30.7.08

πουλί μου λύπη

Ένα ράμφος στριμωγμένο στα κάγκελα,
μια αξιοπρέπεια κατάκοιτη,
μια ανάσα που καταλήγει σε ρόγχο
και μια αγωνία που σταματά στα μάτια.

Ένα σώμα παραλυμένο,
ανίκανα τα φτερά να κρύψουν το πρόσωπο,
ανήμπορο το ράμφος βοήθεια ή νερό να ζητήσει,
3 ενέσεις μήπως το σώσουν από το μαύρο σκοτάδι.

Τα μάτια μισόκλειστα,
τα φτερά ανοιγμένα,
το σώμα να έχει στο πλάι μπατάρει
και το θηλυκό να κρώζει λυπημένο.

Ούτε χρόνου, μικρό πουλί,
ο πρώτος φίλος το πρωί μετά την αγαπημένη,
νερό, φαγητό, μια λέξη, μια κουβέντα, ένα πείραγμα,
η πρώτη σκέψη στον αέρα και στου καιρού τα γυρίσματα

Πίναμε το ίδιο νερό και τρώγαμε το ίδιο φρούτο,
κλεισμένος εσύ σε κλουβί και εγώ σε μια ζωή,
που κανένας δεν είχε επιλέξει,
μα τα καταφέρναμε καλά, ως τώρα.

Δεν ήσουνα η πρώτη επιλογή,
δεν κελαηδεί αυτό, είναι μικρό δεν ξέρει
ήταν τα λόγια του πωλητή,
μα ήταν δικό μου θέλημα από το μικρό κλουβί να σε γλυτώσω.

Μου θυμίζεις χαμό
και δεν μπορώ άλλο να χάνω
Είναι αργά για να σωθεί
είπε η γιατρός, μα που να καταλάβει πως μιλούσαμε για εμάς.