31.5.09

ξαφνικά στο φανάρι

Κατεβαίνεις τον πολυσύχναστο δρόμο που κάποτε σ έβγαζε κάτω από το σπίτι της

Κρατιέσαι και δεν κοιτάς για το κουδούνι που με δικά σου γράμματα κάποτε έγραψες, ούτε στο σύρμα του μπαλκονιού για ρούχα

Σταματάς στο φανάρι και στη γωνία των βλεφάρων ένα κορίτσι σε ένα ποδήλατο σταματά παραπίσω βυο ρόδες πίσω

Ο κόσμος όλος συρρικνωμένος σε μια σκιά και στο μάτι του χωνιού αυτή και εσύ λόγω κράνους να μην μπορείς να δείς

Με μπροστινό φρένο πατημένο και γράφοντας στην άσφαλτο η μηχανή σου κάνει τη χάρη και πλαγιάζει, κλείνοντας τον δρόμο στα σταματημένα αυτοκίνητα φέρνοντας την ευθεία σου αντίκρυ απέναντί της

Σηκώνεις το κράνος

Κοιτάς και χαμηλώνει τα μάτια και το κεφάλι, τα γνωστά μαλλιά χαιδεύουν το πρόσωπο κάτω από ένα αστείο ρόζ καπέλο και ξάφνου ανασηκώνει τα μάτια

Είναι κατακόκκινη, η καρδιά σου είναι κάτι ανάμεσα σε ψάρι που σπαρταράει και πουλί σε κλουβί που βλέπει χέρι να μπαίνει

Δεν είναι αυτή, πάλι κάποια της έμοιαζε

Φεύγεις δίχως έκφραση στο πρόσωπο, δίχως το φανάρι να χει δείξει πράσινο ακόμα, σε πορεία αλλιώτικη απ ότι είχες ξεκινήσει

Ως πότε; ηχεί μια ηχώς που κουδουνίζει σε καθενός το στήθος με άλλο πρόσωπο και μορφή