9.12.09

αγκαλιά στο χιόνι

H βεβαιότητα ότι όλα θα πάνε καλά εξανεμίστηκε κι αυτή με το τελείωμα της βενζίνης

Το κρύο έδωσε το ρυθμό στα δόντια, να ακούει το σώμα και σε κάθε κτύπο να στρέφεται στα προς των έσω, σχεδόν βουστροφηδόν, σαν αντίστροφη ανάπτυξη εμβρύου, μένοντας ένα ταλανισμένο πλάσμα γύρω από τα γόνατα, με δάκρυα στα μάτια

Ο αέρας να σφυρίζει τον άσπρο θάνατο απ’ έξω αμέριμνος και κραταιός, ενώ η παγωνιά να παρεισφρέει απ ολούθε και να πολλαπλασιάζεται σαν αγωνία

Ξεκίνησες έχοντας εσένα μόνο να βρείς, μόνο τον χαμένο σου εαυτό από την προηγούμενη στροφή, εκείνη που στις φωτογραφίες σου υπήρχαν δυό, πιο κοντά και αγαπημένοι από το χώμα και το νερό της λάσπης

Το βούλιαγμα στην πόρτα μπάζει σαν την αλήθεια που κάποια στιγμή δεν μπόρεσε να αντέξει το ρούχο της ψευδαίσθησης, τότε που η ανάγκη την πειθανάγκασε να δεί τα πράγματα κατά το είναι και όχι το βολεύειν

Ο χωρισμός προκύπτει σαν αναγκαιότητα του ενός και υποχρέωση του άλλου , έτσι άκουσε και τούτο το ζησε σαν διπλογυρισμένη σε φούρνο πίτα

Οι ισορροπίες του καθενός δεν βρίσκονται μες στη σχέση, κει δοκιμάζονται, επιτυγχάνουν ή όχι, σαν τα πριν από ώρες σπασμένα φρένα της, όχι του μυαλού, μα του Yaris, εδώ, στου κόσμου την απόμερη ερημιά, που ο χαρτογράφος δεν καταδέχτηκε να πολυπροσέξει και ο οδοποιός βιάστηκε να κουρμπάρει την στροφή, για να παίρνει ο διαβάτης γρήγορα τα μάτια του από τούτο το μέρος

Το χειμώνα νυχτώνει νωρίς και το καταλαβαίνεις καλύτερα σαν είσαι έξω. Η μπαταρία της ξεπνέωσε από το αδιάκοπο κορνάρισμα και το ραδιόφωνο έμεινε ο μοναδικός σύμμαχός της

Στο χιόνι ντύνεις τα λάστιχα με αλυσίδες, σαν αυτές που νοητά προσπάθησες να σπάσεις, της συνήθειας που σε κρατούσαν σε διαρκή συμβιβασμό, που σ’ οδηγούσε κάθε μέρα στο υποβιβασμό, αλλά το με αφήλιο και τον πάγο δεν τα βάζεις, γιατί τα όπλα σου είναι σαν ξεπερασμένες αρετές, απλώς άχρηστα

Σε μια στιγμή λες δεν μπορεί σε μένα να συμβαίνει, σχεδόν ταυτόχρονα βλαστημάς και προσεύχεσαι, το αυτοκίνητο ακολουθεί αιώνιους νόμους βαρυτικής έλξης και μείωσης της δυναμικής ενέργειας του, νιώθεις κλυδωνισμούς του αμαξώματος κοντά στο όριο θραύσης του κατεβαίνοντας την πλαγιά όπως να ναι, μέχρι το δέντρο που θα ανακόψει την πτώση που θελε να γίνει πτήση

Δεν χτύπησες τόσο ώστε να πονάς αφόρητα, αλλά ακόμα είσαι ζεστή, είναι σαν τότε που σου ανακοίνωνε αποστασία προκαλώντας σου εσωτερική αποδιοργάνωση που εκφράστηκε με ένα γέλιο σχεδόν υστερικό, που θα το πλήρωνες με χρόνο και αναστεναγμούς, κανένα τίμημα δεν μένει απλήρωτο, αυτός και αν είναι νόμος

Σε κάθε υποψία περαστικού αυτοκινήτου βοηθούσες την κόρνα πιέζοντας την με όλο σου το σώμα και η φωνή σου να ακούγεται όλο και πιο βραχνή, πιο λίγη, λες και οι δυνάμεις σου εκφορτίζονταν παράλληλα με τις ελπίδες σου για γλυτωμό

Το παιχνίδι που έπαιζες μια ολόκληρη ζωή και σε κράτησε στα πόδια σου ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές σου ήταν το να φαντάζεσαι το τώρα μετά από καιρό κι έτσι το άγχος σου και η ταραχή μετατρέπονταν σε καλοδαμασμένα άτια και οι σφυγμοί σου μετρούσαν δευτερόλεπτα και όχι ταχύτητες καταδιωκόμενων

Θα με βρούν, σίγουρα θα με βρούν έλεγες και ξανάλεγες, κανένας δεν πεθαίνει από εγκατάλειψη στις μέρες μας, έλεγες και όλο και λιγότερο το πίστευες, σαν τους όσους καταχωρημένους στο πλέον άχρηστο τηλέφωνό σου, εδώ στο βάθος του γκρεμνού, τους κάποτε γνωστούς σου, τη γιαγιά στο χωριό και τον κόσμο που γεμίζει τα άσυλα αποθήκες

Η σκέψη σου ξεσκαλώνει από τον έρωτα προς ώρας, η επιβίωση τίθεται σαν πρωταρχικό θέμα και το αίμα νιώθεις να ακινητεί στα άκρα σου, ένα αργό μούδιασμα έρχεται, κάτι σαν την αδιαφορία μετά την απώλεια

Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι ένας μύς μέσα σου πάλλεται και πασχίζει να σε κρατήσει ζωντανή, για να σου αποδείξει ότι αντέχει ακόμα ραγισματιές και ερωντοχτυπήματα, κάθε φορά πιο μεγάλος από το πιοτί και την ταλαιπωρία

Ο ύπνος είναι προ των πυλών και σύ ανθίστασαι, όλοι ξέρουν πως είναι ότι πιο κοντινό μέσα στη ζωή στον θάνατο, αν και σύ αρέσκεσαι να ζείς, εκεί, τα πιο μεγάλα αδιέξοδά σου, με το μεγαλύτερο χειροκρότημα και μια αγκαλιά, στο τέλος, που διαρκεί μέχρι την απόσταση ύπνου και ξυπνητού

Το σκοτάδι έρχεται και είναι οξύμωρο σχήμα το σκοτάδι μες στο χιόνι που έχει καλύψει τα πάντα γύρω σου και το άσπρο αυτοκίνητό σου, σαν ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα με ευτυχή λύση σε αυτή τη ζωή, την δική σου

Η ζωή λένε προς το τέλος του καθενός διαδραματίζεται σαν έργο σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, νιώθεις να μην έχεις αντοχές να περιμένεις να το δείς και αντί για έργο κερνάς τον εαυτό σου ένα ποτ πουρί από διαφημιστικά διαλείμματα, με σένα κομπάρσο στο βάθος καθιστή και την επιθυμία και την απραγία σου πρωταγωνίστριες

Τις μόνες φορές που πήρες το μικρόφωνο στο χέρι και τραγούδησες μπροστά στο κοινό δίχως να ξέρεις τα λόγια ήταν με αυτούς τους τρείς, που σε άφησαν τσουρουφλισμένη στη σκηνή να μαζεύεις τα κομμάτια σου, μέχρι το επόμενο στραπάτσο, ίσως γιατί ο έρωτας είναι ένα ντόμινο που έχει αξία όταν το στήνεις ή το ρίχνεις, καταδικασμένο ποτέ στημένο

Αγκαλιάζεις τον εαυτό σου όσο περισσότερο μπορείς, σαν να τον αγαπάς λιγάκι, γίνεσαι σαν ένα έμβρυο, σαν τα φασολάκια που βάζαμε στο σχολείο στην βρεγμένη χαρτοπετσέτα, στο κυπελάκι του γιαουρτιού, μόνο που το φύτρο σου, γυροτυλίγεται, προσπαθώντας να καταλάβει την ελάχιστη επιφάνεια, αφήνοντας εκτεθειμένη μόνο την ράχη ενός κουλουριού, στο πίσω κάθισμα ενός στραπατσαρισμένου αυτοκινήτου

Ο χρόνος δεν παίζει παιχνίδια μαζί σου, λειτουργεί με δευτερόλεπτα, σταθερά, άσχετα με την αντίληψη ή την επιθυμία σου, δεν σε λυπάται ούτε σε εχθρεύεται, απλά υπάρχει, κάτι αμφίβολο για σένα

Και τώρα τι;

Εκεί που δεν πιάνουν οι κατάρες, εκεί που δεν πιάνουν οι ευχές, εκεί που η απόγνωση έχει προσπεραστεί μερικές αγωνιώδεις ώρες πρίν, το μόνο που σου μένει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας είναι η τρέλα, αφού όλα πήγαν αντ’ ευχήν , τι καλύτερο από ένα αργό θάνατο και τα κοκκαλωμένα δάχτυλα ψάχνουν για ένα πακέτο, ενώ τα χείλη κομματιάζονται από το κρύο και τα γέλια

Μέσα σε άπειρα ρίγη συνοθυλεύματος κρύου και πόνου ένα τσιγάρο σφηνώνει στα χείλη και η κάπνα επιτείνει την τραγικότητα του έργου, σε παίρνουν τα κλάματα, γιατί εμε΄να, γιατί τώρα, γιατί αφού, γιατί άμα, γιατί οτιδήποτε

Πίνει καπνό και τον βήχει πίσω, το κορμί συνταράζεται από σπασμούς και τούτη τη στιγμή δεν ζητά να καταλάβει, ούτε ζητά να συγχωρέσει, μα να συγχωρεθεί

Μπορούσε τότε να είναι πιο διαλλακτική, τότε πιο εξυπηρετική, τότε λιγότερο κάθαρμα, τότε όχι σκληρόπετση, τότε λιγότερο εκδικητική, τότε με περισσότερη κατανόηση και το κυριότερο μπορούσε να ναι περισσότερο κοντά σε άλλους που την χρειάζονταν, παρά υποσυνείδητα βολεμένη στο να πνίγεται στην δική της κουταλιά νερού

Θα θελε να αγκαλιάσει και να φιλήσει μια μεγάλη συγνώμη κοντινά αγαπημένα της πρόσωπα, φιλώντας τα κατά πρόσωπο, νιώθοντας την ζέση τους, μάγουλο κατά μάγουλο και λόγια μεταξύ ώμου και αυτιού, χωρίς μάτια που σε κάνουν να ντρέπεσαι αντίκρυ τους

Τα μάτια κλείνουν, καθώς τα λόγια στο δικό της τερέν που είναι ακόμα ο ύπνος, λέγονται

Ένα χαμόγελο σκαρφαλώνει στα μελανιασμένα χείλη










































Το εκχιονιστικό περνάει και καθαρίζει το δρόμο, πετώντας προς τη μεριά του γκρεμού το χιόνι μερικά μέτρα παραπάνω της, ο γεράκος που οδηγεί έχει αναψοκοκκινισμένα μάγουλα από την ζέστη του καλοριφέρ και το φετινό αψύ τσίπουρο



















































Στη στροφή σταματά ένα περιπολικό της τροχαίας για να περάσει ανακλαστική ταινία που να επισημαίνει το επικίνδυνο του σημείου, απ όπου..

Ο επικεφαλής αστυνομικός ενημερώνει από τον ασύρματο πως ο δρόμος πλέον είναι ανοικτός και η διέλευση είναι δυνατή, με προσοχή, επιφυλακτικότητα και αλυσίδες

Άσχημο βράδυ ξεκινά μα ευτυχώς η χιονόπτωση σταμάτησε και σε καμιά ώρα η υπηρεσία του τελειώνει, για να αναζητήσει ένα ποτό, κάτι πρόχειρο για φαγητό και την συντροφιά της τηλεόρασης για να κοιμηθεί και να ξυπνήσει ακούγοντάς την

Πάει πίσω από το περιπολικό προς νερού του και βλέπει μερικές δεκάδες μέτρα παρακάτω ένα φώς αχνό, από τα στόπ ενός αυτοκινήτου

Φωνάζει σε βοήθεια, να ειδοποιήσει ο συνάδελφος από τον ασύρματο και χωρίς να το σκεφτεί αρχίζει ναν κατεβαίνει την παγωμένη πλαγιά. Τα βήματα είναι αβέβαια, τα πάντα είναι ήδη γκρίζα από το σκοτεινιασμένο χιόνι που έχει αρχίσει να κρουσταλλιάζει στην επιφάνειά του, μα ήδη είναι εκεί

Βάζει φωνές, χωρίς απόκριση. Με το γάντι καθαρίζει το τζάμι και βλέπει ένα πλασματάκι λουφαγμένο σαν πληγωμένο πουλί στο πίσω κάθισμα, με μακρυά μαλλιά και άσπρα σνίκερ

Η πόρτα του οδηγού είναι σφηνωμένη και δεν ανοίγει, ενώ έτσι όπως έχει καθίσει αλλοπρόσαλλα το αυτοκίνητο μεταξύ δέντρου και βράχων η μόνη είσοδος είναι από το παρμπρίζ

Ο συνάδελφος του φωνάζει πως το ασθενοφόρο θ αργήσει και πως μόνο του στρατού μπορεί να ναι σχετικά σύντομα εκεί

Σπάζοντας με τον φακό και με αγκωνιές το ήδη ραγισμένο τζάμι εισέρχεται στο αυτοκίνητο για να κατευθυνθεί στο πίσω μέρος. Η κοπελιά είναι πληγωμένη στο κεφάλι, μια κηλίδα αίμα στεφανώνει μια τούφα από τα μαλλιά της και έχει τρέξει μέχρι το λαιμό

Δεν έχει τις αισθήσεις της, μα πιάνοντας τον σφυγμό της ανιχνεύει μια ελάχιστη ένδειξη ζωής μέσα της.

Κουράγιο μικρή μου!

Είναι πιο κρύα και από σίδερο, δεν είναι ντυμένη βαριά και τα σημάδια δεν είναι με το μέρος της. Φωνάζει στο συνάδελφο για την κουβέρτα βοηθείας που έχουν γι αυτές τις περιπτώσεις, και βγάζει το τζάκετ του, δεν έχει καθαρό μυαλό, θέλει να βοηθήσει, χωρίς να την μετακινήσει, χωρίς να προξενήσει καμία μεγαλύτερη ζημιά

Οι αστράγαλοί της είναι ξυλιασμένοι, σαν τα χέρια της και η ανάσα της ίσα που ακούγεται. Δεν το σκέφτεται καν, πουκάμισο παντελόνι και φωλιάζει πίσω της, τα ρούχα από πάνω και αρχίζει να χουχουλιάζει σε λαιμό, πλάτη, πιάνοντας χέρια, ακουμπώντας στε πόδια, μεταδίδοντας ζέστη.

Ο συνάδελφος φτάνει, τους σκεπάζει και προσπαθεί να βοηθήσει όπως μπορεί

Έχεις κρατήσει ποτέ στην παλάμη σου καναρίνι; Να νιώθεις τον ανασασμό και την αγωνία του; Μικρό, σχεδόν μια σταλιά; Έτσι ένιωθε και κείνος που την είχε αγκαλιά, εκείνο το όμορφο αστείο προσωπάκι, με την γόπα ενός τσιγάρου στραβά φυτεμένη στη γωνία των χειλιών της

Πάνω στην ώρα σύμφωνα με την αναφορά που υπέβαλαν οι δύο αστυνομικοί ήρθε το ασθενοφόρο του στρατού, κατέβηκε φορείο και αφού έκοψαν μια κολώνα του αυτοκινήτου την απεγκλώβισαν από την πίσω πόρτα

Για μια στιγμή άνοιξε τα μάτια, βλέποντας μάλλον ένα φωτεινό διάδρομο και φωνές στο βάθος, μα δεν ήταν η ώρα της να τον τραβήξει



Έζησε.



Δεν έγιναν ζευγάρι.



Δεν ξαναζήτησε κανέναν από τους 3 τέλειους που είχε γίνει κάποτε ταίρι τους.



Χωρίς όλα της τα δάχτυλα, αλλά αν δεν ήταν κάποιος να την πάρει μια σωτήρια αγκαλιά, θα ταν μαζί τους, είπαν


για το χρυσαλιφούρφουρο

μουσική δανεισμένη από Major Tom