4.12.07

βράδυ στη στάνη


τα βράδια έβγαινε στους αγρούς και σκλήριζε

φοβίζοντας τα φαντάσματα

που τρεχαν να ξανακρυφτούν στη νοτερή γή που τα γέννησε

κράζοντας με απελπισία λέξες ακατάληπτες
λέξες που ακόμα δεν είχαν πρόσωπο
σαν ότι το σκουλήκι δεν άφηνε αφάγωτο.

πριν κοιμηθεί ο ποιμένας έκλεινε μέσα στα μάτια

του το σκοτάδι της νυχτιάς και είχε για να

αντέξει μέχρις την επαύριο βλέποντας τις ίδιες

εικόνες όλο και πιο κοντά, όλο να πλησιάζουν,

για μια στερνή αγκάλη που δεν ήταν να δοθεί πια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου