9.5.09

πρώτη φορά κι έναν καιρό


Από την ανάγκη της αγάπης, μέχρι την αγάπη της ανάγκης, προετοιμάζεσαι γι αυτό, για το άλμα που σαν βρεθείς στην άλλη μεριά απεκδύεσαι δια παντός τα πρώτα χαρακτηριστικά, έχοντας την πεποίθηση της πιο βαθιά χαραγμένης αλλαγής

Κάτι σαν την επαφή με την πρώτη απουσία, γεμίζεις με φόβο κι αγωνία, μα του σπλάχνου η προσταγή για να ματώσει σε στέλνει ακάθεκτο στο αλώνι που χάνονταν πιότερο ψυχές παρά τα σώματα

Βιβλία, έργα, συζητήσεις, δειλές εκμυστηρεύσεις και μοναχικές απολογίες, όσο και να προετοιμαστείς, η πρόβα απέχει από την παράσταση όσο η γουλιά του νερού από τη θάλασσα, η μια πνίγεται μέσα σου και μες στην άλλη εσύ

Στο δρόμο του ραντεβού προσπερνάς τη μοίρα σου και σκηνοθετείς τον εαυτό σου, δίνοντας οδηγίες που να προσέξεις και που να επιμείνεις, να φαίνεσαι φυσικός, να μην ξεχάσεις τα λόγια, τεστάρεις το αποσμητικό, προφύλαξη, φτιάχνεις τα μαλλιά, μια τελευταία αναπνοή, που ούτε ανεβαίνει ούτε κατεβαίνει, την βλέπεις να έρχεται και ..μοντέρ.

Ο διευθυντής φωτογραφίας σου έχει επιλέξει το μέρος, ο μαέστρος σου περιμένει με τα χέρια έτοιμα υψωμένα περιμένοντας το νεύμα σου ότι είσαι έτοιμος, φλάουτα μπαίνουν απαλά, και τα βιολιά μουρμουρίζουν ήχους της νύχτας απαλά.

Χτυπά το κουδούνι αν λέγεται χτύπημα το χάδι, ανοίγεις και χαμογελά η άνοιξη με ένα σμάρι λευκά περιστέρια για δόντια, κάτι κρατά διπλωμένο, ευχαριστείς για την αφορμή και την φιλάς στο μάγουλο, ακουμπώντας στιγμιαία τα χέρια της στο δώρο, για να μετρήσεις πυρετό. Δεν καταλαβαίνεις διαφορά, γιατί η κάψα είναι η ίδια.

Προτείνεις ποτό που όσο το στόμα γλυκαίνει, τόσο τα ανομολόγητα πληθαίνει σε βαθμό που σε κυριεύει μια ακατάσχετη ανάγκη για να μοιραστείς τη γεύση του αγριοκέρασου με χείλη, λέγοντας ότι είναι δυνατό παρά μόνο στους ποιητές να ειπωθεί.

Ο χώρος του καθενός θαλάμι, που ζεί μέσα του ότι πολύτιμο κρύβει απ έξω, ένα λαγούμι που δείχνει τα θέλω, τα είναι και τα δεν πρόφτασα σε τίτλους, πίνακες και φωτογραφίες, στην αισθητική του καθενός την τόσο προσωπική, όσο την χαμένη προσωπική μυρωδιά τους

Κάθεται απέναντι, χαμογελά, κάτι ρωτά, κάτι της απαντάς, σκύβει και περιεργάζεται ένα ξυλόγλυπτο, ενώ φέρνεις ένα πιάτο ορεκτικά με τον εαυτό σου απέξω, το πιοτί κυλά στις φλέβες πιο γρήγορα, το φώς πιο απαλό από πάχνη λιβαδιού και αυτή σταυρώνει τους αστράγαλους χαμηλά, αφημένη στην αγκαλιά του καναπέ για να φωλιάσει.

Σηκώνεσαι να αλλάξεις μουσική –μα και να μυρίσεις την πηγή του αρώματός της που κατακλύζει το δωμάτιο, βάζεις ένα πιάνο να παίζει σαν βροχοστάλες σε τζάμι, καρφωτές, αυτόνομες που μετά γλυστρούν προς το χαμό, σαν των μαλλιών της τις μπούκλες που κοντοστέκονται στο χείλος του προσκεφαλιού της, απλώνεις το χέρι και τα δάχτυλα γονατιστά ανιχνεύουν τις μεταξένιες φυλλωσιές, μέχρι να βρούνε γή και να εδραστούν δερβίσικα στους δυό της τους κροτάφους, χορεύοντας κυκλωτικό χορό, σκορπώντας αναπάψη και το ομορφότερο της χαμόγελο να στέφεται στα χείλη.

Η μουσική θα πρεπε τότε ν΄αναντρανίσει και το πλάνο θα πρεπε στα χείλη να ενσκήψει, μα είσαι ολομόναχος απέναντι σε μια γαληνεμένη θεά που αρχινά και μεταμορφώνεται σε εξίσου κοκκινισμένη αμηχανία και το σενάριο στα χέρια σου είναι λευκές σελίδες που με αυτοσχεδιασμούς θα τους γεμίσεις.

Τα μάτια κλειστά, η ανάσα κοντινή και τα πρόσωπα να έλκονται σαν σίδερο προς μαγνήτη, μετράς την ένταση απ τη θερμότητα που από κοντά την νιώθεις, σε κάθε παλμό καρδιάς τοξεύεται σαν πάλσαρ και οι δύο σάρκες σμίγονται σαν πήλινες υγραμένες, τα χείλη γλυστρούν σαν παγοπέδιλα σε πίστα από κεράσι, ενώ η γλώσσα μηχανεύεται τρόπους να καταλύσει τις όποιες άμυνες βρίσκει.

Τα χέρια δοκιμάζουνε λαβές που φέρνει τον άλλο κοντά τους, δεν φαίνεται πούθε ξεκινούν, μόνο πως καταλήγουν στην απέναντι ραχοκοκκαλιά και ανεβοκατεβαίνουν σαν το αναρίγημα, σαν την ανατριχίλα ενός ταξιδιού που το εισιτήριό του, κρατάς στα χέρια.

Οι μεζούρες και τα θεσμοθετημένα ναρκοπέδια κουβαλιόνται κι απ τους δύο, κανείς δεν θέλει να παρεξηγηθεί και να στιγματίσει από την πρώτη φορά, η φόρα ακόμα είναι ελεγχόμενη, έστω και αν οι χυμοί ξεφυσούν και ξεχειλίζουν μέσα από φανερά κι απόκρυφα ρούχα.

Ο έλεγχος φαίνεται ακόμα να είναι στα χέρια τους, αν και μόλις το τραινάκι τους άρχισε ασθμαίνοντας ν’ ανεβαίνει.

Από την αρχή μέχρι ακόμα, τα πράγματα δεν έχουν γίνει αναπότρεπτα, καθείς μπορεί να πισωπατήσει και να επικαλεστεί ημίχρονο, διάλειμμα, αναβολή, επανεκκίνηση ή τερματισμό λειτουργίας, τα γυαλιά να προδιαγράφουν στρέψεις αυχένων και οι ανάσες να ρουθουνίζουν εναλλάξ τον συγκοινωνούντα αέρα.

Τα ρούχα καταπίνουν αχόρταγα τον ιδρώτα και σφίγγουν όλο και περισσότερο τις διογκούμενες σάρκες που πεθύμησαν να αποκτήσουν την μέγιστη δυνατή μεταξύ τους επαφή, η επαφή δημιουργεί σπινθήρες και η φωτιά αρχίζει δια της τριβής να φουντώνει

Τα δάκτυλα ζητούν συγνώμες, που βρίσκουν πρόσφορες συγχωρέσεις, ξεδιπλώνουν, τρυπώνουν, ξεκουμπώνουν, ανοίγουν, ελευθερώνουν, πειραματίζονται με τα όρια της ανοχής και της ντροπής του άλλου, το σκοτάδι όσο σκανδαλίζει, τόσο φοβίζει, το βαγόνι ήδη πλησιάζει την οριζόντια εφαπτομένη της ψηλής του πορείας, σχεδόν ακίνητο, μα εμπεριέχοντας τρομαχτική δυναμική ενέργεια λόγω θέσης.

Το μικρό κουμπί είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, η παλάμη ακουμπά την ζεστή κοιλιά και καταχτά χιλιοστό το χιλιοστό του φερμουάρ τα δόντια, ακουμπώντας την άκρη μιας δαντέλας και την κορυφή ενός εφηβαίου τόπου.

Η ανάσα και των δυό σταματά και οι καρδιές στέλνουν ανυπόφορα αίμα για να ξεπεράσουν τους ενδοιασμούς, το άλλο χέρι έχει περάσει από τη πλάτη του πουκαμίσου στη ράχη της κοπέλας, εκεί που κλειδώνεται το πέτασμα του στήθους.

Εκείνη να κρατά τα μάτια σφαλιχτά και να παλιρροούν οι άμυνές της με την επεθυμιά κεφάλι να κερδίζει, τα χείλη της στα δόντια να μαγκώνονται και τα λόγια μες στα μαλλιά της να είναι κάθε φορά, το σωστό παρασύνθημα, σε κάθε αναστολή της.

Το σύμπαν να συρρικνώνεται και η ένωση να πλατύνεται μες στο μικρό το σπίτι, εδώ η φύση και το ένστικτο κρατώντας τα ηνία οδηγούν δύο παλμούς σε ένα τρέξιμο, που νικητές τερματίζουν ταυτόχρονα και οι δύο.

Το κούμπωμα καθίσταται ανυπέρβλητο για την μικρή εμπειρία και αυτή δίχως χαμόγελο όπως σε άλλη φορά, με την πυρά του κάρβουνου στα μάγουλα σφηνωμένη, ξεμπλέκεται με μια κίνηση από τα δεσμά και ένα ζευγάρι φεγγαροφωτισμένα στήθη αμολούνται ξαπλωμένα ορθωτά να κοιτούν το ουρανό με απορημένα μάτια, που στο πρώτο χάδι θα μοιάσει η θηλή σαν λεμονιού το άκρος.

Ξέμπλεκα τα μαλλιά και το κραγιόν πιότερο στο απέναντι πρόσωπο και σώμα, η ένωση του αρώματος με τον ιδρώτα να κατανικούν τις πιο φιλόδοξες αντιδράσεις χημικές με τον πιο απλό τρόπο, υπάρχοντας και δρώντας.

Χάδι στο τραχύ ύφασμα του τζήν, από το μπούτι, στο γόνατο και κάτω από την γάμπα, μέχρι του παπουτσιού τη φτέρνα. Κίνηση κάθετη μαλακή και βοήθεια του αστραγάλου με σύσπαση της καμάρας, το πρώτο ζεστό κι ελεύθερο, το δεύτερο πέφτει από μόνο του στριμωγμένο σε μια γωνιά του καναπέ και ο χώρος μοσχομύρισε φρέσκο δέρμα.

Της θηλυκώνει τα δάχτυλα μες στην παλάμη του κι αυτά ζεστά ακόμα ακουμπούν πειθήνια την απέναντι σάρκα απ όπου το διχτυωτό της καλσόν επιτρέπει.

Σκύβει, παίρνει το πόδι, το φιλά, αυτή τραβιέται, χωρίς να θέλει να ξεφύγει, για να αφεθεί στην πιο γενναία παράδοση της ιστορίας

Ένα φιλί διεκδικεί πάλι τα χείλη του, μα το τραινάκι παίρνει να κατεβαίνει, στη καμπυλότητα του στήθους γλυστρά και τροχιοδρομεί προς του αφαλού το βάθος, τα χέρια λύνονται απ το λαιμό και πιάνονται απ τη μέση και το ρούχο με τα ανοιχτόκουμπα αυτιά τραβιέται απ τους γλουτούς της.

Σηκώνει τη μέση της και όλο το αίμα συσσωρεύεται στις φλέβες του λαιμού, χτυπούν, γκρεμνούν, ουρλιάζουν, να δούν κι αυτές όσα τα μάτια χαίρονται, όσα η γλώσσα βλέπει και πάνω τους ξαπλώνεται σαν φίδι ή σαν σαλίγκαρος αφήνοντας υγράδα στο διάβα του, από τη μια στην άλλη κόχη της μέσης πριν δυο μηροί την εβουτήξουνε και στείλουνε τον μέσα τα χέρια, γραπώνοντας τον από τα μαλλιά, αργό σέρνοντας θρήνο, σαν να της βρήκανε θαρρείς της ύπαρξης το κουμπί της και σαν ερωτοπαίδεμα ιερό να το πατούν συνέχεια.

Με χείλη πιο υγρά από σύννεφο και τόσο γλυκά σαν μέλι, βογκίζει σαν ν’ αποχάνεται και θέλει να το πιστέψει, ανοίγει τα μάτια και φιλεί τονε στο στόμα κατευθείαν, μοιραζομένη τα φιλιά μα και την υγρασία, ενόσω στέλνει του μηνύματα πως τότες ήρθε η ώρα.

Με ένα χέρι η ζώνη του ξαπλώνεται στο πλάι και με το άλλο χέρι βγάζει του το μπλουζάκι και σ’ένα γυμνόστερνο θεό που στέκει σαν βράχος τρανός θηλάζει την σάρκα σαν μωρό και γεύεται τον ιδρώτα, ώσπου αυτός ανδρώνεται και μπαίνει σε προφυλάξεις και το αυλάκι στέκει ευάλωτο, έντρομο, μα κι αποφασισμένο, να ξεκλειδώσει από το σώμα του κοριτσιού μια κρυμμένη γυναίκα.

Δεν έχει λόγια η ένωση, μόνο γρυλίσματα, αναστεναγμούς και δύο αγαπώ σε.
Η σάρκα γλυστρά στην άλλη μέσα, έφηβη ανάγκη και πέντε ζευγάρια νύχια σε δυό μπράτσα ρυθμίζουνε-νομίζουν-το θηκάρωμα , με αργές κινήσεις στην αρχή, μέχρι την πρώτη στάλα, να νύχια κρύβονται πιο βαθιά στην σάρκα απέναντί τους, μα δεν ματώνει εκεί αυτή, μον’ δέχεται το αίμα αχόρταγα, κυλιέται ανάμεσά του και μιας είναι του εγκέφαλου πρωτίστως λειτουργία, απ το ερέθισμα το αισθητικό άμεσα εκτονώνει, κρατιέται αυτή πάνω του, οι δυό μαζί διαβαίνουν, μια πύλη που είναι ορόσημο για όλους τους ανθρώπους , αφήνοντας ξωπίσω τους μια ματωμένη αθωότη.

Ανοίγουν δυο μπράτσα και ντύνουν μέσα μαθές του έρωτα τη θυσία, τραβάει το σκέπασμα του καναπέ και σμίγουνε κι άλλο μέσα, εκείνη νιώθει ευάλωτη, τρεχούμενη σαν ύδωρ και κείνος έχει τη συναίσθηση να μην την αφήσει να πέσει, την πιάνει και λέει της λόγια τρυφερά και κάνει απαλές κινήσεις, σέβεται ότι του δόθηκε το πιο μεγάλο δώρο, η πρώτη φορά του άνθρωπου, να ‘ναι μ’ αγαπημένο.

Να 'ταν όλες οι φορές οι πρώτες σαν κι ετούτη, καλύτερες, πιο τρυφερές, με αίσθημα και λόγια, με ιστορίες και πράγματα και πόλλες συγκινήσεις, μα έχει ο κόσμος ανάποδες πλευρές και δεν είναι όλες λείες και οι θύμησες και οι ανάμνησες πληγώνουνε σαν μαχαίρια.
21-10-08(λειψό από συνέχεια)