31.8.07

στο ξέφωτο




Στο φυτολόγιο από δώ και πέρα ας βάζουμε φωτογραφίες.
Κάθε κλωνί κομμένο θα ναι σαν να ξύνεις το κακάδι της πληγής.
Όποιος συμφωνεί ας νέψει.
Ομοφωνία λοιπόν.
Ακούτε;

28.8.07

το σημάδι του φύλλου

- καλημέρα. Να σας ενοχλήσω;
- Παρακαλώ, πείτε μου.
- Είμαστε από τον σύλλογο διδασκόντων του σχολείου στο παραδίπλα τετράγωνο.
- Ωραία, από μένα τι θα θέλατε; Παιδιά δεν έχω και η παιδική μου ηλικία έχει περάσει προ πολλού.
- Να, πώς να το πώ, δεν ξέρω, μην σας προσβάλω, το ξέρουμε πως ζείτε μόνος, εε σχεδόν, θα θελα να πώ, ότι τα παιδιά, μα και οι λοιποί καθηγητές θα ήθελαν, εε
- Παρακαλώ πείτε μου ελεύθερα τι θέλετε, μα γρηγορεύετε, κάνει κρύο και είναι ώρα για το τσάι μου.
- Να σας πώ στο αυτί; Μην με παρεξηγήσετε, θα καταλάβετε
- Δεν μπορώ να σας καταλάβω τους εκπαιδευτικούς, ούτε τώρα ούτε τότε. Πείτε μου ή καλύτερα ψιθυρίστε μου.
- Εε, πώς να το πώ, να, ΞΕΡΟΥΜΕ!
- Τι πράγμα;
- ΞΕΡΟΥΜΕ σας λέω. Κάποιος το είδε με τα μάτια του. Αυτό ζητάμε. Μπορούμε να το δούμε;
- Δεν ξέρω τι λέτε. Δεν ξέρετε τι λέτε. Παρακαλώ απομακρυνθείτε.
- Μην κλείνετε την πόρτα. Πείτε μου, είναι αλήθεια, έτσι;
- Ξεκουμπιστείτε από την ιδιοκτησία μου. Θα φωνάξω..
- Την αστυνομία; Θα το κάνετε; Είστε σίγουρος;
- Για τον θεό, με απειλείτε;
- Όχι, σας προλαβαίνω, αυτοί είναι μπαμπουίνοι, με το που θα αναφερθεί η ύπαρξή του, θα το αναζητήσουν και θα το κατασχέσουν και ξέρετε τι θα απογίνει.. ένα τσούρμο επιστημόνοι θα το κατατμήσουν για να το πολλαπλασιάσουν, θα το πληγώσουν για να φτιάξουν τέρατα που να αντέχουν τη μόλυνση.
- ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΕΙ ΜΕΣΑ, ΓΙΑΤΙ DFGDSGD., Και ό,τι λέω το εννοώ!
- Θα ρισκάρεις την μπλόφα παππού; Εμείς θα μπούμε μέσα, θα κάνουμε τα πάντα για να μπούμε μέσα, αργά ή γρήγορα θα το δούμε. Θες με το καλό, θες με το άγριο, θέμα δικό σου, μια φορά στο ζητήσαμε ευγενικά.
- Ποιοί είστε εσείς; Με τρομάζετε,
- Μην ταράζεσαι παπού, μόνο πάρε το κωλόχερό σου από το τηλέφωνο, γιατί θα μας ακούσουν και πού να ψάχνεις για δάχτυλα μέσα στο βράδυ.
- Δεν σας ανοίγω.
- ΤΟ ΛΟΣΤΟ. ΣΠΡΩΞΤΕ, ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΗΛΙΘΙΟΙ, ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΔΕΙ ΑΣ ΣΠΡΩΞΕΙ ΤΩΡΑ.
- Τι σας έκανα; Που το μάθατε; Ποιος μίλησε;
- Στη μπάντα παππού, πες μας που είναι. Κλείστε την τώρα, μην καρφωνόμαστε.
- Δεν ξέρω τι λέτε. Αφήστε με ήσυχο.
- Τι ήθελες το λάστιχο παλιόγερε; Να αυτοκτονήσεις με το αυτοκίνητο ή να αυτομαστιγωθείς; Πές μας που είναι. Που το βρήκες;
- Για τελευταία φορά σας εκλιπαρώ, δεν ξέρω τι μου λέτε.
- Το σκαλιστήρι σε πρόδωσε, είναι πολλοί που θα διναν το ένα του νεφρό για να δούν και να μυρίσουν ένα φυτό ξανά, πόσο μάλλον για να το αγγίξουν. Ο πλανόδιος σε έδωσε αν αυτό είναι που σε απασχολεί. Που είναι;
- Ποιοι είστε;
- Οι απελπισμένοι της Μεγάλης Φωτιάς, του Μαύρου Θανάτου.
- Και εγώ απελπισμένος είμαι, καμένος, έχασα φίλους, γνωστούς, κόσμο δικό μου, γή, περιουσία, όλα χάθηκαν, όλοι έχασαν.
- Ποιανού το χέρι ήταν που έσπειρε τον όλεθρο; Ποιος μας στέρησε τη χαρά; Ποιος στέγνωσε τον πλακούντα και μας αφαλόκοψε από τη μάνα Γή;
- Δεν ήμουν εγώ! Δεν ήμουν μόνο εγώ! Μην τιμωρείς το χέρι, ψάξε το νού και κόψε του το λαιμό. Έχω να σου πώ πολλά..
- Δεν με αφορούν, ούτε εσύ μας αφοράς, την ελπίδα ψάχνουμε, μην απομένει όμηρος στα χέρια του βιαστή της.
- Να σας εξηγήσω, μα έχουν περάσει χρόνια και μετάνιωσα. Μετανιώνω και θλίβομαι μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, λεπτό δεν περνάει να μην προσπαθώ στο νού να τα πάρω όλα πίσω.
- Το λίγο το δικό σου και το λίγο κακό του άλλου, κρίκοι ενός αλύσσου, που όλοι μαζί τραβήξατε τον κόσμο στο σκοτάδι. Θα πληρώσεις, μόνο πες μας που το χεις βαλμένο.
- Δεν ήταν ομηρία, άνθρωπος είμαι και εγώ του κόσμου τούτου, έσφαλα, έκαμα λάθος, ήταν να επανορθώσω.
- Αυτή θα είναι η τελευταία σου κουβέντα; Που είναι η ελπίδα;
- Τη φροντίζω χρόνια τώρα, βρείτε μου ελαφρυντικά, σας παρακαλώ, σας ικετεύω.
- Μην ντροπιάζεις τη γή που προσκυνάς, τη γή που θα σε φάει. Άλιωτος να πάς, ούτε τα σκουλήκια δεν θα σε καταδέχονταν, αν μόνο ήξεραν. Που είναι;
- Στου φωταγωγού το σωλήνα φύτρωσε, κουκούτσι που ληθάργεψε παραπάνω απ’ ότι τα άλλα άντεξαν. Ξύπνησε μόνο, το τελευταίο. Όλα κάηκαν, όλα χάθηκαν, από τον ήλιο; Την ακτινοβολία; Από λύπη; Από κακία; Δεν ξέρω πώς και γιατί δεν άντεξαν όσα δεν κάηκαν, μόνο που όταν το τελευταίο είδα, το μετάνιωσα. Το σπίτι και τα λεφτά, η θέση και τα ποσοστά δεν άξιζαν. Κάηκαν πολλοί δικοί μου ξέρετε. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω από την αρχή και όλα θα τα άλλαζα.
- Πες μας το όνομα του επόμενου μονάχα. Την ελπίδα θα την βρούμε εμείς, δεν έχεις σκοπό να την δώσεις.
- Θα με σκοτώσετε. Εμπρός, ελάτε. Κάθε μέρα πεθαίνω.
- Ήταν μέσα και ο υπουργός;
- Πρέπει να ήταν. Δεν είμαι σίγουρος. Τα παπούτσια δεν ξέρουν ποια πόδια τα φοράνε.

Μπφφφφ…

Ψάξτε το χώρο καλά και αφήστε το σημάδι του φύλλου στον τοίχο.

26.8.07

συγνώμη, μου δανείζετε λίγο τη φωτιά σας;

πρόσπάθησε, σίγουρα προσπάθησε.
όσο μπορούσε και άλλο τόσο περισσότερο.
μαθηματικός, αστρονόμος, φιλόσοφος, πανεπιστήμονας ένα πράγμα σαν όλους τους διάσημους σύγχρονούς του.
μέτριος, πουθενά ξεχωριστός.
για να διαπρέψεις θέλει μυαλό και επιμονή, διάβασμα και υπομονή, έμπνευση και λίγη τύχη να βρεθείς σε ανάλογο περιβάλλον, με ανάλογη παιδεία και τότε πάλι δύσκολο.
προσπάθησε χρόνους πολλούς και η υστεροφημία του ήταν καταδικασμένη να φύγει μαζί του.

υπήρχε ένας άλσος εκεί κοντά στην έφεσσο, εφέσσιος και αυτός με το διάσημο από τότε ναό της αρτέμιδας, που ονοματίστηκε σαν ένα από τα 7 θαύματα της αρχαιότητας, των κείνου χρόνων.

και αν;

let's see.
τα ζύγισε από γώ, τα ζύγισε απο κεί, του φάνηκε καλήν ιδέα και όλα σε μια στιγμή έγιναν πορτοκαλί και μετά κάρβουνο.
την είχε την υστεροφημία. όλοι θα τον θυμούνταν όχι για κάτι που έκανε, μα για κάτι που κατέστρεψε, σαν τον laszlo που χτύπησε την πιετά του michelangelo με το σφυρί και ας δήλωνε κατόπιν τρελός.

τα κατάφερε.
έμεινε στην ιστορία. το όνομά του μνημονεύεται μέχρι σήμερα, μα ήταν απόφαση των εφεσσίων η γενιά του και το όνομά του να μην συνεχιστούν και το πήρε μαζί του στο χώμα, τον εκτέλεσαν και η αναφορά στο όνομά του τιμωρείτω με θάνατο.

-ποιό είναι αυτό;
-ηρόστρατος παιδί μου.
-μα έτσι λένε εσένα μπαμπά.
-μόνο οι συνεργάτες καλό μου, είναι της δουλειάς.

πάμε μια βόλτα;



-πάμε μια βόλτα;


-άσε καλύτερα


-πάμε στη θάλασσα;


-τη βρωμίσαμε πέρσι, κάνε ντούς.


-πάμε στο δάσος;


-να ταν κι άλλο, το κάψαμε. δες το cd του national geographic.


-θέλω να παίξω. πάμε πλατεία;


-πάει η πλατεία, θα γίνει σχολείο.


-πάμε να πάρουμε αέρα;


-δεν βλέπεις την στάχτη στο μπαλκόνι, περίμενε να τελειώσουν όλα.


-και πότε τελειώνουν όλα;


-να σκεφτώ μια στιγμή... τι άλλο μας έμεινε; το νερό, ο αέρας, η θάλασσα, το έδαφος, το δάσος...


-θέλω να βγώ, δεν αντέχω άλλο κλεισμένος.


-μην ανησυχείς, θα πάμε διακοπές, όταν όλα τελειώσουν, μακρυά, ο μπαμπάς και εγώ έχουμε ακόμα δουλειά εδώ, να τελειώσουμε και θα πάμε μακρυά, πολύ μακρυά. σχεδόν τελειώνουμε. λίγα έμειναν.

-που είναι το cd;




23.8.07

Η γραφή είναι και αμυχή όχι μόνο χάδι

“Η γραφή είναι και αμυχή όχι μόνο χάδι. Ή έτσι τουλάχιστον φαντάζει στα δικά μου μάτια.”χνουδι.

Από κάποιον έρωτα είχε απομείνει χέρσο χωράφι το στήθος του, το πλατύστερνο, γεμάτο αγκάθια φυτρωμένο και το πηγάδι της καρδιάς του κακοχαλασμένο, με τα λιθάρια πεταμένα μέσα.
Αλέτρι η προηγούμενη ένοικος και ενοικιαστής, έσκαψε όσο πιο βαθειά μπορούσε και τα έδεσε τα ξέφτια υφαντό, κόμπους στο στομάχι και στο λαιμό, αφήνοντας ουλές και θρήνο φεύγοντας.
Στα χέρια της ξεπρόβαλε ένα κομμάτι εγκεφάλου και πίσω της έσταζαν πηχτές οι αναμνήσεις, φτιάχνοντας μια πορεία που με κλωστή έμοιαζε δένοντάς τον με ό,τι ωραίο και άσχημο μαζί είχαν περάσει.
Χωρίς παρόν, χωρίς μέλλον, και το κυριότερο χωρίς παρελθόν για να αυτοπροσδιορίζεται έμεινε κούτσουρο ακίνητο, ρόμπολο που πάνω του χτυπούσαν κεραυνοί, χωρίς πλέον να το ζημιώνουν άλλο.
Το ερείπιο σαν έχει γερά θεμέλια και οι σοφάδες σαν έχουν πέσει και τα μάνταλα σαν να 'χουν σκουριάσει, η εικόνα εγκατάλειψης στα μάτια που ξέρουν να δούν φαντάζει επισκευάσιμο, ξανά κατοικήσιμο.
Και εκείνος φαινόταν στα μάτια μιας άλλης ότι μπορούσε να 'χει μια ευκαιρία ζωής ακόμα.
Και εκείνη δεν φάνταζε μπρός στα μάτια του, γιατί όπως με βουβό κλάμα κλαίει, μάτια δεν έχει, παρά για μέσα στα σκοτάδια του, για τον λυγμό που όνομα δεν έχει και μόνο παράφωνα ακκόρντα μπορούν να τον αναλύσουν.
Με πανί την παλάμη και καθάριο νερό το σάλιο της, οπλισμένη με όλου του χρόνου πίστωση, μάτια δύο και για τους δυό τους και χέρια τέσσερα για να τον προστατέψει, από παντού να μην μπατάρει και χαθεί, σφιχτά αγκαλιασμένη πάνω του σαν σωσίβιο, να τον σώσει ή να χαθούν μαζί, τον έσφιξε μέχρι τα μάτια να αναβλύσουν, να τρέξουν και να ξαναδεί, σαν τα μικρά γατιά που όσο ο καιρός περνάει και το φως δεν έχουν δεί, ποτέ δεν θα το δούνε.
Μα αυτός θα έβλεπε. Και σαν είδε πως στα όλα έμοιαζε με αυτή που έχασε, πως όταν φεύγοντας η άλλη πήρε τις μνήμες του και σε αυτές τις μνήμες η νέα γυναίκα χωρούσε, αμέσως την φοβήθηκε και από πάνω της αποκολλήθηκε.
Αν αφήσεις το χέρι του να σε σπρώξει και δεν τυλιχτείς σαν το χταπόδι πάνω του, εσύ που ξέρεις το τι, το πώς, θα ναι σαν να αφήνεις τον άρρωστο να φτύσει το γιατρικό του, αυτός δεν ξέρει, εσύ ξέρεις όμως, είναι σκληρό, μα πρέπει να τα καταφέρεις.
Και το ελπίζω, να μην σου πώ ότι και εκείνος το ελπίζει, γιατί τίποτα δεν έχει πια να χάσει, ήταν και από δώ και από κει, μην τον αφήσεις κράτα τον κοντά σου.

Και τώρα είναι αυτή και αυτός με επουλωμένες τις πληγές και βρίσκουν ισορροπίες.
Το δάκρυ εσταμάτησε και ο βουβός λυγμός εσβήσθη, μα είναι μεταδοτικός, μεταναστευτικός και πάει και χτυπάει εκείνη που η πίστωση της μόλις ετελείωσε.
Φυγόκεντρη διαδικασία, αυτή να σβήνει και όσο αυτή σβήνει, τόσο εκείνος συνέρχεται, γιατί μόνο σαν έχεις κάτι να προστατέψεις πέραν του εαυτού σου βρίσκεις τις δυνάμεις για το ακατόρθωτο.

Και αυτή ξαπλώνει και σε κώμα μπαίνει, ενώ αυτός πλήρως συνέρχεται και τα μάτια του καθαρίζουν.
Τόσο άδικο, τόση προσπάθεια, τόσα ευχαριστώ, τόση ωραιότης να πάει χαμένη.
Και μένει πάντα στο πλευρό της και της τραγουδά, να δεί μήπως σαλέψει κάποιο δάχτυλο, κάποιο νεύρο, μια υπόνοια επανόδου.
Μα εκείνη κοιμισμένη τον αμίλητο ύπνο, ωχρή και πάλλευκη, χωρίς ενέργεια για την ίδιο, όλη για κείνον ξοδεμένη και άλλη τόση.
Τώρα εκείνος το εκτιμά και γίνεται πλήρως καλά. Στο πίσω μέρος του κεφαλιού του η πληγή του έχει θρέψει και ένα κομμάτι δικό της συμπληρώνει το πάζλ του.
Σαν οι κουβέντες τόπο δεν πιάνουν, κινά να ανακινήσει τις άλλες αισθήσεις, φέρνει λουλούδια από το βουνό και φύκια της θαλάσσης, στάζει στα χείλη της το νέκταρ και αναμένει αντιδράσεις. Αντίδραση καμία, μα κάτω δεν θα το βάλει.
Αρχίζει το χάδι του όλο το σώμα της να τρέχει πάνω κάτω μαλάζοντας, πιέζοντας, χαϊδεύοντας, ακροπατώντας, γράφοντας της ιστορίας τους τα πάθη, καθένα γράμμα ολόκληρο τον πίνακα της ράχης της καταλαμβάνοντας και ως τους γοφούς και τον λαιμό καλλιγραφώντας, γράφει τα που πέρασαν και ως εκεί εφτάσαν και η νέα αρχίζει να αναζητά το δάχτυλο που έγραφε τα όσα μαζί επέρασαν, όσα της τάζει μέλλοντα και όσα είναι να ‘ρθουνε.
Βασιλικός πολτός το χάδι του, μπάλσαμο στην ψυχή της, τα μάτια της ανοίξανε, γέμωσε το κορμί της από την του ενέργεια, αγάπη της μεταγγίσθη και το νιό ζευγάρι έκοψε τα γέφυρες του παρελθόντος και απεκεί ξεκίνησε να ζεί την νιά ζωή του.
Εκείνος με τα χάδια του, εκείνη με τα νύχια της έσκαψαν τον πηλό τους και από μέσα φάνηκε ο νέος εαυτός τους.



εμείς και ο κόσμος

Προς απογοήτευση της ραλλούς δεν είμαι φιλόζωος. Δεν έχω γατί-ακόμα-, δεν έχω σκυλί- το λυπάμαι μέσα στα ντουβάρια-, ούτε κάν ένα κανάρι- τα κλουβιά είναι καλά για γλάστρες, όχι για ψυχούλες.
Δεν είναι ότι ποτέ δεν είχα κατοικίδιο, πολλά πέρασαν από τα χέρια μας στο χωριό, μα θεωρούνταν οικόσιτα και όχι κατοικίδια, με την έννοια πως εξυπηρετούσαν λειτουργικές ανάγκες του σπιτιού και όχι συναισθηματικής των κατόχων.
Είχα ένα καλοκαίρι 15 κοτόπουλα, 2 παπιά και μερικά περιστέρια. Τα πήραμε από τον μαρκάτο και οι καλοκαιρινές διακοπές φάνταζαν όνειρο.
Στο σπίτι στο χωριό υπάρχει ακόμα μια μουριά ήμερη, που κάθε χρόνο οι μούρες της είναι αιτία προσέλκυσης όλων των διπτέρων της περιοχής, κοινώς μας την πέφτουν οι μύγες κανονικά, σαν στούκας, θρασσύτατες, συνεννοημένες και αμετακούνητες.
Όπως πάντα, έτσι και τότε.
Η γιαγιά, πριν πάμε πάντα φρόντιζε να χει ψεκάσει τον τόπο με κάποιο φάρμακο, ντιτιτί νομίζω το έλεγε και δεν ζύγωνε πετούμενο ή έρπον σκαθάρι στα όρια της αυλής, μα τότε ήταν που ακούστηκε ότι ήταν επικίνδυνο και θα απαγορευόταν και η μουριά βασικά έμεινε αψέκαστη.
Μαύριζε καθημερινά ο τόπος από μύγες και η ενόχληση έπαιρνε και έδινε, να ναι καλά εκείνος που εφήυρε την μυγοσκοτώστρα και τις μυγοπαγίδες. Καθημερινό μας παιχνίδι με τη μεγάλη μου αδερφή ποιος θα σκότωνε περισσότερες.
Κρατούσαμε σκόρ σε κάτι παλιά μας τετράδια, στην πίσω σελίδα, σε δύο λίστες με τα αρχικά μας, όπως κάναμε και με την κολιτσίνα και τη δηλωτή, μόνο που προσπαθούσαμε να μην τα μπερδέψουμε, γιατί στο τέλος της κάθε εβδομάδας έβγαινε το συγκεντρωτικό που καθόριζε τον νικητή.
Η βαθμολογία δεν ήταν διαβλητή, για κάθε απλή μύγα, πόντος ένας, για κάθε σκατόμυγα-από αυτές που χρυσοπρασίνιζαν- πόντοι δύο, ενώ για μπούμπουρες και σκουληκομύγες από πέντε, όχι τόσο από θέμα δυσκολίας, όσο λόγω μεγέθους και συχνότητας εμφάνισης. Οι σφήκες δεν έμπαιναν στην επίσημη καταμέτρηση, ενώ τις μέλισσες δεν τις πειράζαμε, κάτι σαν τα χελιδόνια.
Το σκόρ του καθενός μας ξεπερνούσε τα τρία ψηφία και οι μόνες πραγματικά ευνοημένες από τη δενοκτονία των μυγών ήταν οι κότες. Βρε δεν άφηναν ούτε φτερό να πάει χαμένο, στην αρχή δειλά δειλά πλησίαζαν μέχρι να ευφρανθούν και μετά γινόταν χαλασμός κυρίου, η μια πάνω στην άλλη, να ξεπουπουλιάζονται, να κακαρίζουν και να τσιμπούν τα λοφία τους, οι πιο άτυχες.
Λένε ότι δεν υπάρχει πιο ωραίο και πιο βρωμερό συνάμα πτηνό από τις πάπιες και είναι αλήθεια. Η μια πλευρά του σπιτιού, αυτή που συνέχιζε προς το αλώνι, διετρέχετω από ένα ρυάκι, που το χειμώνα κατέβαζε πολύ νερό ενώ το καλοκαίρι δημιουργούσε μια λούμπα.
Επειδή ανάβλυζε στα ριζά του σπιτιού το αποκαλούσαμε θέμελο και εκεί στο θέμελο τα παπιά έστηναν το γλέντι τους.
Πλατζούριζαν όσην όσα είχαν τα μάτια τους ανοιχτά και στέκονταν στα δυό τους πόδια. Σαν βουρλισμένα έκαναν ρηχές βουτιές στη βουρκίλα και τα κάτασπρα πίπουλά τους γίνονταν της παραλλαγής το καφέ, μέχρι να τα πιάσουμε το βράδυ με το λάστιχο και να τα διορθώσουμε χρωματικά.
Τα περιστέρια υπάρχει τρόπος να τα δέσεις με το μέρος, έμαθα και τους τρείς τρόπους,
ρίχνεις από μια σταγόνα κολώνια στο σβέρκο τους και μια στη φωλιά τους,
τους βγάζεις ένα πούπουλο-και μόνο, χωρίς υπερβολές-από τη μια φτερούγα
και ο τρίτος, τα κλείνεις μέσα στη φωλιά τους για μια μέρα.
Ότι και αν έκανα, αυτά έσμιξαν με το κοπάδι του γείτονα και μου τα υπεξαίρεσε, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα, γιατί όλοι οι κινέζοι μοιάζουν.
Είχαμε και ένα σκυλί, μη ρωτήσεις για τη ράτσα του, μια φορά σαν γκέκας έμοιαζε, μα είχε το κάτι σαν κοκτέιλ παντού του, λές και η μάνα του τον συνέλαβε σε πάρτυ κοκτέιλ, και πάντως η διάθεσή του ήταν τέτοια, όλο ζούρλα και χαρά, ατιμούτσικο, παιχνιδιάρικο, που όταν επιστρέφαμε από τις εκδρομές στα χωράφια, τις πλαγιές και τους γκρεμούς, έπιανε να κυνηγάει τις κότες για να σηκώνουν τον κόσμο στο πόδι και να μην μπορούμε να ακούσουμε τα νέα στο ραδιόφωνο μεσημεριάτικα ξαπλωμένοι, μετά το φαγητό.
Πλάκα είχε τώρα που τον θυμάμαι και για να γελάμε τον φωνάζαμε βλάκα και ο βλάκας γύρναγε. Μας το απαγόρεψαν, γιατί εκτός του σκυλιού γυρνούσαν και άνθρωποι, μα το σκυλί το κράτησε σαν όνομα και πάντα κούναε την ουρά του.
Οι γαλοπούλες δεν μου άρεσαν, τις είχα πάρει από φόβο και έτρεμε το φυλλοκάρδι μου σαν έβλεπα μια.
Κάποτε στο άλλο μου χωριό, πηγαίνοντας σε μια απομακρυσμένη βρύση για νερό είδα το κακάσχημο, μεγαλόσωμο πουλερικό να με παρατηρεί, είπα να το παίξω και εγώ εξυπνάκιας να το κοροιδέψω με γλου γλού και με το χέρι προτεταμένο, να δώ αν θα ρθει.
Και να το παλιόπουλο μόλις με είδε, είδε και το χέρι, άκουσε και τη φωνή, πακ πακ πακ πακ, άρχισε να με πλησιάζει. Μικρός εγώ, ο μισός από το μπόι του, άρχισα να πισωπατάω και το γαλόπουλο ερχόταν όλο και πιο γρήγορα.
Έχεις δεί ότι σιχαίνεσαι πιο πολύ να σε κυνηγάει; Εγώ το δα με τα μάτια μου και το χειρότερο; Ήταν απτόητο. Έσκυψα και πήρα μια χούφτα πέτρες για να τοδιώξω, μα αυτό σαν με είδε όντως κάτι να κρατάω, ουουου έγινε αστροπή και με έφτασε με μερικές διχαλωματιές απόσταση.
Αν δεν ήταν μια συκιά να ανέβω πάνω στα κλαδιά της, το όρνεο θα με είχε κατασπαράξει. Από κει πάνω καλνούσα σε βοήθεια και του πετούσα σύκα για να φύγει, μα το άθλιο πουλερικό έβρισκε νόστιμους τους προσφερόμενους μεζέδες. Από τα σύκα έφαγα και εγώ, με χάλασαν λίγο, τι λίγο, το στομάχι μου κόχλαζε σαν καζάνι της κολάσεως και μιας που δεν μπορούσα ούτε να κατέβω, ούτε να κρατηθώ, ακροβατώντας, έβγαλα το σόρτς μου και ντρέπομαι που το λέω μα επεχείρησα να αφοδεύσω πετυχαίνοντας το ορνίθι, για να το λέω σκατοπούλι. Χαμογελούσα με τη σημειολογία του θέματος, μα το πουλί δεν μου κανε τη χάρη. Κάποτε με σκέφτηκαν που άργησα και ήρθε μια ξαδέρφη μου-που μου άρεζε κιόλας- να διώξει το πουλί και να με σώσει, άτυχο βασιλόπουλο, φυλακισμένο στα ψηλά, χεσμένο από την ανάγκη, ίσως και το φόβο του, άσ’ τα και βράστα, ντροπιάστηκα του θανατά, καλύτερα να μη με έσωνε και να με έτρωγε το θηρίο.
Αυτά με τα γαλόπουλα.
Είχαμε και μια γάτα, την μπαρούφα. Ιστορία από μόνη της η μπαρούφα.
Ο πατέρας φόρτωνε καύσιμα από την ελευσίνα με το βυτιοφόρο και σε ένα του ταξίδι άκουγε ένα νιαούρισμα συνέχεια.
Σε κάθε στάση έψαχνε το αυτοκίνητο, μα γάτα πουθενά. Ούτε στο κιάτο, ούτε στην ακράτα, ούτε στο αίγιο, παρά μόνο σαν έφτασε στο σπίτι, ένα καταμούτζουρο καπνισμένο μουτράκι ξεπρόβαλε μέσα από το πλέγμα της εξάτμισης αναζητώντας δροσιά και καθαρό αέρα.
Μέσα στην εξάτμιση λέγαμε αργότερα στα αστεία ότι πρέπει να χρησιμοποίησε πολλές από τις επτά ευκαιρίες ζωής που έχει κάθε γάτα.
Έμεινε μαζί μας 4 χρόνια και ήταν εκείνη η χρονιά που πήγαμε στο χωριό με την φάρμα των ζώων. Κεραμιδόγατα, πάντα ελεύθερη, μα πάντα έξω από το σπίτι, μας έφερνε τα ρημαγμένα αυτιά και το δέρμα της ξεσκισμένα από μεγαλειώδεις γατομαχίες, παράσημα μιας γεμάτης θέληση ζωής. Στο χωριό έτρωγε ότι περίσσευε από το ζαγάρι, για να ντερλικώσει και αυτή και τα ορνίθια να αποτελειώσουν την κάθε υποψία αποφαγιού.
Όρεξη στο χωριό δεν είχε, βαριεστημένη περίμενε την ώρα να περάσει για να φάμε και να παρατηρεί την πάτρα από ψηλά, από το χωριό με την απόλυτη θέα.
Στο χωριό της είχαν φέρει με το αγροτικό του θείου μου στην καρότσα, μα όταν η καρότσα γέμιζε για την επιστροφή η γάτα, η μπαρούφα δεν ήταν εκεί. Οι δικοί μας έλεγαν ότι ήταν καλύτερα έτσι, υπήρχαν ποολλοί για να την φροντίσουν, μιας και οι ανάγκες μυοκτονίας και μυοκάθαρσης σε ένα χωριό είναι αυτονόητες.
Στο σπίτι τα κοτόπουλα γρήγορα συνήθισαν στην μεγάλη αυλή με τα γρασίδια, τα δέντρα και το κοτέτσι. Οι γείτονες είχαν άλλη γνώμη και πίεζαν τη μητέρα για απομάκρυνσή τους.
Έτσι άρχισε το διαιτολόγιό μας να περιλαμβάνει όλο και πιο συχνά κόκκορα μακαρονάδα, κοτόπουλο στο φούρνο με πατάτες και κοτόσουπες. Δεν μπορώ να πώ ότι δεν είχα καταλάβει κάτι, στην απογραφή της κάθε εβδομάδας έλειπε και κάποιο γνωστό κεφαλάκι, κάποιο γνωστό κοτίσιο χρώμα, μέχρι που σταθεροποιήθηκε ο αριθμός τους στις 4, για να υπάρχει τουλάχιστον κάθε δεύτερη μέρα στο πιάτο μας ένα φρέσκο αυγό.
Το κοτέτσι με τον καιρό διαλύθηκε, με τις τάβλες του φτιάχναμε καρότσια και παίζαμε αυτοκινητοδρομίες μέχρι που μια μέρα μετά από μερικούς μήνες, την επόμενη άνοιξη ένα κεφαλάκι έκανε την εμφάνισή του στην αυλή, ένα γνωστό κεφαλάκι ασπροπορτοκαλί με άσπρα πατουσάκια και ένα άσπρο σημάδι στο λαιμό, η μπαρούφα!
Τριάντα χιλιόμετρα απόσταση και ήρθε και μας βρήκε, έξι μήνες μετά, καταφανώς ταλαιπωρημένη, που όσο και αν την φροντίσαμε, δεν ήταν να ξανασταθεί στα ίσα της. Δεν έφυγε από το σπίτι, μια μέρα τελείωσε και η μητέρα με δάκρυα την απομάκρυνε για να μην ταραχτούμε τα παιδιά.
Ο βλάκας δώθηκε σε έναν κυνηγό που ήθελε ένα πουλόσκυλο για να του φέρνει τα κυνήγια, μα ο βλάκας τα βρισκε πρώτος και τα τρωγε. Δεν πρέπει να πέρασε πολύ καλά, δεν είχαμε νέα του.
Δεν πήραμε άλλο ζωντανό και να πώ και την αλήθεια, δεν θελήσαμε να συνδέσουμε την φαμίλια μας με άλλη ζωούλα, μέχρι που ένα κανάρι μας επισκέφτηκε μια φορά και έμεινε μαζί μας 14 χρόνια.
Δεν ξέρω αν είναι σωστό, αλλά στην προσευχή μου για καιρό είχε θέση και η αλληλουχία των ονομάτων από τα κοτόπουλα που είχα, να θυμηθώ πως πήγαιναν,
Α, ναι, κάπως έτσι
Μίμι, νίνι, μπόμπο, κόκο, λόλο. Μάλλον ήταν πρίν αραιώσουν στα τέσσερα. Ποιος θυμάται…





Μίμι, νίνι, μπόμπο, κόκο, λόλο μύγα! Ελάτε μου!




22.8.07

ο,τι δεν κάηκε


Μετά από ένα χρόνο απεκδύθηκε των ντυμάτων της και απόμεινε
Φτενή φλούδα ξύλο να ζητά μάτια αγαπημένα να αγαλλιάσει
Το όνομά της γνωστό από παλιά, Γαλήνη την φωνάζω,
Συντροφιά στο εργαστήρι, αποκούμπι των ματιών,
Συνήθισα γύρω μου να είναι, μα νέοι γονείς στέγη στο σπιτικό τους θα της δώσουν, άνθρωποι όμορφοι μέσα στα μάτια, με μάτια χαρούμενα, γελαστά.
Σαν ποτέ σε χρειαστούν , να θυμάσαι να 'σαι γιάτρισσα της ψυχής, όπως και φτιάχτηκες.
Αντίο καλή μου.

το κέρασμα

-Καλημέρα, να σας φκιάξω τίποτα;
-Καλημέρα, ένα χαμόγελο.

-Το χετε ήδη,δε σας λείπει. Μια ομελέτα, κάτι να τσιμπήσετε;
-Τρώμε ο ένας τον άλλο με μικρές δαγκωματιές και τα σημάδια παράσημα του έρου.

-Με σκανταλίζεις μωρέλι μου. Κάτι να πιείτε;
-Την ανάσα της θέλησα, γιατί ξέχασα να ανασαίνω.

-Ουουουου, πως τα λές! Να φέρω τότες ένα γλυκό;
-Φέρε μας δύο γλυκά και μια κανάτα μέλι και κάτσε δίπλα μας, αυτό είσαι για μας.

Μια στιγμή γλυκοκυρά, να βγάλουμε μια πλάκα.

-Μη ευλοημένε μου, μη και πετούνε τα μαλλιά μ’ πάω να τα στρώσω και έρχομαι.
-Στις πλάκες οι αγαπημένοι δεν βλέπουνε μαλλιά, ρούχα ή τα τριγύρω, μάτια, μόνο μάτια βλέπουνε και σ’ αυτά δεν αλλάζουν τα μούτρα τους με το νερό.
Κάθισε κοντά μας.

-Τι ξελοιάρης που είσαι. Ξώβεργα στένεις και πιάνεις τέτοιους συλλοισμούς; Να φέρω τις πλατσέδες, να φέρω τις βυσσινούδες και δυο ποτήργια κρύγο νερό και να την εβγάλουμε τότες την πλάκα. Τι, με άδειο τραπέζι;

…..

-Να στάσου κοπελιά μου να μου κουμπώσεις και την αλυσίδα τη χρυσή , είναι του αντρού μου, έτσι βγάζαμε εμείς από τα παλαιά πλάκες.

-Με το τρία και θα βγεί η πλάκα, κάντε χώρο να ρθώ ανάμεσά σας. Και θυμηθείτε, μην γελάτε, γιατί θα βγείτε ομορφότερη από την κερασομαλλούσα.

Βρε, τι σας είπα, μην χαμογελάτε…

Αχ καλέ κυρά, Άγγελος σκέτος είστε!

21.8.07

Σέλωσε τα αλόγατα

Σέλωσε τα αλόγατα και άσε τα ρέστα κάτω,
Φωτιά και μπούρμπερη στο χάος από πίσω,
Ήρθε η ώρα να πετάξουμε..

Σκοτάδι, τα κουράγια μας ξαπλωμένα σε όποιον καναπέ ελεύθερο, μερικοί τελειωμένοι σε γωνίες και κάποια πτώματα να έχουν γυρίσει ήδη πλευρό στο πάτωμα.
Τσίχλες κατάμαυρες από καπνό και λάσπη κάτω κολλημένες, από τους απολίτιστους που νόμιζαν ότι του άλλου το σπίτι ήταν το γήπεδο ή τα ουρητήρια που έμεναν, ενώ μερικοί άθεοι πιστοί απρόσεκτοι έκαναν σπονδές στο όνομα της ισορροπίας παραπατώντας με τα κουτάκια μπύρας αναχείρας.
Κάπου, σε κάποιο δωμάτιο του ορόφου ο 30άρης ιδιοκτήτης παρηγορώντας και καλά μια φίλη από την παρέα που έμεινε χωρίς φίλο, απόμεινε να της παρηγορεί το φύλο όλο το βράδυ, αδιαφορώντας για τον χαμό που συντελείτω από τους αποκάτω.
Όταν τα πλαστικά ποτήρια σώθηκαν, η επέλαση δεν σταμάτησε στα ποτήρια από τη λίστα γάμου της αδερφής του, μα επιστρατεύτηκαν όλα τα κρυστάλλινα από το σκρίνιο της μαμάς του, το φώς της μέρας θα αποκάλυπτε το μέγεθος της συμφοράς.
Τα ξηροκάρπια και τα ντίπ με τα κριτσίνια εξαντλήθηκαν από τις πρώτες κιόλας ώρες και μετά διαγουμίστηκαν τα ντουλάπια με τις κονσέρβες, τις σαλάτες, τα μπισκότα, οι σοκολάτες, μετά το ψυγείο, όλα τα κατεψυγμένα φαγητά ζεστάθηκαν στον φούρνο μικροκυμάτων-ομολογώ ότι η μάνα του ήταν σπουδαία μαγείρισσα- ενώ από κάτι φρούτα απόμειναν κάτι φλούδια και κουκούτσια που αναθεμάτιζαν όσοι γλυστρούσαν πάνω τους.
Φαίνεται να τα παραλέω, μπορεί, αλλά ευτυχώς που δεν έγινε στο δικό μου σπίτι. Δεν θα το άντεχα.
Έκανε κρύο απέξω και στην αρχή το σπίτι φάνταζε κρύο, αργότερα από τους καπνούς, τα χνώτα και τον ίδρω από τα σώματα έγινε μια σάουνα που κάλλιστα μπορούσε να μείνεις με το κοντομάνικο και οι κοπελιές με το τιραντάκι.
Ήταν οκτώβρης και στην αθήνα τα πρώτα κρύα είχαν μπεί δυναμικά. Κάπου στα βόρεια έριχνε τα βράδια πάγο, ενώ στο βορρά οι πρώτες νιφάδες ψευτολεύκαιναν τα λασπωμένα χώματα.
Η παρέα ήταν υπό κατασκευή ή υπό διάλυση, όπως το πάρει κανείς. Γνωριζόμασταν τα αγόρια πρίν το καλοκαίρι, το ίδιο και τα κορίτσια, κοινοί γνωστοί ο δημήτρης με τη δώρα και το πράγμα έδεσε. Κάποια στιγμή στο άσχετο κάποιος πέταξε την ιδέα να πάμε διακοπές μαζί, δεν είχαμε και ιδιαίτερα προγράμματα ακόμα, φοιτητιώσα νεολαία, αποφασίστηκε και εκδράμαμε κάπου στο αιγαίο. Μετά το καλοκαίρι οι σχέσεις των ανθρώπων τίθενται υπό δοκιμασία, κάποιοι φεύγουν, λίγοι μένουν και ο χειμώνας έχει τη συνήθεια να αδυνατίζει τη μνήμη. Ο χειμώνας δεν μας είχε πιάσει ακόμα, μα ήμασταν μάλλον στους αποχαιρετισμούς.
Συμπλεύσαμε, συμπορευτήκαμε, δημιουργήθηκε ένα ειδύλλιο και κανα δυό κρυφές ξεπέτες, που όλοι τις ξέραμε, αλλά κάναμε πως όλα ήταν οκ, μα από τις γνωριμίες δεν προέκυψαν έρωτες ή φιλίες.
Το βραδινό πάρτυ δεν το οργάνωσε κανένας μας, ο στέλιος που είχε άκρες σε όλη την πόλη κάπου το μυρίστηκε και πέταξε την ιδέα σαν μαζευτήκαμε στη φιλαδέλφεια.
-Πάρτυ με καπέλα, από σκουφί, τραγιάσκα, μέχρι καπελίνο και περικεφαλαία.
Το τελευταίο δεν το είπε, το φόρεσε για την πάρτη του.
Μια γρήγορη γύρα στα εποχιακά λίγο πριν κλείσουν και όλοι σχεδόν κάτι είχαμε που να μοιαζε πρέπον.
Υπήρχαν και ψιλοτσακωμοί και αστεία του στυλ, γαμώτη μου, σαν ανάποδο γαμώτο είμαι, που πάω και άλλα τέτοια ψυχοβγαλτικά, ρε άσ’ το για μένα, εγώ το είδα πρώτος, να σε δώ να σε χαρώ καλέ τοιούτε και άλλα τέτοια πετυχημένα.
Το σπίτι μεγάλο, μονοκατοικία με εσωτερική σκάλα, πάνω τα δωμάτια και μια σοφίτα, ενώ κάτω το τεράστιο σαλόνι, υπερυψωμένο βάθρο, το πιάνο, άμοιρο πιάνο που κατάντησε σουβέρ, και στο βάθος η κουζίνα, σα να λέμε φτωχαδάκια οι δικοί του και το τσαρδί του τρύπα.
Δεν φτάσαμε από τους τελευταίους, το αντίθετο, άγνωστες φάτσες υποδέχτηκαν με επιφύλαξη άλλες περισσότερο άγνωστες, μα τα χαρακτηριστικά-τα ελληνικά, βλέπεις διαθέτουμε και ελληνικότατα δάκτυλα ποδιών, μάρτυς μου η σαγιονάρα-και η προφορά και η προσφορά των ποτών, κάτι κουρτάκια και σανγριές(η γριά έχει το ζουμί) φτηνές από ύποπτη μάλλον κάβα, ήταν τα εισιτήριά μας στην ευτυχία της μονοκατοικίας με το καλοκουρεμένο γκαζόν, τα πολλά τα δέντρα και την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική.
Από τη στιγμή που μπήκαμε, δεν υπήρχε περίπτωση να βγαίναμε, παρά μόνο σαν ξημέρωνε, ήταν κάτι σαν άγραφος νόμος, όπως εκείνος που έλεγε ότι ποτέ δεν πετάμε τη γόπα στο κουτάκι της μπύρας, γιατί είναι τελείως απροστάτευτοι της γής οι μεθυσμένοι.
Η μουσική ακουγόταν στη διαπασών τετράγωνα μακριά, σε μια ερημιά στο λαγονήσι, που σε μερικά χρόνια η ερημιά θα κόστιζε όσο και ένα δυόροφο στο κολωνάκι. Δεν πειράζει, ο κόσμος λεφτά δεν είχε και η πισίνα ήταν σκεπασμένη.
Οι περισσότεροι ήταν προσωπικοί καλεσμένοι του ιδιοκτήτη, ας τον πούμε τζόν ή καλύτερα τζόν τζόν, γιατί ποτέ δεν με ενδιέφερε να μάθω από τη μια και από την άλλη, η παρέα μας που τον γνώρισε καλύτερα, βαθύτερα και υγρότερα από μας είπε πως στο κλειδωμένο δωμάτιο που χαριεντίστηκαν ήταν της μικρής του αδερφής, τίγκα στις μπι μπι μπό και μαλακίες και τον έβλεπε σαν τον κεν κεν όταν δεν την έβλεπε να γελάει.
Εκείνη πάντως τη νυχτιά καλύφθηκαν πολλές φαντασιώσεις, του τζον τζον να πάρει μια λεπτή, λιπόσαρκη ξανθιά, η μπι μπι μπό μας να ασελγήσει πάνω στις παιδοεφηβικές της φαντασιώσεις και οι βάνδαλοι να πηδήσουν ένα σπίτι που δεν θα ξαναέμπαιναν ποτέ τους.
Η μουσική δεν ήταν κακή, ήταν μόνο χάλια, λαικοτέκνο, μπουζουκομπαλάντες, αμανεδοράπ και τρέχα γύρευε, χίλιες φορές άντζελα και στανίση, τουλάχιστον το κέφι να ναι πραγματικό, λαικοντεκαντάνς. Πήγαμε σε πανηγύρι για να τους βρούμε να τρώνε το σουβλάκι με πηρούνι, μαχαίρι, πετσέτα και να σαχλοσχολιάζουν τις ηλεκτρικές κωλιές της κιθάρας.
Απαράδεκτο! Η σωτηρία μας ο στελάρας και πάλι. Όχι ο καζαντζί, ό όλος στο πιο φαλακρό του, ο δικός μας. Με γέλια και ιστορίες και ανέκδοτα, και με λίγο κεντρισμένη την ωραιοπάθεια του νεαρού ντίσκ τζόκεϊ, που σίγουρα θα είχε το όνομά του μετατρέψει σε κάποιο αρτικόλεξο με το πρόθεμα μίστερ, για κάποια όμορφα ματάκια καστανά, της δώρας, ανέλαβε τα πικάπια για μια στιγμή, ώσπου να ουρήσει μια περίσσεια τεστοστερόνης πριν της μιλήσει και τον παρασύρει σε ένα τρελό χορό με ημερομηνία λήξης την αποθέωση του στέλιου.
Ο άτιμος, και σε σπιρτόκουτο να τον έκλεινες θα μάζευε τα σπίρτα να τους πεί ανέκδοτα, κάποτε σε μια προσαγωγή τον κράτησαν παραπάνω από τους άλλους και τον γύρισαν σπίτι του με περιπολικό, αντάλλαξε και τηλέφωνα, μια βόλτα μαζί του, πραγματική εμπειρία.
Το υλικό του πιτσιρίκου ήταν για τα μπάζα, μα οι δίσκοι της μικρής ήταν μούρλια.
Σαν η βελόνα άρχισε να γυρίζει ανάποδα και με το μικρόφωνο καραόκε άρχισε να τρεμομιλά πως το πάρτυ μόλις ξεκίνησε απαίσια μικρά στρουμφάκια, έγινε κόλαση!
Τι στρουμφάκια, τι παπάκια, τι φρουτοπία, όλα τα παιδικά ακούσματα παρέλασαν από τα αυτιά μας και εμείς κοπάδι αφηνιασμένων ζώων χοροπηδούσαμε να γκρεμιστεί το σπίτι. Η ξενερίλα θα φευγε, οι ακροβολισμένοι με το ποτό πλησίασαν την πίστα και κουνούσαν τους ώμους και τους κώλους τους σύμφωνα με το κύμα.
Σαν έσκασε μύτη κάποιο παιδικό μεξικάνικο που διασκεύασε ο μηλιώκας, ουουουου ο σαλίγκαρος γύρισε το σπίτι δυό φορές και σταματημό δεν είχε. Στο σαματά έβαζες και κανα χέρι, δεχόσουν κανα χαστούκι ή ανταποδοτικό χέρι από τον χαμογελαστό της παρέας που πήρε θάρρος, έριχνες και κανα βάζο, πάταγες και στα πλαστικά ποτηράκια που τα είχαν για τασάκια, μούρλια σου λέω.
Ήταν ψόφιο και του δωκε φτερά, αλληλούια που θα λεγαν και οι σύμμαχοι.
Ο τζον τζον έχρισε ντι τζέυ της βραδιάς τον στέλιιιιος και ο έτερος εξοβελίστηκε στον χλευασμό των προηγούμενων οπαδών του ως τσάμπα κίτς.
Το πιο ωραίο απ όσα θυμάμαι εκείνη τη νυχτιά είναι όταν έβρισκε κανα χαμένο, κανένα παντελώς άκυρο, άγνωστο τραγούδι και στο ρεφραίν το χαμήλωνε για να το δώσει
-Δικόοοο σαςςςς
Και γινόταν της πουτάνας, συγνώμη, της κυρα γιούλας-σε βλέπω που γελάς χέρκιουλη- λαός ύψωνε τα χέρια και αποθέωνε τον αχαρακτήριστο υποκινητή της τρελής διάθεσής μας με εκφράσεις του στυλ, γειά σου σάκιιιι, ρε τον πούστη και άλλα τέτοια νόστιμα.
Η ώρα πλησίαζε, δεν ξέρω, μάλλον αργά, ή καλύτερα νωρίς.
Όλοι μας χυμένοι καταγής, στο πάτωμα, οπουδήποτε.
Τα καλά παιδιά δεν άντεχαν πολύ ξεσάλωμα, γιατί αφήνει μαύρους κύκλους που σε προδίνουν για μέρες, αλλά εμείς οι λέρες θα το ξημερώναμε, είπα άγραφος νόμος.
Κάπου στο βάθος, σε μιας τζαμαρίας το θάμπος διαφαίνεται ένα ρόδινο πρωινό, η μέρα είναι έτοιμη να ξεκινήσει, με όλες τις προοπτικές ενός άσχημου χανγκόβερ, μα αν δεν κλείσουν τα μάτια τίποτα δεν έχει τελειώσει, η τελευταία κουβέντα δεν έχει ειπωθεί, ο τελευταίος χορός δεν έχει ποδοβοληθεί.
Ένας δίσκος με μουσική αργόσυρτη, τζάζ μελωδική με μια μαύρη φωνή να σπαράζει για κάποιον εδώ και ώρα μας κρατάει συντροφιά, η μαύρη φωνή είναι η μόνη που μιλά και ο καθένας ακούει ότι του λείπει.
Οι δίσκοι της μικρής ξεθηκαρωμένοι από τη θέση τους και δίπλα ένα μεγάλο κενό από την οικογενειακή δισκοθήκη.
Σαν αιλουροειδές που ο ύπνος αχρείαστος του είναι, με ένα ζευγάρι μάτια κάτι να ψάχνει, να παραμονεύει, ίσως την πιο σωστή ώρα, ίσως την πιο κατάλληλη, όταν οι δυνάμεις όλων τραβούν μια μυτιά για να φτάσουν ως το σπίτι, τότε

Τότε

Τότε αρχίζει ένας βόμβος να φτάνει, μια βαβούρας παύση, μια βελόνα να ψάχνει το δρόμο προς τον ήχο της να βρεί, να μπεί στο αυλάκι και πάνω του να χορέψει, να αφεθεί-αν δεν έχει ακόμα μπει το 2 τραγούδι ας τα και βράσ’τα, χάλασε η μαγιά και η μαγεία- ένα μπάσσο να ρχεται από μακρυά και ο ποιητής καβάλα με μια αγριωπή ,μα τόσο ζωντανή κιθάρα

Καψ’ τα τα ρημάδια
Η μέρα τούτη έχει αρχή, δεν έχει τέλος
Ακολούθα τον ήλιο καταπρόσωπο και πάλεψε να ξεπεράσεις τη μέρα
Και αν όχι, δεν μπορείς, μονάχα φτάσε την πιάσου από πάνω της και άσε την να σε ταξιδέψει
Αιώνιο πρωινό και φθινόπωρο
Πιάσου τώρα που μπορείς τώρα που ο ήλιος δεν καίει πιάσου και πέτα
Πιάσου μάγκα μου και πέτα...

(κι όπου ακούς για ρίο, για τα μέρη μας -πάτρα- λέει)

Ένα ένα τα ζόμπι με μάτια κλειστά άρχισαν να σηκώνονται, με αόρατο συμβόλαιο μεταξύ τους, τα μέλη τους αυτόνομα, σαν μαριονέτας με ίνες ήχων τραβηγμένα, όλοι ορθοί σαν μαγικά προσταγμένοι, άρθρωση μετά την άρθρωση, καρπός, αγκώνας, γόνατο, όλοι στο πόδι, όλοι στο ανάερο βηματισμό του τζίμ, όλοι σαν τα μαγεμένα ποντίκια.
Οι αλοιφές στο πάτωμα, ακολουθούσαν με ανεπαίσθητες κινήσεις, μπορεί στα πόδια ή στα χέρια, μπορεί και με την ανατριχίλα του δέρματος, σε όλους μέσα μας έμπαινε ο τζίμ με την παρέα του και μας μεθούσε από την αρχή, όλοι όμως με μάτια κλειστά, όλοι να πέφτουν σε τοίχους και πάνω στους άλλους, χοροί ατομικοί, χοροί εσώτεροι, δεν το χω ξαναζήσει.
Το θαύμα κλείνει, η μουσική απομακρύνεται και μένει ένα πλήθος να αναζητά μια συνέχεια σαν μητρικό βυζί, τα μάτια ανοίγουν και ανόρεχτα υποδέχονται το τέλος.
-Ένα μόνο;
Ναι στελάρα μου, ναι αγόρι μου καλό, κάνε μας αυτή τη χάρη και η πατσά μες στη βαρβάκειο δική μου, ένα στελάρα μου ακόμα, μου μειναν κάτι ρανίδες ενέργειας για ξόδεμα.

Και κλείσιμο(άσε τη μουσική αν μπορείς και έχεις την ευχαρίστηση να κλείσει με κλειστά μάτια, δεν έχω κάτι άλλο να πώ, μόνο σκέψου ό,τι θες να ακούσεις)

20.8.07

εγώ γι' αυτόν μιλώ

Έγώ γι’ αυτόν μιλώ
Αυτή ορίζει τη μοίρα της
Που θα την ψάξεις να την βρείς;



Και όταν την βρείς να την κρατήσεις
Να την λατρέψεις
Να την προσκυνήσεις
Και αν δεν πάνε όλα καλά
Εσύ εκεί που ξεκίνησες πιο γερασμένος, πιο μυαλωμένος, πιο μόνος


Να μην αφήσεις την πέτρα στην καρδιά,
δεν σου αξίζει, γιατί το πιο κοντά που θα την φτάσεις
αυτό θα είναι, και είναι λίγο.
Πρόσεχε το λοιπόν.

αληθινή ιστορία

Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πολύ καλή σχέση με την αλήθεια, ούτε η αλήθεια με μένα. Μη βιαστείς να με κρίνεις πως αντιγράφω την ψεύτρα του κοκτώ, δεν ξέρω αν με καμιά διεισδυτική ματιά στα βάθη του χωροχρόνου με είδε ο παραπάνω και έγραψε για μένα, εγώ το διάβασα μεγαλωμένος πιά, στα χρόνια της απεξάρτησης.



Παθολογικός ψεύτης ήταν η διάγνωση. Όχι από κανένα σοβαρό επιστήμονα, από τη Νότα τη χοντρή νηπιαγωγό μου, που με σήκωνε από τα αυτιά, το γουρουνοειδές με τα μαλλιά σε παντοτινό κότσο, για να λεπτύνονται τραβηγμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, σαν με συνελάμβανε να χτίζω λεκτικούς παράλληλους κόσμους με την πραγματικότητα.



Καλούσε τη μάνα μου στο γραφείο της για να με κατηγορήσει, να με δείχνει με το δάχτυλο σαν εισαγγελέας τον χειρότερο υπόδικο του καταστηματός της που αρνείτω να συμμορφωθεί, να σωφρονιστεί σύμφωνα με τις προτροπές και τις υποδείξεις της.



Ότι έλεγα ψέματα, για τα πάντα, για τα ξεριζωμένα λουλούδια, για τα γρατζουνισμένα γόνατα, για το όνομα των υπαιτίων και για το ίδιο μου το όνομα. Και αν έγραφα στους τοίχους το ίδιο σχεδιάκι κάθε μέρα, και ας με ανέκρινε τραβώντας μου τη φαβορίτα, ποτέ δεν αποκάλυπτα πως ήμουν εγώ, ακόμα και αν με έβλεπε, προφασιζόμουν πως είχα τα χέρια στραμπουληγμένα και έκλωθα ιστορίες για το πώς είχαν όλα συμβεί κατά την εκτίμησή μου.



Μπορεί να έφταιγε ότι πήγα στο σχολείο σχετικά μεγάλος, τότε ήταν εποχές δύσκολες και ο πάππος ήθελε βοήθεια με τα πρόβατα και τη βοσκή, δεν ήταν ότι δεν θα πήγαινα ποτές, απλά θα με καθυστερούσαν κανά δυο τρία χρόνια και τότε θα τα μάθαινα καλύτερα.



Στο δημοτικό η μάνα με υπερασπιζόταν όλο και ασθενέστερα, ο κανακάρης είχε πρόβλημα συμπεριφοράς, της είχαν συστήσει να με πηγαίνει σε συμβουλάτορα, για να αντιμετωπιστούν όλα τα σοβαρά προβλήματα που μου είχε δημιουργήσει η επικείμενη διάλυση της οικογένειάς μας. Και τότε ξεσπούσε η ίδια με κλάματα, ότι ποτέ δεν είχε δημιουργηθεί πρόβλημα στην οικογένεια και ότι τα βγαζα από το μυαλό μου, ένα μυαλό λίγο ανισόρροπο που ήθελε να δημιουργεί καταστάσεις και να ναι πάντα το θύμα και ο ήρωας.



Ο συμβουλάτορας δεν είναι ότι δεν τα βγαζε πέρα, απλώς χρέωνε τα κέρατά του στις επισκέψεις και αποφάσισαν οικογενειακώς να διορθωθώ με την μέθοδο της λούρας και της βέργας. Ομολογώ πως είχε αποφασιστική επίδραση στην ψυχοσύνθεσή μου, γιατί τα χέρια και ο κώλος μου είχαν γίνει κατακκόκινα σαν φυρίκια από τις βιτσιές και ανεστάλει ο δημιουργικός οίστρος μου.



Σταμάτησα να ψεύδομαι και άρχισα να ψευδίζω. Όλα για να τραβάω την προσοχή. Άλλαζα σειρά στις λέξεις, χρησιμοποιούσα ιδιότυπη σύνταξη για να μην γίνομαι κατανοητός και πάντα φορούσα μεγαλύτερα ή μικρότερα ρούχα απ’ ότι μου πρεπαν, σαν έκτρωμα στο χωροχρονικό συνεχές.



Η πραγματικότητα με πλάκωνε σαν μαντανία το κατακαλόκαιρο, ασφυκτιούσα, τα χρώματα μου φαίνονταν λιγοστά σαν EGA και γώ είχα συνηθίσει στα έγκατα του ουράνιου τόξου.



Οι παρέες με προσέγγιζαν και όταν δεν είχα κάτι ενδιαφέρον να τους πώ και να δείξω, έπιανα δουλειά, το χτίσιμο. Το ψέμα θέλει τέχνη και φαντασία, σαν τούβλα και τσιμέντο και φτιάχνεις τα πάντα. Τα πάντα, οι μνήμες, οι καταστάσεις, τα όνειρα και τα μυθιστορήματα γίνονταν υλικά οικοδομικά για να αρχίσει το θαύμα να συμβεί. Κρατούσα πάμπολλες εξαιρετικές ιδιότητες για μένα και στους καλούς μου μοίραζα μερικές, όλοι μαγικοί, όλοι ξεχωριστοί, άνθρωποι που θαύμαζα έφτιαχνα γέφυρες για να τους φτάνω και δεσμούς για να συμπαρασύρομαι στις ωραίες παρέες τους και εγώ, ο μόνος.



Είναι άσχημη η μοναξιά όταν δεν την επιθυμείς και εγώ δεν την ήθελα. Ψόφαγα για επιβεβαίωση, αναγνώριση, εκτίμηση και σεβασμό, μόνο που όλοι και εγώ αναγνωρίζαμε πως δεν υπήρχε κάτι να ανακαλυφθεί, ένας θησαυρός μέσα μου, κάποιο πολύτιμο μέταλλο, ένα διαμάντι βρέ αδερφέ, μόνο καρβουνίθρα και σκόνη.



Σαν κάποιος δεν με ήξερε και ξεκινούσε να κάνει ερωτήσεις βρισκόταν μπρός στον φανταστικό μου κόσμο, που φάνταζε παραμυθένιος και όσο συνέχιζαν οι διευκρινιστικές ερωτοαποκρίσεις το οικοδόμημα αναπτυσσόταν οριζόντια και κατακόρυφα, κυρίως το δεύτερο, έφτανε σε ύψη δυσθεώρητα, για να σε πιάνει ίλιγγος, προσπαθώντας να εξηγηθούν τα ανεξήγητα με πόρτες και παράθυρα, καταπακτές και αναδρομές, το κάστρο έμοιαζε με το σώμα μου, σώμα ελέφαντα σε καμηλοπαρδαλίσια πόδια-άρε σαλβαντόρε γιατί δεν γράφεις πια- για να καταρρεύσει στην υπαναχώρηση του προτινού ενδιαφέροντος.



Κάποια στιγμή ήρθε ο κορεσμός.ήταν και μια φίλη που μου πεταξε ένα «δοκησίσοφε» που με κόλλησε για χρόνια στον τοίχο.σαν να ξύπνησα από λήθαργο. Βαρέθηκα τον εαυτό μου και σιχάθηκα το ψέμα μου. Ήμουν πιο δήθεν και από το μπουκάλι της άμστελ που από μακρυά μόνο το καπάκι της σε προειδοποιεί για το υπαρκτό περιεχόμενο.



Άλλαξα. Μπορεί και να Μεγάλωσα. Μπορεί και να Ωρίμασα. Σταμάτησα το ψέμα και αποφάσισα να δουλέψω το άλλο άκρο, αλήθεια και μόνο αλήθεια.



Μαλακία μεγάλη, γιατί όλοι θέλουν το ψεματάκι περισσότερο από την απόλυτη αλήθεια. Δεν σε αγαπάω, με κουράζεις, φύγε σε παρακαλώ, δεν είσαι ότι έψαχνα, με εκνευρίζεις από πάντα, δεν ξέρεις να μαγειρεύεις ούτε βραστό αβγό, τι εννοείς δεν ότι δεν χρειάζομαι ένσημα.



Έπιασα τα πάντα από την αρχή και από σχεδόν μηδενική βάση, το μόνο που είχα μάθει με τα χρόνια ήταν το διάβασμα και ήταν το μόνο που δεν είχα εγκαταλείψει. Έχτισα ένα άλλο προφίλ, πιο στέρεο, πιο ουσιαστικό, γιατί μέσα στον κυκεώνα του ψεύδους είχα χάσει την μπάλα, για το τι πραγματικά ήταν πραγματικό και τι όχι.



Αυτή τη φορά η απομόνωση ήρθε πιο φυσιολογική, γιατί οι άνθρωποι που είχαν συνηθίσει έναν διασκεδαστή γύρω τους δεν μπορούσαν να αντέξουν την κριτική του. Τα λόγια πλέον λιγοστά και συγκροτημένα. Κάλυψα πολλά κενά, μου άνοιξα πολλά μονοπάτια, όχι σε βάθος, μα σε έκταση. Το βάθος άργησε.



Οι παρέες μου άλλαξαν, καινούρια πρόσωπα με πλαισίωσαν, όλα καλά. Ήρθε ο καιρός του πτυχίου και της πραγματικής δουλειάς. Ήμουν για κλάματα. Η αλήθεια ήταν απαγορευτική και απαγορευμένη. Όλοι ήθελαν κάποιον σίγουρο για ότι έλεγε, ακόμα και αν δεν ήξερε την τύφλα του. Άργησα λίγο να το καταλάβω. Ήθελαν κάποιον έμπειρο, εμπειρία δεν είχα, χρειαζόμουν απελπισμένα τη δουλειά.



Απλή η λύση του προβλήματος. Μια ολόκληρη ζωή είχα μάθει να μιλάω με τις ώρες, με τις μέρες για πράγματα που μου ήταν άγνωστα. Επιστρατεύτηκε το ύφος των χιλίων καρδιναλίων, επιστημονική ορολογία, διαίσθηση, μαιευτική τακτική, στόμφος και ανυποχώρητη διάθεση, ώστε σε ένα δύσκολο τομέα, με αρκετές ευθύνες να μπορέσω να αντέξω για το λίγο που χρειαζόμουν ώστε να καλύψω την έλλειψη εμπειρίας με τρελό διάβασμα, με προσεκτική παρατήρηση, με κόπο και αρκετά λάθη. Έχουν περάσει χρόνια και είμαι ακόμα εκεί, μερικοί πιστεύουν ότι είμαι πετυχημένος, εγώ ξέρω τι λούκι πέρασα.

Θα μου πείς τι τα λέω όλα αυτά;



Κάτι ήθελα να γράψω για να με θίξω, γιατί είναι μια πραγματική ιστορία, μπορεί και όχι γιατί στέρεψα από ιστορίες, ή γιατί κάποτε είδα μια πραγματικά αληθινή ιστορία. Και αυτή θα ήθελα να διηγηθώ.



Τα παιδιά στη γειτονιά μου πιστεύουν τι ξέρω σχεδόν τα πάντα και έρχονται συχνά πυκνά και με ρωτάνε. Το ύφος που λέγαμε.



Στη γειτονιά υπάρχει και ο Γιάννος, ο ξαδρεφός μου ο μικρός. Είναι ένα καθαρματάκι που έχει έντονη προσωπικότητα και αντίθετα από μένα αντί να σκαρφίζεται ιστορίες όπως εγώ στην ηλικία του, έχει το θάρρος να με ρωτάει. Μακάρι τότε να το μπορούσα και εγώ. Που λές τώρα μαθαίνω τον Γιάννο να γράφει εκθέσεις, σαν να λέμε βάζουμε τον κλέφτη να μάθει τον φύλακα πώς να φυλάξει το ταμείο.



Είμαστε ακόμα στο στάδιο της μιας πρότασης, με τον καιρό ο Γιάννος θα γίνει ο ήρωάς μου πιστεύω, γιατί θα κοιτάξω να μάθω τον κόσμο πάλι μέσα από τα μάτια του και να του τον δείξω από τα δικά μου. Του βαλα πριν κανα μήνα να μου γράψει 4 προτάσεις με 4 λέξεις. Το αποτέλεσμα είναι μια πραγματικά αληθινή ιστορία


ένα κλίκ στην εικόνα και θα δείτε επτάχρονη γραφή, σε παρθενική προσπάθεια έκθεσης ιδεών.

χνούδι μου, τον προετοιμάζω για τα δικά σου κείμενα,

σε μερικά χρόνια..

η καταιγίδα

-Καλημέρα
-Να ήταν..
-Δεν είναι;
-Εδώ και καιρό όχι
-Πως τα περνάς;
-Ζοφερά.
-Σε λυπάμαι.
-Αγαπάς κάποιον;
-Όχι.
-Εσένα να λυπάσαι.
-Εσύ αγαπάς;
-Αγαπάω.
-Και;
-Η αγάπη εκτός από ηλιοβασιλέματα έχει και καταιγίδες.
-Σταμάτησες να αγαπάς;
-Σταμάτησα να αντέχω να βρέχομαι.
-Αυτή;
-Σταμάτησε να προσπαθεί να μπεί από κάτω.
-Μπήκαν άλλοι μέσα;
-Οι εγωισμοί κρατώντας ομπρέλες.
-Και;
-Με μια ομπρέλα οι δυό δίνονται ένα, με δυό μένουν δυό και απλώς συνοποράνε.
-Τι θα κάνεις;
-Θα της ζητήσω να κλείσουμε τις ομπρέλες στη μεγάλη μπόρα, να γίνουμε πάλι μούσκεμα και θα ‘ρθει καινούριος ήλιος.
-Γιατί άφησες να φτάσει ως εδώ;
-Γιατί ο άνθρωπος στη βροχή ποντικός είναι και όχι πρόβατο, δεν μονιάζει με τον άλλο μαζί τη ζέστη του να ανταλλάξει, μόνο να φεύγει ξέρει, όλούθε να τρέχει, αιώνια τυφλός ταξιδευτής.
-Για που ετοιμάζεσαι;
-Να γίνω μούσκεμα.
-Σε ζηλεύω. Γεια.
-Να ζηλεύεις εκείνον που πιάνει το γυαλί στον αέρα και όχι εκείνον που μαζεύει τα σπασμένα. Αντίο.

ξένες γλώσσες

-Τώρα που καλοκαίριασε να φρεσκάρουμε τα αγγλικά μας.
-Όχι εγώ.
-Δεν σε αφορά;
-Ξέρω ότι μου χρειάζεται.
-Πώς θα πείς μου αρέσεις;
-Θα την κοιτάζω κατάβαθα στα μάτια.
-Πώς θα της πείς σ’ αγαπώ;
-Αν το νιώσω, θα της φιλήσω τη μέσα μεριά της παλάμης.
-Πως θα ζητήσεις ένα ποτήρι νερό;
-Θα στύψω το μαντήλι μου στα χείλη.
-Πώς θα νοικιάσεις ένα αυτοκίνητο;
-Θα της δείξω την άδεια θέση του συνοδηγού, για να ‘μπω.
-Πώς θα πάρεις το τηλέφωνό ή την διεύθυνσή της;
-Δεν θα χρειαστεί, θα μείνω εκεί, μαζί.
-Και αν σου πεί δεν σε θέλω, φτάνει, υπάρχει άλλος;
-Δεν χρειάζονται αγγλικά για να μεταφράσεις τον δισταγμό και το τέλος.
-Πως αντέχεις να μην καταλαβαίνεις τι σου λέει;
-Επιλέγω να προσπαθώ να καταλάβω, γιατί όταν είναι γνωστή η γλώσσα, απαντάς χωρίς να ακούς.
-Κάθε χρόνο η ίδια κουβέντα.
-Κάθε ώρα η ίδια ανάγκη, Μέχρι να γεμίσει το δίπλα μου κενό με άνθρωπο.

17.8.07

Γιορτή

Στίχοι: Σταμάτης Σπανουδάκης
Μουσική: Σταμάτης Σπανουδάκης
Πρώτη εκτέλεση: Άλκηστις Πρωτοψάλτη
Φέρτε γιρλάντες, φέρτε μου μπάντες,
φτάνει ο καλός μου κι έχουμε γιορτή,
φέρτε μου δώρα απ' όλη τη χώρα,
έρχεται την αυγή.
Φέρτε μπριλάντια, φέρτε διαμάντια,
φέρτε ασήμι, φέρτε μου χρυσό,
φέρτε μου ρούχα, τα όνειρα που 'χα
σήμερα θα ντυθώ.

Άγγελος είναι, γη και αέρας,
χώμα και σώμα ένα.
Φτάνει ο καλός μου, το φως του κόσμου,
δε βλέπω πια κανένα.
Φέρτε σημάδια, φέρτε μου χάδια
να τον πλανέψω και να πλανευτώ,
φέρτε μου χρόνους, πίκρες και πόνους
να τα σκορπίσω εγώ.

Τι 'ναι αλήθεια, τι παραμύθια,
θάνατος τι 'ναι, τι 'ναι η ζωή;
Έλα κοντά μου, στην αγκαλιά μου
να μου τα πεις εκεί.

μακάρι να βρισκα και ένα αίνιγμα, ένα γρίφο
για να κρατούσα και εκείνον που έφυγε
αφού πρόλαβε να προκαλέσει έλλειψη

μπάρκο στη νυχτιά

Είναι λόξα μου από παλιά να μην κοιτάζω που πηγαίνω, τα μάτια μου να μην βλέπουν ποτέ τον δρόμο, πιο πάνω ή πιο κάτω και πάντα κάπου να σκοντάφτω, πότε σε κολώνες, πότε σε λακκούβες, πότε σε κλαδιά, μα κάποτε και σε περιστατικά που η φαντασία μου τα μεταπλάθει σε ενδιαφέρουσες ιστορίες.
Και αν είναι ενδιαφέρουσες και για άλλους, δεν ξέρω, πάντως εμένα πάντα σηματοδοτούσαν τον χρόνο και την πορεία μου σε τούτη τη ζωή, μιας και δεν ζεί κανείς μόνο μέσα στην πραγματικότητα, μα και στην φαντασία ταξίδια κάνει, κάνει δοκιμές ζωής μέσα από βιβλία, θεατρικά έργα και τον κινηματόγραφο, μα και από ιστορίες άλλων και δικές του.
Κάποτε πρίν από χρόνια, βράδυ σαββάτου στη σίνα, κατεβαίνοντας από το Λυκαβηττό έζησα μια μικρή ιστορία, που με τον καιρό μεγεθύνθηκε, οι θόρυβοι που ακολουθούσαν την καταγραφή εξαφανίστηκαν και με τις αισθήσεις όλες οξυμμένες τα χρώματα ζωντάνεψαν, ο ήχος κρυσταλλώθηκε και μια μυρωδιά κάλπικη έχω να θυμάμαι.
Έπρεπε να πάρω ένα βίντεο και έναν αντάπτορα για να δούμε μια ταινία του φελλίνι, ώρα τρείς, που άλλαζε η πόλη πλευρό και ροχαλητό, γιατί για κάποιους η δουλειά ήταν ένα ραντεβού της δευτέρας και για τους περισσότερους ένα όνειρο που θα τελείωνε σε μερικά στριφογυρίσματα ακόμη.
Δεν νύσταζα καθόλου και ήμουν από τους λίγους χωρίς παρέα και με μηχανάκι, ο κλήρος έπεσε σε μένα.
Η νυχτιά γλυκειά από το αεράκι που κατέβαινε την πάρνηθα πάνδροσο, καθαρίζοντας υπομονετικά κάθε βράδυ τον ουρανό της επόμενης μέρας σαν τον επιμελητή στο σχολείο, με βρεγμένο σφουγγάρι, από τα λογής σκατίδια που αιωρούνταν και ο κόσμος τρελαινόταν καταπίνοντάς τα.
Το πουκάμισο ανοιχτό, το μηχανάκι σβηστό στην κατηφόρα και οι δρόμοι σχεδόν άδειοι, οι όσοι ξύπνιοι πολιορκούσαν την παραλιακή για ένα θολό ποτό και τσιγάρο.
Τα φρένα μου λειψά, τα λάστιχα φαλακρά και τα πέδιλα αδύνατα μέσα πέδησης, εγώ ο καπετανέος, σχεδόν τσούλαγα, πάντα έτοιμος να εγκαταλείψω το επίφοβο πλοίο μου.
Το φανάρι στην ασκληπιού πάντα το σκιαζόμουν γιατί που να ανακόψεις ταχύτητα μετά από τσουλήθρα, σε τυφλή κάθετο, έτσι η κίνησή μου ήταν οφιοειδής, να γατζώνουν τα πλαινα. Τότε στο τέρμα του φαναριού την είδα.
Τέντωσε τα χέρια ψηλά και ξεντύθηκε του ρούχου της, κάτι σαν σατέν φωτεινό κομπινεζόν, τίναξε πίσω τα μαλλιά και ήρθε και καθελκύστηκε στο παραθύρι παραδίπλα, σε κάποιο σοφά ή σε κάποιο κρεβάτι, πάντως σε κάποιου αφανούς ήρωα τα λαγόνια, αρχίζοντας το μαούνισμα της.
Η νέα δυάρα δεν έδινε για το θερινό σινεμά που προσέφερε αφειδώς στους περαστικούς της ώρας κείνης και παρατηρούσα όλες τις φάσεις των δυό πανσέληνων στηθιών της, πάνω και κάτω πίσω από το πρεβάζι.
Ξέχασα τον σκοπό της διαδρομής μου, κεραυνοβολημένος από την οπτασία , που ανεβοκατέβαινε κεντρόβαρη, με ήρεμο καλπασμό, με χέρια και μαλλιά λυτά, μισοληθαργικά, λες και το σώμα, το από πάντα έτοιμο να ήξερε τη δική του διαδρομή.
Το βίντεο στα πόδια μου σφηνωμένο, στην ανηφόρα το γαλλικό ινστιτούτο σιωπηλό και σκοτεινό, η ρόδα λοξά σφηνωμένη προς το πεζοδρόμιο και ένας αναστεναγμός να θέλει να ξεχυθεί, σαν να θελε να σβήσει τα κεράκια του βραδινού δώρου του.
Η βαρκάδα δεν συναντούσε εμπόδιο, ούτε προξενούσε μεγάλες εντάσεις, το πρόσωπό της ήρεμο, γαλήνιο, μπορεί και νυσταγμένο, στο πορτοκαλομισοσκόταδο η κενταύρισσα φαινόταν βαθειά χυμένη σε παράδοση, αλλού τα μάτια και αλλού το σώμα της, σαν να ταξίδευε γι’ αλλού.
Φύσηξε αεράκι και χαλινάρωσε ένα χέρι τα μαλλιά της από πίσω, ένα χέρι που τα ριζά του ακολουθούσαν τη ρεματιά της πλάτης της και αυτή, με τοξεμένο το λαιμό της, στεριώθηκε καλύτερα στο καρνάγιο της, γαντζώθηκε το χέρι της στο μάνταλο και άρχισε να βογγίζει σιγανά.
Το πόδι μου εσκλήραινε, το βίντεο με ενοχλούσε, ο αυχένας μου είχε πιαστεί, μα με τίποτα δεν θα τάραζα με θόρυβο την άγια κείνη τελετουργία.
Σε κάποια στγμή απόκαμε, το χέρι λευτέρωσε την κόμη, το τόξο ξετεντώθηκε και καθώς οι ώμοι κύρτωσαν των μαλλιών της η κουρτίνα σκέπασε το πρόσωπό της.
Ήταν ωραία, απ’ όσο μπόρεσα να δώ, του προσώπου της η σύσφιξη, η ένταση καθώς γλυκά αποτελείωνε, εκείνο που πρίν από ώρα είχε ξεκινήσει, δεν είχε τίποτα να αποδείξει, μόνο φαινότανε στην φαντασία μου πως είχε σύντροφο ηδονής να μοιραστεί.
Το χέρι της μάζεψε με μια κίνηση τα μαλλιά σε ένα παλαμάρι και την κουρτίνα γυρνώντας, μου φάνηκε με είδε και πως έσπασε ο καρπός της σε ένα φευγαλέο γειά.
Το φαναρι στη σίνα κατέβηκαν στο κατόπι δυό μηχανές και ένα ζευγάρι σε αυτοκίνητο, που κεράστηκαν έρωτος θέα δύο τριών φαναριών παραδρόμου και βάλε, με μια γλυκόπικρη αίσθηση μοναξιάς τη νύχτα εκείνη.
Όσες φορές και αν ξαναβρέθηκα αθήνα, κάτω από τη σίνα έριχνα κλεφτές ματιές μήπως την αλόγισσα κόρη ξαναπετύχω, μα ο μύθος ξέρει να σώνεται από τη φθορά του και επαναλαμβάνεται μόνο σε νέα μάτια.
Μου είπανε πως άργησα να φέρω το βίντεο και είχανε πιεί τις μπύρες, μα ποιος νοιοζόταν , εγώ το είχα δεί το έργο μου και ήτανε αγαπημένο.


υγρ. η φωτογραφία είναι του bullock wynn.

16.8.07

στο φανάρι

Στο φανάρι σταματημένος. Ένα ποδηλατάδικο στο βάθος και η κερασομαλλούσα θέλει καινούριο ποδήλατο. ένα μαγαζί με οπτικά για μένα, τα γυαλιά αυτά πολλά είδαν μαζί μου, μέχρι και τον βυθό της θάλασσας όταν μου γλίστρησαν από το σωσίβιο πάνω.
Κόσμος κλεισμένος οχτάωρο σπαστό σε βιτρινοκάγκελα, παρέα με άψυχες ξελογιάρες κούκλες.
Η μόδα της εποχής, όλα να τείνουν στο small, σε σώματα που τα χουν από καιρό ξεπεράσει τα teen.
Το φανάρι αργεί να πρασινίσει και ένα κοπάδι από σκουρόχρυσα πόδια διαβαίνει από μπροστά μου, σαντάλια φορώντας, με γάργαρα χαμόγελα διακοπών.
Τυχεροί, οι γύρω σας λαμπερά πλάσματα.
Συνοφρυωμένες, κουρασμένες και ιδρωμένες συνάμα φάτσες προσπερνούν ψάχνοντας να κρυφτούν από τον ήλιο που ξέχασε να κλείσει το πορτόνι του φούρνου, με άγχος φορτωμένες για την επαύριο και τις δόσεις που τους ποντίζουν στην απελπισία.
Δυό πιτσιρικάδες ανεβασμένοι σε ποδήλατο και σανίδα, αψηφούν την κάψα και εκτοξεύονται με επιτυχία και πάταγο από τα μαρμάρινα σκαλόνια στα υποψιασμένα περιστέρια που περιτριγυρίζουν τους υδάτινους πίδακες για λίγη δροσιά, για να φτερουγίσουν μέσα στα πρόσωπα των παιδιών και να ξαποστάσουν στο σιντριβάνι πιο πέρα.
Το φανάρι ανάβει και είμαι έτοιμος να φύγω, μα την ματιά μου κλέβει μια πύρινη σημαία, κάπου στο άκρο της όρασης και σκύβω μέσα από τα γυαλιά για να ξαναδώ το χρώμα.
Μια παιδούλα, άγουρη και ψηλή στα 8 μέχρι 10, λεπτή σαν κοτσύφι, ακολουθεί κατά πόδας τη μητέρα της, φορτωμένη με πάχος και ηλικία και μια τσάντα πλαστική σε κάθε χέρι.
Η μικρή σαν φοβισμένη ακολουθεί, με στέκα στα μαλλιά, ίσια καστανά, αγνή στρογγυλάδα στο πρόσωπο και ίσως σιδεράκια στα δόντια. Κόκκινο φόρεμα στο γόνατο και άσπρες μπαλλαρίνες με λουλούδι. Η μητέρα κατεβάζει τις τσάντες, στη μέση της πλατείας, ψαχουλεύει μες στην τσάντα, βγάζει ένα παλιό κινητό, που ανάθεμα και αν τα δάχτυλά της μπορούσαν να πατήσουν τα μικρά πλήκτρα και αναμένει με το τηλέφωνο σφηνωμένο στον ώμο.
Η μικρή πιάνει τις άκρες του φουστανιού της δεξιά αριστερά σαν σπανιόλα και ανοίγει λίγο την βεντάλια του.
Περιμένω και καιροφυλακτώ ότι κάτι θα συμβεί, πάντα κάτι συμβαίνει σαν το μείγμα είναι εκρηκτικό.
Η μαμά της αρχινά να μιλά με κάποια φίλη η συγγενή της και προσπαθεί να της εξηγήσει ότι είναι στο κεντρικότερο μέρος της πόλης μα δεν την βρίσκει στο ραντεβού.
Απ ότι λέει και η άλλη κάπου εκεί κοντά πρέπει να ναι, μα η ευκολία του ακριβούς στίγματος μπέρδεψε περισσότερο τις συναντήσεις, γιατί εξανέμισε την προσοχή και την υπομονή.
Η μικρή στην γυρισμένη πλάτη της μητέρας της αρχίζει όλο και πιο θαρρετά να κινείται γύρω από τον εαυτό της, τεντώνει σαν αγουροξυπνημένο αιλουροειδές τα πόδια της, φανερώνοντας ένα σπουδασμένο κουντεπιέ, τα χέρια της ρολογίζουν αντίθετοι λεπτοδείκτες και η πλατεία φαντάζει σάλα χορού.
Πίσω από τη γονική επιτήρηση αρχίζει να βιδώνεται πιότερο στον ουρανό, παρά στα γήινα και το κόκκινο φουστανάκι ξεδιπλώνεται, η βεντάλια του ανοίγει και αναερούται, η μικρή ζαλισμένη και χαρούμενη στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό της μια κατακόκκινη τουλίπα, με απλωμένα δυο λεπτόμισχα φύλλα, προλαβαίνω στις στροφές της ένα χαμόγελο που γυρνά στον εαυτό της από την υπερπροσπάθεια, το κόσμος σταματά να κινείται, οι κόρνες και οι φωνές σταδιακά εως στιγμιαία σταματούν και όλοι κοιτούν την κόρη που στροβιλίζεται.
Το άλικο χάδι της στον άνεμο ξεσηκώνει θαυμασμό και ενδιαφέρον, μέχρι και που οι πιτσιρικάδες με το ποδήλατο και τη σανίδα σταματούν και την θαυμάζουν, σίγουρα την ερωτεύονται εκείνη τη στιγμή, νομίζω πως είμαι σίγουρος, εγώ αυτό θα έκανα στη θέση τους, η μικρή αργοσβήνει το στροβίλισμά της και κατακόκκινα βάφονται τα μάγουλά της, σαν να ξέβαψε το φόρεμα.
Η μάνα της βλέπει τον κόσμο να κοιτάζει προς το μέρος της και απορεί, μα η σκιά ρουφιάνα από πίσω της μαρτυρά του ρούχου την πορεία. Γυρνά, με το τηλέφωνο στον ώμο, βλέπει αναψοκοκκινισμένη τη μικρούλα, ίσως και ελαφρά ιδρωμένη και καταφέρνει ένα μπάτσο στο προσωπάκι της που τρέχουν δάκρυα μαζί με ιδρώτα.
Η μικρή κρύβει το πρόσωπο στα χέρια, ολόρθη, η μάνα κλείνει το τηλέφωνο και αρχίζει να την κατσαδιάζει, τους βλέπει και η γειτόνισσα και το ραντεβού στέφεται με επιτυχία., η μάνα ζαλώνεται τις τσάντες και ο κόσμος συνεχίζει απ όπου σταμάτησε.
Μόνο οι πιτσιρικάδες μένουν ακίνητοι, βλέποντας το τρίο να τους πλησιάζει, για να ανεβούν στα σκαλοπάτια, τις δυο μαούνες και το κοτσυφάκι.
Υπάρχει αρκετό μπαρούτι στην ατμόσφαιρα, ιδίως στα μάτια του ποδηλάτη.
Μπορώ να τους παρατηρώ ανεμπόδιστα, γιατί ο τόπος γίνεται μονοδιάστατος και μια ευθεία που σχηματίζουν τα μάτια του με της μικρής αρκει για να θεωρηθεί οτιδήποτε άλλο εκτός και άνευ σημασίας.
Παίρνει φόρα, μια και δυό, πηδάει τα σκαλόνια, προσγειώνεται γράφοντας ημικύκλιο με κωλιά μπρός στη γυναίκα και δείχνει τα χέρια του.
-μην την ξαναπροσβάλεις μωρή φώκια μπροστά σε κόσμο και μην ξανασηκώσεις το χέρι σου, μην στο δώσω να το φάς!
-πως μου μιλάς παλιοσκατόπαιδο, αι στα τσακίδια παλιοαλήτη που θα μου πεις πως θα φερθώ.
-πες ότι βρωμιά θες, μα αν τολμάς ξαναάπλωσε το χέρι σου και θα το μετανιώσεις, μάρτυς μου ο θεός.
-ντροπή σου και είσαι μικρό παιδί, του λέει η άλλη η χοντρή.
-ντροπή στα μούτρα σου φακλάνα που αφήνεις αυτό εδώ το πράγμα να προσβάλει δημοσίως την κοπέλα επειδή χόρεψε. Ντροπή σε σενα και σε κείνη, που θα μου πείς για ντροπή.
Αφήνω το μηχανάκι και πλησιάζω, η φακλάνα μια τον έχει και θα τον έλιωνε, μα και ο πιτσιρίκος είχε το μάτι του αναποδιασμένο.
-νεαρέ, του λέω μαζέψου, δεν είναι τρόπος αυτός να μιλάς σε μια κυρία.
-να ξέρατε κύριε τι κουβέντες έβγαλε το βρωμόστομά του, που έχουμε καταντήσει σαν κοινωνία, βιάστηκε να ξεσπαθώσει το γειτονικό τέρας.
-είμαι δικηγόρος και μπορώ να σας σύρω για βιαιοπραγία, σωματική και ψυχολογική βλάβη, μπορώ να σας τυλίξω σε μια κόλα χαρτί και να τρέχετε και να μην φτάνετε. Ντροπή δική σας κυρία μου, που νομίζετε πως μπορείτε να σηκώνετε χέρι, όπου και όπως νομίζετε.
Είστε κατάπτυστη και ζορίζομαι για να μην καλέσω την αστυνομία, για χάρη της μικρής. Δεν μπορείτε να εξευτελίζετε τον άλλον, ουτε το ίδιο σας το παιδί, μόνο τον εαυτό σας.
Δεν θέλω ούτε να σας βλέπω.
Με σκυμμένο το κεφάλι και μουρμουρίζοντας κακιωμένες κατάρες και ανούσιες δικαιολογίες εξαφανίστηκαν, πίσω από μια εμπορική γωνία.
Η μικρή στρίβοντας έριξε από μια ματιά και στους δυό επίδοξους σωτήρες και υπερασπιστές της, ίσως λίγο πιο πολύ στον πιτσιρίκο.
-είστε πράγματι δικηγόρος; Με ρώτησε εκείνος καθώς έστριβα.
-όχι, απλά μεγάλος και οι μεγάλοι μπορούν να λένε πιο πιστευτά ψέματα.
-γιατί της τα είπατε ωραία.
Όχι καλό μου, εσύ της τα είπες ωραία, φακλάνα ήταν, μα το δίκιο σου δεν θα το βρείς με χαρακτηρισμούς, αυτούς κράτησέ τους για σένα. Μάθε να μιλάς τη γλώσσα που φοβούνται και θα τους τσακίσεις μια για πάντα. να σε ρωτήσω κάτι;
-πείτε μου.
-την ήξερες την κοπελίτσα; πάει στο σχολείο σου και την υπερασπίστηκες;
-όχι, αλλά έμοιαζε με την αδερφή μου, είπε και σκοτείνιασε σαν καλοκαιρινός ουρανός πριν μπόρας.
-λυπάμαι, μου ρθε να του πώ, αλλά είχα αρκετά ανακατευτεί στη ζωή τους για σήμερα.
-αυτά που είπα πάντως ισχύουν, αν κάποιος έχει πρόβλημα μπορεί να απευθυνθεί πάντα στην αστυνομία.
-καλά, εντάξει, μου είπαν και έφυγαν.
Πόσες ψυχές άλλαξαν θέση και διάθεση εκείνη τη μέρα δεν ξέρω, ανέβηκα στο μηχανάκι, το φανάρι άναψε πράσινο και η ζωή συνεχίστηκε, με έναν ήρωα παραπάνω και έναν πιο γερασμένο, μαγκωμένο μεγάλο, εμένα.

salut

Στίχοι: Ελένη Λιάκου
Μουσική: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Μαραμένα μες στο βάζο τα λουλούδια
λυπημένα σ' ένα κάδρο αγγελούδια.
Δίπλα η βρύση με ρυθμό στάζει
φριχτότρίζει η πόρτα
κι είν' το σπίτι ανοιχτό.

Μια γυναίκα φεύγει,
μια σωστή κυρία
τα βήματά της σβήνουν
μια θλιβερή ιστορία.

Κάνει κρύο κι η βροχή
πάγωσε στη στέγη
μια γυναίκα φεύγει,
μια γυναίκα φεύγει.

Στο τραπέζι ένα γράμμα πεταμένο
το ρολόι στις οχτώ σταματημένο.
Φεύγει ο χρόνος και το χτες είναι νεκρό
κλείνει η μοίρα το ρομάντζο το πικρό.

13.8.07

ο επιστΗμονας

Κάποια ωραία μέρα με ρώτησαν οι δικοί μου τι θα ήθελα να γίνω σαν μεγαλώσω.
Εύκολη απάντηση για ένα πιτσιρίκο:
-μηχανικός αυτοκινήτων σαν τον μπαμπά και δεν θα ξεμένω πουθενά. Γέλια και χαρές η φαμίλια.

Στο σχολείο τα γούστα άλλαξαν:
-εσύ τι θα θελες να γίνεις σαν μεγαλώσεις;
-δάσκαλος κυρία, να ξέρω πολλά σαν και εσάς και να τα μαθαίνω στα παιδιά. Πολλά παιδιά συγκατένευσαν έχοντας κάνει παρόμοια σχέδια για το μέλλον τους.

Είχε γίνει μια κηδεία και δεν υπήρχε παπαδοπαίδι, το μόνο παιδί με καθωσπρέπει παντελόνι ήμουν εγώ, με ένα νεύμα διείσδυσα στο άβατο του ιερού κλίτους.
Για καιρό μετά προετοιμαζόμουν ψυχολογικά για το απενοημένο διάβημά μου και σαν το είπα στους δικούς μου με σοβαρότητα μεγάλη, έφαγα βρεγμένη σανίδα για τα καλά
-και μη σε ξαναδώ κοντά σε τραγοπαπαραίους, ακούς εκεί μοναχός; Τα παπαδοπαίδια τα κάνουν γιουσουφάκια.
Δεν μου εξηγήθηκε ποτέ ο όρος γιουσουφάκι, ούτε καν στα εγγλέζικα, γιατί είναι ξένη λέξη, αλλά παραξενεύτηκα γιατί είχε να κάνει με το τραγούδι νομίζω και εγώ δεν ήμουν ποτέ καλός στη ωδική.

Τα χρόνια διαδέχονταν το ένα το άλλο, πήραμε και εμείς έγχρωμη τηλεόραση-άστα εσύ που νομίζεις πως γεννήθηκες σε ένα κόσμο έγχρωμο, εγώ είμαι της κυριακάτικης ελληνικής ταινίας μετά το ψητό στο φούρνο, του ταρζάν, του έρον φλίν και της κινηματογραφικής λέσχης του μπακογιαννόπουλου νεοτέρου.
Ντέρτι χάρη, ακούγεται καλύτερα από ντίρτυ χάρυ-dirty harry- και μετά του οποίου
Ο επαγγελματικές μου βλέψεις προσανατολίστηκαν στην μπατσική, να φυλάω τον κόσμο από τους κακούς, να είμαι λειτουργός του νόμου και να μπιστολεύω και κανα κάθαρμα, κάτι σαν τον Σέρπικο, μα όταν ένα κατηραμένο όργανο με έγραψε κάπου στη Ζαχάρω για κράνος και δεν έπαιρνε από λόγια, κρυφογελώντας με τις καραγκιόζικες δικαιολογίες που εφεύρισκα, ανέλυσα τη δύναμή του που ήταν κρυμμένη στο μπλοκάκι και είδα πως μόνο αν δεν γινόμουν φτασμένος συγγραφέας ή έστω σερβιτόρες να γράφω παραγγελίες, θα καταδεχόμουν να μπατσοκαταξιωθώ.

Τα έργα πάντα μου προκαλούσαν ζημιά και ήρθε και έδεσε όταν είδα τον άφταστο μπαρίσνικωφ στο άσπρες μέρες, άσπρες νύχτες και ήθελα να καταπιαστώ, έστω και μεγάλος-και άχαρος- με τον χορό.
Ο βήχας μου κόπηκε μαχαίρι:
Χορευτής και δη μπαλέτου=πούστης. Αυτή τη φορά το κατάλαβα αμέσως, χωρίς διευκρινιστικές ερωτήσεις. Άστο, καλύτερα να σου βγεί ο ώμος παρά το όνομα.

Ανέκαθεν μου άρεσαν τα ντοκυμαντέρ, κυρίως αυτά του κουστώ, είχα ονομάσει καλυψώ το σωσίβιό μου και έκανα εξερευνήσεις από τον αφρό μέχρι τα δεκαεφτά μου, ίσως και τα δεκαοχτώ. Υπέροχος κόσμος, καταγοητευμένος και εγώ, μάθαινα τις επιστημονικές ονομασίες των ψαριών και συνταγες με βίνεγκραν, ανανά και αβοκάντο, μα υπήρχε μια αντικειμενική δυσκολία. Ντρέπομαι ακόμα και τώρα να την εξομολογηθώ, και έχει να κάνει με την κολύμβηση. Δεν είναι ότι δεν ήξερα, απλώς άργησα λίγο να μάθω και στα ρηχά ο υποβρύχιος κόσμος είναι πλούσιος από σκατόπαιδα που σε κοροιδεύουν, γιαγιάδες που σε κοιτάζουν καχύποπτα, μπάλες του κάνουν άσχημα γκέλ στο κεφάλι σου και κυρίως νερό που μπαίνει στα αυτιά σου. Ναι, το ομολογώ, δεν μπορώ το νερό στα αυτιά μου, το ξέρω τώρα πως δεν επικοινωνεί με τον εγκέφαλο, μα είναι φοβία και προτιμώ να πεθάνω με τη φοβία, παρά να πεθάνω προσπαθώντας να την λύσω. Αυτά και τέλος με τον κουστώ. Αντίο δάσκαλε!

Το ποτήρι ήταν έτοιμο να ξεχειλίσει και το μηχανογραφικό ζητούσε συμπλήρωση.
Κάθισα μόνος μου, χωρίς την περιττή βοήθεια από τους οικείους μου και καταπιάστηκα μαζί του. Μου πήρε 10 λεπτά για να το τελειώσω. Σε κάθε επάγγελμα φανταζόμουν τον εαυτό μου και σε κλάσματα του δευτερολέπτου διέγραφα την κάθε επιλογή. Στο τέλος απόμειναν 5

5.ιχθυολόγος, ένεκα του κουστώ και των χαμηλοτάτων βάσεων. Για καβάτζα.
4.πληροφορικάριος, έλεγαν πως ήταν το επάγγελμα του μέλλοντος και εμένα η μόνη σχέση μου ήταν τα φορητά φλιμπεράκια με καράτε, ασθενοφόρα, κουνούπια και λοιπά καλά.
3.φωτογραφίας τει, πολύ μου άρεσε η φωτογραφία, ακόμα δεν είχα το απαραίτητο μούσι και το λολεμένο βλέμμα, μα δεν ήξερα πως υπήρχαν και ειδικά μαθήματα. ρουφιάνικο σύστημα!
2.βιολογία, καλή σχολή και τμήμα στον τόπο μου για να μην ξενιτευτώ κιόλας.
1.περί φυτών, γεωπονία, δασοπονία, ανθοκομική, ως ευγενείς ενασχολήσεις που συνδύαζαν τον κάματο με εσωτερικές ενατενίσεις, ζεν, πονηρά χορτάρια και λοιπά καλά. Χώρια που θα μουν το καμάρι του χωριού, όλοι είχαν από έναν μπαχτσέ.

Την πρώτη χρονιά πήγα σχεδόν άπατος, πιάστηκα παρατρίχα από μια σχολή του συρμού, δηλώθηκα στους καταλόγους τους και δεν με ξαναείδαν. Η επιθυμία των δικών μου ήταν να γενώ επιστήμονας και επιστήμονας από τεί δεν τους κόλλαγε.
Ήταν και ένα αρχίδι φυσικός που σε όλο το λύκειο με ειρωνευόταν για τους χαλαρούς ρυθμούς μου και τη λαδωμένη κόμη του λιγδοπόντικα που στόλιζε την κεφαλή μου, ως άποψη, πρίν γίνει η λέρα μόδα, που όταν ήταν να με εξετάσει, με έβλεπε, κουνούσε αποθαρρυντικά το κεφάλι και συνέχιζε στον παρακάτω. Μου κανε την αυτοπεποίθηση κουρελού, σκούπιζε αποπάνω και τα πόδια του, που ικανή διόγκωση η στύση του μην ξαναβρεί. Μπριζώθηκα, διάβασα, έγραψα, έγραψαν οι εφημερίδες για μένα-εδώ τα παραλέω, αλλά από υπερβολή κανένας δεν πέθανε, άλλο από υπερβολική δόση- πέρασα, ευχαριστημένος εγώ, οι δικοί μου, ο κόσμος όλος, εκτός του φυσικού. Μελαγχόλησε, αποσύρθηκε και κάποιοι διέκριναν ένα κακό του λόγο προς τα μένα.

Εγώ δεν πήρα είδηση. Γινόμουν ήδη επιστήμονας, από ρεμπέτικες βραδιές, σε πατσατσερίες, σε κρασοκατανύξεις, σε χαμηλής υποστάθμης μπάρ και ήθους συμπολιτών, σε ανταλλαγές εμπειριών με συναδέλφισσες από τον βορά, μετρώντας το μηνιάτικο με τις εξόδους και τα έξοδα και από την πρώτη εβδομάδα και μετά φαγητό στην εστία και σε φίλους. Τα χρόνια περνούσαν και το έβλεπα πως γινόμουν όλο και πιο σοφός, τουλάχιστον ως προς τα χρόνια, γιατί η σοφία λένε πως είναι συνάρτηση της ηλικίας, κάτι σαν το παλιό καλό κρασί. Τον κάθε χρόνο τον διπλασίασα για να τα εμπεδώσω της σχολής μου τα μαθήματα και μέσω εργασιών γνώρισα όλο τον καλό τον κόσμο που από παλιά τις πουλούσε σε προσιτές τιμές και στις πολλές, έκαναν και κάποιες σκόντο.
Τα χρόνια περνούσαν και μεταμορφωνόμουν στο ίνδαλμα των παιδικών μου χρόνων, στον θείο Αλβέρτο, πάνσοφος δίπλα σε έναν μαυροπίνακα, γεμάτο παραστάσεις, γραφήματα, σύμβολα και λοιπά μαθηματικοειδή, με λευκή αφάνα και ρυτίδες πέριξ των γυαλιών, έτσι κάπως και εγώ πρέπει να έμοιαζα.
Βέβαια τα μάτια μου ακόμα δεν τα είχα κουράσει από το διάβασμα, οπότε δεν χρειαζόμουν γυαλιά μυωπίας, πολύ περισσότερο μάλλον ηλίου, επειδή ο πρωινός ήλιος είναι απάνθρωπος με νυχτερινά μάτια.
Ίσως και στο χρώμα των μαλλιών να υπήρχε μια μικρή διαφοροποίησις, καθόσον εγώ την εποχή εκείνη διέθετα ελαφρώς πορτοκαλόχρουν τρίχωμα και αυτό λειψό, μιας και καθημερνώς αποχαιρετούσα ανεπιστρεπτί πολυαγαπημένες λεπτοτάτες τρίχες επί του νιπτήρα μου. Η κατάρα του φυσικού, να μην μοιάσω ποτέ στο ίνδαλμά μου.
Τέλος περί της επιστημοσύνης, περιχαρής αποχαιρέτησα την μεταεφηβική μου ηλικία αποσπουδάζοντας, με ένα καλό πτυχίο στις αποσκευές μου,
καρπό μεγάλων αγώνων και προσπαθειών αντιγραφής με νέο και παλιο τεχνολογικές μεθόδους-χαντς φρί και κασσέτα μαγνητόφωνο.

Δεν το έπαιξα πουθενά αργότερα επιστήμονας, γιατί όπως η χαρά δεν αφήνει την πουτάνα κατά την λαική ρήση, έτσι και εμένα η διαπόμπευσις καρτερούσε κάθε όποτε άνοιγα το στόμας μου για να εκφέρω άποψη μετα βεβαιότητος και αλαθήτου ενστίκτου. Εκεί που χαρακτήριζα μια σπάνια φυτονόσο σε φιλοθεάμων κοινό, μια γιαγιά πάντα βρισκόταν να με διορθώσει πως το φθινόπωρο τα φύλλα κιτρινίζουν και πέφτουν από μόνα τους. Οποία ντροπίς…

Έμαθα να κρατώ το στόμα μου κλειστό και τα χέρια μου δεμένα. Μικρό το ρίσκο, μικρό το κακό.

Το καραβάνι του χρόνου κάποτε με έβγαλε στο ευλογημένο νησί με τους ωραίους ανθρώπους. Με δέχτηκαν, με αγκάλιασαν, με τάισαν, με έντυσαν-ήμουν και ελαφρά ντυμένο έως γδυτό στην παραλία τους, δεν του χάλασα χατήρι.

Εκεί όλες οι αργοασχολίες των φοιτητικων μου χρόνων έπιασαν τόπο, τα μπουζουκίσματα, τα σχέδια στο τραπέζια των καφενείων, η περισπούδαστη γλώσσα και τα σκαλίσματα του ξύλου έκαναν τον κυρ Ανέστη να αναφωνεί με απόλυτη φυσικότητα:
-Μα αφου είναι επιστΗμονας…
Όλα λογικά στο μυαλό του, ενός ανθρώπου που δούλεψε τη ζωή με τα χέρια, στέριωσε σπιτικό, θεμέλιωσε οικογένεια, ρίζωσε στον τόπο του γερά και έχοντας δίπλα του μια αυθεντική λαική καλλιτέχνιδα, την κυρα Ρήνη έκαναν το τόσο μου, τόσο, με ή χωρίς συμπάθειο.
Λειτουργησα επί της συμβουλευτικής της διατροφής του όνου, της γευσιγνωσίας, της αγγειοπλαστικής, της ταμπελοκατασκευής, της σερβιτορικής μετά παντομίμας σε αγνωστόλαλους, της επιζωγράφισης κολοκυνθοειδών μετά ντουκοχρωμάτων, της περιασβεστώσεως του χώρου και της αποκομιδής των άδειων μποτιλίων κριθαροζούμων από την παραλία. Είχα γνωσιολογικήν επάρκεια στην επισκευή των παρασολίων=ομβρελλών θαλάσσης, ικανό μάτι στην επιδιόρθωση των απανταχού περιβραχιονίων και μενταγιόν, ενώ σχεδόν διέθετα μεταδιδακτορικό τίτλο στην λείανση και ακόνισην ταλαιπωρημένων κόψεων μαχαιριδίων και μπαλντάδων, ένα κινητό συνεργείο.

Δεν τον απογοήτευσα ποτές μου τον κυρ’ Ανέστη, εκτός από μια φορά που μου ζήτησε να δώ τις μηλιές του και να του κάνω μια πίπα. Ούτε το ‘να , ούτε τα’ άλλο.
Οι μηλιές ξεράθηκαν, από τις συμβουλές μου, βέβαια ήταν και ο γάδαρος κοντά που του ριξα το φταίξιμο και τις πλήρωσε η ράχη του, ενώ σχετικά με την πίπα, είπαμε καλό μου ρόδο, πίπες δεν κάνω.

11.8.07

σκόρπιες μνήμες του Ιούλη

ποιός υποστήριξε οτι το μέγεθος δεν μετράει;

έξι χωριάτικες, δύο κατσαρόλες μπριάμ και μια πιατέλα κέρασμα.

κάτι ανάμεσα σε κολοκύθι, αγγούρι,πεπόνι, της οικογενείας cucurbitaceae πάντως.




είπα μπριάμ; μια κατσαρόλα και πέντε πιατέλες τηγανητές μελιτζάνες πάχους φρυγανιάς, όχι τσιγκουνιές.
στις διακοπές μας λέγαμε "φτάνει, όχι άλλο φαγητό", σαν τον κούρκουλο "όχι άλλο κάρβουνο"

γιατί με τα κάρβουνα λερώναμε το μαγαζί


όταν ο μπαρμπ' Ανέστης είδε τον ιππόκαμπο, γυρίζει και λέει:

για δέστε, ένας κορκόδειλας.

τι σας είπα;

επιστΗμονας!

περάσατε εσείς καλά

και εμείς καλύτερα.


ένα μικρό γλυκό συγνώμη σε ραλλού και numb,για τις παραπάνω παρασπονδίες διακοπών, μαυλίστρες φωτογραφίες

10.8.07

η τσιμπούκ

-ε, μπαρμπ' Ανεστ'; όλα καλά;

-ούλα καλά.

-αύριο φεύγω, τα κάναμε όλα;

-όλα, έ, όλα τα κάμαμε.

-εσύ δεν θες τίποτα για σένα;

-σαν τι να θέλω; ξέρω 'γώ;

-πες μου τι θα θελες και εγώ θα στο κάνω.

-νια πίπα. μπορείς να με κάνεις νια πίπ;

-τι λές καρ' Ανέστη;

-νια πίπ', εν τσιμπούκ, έλα εσύ όλα τα μπορείς, είσαι επιστήμονας.

-τι εννοείς μπαρμπ' Ανέστη;

-νια τσιμπούκ, με καπνό, να φουμαίρνω.παλιά μεις παίρναμε του βελανίδ', το ξερς του βελανίδ';

το ξέρω

-κάναμε νια τρύπ στου βελανίδ και φουμαίρναμε με ένα καλάμ.



πέρασαν τέσσερα χρόνια



-ε μπαρμπ' Ανέστ'

-έ, καλώς τον επιστήμονα

-τι σου χω γώ;

-τι πήες και έκανες;

-θυμάσαι τι μου ειχες ζητήσει;

-σάμπως έχου εγώ μυαλό να θυμούμαι;

-για δές;

-ουουου μωρέλι μ', η τσιμπούκ!

-καλή;

-ουοου, όπως λέν και οι ξέν, γκούντ, γκούντ.

-στάσ να σε βγάλω μια πλάκα

8.8.07

δίχως σημασία

θα μαρτυρήσεις -τα νεφρά που σε έσπρωξαν θα στα δώσω στο στόμα-δεν παίζεις παιχνίδι με απελπισμένο-να σε αφήσω-να σε λυπηθώ-με λυπήθηκες-κόβει καλά-όχι στοιχεία-μια ωραία εκδρομή-θα πεθάνεις αργά και σίγουρα-δεν περιμένω κάτι-ούτε εσύ-σειρήνες-δεν σε προφταίνουν-ένα σημάδι για κάθε δικό μου-ούτε προσευχή ούτε έλεος-να σε βλέπω να σφαδάζεις-όχι σαδιστής-δεν έχεις δεί ακόμα τίποτα-χάνω την ψυχή μου με σένα-η άλλη πλευρά-ακούς πως υπόκωφα σπάνε τα πλευρά-δεν θα γλυτώσεις τόσο γρήγορα-νόμισες πως ήσουν ο κακός-ΑΧ-τώρα δεν γελάς-μπούτι ή στήθος-διάλεξε-μην κλαίς-διαλέγω εγώ-και τα δύο-πως το λεγαν παλιά-σπέρνεις ανέμους θερίζεις θύελλες-να σε λυπηθώ-ο νεκρός δεν αισθάνεται-ο απελπισμένος δεν έχει τίποτα να χάσει-ξέρεις πως είναι να χάνεις τη γή κάτω από τα πόδια σου και να σου κλείνει το καπάκι ο ουρανός-θα το μάθεις-με τη σειρά-έχουμε όσην ώρα θες-μη φοβάσαι το λερωμένο σουγιά-δικά σου είναι τα αίματα-

4.8.07

αύριο ο καιρός θα είναι νεφελώδης

κάτι πρέπει να θυμηθώ να ξεχάσω-ένα βάρος μέσα μου λέει ότι κάποιος έριξε στη λίμνη μου ένα βότσαλο-βλέπω την ανατάραξη να με προφταίνει και να ξεμακραίνει σε χρόνους κοντινούς-κάτι πρέπει να έγινε-γιατί είμαι βρώμικος-κάπου λερώθηκα-γιατί αργεί να ξημερώσει-το φεγγάρι έριξε μια και πνίγηκε-ο αέρας φυσά μα μια δυσωδία μένει-υγρασία-νιώθω τα χέρια μου να κολλάνε μέσα από τους αγκώνες-άτιμη νύχτα-η λάμπα της ΔΕΗ από πάνω μας σπασμένη χρόνια τώρα, μα το σκοτάδι απέχτησε βάρος μόλις σήμερα-μόνος-μόνοι-πού είναι-ομορφιά μου-αα-εδώ είσαι-λούφαξε κοντά μου-κανείς δεν σε πειράζει πλέον-εγώ θα μαι στο πλάι σου για πάντα, μη φοβάσαι-μη με φοβάσαι-ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΕΓΩ-δεν ξέρω-για σένα έγινε-μην πάθεις τίποτα-για μας-μη λες τίποτα-τώρα δεν το καταλαβαίνεις-όλα θα περάσουν-μόνο να είμαστε μαζί-μείνε δίπλα μου-μείνε μαζί μου-γίνε η δύναμή μου-όλα θα τα νικήσω για σένα-εγώ ο τίποτα-εγώ από το πουθενά-οι δυό μας ανίκητοι- εγώ η ασπίδα και το σπαθί-να μένεις πίσω μου-για μένα μη σε νοιάζει-μόνο εγώ μπορώ να με λαβώσω-και η αγάπη-έλα να σε πάρω αγκαλιά-μην τραβιέσαι που κολλάω-είναι το βράδυ που φταίει-κάτι έχει ρίξει πάνω μου-θα πλυθώ-αργότερα-όταν ξημερώσει-τότε το πλύσιμο πιάνει-όσο πλένομαι στο σκοτάδι κολλάω περισσότερο-σε ακούω-καταλαβαίνω πως είσαι δίπλα μου από τον ανασασμό σου-είναι γρήγορη-άκουσε την ανάσα σου-αφουγκράσου την και θα ηρεμήσει-σε μένα ΠΑΝΤΑ πιάνει-σαν ψαράκι καλοταισμένο-στη γυάλα-χωρίς κινδύνους-από τίποτα να κρυφτείς-ακουμπάς καλά εκεί κάτω-έλα πιο κοντά αν θες-έχει μαλακή άμμο εδώ-βλέπεις και το κύμα-σκάει στην άκρη του γιαλού και οι σταλούσες μου ραίνουν τα μάγουλα-λυτρωτικά-σαν βάπτισμα-σαν εξιλέωση-σαν πρωινό νίψιμο-δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα άλλο-κάθεσαι και σε ραίνουν-κρατάω και τα μάτια κλειστά να με ξαφνιάζουν κατά πού αποφασίζουν να ριχτούνε-έλα-αν θες-πρόσεξε μόνο μη βγάλεις κανα μάτι από τα κλαριά-είναι χαμηλά και έχει σκοτάδι-το ξημέρωμα δεν θα αργήσει-σε καμιά ώρα το πολύ-σίγουρα-θα ναι δεν θα ναι τρείς τέσσερεις ώρες που έχει περάσει-που έχει σκοτεινιάσει-κοιμήσου αν θές-θα χουμε δουλειά και δρόμο σαν φέξει-μην ανησυχείς θα τα αναλάβω όλα εγώ-εσύ μονάχα να είσαι κοντά μου και μην απομακρύνεσαι-μην έχω να ανησυχώ και για σένα-πάντα να σε βλέπω-αλλιώς δεν θα μπορώ να σε προστατέψω-μην σε απασχολεί για μένα-εγώ ξέρω από αυτά-εγώ τα καταφέρνω καλά-δεν ήθελα να με δείς μα τα καταφέρνω καλά-όταν χρειαστεί-ευτυχώς δεν χρειάζεται συχνά-είμαι πάντα έτοιμος στο μυαλό μου-ήταν η πρώτη μου φορά μα νιώθω πως ήμουν καλός-πραγματικά καλός-σαν να είχα εκπαιδευτεί-αλά στο ορκίζομαι μόνο στον αέρα και στο μυαλό μου-λές και βγήκε ηφαιστιωμένη μια κυτταρική μνήμη-κάποιος εγώ προγονικός-κάποιος καταστροφέας-ένας χορός-σε κάθε κίνηση και θερισμός-κορμοί να βροντάνε κάτω στο πέσιμο-απολιθώματα σπαρμένα σπασμένα ακίνητα-πόρτες να ξεκλειδώνω στη σειρά με το καρφί και αυτές διάπλατα να ανοίγουν-τόσο εύκολα-και στο τέλος ησυχία-το κλειδί στην άμμο μπηγμένο-θηκαρωμένο-αποκαμωμένο-πολυδουλεμένο-δεν το βλέπω πιά-μπορεί και να το στειλα στη θάλασσα-μπορεί και να ταν κακό κλειδί-μπορεί και να άνοιξε πόρτες που δεν έπρεπε-που δεν θα κλείσουν ποτέ-αχ και να κλειναν τα μάτια μου για λίγο-ΠΟΙΟΣ-ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ-ΦΑΝΕΡΩΣΟΥ-όχι-κακή ιδέα-ας περιμένω το ξημέρωμα ξύπνιος-δεν θα αργήσει σίγουρα-και τότε θα χω δουλειά-σύντομη γιατί είμαι χεροδύναμος-και μετά δρόμο-πλύσιμο και δρόμο-μήπως θυμάσαι που έχουμε βάλει το σαπούνι-το σαπούνι-όχι-δεν θυμάμαι αν το φερα πίσω πριν-αν έχουμε και άλλο-αυτό κόλλαγε-τα χέρια μου μετά κολλούσαν-ίσως δεν έπρεπε να πλυθώ στη θάλασσα-το αρμυρό νερό δεν κάνει αφρό-έχουμε άλλο πόσιμο-όχι να πιώ-να ρίξω λίγο πάνω μου-μαντηλάκια-είχες φέρει κάτι αρωματικά-ΜΙΛΑ ΜΟΥ-μην τα κρατάς για σένα-ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΤΙΓΜΗ-έλα που σε αγαπάω-έλα καλό μου-που τα έχεις-εκεί στο σωρό μήπως-να ψάξω στα πράγματά σου-που είναι-καλά μη μιλάς-θα τα βρώ-κάτι έπιασα-αυτά πρέπει να ναι-ααα-κοίτα-προφυλακτικά-ναι-στο αλουμινάκι-ναι στο σκοτάδι μοιάζουν-μήπως-θές-σταμάτα-μη φωνάζεις-ηρέμησε-ΗΡΕΜΗΣΕ-εγώ είμαι-άσ’το-γράψε λάθος-δεν είναι ώρα-είναι που σε θέλω-δικιά μου-μη φωνάζεις ηρέμησε-θα ρθει η ώρα-κάποια στιγμή-δε σε πιέζω-δίκιο έχεις-άσε να έχουμε το νού μας στο σκοτάδι-ίσως αύριο-να βλέπουμε κιόλας-δεν έχεις τίποτα στο τσαντάκι σου χρήσιμο-τι παίρνετε όλα αυτά τα άχρηστα πράγματα μαζί σας-η ομορφιά είναι μόνο η φυσική-όλα τα άλλα κάλπικα-ψέματα-μπογιές και μουτζούρες, αηδίες-εγώ σε προτιμάω αυθεντική-όχι σαν εκείνες-αν ήθελα μια τέτοια μπορούσα να την έχω όποια ώρα και στιγμή τη ήθελα-και κείνη θα το θελε-για μένα παλιά αυτά ήταν κερασμένα από τις ίδιες-για να ξέρεις ποιον συνοδεύεις-αν ήθελα μπορούσα να κοιμάμαι κάθε βράδυ και με διαφορετική και να τους λείπω γιατί εγώ είμαι αυθεντικός-αρσενικό-το ήξεραν και με κυνηγούσαν-τα βαρέθηκα και θέλησα μια σαν και σένα-εσένα-μην κοιτάς που δεν στα χω πεί αυτά-ο καθένας μας έχει τα μυστικά του-έχω και εγώ τα δικά μου-μα στα λέω γιατί σε θέλω-και θέλω να με θέλεις για αυτό που είμαι-όπως είμαι-χωρίς προσωπεία-αυτό θα είναι το μυστικό μας-δεν χρειάζεται να το μάθει κανένας-θα μας ενώνει για πάντα-θα αποδεικνύει την αγάπη μας-όλα έγιναν για την αγάπη μας-σε αγαπάω-ΜΗΝ ΤΡΑΒΙΕΣΑΙ ΓΑΜΩΤΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ-έλα εδώ-έλα να σε πάρω στην αγκαλιά μου-όλα ένα κακό όνειρο θα σου φαίνονται αύριο μέχρι να το ξεχάσεις-όλα ξεχνιούνται-σανάρωμα που μια μέρα θα χεις ξεχάσει πως μυρίζει μέχρι να ξεκωλωθεί η ανάμνησή του από μέσα σου για πάντα-τότε θα είμαστε ευτυχισμένοι-για πάντα μαζί-για πάντα αγαπημένοι-δεν θα χωρίσουμε ποτέ-και δεν θα σου ξαναφωνάξω-αρκεί να περάσει το σημερινό βράδυ και να ξημερώσει-μετά θα τα αναλάβω όλα εγώ-εσύ πολλά είδες-πολλά άκουσες για σήμερα-εγώ τα αντέχω γιατί είμαι άντρας-εσύ θα μείνεις στο πλάι μου να τα τακτοποιήσω όπως πρέπει και μετά καπνός-ούτε που θα το ξαναναφέρουμε στην ασφάλεια της ανωνυμίας μας-βλέπεις το μυαλό μου στροφάρει πολύ-όλα τα σκέφτηκα στο χορό μου πάνω-θυμάσαι εκείνο το φίλο μου στο βορά-στο βουνό-μακρυά από θάλασσα-δεν θα θέλουμε να ξαναδούμε θάλασσα μετά από αυτό-πλάκα έχει-θυμάσαι όταν σου λεγα πως αυτές οι διακοπές θα μας μείνουν αξέχαστες-τώρα θα λέμε να πάνε και να μην ξαναγυρίσουν-πάμε να γεμίσουμε τα μάτια μας με βουνά και ρίγανη και ζώα και φύση και ηρεμία-μια χαρά μου φαίνονται όλα αυτά-εσένα-είδες-με νοιάζει η γνώμη σου-εγώ σε αγαπάω-έχω μεγάλη καρδιά-και ας κάνεις και καμιά μαλακία πού και πού-γιατί δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά-έτσι λέει η ζωή-τι ήθελες και τους άνοιγες κουβέντα-ποιος ξέρει τι τους έλεγες-ότι περνάς πολύ ωραία στο νησί τους-ότι σου αρέσει η θάλασσα και το μπάνιο-ότι σου χει λείψει η φύση στη μεγαλούπολη-ότι έχεις φάει τρελό πακέτο στη δουλειά-ότι δουλεύουμε σαν τα μερμήγκια και τοι βρισκόμαστε στο τέλος της εβδομάδας για κανά ποτό και κανα γαμήσι-κάτι τέτοιο πρέπει να πες-δεν το ξερα εγώ τι πουτάνα είσαι-δεν το κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο πρέπει να κρυβες-που μου φοράς αυτά τα μικροσκοπικά μαγιό που δείχνουν τα όλα σου έξω-που βάφεσαι σαν πουτάνα-ΠΟΥΤΑΝΑ-που μου βάζεις λόγια να τσακώνομαι με τους φίλους μου-ότι είναι κορτάκηδες-ότι σου την πέφτουν-αφού σε βλέπω πως τους κοιτάς-πως τους γελάς-άλλο που δεν λέω τίποτα-αφού σε αγαπάω-αφού είσαι η ομορφιά μου-το μικρό μου σπουργιτάκι-θα σε φροντίζω εγώ καλό μου-τίποτα να μην σκοτίζει το όμορφο κεφαλάκι σου-και αυτές τις μαλακίες θα στις βγάλω εγώ από κεί μέσα-να ξημερώσει μονάχα-ΜΟΝΟ να ξημερώσει-ΑΝΟΙΞΤΕ ΜΟΥ ΚΑΡΓΙΟΛΗΔΕΣ-ΒΓΑΛΤΕ ΜΕ ΑΠΟ ΔΩ ΜΕΣΑ-ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΑΡΩ ΑΝΑΣΑ-ΦΩΝΑΞΤΕ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΜΟΥ-ΔΕΝ ΕΚΑΝΑ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΦΤΑΙΩ-ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΙΠΟΤΑ-ΚΑΛΗ ΜΟΥ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ-ΑΥΤΟΙ-ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΑΣΠΡΟ-ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

1.8.07

να θυμηθώ να ξεχάσω

γυρισα-γυρίσαμε-τουλάχιστον τα σώματά μας-άσε τη σκέψη-σαν τη σκουριά ματωμένου σουγιά καρφωμένου στο χώμα-αυτό γιατί το είπα-δεν έχω μάτια για σένα- δεν θέλω άλλο να σε βλέπω-δεν ξέρω τι θα αντικρύσω-πρίν.. αχ- πριν ήξερα-αρχίδια ήξερα-ποιος μαλάκας πάει διακοπές με την καλή του στην ερημιά του πουθενά-δεν είχες μάθει να μην μιλάς σε ξένους-να μην εμπιστεύεσαι τον άγνωστο-πόσο αφελής είσαι ρε μαλάκα-ντύσου τα τώρα-και η σκέψη-ποιος βλέπει τα μάτια της-τον φόβο-το κακό- εγώ- εγώ είμαι το κακό-το έμαθα-το ξέρω τώρα-τι ξέρω- αρχίδια-δυό επί δύο επί ένα ο φόβος-τόσο πιάνει-ένα κασετόφωνο και μια κιθάρα-τι κατάλαβες-να δώ αν θα ξαναπαίξεις-δεν παίζουν με αυτά τα πράγματα-κάτι είναι στην άκρη των χειλιών μου μα ντρέπομαι να ξεστομίσω-το ξέχασα-όχι τη μυρωδιά του-όχι τη γεύση του-γλυκειά υφάλμυρη-να ξεράσω-φύγε από πάνω μου-να ξυριστώ-έχεις σαπούνι-ΤΟ ΣΑΠΟΥΝΙ-γαμώ τη μου-μάζεψέ τα-μίλα μου- σταμάτα-αν φύγεις-μη μου γυρνάς την πλάτη- όσο και εσύ-ΑΚΟΥΣ ΠΟΥ ΣΟΥ ΜΙΛΑΩ-τέτοια ήσουν-για σένα-τι μαλάκας-η κακιά στιγμή-γέλα καργιόλη-NICK CAVE-μια στιγμή και έρχεται ο χούλκ-γελάς αρχίδα-ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ-------------------------------------------------------------------------------------------------------ο νυχοκόπτης-στο βαρέλι-αναπτήρα-πλύσου-ΣΥΝΕΛΘΕ-τελείωσε-ο καπνός παίρνει μαζί και τις στάχτες του-ένας ένας ρε πούστηδες και σας έφαγα-κάτω τα χέρια σου-θα σε γαμήσω-πάρτε ό,τι θέλετε και αφήστε μας-ΚΑΤΑΡΑ-δεν έγινε τίποτα-δίκιο έχεις-θα σε ανοίξω ρε μουνί φέτες-όλα καλά-να τα κλειδιά-πάρε και τη μηχανή-σώπασε-δεν μας είδαν-άσε με να τα βγάλω πέρα-πού και πού σκαλίζω-ξόανα-το μουνί που σε πέταγε-κάτω τα χέρια σου-ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ------------------------------------------------------------------------------------μέτρα τις αναπνοές σου και θα κοιμηθείς-κάποτε-είμαστε ασφαλείς στην ερημιά-το χω ξανακάνει-ακούμπα πάνω μου-κοίτα με-δεν έγινε τίποτα-δεν φταίγαμε-είσαι καλά-χτύπησες-δεν είναι τίποτα ευτυχώς-ωραία θάλασσα-στο βάθος της παραλίας-φίνα-πονάς-βάλε φωτιά στο πουκάμισο-που το σκέφτηκες το σωσίβιο-θα χωρέσουμε και εμείς και τα πράγματα-στα 5 χιλιόμετρα έχει μια ταβέρνα-να σου βγάλω μια φωτογραφία-θα σου βγάλω τα σπλάχνα-πονάς μαλάκα-εγώ παίζω και η κερασομαλλούσα τραγουδά-το καλλιτεχνικό της-κεράσι-χείλη-αίμα-ποιος μίλησε για αίμα-θα μας μείνουν αξέχαστες αυτές οι διακοπές-ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ-------------------------------------------------------------------------------είδες πως μας κοίταζαν-ντόπιοι-θα την κάνουμε παραλία γυμνιστών-μη ντρέπεσαι-είσαι γλυκιά του κουταλιού-ομορφιά μου-παναγιά μου- σώπα-θα μας δούν-είσαι έγκυος πες-αν πάνε όλα στραβά-πάω να πέσω για ψαριά-good luck-με αγαπάς-σώπασε-καρδιά μου-τι τρέχει ρε παλικάρια-ναι διακοπές-συνηθισμένα τα βουνά απ’ τα χιόνια-τρέμεις-μη θυμάσαι-σ’ αγαπάω μικρό μου-και όμως άντεξε τόσα πράγματα φορτωμένο-δεν με πιστεύεις-πιάσε μου τη σανίδα-θα ξεράσω-κρίμα δεν το ξέρω-η κοπελιά είναι μαζί μου-δεν έχει γυρισμό-έκανα μερικά χρόνια ενόργανη και κάποια φεγγάρια μπαλέτο-μου αρέσουν οι μηχανάδες-φαίνεται το χέρι του-θα ξυριστώ στη θάλασσα-κουτσαίνεις-πιάσε με απ’ το χέρι-ΑΣ’ ΤΗΝ ΗΣΥΧΗ-ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ----------------------------------------------------------------------------------δεν σε πονάν τα αγκάθια στα πόδια-να σας παίξω ρε παιδιά κάτι άλλο-σταμάτα εδώ και δεν έγινε τίποτα-φτάσαμε-πως σου φαίνεται-πρέπει να ‘σπασα το χέρι μου πάνω τους-θα ψαρεύω και θα μαγειρεύεις-θες ζουζουνιές-πάμε στην πόλη για βόλτα-που μένετε-άδεια δύο εβδομάδες και το μηνιάτικο για πάρτη σου-τα πήρες όλα-δεν φταίγαμε εμείς-ΜΕ ΤΟ ΣΑΠΟΥΝΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΦΕΥΓΕΙ-πεινας-εγώ θα παίζω και συ θα τρώς απ’ τα κεράσματα-μη φοβάσαι-νιώθω γεμάτος έρωτα για σένα-πονάς μουνί-τα κλαδιά από το αρμυρίκι το βράδυ μοιάζουν με χέρια-δάγκωσε το ρούχο σου και μην ακούγεσαι-κάποιος έρχεται-δεν θέλουμε φασαρίες-τα μαζεύουμε-κοντά τα χέρια σου ρε αρχίδι-ΘΕΣ ΝΑ ΜΕ ΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΟΔΗ-ΩΡΑΙΑ ΛΟΙΠΟΝ—so be it-ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ------------------------------------------------------------------------------------------------------για μαξιλάρι να ξαπλώνεις στο στήθος μου-μαζί σου και στην κόλαση-πρόσεξε τι λές μπροστά στον παράδεισο-σε λατρεύω-καλά κάνεις-είμαι τυχερή-μίλα μου-μην τρέμεις-σκάψε πιο βαθειά-μη μου λιποθυμάς τώρα που ξημερώνει-βρές το οινόπνευμα από τη σκηνή-και εγώ σε λατρεύω μάτια μου-ο πρώτος θα την πληρώσει για όλους-δεν αστειεύομαι-πάρε φερμουάρ γαμημένε-μια στιγμή να σε ανοίξω κι άλλο-δεν σε άκουσα-δεν έχεις άλλο συντριβάνι-ο επόμενος-πάτα το play-έχει χορό απόψε-πάρτη να μη στη χρωστάω-άλλος για φρύδια-δεν κατάλαβες-απόψε δεν φεύγει κανένας-το γάλα της μάνας σου-μη στριγκλίζεις γιατί θα σε χαστουκίσω-πήγαινε πλύσου-στάζεις-μάζεψε τα εντόσθια σου-που πάς-δώσε μου το χέρι σου-ακολούθα με και μη μιλάς-τι ήθελα ο μαλάκας-τι σκεφτόμουν-πού πάς το κερασάκι στους λιγωμένους-κλάψε όσο θές-που πας-ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ-ο σουγιάς ας σιγήσει τώρα-ξένοι