8.9.08

γυναίκα δίχως τσάντα

updated

Σε ένα τραπεζάκι στρογγυλό μπορούν να χωρέσουν ένα γεμάτο τασάκι, ένα ξεκοιλιασμένο πακέτο τσιγάρα, ένα ποτήρι ποτό δίπλα σε ένα άδειο παρέα και τα κόκκινα βαμμένα μακρυά της νύχια.

Είναι από ξύλο καρυδιάς, καστανόσκουρο με διαμήκεις φλέβες ηλικίας και στρογγυλεμένες άκρες από τη χρήση και λογής σκαλίσματα από στυλό και αμήχανα νύχια σε αυλάκια, σαν του χεριού που σκέτο φίδι είναι πάνω του ξαπλωμένο, ακαθορίστου ηλικίας, μετρώντας τον καιρό με άχρονους κτύπους ακολουθώντας μια ιδιόρρυθμη αίσθηση του χρόνου.

Μια γυναίκα ποτέ δεν κάθεται μόνη, κάποιον περιμένει, από τα φαντάσματα του παρελθόντος της μέχρι τον ίδιο τον θάνατο, με όλες τις ενδιάμεσες στάσεις, εραστές, αγαπημένους, φίλους, φίλες και παιδιά, μα κι εκτός τούτων ένα χέρι έχει ο χρόνος περασμένο γύρω από τη μέση της και με το άλλο κερνά και της γεμίζει το ποτήρι.

Δεν ακούγεται κάποια συγκεκριμένη μουσική, έχει πάψει να ακούει τον κόσμο, περιμένει τη στιγμή για να μιλήσει και η παύση σε αυτή την πόλη δεν έρχεται ούτε κάν τη νύχτα και αυτή καταπίνει τις λέξεις σαν το ποτό που της είναι πιο χρήσιμο και από το νερό, περιμένει μια στιγμή που θα ξεκινήσει να μιλά και θα ξερνά τότε τις σπάνιες λέξεις με επικίνδυνο τρόπο, εξακοντίζοντάς τες για να συντρίψει τον απέναντι, πλευροκοπώντας του τις άμυνες, επιτιθέμενη κατά πρόσωπο, στοχεύοντας στο μυαλό και στη ρίζα της ύπαρξης, για να αποτελειώσει με ανασκολοπισμό.

Το μαγαζί είναι ημιφωτισμένο και στους τοίχους το ανάγλυφο από τους φουσκωμένους σοφάδες είναι μέρος της σύνθεσης, σαν το λαιμό της που ναι στολισμένος μόνο από την χαλαρότητα που προκαλούν οι βρόγχοι στους γλυτωμένους και τα μονοπάτια της σκέψης αποτυπωμένα σε ρυτίδες κατάσαρκα στο μέτωπο και στους καρπούς, πάντα λευκούς από την αιχμαλωσία και περισσότερο λεπτούς για να είναι επιρρεπείς στη διαφυγή.

Ένας αιχμάλωτος της ανάγκης είμαι εγώ, ζώ σε μια τρύπα που ανοίγει το βράδυ και κλείνει το πρωί, ένας τυφλοπόντικας που δεν φοβάται τον καπνό που ξερνά το θαλάμι του σαν ανοίγει την πόρτα για να μπεί κάποιος και να κρυφτεί, από τους ανθρώπους τρένα ή βαγόνια, που σέρνουν ή σέρνονται και θέλουν κάπου ανωνυμία για να ξεχαστούν και να θυμηθούν καλύτερα αυτό που ξεκίνησαν για να ξεχάσουν, γιατί τότε ο μονόλογος είναι πιο διαλογικός, στους ανθρώπους που παρακολουθούν αμίλητοι τις ατάκες μεταξύ των δυό ποτηριών που έχουν μπροστά τους.

Ήρθε και είχε ξανάρθει, την θυμόταν, σαν τη γυναίκα δίχως τσάντα, πάντα αργά, αφότου έφευγαν οι κανονικοί, κάπου ανάμεσα στους αλκοολικούς και τους απελπισμένους ήταν και αυτή για να δίνει μια χρωματική πινελιά στις βραδιές και να συνεισφέρει γενναιόδωρα με καπνού τουλίπες, να κερνά μικρές απογοητεύσεις τους τελειωμένους που δοκίμαζαν την τύχη τους μαζί της, προσπαθώντας να γεμίσουν την μοναξιά τους με ένα τρόπαιο σώμα και μια κενότητα στα μάτια που δεν είχε τελειωμό.

Έψαχνε μαγαζί για ταίρι και όχι ταίρι πραγματικό, κάπου να την καταλαβαίνουν χωρίς να χρειάζεται να μιλήσει, είχα ακούσει τη φωνή της συνολικά ούτε σε δυό προτάσεις και πλήρωνε με μεγαλύτερα χαρτονομίσματα, αδιαφορώντας για τα ρέστα, αφήνοντας τα σαν τις σκόνες εκείνων τα έργα με τα αυτοκίνητα που βιάζονταν.

Αυτή δεν βιαζόταν, όλα γίνονταν με τρόπο μυστηριακό, με μια λειτουργία ιεροτελεστίας, το κλείσιμο του αναπτήρα γινόταν εντός τέμπο μουσικής και αυτή ταξίδευε κοιτάζοντας προφίλ την πόρτα, σαν σελήνη που έκρυβε την άγνωστη πλευρά της.

Μακρύ μαλλί κόκκινο, στο κερασί, λές και το βάθος είχε χρώμα, λες και ήταν το χρώμα του πολέμου, όταν οι χαροκαμένες έβαφαν τα μαλλιά τους με τα πλεγμένα ανάμεσά τους δάχτυλα από το αίμα των σκοτωμένων τους, σκορπίζοντας τον εχθρό με τη ματιά της παραφροσύνης.

Στα δάχτυλα λαμπύριζε μια καύτρα που γλένταγε μια απουσία, ο θύτης και το θύμα κάθε βράδυ έχουν την τιμητική τους και ο καπνός έχει μια ιδιότητα σε σαλεμένα μάτια να παίρνει τις μορφές που πιότερο αποζητάς, το χέρι του, την λακκούβα του κορμού του, τον τένοντα του λαιμού και την κούρμπα των γλουτών του.

Την έβλεπα να τα παρατηρεί, όλες τις καμένες μορφές παρατηρούσε, σαν όλα εκείνα που άφηνε πίσω της για να ρθει και να ακουμπάει πίσω στην καρέκλα της για ώρας, να συνομιλεί μαζί τους με τα μάτια και αν κάποια κάπνα λάθευε στη λεπτομέρεια άλλαζε λίγο τη γωνία της μέχρι να συμπέσει στο ζητούμενο.

Ήξερα ποιος ήμουν, ένας σερβιτόρος με λευκό πουκάμισο και άσπρη φανέλα από μέσα, η κάπνα δεν έφευγε από τους πόρους μου και τα ρούχα της δουλειάς τη ζύμωναν με ιδρώτα, σε κίτρινα δαχτυλίδια στις μασχάλες και χαμηλά στη μέση.
Άνθρωπος μισός, αόρατος από τον σπιτονοικοκύρη και τους γείτονες, από δημόσιες υπηρεσίες και επιθεώρηση εργασίας, ανύπαρκτος στα ένσημα και σε παρέες φίλων, φίλο μόνο κάποιοι πελάτες με έλεγαν, μόνο και μόνο για να ξεφορτώσουν και να κοιμηθούν κατανοώντας πως η εξομολόγηση είναι πιότερο φυσική ανάγκη, παρά πνευματική.

Ο μισθός αρκετός για να βουλώνει στόματα στο χωριό και να κρατάω πισινές για το μέλλον, που γινόταν παρελθόν σαν νερό που δεν μπορούν τρύπια κανάτια να κρατήσουν για απόθεμα και η ημερολογιακή διαδοχή μετριόταν στην περίπτωσή μου μόνο από τις παραγγελίες του σαββατοκύριακου και των γιορτών, για να πέσει λίγο το καλοκαίρι και να χτυπήσει κορυφή η κατάθλιψη στο τέλος του χρόνου, στο τέλος του κόσμου, τότε που αποχαιρετάς άλλη μια χαμένη χρονιά.

Συνεχίζεται..
Ένα ποτήρι νερό στο κομοδίνο διαλύει τους νυχτερινούς εφιάλτες, αγέννητα παιδιά μιας ζωής που δεν διάλεξα, απλώνουν τα χέρια σαν επαίτες, αλλά ανακρίνουν και δικάζουν σαν σε κρεβάτι κρατητηρίου, για όσα εμπόδισαν τον σπόρο τους να φυτρώσει.

Ξυπνά μόνος και κάθιδρος, σε ένα δωμάτιο με πατζούρια κλεισμένα, προστατεύοντας μια φωτοευαισθησία που αποκτούν οι άνθρωποι των σκοταδιών και των μεγάλων ήχων, ο πανικός μετριάζεται από τα επαναλαμβανόμενα οχτάρια του ρολογιού που αναβοσβήνουν, αποτέλεσμα μιας διακοπής που επηρέασε συσκευές και ανθρώπους.

Παίρνει χάπια για να κοιμηθεί και χάπια για να σταματήσει ο παρατεταμένος βόμβος από αόρατα τζιτζίκια που κρατούν παρέα σε ένα ευερέθιστο στομάχι, που προήλθε από νικοτίνη με αλκοόλ, που με τη σειρά τους άφησαν μερικά μόνο δόντια ερείπια, σαν βομβαρδισμένο μαντρότοιχο, σε τόνους του γκρίζου και καστανού.

Στο νεροχύτη υπάρχει μόνο το πιάτο της νύχτας να συμμαζέψει, μια κονσέρβα τόνου και ένα κομμάτι ξεραμένο ψωμί, αυτό που μέχρι χθές τρωγόταν, σήμερα πέρασε στην άλλη πλευρά, σαν τον ίδιο, των αζήτητων.

Μέχρι να ετοιμαστεί ο καφές και να ακούσει εκείνη την ιδιοσυχνότητα βρασμού του μπρικιού από μπακίρι, που αναγγέλλει το φούσκωμα του καφέ να γίνεται καιμάκι, ξεπλένει το μικρό λερωμένο νοικοκυριό του προκειμένου να το βρεί έτοιμο το επόμενο βράδυ, χωρίς να ξυπνάει ολόκληρη την πολυκατοικία, δεν του χρωστάνε οι κανονικοί τίποτα.

Ξεχωρίζει τα ρούχα του από το καλάθι σε άσπρα και μαύρα άπλυτα, δίχως άλλο χρώμα, ούτε ενδιάμεσους τόνους, άσπρο και μαύρο, μια ζωή σαν ακκορντεόν, μόνο που δεν χωράει στη δική του νοσταλγία.

Ούτε κάν για τα ταξίδια, για τα μέρη που πέρασε και προσπέρασε πιο γρήγορα από κυνηγημένος τουρίστας, γιατί ο άνθρωπος μόνος του κρατάει τις εικόνες όσο ο πελεκάνος τα πιασμένα ψάρια μέσα του, μέχρι τη μοιρασιά τους με το ταίρι που κάθεται και κλώθει, αυγά ή της πίσω ζωής το υφαντό.

Μόνη παραχώρηση στο άρωμα, τα ρούχα του μοσχοβολούσαν μαλακτικό, όχι πως χρειαζόταν, γιατί ο καπνός μαλακαίνει τις ίνες και τα δικά του ήταν ένα βήμα πριν το βελούδο, μα του χρειαζόταν μια στο τόσο όταν ήταν μεγάλα τα ζόρια να ξεκλέβει μια ανάσα σαν παράθυρο απόδρασης, σαν έξοδος διαφυγής, κάπου όμορφα, δίχως σχήμα και χρώμα.

Κι αυτή μοσχομύριζε.
Όποια έμπαινε εκεί μέσα μύριζε ωραία, άρωμα, σαπούνι, γαλάκτωμα σώματος ή αποσμητικό, αλλά η δική της ήταν τόσο διακριτική, στα όρια της απουσίας, στα χνάρια ενός μπουκαλιού που από χρόνια έχει αδειάσει το άρωμά του, μα έχουν ποτίσει τα υλικά της σύνθεσής του.

Καθόταν πάντα στο ίδιο τραπέζι, με πλάτη στον τοίχο, στο μέσον του χώρου, πάνω στο ξύλινο βάθρο που διέτρεχε την εσωτερική περίμετρο φτιάχνοντας επίπεδα και φέρνοντας τους ανθρώπους, τόσο κοντά, όσο και μακριά.

Στο κέντρο του μαγαζιού ήμουν εγώ κάτω από μια υδρόγεια σφαίρα που γύρναγε απελπιστικά αργά, επιτρέποντας στους παρατηρητές να κάνουν νοερά ταξίδια πάνω της με τα ακίνητα βλέμματά τους.

Αυτή από την πρώτη στιγμή που ήρθε, ναι, τη θυμάμαι, καρφώθηκε πάνω της, έπινε και της τόξευε καπνό, κάποια ακατανόητα μηνύματα που δεν έβρισκαν άλλον αποδέκτη. Δεν με έβλεπε και ας είχε τα μάτια της σχεδόν στραμμένα πάνω μου, μου ζήτησε ένα λικέρ και το κράταγε σαν να ήταν χέρι παιδιού, τρυφερά, μα δεν το άφηνε στιγμή, έπαιζε τον αντίχειρα πάνω του και όταν κουραζόταν το έπιανε καλύτερα, το γύριζε και κάπου κάπου το φιλούσε στα χείλη παίρνοντας μια γουλιά κι αφήνοντας μια ανάσα μες στο στόμα.
Συνεχίζεται..
Ξαφνικά όλα άλλαξαν, δεν με ένοιαζε τίποτα, σαν τον νικόλα δεν περίμενα τίποτα, είδα σε ένα πρόχειρο απολογισμό στη ζωή μου να χω προχωρήσει λίγα βήματα αφότου ξεκίνησα και ένα μόνο από μόνη μου. Με τη δουλειά μου.
Θα μπορούσα να υπομείνω για λίγο καιρό τον ρόλο της παραμελημένης, αλλά όχι της ανύπαρκτης.
Πήραν στα χέρια τους τις οικονομικές μας μοίρες το πρωτοπαλίκαρό του και μια φίλη μου, δικηγόροι και οι δύο, με σαφές προβάδισμα εκείνου, γιατί είχε όλο το χρόνο να κρύψει και να καλύψει τα ίχνη του. Από τον κοινό λογαριασμό μας δεν πήρα τίποτα, μόνο πίκρα για την κατάντια ενός ανθρώπου που σκόπευα να περάσω μια ολόκληρη ζωή μαζί του, για να δώ πως το μερτικό του το τρωγε και το δικό μου το θαβε για να το βρει αργότερα. Πόσο αργότερα; Η απληστία είναι μεγαλύτερη από τη ζωή την ίδια και αργά ή γρήγορα στο ίδιο θαλάμι συναντιόνται.

Με την κοπέλα μείναμε τρείς μήνες μαζί, ήταν όμορφη, νέα και δυνατή, την παρακολουθούσα να χαίρεται την κάθε μέρα με τις χαρές και τις απογοητεύσεις της, αρχίσαμε να βγαίνουμε έξω μαζί στην αρχή για να πικάρουμε μια παλιά της σύντροφο που έψαχνε τρόπο να την κάνει να ζηλέψει για να ξαναενδιαφερθεί και μετά για μένα, για να μην ξεχάσω πως η ζωή ήταν χορός κι εγώ περίμενα τον επόμενο καβαλιέρο.

Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να διαχωρίσουν το δισυπόστατο της ύπαρξης, σώμα και ψυχή και είναι ευτυχείς στην ανέχεια των καιρών και άλλοι που δυστυχισμένοι δεν μπορούν να χαρούν έναν συμβιβασμό, στο ελάχιστο. Με αλκοόλ, μα ελάχιστο ακαταλόγιστο, παραδόθηκα δυό φορές χωρίς σκέψη και χωρίς θέλω, σαν άρρωστη με μπουκωμένη μύτη που τρώει χωρίς να έχει γεύση, εκτελούσα άλλοτε κινήσεις βαρκάρισσας και άλλοτε δαμαζόμενο ήμερο πόνυ, έβλεπα στον καθρέφτη τα άδεια μου μάτια και συνέχιζα, δεν γίνεται, θα υπάρχουν κι άλλοι άνδρες κι εγώ θα βρώ κάποιον που να μην φοβάται να με κοιτάξει στα μάτια και να με ρωτήσει με ειλικρίνεια για τους εφιάλτες μου, κάπου θα υπάρχει, δεν είναι όλοι παντρεμένοι και οι παντρεμένοι δεν είναι όλοι σαν κι αυτούς που βγάζουν με την ερωτική πράξη μιας ζωής σπασμένα πάνω σου, σαν τον κίναιδο που περιμένει τη στιγμή να βαρέσει κι εκείνος τα καπούλια του επόμενου.

Δεν με αφορούσε αυτή η ζωή, διάλεξα να απέχω, δεν είχα πέταλα άλλα χαρτιά να τραβήξω, η τράπουλα τελείωσε και η ετυμηγορία ήταν δεν μ’ αγαπά.
Τι να την κάνεις την αγάπη σαν δεν αγαπάς εσύ τον εαυτό σου, το εγώ σου ήταν το πρώτο δώρο που ακουμπούσες θυσία στα πόδια του θεού σου περιμένοντας να σε κάνει πρωθιέρειά του, αντίς να σε σφάξει, για να ζήσει από την τσίκνα.

Ο μόνος άνθρωπος μοιάζει στα ζευγάρια για άρρωστος, οι άντρες βλέπουν την γυναίκα μόνη της σαν τσούλα για να κοιμηθούν μαζί της και να αποδείξουν ότι πειτελούν την γενετήσια αποστολή τους και ο γυναίκες προετοιμάζονται να χιμήξουν στο αναμενόμενο διεκδικητικό θύμα που περνούν για θηρευτή και να το κουρελιάσουν. Οριοθετούν την περιοχή τους με αψυχολόγητους εναγκαλισμούς και ματιές ξυράφια, ενώ περιφερόμενες κατουρούν πάνω του αρώματα του dior, Με την ένδειξη «μακρυά τα χέρια σου σκύλα» .

Η δουλειά σου επιτρέπει κάθε χρόνο να επισκέπτεσαι και άλλο μέρος, στο εσωτερικό και έξω, μπορείς να μένεις σε ξενοδοχείο για να μην κουβαλάς υπάρχοντα παρά την ύπαρξή σου και δυό τσάντες πιότερο βιβλία παρά ρούχα και παπούτσια. Ντύνεσαι μαλακά τζίν, σνίκερς και λευκά μπλουζάκια και στη κωλότσεπη το πακέτο. Κάποτε μπόρεσες να κάνεις την εγχείρηση και να αφαιρέσεις από την δεξιά παλάμη το στυλό που έγραφε ακατάπαυστα το ημερολόγιο που σου πε εκείνος ο δόκτορας, για να καταλάβεις και να βρείς τον εαυτό σου και τότε, μόνο όταν σταμάτησες, τα κομμάτια του πάζλ άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους.

Έκανες μήνες να μάθεις νέα του, δεν σε αφορούσε αν ζούσε ή αν πέθανε και κυρίως ποπιά από το στενό σας πρώην περιβάλλον βρήκε για να έχει επίσημη συνοδό στις κοινωνικές εκδηλώσεις. Μια παλιά του φίλη από το πανεπιστήμιο, η κολλητή της αδερφής του, ας είναι, να ζήσουν να ευτυχίσουν, πήρε αυτός μια όμορφη πλαστική, πήρε αυτή το κελεπούρι με το σπίτι και τους λογαριασμούς, πήρε αυτός τις άπειρες ανασφάλειες μιας πρώην εντάξει ερωμένης και πήρε αυτή μεγαλύτερη δόση απελπισίας και κατάθλιψης. Δεν πειράζει, ο καθένας παίρνει ότι του πρέπει, όσο αντέχει.

Το διάβασμα της έγινε κουραστικό, σχεδόν απεχθές, δεν μπορούσε να διαβάζει άλλο, μια ζωή μες στα βιβλία και έχασε τη μισή ζωή της αζώητη. Όλα θα ταν διαφορετικά αν είχε σπουδάσει αρχιτεκτονική, θα μάθαινε πως σε σαθρά θεμέλια κανείς δεν έστησε γερό σπίτι και πως στα διατηρητέα στεγάζονται άλλες χρήσεις, διαφορετικές ενός ζωντανού σπιτιού.

Όταν τελεσιδίκησε κάθε του προσπάθεια έφεσης, βρέθηκε να έχει ένα σεβαστό ποσό στην άκρη που της επέτρεπε να αγοράσει ένα διαμέρισμα όπου ήθελε και να ζήσει χωρίς να χρειάζεται να δουλεύει. Εκείνος έσκασε, όχι μόνο από το κακό του, η νέα του σύζυγος το έσκασε με έναν μικρότερο, φίλο του γιού της και δεν μπορούσε από το σκάνδαλο να βγεί πλέον από το σπίτι. Άλλαξε η κυβέρνηση και ως συνήθως ξηλώθηκαν οι ευνοούμενη της προηγούμενης και τον πήρε η κατηφόρα. Βρήκαν πολλές οικονομικές ατασθαλίες στην υπηρεσία του και αναγκάστηκε σε εθελούσια παραίτηση κακήν κακώς, χάνοντας μεγάλο μέρος από την ακίνητη περιουσία του.

Στον πειρασμό μπαίνω να πώ πως στο πλάι του τυχερού βρίσκονται θέσεις πολλές μα είναι όλες γεμάτες, μα σαν η ατυχία διαβεί από το κατώφλι, πρώτα τα ποντίκια είναι που εγκαταλείπουνε το πλοίο. Τα χτυπήματα δεν άντεξε η άμαθη καρδιά να τα χωνέψει, βλέπεις στην πραγματική ζωή δεν υπάρχει save και ξαναπάρτο από την αρχή, διπλό εγκεφαλικό και αφού η αδερφή του δεν θέλησε να τον φροντίσει στο σπίτι της, εμφανίστηκε μια μέρα από το πουθενά μια αποκλειστική που πληρωνόταν με το μήνα για να τον προσέχει. Δεν γαμιέται, λεφτά ήταν, να τα πάρει μαζί της δεν μπορούσε, ούτε και κείνος μπόρεσε την τόση καλοσύνη, δεν την άφησε να χαλάσει πολλά για δαύτον.

Μόνη γυναίκα κάθεται σε τραπέζι μπροστά σε δυό ποτά και είναι και τα δυό για την ίδια. Δεν κρατάει τσάντα, ούτε στο τραπέζι πάνω υπάρχει κάποιο τηλέφωνο για να την βρούν. Κοιτάζει την γή να γυρίζει και κάνει ταξίδια πάνω της. Είναι πολλές οι πινέζες σε πρωτεύουσες που έχει πάει, μόνη της και παλιά με μια απουσία, ζικ ζακ, ο γύρος του κόσμου σε λιγότερο από 3 λεπτά.

Οι θαμώνες έχουν αποχωρήσει, ο μπάρμαν σκουπίζει τα κολονάτα και τα κρεμάει ανάποδα στην μπάρα, ένα σαξόφωνο ορίζει κάποια διάφωνα σκαλοπάτια που ένα πιάνο αναλαμβάνει να τα γεφυρώσει με σφυριά και σύρματα, σε μια εργόχειρη σύνθεση που κάνει τη μουσική μερικές φορές πιο απαραίτητη από νερό.
Το πιάνο κλείνει το μέρος του και το πνευστό οδηγεί δύσθυμα τις τελευταίες νότες, σαν να μην ήταν έτοιμο, σαν τον αγουροξυπνημένο που μένει λίγη ώρα στο κρεβάτι για να χωνέψει πως ο ύπνος τελείωσε.

Πιάνει τα ποτήρια της με το να χέρι και το άλλο το τασάκι και κοπιάζει.
-Μη σε κρατάω..
-Μου κρατάς παρέα.
-Ξημέρωσε ήδη.
-Δε με περιμένει κανένας.
-Χαιρετώ.
-Πεινάς;
-Παρακαλώ;
-Αν πεινάς κερνάω πρωινό, εδώ δίπλα σερβίρουν από φρέσκο φούρνο και μοσχομυρίζει ο αέρας φύλλο και ψωμί σε λαμαρίνα.
-Θέλω.

Δυό άνθρωποι συνηθισμένοι και τόσο ίδιοι, ντυμένοι ασπρόμαυρα σαν πιόνια και όχι παίχτες, στην ίδια σκακιέρα, κάθονται απέναντι και τρώνε, οι κόρες σιγά σιγά απομακρύνονται από το ανεστίαστο άπειρο και ακουμπούν ο ένας στη απόσταση του άλλου, κοιτάζουν μάτια, χέρια, μετρούν αντοχές, απαντοχές, ψάχνουν σημάδια, κοινούς λυμένους κώδικες.

Δεν μιλούν, δεν χειρονομούν, απλά βρίσκονται σαν κούκλες στο ίδιο ράφι τοποθετημένες, σιωπηλές και ήσυχες, κείνη έχει τα πόδια λυγισμένα από κάτω της κι εκείνος ακουμπά την πλάτη στον τοίχο, περιμένουν να κλείσουν τα φώτα και τότε θα την κοιτάξει άλλη μια φορά και αν δεν τραβήξει το βλέμμα της από το δικό του θα της απλώσει το χέρι. Εκείνη θα περιμένει ένα χαμόγελο στα χείλη από τα μάτια, μόνο με αυτό το σύνθημα θα σηκωθεί για να χορέψει.

Τα φώτα της πόλης είχαν αρχίσει να σβήνουν, ο ηλεκτρικός θα διασκόρπιζε τις πολυκατοικίες σε εργοστάσια και γραφεία, τα παράθυρα θα απελευθέρωναν χνώτα και όνειρα πάνω από μια ρουτίνα βαρετή, μέχρι τους αδέσποτους που δεν είχαν μάθει ακόμα τους τρόπους της πρωτεύουσας.

Δυό μοναξιές τις βρήκες το πρωί να περπατούν αντάμα, χωρίς κατοχές και κτητικότητες, δίχως γκάζια και φρένα, με μια αβέβαιη προσμονή ο καθένας μέσα του, ακαλούπωτη, δίχως πρόσωπο και όνομα, καινούρια καθαρή σελίδα, άσχετα από τον βαθμό της προηγούμενης έκθεσης, τσαλακωμένες οι άκρες και το μολύβι χωρίς γόμα στη φούχτα ετοιμοπόλεμο.

Οι δισταγμοί έσωσαν πόλεις και ζωές οι παραδόσεις, η μέρα είναι δική τους να την φτάσουν όπου μπορούν, δυό άνθρωποι με άδεια χέρια στο πλάι κρεμασμένα και τα δυο ανάμεσα σε γέφυρα πλεγμένα.

Λοιπές ιδιότητες μηδέν, το ερώτημα είναι αν δυό γαλήνιες απελπισίες μπορούν να σηκώσουν φουρτούνες;
Μπορούν;
τέλος;