25.10.07

πόσο πιο μέσα μπορείς να μπείς;


Έξω έβρεχε,
όπως βρέχει σε κάθε ανάμνηση,
μονότονα,
κουραστικά,
αποχαυνωτικά,
σχεδόν αποκοιμιστικά.

Η μπόρα και το βράδυ οριοθετούσαν το χώρο,
ένα μικρό διαμέρισμα,
ένα μεγάλο δωμάτιο καλύτερα,
ένα ξέστρωτο κρεββάτι,
πράγματα σε κούτες
και κείνοι ακροβολισμένοι
να ντύνουν με πλάτες γυρισμένες
την ντροπή τους,
που χάθηκε ο έρωτας
και άφησε πίσω μόνο την πείνα του,
την ανθρωποφάγα.

Όχι άλλο,
τα σώματα οπλίζονταν τη φορεσιά τους
για τα λόγια και τις ματιές που θα επακολουθούσαν,
γιατί το πρόσταγμα είχε δοθεί,
η καταιγίδα θα ξέσπαγε και μέσα.



σαν υπόκρουση,

σαν υγρό μουσικό χαλί,

οι βροχοστάλες έκρουαν στο θαμπωμένο τζάμι

σε όλο το μήκος της πράξης

ξεκλέβοντας εικόνες

πριν βυθιστούν σαλιγκαρίζοντας σε προσωρινή ανωνυμία

μέχρι την επόμενη εξάτμιση



Ένα μηχανάκι πέρασε σκορπώντας θόρυβο,
μια παραγγελιά σε λίγο θα διεκπεραιωνόταν,
πάλι καλά, γιατί εδώ καμία επιθυμία δεν ήταν να ολοκληρωθεί,
ούτε καμία πράξη.


Ήθελε ότι εκείνος απωθούσε,
ότι ήξερε, γιατί ήξερε,
όχι το μέλλον,
σε αυτό έκανε πάντα λάθη,
μα ήξερε τον ίδιο
και αυτό που φαινόταν λάθος,
θα ήταν το πρώτο του σωστό.
Μα του πόθου τα μάτια
είναι σαν του νεογέννητου γατιού τα μάτια,
με δάκρυ και με τρίψιμο ανοίγουνε μονάχα
και ο φρεσκοφουντωμένος έρωτάς της την ίδια μοίρα θα χε.

Την τυχερή,
γιατί πιότερο δύσκολη είναι η θέση εκείνου
που συνειδητοποίησε πρώτος την ανάγκη του χωρισμού
και αναγκάστηκε να το πει.
Αυτού ο πόνος δεν γράφεται σε κανένα κατάστιχο
και δεν λέγεται σε κανενός τραγούδι.

Ο απρόσμενος θόρυβος στάθηκε αρκετή δικαιολογία
και στην προσωρινή εκεχειρία οι ματιές τους διασταυρώθηκαν,
το βλέμμα του σταμάτησε στο χέρι της,
καθώς εστηθόδενε του πόθου του το καρτέρι ,
δικό της καμάρι,
όπλο της και εργαλείο που τώρα θηκάρωνε.

Την κοίταζε, ακόμα, δεν την είχε χορτάσει,
μα δεν θα του δινε πάλι τη χαρά.

Τον κοίταξε με τον ίδιο τρόπο που θα έφτυνε μια περιφρόνηση,
Γύρισε τόσο την πλάτη όσο που το προφίλ του στήθους της να παίνευε τι έμελε να χάσει.

Αυτός μες στο στενό ξεκούμπωτό του τζίν με στέρνο πλατύ ξεγυμνωμένο,
καθιστός στο κρεβάτι με την πλάτη ακουμπισμένη στο κεφαλάρι,
τα πόδια ριχτά απλωμένα
και την έννοια του απορροφημένη σε ένα στριφτό τσιγάρο.
Με την πλάτη στον τοίχο, από καιρό, αν και έδειχνε να μην νοιάζεται.

Μπορούσε να την είχε,
του ήταν ήδη παραδομένη,
κορμί λατρεμένο ήξερε τους τρόπους να δίνεται
και να παίρνει ότι το ευχαριστούσε
και κείνος το ξερε,
από καιρό λάτρης του ναού της,
μα το τέλος έμοιαζε αναπόφευκτο.

Αυτή κοιτούσε από το παράθυρο στην αυλή
και έβλεπα τα μάτια της
δυό μαγκανοπήγαδα,
στεγνά, ξερά,
πιο σκούρα από το πιο ανέφελο ντύμα της νυχτιάς,
μα φορτωμένα με άπειρη θλίψη,
σχεδόν δηλητηριώδη.

Πυρετικές ανάσες
και κοφτές σιωπές ζέσταιναν τους τοίχους
και το δωμάτιο λαμποκοπούσε
σαν έκρηξη από τα παράθυρα.



Αρένα δίχως ταυρομάχο,
δυό ταύροι πληγωμένοι,
μάζευαν δυνάμεις
όχι τόσο για να σωθούν,
όσο για να πληγώσουν,
αλλιώς η πόρτα ήταν δίπλα,
κλειστή περίμενε να συνοδέψει
τον νικητή και τον χαμένο.


......

-Μη μου φιλάς τα μάτια, δεν στο χω πεί πως είναι χωρισμός;

-Δεν σου είπα πως θα φύγω; Τι άλλο έχεις να φοβάσαι;

-Μην το ξαναπείς, γιατί κάθε φορά πεθαίνω

και είναι η οργή της νεκρής τυφώνας.

Χωρίς να χρειαστεί να την κοιτάξει ήξερε,
πως τούτη ήταν η αλήθεια της,
μιας ερωτευμένης ερωμένης τα λόγια
ποτέ δεν παίρνονταν αψήφιστα.

-Δεν σκοπεύω να σε πεθάνω.

-Το κάνεις, όμως.

-Αρχίζεις, πάλι;

-Δεν είμαι που το ξεκίνησα εγώ.

-Πάντων κακών αρχή ο ανήρ;

Και ας ήξερε πως εκείνος ήταν που χαλούσε το παιχνίδι, κάνοντας ότι εκείνη φοβόταν περισσότερο, την αρχή του τέλους.

-Πάρε με μαζί σου, με μια σου κουβέντα τα γράφω όλα.

Το εννοούσε,
μα δεν εννοούσε να καταλάβει
πως στη νέα κατάσταση ζητούσαν άλλα πράγματα,
εκείνη σχοινί,
εκείνος μαχαίρι,
πήγαινε να τον δέσει
και κείνος την έκοβε,
θέλοντας και μη.

-Δεν συνηθώ να ξεριζώνω ανθρώπους,
τέτοιο δεν μου κάνει κέφι,
ούτε είναι το φθινόπωρο καιρός για μεταφυτεύσεις.

-Δεν είμαι δέντρο,
γυναίκα που σε θέλει είμαι,
που ξέρει να ποντάρει
και την αποτυχία να σηκώνει δεν φοβάται,
πίστη χρειάζεται και θέληση
και το μέλλον που μας πρέπει μαζί θα το εφτιάξουμε.

-Μη δίνεις υποσχέσεις και εγγυήσεις για το μέλλον,

γιατί η μοίρα γελά και τρίβει τα χέρια για εκπλήξεις.

-και αν επλαγείς εσύ αντίς για μένα;


Που να χωρέσουν τώρα εξηγήσεις και τι.
Θα έφευγε, το δίχως άλλο.
έληγε βλέπεις το συμβόλαιο ζωής του εκεί,
σύντομα θα φτιαχνε ένα άλλο,
σε χώματα γνώριμα
που χε ποτίσει με το αίμα από τα γόνατά του,
παιδί
και σκάψει με τα χέρια του,
θάβοντας θησαυρούς του,
τώρα τον μεγαλύτερό του.

Δεν χρειαζόταν να ξέρει παραπάνω.




....

Περίμενε να συγκροτηθεί,
να συνειδητοποιήσει τι έγινε,
για να ξεσπάσει σε οργανωμένη επίθεση,
μην του αφήσει και άλλο χώρο για υπεκφυγές.
Το κατάλαβαν και οι δύο.
Και περίμεναν.

Ήταν πριν λίγο που βροντοχτυπούσαν τα κορμιά τους
προκαλώντας ροές χυμών,
με άγρια φέρσιμο,
παράτολμες ενέργειες,
λαβές, χτυπήματα, βρωμόλογα και κοκκινάδια στις σάρκες,
που για κάποια λαθροθήρα ματιά θα φάνταζε για πάλη,
ποιος θα υπερισχύσει,
λες και ο έρωτας αποκάλυπτε και στους δυό
το εξουσιαστικό προφίλ του.

Την στρίμωχνε και έμπαινε μέσα της με φόρα,
παραμερίζοντας τις άμυνες της με τους μηρούς
και λογχίζοντας της τα σωθικά, με την φύση του ατσαλωμένη,
λες και η ορμή ήταν η ιδέα του για τρυφερότητα,
λες και την τιμωρούσε για κάποια παράλειψη,
για κάποια δική του έλλειψη,

ήταν δική του η έλλειψη,

μα αυτή ήταν και το μαχαίρι.

Eκείνη πάλευε να ξεφύγει,
ήξερε τρόπους για να αλλάζει θέσεις υποταγής και ισχύος,
και σε μια του κορμιού του επαναφορά.. ηρέμησε,
χαλάρωσε επικίνδυνα,
αφέθηκε στα χέρια του,
φοβήθηκε αυτός ότι την πόνεσε πολύ
και σε χρόνο εκτός ρυθμού
ύπουλο αντιστικτικό,
γυρνά με δύναμη τα λαγόνια,
τον κυκλώνει και παρασέρνει τον σε πτώση,
οι γάμπες και οι γλουτοί σφραγίζουν το ανδρικό σώμα
και πιασμένη από το λαιμό του, σφιχτά,
με γαντζωμένα τα νύχια της στη μαλακή τη σάρκα
να καθοδηγεί του κορμιού την πλάνη
στο τριχωτό εφηβαίο
και σαν που ξέφρενα θα ραίνονταν το νέο κύμα του πόθου

το τηλέφωνο χτύπησε.


Ικέτεψε μέσα της να μην το σηκώσει
ή να το σηκώσει και να αρνηθεί,
ή τουλάχιστον να της έλεγε να τον ακολουθήσει
ή έστω να ντρεπόταν να του μιλήσει μπροστά της,
κάπου να κόμπιαζε,
αλλά μερικά ευχολόγια μένουν απραγματοποίητα,
όπως κάποια ερωτήματα ρητορικά,
αμείλικτα αναπάντητα.

σαδιστής;

αυτό ήταν;

τραβούσε χαρά από την συντριβή της;

μα δεν μπορούσε να την αγαπάει έστω και λίγο;

πόσο αλήθεια μπορεί να πληγώσει κάποιος τους που τον αγαπούν;



-Ναι,

-καλησπέρα,

-όλα έτοιμα,

-σε κούτες.

-Τέλος εβδομάδας,

-όπως είπαμε.

-Ευχαριστώ,

-καληνύχτα.

Τηλεγραφικά την σκότωνε,
λέξη τη λέξη,
όπως τη θάμπωσε κάποτε.
Τηλεγραφικά.

Γνωρίστηκαν σε κάποιο νησί,
χωρίς λοιπές ιδιότητες,
χωρίς συνδέσεις με την καθημερινότητα,
δυό λάμψεις,
δυό υγείες,
δύο τρυφεροβλάσταρα,
λαίμαργα για ζωή,
καλοκορμισμένα,
ηλιοκαμένα,
λεπτοδουλεμένα σώματα
σε κάθε λεπτομέρεια.

Τον είδε, στη παραλία,
ήταν μόνος, πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά
πιο μαύρα από τα μάτια του.
Κάθισε με τη φίλη της δίπλα.
Δεν τις κοίταξε, χωμένος στο βιβλίο του.

-Έχεις φωτιά;


-Μέσα μου

-Ανάβει τσιγάρο;

-Και σένα μαζί.

-Δεν καίγομαι τόσο εύκολα.

-Κ όμως στους ώμους έχεις πάρει. Αντί για φωτιά σου βάλω πρώτα λάδι; Τι λές;

-Δεν είναι σώφρον να βάζεις λάδι στη φωτιά.

-Λες πως υπάρχει φωτιά; γιατί αν είναι έτσι ταιριάζουμε.




Και ταίριαξαν.
Από το πρώτο βράδυ.
Σαν καλοί φίλοι, σαν παλιοί εραστές.
Χωρίς προσπάθεια,
έτοιμοι ο ένας για τον άλλο,
αυτά συνέβαιναν στα νησιά τότε,
με μπόλικο ήλιο, φέτα, γαύρο στο τηγάνι
και ξανθιές πικρές μπύρες.


Ήξερε να αγαπάει,
ήθελε να πονάει,
δεν την χωρούσαν τα ρούχα της,
έψαχνε αυτό που δεν μπορούσε να έχει,
γυναίκα γαρ

Ήταν άνεμος,
δεν θα μενε για πολύ,
πάντως είχε τη δύναμη της φουρτούνας
και μυρουδιές ήταν φορτωμένος
από τόπους και σώματα.




Και τι δεν θα δινε για να τον κέρναγε
την ίδια πικρή γεύση,
καθώς μαραίνονταν τα όμορφα λόγια μέσα της σε θλίψη
και η αγάπη αποσταζότανε σε μίσος
που τον χρειαζόταν στη ζωή της,
που τον αγάπησε,
που τον αγαπούσε ακόμα.

αλλά δεν του μοιαζε,
γιατί ακόμα ένιωθε,
είχε συναισθήματα και ένιωθε δυνατή,
σαν έφηβη παντοδύναμη,
σαν τότε που στα ποιήματά της χωρούσαν δύο χρώματα μονάχα
λευκό και μαύρο, χωρίς τους ενδιάμεσους τόνους του συμβιβασμού
τον ήθελε κοντά της,
ενώ αυτός έφευγε,
απελευθερωνόταν ώρα με την ώρα
και δεν έπαυε κάθε τόσο να της το θυμίζει.
...
Ό,τι δεν θα του χρειαζόταν
στην καινούρια του ζωή
το άφηνε πίσω,
το χάριζε,
συσκεύασε τα χρόνια σε κούτες
και περίμενε το τηλέφωνο του μεταφορέα.

Εδώ και μήνες που το πήρε απόφαση
γύρισε την κλεψύδρα
και στο ημερολόγιο του τοίχου διέγραφε μέρες
σαν τα λάθη που δεν τόλμησε να κάνει

Αν πέρασε καλά;
8 χρόνια ήταν αυτά,
από τα πιο γόνιμα στη ζωή του,
μακριά από συμβουλές και διαφεντέψεις,
μα τώρα βρέθηκε με γη στο όνομά του,
χωρίς πατρική μορφή για να αντιδράσει,
δίχως δίχτυ ασφαλείας για να αρνηθεί
και να μάθει την αλήθεια του πρώτου
στον δρόμο πάνω.

Δεν ήταν να φορτωθεί περισσότερα προβλήματα
από ότι μπορούσε να αντέξει
και ο έρωτας μπορεί να είναι
βάρος δυσβάσταχτο να επωμιστείς,
που σε λυγά με καλοσύνη
και σε τσακίζει με τις πιο αγνές προθέσεις.

Δεν ήθελε σκοτούρες ευτυχίας,
τώρα η σκληρή δουλειά μονόδρομος,
έπρεπε να είναι συγκεντρωμένος και απερίσπαστος,
για να πατήσει στα χνάρια
που ακόμα διαγράφονταν στο χώμα,
να κάνει τα ίδια σχεδόν λάθη,
να βελτιώσει λίγο τη γενιά του,
απ την κατάρα που θέλει
ότι αρνείσαι να γίνεσαι.
Οι έρωτες του καλοκαιριού σβήνουν
στο καράβι της επιστροφής,
γιατί αυτή είναι η λειτουργία τους,
έχουν πόθο για πλάτος,
έχουν πάθος για βάθος,
μα διάρκεια καταιγίδας,
σαν τη σημερινή.
Η δική τους κράτησε καιρό,
μπορεί να μην ήταν μια απλή μπόρα,
αλλά όπως είπε και ο ποιητής
“ότι άναψε ...
...

-για ποιο λόγο με εκδικείσαι;

-παραλογίζεσαι

-γιατί με πληγώνεις;

-είναι όλα στο μυαλό σου

-δεν μπορούσες να περιμένεις να λείπω, να έχω φύγει;

-έπρεπε

-συνεχίζεις να ξύνεις την πληγή

-κάνει τα πράγματα ευκολότερα για μένα

-με καταστρέφεις όμως, δεν το καταλαβαίνεις;

-προστάτεψε τον εαυτό σου, κάνε ότι κάνω, αυτό μπορώ να σου πώ.

-είσαι ανελέητος.

-μπορώ όμως να κοιμάμαι τα βράδια.

-δεν αντέχω να το ξαναζήσω, πολλοί μου έφυγαν, κανείς δεν ήταν αιμοδιψής σαν εσένα.

-δεν σε κορόιδεψα ποτέ, ήξερες τα πράγματα πως έχουν.

-το ξερα, το βλεπα, ψέματα δεν είπες, μα σε περίμενα πιο ανθρώπινο.

-έμπλεξες με τέρας

-δεν είναι που με πλήγωσες,
είναι που απογοητεύτηκα
και δεν νομίζω να ναι τα μάτια μου
τα πρώτα που στο λένε.

-λυπάμαι που δεν στάθηκα αντάξιος των προσδοκιών σου

-δεν λυπάσαι, εγώ λυπάμαι για σένα.

-όπως θες.

-έχεις αισθήματα;

-μάλλον λιγότερα απ όλους κατ’ εσέ

.παίξε χαρτιά

- …
-δεν το βλέπεις ότι στα χαρτιά θα είσαι πιο τυχερός απ την αγάπη;

-όλα αυτά είναι αγάπη;

-που ναι ο άνθρωπος που γνώρισα

-έφυγε με τα πρώτα κρύα

-ο πρίγκηπας ήταν τυφλοπόντικας;

-λυπάμαι, ατύχησες

-όντως, το παραμύθι ήταν ένα αστείο,
που κατάντησε γελοίο

-και συ τι είσαι που μένεις;

-ερωτευμένη, άρα γελοία. Εσύ;

-εσύ που όλα τα ξέρεις, πές μου.

-ένα φοβισμένο παιδί,
που στα δύσκολα κλείνει τις πόρτες
και μένει μόνο του στον αυτισμό του.

-δεν το ξερα ότι με έβλεπες σαν επαγγελματίας

-όχι, μην μπερδεύεσαι, εσύ φέρθηκες σαν σε επαγγελματία,
μόνο που δεν με πλήρωνες στο κομοδίνο.

-το χοντραίνεις πολύ.

-μην ανησυχείς, το νόμισμά σου ήταν πίκρα και την παίρνω φεύγοντας εφάπαξ.

-εγώ σε βλέπω να μένεις.

-είναι που πρέπει να ειπωθούν και οι τελευταίες ατάκες
από το ρόλο που μου έδωσες.

-πες τις να τελειώνουμε.

-παίξε μου.

-…

-παίξε για μένα, εδώ μπροστά μου.

-το θες;

-μια τελευταία χάρη,

μέχρι και οι μελλοθάνατοι αξίζουν μια.
Χτυπούσε στα τυφλά,
μέχρι να καταφέρει ένα ρήγμα στην άμυνά του
και το κατάφερε.

Συγκατένευσε,
ήπιε μια βαθιά γουλιά από το ποτό του,
στρίμωξε στα χείλη το τσιγάρο,
άπλωσε το χέρι κάτω από το κρεβάτι
και τράβηξε μια μαύρη θήκη.

Την απίθωσε σε μια κούτα
και απασφάλισε τις κλάπες.
Την κοίταξε,
καθώς έπαιρνε θέση στο κάθισμά της,
σε μια παράλληλη χορογραφία,
ακόμα ανεξάρτητα,
με ένα τελετουργικό
που θα κουβαλούσε ο καθένας για καιρό,
ίσως και για πάντα,
αν υπάρχει αυτό.

Μύρισε το δωμάτιο έλατο
σαν έτριψε το κεχριμπαρί ρετσίνι στο δοξάρι,
οσφρητικές μνήμες γεννιούνταν
και δένονταν με το τώρα.

Έκανε μια κίνηση στο πλάι
σαν να περίμενε φιλί,
μα ήταν μόνο για να σφηνώσει
ανάμεσα σε κλείδα και σαγόνι το όργανο
που τάραζε την ύπαρξή της όλη.

Δοκίμασε με τον δείκτη του
τις τέσσερεις χορδές
και σαν τις βρήκε όλες σωστές
σαν τένοντες τραβηγμένες
άρχισε να ελαφροπατά
και πάνω τους να κυλιέται,
να ακροβατούν τα δάκτυλα
πάνω τους να γλυστράνε σε γνώριμούς δρόμους αλλοτινούς,
να εξυφαίνει ανατολίτικο, βαρύ πιασμένο μοιρολόι
κάτι σαν καλό κατευόδιο,
σαν όλα αυτά που δεν είπε,
σαν τα έφταιξα που ήμουν λειψός,
που τυχες να μαι λίγος,
πως δεν μπορούσα παρά
απ αυτό άλλο να πράξω,
πως ακριβό ήταν ότι ζήσαμε
μα πρέπει να σταματήσει,
γιατί το επόμενο βήμα είναι στα βαθειά
και δεν θα το κάνω ακόμα ,
πως είναι τόσα που δεν θα ειπωθούν
και τόσα που δεν πρέπει,
πως αν συνεχίσουμε μαζί θα ναι ως το τέλος,
μα ας είναι τόσο ως εδώ,
δεν ήτανε και λίγο.

Έμενε αυτή ακουμπισμένη
στο σκέπαστρο του κλαβιέ,
με τους ήχους του τους μονωδικούς και τις δίφθογγες συλλαβές του,
να παρασύρεται από τις μουσικές του
όπως και κείνος
σε ένα βαθύ εσωτερικό ταξίδι.

Ο καθένας τους έλεγε και άκουγε ότι ήθελε,
κουνούσαν τα κεφάλια σύμφωνοι και όχι,
σε ταιριαστές και διάφωνες ανελυμένες συγχορδίες,
τα μελαχρινά δάκτυλα έκρυβαν φοβερή ευαισθησία
και έβρισκαν αλληλουχίες από ήχους
που τους έκαναν δύο ερημιές συνδεδεμένες με ένα όργανο,
επιδρούσε και στους δύο καταλυτικά,
σαν μέθεξη,
σαν σε όνειρο,
η βροχή ακολουθούσε τον άναρχο σκοπό της
χτυπώντας παλαμάκια σε όλα τα τέμπο
και με μάτια κλειστά ρουφούσε όλη τη μελωδία,
ως το μεδούλι.
οι αγκώνες σηκώθηκαν,
οι παλάμες ιδρωμένες αγκάλιασαν το σκέπαστρο,
το πόδι πάτησε το πεντάλ της ηχούς
και κάθε που κάρφωνε μια νότα
και την έστριβε σαν στο έδαφος τη γόπα του,
αρμονικές σιγοντάριζαν τις επιλογές του,
το πιάνο και το βιολί ήταν τα στόματα
που θα συνομιλούσαν,
όπως τόσες φορές,
τώρα,
η τελευταία.

Πότε ακολουθούσε τη μελωδία του,
πότε τη φίμωνε με τη σουρντίνα,
του άλλαζε τη βάση καβαλικεύοντας την ή παρείσφρεε από κάτω,

κάτι κουβαλούσε,
κάτι ζεστό,
κάτι υγρό,
κάτι ζωογόνο, κάτι δεν θα του λεγε ποτέ.
...
Το χρώσταγε στον εαυτό της,
μια τελευταία φορά, η στερνή,
η σαρκοφαγική.
Θα τον ξεζούμιζε,
να τη θυμόταν για πάντα,
να τον κρατούσε για πάντα κοντά της
Θα βλάσταινε το σπόρο του στα μυστικά,
αν ήταν να πιανε παιδί
ας ήταν του μελαμψού θεού της,
ας ήταν με κάποιον που του δόθηκε
όσο πιότερο μπορούσε

Τα χρόνια έφευγαν και έμενε πάντα ερωμένη,
Έβλεπε τις άλλες να παντρεύονται,
να φτιάχνουν οικογένειες
και να μεταμορφώνονται σε κυρίες,
αυτή ποτέ.

Το ρολόι της το βιολογικό τη ζόριζε από καιρό
και η μάνα της είχε σταματήσει από καιρό να την παρακαλάει
να τυλίξει κάποιον από όσους την νέμονταν κατά καιρούς,
μα του κάκου.

Στη δική της ζωή κουμάντο μόνο η ίδια.
Θα χώνευε μες στην κοιλιά της τη σπορά του,
τα αβγά που έκλωθε ας ήταν έτοιμα,
μόνο αυτό ζητούσε,
για τα άλλα θα έβρισκε λύσεις
στην πορεία.

Δεν ήταν υπολογίστρα,
μα δεν θα αργούσε η ώρα και η στιγμή
που θα φτανε το τέλος.

Σήμερα
καθώς πέρασε με την μηχανή να την πάρει
ένιωθε το κεφάλι της να καίει,
τα μάγουλά της ρόδινα,
μια ευεξία και ένα κοχλασμό
ένιωθε και ήξερε πως το σώμα της
της έστελνε μηνύματα.
Τώρα,
σήμερα,
είμαι γόνιμο παρά ποτέ.

Τον φίλησε στη γωνία των χειλιών,
στο αγαπημένο της σημείο,
εκεί που δεν φυτρώνουν τα άγριά του γένεια,
εκεί που είναι κυρίαρχη να του επιτεθεί
σε όλο το πρόσωπό του,

τον φίλησε,
φόρεσε το κράνος στις μαύρες μπούκλες της
και ανεβαίνοντας στη σέλα
ένιωσε υγρή της ηδονής της την πηγή,
ξέχειλη από επιθυμίες και ορμόνες,
γόνιμη

δεν ήταν πως δεν μπορούσε πρίν να του ξεφύγει,
ήταν ατίθαση
μα πιότερο για να του κεντρίσει τον πιο καλό του σπόρο,
το πιο δυνατό μαστίγιο να δελφινίσει προς το όστρακο
και πρώτο να έμπει μέσα

σαν κούπα πρόθυμη σκανταλιάρα
κούντραγε με της μποτίλιας του το λαιμό
και άλλο πιοτό και κλέψει
να γεμίσει να χορτάσει να κορεστεί
και σαν εξετέλευσε
μέχρι την τελευταία του σταγόνα,
μέχρι το επόμενο γέμισμα
ανέλαβε εκείνη
να τρίβεται πάνω του χορό ελλειπτικό
όχι τον δικό του τον στροφαλικό
σαν το σφυρί χτυπά στ’ αμόνι
μα σαν λιμαίνεται λεπίδι σε ακόνι
που θέλει πίεση πολύ και κύκλους γύρω κάνει
πάνω σε ορυκτέλαιο και η κόψη του γυαλίζει

τότε το τηλέφωνο χτύπησε



Κατεστραμμένη η στιγμή,
με κατακρεουργημένη διάθεση,
δεν θέλει και πολύ για να θολώσει ο άνθρωπος,
πόσο μάλλον που σε αυτή αναλάμβανε το συναίσθημα να αντιδράσει
πρίν το ερέθισμα αγγίξει της λογικής τα χωράφια

κρατιόταν, τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει,
κατέβαλε προσπάθεια να σταθεί στο ύψος της περίστασης,
της εξόδου από κείνη την πόρτα με το κεφάλι ψηλά,
για να θυμάται τον εαυτό της
και όχι να τον λυπάται.



Περίμενε την κατσάδα
σαν την πρώτη φορά που τον έπιασαν να καπνίζει
Θα τη λουζόταν και έλπιζε να τελείωνε κάπου εκεί,
δεν τον ένοιαζε να πεί την τελευταία λέξη,
του αρκούσε και μόνο να την ακούσει,
Έτσι είναι με τις αδιέξοδες καταστάσεις,
σημασία έχει η λύση και όχι ο τρόπος.



Φεύγοντας,
το μάτι της έπεσε σε ένα μαρκαδόρο
που σημείωνε το περιεχόμενο των κουτιών,
χάραξε ένα χ στο ημερολόγιό του,
στη ζωή που δεν ήταν να ζήσουν
και πέρασε την πόρτα.

Παράξενο,
όλα τελείωναν
και ας ήταν μόλις δίπλα,
ένα τοίχο μακριά,
αν και δεν ήταν ο τοίχος αυτός που τους χώριζε,
χωρίς να την βλέπει
ντύθηκε την μπλούζα της
και με την τσάντα της να κρέμεται από το παραδομένο χέρι,
σαν βαριεστημένη σχολική
εγκατέλειψε το παλιό κτήριο
για πάντα.

Η εξώπορτα άνοιξε με ένα απαλό τράβηγμα
και ο νοτισμένος αέρας την αγκάλιασε σαν παρηγορητικός αντεραστής,
αν τον άφηνε θα την κάλυπτε με φιλιά δροσερά
και θα την μούσκευε από τα μαλλιά ως τις μπότες,
λες κει είχε πλέον σημασία,
είχε μόλις περάσει τη δοκιμασία της ψυχρολουσίας
και άντεξε,
πάντα θα άντεχε,
μα θα γέρναγε
αναπόφευκτα γρηγορότερα τις επόμενες μέρες.

Πέρασε δίπλα από το φωταγωγημένο παράθυρο,
που μέσα εκτυλίχθηκε ένα μικρό δράμα,
θα μπορούσε να σταματήσει και να ρίξει μια ματιά,
θα τον έβλεπε κρυμμένο πίσω από τις κούτες,
συντετριμμένο,
με το βιολί παρατημένο
και το πρόσωπο ανάμεσα στις μελαμψές παλάμες,
μα δεν θα άντεχε να τον δεί πεσμένο,
πέρασε,
προσπέρασε
και χάθηκε μέσα σε μια νυχτιά που κλαιγε,
αντίθετα απ΄την ίδια,
κατασβένοντας τις πυρκαγιές και τους θυμούς,
ξαναβαπτίζοντας την πιο ελεύθερη,
πιο θλιμμένη.
Μια σταγόνα εγώ, που κοίταγα από το παράθυρο,
σφιχτά στο τζάμι κρατημένη,
μέχρι που όλα τελειώσαν
την άκουσα μέσα από τα δόντια της να λέει
πόσο πιο μέσα μπορείς να μπείς,
πόσο πιο μέσα μπορείς να μπείς μέσα μου,
στο σώμα και στο μυαλό μου,
με του κορμιού
και του βιολιού σου το δοξάρι,

μα τώρα κρατάω τη μελωδία σου
και το μισό μελαμψό κορμί σου,
μικρό φοβισμένο αγόρι

πόσο πιο μέσα μπορείς να μπείς
στα μέσα σου
και πές μου τι είναι αυτό που βλέπεις
και κείνος είδε ότι δεν ήθελε,
ότι εγκατέλειψε,
άλλα μάτια και χέρια και αγκάλες που αρνήθηκε,
τις ελιές με τα κλωνάρια τους πίσω να τον κράζουν και δυό ροζιασμένα χέρια

έτρεχαν τα δάκρυα ποτάμια στα άγρια μάγουλα,
στάζοντας από τη γέφυρα του βιολιού του
στο μωσαικό πάτωμα,
στη μωσαική σκακιέρα,
μα χρειαζόταν αυτόν τον λυτρωμό,
ποτέ του δεν κατάλαβε πούθε τα δακρυα πηγάζαν
και που πήγαιναν σαν δεν μορφοποιούνταν σε σταγόνες,
σαν προλάβαινε το μάτι να τα ξανακαταπιεί
και μέσα του να τα κρύψει.

Όλα τα άκλαφτα του βγήκαν εκείνη τη στιγμή,
-είχε από παιδί να κλάψει-
για χαμένες στιγμές,
για λόγια ανείπωτα,
για αιώνιες καταδίκες
για κατάρες που δεν θα ξεδίψαγαν ποτέ
και αυτό είναι ένα μέτρο του ποτέ.
Το πιάνο της άρχισε να αργοσβήνει,
τον έβλεπε ορθό να σπαράζει
και αυτό της έφτανε για να νιώθει νικήτρια,
μα στο σκάκι με δύο βασιλιάδες δεν υπάρχει νικητής,
ισόπαλοι
και οι δυό χαμένοι.

Βγήκε από την πόρτα με σκυμμένο το κεφάλι
και με τα χέρια στης κοιλιάς την υγρασία,
λάφυρο.


η σταγόνα έπεσε