26.11.08

θρησκεια ξανα...

σε εκανα εικονισμα όταν δεν το σκεφτηκα πολύ, παρα μόνο το ένιωσα. καθε βράδυ προσευχη να ξυπνήσεις δίπλα μου και ενα φιλι στα κρυφά , όταν δεν έβλεπες.
η θρησκεία λέν πως μοιάζει στην αγάπη, αχειροποίητες και οι δυό, δίχως απτά σημάδια, με μια πίστη για τυφλό οδηγό
αυτόκλητη απόστολος, μάζευα καθε μερα τους πιστους σου για προσκύνημα... την ψυχή, την καρδιά, το μυαλό, τα μάτια...
πολέμησα……αλλες μαχες κέρδισα και άλλες τις έχασα...
για να καταλάβω πως οι πιο αιματοβαμμένοι και μάταιοι πόλεμοι γίναν για μια θρησκεία.....

18.11.08

γειά και αντίο, λοιπόν

Ήμουν σε ένα καφέ, με απαλή μουσική και μαλακό φωτισμό, με μια σοκολάτα απέναντι που κρύωνε όσο έβλεπα το χέρι μου πυρετωδώς να γράφει, με πόναγε, όπως κάθε φορά που έπιανε την πένα να γράψει, έγραφε πάντα παραπάνω από τις αντοχές μου, από μόνο του, το ‘βλεπα, ήταν σαν να αποφάσιζε και να διάταζε, χωρίς να υπακούει κανένα , παρά ίσως σε κάποια εσωτερική υπαγόρευση που δεν γνώριζε από μετρονόμους, συντακτικό ή ορθογραφία, από χρόνο ή κατάλληλο περιβάλλον, από ορθοφωνία ή επιείκεια

Η κοπέλα που με σέρβιρε ήταν καινούρια στο μαγαζί, δεν την είχα ξαναδεί, με μάτια μεγάλα και βλέμμα ακόμα περιποιητικό, με πλησίασε διστακτικά ρωτώντας, μήπως δεν ήταν όλα καλά, μήπως να μου ‘φερνε κάτι άλλο, μα οι απαντήσεις δεν θα δίνονταν από το στόμα, την έβλεπα και έβλεπα το χέρι μου να της ζητά συγγνώμη, γιατί το κέντρο λόγου είχε μετακινηθεί στα δάχτυλα που είχαν αυτονομηθεί και τα σαγόνια ήταν σφαλιχτά κλεισμένα

Είδε την αδειοσύνη στο βλέμμα και αποτραβήχτηκε, πισωπατώντας, μέχρι που μια παλιότερη της είπε τους υπνογράφους μην ξυπνά και κείνη σε σιωπή αμέσως συνετάχθη.

Το ζευγαράκι πίσω μου έδινε όρκους και έπλεκε δάχτυλα, η θάλασσα στο βάθος έκαμε τα ιστία να χορεύουν, ο αέρας έξω ανέβαζε τους γιακάδες στους περαστικούς και μένα οι λέξεις πέφταν στο χαρτί βροχή κι όποτε σταματούσα ήταν για μια νέα αμπούλα μελάνι.

Σε σκόρπιες φράσεις και υποσέλιδα είπα ότι δεν είχε στην πραγματικότητα ειπωθεί, έβαλα λόγια στο στόμα τους και με ένα χέρι μουδιασμένο, σχεδόν απονεκρωμένο τελείωνα τις προτάσεις δίχως τελείες καθώς έφτανε η μεγάλη

Σε μερικές προτάσεις καιρό στερεώθηκε η φωνή μου, επέστρεψα στον κόσμο αυτό και ξαπλώθηκε σχεδόν λιπόθυμη η γραφίδα. Οι φλέβες κόχλαζαν και τα νεύρα δοκίμαζαν χιλιάδες εκκενώσεις σε κάθε τους χειραψία, τα κατάφεραν, ξαμολύθηκαν όλα στο χαρτί και απόμειναν ξαπλωμένα, αποκαμωμένα, με χαμόγελο.

Μια μεταχρονολογημένη ερώτηση για απάντηση ήχησε στο μαγαζί, σαν την άνοιξη, στους πάγους που λυώνουν, που αποκρυσταλλώνονται όλες για βοήθεια οι κραυγές ή σαν αντίλαλος που άργησε να γυρίσει,

-Τη σοκολάτα εννοούσατε ή τη ζωή μου; μα που να καταλάβει, εδώ εμένα μου πήρε τόσα χρόνια. Την καθησύχασα με μια κίνηση τακτοποίησης.

-Είστε καλά; κάποιος με ρώτησε
-Τώρα ναι
Σηκώθηκα να φύγω ,κάποιος μου φώναξε,

-Κύριε, τα χαρτιά σας
-Ευχαριστώ, αλλά τώρα έχω όλες τις απαντήσεις




Κάθησαν στο ίδιο ή σε διπλανά τραπέζια:
Τρελή, ψύχος, ηρακλής, ραλλού, χνούδι, σαλβαντορ, ρόδο, ναμπ, λεξ, mat,σκιες, motorcycleboy, μιστ, συγνεφιά, αλαφροίσκιωτος, αδαής,candyblue, τίποτα, πύργος, καπετάνισσα, μορφέας, πράξεις βίας, ξένος, βροχοποιός,kerasomallousa, ανθρακωρύχος, odada, sadcharlote, hdd345f, fragile, στέλλα, northella, aura, pandiony, genna, pixie, spy, koko, xrysfish, μόνα
λυπάμαι για όσους ξεχνώ

ωραία ήταν




Το βοριαδάκι έξω με φίλησε στο πρόσωπο και οι βροχοστάλες νότισαν το καφετί παλτό μου.

οι σκαπανείς βρήκαν στην άλλη φλούδα



προτελευταίο κείμενο από μένα




ξεκίνησα για μια βόλτα και πριν το καταλάβω χάθηκα ανάμεσα σε φυλλωσιές από αλφαδοτέσσερες, ψάχνοντας να βρώ το είδωλο ή τη σκιά μου
έγραψα πολλά, θέλοντας να πω περισσότερα, ας είναι, τίμια συναλλαγή, έδωσα κλειδωνιές για αντικλείδια


γράφοντας άδειαζα, μέχρι που ξεθύμανα, σαν να ‘τρεξε όλη μου η ανάγκη σε μελάνι και να μεταγγίστηκαν στα χαρτιά, αφήνοντας με ξέπνεο, σαν αποπυρετωμένο, λυμένο, δίχως θυμό, οργή και αίσθηση ενοχής, χωρίς λογικές συμψηφισμού, μα μόνο με την προσδοκία μιας ειλικρινούς συνέχειας


οι σκαπανείς μου μέσα μου δούλευαν νυχθημερόν, μέχρι που μια αξίνα χτύπησε φλούδα πλάτης και το φως τους ξένισε, όλα μέσα ήταν κατασκαμμένα γεμάτα καρβουνόσκονη, ήρθε το φώς και έπλυνε το σκοτάδι, ασβέστωσε τους τοίχους μου και έδωσα στους εργάτες άδεια αορίστου μετ’ αποδοχών


οι εμπειρίες κάρπισαν και μάζεψα τη γνώση για αντίβαρο, η βελόνα έπιασε κέντρο, δίχως πιστωτές και χρέη, νέος λογαριασμός


Ανταμώθηκα με περαστικούς και συνοδοιπόρους σ’ αυτή τη διαδρομή, φίλες και φίλους καλούς κι αγαπημένους, με ερωτισμό, δύναμη, φαντασία και οξύνοια στην πένα τους, συναισθηματικές, παραμυθάδικες, ευαίσθητες ειλικρινείς φωνές μα ανατρίχιασα σύγκορμος ακούγοντας τη μελιτλίμη και τον ψυχοπομπό να αλυχτάνε, καθείς τους εις τον βράχο του, λατρεύοντας ότι έγραψαν κι ακόμα περισσότερο, αν ήταν κάπου που θα θελα να ζω, θα ‘ταν στα όνειρα και στους εφιάλτες τους κι αν κάποτε χρειάζονταν σελίδες θα γύριζα ανάποδα τις δικές μου


όσοι τους ξέρουν, ας μιλούν σιγά, μην σταματήσουν το παραμιλητό τους και όσοι τους αγνοούν ας μην πυροβολούν προς το άπειρο και την άβυσσος γιατί οι φίλοι μου κει παίρνουν ανάσεςη διαδρομή με έβγαλε σε ξέφωτο όπου θα ντυθώ ξανά τη συνηθισμένη μου ζωή και η πένα θα αποκοιμηθεί, μέχρι τον επόμενο κατακλυσμό


γυρνώντας και διαβάζοντας απόψες, σχόλια, γνώμες, κάποτε σκόνταψα στη ματιά μιας θλιμμένης κεράς, που νόμισα δικιά μου, θα ‘ταν τα μάτια μου για μετά, τα μέσα και τα έξω, που αναθυμούμενη τα πρίν μιλούσε και για μένα και ήξερε πως η αναμνηση δεν είναι παρά ένα μοντάζ στιγμών με δίχως τίτλους τέλους

αν είχα πετόσχοινα, σε κάθε της ανάρτηση θα στηνα γεφυρολέξες, πως κι εγώ τουτο το σκέφτηκα και τούτο δα το ένιωσα, με τέτοια χρώματα κι εγώ, σαν νήπιο μπρος δασκάλου


ένα ακυβέρνητο σκαρί στα χέρια της στεριώνω, ελπίζοντας να την φέρει ο λογισμός στα χώματα τούτα που ‘μαι ταβερνιάρης, να κερνάω πιοτά τους νοικοκύρηδες που άφησαν τη βολή τους για να αναμετριούνται με τα στοιχειά της φύσης τους



η σταγόνα έπεσε και έγινε .











11.11.08





- Θέλησα να κάνω ανακατάταξη στη ζωή μου και να τη συγυρίσω. Πέταξα ότι δεν σε αφορούσε


- Αν είναι να τα χαλάσουμε, μπορώ να κρατήσω το μισό μου ανέπαφο;


- Με διάλεξες, με άνοιξες, με σάλιωσες, με διάβασες και μ’ αφησες αδιάβαστο. Μην σε πειράξει που δεν θα με ξαναβρείς στο ίδιο κεφάλαιο


- Αν σε σκέφτομαι; Ναι, που και που ξεχνιέμαι και κάτι άλλο περνάει απ΄το μυαλό μου


- Ζευγαράκια χώνονται κάτω από τη μικρή τους ομπρέλλα και η δική μου διπλή χάσκει άδεια με μένα από κάτω. Δεν σας την δανείζω, τυχεροί εσείς κι ας κοιτάτε έτσι, που ακόμα και τα καθημερινά πιο κοντά σας φέρνουν


- Μόλις τελειώνω απ τη δουλειά πίνω στο λιμάνι ένα καφέ κοιτάζοντας τα πλοία , μα πάντοτε επιστρέφω


- Και που δεν χτυπάω σαν καμπάνα, μη νομίσεις πως δεν σε σκέφτομαι χαρούμενα ή λυπητερα


- Δεν τέλειωσε το μελάνι, μα τα λόγια, δεν τέλειωσε η αγάπη, μα η αντοχή






6.11.08

2 μειον 1




δύσκολα μαθηματικά είναι να αφαιρείς από το δύο ένα και να μένει μόνο ένα,


το άλλο ούτε καν κρατούμενο,


ούτε καν ζητούμενο,


ούτε καν δεδομένο,


ένα σχεδόν μηδέν

4.11.08

ήταν ποτέ άραγες η μοναξιά αφηρημένη έννοια;

3.11.08

Πότε θα σταματήσεις να μην με ψάχνεις;




· Μια αντανάκλαση σου στο παράθυρο ακόμα δεν λέει να μαζέψει τα πράγματά της και να φύγει

· Πως γίνεται και οι φωτογραφίες συνεχίζουν να μας δείχνουν ανελέητα μαζί;

· Δεν βρίσκαν άλλο γράμμα για άγνωστο στις εξισώσεις από το δικό σου; Οι άπειρες λύσεις του χ κάθε φορά εμπαίζουν την ούτε μια δική σου

· Αν μετρούσαν τον χρόνο αλλιώς, θα ζητούσα δυό πόντους παπουτσιών μαζί σου. Μια ολόκληρη ζωή και βάλε

· Τα χνάρια σου από το πτώμα μου θέλω να δείχνουν φεύγα

· Σαν τον παλαιοπώλη στους δρόμους γυρνώ και σε ψάχνω, μα δίχως να φωνάζω. Πόσο πιο πιά;

· Θες να παίξουμε οι δύο μας κρυφτό και αντί να τα φιλάω να σε φιλάω;

· Δεν μ’ έκαψε ο ήλιος, μα που δεν ήρθες

· Τόσο καιρό στα παρασκήνια. Πότε άραγε θα παίξω ζωή;

· Ούτε το τηλέφωνο του μπάνιου πλέον λειτουργεί

· Πότε θα σταματήσεις να μην με ψάχνεις;

· Τις πιο ωραίες μου γραφές, τα βράδια, τους φανταστικούς μου φίλους κερνώ και λέμε όλοι εβίβα

· Γράφε, γράφε έλεγε το χαρτί. Όσο εσύ θα πονάς, εγώ θα πίνω

· Συλλυπητήρια μου διναν οι φίλοι στο δρόμο. Τι έγινε; ρωτούσα. Δεν τα μαθες; Χάθηκες

· Ξέρω πολλές αλήθειες που έμειναν ημιτελείς σε τσαλακωμένα χαρτιά και κάδους αχρήστων, που άνευρα καθαρογραμμένα γλαφυρά ψέματα που τα αντικατέστησαν, σαν εκείνο το, εσύ τι κάνεις; το δικό σου και το καλά το δικό μου

· Είχε μια πένα που έγραφε για τότε, που την πότιζε μόνο κόκκινη μελάνη, σαν να γινότανε δέρμα το χαρτί και αυτή να χάραζε κατάσαρκα

· Πόσο δράμα για λίγη ευτυχία;

· Πόσο ακόμα να βαστάω τα χαλάσματά σου;

· Μη φοβάσαι, κάτω από το χώμα θα μπορείς να ονειρεύεσαι συνεχώς και να ζείς μές στα δικά μου. Δεν θα το ξεχνάω, δεν σε ξεχνάω

· Ποτέ μια ερώτηση δεν ήταν μια κι καμία δεν κράτησε ένα λεπτό, ούτε καν εκείνες που ήξερες από πρίν τις απαντήσεις

· Ν΄ άνθιζες εσύ κι ας ήταν με άλλο ποτιστήρι

· Στην μπανιέρα κάποιες τρίχες των μαλλιών σου αιτούνται να επιστρέψεις

· Σταματώ κατά μεσής του πεδίου βολής να θυμηθώ ποιος είμαι και προς τα πού να πολεμήσω

· Με μάτια ασπρόμαυρα βλέπω τον κόσμο πλέον, όχι ρετρώ, ούτε ωραιοποιημένο, μόνο τονικά διαβαθμισμένο, ψάχνοντας θέμα να εστιάσω

· Σαν να μην το κατάλαβα πως έγινε, μα κρεατώθηκε η απουσία σου και γίνηκε φίλη

· Πόσες μιλιές χωρούνε άραγες μέσα σ’ ένα μελάνι;

· Αν κάτι ορίζω ολότελα, είναι μια σκοτεινή κηλίδα μες στα μάτια σου, στο σχήμα της μορφής μου

· Κρύψε μαχαίρια μες στα λόγια και απεύθυνε μου το λόγο

· Να μου ζητάς βροχή, για να κρατώ το λάστιχο, να μου ζητάς τον ουρανό να δίνω σου τον καθρέφτη, ζήτα μου τον ηλιάτορα, να φλέγομαι για σένα

· Οι οδηγίες χρήσης το γράφουν ρητώς: να μην μεταμοσχευθεί αυτή η καρδιά σε ευσυγκίνητο

· Ξέρεις πόσα σουγιάσματα φτιάχνουνε ένα σώμα; Με πόσες σκαρπελιές σμιλεύονται τα άκρα; Με πόσες της ράσπας διαδρομές λειαίνεται το δέρμα; Με πόσες μικρές χαραγματιές δίνεις πνοή και ζήση; δεν ξέρω, δεν τις μέτρησα ένα μονάχα είδα, πώς κάθε μου προσπάθεια, πόσο πολύ σου μοιάζει


· Τόσα γράμματα και να μην σε φτάνουν για να πεις όσα θέλεις




· Μια ευχή; Να γίνω η υφασμάτινη κλωστή στης ζωής σου το βιβλίο. Πιάνει;