30.7.08

πουλί μου λύπη

Ένα ράμφος στριμωγμένο στα κάγκελα,
μια αξιοπρέπεια κατάκοιτη,
μια ανάσα που καταλήγει σε ρόγχο
και μια αγωνία που σταματά στα μάτια.

Ένα σώμα παραλυμένο,
ανίκανα τα φτερά να κρύψουν το πρόσωπο,
ανήμπορο το ράμφος βοήθεια ή νερό να ζητήσει,
3 ενέσεις μήπως το σώσουν από το μαύρο σκοτάδι.

Τα μάτια μισόκλειστα,
τα φτερά ανοιγμένα,
το σώμα να έχει στο πλάι μπατάρει
και το θηλυκό να κρώζει λυπημένο.

Ούτε χρόνου, μικρό πουλί,
ο πρώτος φίλος το πρωί μετά την αγαπημένη,
νερό, φαγητό, μια λέξη, μια κουβέντα, ένα πείραγμα,
η πρώτη σκέψη στον αέρα και στου καιρού τα γυρίσματα

Πίναμε το ίδιο νερό και τρώγαμε το ίδιο φρούτο,
κλεισμένος εσύ σε κλουβί και εγώ σε μια ζωή,
που κανένας δεν είχε επιλέξει,
μα τα καταφέρναμε καλά, ως τώρα.

Δεν ήσουνα η πρώτη επιλογή,
δεν κελαηδεί αυτό, είναι μικρό δεν ξέρει
ήταν τα λόγια του πωλητή,
μα ήταν δικό μου θέλημα από το μικρό κλουβί να σε γλυτώσω.

Μου θυμίζεις χαμό
και δεν μπορώ άλλο να χάνω
Είναι αργά για να σωθεί
είπε η γιατρός, μα που να καταλάβει πως μιλούσαμε για εμάς.

25.7.08

τραβιεμαι

Σαν άλλα να κατάλαβα
Σαν κάποιο λάθος να κανα
Τραβιέμαι πίσω

Σαν να χασα την κεφαλιά
Και σαν μαρκάρισμα με αποκοτιά
Τραβιέμαι πίσω

Απομακρύνθηκα απ΄τη στεριά
Με γλύκαναν τούτα τα κουπιά
Τραβιέμαι πίσω

Ο βράχος πάνω κρύβει πολλά
Μα η αντοχή είναι πιο λίγη απ τα σχοινιά
Τραβιέμαι πίσω

Μάρκες με χρώματα πολλά
Οι παίχτες αλλάζουν, στα μάτια γυαλιά
Τραβιέμαι πίσω

Είπες να φύγω σε μια βραδιά
Τα μάζεψα όλα μα δεν θέλει η καρδιά
Τραβιέμαι πίσω

Όλο τραβιέμαι,
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου τραβιέμαι
Σχοινιά τριγύρω μου και εγώ κρατιέμαι
Σε ενός όπλου τη θαλάμη αποκοιμιέμαι
Κι όλο κρατιέμαι,

Μέχρι που ένα στόμα θα πεί δεν αγαπιέμαι
Το δάχτυλο, το σκάνδαλο, ο κόκκορας και εγώ μια σφαίρα

Σε σκέψεις δηλητηριασμένες θα πλανιέμαι

22.7.08

όμορφοι άνθρωποι με τηγάνι


Όμορφοι άνθρωποι περπατούν με ένα τηγάνι στον ώμο,
Ίδιοι στόχοι και παγίδα, μια ιστορία που επαναλαμβάνεται σε κάθε τετράγωνο
Τα θύματα πολλά, όσα και η ανάγκη τους να πιαστούν
Η ξώβεργα έχει μέλι και το φιλί κολλάει και όσο φιλάει σου ρουφάει την ανάσα και σε αφήνει ξέπνεο στο κρεβάτι
Εκεί η επιχείρηση ξεκινά, αποστειρωμένα χαμόγελα, χειρουργικές ματιές, εκσυναισθηματισμένοι ισολογισμοί, το πνευμόνι σου στο τηγάνι τσιτσιρίζει, εκείνη τρώει όσο είναι ακόμα ζεστό μια μπουκιά και εσύ αφήνεσαι ανοιχτός να ανασαίνεις αναστεναγμούς από το τεμαχισμένο σωθικό σου.

Φωτογραφία εκείνης της στιγμής, που η κραυγή τα κάστρα δεν καταλύει, μα που τα χέρια παίρνουν φωτιά κοιτώντας να ξεθεμελιώσουν το τοτέμ του πεινασμένου θεού με τα μακρυά μαλλιά και τα στρόγγυλα μάτια.

Να φοβάσαι την οργή των προδωμένων, γιατί βουτούν στο κενό σαν ανθρώπινες οβίδες, μην έχοντες κάτι άλλο να χάσουν.

Το πολύτιμο δεν χρειάζεται γκαλερί για να αναγνωριστεί η αξία του, φτάνει του ενός το ρίγος στη ραχοκοκκαλιά και η πιστοποίηση φτάνει.
η τσίχλαthe repost - πρώτο και τελευταίο βήμα


του ukumutu

20.7.08


Στην άλλη μεριά βρίσκεται ο εαυτός σου και εσύ ψάχνεις να τον βρείς
Μέσα από εμπόδια περνάς και όσους στην πορεία συναντάς, καύσιμη ύλη
Για θα σου θυμίζουν πάντα ότι προσπάθησες πιότερο να ξεχάσεις
Ο δρόμος μονόδρομος, δεν έχει όπισθεν, όπως η ζωή, στάση ή εμπρός ταχύτητα, η θύμηση πάει πίσω

19.7.08




τα πιο μεγάλα κρύα πιάνουν


σαν οι ήλιοι σου απομακρύνονται

14.7.08

Τα μήλα των εσπερίδων κάνουν ωραίες πίτες, φτάνει να απλώσεις το χέρι



Το κοντέρ αρχίζει να μετρά και εσύ δεν μπορείς να ανοίξεις τα μάτια σου ακόμα.
Σηκώνεις το κεφάλι, στηρίζεις το σώμα με τα χέρια, τα μάτια του γατιού ανοίγουν και το χνώτο σου μυρίζει τυρί μια ο σβέρκος σου μπεμπεκίλα.
Απαιτείς με το κλάμα, αντιδράς και αρνείσαι με το ίδιο, ο καθένας με όσους τρόπους ξέρει.
Σηκώνεσαι στα πόδια σου και παίζεις στη γειτονιά, τα γόνατα κουρέλια, τα σημάδια τους θα τα κουβαλάς μια ζωή, αλλά ακόμη δεν σε νοιάζει, δεν το ξέρεις ούτε το υποψιάζεσαι ακόμη πως άλλα σημάδια που δεν φαίνονται κρύβουν μεγαλύτερο βάρος.

Πάς σχολείο και βρίσκεσαι αντάμα με ανασφαλείς εγωισμούς, αγαπάς χωρίς να ερωτεύεσαι, δεν ξέρεις την ασθένεια των μεγάλων που θα σε ακολουθεί όπου πάς και θα ζυγίζει αντίθετα την κάθε απόφαση που κάποτε θα παίρνεις.

Η εποχή που ακόμα όλοι είστε μαζί θα αργήσει να περάσει, τα φύλλα διακρίνονται από τα χρώματα και τα μαλλιά, σε νευριάζουν τα κορίτσια, σε γοητεύει η μπάλα, οι φωνές τους είναι ακόμη παιδικές, μα το σώμα σου μπαίνει στον κύκλο του αίματος, προτού σε ειδοποιήσει κάποιος για τις χαρές και τα βάσανά του.

Τα κορίτσια κρατάνε μυστικά, εσύ δεν έχεις, μα καμώνεσαι, το μάθημα αυτό καλά να το μάθεις, γιατί θα έχεις κάτι πάντα και θα πρέπει να ψάχνεις με φανάρι να το βρείς, το στήθος σου διογκώνεται και εσύ με φούτερ προσπαθείς να καθυστερήσεις την αλλαγή, με ποιήματα και στίχους να δακρύζεις ανεξήγητα και το σώμα σου να ενεργοποιεί εντολές κυτταρικές μέσα σε πανδαισία ορμονών.

Το χνούδι εγκατέλειψε τα μάγουλά τους και το μάτι τους αρχίζει να πήζει, οι φλέβες από τα μπράτσα δεν είναι μελανές γραμμές, μα τένοντες που πάνω στο κορμί τους ακροβατείς και νιώθεις πιο ελεύθερη μέσα τους φυλακισμένη.

Είναι βράδυ, πάντα βράδυ, άτσαλο; ρομαντικό; αφελώς ή εν πλήρη συνειδήση; σε πάρτυ κολλητού, στην ύπαιθρο, σε παραλία ή στο πίσω κάθισμα αυτοκινήτου, σε κρύο δωμάτιο ξενοδοχείου ή σε δωμάτιο εξοχικού ή απόντων των γονιών, ο πόνος είναι πάντα ο ίδιος, μερικές φορές στα άγαρμπα πιο αιματηρός, δύο αμηχανίες, δύο πληγωμένες μοναξιές που αγκαλιάζονται με μια σκέψη, με αίμα περνάς το κατώφλι κάθε φάσης της ζωής και αυτή τη φορά που η επιλογή ήταν δική μας, ήμουν καλός; σου άρεσε; γιατί τα πρότυπα μας πούλησαν μεζούρες που μεις μόνο μεγάλοι καταλάβαμε πως ήταν πιότερο καταραμένες από αχρείαστες, μιας και το μπόι του ανθρώπου είναι ανεξάρτητο αν στέκεται ή κάθεται, εκτός σαν γονατίζει.

Η φύση καβάλα στη σπείρα της διατάζει και εκτελεί, δεν έχει πισωγυρίσματα και ο χρόνος ήταν πάντα ο μέσα της εραστής και χάρη δεν της χάλασε, δεν δέχτηκε το λάθος, το συγνώμη και το τράβηγμα, το κλάμα και τους όρκους, η εξέλιξη απαιτεί να προχωρά πάνω στα πιο δυνατά συστατικά τους και της νεότητας το σφρίγος είναι το κοχλάζον νερό της δημιουργίας, ο σπόρος που ακόμα και με την υποψία της βροχής βλαστάνει, ακόμα και σε βράχους, τέτοιο πάθος για ζωή, τέτοια δύναμη, μέχρι να ριζώσει ή κάποιο χέρι να το κόψει, μαζί και κάποια κλωστίδια από τα σωθικά, που αφήνουν ανισορροπίες και ανεπάρκειες στα σώψυχα.

Τα χωράφια να μένουν άσπαρτα, προστακτική αμειψισποράς, η γή να γυρίζει πιο γρήγορα και εσύ να ξεκουράζεσαι στους πόλους, σαν κέρμα πεσμένο σε απόρθητη του δωματίου σου γωνιά.

Η ωραία κοιμωμένη που ήσουν κάποτε, έγινε ωραία λυπημένη, δυστυχισμένη και από ένα σημείο και μετά, απλά και από τον εαυτό σου ξεχασμένη, κάτω από στρώματα σάρκας και αδιάφορων περαστικών, που κεντούσαν στο κορμί σου σαν κουνούπια και έφευγαν με στραβωμένες ξιφολόγχες, γιατί σε ένα κορμί δίχως άμυνες η επίθεση περνά πάντα κι άλλη.

Σπουδές, δουλειά, στην άκρη λεφτά, μόνη με διαλλείματα, εικόνα χωρίς προσκυνητή, με ένα αχ να βαθαίνει πιο επικίνδυνα από παμφάγο τυφώνα, αρχίζεις τον αέρα σου να μουρμουράς και να γυρνάς, να περιστρέφεσαι και γυρνάς και να χαίρεσαι, να απλώνεις τα χέρια σου και να απλώνεσαι και από την στροφορμή σου να μαζεύεσαι, το σώμα σου να ξαναπλάθεται, μόνη να χορεύεις ,να γυρίζεις δερβίσικα και να τραγουδάς, να καρτεράω η φωνή σου να ακουστεί και σαν σειρήνα και σαν βροντή, να σπάσεις, να ιδρώσεις, να πιστέψεις και να βρεθείς.
Αυτό σου θέλω.
Αυτό σου αξίζει.
Αυτό μου αρκεί.
Είναι μόνο η αρχή, μα δεν φοβάμαι τη συνέχεια.
Μόνη γυναίκα αρχινάει το ταξίδι της και η σκακιέρα στήνεται ξανά απ΄την αρχή.
ps.η φωτό είναι από τους αγγέλους της μαρώς γαλάνη

10.7.08


Ήταν 3 τους, στα 16, όλο φωνές και χάχανα, πειράγματα στους περαστικούς και αστεία μεταξύ τους.
Λεωφορείο γεμάτο κόσμο, μεσημέρι Ηλιουπόλεως, κίνηση απίστευτη και το κλιματιστικό να προσπαθεί να καταφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα ανέφικτα.
Ωτακουστής ακούσια, μασούσαν τσίχλες εκκωφαντικά και σχολίαζαν από τα πίσω καθίσματα για καινούρια χτενίσματα, γυμναστικής δικαιολογίες, συναυλιονέα, μα κατά βάση γκομενικά.
Ποια γούσταρε ποιόν, πόσο φουσκωμένα μούσκουλα και μπόξερ είχε σε σχέση με πέρσι, ποιος κοιμήθηκε με ποια και τι ακούστηκε αργότερα.
Από το στόμα τους παρέλασαν δεκάδες άτομα με όλες τις απαραίτητες μορφολογικοανατομικές περιγραφές, με σχόλια και παρατσούκλια, προφανώς δεν άφησαν κανένα απεριποίητο, 3 κοπέλες όλο νάζι, σκέρτσο, θράσος και αυθάδεια.
Σε κάποια στιγμή ρωτάει η μια φίλη την πιο ξεπεταγμένη μεταξύ τους για τον Αλέξη, μου μεινε το όνομα, γιατί όλα μεταμορφώθηκαν.
Κομμένη με τον Αλέξη, ας τον αυτόν.
Μα..
Δεν έχει μα, δεν τον πιάνουμε αυτόν στο στόμα μας, αυτός ήταν αίσθημα.
Και γιατί τον άφησες;
Στερνή μου γνώση.
Μιλάς σαν τη μάνα μου. Τι το ξεχωριστό είχε σε σχέση με τους άλλους; Συνέχισε η άλλη λίγο μουδιασμένη, περιμένοντας μια ρωγμή μικρότητας, για να τα ισοπεδώσει όλα

Αρχίδια, γιατί μόνο αυτός όταν του πα, τέρμα και τελείωσε ήταν ο μόνος που δεν ήταν σκύλος, με γλειψίματα, μυξοκλάματα και παρακάλια να προσπαθήσει κοντά του να με κρατήσει. Ούτε το λόγο δεν ρώτησε, αποχώρησε και δεν μου ξανατηλεφώνησε.
Τον είδα με κάποια.
Ελπίζω να ναι καλά και όποια τον έχει να τον προσέχει.
Μετάνιωσες;
Είναι αργά για δάκρυα Στέλλα. Ας το καλύτερα.

Αν είχα κατέβει πριν από την τελευταία στιχομυθία θα χα χάσει μια μικρή ελπίδα στον κόσμο και στα νιάτα.
Βουβά σχεδόν το λεωφορείο διέσχισε κάποια τετράγωνα τελματωμένα και τις αποβίβασε μια μια, χώρια, χωρίς λόγια, με ένα νεύμα και μια τσίχλα.

Ήταν 3 κοπέλες σε ένα λεωφορείο, κοντά στα 16, μα φεύγοντας άφησαν κάτι πιο βαρύ.


...
για σένα

ο καλύτερος φίλος μου είναι ο τοίχος, όσο και αν τον βαράς πάντοτε θυμάται να απαντήσει


Κάνεις το γύρο του κόσμου σου όσο το λουρί σου αμολάς, μα δεν αφήνεις
Ραπίσματα του ανέμου σε γονάτισαν και έσπασες τα μούτρα σου σε πετρωμένες πόρτες
Ο φόβος του πόνου σε έκανε να ριζωθείς και η υγρασία του κορμιού και των βλεφάρων έκανε την σκόνη γύρω σου πηλό και ο πηλός γίνηκε κάστρο
Μέσα από την πυθαρένια πανοπλία κανείς δεν σε πονά, κανείς δεν πλησιάζει, κανέναν δεν αισθάνεσαι κοντά, ούτε αυτούς που πασχίζουν άνοιγμα να βρούν να μπούν και άμυνες να καταλύσουν, μόνο θλιμμένος βλέπεις μακριά, γυάλινα μάτια σε απέναντι κάστρα, ακίνητα σαν και σένα.
Η καρδιά ακόμα χτυπά ακούς τον αντίλαλό της, εκτός και αν είναι οι αλυσίδες των ποδιών ή του γλυτωμού καλέμια που τρώνε τα θεμέλια και το κάστρο σου κατεβαίνει.
Μα και αν κάποτε κάποιος σε λεφτερώσει από τα δεσμά πως θα μπορέσεις το βάρος της λεφτεριάς σου να σηκώσεις τότε που θα χουν οι ώμοι σου ξεμάθει, σαν τις μακρύλαιμες σοκολατί γυναίκες που μοιάζουν καμηλοπαρδάλεις, μα σαν τους κρίκους βγάλουνε, σωριάζονται οι λαιμοί τους κάτω σαν δρεπανιασμένα στάχυα
Αυτός που φοβάται να φανεί και στο σκοτάδι κρύβεται, τον ήλιο ξεμαθαίνει, στου φεγγαριού την αχνοφωτεινιά κουρνιάζει και πλάσμα της νυχτιάς λογίζεται που πέρασε στην άλλη όχθη

9.7.08


Όλα έχουν μια απόλυτη τιμή. Το πρόσημο να φοβάσαι