13.5.09

με μονο δυο λεξεις

Θα κοιμάσαι με το κινητό κλειστό, γιατί οι συμφορές ξέρουν να χτυπούν κουδούνια και πόρτες

Θα ναι πιο βράδυ από σκοτάδι ασπρόμαυρου έργου

Θα κοιμάσαι δίχως όνειρα, γιατί οι εφιάλτες προβάρουν στα καμαρίνια τους τα νέα πρόσωπά τους

Ανάμεσα ύπνου και ξύπνιου θα σηκωθείς σαν κάτι ν άκουσες, κάπου βαθειά, σαν μια σιγανή, αδιάλλακτη προστακτική, θα βηματίσεις στο σκοτάδι ζαλισμένος, θα κουβαλάς τη μυρωδιά του ύπνου σου ακόμα και δια μέσω τοίχων, χαλιών και εμποδίων, θα ακούσεις τον άγγελο του κακού

Πως κάτι έγινε

Πώς να ντυθείς

Πώς να βιαστείς, με ήρεμη, βαθιά αναντίρρητη φωνή

Θα βρείς το μαύρο πουλόβερ, το πλεκτό, με τον μακρύ λαιμό, που αναδιπλώνει και μέσα μπαίνεις, σαν κάποια ασφάλεια, σαν το καβούκι σαλιγκάρου, θα ανοίξεις την πόρτα και θα βγείς στη νέα σου μοίρα

Το δάγκωμα, η γάγγραινα, τα σάπια λόγια μέσα σου, ο τόσος χαμένος χρόνος, οι ατελεύτητες προσπάθειες, ένα κουβάρι σωθικά ανταριασμένα, πικρά υγρά να καίνε τον ουρανίσκο και ούτε νερό να κατεβαίνει

Δεν σε κρατήσουνε συνοδηγό, όσο κι αν επιμείνεις, περνάς τη ζώνη ασφαλείας, ενώ νιώθεις πως είναι να βγαίνεις από τα όρια του γηπέδου το βράδυ, με δίχως φώτα

Ο χρόνος να περνά αργά και το κεφάλι να καίει, δυό υγρασίες σε κάθε μάγουλο να συναγωνίζονται την υγρασία των άστρων, με ένα φεγγάρι να γέρνει χλωμό στη μια μεριά και να προμηνύει φουρτούνες

Να παίρνεις τηλέφωνα να ενημερώσεις, ποιόν να ενημερώσεις και τι, τι ξέρεις περισσότερο; και όλοι ζητάν να μάθουν, όταν το μόνο που μπορείς είναι να τρέξεις

Θα φτάσεις και θα κάνει κρύο, όχι έξω από την καπαρντίνα σου , μα θα ρχεται από μέσα, θα καταλάβεις τι σημαίνει να περπατάς στα μουδιασμένα, σαν να χεις κάνει απονεύρωση στα πόδια σου και να σε οδηγούν καρότσι

Μπαίνεις εδώ, ψάχνεις εκεί, σε στέλνουν παρακάτω, με ένα όνομα ζητάς ένα πρόσωπο, με μόνο δύο λέξεις, αλήθεια πως γίνεται να περιγράφεις έναν άνθρωπο με μόνο δύο λέξεις;

Παρατηρείς πως όλα αλλάζουν γρήγορα, οι παραστάσεις, ο κόσμος, τα πρόσωπα, εκτός από τις εκφράσεις τους

Τα στηθοσκόπια να κρέμονται περασμένα σαν φίδια σκοτωμένα και να γυαλίζει το κρύο μέταλλό τους που κάνει κάθε δέρμα να ριγεί

Μόνο δυό λέξεις να ρωτάς και δυό λέξεις να σου σερβίρουν.
Ούτε πώς ούτε γιατί, ένα κλάμα, μια γή που χάνεται κάτω από τα πόδια, ποια πόδια; ποια εντόσθια; ποιά καρδιά; ποιός χρόνος; ποιος εγώ; Μόνο δυό λέξεις και μια βεβαιότητα πέραν αμφισβήτησης

Τα πένθιμα σενάρια επαληθεύονται μόνο σε ξένα μάτια και κεί η ελπίδα εξοβελίζεται σαν πέτρα από γέφυρα στον πάτο της θάλασσας

Τα σπασμένα λέγκο σου για χέρια, για πόδια, για λογική και για σώμα ενώνονται την κρίσιμη ώρα από ένα κρυμμένο τένοντα βαθιά , της αυτοσυντήρησης και κλείνουν μέσα τους το γόο του ομφαλίου λώρου σου

Τίποτα άλλο, κανένας από τον κόσμο τους, να μην μπορεί να περάσει από το οδόφραγμα, το ατσαλόσυρμα, την αγκαλιά στυλοβάτη

Κόκκινα μάτια, μύξες, κλάματα και ένα γιατί αναπάντητο, σαν καρφί αιώνια πατημένο

Μάτια εχθρικά, να σου προσάπτουνε ευθύνες, να έχεις μην λόγο να πισωπατείς, αλλά να κάνεις στην άκρη, ο πόνος έχει πρόσωπα πολλά και λέει λόγια μεγάλα, εσύ θα τηρείς σιωπή, δίνοντας αβάντα σε θεούς και ανθρώπους να παίξει καθένας το παιχνίδι του

Θα βάψεις τη λάμα κόκκινη, μην μείνει σταγόνα κάτω, σαν το μερμήγκι θα μαζώξεις ότι βαστάει η μέση σου και σαν πιστό προς σε θεό θα κάνεις όποιο το χρέος νομίζεις

Θα διαβάσεις πίσω απ τις γραμμές και θα τραβάς γραμμές που θα ναι αυστηρές σαν ίσιες, ευθείες, αλύγιστες, γραμμές που δεν θα συγκλίνουν διόλου

Δεν θα χρειάζεται να διηγηθείς ή σε χαρτί κάτι να γράψεις, θα ναι όλα μες στο μυαλό και θα τα βλέπεις πάντα, σαν μια ταινία παλιοκαιρινή σε φίλμ πιστά γραμμένη, με όση λεπτομέρεια του ματιού κι όσα ρουφούν οι αισθήσεις

Θα περάσουν οι ώρες και τα γιατί, θα μονολογείς συνέχεια, θα βλέπεις το μέλλον σαν θεριό, δίχως ασφάλειας δίχτυ και με μια θέση πάντα κενή στο γιορτινό τραπέζι

Θα δείς κόσμο πολύ, ώμους θα πάρεις, θα δώσεις χέρια και θα σιχαθείς το πιο πολύ το δάγκωμα δίχως οίκτο, με όπλο μόνο στο χέρι σου ένα από βασιλικό, στυμμένο φύλλο

Εκεί που πρίν δεν φίλιωνες, που όλο πήγαινες κόντρα, σαν να απομαγνητίστηκες και να μην κουβαλάς φορτία, δίχως ανάγκη σύγκρουσης, μα με μια απρόκλητη έλξη, να γυροφέρνεις σαν τον αυτόχειρα κατά λάθος, το ένα σου άκρο εκεί σιμά, πεσμένο, κρύο και ξένο και να μην ξέρεις πώς να φερθείς παρά να θες ησυχία και απομόνωση, κανείς να μην υπάρχει, το λάθος να ανακληθεί και όλα να ειν’ σαν πρώτα

Ο χρόνος δεν έχει γυρισμό, αυτό θα το καταλάβεις, ότι και αν πείς, όσο και αν πληγωθείς, ότι και αν κάνεις, μετά το πέρας που είναι μαζί και οι δυό, τίποτα πια δεν φτάνει, για να ανακουφιστείς, να λυθείς, για λύτρωση ούτε λόγος

Θα μάθεις το χάσμα γενεών, θα ρίξεις ανάμεσα χώμα, θα κρατάς μια λάμψη διαρκή, σε ένα μικρό κλουβί με ανατρεπόμενη έξω πόρτα, σαν μια υπόσχεση που δεν πεθυμάς να σβήσει, για να δεις για πρώτη φορά τον κόσμο έξω απ τη γυάλα

Ένα απόγευμα, σε μια φωτιά, δίπλα μιας θαλάσσης, ένας καπνός, μαύρος καπνός, θα σμίξει τα πάνω κάτω, το χρέος θα δώσει παρηγοριά και στην ψυχή γαλήνη, όπως κάθε τι που τελειώνοντας έμεινε σε λάθος θέση