18.11.08

οι σκαπανείς βρήκαν στην άλλη φλούδα



προτελευταίο κείμενο από μένα




ξεκίνησα για μια βόλτα και πριν το καταλάβω χάθηκα ανάμεσα σε φυλλωσιές από αλφαδοτέσσερες, ψάχνοντας να βρώ το είδωλο ή τη σκιά μου
έγραψα πολλά, θέλοντας να πω περισσότερα, ας είναι, τίμια συναλλαγή, έδωσα κλειδωνιές για αντικλείδια


γράφοντας άδειαζα, μέχρι που ξεθύμανα, σαν να ‘τρεξε όλη μου η ανάγκη σε μελάνι και να μεταγγίστηκαν στα χαρτιά, αφήνοντας με ξέπνεο, σαν αποπυρετωμένο, λυμένο, δίχως θυμό, οργή και αίσθηση ενοχής, χωρίς λογικές συμψηφισμού, μα μόνο με την προσδοκία μιας ειλικρινούς συνέχειας


οι σκαπανείς μου μέσα μου δούλευαν νυχθημερόν, μέχρι που μια αξίνα χτύπησε φλούδα πλάτης και το φως τους ξένισε, όλα μέσα ήταν κατασκαμμένα γεμάτα καρβουνόσκονη, ήρθε το φώς και έπλυνε το σκοτάδι, ασβέστωσε τους τοίχους μου και έδωσα στους εργάτες άδεια αορίστου μετ’ αποδοχών


οι εμπειρίες κάρπισαν και μάζεψα τη γνώση για αντίβαρο, η βελόνα έπιασε κέντρο, δίχως πιστωτές και χρέη, νέος λογαριασμός


Ανταμώθηκα με περαστικούς και συνοδοιπόρους σ’ αυτή τη διαδρομή, φίλες και φίλους καλούς κι αγαπημένους, με ερωτισμό, δύναμη, φαντασία και οξύνοια στην πένα τους, συναισθηματικές, παραμυθάδικες, ευαίσθητες ειλικρινείς φωνές μα ανατρίχιασα σύγκορμος ακούγοντας τη μελιτλίμη και τον ψυχοπομπό να αλυχτάνε, καθείς τους εις τον βράχο του, λατρεύοντας ότι έγραψαν κι ακόμα περισσότερο, αν ήταν κάπου που θα θελα να ζω, θα ‘ταν στα όνειρα και στους εφιάλτες τους κι αν κάποτε χρειάζονταν σελίδες θα γύριζα ανάποδα τις δικές μου


όσοι τους ξέρουν, ας μιλούν σιγά, μην σταματήσουν το παραμιλητό τους και όσοι τους αγνοούν ας μην πυροβολούν προς το άπειρο και την άβυσσος γιατί οι φίλοι μου κει παίρνουν ανάσεςη διαδρομή με έβγαλε σε ξέφωτο όπου θα ντυθώ ξανά τη συνηθισμένη μου ζωή και η πένα θα αποκοιμηθεί, μέχρι τον επόμενο κατακλυσμό


γυρνώντας και διαβάζοντας απόψες, σχόλια, γνώμες, κάποτε σκόνταψα στη ματιά μιας θλιμμένης κεράς, που νόμισα δικιά μου, θα ‘ταν τα μάτια μου για μετά, τα μέσα και τα έξω, που αναθυμούμενη τα πρίν μιλούσε και για μένα και ήξερε πως η αναμνηση δεν είναι παρά ένα μοντάζ στιγμών με δίχως τίτλους τέλους

αν είχα πετόσχοινα, σε κάθε της ανάρτηση θα στηνα γεφυρολέξες, πως κι εγώ τουτο το σκέφτηκα και τούτο δα το ένιωσα, με τέτοια χρώματα κι εγώ, σαν νήπιο μπρος δασκάλου


ένα ακυβέρνητο σκαρί στα χέρια της στεριώνω, ελπίζοντας να την φέρει ο λογισμός στα χώματα τούτα που ‘μαι ταβερνιάρης, να κερνάω πιοτά τους νοικοκύρηδες που άφησαν τη βολή τους για να αναμετριούνται με τα στοιχειά της φύσης τους



η σταγόνα έπεσε και έγινε .











2 σχόλια:

  1. κι αν λέν πως κάθε αρχή και δύσκολη πιστεύω το αντίθετο με σθένος και δέος θεικο που θέλει τον κόσμο σε τροχιά κυκλικα να γυρνά ατέλιωτα κι άπειρα, ατέρμονα, ακόυ απόηχο, βροντη αστραπής δυνατής και ανάσας ηχό,
    .. δεν είναι ο χρόνος άτρωτος..
    σε θέλω στις ζωές μου σαν τον χειμώνα να σε περιμένω και να ρχεσαι όποτε θές στο μυαλό , στο σώμα, στην αγκαλιά και στο μακρινό βλέμμα..όλες τις εποχές
    ρεμπέτικα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. λές πως γιατρεύτηκες απο τη σκέψη!!!!!!!!
    χοχο
    ;oPPPPPPPPPP

    ΑπάντησηΔιαγραφή