13.2.08

δεν θα ξαναβγάλεις άκρη μαζί μου

Θα χάσεις τα παπούτσια σου και θα τα βρεις στις 3 η ώρα, είπε στον ύπνο μου η μαυροφορεμένη γυναίκα, που πρόσωπο δεν είχε, ούτε τα χείλη της κουνιόνταν. Το σκοτάδι την κατάπιε.
Γάμος την επομένη, σε σπίτι με ξύλινο πατάρι και εμάς να χορεύουμε. Το όνειρο ξεχάστηκε, στις τρείς ξαναπιάστηκε, ένας φόβος γαντζώθηκε πάνω μου, πήγα να τραβηχτώ προς το πλάι, είδα τη γερόντισσα γιαγιά της νύφης, ντυμένη τη μαύρη μαντίλα της, φαφούτικο στόμα, χαμόγελο και δόντι χρυσό, άστραψε και το σκοτάδι με κατάπιε, γκρεμίστηκε το πάτωμα από το βάρος και πέσαμε όλοι στα κοτρώνια του υπογείου με τις βαρέλες του κρασιού.
Η καρέκλα της ταλαντώθηκε, στην άκρη του ξύλινου γκρεμού και έπεσε κατά πάνω μου, μαύρο πουλί, με χέρια απλωμένα.
Σταμάτησε με τα μάτια στα παπούτσια από τα σπασμένα πόδια μου, τα τακούνια κεντράρισαν στις κόγχες, έσβησε αυτοστιγμής, σαν κάποιος να έσβησε την ύπαρξή της με σφουγγάρι, αφήνοντας δυό κόκκινους λεκέδες τα καλά μου παπούτσια.
Την είδα στον ύπνο μου σήμερα.
Είπε πως την επόμενη θα είναι η σειρά μου.

2 σχόλια: