9.12.09

αγκαλιά στο χιόνι

H βεβαιότητα ότι όλα θα πάνε καλά εξανεμίστηκε κι αυτή με το τελείωμα της βενζίνης

Το κρύο έδωσε το ρυθμό στα δόντια, να ακούει το σώμα και σε κάθε κτύπο να στρέφεται στα προς των έσω, σχεδόν βουστροφηδόν, σαν αντίστροφη ανάπτυξη εμβρύου, μένοντας ένα ταλανισμένο πλάσμα γύρω από τα γόνατα, με δάκρυα στα μάτια

Ο αέρας να σφυρίζει τον άσπρο θάνατο απ’ έξω αμέριμνος και κραταιός, ενώ η παγωνιά να παρεισφρέει απ ολούθε και να πολλαπλασιάζεται σαν αγωνία

Ξεκίνησες έχοντας εσένα μόνο να βρείς, μόνο τον χαμένο σου εαυτό από την προηγούμενη στροφή, εκείνη που στις φωτογραφίες σου υπήρχαν δυό, πιο κοντά και αγαπημένοι από το χώμα και το νερό της λάσπης

Το βούλιαγμα στην πόρτα μπάζει σαν την αλήθεια που κάποια στιγμή δεν μπόρεσε να αντέξει το ρούχο της ψευδαίσθησης, τότε που η ανάγκη την πειθανάγκασε να δεί τα πράγματα κατά το είναι και όχι το βολεύειν

Ο χωρισμός προκύπτει σαν αναγκαιότητα του ενός και υποχρέωση του άλλου , έτσι άκουσε και τούτο το ζησε σαν διπλογυρισμένη σε φούρνο πίτα

Οι ισορροπίες του καθενός δεν βρίσκονται μες στη σχέση, κει δοκιμάζονται, επιτυγχάνουν ή όχι, σαν τα πριν από ώρες σπασμένα φρένα της, όχι του μυαλού, μα του Yaris, εδώ, στου κόσμου την απόμερη ερημιά, που ο χαρτογράφος δεν καταδέχτηκε να πολυπροσέξει και ο οδοποιός βιάστηκε να κουρμπάρει την στροφή, για να παίρνει ο διαβάτης γρήγορα τα μάτια του από τούτο το μέρος

Το χειμώνα νυχτώνει νωρίς και το καταλαβαίνεις καλύτερα σαν είσαι έξω. Η μπαταρία της ξεπνέωσε από το αδιάκοπο κορνάρισμα και το ραδιόφωνο έμεινε ο μοναδικός σύμμαχός της

Στο χιόνι ντύνεις τα λάστιχα με αλυσίδες, σαν αυτές που νοητά προσπάθησες να σπάσεις, της συνήθειας που σε κρατούσαν σε διαρκή συμβιβασμό, που σ’ οδηγούσε κάθε μέρα στο υποβιβασμό, αλλά το με αφήλιο και τον πάγο δεν τα βάζεις, γιατί τα όπλα σου είναι σαν ξεπερασμένες αρετές, απλώς άχρηστα

Σε μια στιγμή λες δεν μπορεί σε μένα να συμβαίνει, σχεδόν ταυτόχρονα βλαστημάς και προσεύχεσαι, το αυτοκίνητο ακολουθεί αιώνιους νόμους βαρυτικής έλξης και μείωσης της δυναμικής ενέργειας του, νιώθεις κλυδωνισμούς του αμαξώματος κοντά στο όριο θραύσης του κατεβαίνοντας την πλαγιά όπως να ναι, μέχρι το δέντρο που θα ανακόψει την πτώση που θελε να γίνει πτήση

Δεν χτύπησες τόσο ώστε να πονάς αφόρητα, αλλά ακόμα είσαι ζεστή, είναι σαν τότε που σου ανακοίνωνε αποστασία προκαλώντας σου εσωτερική αποδιοργάνωση που εκφράστηκε με ένα γέλιο σχεδόν υστερικό, που θα το πλήρωνες με χρόνο και αναστεναγμούς, κανένα τίμημα δεν μένει απλήρωτο, αυτός και αν είναι νόμος

Σε κάθε υποψία περαστικού αυτοκινήτου βοηθούσες την κόρνα πιέζοντας την με όλο σου το σώμα και η φωνή σου να ακούγεται όλο και πιο βραχνή, πιο λίγη, λες και οι δυνάμεις σου εκφορτίζονταν παράλληλα με τις ελπίδες σου για γλυτωμό

Το παιχνίδι που έπαιζες μια ολόκληρη ζωή και σε κράτησε στα πόδια σου ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές σου ήταν το να φαντάζεσαι το τώρα μετά από καιρό κι έτσι το άγχος σου και η ταραχή μετατρέπονταν σε καλοδαμασμένα άτια και οι σφυγμοί σου μετρούσαν δευτερόλεπτα και όχι ταχύτητες καταδιωκόμενων

Θα με βρούν, σίγουρα θα με βρούν έλεγες και ξανάλεγες, κανένας δεν πεθαίνει από εγκατάλειψη στις μέρες μας, έλεγες και όλο και λιγότερο το πίστευες, σαν τους όσους καταχωρημένους στο πλέον άχρηστο τηλέφωνό σου, εδώ στο βάθος του γκρεμνού, τους κάποτε γνωστούς σου, τη γιαγιά στο χωριό και τον κόσμο που γεμίζει τα άσυλα αποθήκες

Η σκέψη σου ξεσκαλώνει από τον έρωτα προς ώρας, η επιβίωση τίθεται σαν πρωταρχικό θέμα και το αίμα νιώθεις να ακινητεί στα άκρα σου, ένα αργό μούδιασμα έρχεται, κάτι σαν την αδιαφορία μετά την απώλεια

Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι ένας μύς μέσα σου πάλλεται και πασχίζει να σε κρατήσει ζωντανή, για να σου αποδείξει ότι αντέχει ακόμα ραγισματιές και ερωντοχτυπήματα, κάθε φορά πιο μεγάλος από το πιοτί και την ταλαιπωρία

Ο ύπνος είναι προ των πυλών και σύ ανθίστασαι, όλοι ξέρουν πως είναι ότι πιο κοντινό μέσα στη ζωή στον θάνατο, αν και σύ αρέσκεσαι να ζείς, εκεί, τα πιο μεγάλα αδιέξοδά σου, με το μεγαλύτερο χειροκρότημα και μια αγκαλιά, στο τέλος, που διαρκεί μέχρι την απόσταση ύπνου και ξυπνητού

Το σκοτάδι έρχεται και είναι οξύμωρο σχήμα το σκοτάδι μες στο χιόνι που έχει καλύψει τα πάντα γύρω σου και το άσπρο αυτοκίνητό σου, σαν ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα με ευτυχή λύση σε αυτή τη ζωή, την δική σου

Η ζωή λένε προς το τέλος του καθενός διαδραματίζεται σαν έργο σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, νιώθεις να μην έχεις αντοχές να περιμένεις να το δείς και αντί για έργο κερνάς τον εαυτό σου ένα ποτ πουρί από διαφημιστικά διαλείμματα, με σένα κομπάρσο στο βάθος καθιστή και την επιθυμία και την απραγία σου πρωταγωνίστριες

Τις μόνες φορές που πήρες το μικρόφωνο στο χέρι και τραγούδησες μπροστά στο κοινό δίχως να ξέρεις τα λόγια ήταν με αυτούς τους τρείς, που σε άφησαν τσουρουφλισμένη στη σκηνή να μαζεύεις τα κομμάτια σου, μέχρι το επόμενο στραπάτσο, ίσως γιατί ο έρωτας είναι ένα ντόμινο που έχει αξία όταν το στήνεις ή το ρίχνεις, καταδικασμένο ποτέ στημένο

Αγκαλιάζεις τον εαυτό σου όσο περισσότερο μπορείς, σαν να τον αγαπάς λιγάκι, γίνεσαι σαν ένα έμβρυο, σαν τα φασολάκια που βάζαμε στο σχολείο στην βρεγμένη χαρτοπετσέτα, στο κυπελάκι του γιαουρτιού, μόνο που το φύτρο σου, γυροτυλίγεται, προσπαθώντας να καταλάβει την ελάχιστη επιφάνεια, αφήνοντας εκτεθειμένη μόνο την ράχη ενός κουλουριού, στο πίσω κάθισμα ενός στραπατσαρισμένου αυτοκινήτου

Ο χρόνος δεν παίζει παιχνίδια μαζί σου, λειτουργεί με δευτερόλεπτα, σταθερά, άσχετα με την αντίληψη ή την επιθυμία σου, δεν σε λυπάται ούτε σε εχθρεύεται, απλά υπάρχει, κάτι αμφίβολο για σένα

Και τώρα τι;

Εκεί που δεν πιάνουν οι κατάρες, εκεί που δεν πιάνουν οι ευχές, εκεί που η απόγνωση έχει προσπεραστεί μερικές αγωνιώδεις ώρες πρίν, το μόνο που σου μένει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας είναι η τρέλα, αφού όλα πήγαν αντ’ ευχήν , τι καλύτερο από ένα αργό θάνατο και τα κοκκαλωμένα δάχτυλα ψάχνουν για ένα πακέτο, ενώ τα χείλη κομματιάζονται από το κρύο και τα γέλια

Μέσα σε άπειρα ρίγη συνοθυλεύματος κρύου και πόνου ένα τσιγάρο σφηνώνει στα χείλη και η κάπνα επιτείνει την τραγικότητα του έργου, σε παίρνουν τα κλάματα, γιατί εμε΄να, γιατί τώρα, γιατί αφού, γιατί άμα, γιατί οτιδήποτε

Πίνει καπνό και τον βήχει πίσω, το κορμί συνταράζεται από σπασμούς και τούτη τη στιγμή δεν ζητά να καταλάβει, ούτε ζητά να συγχωρέσει, μα να συγχωρεθεί

Μπορούσε τότε να είναι πιο διαλλακτική, τότε πιο εξυπηρετική, τότε λιγότερο κάθαρμα, τότε όχι σκληρόπετση, τότε λιγότερο εκδικητική, τότε με περισσότερη κατανόηση και το κυριότερο μπορούσε να ναι περισσότερο κοντά σε άλλους που την χρειάζονταν, παρά υποσυνείδητα βολεμένη στο να πνίγεται στην δική της κουταλιά νερού

Θα θελε να αγκαλιάσει και να φιλήσει μια μεγάλη συγνώμη κοντινά αγαπημένα της πρόσωπα, φιλώντας τα κατά πρόσωπο, νιώθοντας την ζέση τους, μάγουλο κατά μάγουλο και λόγια μεταξύ ώμου και αυτιού, χωρίς μάτια που σε κάνουν να ντρέπεσαι αντίκρυ τους

Τα μάτια κλείνουν, καθώς τα λόγια στο δικό της τερέν που είναι ακόμα ο ύπνος, λέγονται

Ένα χαμόγελο σκαρφαλώνει στα μελανιασμένα χείλη










































Το εκχιονιστικό περνάει και καθαρίζει το δρόμο, πετώντας προς τη μεριά του γκρεμού το χιόνι μερικά μέτρα παραπάνω της, ο γεράκος που οδηγεί έχει αναψοκοκκινισμένα μάγουλα από την ζέστη του καλοριφέρ και το φετινό αψύ τσίπουρο



















































Στη στροφή σταματά ένα περιπολικό της τροχαίας για να περάσει ανακλαστική ταινία που να επισημαίνει το επικίνδυνο του σημείου, απ όπου..

Ο επικεφαλής αστυνομικός ενημερώνει από τον ασύρματο πως ο δρόμος πλέον είναι ανοικτός και η διέλευση είναι δυνατή, με προσοχή, επιφυλακτικότητα και αλυσίδες

Άσχημο βράδυ ξεκινά μα ευτυχώς η χιονόπτωση σταμάτησε και σε καμιά ώρα η υπηρεσία του τελειώνει, για να αναζητήσει ένα ποτό, κάτι πρόχειρο για φαγητό και την συντροφιά της τηλεόρασης για να κοιμηθεί και να ξυπνήσει ακούγοντάς την

Πάει πίσω από το περιπολικό προς νερού του και βλέπει μερικές δεκάδες μέτρα παρακάτω ένα φώς αχνό, από τα στόπ ενός αυτοκινήτου

Φωνάζει σε βοήθεια, να ειδοποιήσει ο συνάδελφος από τον ασύρματο και χωρίς να το σκεφτεί αρχίζει ναν κατεβαίνει την παγωμένη πλαγιά. Τα βήματα είναι αβέβαια, τα πάντα είναι ήδη γκρίζα από το σκοτεινιασμένο χιόνι που έχει αρχίσει να κρουσταλλιάζει στην επιφάνειά του, μα ήδη είναι εκεί

Βάζει φωνές, χωρίς απόκριση. Με το γάντι καθαρίζει το τζάμι και βλέπει ένα πλασματάκι λουφαγμένο σαν πληγωμένο πουλί στο πίσω κάθισμα, με μακρυά μαλλιά και άσπρα σνίκερ

Η πόρτα του οδηγού είναι σφηνωμένη και δεν ανοίγει, ενώ έτσι όπως έχει καθίσει αλλοπρόσαλλα το αυτοκίνητο μεταξύ δέντρου και βράχων η μόνη είσοδος είναι από το παρμπρίζ

Ο συνάδελφος του φωνάζει πως το ασθενοφόρο θ αργήσει και πως μόνο του στρατού μπορεί να ναι σχετικά σύντομα εκεί

Σπάζοντας με τον φακό και με αγκωνιές το ήδη ραγισμένο τζάμι εισέρχεται στο αυτοκίνητο για να κατευθυνθεί στο πίσω μέρος. Η κοπελιά είναι πληγωμένη στο κεφάλι, μια κηλίδα αίμα στεφανώνει μια τούφα από τα μαλλιά της και έχει τρέξει μέχρι το λαιμό

Δεν έχει τις αισθήσεις της, μα πιάνοντας τον σφυγμό της ανιχνεύει μια ελάχιστη ένδειξη ζωής μέσα της.

Κουράγιο μικρή μου!

Είναι πιο κρύα και από σίδερο, δεν είναι ντυμένη βαριά και τα σημάδια δεν είναι με το μέρος της. Φωνάζει στο συνάδελφο για την κουβέρτα βοηθείας που έχουν γι αυτές τις περιπτώσεις, και βγάζει το τζάκετ του, δεν έχει καθαρό μυαλό, θέλει να βοηθήσει, χωρίς να την μετακινήσει, χωρίς να προξενήσει καμία μεγαλύτερη ζημιά

Οι αστράγαλοί της είναι ξυλιασμένοι, σαν τα χέρια της και η ανάσα της ίσα που ακούγεται. Δεν το σκέφτεται καν, πουκάμισο παντελόνι και φωλιάζει πίσω της, τα ρούχα από πάνω και αρχίζει να χουχουλιάζει σε λαιμό, πλάτη, πιάνοντας χέρια, ακουμπώντας στε πόδια, μεταδίδοντας ζέστη.

Ο συνάδελφος φτάνει, τους σκεπάζει και προσπαθεί να βοηθήσει όπως μπορεί

Έχεις κρατήσει ποτέ στην παλάμη σου καναρίνι; Να νιώθεις τον ανασασμό και την αγωνία του; Μικρό, σχεδόν μια σταλιά; Έτσι ένιωθε και κείνος που την είχε αγκαλιά, εκείνο το όμορφο αστείο προσωπάκι, με την γόπα ενός τσιγάρου στραβά φυτεμένη στη γωνία των χειλιών της

Πάνω στην ώρα σύμφωνα με την αναφορά που υπέβαλαν οι δύο αστυνομικοί ήρθε το ασθενοφόρο του στρατού, κατέβηκε φορείο και αφού έκοψαν μια κολώνα του αυτοκινήτου την απεγκλώβισαν από την πίσω πόρτα

Για μια στιγμή άνοιξε τα μάτια, βλέποντας μάλλον ένα φωτεινό διάδρομο και φωνές στο βάθος, μα δεν ήταν η ώρα της να τον τραβήξει



Έζησε.



Δεν έγιναν ζευγάρι.



Δεν ξαναζήτησε κανέναν από τους 3 τέλειους που είχε γίνει κάποτε ταίρι τους.



Χωρίς όλα της τα δάχτυλα, αλλά αν δεν ήταν κάποιος να την πάρει μια σωτήρια αγκαλιά, θα ταν μαζί τους, είπαν


για το χρυσαλιφούρφουρο

μουσική δανεισμένη από Major Tom

3.12.09

σκέτος, προς το πικρός

ούτε έρχοντας,
μηδε άρχοντας
απλώς μένοντας και υπάρχοντας

2.11.09

ώρα χειμωνιάτικη βραδινή

κι έγιναν οι χαμένοι φίλοι
μια σειρά από πόρτες μεταμεσονύκτιας χειμωνιάτικης ωρας
με το σήμαντρο πιο σκουριασμένο απ την ανάγκη
και τα δυό σκαλιά δρόμο ίδιο συρματόπλεγμα για ατολμίες και αναποφασιστικότητες

16.10.09

Κοχλάζοντες ζητούσαν να ναι οι παγωμένοι
οι κολασμένοι,
οι διψασμένοι

2.10.09

για μια στιγμή μόνο-Και θα γεννηθείς τον καιρό των μικρών στιγμών

Πάρε ένα τσιγάρο


Σήμερα στο συστήνω εγώ, παράλογο έ;


Η καρδιά σου ανασκιρτά, ναι για σένα είναι, δώρο το λέω, αν και το χρειαζόμουν εγώ


Δώσε ένα τσάφ με τον αναπτήρα μουσικό, μέχρι να τελειώσει η παύση της πρώτης γουλιάς, φτιάξε ένα κάδρο με τον καπνό, μπές μέσα, κλείσε τα μάτια και άφησε να καρφωθεί η πρώτη νότα



Και θα γεννηθείς τον καιρό των μικρών στιγμών


Θα κρατάς απ το χέρι ένα δάκρυ που θα αργήσεις να καταλάβεις την πληγή του
Θα πληρώνεις με ανελέητο δόσιμο τις ατελέσφορες προσμονές σου
Θα πίνεις καπνό να συγνεφιάζονται τα μάτια
Θα ζείς για να ξαναγεννηθείς έτοιμη


Η μικρή μαρία κάθεται και κλαίει


1
Ένα παράθυρο σαλονιού το κλουβί, μια κουρτίνα πλεγμένη με το βελονάκι για πέτασμα και πίσω τους κρυμμένα δυό μάτια να κοιτάζουν προς την πλατεία.

Ένα πιάνο να στέκει για ώρες βωβό τη μέρα, με το σκαμνί γεμάτο παρτιτούρες σημειωμένες και όλα τα γραμμένα κοιμισμένα μες τα δάχτυλα

Δυό χέρια μαθημένα να διαβάζουν και να συνομιλούν με τις αφές και απ το πέρασμά τους να ανθίζουν μουσικές, γαλήνες, ευωδίες και σαρκωμένα ρόδια

Παιδικές φωνές θα αχούν από την μισάνοιχτη την πόρτα και η καρδιά θα ναι πιο ξεχειλισμένη από πεθυμιά να χεροπλεχτεί σαν κισσός μαζί τους από του ποτηριού την τελευταία στάλα, μα ένας φόβος εγγενής θα κρατάει τα γκέμια και κείνη θα αναγάγει το κρυφτό, ζωής παιχνίδι κάτι σαν μεταξύ φωτός και ονείρου, που θα διαβάζει στα κρυφά αργοσάλευτες κραυγές από καταραμένους ποιητές που χάθηκαν στο βάδι, προς της καρδιάς τους το πυξίδισμα

Κι όσο θα μεγαλώνει, θα την ακολουθεί ο μισεμός εκείνου που δεν γνώρισε εκείνου που δεν συνάντησε ποτέ, παρά μονάχα σε έργα , εκείνος που θα της έκανε τον κόσμο άνω κάτω, που τα χαλάσματά του θα τανε τάξης μεγέθους πιο πάνω απ το δικό της τώρα

Ολημερίς θα προσπαθεί τα νυχτερινά της όνειρα να ξεκουράσει, μιλώντας με σιωπές, ώστε ολοβραδίς να μπορεί να ποδεθεί η φαντασία της σιδεροπάπουτσα άφθαρτα και του εωσφόρου τον ερχομό, να τα απιθώνει τρύπια και τσακισμένα

Δεν θα κερνά με λάδι κάποιο καντήλι κι η προίκα της δεν θα ναι λευκά σεντόνια, από μικρή θα ξέρει
πως το λευκό το κόκκινο καλνάει και προδίδει
και μόνο στο μαύρο θα βρίσκει παρηγοριά και κάλυψη


2

Θα σπουδάζεις έξω από τα νερά σου, καρτερώντας κάπου στην προσωποθάλασσα να ερωτευτείς ένα φάρο, να δοκιμάσεις την γλύκα που ονειρευόσουν, να δώσεις παραπάνω από όσα έχεις, να μην βρεθείς ποτέ πιστωτική, ακόμα κι ύστερα από την πίκρα


Θα πιάσεις μια αδιάφορη δουλειά και θα συγχνωτίζεσαι ανθρώπους που θα παλεύουν να υπερασπιστούν το κάτι παραπάνω από το δίκιο τους και σύ θα επιτρέπεις στον εγκλεισμό σου να κάνει ασκήσεις αντοχής

Θα κλείνεις τις πόρτες προσεχτικά μην τυχόν και σ αρπάξει καμιά ζάλη και θα ντύνεσαι γρήγορα μην διαλυθείς


Θα αγαπάς τους άλλους περισσότερο από σένα και θα μένεις σε ένα άρωμα πιστή ταγμένη μέχρι τέλους


Θα παίζεις χαρτιά πάντα με σηκωμένα μανίκια, χωρίς κρυμμένο φύλλο και θα τραβάς από τα 20, γιατί οι καμένοι το μόνο που ζήτησαν ήταν ένας άσσος που θα κανε δεκάρια τα μηδενικά τους


Τα χάδια χαμένα σαν και τα μαλλιά που μέσα τους περπάτησαν τα δάχτυλα και τα δικά σου δάχτυλα πιο φιμωμένα από βουλωμένες αρτηρίες, από βαθύπερα ντουντουκάτα αγριάνθη μπρός σε ανοιξιάτικο παροξυσμό


Θα παίρνεις νέκταρ δίνοντας χείλη και θα ακροβατείς μεταξύ χαμού και ευτυχίας στην έλλειψη ή στο πλεόνασμά τους


θα πλάθεσαι μέρα με τη μέρα με τρόπο θεσπέσιο και κάθε κακοτυχιά θα φαντάζει μικρότερη από ραγισματιά αγέρα
η κάθε μέρα θα ναι μαγική και θα αποκαλύπτονται άγνωστές σου ανεξάντλητες πηγές ευφορίας απ’ του κορμιού τα πέρατα, μέχρι του νού τα βάθη και στης ζωής το κέντημα δεν θα υπάρχει κόμπος
ο χρόνος θα μεγεθύνεται όσο κοντά του θα σαι και όσο μακραίνει η ανάμνηση θα σου κρατά το χέρι , παρέα με την σιγουριά πως σαν θάλασσα θα ξανάρθει


Κι όλο θα έρχεται, μα κάποια φορά μέσα στα μάτια του η θάλασσα θα αλαργεύει, θα γνέφει η χαρά μεσίστια στο μέτωπο και θα κρύβονται καταιγίδες, που όσο κι αν λάμψει ο ήλιος σου, δεν θα τις κάνει κάτω


ανομολόγητα θα ξες εσύ πως το παιχνίδι χάνεται ερήμην σου κι εφεξής ότι ποντάρεις χάνεις, μα ότι ο θιός σε προίκισε, τούτα τα σπρώχνεις όλα στο κέντρο, στην μπάνκα κι ας χάνονται σαν σε αριά κοσκίνα


θα ξαναθυμηθείς την φίλη τη γραφή και όλο θα γυροφέρεις την βλάσφημη την προφητειά που μέσα σου θα ποστιάζει βαρυγκομιές


κι όταν χαθεί παντοτινά ο κόσμος κάτ απ τα πόδια, θα δεις πως σου χει μείνει μια γραμμή πάνω της να ισορροπήσεις, βαθύ κενό αριστερά και δεξιά και σίγουρα προς τα πίσω, μόνη σου δυνατή επιλογή μπροστά η προς χαμού σου και εσύ με μάτια πιο κενά από κονσερβοκούτια, με μαύρους κύκλους κάτωθε σαν υπογραμμισμένα, να αναδακρυώνεις σε κάθε βήμα σου σαν να ζητάς να πέσεις,


νέα, ωραία αυτόχειρας ερωντοχτυπημένη, με κείνο το ν να αλυχτά, για κείνον το σεβντά που γέμισε τα στηθιά της και πλέον έκαμε πίσω

3

­­ Θα σαι απροσπέλαστη από τους ανεπαρκείς και η ολιγάρκειά σου θα τρομάζει τους ανικανοποίητους


Θα μπιστεύεσαι πιότερο την όσφρηση ή την ακοή από τα πλάνα μάτια


Θα αναζητάς το ζουμί πάντα πίσω από τις λέξες και θα διαλέξεις να ζήσεις βίο διψασμένο που θα καταπραύνεται μέσα σε στίχους και ηχοχρώματα


Θα φορείς τα καλά σου όταν βρέχει και θα οδηγείς με τα πόδια γυμνά στα πεντάλ, για ένα πακέτο προσωπικού χρόνου από το περίπτερο δίπλα στη θάλασσα


Θα χεις ένα ζευγάρι δάχτυλα στα αριστερά κιτρινισμένο από την καύτρα του τσιγάρου και ένα άλλο στα δεξιά μελανιασμένο από της πένας τη μελάνη


Θα σου μιλούν οι φίλοι για χρόνο χαμένο κι ευκαιρίες κι εσύ θα ξές πως δεν μπορεί να σωθεί όποιος το χαμό νομίζει λύτρωση- πως αναφέρονται σε σύστημα μονάδων κι αξιών υπό κανονικές συνθήκες, ενώ εσύ θα ακροβατείς για μια ζωή στα όρια σου της αβύσσου


Θα περιπλανιέται το κορμί σου σε σώματα άλλα και σαν κομήτης θα αφήνεις σημάδια από τα μαλλιά σου σε κρεβάτια ξένα


Θα κοιτάς μπροστά χωρίς να βλέπεις, η ματιά σου θα αναζητά συνέχεια πέλαγο να ξεχυθεί, να κολυμπά γυμνή κι ελεύθερη, δίχως φραγμούς κι εμπόδια, με μόνη την καταιγίδα και το άγνωστο να αναμετριέται μέχρι να ποντίσει στην στεριά του ή να χαθεί για πάντα

4

Σε μια στιγμή μόνο, το είναι γερνάει στο ήταν και ο χρόνος σε σπρώχνει άθελά σου σε κίνηση, σαν σ’ ένα χείμαρρο με κοίτη άγρια και όχθες κατακόρυφους καθρέφτες


Τα λόγια ξές πως θα χρύσωναν το χάπι, μα δεν φτάνει η μπόρεση να αρθρωθεί σε ήχους, δεν της αρκεί, βλέπει πως τραβά από πηγάδι με τρύπιο κουβά


Θα σε κοιτά στα μάτια ημιένοχος, σαν να μην έφταιγε κάποιος από τους δύο, μα η παλιοκατάσταση ή εκείνο το άθλιο «ξέρεις, έτσι είμαι εγώ» , το ίδιο δηλητηριώδες με το «θα θελα να μείνουμε..» , κόψε φίλε, εκτός αν συνηθίζεις να πηδάς όλους σου τους φίλους, κατ εξακολούθησιν λέγεται και καθ υποτροπή, αλλά για ποιο λόγο να σου συμπυκνώσω την κοσμοθεωρία σου σε δυό προτάσεις;


Θες θυσία; Πες το μου, βαστώ αντοχές για δαύτη, να πέσω μέσα στην κιμαδομηχανή, ξανά και ξανά, για να με πλάσεις όπως με θές, άφθαρτα θα μένουν τα συστατικά της επιθυμίας μου, μα δεν σου φτάνει, συνέδεσες τον έρωτα με το μαρτύριο και την ταπείνωση, πότε από τη μεριά του θηριοδαμαστή που χάνει το ενδιαφέρον του και πότε από το χαμόγελο του ξεδοντιασμένου ζώου, του πλέον οπιομανούς, που βλέπει την ευτυχία στο μαστίγιο, σαν μια πράξη έστω αποστειρωμένης , μα επαφής.

5


Σαν να μαστε παιδιά και μου πες δεν σε παίζω, σαν παλίρροια που τράβηξες τα νερά σου, σαν ελατήριο που ξετεντώνεται στην άγια ηρεμία του, ένα ακατανόητο γιατί με ένα δίχως απάντηση ανθέσπλαχνο διότι

Πές μου ποια είσαι;
Δεν ξέρω πλέον, νιώθω μόνο μουδιασμένη, τα άκρα μου να μυρμηγκιάζουν και κουβαλώ μιαν αίσθηση σαν να πέρασα κάθετα τον δρόμο με τους ταύρους, έχω μια ταυτότητα που έχει καρφιτσωμένη μια μου φωτογραφία, μοιάζω εγώ, αλλά δεν είμαι, είμαι του ήμουν εκεί, έχει τόση σχέση με μένα όσο το πρίν της υλοτόμησης το δέντρο με την λευκή κόλλα χαρτί


Το πιάνο; Ανθίσταται στους πληκτρισμούς σαν να ναι μαρμαρένιο


Το μάτι μου κάνει μια γυροβολιά και πέφτει στου κομοδίνου σου το συρτάρι, είχαμε χωρίσει βλέπεις τις μεριές μας και κείνο το μυρωδάτο ζεστό σώμα, σαν φρεσκοφουρνισμένο σε λαμαρίνα ψωμί, αντικαταστάθηκε από μια σαρκοφάγο που χει μέσα κειμήλιά σου, αβάσταχτα θυμίσματα, πόνους γοερούς και φερέλπιδα λόγια σε χαρτιά κιτρινισμένα


Εχθές που σε θυμήθηκα στον κόρφο μου, ένα δάγκωμα στο σπλάχνο μου απόδειξε πως υπάρχεις ακόμα μέσα, παρ όσους όλους τους ξεριζωμούς

Αλλάζω γραφικό χαρακτήρα ανά τις διαθέσεις, όπως πλευρό σαν τ’ όνειρο γίνεται εφιάλτης, προσπαθώ να το πιάσω από αλλού, η κυκλοθυμία με οδηγεί στις ίδιες σκέψεις, ξαναδιαβαίνω τα ίδια μονοπάτια και στις διχάλες ερευνώ τις πιθανότητες να έπραττα κάτι άλλο.

Η σκέψη τραβά, εσύ γελάς, εγώ κάπου τρίζω, ήδη ζορίζομαι να αλλάζω τον κόσμο για εσένα και πάλι στο εν κατακλείδι καταλήγω να σε χάνω, γαμημένες πιθανότητες σκέφτεσαι, ούτε μια παραμικρή ελπίδα να μην μπορεί να χωρέσει σε κάποιο στατιστικό μοντέλο, σε κάποια κρυμμένη καμπή, σε κάποια γωνιώδη έκλαμψη, γιατί αναρωτιέσαι πλέον δίχως ερωτηματικό, σχεδόν το ξεφυσάς, μέχρι να καθίσουν οι ώμοι.



6

Τα βράδια γέρνω μόνη και το πρωί ξυπνάω γερασμένη, σε τόσα όνειρα περιπλανημένη, μου φαίνεται πως ονειροβατώ τριγύρω από τα μάτια μου, εξού και οι μαύροι κύκλοι


Το σώμα νωθρό, το στόμα στεγνό και τα χέρια άχαρα κρεμασμένα, πιο οξύμωρα από παιδικό τόπο ρημαγμένο και οι κλειδώσεις στα γόνατα επαρκώς ξεκλειδωμένες, για αυτόματους πιλότους και ελεύθερες πτώσεις


Ήθελα να σου πώ φεύγοντας πως μου χρωστάς το όνειρό μου, μα ευθύς θυμήθηκα πως μόνη μου το έχτιζα, άλλο ένα φταίξιμο δικό μου, δεν μου το καταλόγισες ανάμεσα στα υπόλοιπα, πρέπει να το προσέξω κι αυτό

Η αποφασιστική στιγμή που μου έλεγες για τη φωτογραφία ήρθε σαν μάθημα, μόνο που δεν έκανε το κλίκ του μπρεσσόν, αλλά το κράκ της ραγισματιάς. Πάντα πίστευα πως η καταιγίδα προοιωνίζεται από βροντές ή αστραπές ή των πουλιών τη σιγαλιά, μα δεν μου χες τέτοια, τράβηξες την άνοιξη που έφερνες κοντά σου κι έπεσε φθινόπωρο στο σπίτι, ντύθηκα κι εγώ τη χειμερία νάρκη μέχρι να λυώσουν οι πάγοι σου


Είμαι η Εγώ και είσαι ο εαυτός σου, αν κάποιος από τους δύο μας δεν ανάψει η φωτιά, αν δεν καταπιαστεί μαζί της, αν όχι και οι δυό, αντάμα θα κρυώσουμε. Σου πα ότι κρύωνα; Έως ακόμα;


Υπάρχει ένα πρίν κι ένα μετά από σένα. Εγώ τώρα είμαι στο δεύτερο, πλησιάζω το μακρυά από σε κι ελπίζω κάποια στιγμή να ξεπεράσω τη στροφή που μέχρι τότε σε βλέπω και τρέφω αυταπάτες


Κάποια ξεμπουκώματα βαπτίζονται ελπίδες από απόγνωση και κάποιες σου θηριωδίες προσωπικές συνήθειες


Το ψάρι που ξεψυχά στο κατάστρωμα του πλοίου κατά βάθος πιστεύει πως δεν έχει άλλο, μα μέχρι τέλους τεντώνεται μέσα του μια πεθυμιά να ζήσει και κάνει τυφλά σάλτα στο πουθενά, μπας και


Πόσην άνοιξη να του τάξεις σαν έχει ήδη αρχίσει να φεύγει;


Όλα τα τραγούδια να μιλούν για σένα και το ντέρτι να αποχτά τα χαρακτηριστικά σου

Μπράβο, τώρα είσαι με τους καταραμένους ευτυχισμένους ένα

Να θες να γυρίσεις σελίδα και όλα τα συνδεδεμένα μαζί του, να λειτουργούν πλέον προδοτικά
Το μινόρε να ναι η επίκτητη έφεσή σου και οι αισθήσεις να σου δυσπιστούν απέναντι σε κάθε χαρά

Η απόσταση από το κορίτσι στη γυναίκα έγινε πάνω στο πέρασμά του και πάνω που έμαθες να ζητάς ότι θέλεις, απελευθερώθηκε από την αγκαλιά σου με μια φυγόκεντρη επιθυμία και συνέχισε την πορεία του με σένα αφημένη, πυροβολημένη αποτυχία

Οι δικοί σου θα συμπεριφέρονται συγκαταβατικά, αόρατα υπερπροστατευτικά, αδυνατώντας να καταλάβουν την έκταση της εσωτερικής καταστροφής και αποδιοργάνωσης, με θέματα ταμπού να παρεισφρέουν σε κάθε κουβέντα, σαν δοκιμασία ισορροπιστών σε σχοινί δίχως δίχτυ ασφαλείας

Ζείς σαν να μην έχεις αύριο, πίνεις για να πατάς παύση στη σκέψη, γράφεις όπου βρείς, από πληκτρολόγια, μέχρι σε αποδείξεις και χαρτοπετσέτες, σε βαθμό εξοντωτικό για τον τένοντα που δοκιμάζει τις αντοχές του μαζί σου

Θα κοιμηθείς με κάποιον άμοιρο-ευθυνών-παρηγορητή-λες και υπάρχει τέτοιος…-ενδόμυχα εκδικητικά σε ένα μέρος με έντονες μνήμες για να ξεκινήσει ο εκτοπισμός του από τις μνήμες σου, για να καταλήξεις να ξερνάς μύξα και δάκρυ σε κάθε ανάσα απολογητική, σε μια ανυποχώρητα αυστηρή συνείδηση, μαθαίνοντας πως οι αλλαγές δεν έρχονται με τυμπανοκρουσίες και εξορκισμούς σαν όταν εσύ το θες, μα όταν αρχίσουν να εκλείπουν οι λόγοι

Θα ερωτεύεσαι εικόνες ζευγαριών και ο κυνισμός θα κρατά σκληρυμένα σου τα χαρακτηριστικά, το έλεος θα ναι μια λέξη που θα χάσει από μέσα σου κάθε εννοιολογική της αναφορά και θα επιτρέπεις την επαφή μόνο σε παιδιά και ζώα, οτιδήποτε δηλαδή αμόλυντο από την νόσο των μεγάλων

Οι φίλοι θα σε καλούν στα σπίτια τους και στα καφέ για να σου γνωρίσουν κόσμο, κάθε φορά και περισσότερο συμβιβασμένο με την ήττα, ώστε ασυνείδητα να σε ωθούν να κλείνεσαι στις στρειδόπορτές σου με το κλειδί χαμένο

Σαν γνωρίσεις τη φωτιά, δεν θα μπορέσεις να αρκεστείς στην συμπάθεια ή την σύμπνοια για να δεθείς με κάποιον, ο συγκλονισμός που σου πετσοκόβει τα σπλάχνα δεν έρχεται από τα ρηχά και θα ναι από τις λίγες σταθερές που δεν θα δεχτείς να ξεπουλήσεις

Μοιραία θα γοητεύεσαι από κείνους που θα μιλούν μέσω της τέχνης τους για όλα όσα σου λείπουν και το καρότο σου θα ναι το χέρι μιας πένας ή μιας κιθάρας το αγκάλιασμα και θα γνωρίσεις τις υποσχέσεις του αδυνάτου από άντρες αλλού δοσμένους

Όσο εσύ θα μεστώνεις, όσο οι έσω φωτιές ελάχιστα θα καταπραΰνονται και οι ραγισματιές του χαμού σου θα σιγοκλείνουν από τα άλατα των διαρροών σου, τόσο θα παλιμπαιδίζουν οι συνομήλικοί σου, οι ασφαλείς πίσω από χρυσοσφυρήλατες συμβάσεις, οι αφελείς που θα ψάχνουν επιβεβαιώσεις ανδρισμού με ανανδρίες και ξεφτιλίκια δίχως αρχίδια , σε σένα την πλέον ποθητή, το απόρθητο από την συνήθεια κάστρο, το καλοκρυμμένο μυστικό της ιδιορρυθμίας, που θα θέλουν όλοι να μπούν μέσα, να κοινωνήσουν και αργότερα να ξεσκεπάσουν, σαν απατεώνισσα

Στα μάτια σου θα καίγονται και στο θυμό σου θα λακίζουν, οι άντρες λαγοί και Τότε, ακριβώς τότε, θα ξανασυναντηθείτε, δυό γνώριμες παλιές μαούνες, κάποτε διπλανά ακουμπισμένες σε κάποιο μακρυνό στο χρόνο αραξοβόλι, εκείνος με μάτια θολά, δίχως σφρίγος και τον πρότερο δυναμισμό, μπρός στα δικά σου κάρβουνα, τα απύθμενα

Θα προτείνει ακίνδυνη συνάντηση, κάπου για καφέ και κουβέντα, σαν δεί πως δεν κουβαλάς της τρέλας την μπόρα, για να έρθει μετά τα κοινότοπα η συζήτηση σε θέματα νεκρά του παρελθόντος, σε ίσως, δεν, γιατί και διότι

Θα υπερασπιστεί σαν ένοχος τον εαυτό του δίχως κάποιος να του έχει κατηγορίες αποδώσει, ίσως ο εαυτός του περισσότερο απ όλους και τα επιχειρήματά του θα ναι σαν τα κουνούπια μες στο κατακαλόκαιρο, αχρείαστα, ενοχλητικά και αναμενόμενα

Θα του εξηγήσεις για τότε πως η θλίψη δεν έχει επέτειο, πως γιορτάζει κάθε μέρα και πως το τέλος της σχέσης είναι για τον ένα απολυτήριο χαρτί και για τον άλλο κηδειόχαρτο. Έτσι συμβαίνει με τους ασυντόνιστους, δυό κόσμοι διαφορετικοί, που στο τέλος και οι δύο επιβιώνουν, τελικά, δυστυχώς

Θα εκπλαγεί με σένα, θα δείς μια λάμψη μέσα του, χωρίς να ξέρεις πούθε πηγάζει και με χειραψία θα αποχαιρετιστείτε. Θα σκύψει να σε φιλήσει στο μάγουλο, οι ανάσες θα διασταυρωθούν και θα σε κρατήσει μια παρεστιγμένη αγκαλιά παραπάνω, από κείνες που δεν ήρθαν, τόση όση ακόμα αχαρακτήριστη, σχεδόν

Θα ναι το ίδιο σώμα, με μια άλλη μυρουδιά και έπαρση, δεν θα θυμίζει αέρα ή νερό, μάλλον χώμα, ούτε βράχο, τίποτα απ όσα ήταν ή έγιναν στο βάθος της μνήμης που συνηθά να εξιδανικεύει, τον τώρα πιο θνητό, τον πιο φθαρτό απ όσες εκδοχές φαντάστηκες

Η επόμενη συνάντηση θα ναι απενοχοποιημένη από κείνον, πιο άνετο και επιρρεπή σε ελαφρότητες, λες και όλο το μεσοδιάστημα που εσύ το έλεγες προσπάθεια για ζωή , εκείνος το ονομάτισε σε μια στιγμή, του έργου σας διαφημίσεις, για να το ξαναπιάσετε απ όπου το αφήσατε

Μισή ζωή εσύ γυρεύοντας να αποκτήσει ο έρωτάς σου υπόσταση και άλλη τόση για να σβήσεις το πρόσωπο το δικό του από μέσα σου, στον πλανόδιο πωλητή, που ανάθρεψες κάποτε για βασιλιά σου, γκουβερνάντα του ώριμου παλιμπαιδισμού

Ότι για σένα ήταν σπουδαιότερο, της ζωής σου η ουσία, για κείνον ήταν ένα της σαρκός παιχνίδι, ένα γαμήσι δίχως ψυχή, σαν να λές δίχως χαρά γιορτή

Του λές να πάει στο καλό ,όπου τον περιμένουν, τα γυναικόπαιδα στην εστία και η βέρα στο τασάκι του αυτοκινήτου, για να σηκώσει παράστημα και να προσπαθήσει να σε ξαναβγάλει τρελή, για να δεί πως στα παλιά σου περάσματα έβαλες κάγκελα και ορίζεις πλέον εαυτόν και τύχη, για να ξεπέσει σε παρακαλεσμούς και υποσχέσεις του τίποτα

Θα του ζητήσεις σαν Γλαύκη να εγκαταλείψει συζυγική εστία και παιδιά κι ότι απόκριση κι αν δώσει, χαμένος θα ναι, στο ναι του δίχως αξιοπρέπεια, στο όχι του δίχως τον έρωτα μιας γυναίκας από τον ίδιο πλασμένης στα αλλοτινά του μέτρα

Θα πεθάνει, όσο θα ζυγίζεται στο ψέμα και το ίσως, εκείνη τη στιγμή μέσα σου κάθε επιθυμία και οι όποιες φωτιές που σε κατάκαιγαν θα ξεδιψάσουν μονομιάς με γάργαρο νερό, για να απομείνουν βυθισμένα ερείπια σε σκοτεινά νερά που δεν θα σε ξαναοχλήσουν

Θα σε κοιτάζει απορημένος καθώς φεύγεις νικήτρια δίχως έπαθλο, δίχως νέα γιατί και διότι, αιώνια κλειδωμένος σαν την παλιά σου πληγή εν γαστρί , προϊόν πίκρας και σκέτης νικοτίνης, πρωινού καφέ και μεταμεσονύκτιου καυσίμου

Ο λώρος της ανάμνησης ξεκόβεται και απομένεις ολόρθη, πατώντας στα πόδια σου και με μια βουτιά πετάς μπροστά, προς ένα άγνωστο μέλλον, με εσένα καπετάνισσα στο τιμόνι σου, αφήνοντας ξωπίσω σου τετελεσμένες αναφορές και ανολοκλήρωτα αποτυχημένα σενάρια

Τα μάτια φορτωμένα δεν θα βλέπουν, τα βήματα όμως θα ξέρουνε το δρόμο, θα σ’ οδηγήσουν καρφί στο πατρικό δωμάτιο με το πιάνο, θα παραμερίσεις την κουρτίνα και θα ανοίξεις τα παράθυρα, το σώμα θα βρεί τις γούβες τις παλιές του έσκαψε κυκλώνοντας την τέχνη, τα δάχτυλα δίχωτας πρόβα, αιδώ ή κάποιου είδους συστολή, θα αρχινήσουν ένα μονοπάτιασμα στα ασπρόμαυρα σκαλοπάτια, ανοίγοντας δρόμους να ξεχυθεί όλη η ενέργεια από την καρδιά στα δάκτυλα και σαν καθρέφτισμα στο ξύλινο ταμπλό να ξαναγυρίσει στ αυτιά σου και πριν προλάβει να τελειώσει ο αχός, θα ετοιμάζεις την επόμενη συνομιλία

Τα παιδιά από την πλατεία θα σταματήσουν το παιχνίδι τους και οι σερβιτόρες που θα ακούν απ τα καφέ τα κλάματα θα βάλουν, αέρας θα φυσήξει μες στο δωμάτιο, μα δεν θα σηκωθείς πριν πέσει η τελευταία νότα, σαν τη σταγόνα που υπεραρκετή δακρύζει το ποτήρι, πιο άδεια από ποτέ και πιο έτοιμη γεμάτη εσένα να υποδεχτείς βγαίνοντας στην πλατεία

Θα χει άλλη τροπή τούτη σου η ζωή και εσύ θα την εκαθορίζεις πλέον κάθε στιγμή, ακούγοντας εσένα, γιατί θα ναι σαν να σαι έτοιμη, ξαναζώντας τούτη τη ζωή.

αφιερωμένο σου

23.9.09

σε πόσα όνειρα αλλάξαμε τροπή γιατί μέναμε από ρέστα
και οι εκπτώσεις- να ξες- εκβάλλουν μακρύτερα ...

17.9.09

ψαρεύοντας πετράδια με παραγάδι


ένα λησμονοβοτάνι

ένα συθέμελα

ένα μη φύγεις

ένα φύγε

ένα έχω μάτια μεγάλα, υγρά και άγρια

ένα ίσως να θέλει να γίνω ‘’ το κορίτσι του’’

ένα κέρμα στο πηγάδι των ευχών



πανέμορφα βεληνεκή αλήθειας

ορισμος μηρυκασμου


σημαίνει να παλεύεις στο διηνεκές ακατάπιωτες λέξες και άναρχες νοσταλγίες

16.9.09

να τιμάς τα αγκάθια σου

3.9.09

κι όσο ένας θα λέει
φεύγω,

κάποια θα του σπαράζει
μείνε

γιατί πόσες φορές άμα πνιγούνε κι άλλοι στα νερά σου ,
θα καταλάβεις οτι ποτέ δεν ήσουν βράχος;

29.8.09

γιατι τούτο δεν ήταν ημερολόγιο,
παρά τετράδιο ανεπιτυχόντων συνταγών στο τέλος της ημέρας,
με υλικά στιγμές, προσπάθειες, προσμονές και αποτυχίες

23.7.09

dim minor

Υποδόρια αναισθησία λες και κάποιος σε απενεργοποίησε αποσυνδέοντας τα καλώδια

Δυσπραγία ξερατού λες και κάποιος σε όρισε να καταπίνεις μονάχα

Ξυπνάς για να ξανακοιμηθείς αφήνοντας πίσω σου μόνο χαμένο χρόνο κι ευκαιρίες

Η καρδιά σε υποστηρίζει στο μέτρο του δυνατού κρατώντας χαμηλό τέμπο στην ζωή σου μακρυα από συγκινήσεις

Όταν έγραφες κάποια στιγμή σκόνταφτες πάνω στα αίτια και βάφτιζες στόχους τις ανεπάρκειές και τα παντοτινά άπιαστά σου

Αισθάνεσαι σαν το ψάρι στο ταψί, περιμένεις μοναχά ένα χέρι να ανάψει το φούρνο

22.7.09

η ενήλικη εκδοχή του φταίς

κι αν κάτι ξέμαθα
ήταν να ζητάω συγγνώμη

31.5.09

ξαφνικά στο φανάρι

Κατεβαίνεις τον πολυσύχναστο δρόμο που κάποτε σ έβγαζε κάτω από το σπίτι της

Κρατιέσαι και δεν κοιτάς για το κουδούνι που με δικά σου γράμματα κάποτε έγραψες, ούτε στο σύρμα του μπαλκονιού για ρούχα

Σταματάς στο φανάρι και στη γωνία των βλεφάρων ένα κορίτσι σε ένα ποδήλατο σταματά παραπίσω βυο ρόδες πίσω

Ο κόσμος όλος συρρικνωμένος σε μια σκιά και στο μάτι του χωνιού αυτή και εσύ λόγω κράνους να μην μπορείς να δείς

Με μπροστινό φρένο πατημένο και γράφοντας στην άσφαλτο η μηχανή σου κάνει τη χάρη και πλαγιάζει, κλείνοντας τον δρόμο στα σταματημένα αυτοκίνητα φέρνοντας την ευθεία σου αντίκρυ απέναντί της

Σηκώνεις το κράνος

Κοιτάς και χαμηλώνει τα μάτια και το κεφάλι, τα γνωστά μαλλιά χαιδεύουν το πρόσωπο κάτω από ένα αστείο ρόζ καπέλο και ξάφνου ανασηκώνει τα μάτια

Είναι κατακόκκινη, η καρδιά σου είναι κάτι ανάμεσα σε ψάρι που σπαρταράει και πουλί σε κλουβί που βλέπει χέρι να μπαίνει

Δεν είναι αυτή, πάλι κάποια της έμοιαζε

Φεύγεις δίχως έκφραση στο πρόσωπο, δίχως το φανάρι να χει δείξει πράσινο ακόμα, σε πορεία αλλιώτικη απ ότι είχες ξεκινήσει

Ως πότε; ηχεί μια ηχώς που κουδουνίζει σε καθενός το στήθος με άλλο πρόσωπο και μορφή

σ ένα πιάνο δίχως μάτια

Περπατάει σαν να μην έρχεται από κάπου, σαν ο προορισμός και η αφετηρία να χάνονται στο βάθος του μυαλού ή της νυχτιάς που την ακολουθεί εδώ και τόσες ώρες, με τα τακούνια να πληγώνουν τα πλακάκια των πεζοδρομίων και οι φωτεινές επιγραφές να στέλνουν μηνύματα μόρς σε μάτια που δεν θέλουν να ασχοληθούν.

Δεν ήθελε να ασχοληθεί άλλο κι όμως το μυαλό της ήταν τριγύρω του, όχι σε κάποιον, σε όλους τους δίχως πρόσωπο, σε όλους του καρμπόν άντρες του κορμιού της, σε εκείνουνς που σχεδόν προσπερνούσαν πριν σταθούν, λές και η στάση ήταν δέσιμο και κείνης τα χέρια δίχτυα ή παλαμάρια και το σκαρί της ναυαγισμένο πλοίο που έψαχνε από κάπου να αγκιστρωθεί

Η ίδια πάλι ιστορία, με ελαφρώς παραλλαγμένα τα στοιχεία, λες για ποικιλία ή για προκάλυψη, ώστε να πατά πάντα η ελπίδα της πάνω από το καλυμμένα σπασμένο σκαλοπάτι και να ξανακατεβαίνει πόντους αυτοπεποίθησης

Πέρασε ο καιρός της άρνησης, της πίκρας, της απελπισίας, του μίσους, του θάρρους και τώρα κινούταν σε μελαγχολικούς ρυθμούς, σχεδόν μην έχοντας κάπου να ελπίσει

Ο ήχος των τακουνιών στο πεζοδρόμιο ήξερε πάντα πως προκαλούσε τα αρσενικά σε μια αναμέτρηση με τον εαυτό τους πάνω στο τεραίν του κορμιού της, επέβαιναν και κατέβαιναν στο ίδιο σχεδόν σημείο γι αυτούς, με τον χρόνο να χει προσφέρει στιγμές ματαιοδοξίας, που θα χρησίμευαν σαν παράσημα βίωσης φαντασιώσεων, μα για εκείνη ήταν μια διαδρομή γύρω από οδικό κόμβο, μόνο που κατέβαινε από το κρεβάτι λίγο πιο άδεια, λίγο πιο λυπημένη

Είχε ευκαιρίες για μια τακτοποιημένη ζωή, της προσφέρθηκαν πολλά αρσενικά, μα ήταν δίχως μάτια, άνθρωπος που δεν κοιτά στα μάτια κι ας έχει μάτια δεν βλέπει, ζητούσαν να προσλάβουν υπηρεσίες, από ιδιότητες που είχε εκτός από εκείνη την ζεστασιά και την ασφάλεια στα σπλάχνα

Η καρδιά της είχε πολλές φορές ανασκιρτήσει και αλλάξει χέρια, το σώμα της είχε αναρριγήσει με σπασμούς, μα κάτι μέσα απουσίαζε, αυτό το κάτι που στα έπιπλα το λέν σαράκι

Οι λάμπες του δρόμου είναι σαν τη μνήμη, φωτίζουν επιλεκτικά σημεία της διαδρομής και μόνο ο άνεμος μπορεί να κάνει το φώς να σημάνει λίγο πρίν ή λίγο μετά

Ακριβά προάστια σημαίνει άνθρωποι μακρύτερα ο ένας από τον άλλον και κήποι για προφάσεις απομόνωσης, καγκελόπορτες σιδερόφρακτες και απάτητο γκαζόν, δέντρα λίγο πιο ψηλά από την μοναξιά που ελλοχεύει εντός σε ανθρώπους εσωτερικών χώρων

Κάπου εκεί σε ένα παγκάκι θα καθίσει για λίγο, θα ανασκουμπωθεί μες στη ζακέτα της και τα χέρια θα φωλιάσουν στις τσέπες, για να μην πιαστούν στην άκρη ενός τσιγάρου και στη μέση του άλλου χεριού

Κάπου τότε θα περάσει από δίπλα της ένας κύριος και θα κάτσει, κρατώντας ένα σκυλί οδηγό, φορώντας καπέλο και σουέτ παπούτσια

Βράδυ αξημέρωτο; Θα ρωτήσει και θα χαμογελάσει

Είναι όμορφη η βραδιά για Μάιο μήνα και θα κοιτάξει το σκυλί που μόλις γύρισε να την κοιτάξει

Δεν δαγκώνει

Δεν τα φοβάμαι τα σκυλιά

Τι φοβάστε;

Παρακαλώ;

Συνεχίζεται..

=

27.5.09

Μάζεψα τα φύλλα ενός δέντρου από τον καιρό του φύτρου μέχρι το ξέρας του

Αρμαθιές σαν τα καπνόφυλλα τα φύλλα

Τόσα τα στόματα, τόσο το θρόισμα και ούτε μια φωνή

Πώς άραγε άντεξε χωρίς;

Πήρα να τα ανάβω και ο καπνός ο θεομπαίχτης άρχισε γράμματα να γράφει, κάθε φύλλο και γράμμα, κάθε χρόνος και κεφάλαιο, κάθε κλαδί και ιστορία, κάθε δέντρο και ζωή

Θα βλέπω μπρός στα μάτια μου να ξετυλίγονται δεμένοι μου κόμποι από το πάντα και με τη μαεστρία ταχυδακτυλουργού θα ξεριζώνεις από μέσα μου τους φόβους σαν κουνέλια

Τα ματόφλουδά σου έκλειναν και ο κόσμος γινόταν ένα με το σκότος

έβρεχες το δάχτυλο και σαν να κρατούσες εφημερίδα μέσα μου διάβαζες

δεν έχει άλλη προσφορά παρά εαυτόν

έχασα κι εσένα;

μόνο αν θες μπορείς

24.5.09

στα γιατί και στα διότι


η μαγεία ξεμασκάρεται


η ώρα έχει κομπολογίσει ένα αμετάκλητο λεπτό


και η απόσταση ξαναφυτρώνει για να χωρίσει τους ανθρώπους με φράκτες

20.5.09

στις τόσες φορές που ρώτησα απάντησες μόνο τίποτα

στην τελευταία όμως τι έχεις; απάντησες όχι εσένα

ποιητική και αηδίες

κάποιοι μπορούν να πεθάνουν από έρωντα,

κάποιοι μόνο από βόλια,

εσύ δεν είσαι από τη δεύτερη φτιαξιά

σήπεται εντός μου

Εχθές αγόρασα ένα κατοικίδιο

Η μοναξιά μου βρήκε ταίρι και ο άσχημος χαρακτήρας μου παρέα

θα μάθω να αγαπώ

θα μάθω να φροντίζω

θα μάθω να βλέπω και να νιώθω πέρα από μένα

θα γεμίσει ο χώρος μου ζωντάνια και ανεμελιά, χρώμα κι άρωμα, μουσικές και αρώματα

με κοιτά στα μάτια και κάτι περιμένει
τι περιμένει;

Κλαίει και δε έχει λόγο να κλαίει

Δεν είμαι εκεί; Τι δεν καταλαβαίνει;

Τι κι αν δουλεύω και το αφήνω όλο το πρωινό μόνο του σπίτι κλεισμένο;

Και κείνο;

Όλο κλάμα και φασαρία, μυρωδιά και κακό

Του φωνάζω και σταματά

Το χαιδεύω και ξαναρχίζει

Το βγάζω έξω βόλτα και το κρατώ τακτικά απ το λουρί, μην ενοχλήσει κανένα

Λερώνει και λερώνεται και βλέπει πως νευριάζω

Χαμηλώνει τα μάτια, τη φωνή, κοιτά στα μάτια και κάτι αναζητά


ΤΙ ΖΗΤΑΣ;


Ανεβαίνεις στο πόδι μου και δυσανασχετώ

Τρίβεσαι και τραβιέμαι

Μιλάς με τα μάτια και δεν σ ανταπαντώ

Η πίστη που εμπεριέχει υποταγή, πηγάζει από φόβο, όχι από αγάπη

Τα μάτια γίνονται πιο βαριά, σε αντίθεση με το σώμα

Οι αντιδράσεις πλέον νωθρές και κάτι προοιωνίζει την απουσία

Το φαγητό στο πιάτο δεν λέει να λιγοστέψει και έξω δεν βγαίνει να ενεργηθεί

Μια μυρωδιά σε απουσία μύτης δεν μπορεί να ανιχνευθεί και όπου οι καστρόπορτες μένουν κλειστές, βρίσκονται ξυλιασμένοι στα σκαλοπάτια τους της συμπόνιας οι επαίτες

Από σήμερα έχω ένα κατοικίδιο εντός, που σήπεται πρησμένο, με μάτια ολάνοιχτα αδειανά και στόμα κακοραμμένο

18.5.09

Ούτε μούτρα,
μόνο μια απλωμένη λύπη που δεν έλεγε να στεγνώσει
για να τακτοποιηθεί με τα άλλα χειμωνιάτικα

13.5.09

με μονο δυο λεξεις

Θα κοιμάσαι με το κινητό κλειστό, γιατί οι συμφορές ξέρουν να χτυπούν κουδούνια και πόρτες

Θα ναι πιο βράδυ από σκοτάδι ασπρόμαυρου έργου

Θα κοιμάσαι δίχως όνειρα, γιατί οι εφιάλτες προβάρουν στα καμαρίνια τους τα νέα πρόσωπά τους

Ανάμεσα ύπνου και ξύπνιου θα σηκωθείς σαν κάτι ν άκουσες, κάπου βαθειά, σαν μια σιγανή, αδιάλλακτη προστακτική, θα βηματίσεις στο σκοτάδι ζαλισμένος, θα κουβαλάς τη μυρωδιά του ύπνου σου ακόμα και δια μέσω τοίχων, χαλιών και εμποδίων, θα ακούσεις τον άγγελο του κακού

Πως κάτι έγινε

Πώς να ντυθείς

Πώς να βιαστείς, με ήρεμη, βαθιά αναντίρρητη φωνή

Θα βρείς το μαύρο πουλόβερ, το πλεκτό, με τον μακρύ λαιμό, που αναδιπλώνει και μέσα μπαίνεις, σαν κάποια ασφάλεια, σαν το καβούκι σαλιγκάρου, θα ανοίξεις την πόρτα και θα βγείς στη νέα σου μοίρα

Το δάγκωμα, η γάγγραινα, τα σάπια λόγια μέσα σου, ο τόσος χαμένος χρόνος, οι ατελεύτητες προσπάθειες, ένα κουβάρι σωθικά ανταριασμένα, πικρά υγρά να καίνε τον ουρανίσκο και ούτε νερό να κατεβαίνει

Δεν σε κρατήσουνε συνοδηγό, όσο κι αν επιμείνεις, περνάς τη ζώνη ασφαλείας, ενώ νιώθεις πως είναι να βγαίνεις από τα όρια του γηπέδου το βράδυ, με δίχως φώτα

Ο χρόνος να περνά αργά και το κεφάλι να καίει, δυό υγρασίες σε κάθε μάγουλο να συναγωνίζονται την υγρασία των άστρων, με ένα φεγγάρι να γέρνει χλωμό στη μια μεριά και να προμηνύει φουρτούνες

Να παίρνεις τηλέφωνα να ενημερώσεις, ποιόν να ενημερώσεις και τι, τι ξέρεις περισσότερο; και όλοι ζητάν να μάθουν, όταν το μόνο που μπορείς είναι να τρέξεις

Θα φτάσεις και θα κάνει κρύο, όχι έξω από την καπαρντίνα σου , μα θα ρχεται από μέσα, θα καταλάβεις τι σημαίνει να περπατάς στα μουδιασμένα, σαν να χεις κάνει απονεύρωση στα πόδια σου και να σε οδηγούν καρότσι

Μπαίνεις εδώ, ψάχνεις εκεί, σε στέλνουν παρακάτω, με ένα όνομα ζητάς ένα πρόσωπο, με μόνο δύο λέξεις, αλήθεια πως γίνεται να περιγράφεις έναν άνθρωπο με μόνο δύο λέξεις;

Παρατηρείς πως όλα αλλάζουν γρήγορα, οι παραστάσεις, ο κόσμος, τα πρόσωπα, εκτός από τις εκφράσεις τους

Τα στηθοσκόπια να κρέμονται περασμένα σαν φίδια σκοτωμένα και να γυαλίζει το κρύο μέταλλό τους που κάνει κάθε δέρμα να ριγεί

Μόνο δυό λέξεις να ρωτάς και δυό λέξεις να σου σερβίρουν.
Ούτε πώς ούτε γιατί, ένα κλάμα, μια γή που χάνεται κάτω από τα πόδια, ποια πόδια; ποια εντόσθια; ποιά καρδιά; ποιός χρόνος; ποιος εγώ; Μόνο δυό λέξεις και μια βεβαιότητα πέραν αμφισβήτησης

Τα πένθιμα σενάρια επαληθεύονται μόνο σε ξένα μάτια και κεί η ελπίδα εξοβελίζεται σαν πέτρα από γέφυρα στον πάτο της θάλασσας

Τα σπασμένα λέγκο σου για χέρια, για πόδια, για λογική και για σώμα ενώνονται την κρίσιμη ώρα από ένα κρυμμένο τένοντα βαθιά , της αυτοσυντήρησης και κλείνουν μέσα τους το γόο του ομφαλίου λώρου σου

Τίποτα άλλο, κανένας από τον κόσμο τους, να μην μπορεί να περάσει από το οδόφραγμα, το ατσαλόσυρμα, την αγκαλιά στυλοβάτη

Κόκκινα μάτια, μύξες, κλάματα και ένα γιατί αναπάντητο, σαν καρφί αιώνια πατημένο

Μάτια εχθρικά, να σου προσάπτουνε ευθύνες, να έχεις μην λόγο να πισωπατείς, αλλά να κάνεις στην άκρη, ο πόνος έχει πρόσωπα πολλά και λέει λόγια μεγάλα, εσύ θα τηρείς σιωπή, δίνοντας αβάντα σε θεούς και ανθρώπους να παίξει καθένας το παιχνίδι του

Θα βάψεις τη λάμα κόκκινη, μην μείνει σταγόνα κάτω, σαν το μερμήγκι θα μαζώξεις ότι βαστάει η μέση σου και σαν πιστό προς σε θεό θα κάνεις όποιο το χρέος νομίζεις

Θα διαβάσεις πίσω απ τις γραμμές και θα τραβάς γραμμές που θα ναι αυστηρές σαν ίσιες, ευθείες, αλύγιστες, γραμμές που δεν θα συγκλίνουν διόλου

Δεν θα χρειάζεται να διηγηθείς ή σε χαρτί κάτι να γράψεις, θα ναι όλα μες στο μυαλό και θα τα βλέπεις πάντα, σαν μια ταινία παλιοκαιρινή σε φίλμ πιστά γραμμένη, με όση λεπτομέρεια του ματιού κι όσα ρουφούν οι αισθήσεις

Θα περάσουν οι ώρες και τα γιατί, θα μονολογείς συνέχεια, θα βλέπεις το μέλλον σαν θεριό, δίχως ασφάλειας δίχτυ και με μια θέση πάντα κενή στο γιορτινό τραπέζι

Θα δείς κόσμο πολύ, ώμους θα πάρεις, θα δώσεις χέρια και θα σιχαθείς το πιο πολύ το δάγκωμα δίχως οίκτο, με όπλο μόνο στο χέρι σου ένα από βασιλικό, στυμμένο φύλλο

Εκεί που πρίν δεν φίλιωνες, που όλο πήγαινες κόντρα, σαν να απομαγνητίστηκες και να μην κουβαλάς φορτία, δίχως ανάγκη σύγκρουσης, μα με μια απρόκλητη έλξη, να γυροφέρνεις σαν τον αυτόχειρα κατά λάθος, το ένα σου άκρο εκεί σιμά, πεσμένο, κρύο και ξένο και να μην ξέρεις πώς να φερθείς παρά να θες ησυχία και απομόνωση, κανείς να μην υπάρχει, το λάθος να ανακληθεί και όλα να ειν’ σαν πρώτα

Ο χρόνος δεν έχει γυρισμό, αυτό θα το καταλάβεις, ότι και αν πείς, όσο και αν πληγωθείς, ότι και αν κάνεις, μετά το πέρας που είναι μαζί και οι δυό, τίποτα πια δεν φτάνει, για να ανακουφιστείς, να λυθείς, για λύτρωση ούτε λόγος

Θα μάθεις το χάσμα γενεών, θα ρίξεις ανάμεσα χώμα, θα κρατάς μια λάμψη διαρκή, σε ένα μικρό κλουβί με ανατρεπόμενη έξω πόρτα, σαν μια υπόσχεση που δεν πεθυμάς να σβήσει, για να δεις για πρώτη φορά τον κόσμο έξω απ τη γυάλα

Ένα απόγευμα, σε μια φωτιά, δίπλα μιας θαλάσσης, ένας καπνός, μαύρος καπνός, θα σμίξει τα πάνω κάτω, το χρέος θα δώσει παρηγοριά και στην ψυχή γαλήνη, όπως κάθε τι που τελειώνοντας έμεινε σε λάθος θέση

ανταλλάσσοντας σιωπές

11.5.09

παιχνίδια ενηλύκων


Ψάξεις δεν ψάξεις


δεν θα με βρεις

9.5.09

πρώτη φορά κι έναν καιρό


Από την ανάγκη της αγάπης, μέχρι την αγάπη της ανάγκης, προετοιμάζεσαι γι αυτό, για το άλμα που σαν βρεθείς στην άλλη μεριά απεκδύεσαι δια παντός τα πρώτα χαρακτηριστικά, έχοντας την πεποίθηση της πιο βαθιά χαραγμένης αλλαγής

Κάτι σαν την επαφή με την πρώτη απουσία, γεμίζεις με φόβο κι αγωνία, μα του σπλάχνου η προσταγή για να ματώσει σε στέλνει ακάθεκτο στο αλώνι που χάνονταν πιότερο ψυχές παρά τα σώματα

Βιβλία, έργα, συζητήσεις, δειλές εκμυστηρεύσεις και μοναχικές απολογίες, όσο και να προετοιμαστείς, η πρόβα απέχει από την παράσταση όσο η γουλιά του νερού από τη θάλασσα, η μια πνίγεται μέσα σου και μες στην άλλη εσύ

Στο δρόμο του ραντεβού προσπερνάς τη μοίρα σου και σκηνοθετείς τον εαυτό σου, δίνοντας οδηγίες που να προσέξεις και που να επιμείνεις, να φαίνεσαι φυσικός, να μην ξεχάσεις τα λόγια, τεστάρεις το αποσμητικό, προφύλαξη, φτιάχνεις τα μαλλιά, μια τελευταία αναπνοή, που ούτε ανεβαίνει ούτε κατεβαίνει, την βλέπεις να έρχεται και ..μοντέρ.

Ο διευθυντής φωτογραφίας σου έχει επιλέξει το μέρος, ο μαέστρος σου περιμένει με τα χέρια έτοιμα υψωμένα περιμένοντας το νεύμα σου ότι είσαι έτοιμος, φλάουτα μπαίνουν απαλά, και τα βιολιά μουρμουρίζουν ήχους της νύχτας απαλά.

Χτυπά το κουδούνι αν λέγεται χτύπημα το χάδι, ανοίγεις και χαμογελά η άνοιξη με ένα σμάρι λευκά περιστέρια για δόντια, κάτι κρατά διπλωμένο, ευχαριστείς για την αφορμή και την φιλάς στο μάγουλο, ακουμπώντας στιγμιαία τα χέρια της στο δώρο, για να μετρήσεις πυρετό. Δεν καταλαβαίνεις διαφορά, γιατί η κάψα είναι η ίδια.

Προτείνεις ποτό που όσο το στόμα γλυκαίνει, τόσο τα ανομολόγητα πληθαίνει σε βαθμό που σε κυριεύει μια ακατάσχετη ανάγκη για να μοιραστείς τη γεύση του αγριοκέρασου με χείλη, λέγοντας ότι είναι δυνατό παρά μόνο στους ποιητές να ειπωθεί.

Ο χώρος του καθενός θαλάμι, που ζεί μέσα του ότι πολύτιμο κρύβει απ έξω, ένα λαγούμι που δείχνει τα θέλω, τα είναι και τα δεν πρόφτασα σε τίτλους, πίνακες και φωτογραφίες, στην αισθητική του καθενός την τόσο προσωπική, όσο την χαμένη προσωπική μυρωδιά τους

Κάθεται απέναντι, χαμογελά, κάτι ρωτά, κάτι της απαντάς, σκύβει και περιεργάζεται ένα ξυλόγλυπτο, ενώ φέρνεις ένα πιάτο ορεκτικά με τον εαυτό σου απέξω, το πιοτί κυλά στις φλέβες πιο γρήγορα, το φώς πιο απαλό από πάχνη λιβαδιού και αυτή σταυρώνει τους αστράγαλους χαμηλά, αφημένη στην αγκαλιά του καναπέ για να φωλιάσει.

Σηκώνεσαι να αλλάξεις μουσική –μα και να μυρίσεις την πηγή του αρώματός της που κατακλύζει το δωμάτιο, βάζεις ένα πιάνο να παίζει σαν βροχοστάλες σε τζάμι, καρφωτές, αυτόνομες που μετά γλυστρούν προς το χαμό, σαν των μαλλιών της τις μπούκλες που κοντοστέκονται στο χείλος του προσκεφαλιού της, απλώνεις το χέρι και τα δάχτυλα γονατιστά ανιχνεύουν τις μεταξένιες φυλλωσιές, μέχρι να βρούνε γή και να εδραστούν δερβίσικα στους δυό της τους κροτάφους, χορεύοντας κυκλωτικό χορό, σκορπώντας αναπάψη και το ομορφότερο της χαμόγελο να στέφεται στα χείλη.

Η μουσική θα πρεπε τότε ν΄αναντρανίσει και το πλάνο θα πρεπε στα χείλη να ενσκήψει, μα είσαι ολομόναχος απέναντι σε μια γαληνεμένη θεά που αρχινά και μεταμορφώνεται σε εξίσου κοκκινισμένη αμηχανία και το σενάριο στα χέρια σου είναι λευκές σελίδες που με αυτοσχεδιασμούς θα τους γεμίσεις.

Τα μάτια κλειστά, η ανάσα κοντινή και τα πρόσωπα να έλκονται σαν σίδερο προς μαγνήτη, μετράς την ένταση απ τη θερμότητα που από κοντά την νιώθεις, σε κάθε παλμό καρδιάς τοξεύεται σαν πάλσαρ και οι δύο σάρκες σμίγονται σαν πήλινες υγραμένες, τα χείλη γλυστρούν σαν παγοπέδιλα σε πίστα από κεράσι, ενώ η γλώσσα μηχανεύεται τρόπους να καταλύσει τις όποιες άμυνες βρίσκει.

Τα χέρια δοκιμάζουνε λαβές που φέρνει τον άλλο κοντά τους, δεν φαίνεται πούθε ξεκινούν, μόνο πως καταλήγουν στην απέναντι ραχοκοκκαλιά και ανεβοκατεβαίνουν σαν το αναρίγημα, σαν την ανατριχίλα ενός ταξιδιού που το εισιτήριό του, κρατάς στα χέρια.

Οι μεζούρες και τα θεσμοθετημένα ναρκοπέδια κουβαλιόνται κι απ τους δύο, κανείς δεν θέλει να παρεξηγηθεί και να στιγματίσει από την πρώτη φορά, η φόρα ακόμα είναι ελεγχόμενη, έστω και αν οι χυμοί ξεφυσούν και ξεχειλίζουν μέσα από φανερά κι απόκρυφα ρούχα.

Ο έλεγχος φαίνεται ακόμα να είναι στα χέρια τους, αν και μόλις το τραινάκι τους άρχισε ασθμαίνοντας ν’ ανεβαίνει.

Από την αρχή μέχρι ακόμα, τα πράγματα δεν έχουν γίνει αναπότρεπτα, καθείς μπορεί να πισωπατήσει και να επικαλεστεί ημίχρονο, διάλειμμα, αναβολή, επανεκκίνηση ή τερματισμό λειτουργίας, τα γυαλιά να προδιαγράφουν στρέψεις αυχένων και οι ανάσες να ρουθουνίζουν εναλλάξ τον συγκοινωνούντα αέρα.

Τα ρούχα καταπίνουν αχόρταγα τον ιδρώτα και σφίγγουν όλο και περισσότερο τις διογκούμενες σάρκες που πεθύμησαν να αποκτήσουν την μέγιστη δυνατή μεταξύ τους επαφή, η επαφή δημιουργεί σπινθήρες και η φωτιά αρχίζει δια της τριβής να φουντώνει

Τα δάκτυλα ζητούν συγνώμες, που βρίσκουν πρόσφορες συγχωρέσεις, ξεδιπλώνουν, τρυπώνουν, ξεκουμπώνουν, ανοίγουν, ελευθερώνουν, πειραματίζονται με τα όρια της ανοχής και της ντροπής του άλλου, το σκοτάδι όσο σκανδαλίζει, τόσο φοβίζει, το βαγόνι ήδη πλησιάζει την οριζόντια εφαπτομένη της ψηλής του πορείας, σχεδόν ακίνητο, μα εμπεριέχοντας τρομαχτική δυναμική ενέργεια λόγω θέσης.

Το μικρό κουμπί είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, η παλάμη ακουμπά την ζεστή κοιλιά και καταχτά χιλιοστό το χιλιοστό του φερμουάρ τα δόντια, ακουμπώντας την άκρη μιας δαντέλας και την κορυφή ενός εφηβαίου τόπου.

Η ανάσα και των δυό σταματά και οι καρδιές στέλνουν ανυπόφορα αίμα για να ξεπεράσουν τους ενδοιασμούς, το άλλο χέρι έχει περάσει από τη πλάτη του πουκαμίσου στη ράχη της κοπέλας, εκεί που κλειδώνεται το πέτασμα του στήθους.

Εκείνη να κρατά τα μάτια σφαλιχτά και να παλιρροούν οι άμυνές της με την επεθυμιά κεφάλι να κερδίζει, τα χείλη της στα δόντια να μαγκώνονται και τα λόγια μες στα μαλλιά της να είναι κάθε φορά, το σωστό παρασύνθημα, σε κάθε αναστολή της.

Το σύμπαν να συρρικνώνεται και η ένωση να πλατύνεται μες στο μικρό το σπίτι, εδώ η φύση και το ένστικτο κρατώντας τα ηνία οδηγούν δύο παλμούς σε ένα τρέξιμο, που νικητές τερματίζουν ταυτόχρονα και οι δύο.

Το κούμπωμα καθίσταται ανυπέρβλητο για την μικρή εμπειρία και αυτή δίχως χαμόγελο όπως σε άλλη φορά, με την πυρά του κάρβουνου στα μάγουλα σφηνωμένη, ξεμπλέκεται με μια κίνηση από τα δεσμά και ένα ζευγάρι φεγγαροφωτισμένα στήθη αμολούνται ξαπλωμένα ορθωτά να κοιτούν το ουρανό με απορημένα μάτια, που στο πρώτο χάδι θα μοιάσει η θηλή σαν λεμονιού το άκρος.

Ξέμπλεκα τα μαλλιά και το κραγιόν πιότερο στο απέναντι πρόσωπο και σώμα, η ένωση του αρώματος με τον ιδρώτα να κατανικούν τις πιο φιλόδοξες αντιδράσεις χημικές με τον πιο απλό τρόπο, υπάρχοντας και δρώντας.

Χάδι στο τραχύ ύφασμα του τζήν, από το μπούτι, στο γόνατο και κάτω από την γάμπα, μέχρι του παπουτσιού τη φτέρνα. Κίνηση κάθετη μαλακή και βοήθεια του αστραγάλου με σύσπαση της καμάρας, το πρώτο ζεστό κι ελεύθερο, το δεύτερο πέφτει από μόνο του στριμωγμένο σε μια γωνιά του καναπέ και ο χώρος μοσχομύρισε φρέσκο δέρμα.

Της θηλυκώνει τα δάχτυλα μες στην παλάμη του κι αυτά ζεστά ακόμα ακουμπούν πειθήνια την απέναντι σάρκα απ όπου το διχτυωτό της καλσόν επιτρέπει.

Σκύβει, παίρνει το πόδι, το φιλά, αυτή τραβιέται, χωρίς να θέλει να ξεφύγει, για να αφεθεί στην πιο γενναία παράδοση της ιστορίας

Ένα φιλί διεκδικεί πάλι τα χείλη του, μα το τραινάκι παίρνει να κατεβαίνει, στη καμπυλότητα του στήθους γλυστρά και τροχιοδρομεί προς του αφαλού το βάθος, τα χέρια λύνονται απ το λαιμό και πιάνονται απ τη μέση και το ρούχο με τα ανοιχτόκουμπα αυτιά τραβιέται απ τους γλουτούς της.

Σηκώνει τη μέση της και όλο το αίμα συσσωρεύεται στις φλέβες του λαιμού, χτυπούν, γκρεμνούν, ουρλιάζουν, να δούν κι αυτές όσα τα μάτια χαίρονται, όσα η γλώσσα βλέπει και πάνω τους ξαπλώνεται σαν φίδι ή σαν σαλίγκαρος αφήνοντας υγράδα στο διάβα του, από τη μια στην άλλη κόχη της μέσης πριν δυο μηροί την εβουτήξουνε και στείλουνε τον μέσα τα χέρια, γραπώνοντας τον από τα μαλλιά, αργό σέρνοντας θρήνο, σαν να της βρήκανε θαρρείς της ύπαρξης το κουμπί της και σαν ερωτοπαίδεμα ιερό να το πατούν συνέχεια.

Με χείλη πιο υγρά από σύννεφο και τόσο γλυκά σαν μέλι, βογκίζει σαν ν’ αποχάνεται και θέλει να το πιστέψει, ανοίγει τα μάτια και φιλεί τονε στο στόμα κατευθείαν, μοιραζομένη τα φιλιά μα και την υγρασία, ενόσω στέλνει του μηνύματα πως τότες ήρθε η ώρα.

Με ένα χέρι η ζώνη του ξαπλώνεται στο πλάι και με το άλλο χέρι βγάζει του το μπλουζάκι και σ’ένα γυμνόστερνο θεό που στέκει σαν βράχος τρανός θηλάζει την σάρκα σαν μωρό και γεύεται τον ιδρώτα, ώσπου αυτός ανδρώνεται και μπαίνει σε προφυλάξεις και το αυλάκι στέκει ευάλωτο, έντρομο, μα κι αποφασισμένο, να ξεκλειδώσει από το σώμα του κοριτσιού μια κρυμμένη γυναίκα.

Δεν έχει λόγια η ένωση, μόνο γρυλίσματα, αναστεναγμούς και δύο αγαπώ σε.
Η σάρκα γλυστρά στην άλλη μέσα, έφηβη ανάγκη και πέντε ζευγάρια νύχια σε δυό μπράτσα ρυθμίζουνε-νομίζουν-το θηκάρωμα , με αργές κινήσεις στην αρχή, μέχρι την πρώτη στάλα, να νύχια κρύβονται πιο βαθιά στην σάρκα απέναντί τους, μα δεν ματώνει εκεί αυτή, μον’ δέχεται το αίμα αχόρταγα, κυλιέται ανάμεσά του και μιας είναι του εγκέφαλου πρωτίστως λειτουργία, απ το ερέθισμα το αισθητικό άμεσα εκτονώνει, κρατιέται αυτή πάνω του, οι δυό μαζί διαβαίνουν, μια πύλη που είναι ορόσημο για όλους τους ανθρώπους , αφήνοντας ξωπίσω τους μια ματωμένη αθωότη.

Ανοίγουν δυο μπράτσα και ντύνουν μέσα μαθές του έρωτα τη θυσία, τραβάει το σκέπασμα του καναπέ και σμίγουνε κι άλλο μέσα, εκείνη νιώθει ευάλωτη, τρεχούμενη σαν ύδωρ και κείνος έχει τη συναίσθηση να μην την αφήσει να πέσει, την πιάνει και λέει της λόγια τρυφερά και κάνει απαλές κινήσεις, σέβεται ότι του δόθηκε το πιο μεγάλο δώρο, η πρώτη φορά του άνθρωπου, να ‘ναι μ’ αγαπημένο.

Να 'ταν όλες οι φορές οι πρώτες σαν κι ετούτη, καλύτερες, πιο τρυφερές, με αίσθημα και λόγια, με ιστορίες και πράγματα και πόλλες συγκινήσεις, μα έχει ο κόσμος ανάποδες πλευρές και δεν είναι όλες λείες και οι θύμησες και οι ανάμνησες πληγώνουνε σαν μαχαίρια.
21-10-08(λειψό από συνέχεια)

Θες να σου πω ένα αστείο; Μαζί και πάντα

-Θες να παίξουμε με αίματα;

-Εεε, ναι, ξέρω εγώ; Θα πονέσω;

-Πολύ

-Όσο κι εσύ;

-Το ελπίζω

-Καλά, σύμφωνοι

-Ωραία, θα παίξουμε τα δύο φ

-2φ;

-Φίλα με και φύγε

-Και πως παίζεται;

-Όπως το ακούς

-Και που είναι το παιχνίδι; Πότε λήγει; Και ποιος νικάει;

-Λήγει στο ποτέ και τότε και οι δύο μας χαμένοι έχουμε νικήσει

-Δηλαδή;

-Δεν ξαναβρισκόμαστε ποτέ, εσύ θα γίνεις κάποια στιγμή καλλιτέχνης ποιητής και εγώ θα είμαι για πάντα με σένα ερωτευμένη

-Και γιατί να μην γυρίσω και να σε παντρευτώ μόλις μεγαλώσουμε και να ζήσουμε μαζί για πάντα;

-Γιατί το μαζί και πάντα ανήκει στην κατηγορία των παραμυθιών κι εγώ σου μιλάω για παιχνίδι

-Ό,τι πείς εσύ που ξέρεις. Αλλά δεν το καταλαβαίνω καθόλου. Τι νόημα έχει; Γιατί δεν παίζουμε πετροπόλεμο, κρυφτό ή κυνηγητό που έχουν περισσότερη πλάκα;

-Είναι απλό, από την μια, κάνεις ότι σου είπα και μετά παίζεις όλα τα παιχνίδια που είπες, θα με ψάχνεις, όσο δεν με βρίσκεις θα μ’αναζητάς και όταν θα με βρίσκεις θα με πολεμάς και θα φεύγεις μακρυά μου

-Εσύ που το μαθες;

-Το βρήκα σε βιβλία της αδερφής μου της μεγαλης

-Και ο νικητής;

-Μα σου είπα και οι δυό όσο πιο χαμένοι, τόσο πιο κερδισμένοι, γιατί την αγάπη όσο λιγότερο τη γνωράς το πιο πολύ την πεθυμάς και όσο λιγότερο τη δοκιμάζεις τόσο περισσότερο με όσα πεθυμάς τη φορτώνεις

-Γιατί μιλάς για αγάπη;

-Γιατί έτσι λέγεται το παιχνίδι αυτό αλλιώς

-Δεν ξέρω, φοβάμαι

-Έτσι θα πρεπε, γιατί είναι το μόνο παιχνίδι που αρχίζει δίχως να μετράς και λήγει κάπου στον υπερσυντέλικο

-Πιο χαζό παιχνίδι δεν έχω ξανακούσει

-Να σαι σίγουρος οτι θα το παίξεις τουλάχιστον τρείς φορές, γιατί τόσες λένε αντέχει του ανθρώπου ο ψυχισμός, μια για να τον οσφρηστείς, δυό για να τον αισθανθείς και τρείς για να σ’ αποτελειώσει

-Δεν πάμε στην πλατεία για παγωτό;

-Ωραία, έτσι ξεκινάνε όλα

8.5.09

κάτι σώσε με

κάτι πνίγομαι

κάτι νίκησες

κάτι χάθηκα

είναι σκόρπια της ζωής μου ρήματα ή ράμματα

7.5.09

Σκάβεις να βγάλεις τα θαμμένα

Τα τύμπανα ποτέ δεν σταμάτησαν να μετρούν

Η κόψη στόμωσε και το στόμα ξανάνιωσε να υπερχειλίζει

Οι λόγοι πασχίζουν να αναρριχηθούν και να πνίξουν

Καλός καιρός για αποξηραμένα σωθικά

12.2.09

Περνάς και τους χαιρετάς,
Κάθε μέρα
Ξέρεις σε ποιο μέρος,
Σε ποια στροφή θα τους πετύχεις,
Πάντα εκεί,
Με φρέσκα ή μαραμένα λουλούδια ή και τίποτα στο χέρι,
Με μια φωτιά να τρεμοπαίζει ή να ναι σβησμένη όσο η θύμηση
Λές μιαν ευχή ή ένα λόγο,
Που θα φτάσει,
Το ξέρεις πως θα φτάσει στ’ αυτιά τους,
Ζητάς το κάτι μικρό,
Να σου φυλάνε τον φύλακα άγγελό σου,
Όσο εκείνος σε προσέχει στις υπερωρίες του

5.2.09

σκάφανδρον

Μέσα σε σκάφανδρο σκυφτός τον κόσμο γύρω κοιτάζω,
Μαζεύομαι , κρύβομαι θαρρώ, μοιάζω σαν ένα στρείδι, σαν πεταλίδα του βυθού, που όλο φοβάται να κάμει κάτι
Μια κίνηση απότομη, απρόσμενη, ίσως κι εχθρική, τεντώνομαι, εκτοξεύομαι, σκορπώ ζεστό μελάνι, που να κρυφτώ σε μαύρο βυθό που ντύνεται μέσα στα μάτια μου απ την κλειστή στολή μου, μαύρος εγώ και τα μάτια μου λιώνουν πρωτύτερα απ΄το σώμα
Σαν πυροβολείς να είσαι πίσω από την κάνη, τ’ακούς κογιότ; Δεν είναι αστείο

Στα φινιστρίνια μου οι καρβουνεργάτες δεν έχουν πρόσβαση, σκουριασμένοι μεντεσέδες και στο τζάμι αποθέσεις καθημερινές από σκόνη και υδρατμούς, σαν δέρμα που γεννιέται και μεσολαβεί μετάξυ φωτός και σκοταδιού, γεννώντας το δεύτερο

Η απελπισία είναι ένα ουσιαστικό χωρίς φύλο

4.2.09

η καμινάδα


Έχω μέσα μου μια καπνοδόχη, γεμάτη καρβουνίθρα, οι λέξεις που δεν βγαίνουν σαν αέρας μέσα της σταφυδιάζουν, νεκρώνονται, ταγγίζουν και γίνεται το στομάχι μου άκαπνο όπλο σε εμπλοκή, ανάσα παίρνω και δηλητηριάζω με μονοξείδιο τους γύρω, ενώ η στρόφιγγα ψηλά στο νοητό δεν λέει να κλείσει, στέλνει σήμα συνεχώς και σπίθες πετάει μέχρι μια έκρηξη, όχι πλέον υπόκωφη, μέσα διαλύθηκα, πόσο άλλο;