9.12.08

Αγάπη, πάρε τα τζίν. Ξεκίνησε

Έκανε κρύο εκείνη τη μέρα και εμείς γυρνούσαμε από διακοπές.
Κατάκοποι ανεβαίναμε στην πολυκατοικία με χαμόγελα στεφανωμένοι, ενόσο το ασανσέρ κατέβαζε συνεχώς κόσμο από όλα τα διαμερίσματα και οι σκάλες θύμιζαν εκλογές ή επιστράτευση.
Τι έγινε; Ρώτησα έναν παππού
Ξεκίνησε, μου απάντησε και βιάστηκε να πάρει τα πόδια και το μαγκούρι του, η γριά του περίμενε στην εξώπορτα και ο κόσμος την έσπρωχνε προς το πλήθος.
Δεν ήταν καθημερινή, ούτε καμία γνωστή αργία, οι παρελάσεις και τα καρναβάλια είχαν περάσει προ πολλού και το συλλογικό ασυνείδητο πρόσταζε κάτι που εμάς δεν είχε προλάβει να ακουμπήσει.
Με το ξεκίνησε μας έζωσαν τα φίδια, λες; Μα οι συνθήκες είναι ώριμες; Και τίνος το πρόσταγμα να ακούσουμε; Να ανοίξουμε ραδιόφωνο να ενημερωθούμε ή να πάρουμε κανα γνωστό;
Όλα τα τηλέφωνα κομμένα, το δίκτυο ήταν απασχολημένο.
Δεν βγάλαμε τις στολές, πήραμε τα κράνη σους αγκώνες και κλείδωσα τη μηχανή στο γκαράζ.
Ρυάκια πολλά από κατηφορικά στενά έφτιαχναν ένα χείμαρρο που μέσα του χωθήκαμε κατευθυνόμενοι προς το κέντρο.
Τα πρόσωπα στεγνά, τραβηγμένα χαρακτηριστικά και λάμψη στα μάτια, από κεί ξεπήδαγε μια φλόγα που αντικαθρέφτιζε κάποιες το ίδιο αληθινές στο βάθος.
Η πόλις εάλω.
Αναποδογυρισμένα περιπολικά στο δρόμο και κρεμασμένες άσπρες μηχανές από τις κολώνες, να στάζουν τα ρεζερβουάρ σαν τους πασχαλινούς αμνούς
Δεν υπήρχαν ντουντούκες στο πλήθος και επικεφαλής, δεν υπήρχαν συνθήματα κεντρικά συνθήματα, παρά μόνο ένας διαρκώς αυξανόμενος βόμβος και σε κάθε ερώτηση η απάντηση ήταν μια,
Ξεκίνησε.
Αυτοκίνητα γίνονταν πολιορκητικοί κριοί σε βιτρίνες τραπεζών και τα στόματα των ATM που δέχονταν κάρτες για να ξεράσουν χρήματα, τώρα στρίγγλιζαν δαιμονισμένα καταπίνοντας τζίν, βενζίνη, κηροζίνη και λοιπά εύφλεκτα ρευστά.
Οι κάδοι προ πολλού είχαν παραδώσει τω πνεύματι και μόνο οι σιδερένιοι απόμεναν ολάνθιστοι με λευκόγκριζους καπνούς πάνω σε πυρωμένους κάλυκες.
Το κύμα είχε μια καταστροφική δύναμη που χτυπούσε οτιδήποτε διέθετε σημαία και εθνόσημο και όσοι έμπαιναν σε ιδιόκτητες επιχειρήσεις και καταστήματα για να διαγουμίσουν, γνώριζαν πρωτοφανείς τιμωρητικές συμμορφώσεις από τους υπολοίπους αγνώστους, σε καθεστώς άμεσης δημοκρατίας, με λαικούς δικαστές και τιμωρούς.
Μέσα στην κατάφωτη από τις φλόγες πόλη που ετοιμαζόταν να γιορτάσει τα χριστούγεννα, οι πολύχρωμες διακοσμήσεις που αναβόσβηναν φάνταζαν καρικατούρες, σαν επισήμο ένδυμα σε ρεήβ πάρτυ.
Η πνοή του ανέμου έφερνε ήχους συγκρούσεων, φωνές, εκρήξεις και δάκρυα, οι πιο παλιοί μας προέτρεψαν να έχουμε λεμόνι ή νεράτζι στο στόμα από τις πλαινές δεντροστοιχίες για να αντέχουμε στα δακρυγόνα.
Μια εξέγερση φάνταζε εν τη γενέση της, με αστικά όπλα ανα χείρας, κοντάρια από σκούπες, κουπώματα κάδων για ασπίδες, ξύλα, λοστούς και πέτρες από τα ατελείωτα εργοτάξια των ρημαγμένων από τα έργα πεζοδρόμων.
Κάθε κυκλοφορία αυτοκινήτου παραλυμένη, κάθε κάτοικος δεν έβγαινε να προασπίσει την περιουσία του ή του γείτονα, όσο την πληγωμένη αξιοπρέπειά του, οι τυφλοπόντικες έμεναν στο θαλάμι τους και οι αετοί ξυπνούσαν.
Άνθρωποι με κάμερες και καλώδια τρομοκρατούσαν για μια κατευθυνόμενη ξένη απειλή, άνθρωποι με κουκούλες και ασυρμάτους πυρπολούσαν και λεηλατούσαν ελεγχόμενα μέρη, ώστε στο επεκείμενο καλοσχεδιασμένο ντού να συλλαμβάνονταν μικρές ομάδες που τους ακολουθούσαν.
Η κοιλιά μας ήταν γεμάτη από το κουτόχορτο, τη μέρα υπάλληλοι και το βράδυ νεκροζώντανοι με μια ψευδαίσθηση ελευθερίας, ελεύθεροι μες στο μαντρί, μα απ έξω ο φόβος του λύκου ή του τσοπανόσκυλου ήταν ο ίδιος, για να μην σου πώ ότι ήταν το ίδιο πράγμα.
Ακούγονταν μηχανές και αναταραχές, είχαν κατέβει οι αγρότες, οργανώνονταν αυθόρμητα οδοστρώματα και οι δρόμοι σκάβονταν με τα υνιά από του πολίτες πλέον και όλα τα ξέφτια του οδοστρώματος όπλιζαν νεανικά και ροζιασμένα χέρια.
Απέναντι, στο μεγάλο κτήριο της πλατείας ήταν συνασπισμένες εκατοντάδες ασπίδες που γυάλιζαν και ηχούσαν υπό τους κρότους των κλόμπς, που και πού εκτοξεύονταν δακρυγόνα και τους απαντούσαν φωτοβολίδες και μολώτοφ.
Στο βουνό γύρω από την πόλη ανέβαιναν κονβόι τα αυτοκίνητα και σταματούσαν όλα στις κεραίες, έπεφταν σαν τους τερμίτες πάνω στα σύρματα, στους φράκτες, στα καλώδια, χιλιάδες νεαροί ξυλοκόποι ξάπλωναν ότι έβλεπαν σαν στις ταράτσες των πολυκατοικιών.
Σε κάποια πολυκαταστήματα ηλεκτρονικών σε γιγαντοοθόνες βλέπαμε κεφάλια σε κουκούλες να βανδαλίζουν, κάμερες με ελικόπτερο και από ορόφους γύρω από τα κομβικά σημεία που επαναλαμβάνονταν οι κλεφτοπόλεμοι χρόνια τώρα, σχεδόν παραδοσιακά.
Είδα να καίγονται τα λάβαρα της μικρής εκκλησίας στο κέντρο, κάποιοι μπήκαν μέσα σπάζοντας την εξώθυρα και γέμισαν την κολυμπήθρα με φωτιές, ο κόσμος σήμερα θα αναβαπτιζόταν, αλλά όχι με νερό.
Από χέρι σε χέρι περνούσαν τα σπρέυ και τα συνθήματα έφταναν μέχρι τα ταβάνια.
Στο βάθος οι συμπλοκές έφταναν σώμα με σώμα, οι μεν υποστήριζαν τους ποντικούς στο κάστρο και οι δε άναβαν το κεράκι της γιορτής , το λαμπιονοστολισμένο δέντρο, σαν τα καμένα της ντροπής.
Οι ανάσες γίνονταν πιο βαριές, οι παππούδες έσπαγαν με τα μαγκούρια τις τράπεζες με τα επιτόκια του βρόγχου, οι γιαγιάδες κατέβαζαν τα μαντήλια, τα δεναν κατάμουτρα και άφηναν τα μάτια απέναντι στις άφυλες μάσκες για όπλο.
Λουστήκαμε με νέφος, απαντήσαμε με πέτρες, έπιασαν μια κοπέλα και την τραβούσαν σαν σακκί και την κλωτσούσαν, εκείνοι μετά μαρτύρησαν από τα πόδια μας, δεν είχαμε στολές εμείς, πιο γρήγοροι, πιο ευκίνητοι, περισσότεροι και ανανεούμενοι.
Βγάζοντας μια μάσκα ενός είδα το πρόσωπο ενός φίλου απ΄το σχολείο, δεν ήταν καυλόμπατσος, δεν ξέρω κάν τι ήταν, πεσμένος, φτυσμένος, ένα χάλι ήταν , κράτησα λίγη αγανάκτηση και του κανα χώρο να φύγει.
οι κλούβες που έκλειναν τη λεωφόρο ανατράπηκαν και πάνω τους οι μικροί πάνθηρες φώναζαν στους απέναντι να κάνουν τόπο να περάσουν, το κτήριο έπρεπε να καεί, μιλούσαν για ένα μπουρδέλο, όλοι ξέραμε ποιο ήταν αυτό και ας μην είχαμε μπεί μέσα και είχε πάνω μας σχέση στενή, κάθε φορά που αποφάσιζε.
Οι καμπάνες άρχισαν να χτυπάν από μακριά, όχι χαρμόσυνα, ούτε λυπημένα, απλά βροντερά, αρχικά σκόρπια και αργότερα συντονισμένα, κάθε μισό λεπτό, σαν να μάζευαν δύναμη, σαν να έδινε ώθηση η οργή, όλες μαζί χτυπούσαν και ο ήχος μας πλάκωνε

Η κυβέρνηση επιστράτευσε το στρατό, τα κόμματα της αντιπολίτευσης ζητούσαν την παραίτησή της, εκείνη περίμενε ως ότου τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο, ούτε τα όπλα, ούτε οι γενικοί συναγερμοί δεν πτοούσαν το εξαγριωμένο πλήθος.
Έπεσαν σφαίρες, πλαστικές και πραγματικές, γίνονταν συλλήψεις, μα πόσες στάλες να μαζέψεις όταν το ταβάνι σαν σουρωτήρι στάζει.
Οι πρεσβείες ζήτησαν όση βοήθεια μπορούσε το κράτος να προσφέρει και ύστερα-πλέον επίσημα- έπεσαν τα πρώτα τηλεφωνήματα με τις άνωθεν εντολές.
Χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, βοήθεια από έξω. Στόπ.
Ούτε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, σήμα μόνο δορυφορικό και οι λίγοι βολεμένοι έβλεπαν τη δαμόκλειο σπάθη να ταλαντούται πάνω από τα κεφάλια τους.
Δέκα νευραλγικά σημεία, ο δρόμος από το αεροδρόμιο, ο ισθμός, το τρένο, το φαράγγι, η σήραγγα και το ατμοηλεκτρικό εργοστάσιο με μερικά άλλα ήταν ικανά για να ξεσπάσει η μεγαλύτερη αναστάτωση από τη μεταπολίτευση και μετά.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή μόνο οι δεν είχαν τα όπλα, μετά η κατάσταση ξέφυγε.
Οι πρωταίτιοι έφυγαν ή έφευγαν ή κρύβονταν ή κρέμονταν από το μπαλκόνι, τα μάτια διψούσαν για αίμα, η νέμεσις στον τόπο που γεννήθηκε ξεχάστηκε, μα δεν αποκοιμήθηκε, σε κάθε στέρνο μέσα παραφύλαγε και τη στιγμή εκείνη πήρε τα ηνία.
Ακόμα φορούσαμε τις στολές, η νύχτα εγκατέλειπε τη ρημαγμένη πόλη, που κατεδαφιζόταν υπό το άδειος των αποστημάτων που νοσούσε, δεν μιλούσαμε πλέον για την πόλη, η κάθε πόλη συνταρασσόταν από τους ίδιους εφιάλτες, τους ίδιους επίορκους και η αντιπαράθεση με το εθνόσημο γινόταν μόνο για να προστατευτούν υπό τα μπράτσα μπράβων οι πραγματικοί νονοί.
Θυμάμαι κάπου να χαθήκαμε, δεν άργησες να με βρεις, μέχρι που ήρθανε τα αεροπλάνα , γενναιόδωρα με όχι δώρα γεμάτα.


Να σαι καλά αλέξη
ελαφρύ το χώμα να ναι για σένα
βαρύ το χώμα που ποτίστηκε με αίμα για την δημοκρατια