και νοστιμάδα.
Κάηκε η σχάρα που θα τους έψηνε, τρίφτηκε με λεμόνι, με σύρμα και βούρτσα και πάλι κάψιμο και πάλι το λεμόνισμα και έτοιμη στο τριπόδι.



Τα κούτσουρα γένναγαν κάρβουνα λαμποκοπούντα και σπίθες τριβέλιζαν σε κάθε προσπάθεια να ξεκλεφτούν και άλλα.



Η κερασομαλλούσα καταπιάστηκε με το πετρογκάζ και οι ανασκολοπισμένες πιπεριές με τυρί άρχισαν να τσιτσιρίζουν, ως είναι γνωστό τοις πάση πως το γκάζι κάνει το καλύτερο τηγάνισμα

Η σταρένια καταενθουσιάστηκε και ζήτησε αμέσως δουλειά, κάπου να βοηθήσει.
Τα περισσότερα είχαν ήδη γίνει, το ψωμί ήδη ζυμωμένο, το μπριάμ έτοιμο για το φούρνο, τα μελιτζανοκολόκυθα ήδη ζεστά και οι μπατάτες τώρα θα ξεροτηγανίζονταν.

Εκεί που ήταν να ρθουνε πολλοί και μείναμε λίγοι, δεν πείραζε, άφησα τον πακμαν να παίξει μόνος του το παιχνίδι του, συνεχώς το στόμα του μπουκωμένο και η σταρένια από ξωπίσω.

Δείξε μου το φίλο σου να σου πώ ποιος είσαι, έλεγε η παροιμία και βάλθηκαν οι δυό τους να την αποδείξουν.

Η στάθμη του μπιφτεκεδοδοχείου άρχισε να κατεβαίνει πρίν ακόμα να στρωθεί το τραπέζι, που με τη φόρα που είχαμε, δεν στρώθηκε ποτές, τα φάγαμε όλα σχεδόν τσιμπώντας

Ζήτησε και ο δρακουμέλ εργασία και τον άφησα με τις πατάτες για να τον βρώ με το στόμα μπουκωμένο και τα μπιφτεκοστρουμφάκια μειωμένα κατά πεντάδα.



Μέχρι το βράδυ δεν θα μενε ψιχίο. Οι μποτίλιες άδειαζαν δραματικά γρήγορα και τα χαζοχαμόγελα στεφάνωναν τις ακούραστες γνάθους.


Πέρασε ένας γνωστός από τα παλιά, για ένα λεπτό κάθισε δυό ώρες, το δοχείο έπιασε μέση και πιο κάτω και το τζατζίκι έδωσε ρέστα με τις κριτσανιστές πατάτες








Οι γίγαντες περίμεναν υπομονετικά να τελειώσουν τα διπλανά πιάτα για να δεχτούν επίθεση.


Έπαιρνε να νυχτώνει και οι τελευταίοι έφτασαν στο ακριανό σπίτι του χωριού, ο δηρμύτης που τραγουδούσε ωραία, η καθηρένια ομορφογυναίκα του αμιανού και το τριχορδάκι



Στο πιάτο της φορμαέλας που βγήκε εκείνη τη στιγμή δόθηκαν επικές μάχες με απολογισμό μερικά στραβωμένα πιρούνια με πολλά χαμόγελα mastercard από τους τυχερούς που πρόλαβαν.


Η βλάβη είχε ήδη φτιαχτεί, ένα κλιμάκιο της δεή διόρθωσε εκέινο τον φωστήρα που συνέδεσε το ένα από τα δύο καλώδια με το ουδέτερο. Είχαμε μείνει 7 ώρες χωρίς ρεύμα. Δεν πάθαμε τίποτα. Φάγαμε λίγη κάπνα παραπάνω και τα κεριά ήδη φώτιζαν τον τόπο.


Ο αμιανός σαν βρέθηκε κοντά στους μπιφτεκέδες έκανε ένα μικρό ντού και ο δηρμύτης αποτελείωσε το σκηνικό.
Τα ψωμιά στη θράκα. Ο φούρνος ήθελε κάψιμο μιας μέρας για να μην διαλυθεί πλακώνοντας τα φαγούδια μας, άρα..
Αυτό το τζάκι είναι που έψησε όλες μας τις λιχουδιές και μας κράτησε συντροφιά, φώς και ζέστη για το βράδυ, μιας και η κατεβασιά του βουνού είναι δριμεία από κάποια ώρα και μετά.

Ένα βράδυ όλο τραγούδι με κιθάρα και τρίχορδο, ύπνος για τους δύο που έμειναν στο κεφαλοκρέββατο και εμάς στρωματσάδα απέναντι στη θράκα.


Η κερασομαλλούσα μπορούσε και ήθελε να αναλάβει αποκλειστικά τη φωτιά και έτσι έγινε, μπορεί βεβαια να την αναγκασε ο βαρύς μου ύπνος. Η ζέστα κρατήθηκε ως τα νωρίς το πρωί. Ξυπνητός από την καμπάνα της εκκλησίας.
Πρωινός και ρέσκος, βουρ για πρωινό.





Τηγανιούδες με μαύρο αλεύρι και κάποια φουντουκόπαστα, σκέτη αηδία..
πάλι καλά που δεν έμεινε καμία για δείγμα



Κάπου σε ένα βαζάκι βρήκα λίγα τουτουμάκια και τα κοκκίνησα για μεσημεριανό με φρέσκιες ντομάτες και ντοματοπελτέ.
Στο τζάκι. Και ας είχαμε ρέμα. Και ας ήταν όλοι χορτάτοι από τις τηγανιούδες και τα χθεσινά, δύο πιάτα και όλοι έφαγαν, ακόμα και οι κοπελιές.
Μύριζε το χνώτο μας χορτασίλα και ξεθυμασμένη ημίγλυκη αλκοόλη. Τα σώματα ξεκουρασμένα, κανένα ρολόι δεν έδειχνε την ώρα της πεθυμιάς μας, λες και αν κάποια στιγμή αργότερα αν δεν φεύγαμε από κεί, κανένας γεροχρόνος δεν θα βγαζε το καρφί από το καντράν του ρολογιού του, να συνεχιστει η μέρα.
Μιλάω για πραγματική ευτυχία , αν δεν το χεις καταλάβει, εκείνη την παιδική, που δεν γνωρά υποχρεώσες, που κοιτά μόνο να φά, να παίξει και να κοιμηθεί.

Σου είπα πως ένα τραπέζωμα είναι τέλειο σαν έχεις να προσφέρεις από όλα. Οι καιφέδες σε κατσαρόλι, γιατί μπρίκι δεν τους χώραγε, ούτε είχαμε άπειρο χρόνο για ψιλοπράγματα, ζούσαμε την ευτυχία.
Δεν ήσουν, δεν ξεύρεις, σου λέγω να μάθεις, όταν βρεθείς σ’ αυτό το μέρος.


Το φρούτο σου, ώριμη αλυκή σάρκα, εσύ θα σηκώσεις το χέρι για να πιάσεις, ότι έχει μεγαλύτερη γλύκα απ των άλλων φτασμένα.





Ένα ονειρεμένο, παραμυθικό σχεδόν σαββατοκύριακο, το δώρο όλων σ’ όλους.


Το ξυλόσπιτο και το τραπέζι όπου δειπνίσαμε.






Το φρέσκο βούτυρο


Ο πλάτανος του παππού


Κερασομαλλούσα, δρακουμέλ και σταρένια , η τριουρία.






Το σπίτι από την απέναντι πλάκα, με βιολέτα
και χωρίς


Το ημίγλυκο
Αν μου ζητούσες να περιγράψω τις μαζώξεις μας, δεν θα λεγα κάτι, απλά θα σου δειχνα.





Όποιος δεν ήρθε έχασε
και όποιος ήπιε και έφαγε δεν ήταν να ξεχάσει.

Με ρώτησε ο αμιανός για τους κεφτέδες, τι είχαν και ήσαν τόσο νόστιμοι ή το ψωμί ή οι γίγαντες, τα τηγανιτά και η φορμαέλλα.

Πολλά μικρά συστατικά, τα εν πολλοίς μυστικά σεντουκισμένα, στην καρδιά και στο μυαλό του καθενός,
οι προθέσες
για όσα ήμασταν παιδιά και άξιζαν,
για όσους βλέπουν και καμαρώνουν,
για τα ευχαριστώ που δεν ειπώθηκαν,
για το σκούντηγμα στον ώμο
και τα ευχαριστημένα μάτια.

Ευτυχία φίλε μου είχαν μέσα.


η παρέα τραγουδά το πρώτο φθινόπωρο (κλίκ εδώ και κλείσιμο του Play της μουσικής παραπάνω)