18.1.08

ξημερώνοντας 19

Βράδυ.
Επιστρέφω σπίτι. Στο άδειο. Στο κρύο.
Μικρή σόμπα, φώς και ζέστη μαζί, μα δεν μπορεί να κεφαλώσει τον χώρο.
Ασπρόμαυρη τηλεόραση, όλο χιόνια.
Το ραδιόφωνο να παίζει αγαπημένες μουσικές με διαλλείματα διαφημίσεων.
Παρέα πουθενά και την επαύριο δουλειά από το πρωί.
Πέφτω για ύπνο. Αν μπορούσα να βασιστώ στο μισθό και να τακτοποιήσω λίγο τα οικονομικά μου θα μπορούσα να πιάσω ένα καλύτερο διαμέρισμα, πιο ζεστό, πιο φωτεινό, πιο μακριά από όσα το βαραίνουν.
Τραβάω το μάλλινο σκέπασμα και την κουβέρτα, τσιμπάει μα δεν με πειράζει πλέον, η ανέχεια θέλει ανοχή.
Πέφτω για ύπνο ξέροντας ότι σήμερα είναι γιορτή, μα εγώ δεν γιορτάζω, ακόμα και τις πιο μεγάλες μου γιορτές τις πέρασα μόνος.
Αντέχω, ούτε λόγος για αυτό, το αν μου αρέσει αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
Κάποτε το τηλέφωνο μπορούσε να χτυπήσει μες στο βράδυ, τώρα δεν χτυπάει ούτε τη μέρα, το κλείνω για τις καλύτερες μέρες και βυθίζομαι σε μια ανέφελη νάρκη.
Η νάρκη δεν έχει όνειρα, ούτε πρόσωπα, ούτε ξεκούραση, μόνο ηρεμία, σαν τη σιγαλιά πριν το σεισμό και τη βροχή.
Στο όνειρό μου από παιδί μπορούσα να έχω πλήρη έλεγχο και συνειδητότητα, μπορούσα άμα ήθελα να το αλλάξω στην πορεία, να το αποφύγω σαν προσέγγιζε τους μεγάλους μου σκοπέλους, να το επαναλάβω σαν μου άρεσε και σπάνια να το συνεχίσω.
Εκείνο το βράδυ δεν είχα όνειρα ή τουλάχιστον ήταν σα να ήμουν κλεισμένος σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και να κοιμόμουν. Κάπου στο βάθος ακουγόταν ένας χτύπος, μια βροντή, χωρίς φωνή, ένα λεπτοδείχτης που βαρούσε δυνατά.
Με μάτι μισάνοιχτο κοιτάζω την πραγματικότητα που είχε πάντα άμεση επίδραση με το όνειρο, για να ακούσω την πόρτα να χτυπά.
Αμέσως μετά το κουδούνι.
Δύο φορές, όχι βιαστικές, μα επίμονες.
Ντυμένος τη φόρμα και από πάνω την κουβέρτα διασχίζω τον σκοτεινό διάδρομο και σκοντάφτω από τοίχο σε τοίχο, μπορεί και ηθελημένα για να ξυπνήσω, μπορεί και ηθελημένα για να ισοσταθμίσει το νέο του αγγελιοφόρου.
Δεν ρωτάω, ανοίγω.
Ντύσου.
Ποιος;
Ατύχημα.
Σοβαρά;
Νοσοκομείο.
Ντύσου.
Παλτό και μάλλινο πουλόβερ, μαύρο με μεγάλο λαιμό, για να καλύπτεσαι, από το κρύο και από τα νέα.
Δεν με αφήνουν να πάω μόνος.
Το αυτοκίνητο διασχίζει τους άδειους δρόμους γρήγορα, μα όχι δραματικά γρήγορα.
Στην πύλη, πού;
Στα εξωτερικά ιατρεία.
Κόσμος σε φορεία, σε καροτσάκια, από τρακάρισμα, με ακτινογραφίες, ορρούς και γάζες, μεθυσμένοι χτυπημένοι και εμείς στο πουθενά.
Δωμάτιο το δωμάτιο, θάλαμο το θάλαμο, άδεια η εντατική, πού;
Μια ομάδα των πέντε, μια γιατρός και τέσσερα φοιτητάκια ιατρικής, ένα αγόρι, τρείς κοπέλες, κάτι λένε μεταξύ τους, τους ρωτάω, τους ρωτάει, κοιτάζονται μεταξύ τους, μιλούν για εξεταστική και για τους ασθενείς που είδαν, μας λένε μιας στιγμή, η γιατρός κάτι γράφει, κατεβάζει το στηθοσκόπιο από το λαιμό της, το ψωμί κάηκε.
Τι πράγμα; Μα μας είπαν ατύχημα και εξωτερικά ιατρεία, κάνετε κάποιο λάθος, δεν γίνεται, πάει να πέσει, ανοίγω την αγκαλιά μου και την πιάνω, είναι η σειρά του βλασταριού να σώσει το δέντρο, κλείνω τη μέσα και μένουμε.
Ξέρεις, το άδειασμα σε κάνει ανάερο, δεν το ξερα, το μαθα. Ήταν σα μα κρατούσα στα χέρια μου αέρα, μπορεί και να την είχα ήδη σηκώσει, δεν μπορώ να ξέρω, μόνο ότι είχα το μυαλό στη θέση και την καρδιά σφιγμένη.
Ο χώρος είχε κλιματισμό, μα άρχισε να παγώνει, από μέσα, τα πάντα πήραν να σκληραίνουν, το βλέμμα, το χέρι και οι καρέκλες φαίνονταν πιο άδειες, το νερό από τον ψύκτη κατέβαινε δυσκολότερα από σπασμένα γυαλιά και το παλτό έκλεισε .
Άνθρωποι έπεφταν στους ώμους, άνθρωποι γονάτιζαν, μάτια λαμπύριζαν, κάποια γυάλιζαν, το σπίτι άνοιξε διάπλατα και το καλοριφέρ έκαιγε με όσην ένταση είχε.
Ο πόνος και η αγάπη γεννούνε μίσος και έχθρα, δεν το ξερα, αυτή η μέρα θα μου μάθαινε πολλά, θα με άλλαζε για πάντα.
Σαν πέτρος δεν άντεξα και έπεσα για 3 ώρες ύπνο, δύσκολο βράδυ, δύσκολη μέρα, δύσκολη εποχή ξημέρωνε.
Ο κόσμος άρχισε να καταφθάνει και εγώ χρειαζόμουν μουσική περισσότερο και από ουίσκι.
Το μόνο άθικτο στο άλλο αυτοκίνητο ήταν το σήμα και ο λεβιές, τα πήρα και τα δύο.
Το τηλέφωνο χτυπούσε και εγώ στα πέλαγα χαμένος, το ίδιο πράγμα πελαγωμένος, χωρίς να βιάζομαι να σωθώ.
Το σήκωσα. Μια φωνή με ρωτούσε για κάτι έξω του καιρού αυτού. Παλιά, γνώριμη, συντροφική.
Καλημέρα.
Πως περνάς;
Είσαι καλά;
Αλήθεια;
Τρέχει κάτι;
Όχι τώρα.
Γειά.
Αντίο και λυπάμαι, δεν μπορώ να μιλήσω.
Στο κόψιμο τρέχει αίμα και το αίμα στεριώνεται σε κόρα και η πληγή κλείνει. Στο θρήνο το βουβό, τα δάκρυα μένουν άβγαλτα, ο πόνος δαγκώνεται, καταπίνεται, μένει εντός και κοτρώνεται, γίνεται πέτρα, σκέτος γρανίτης και χαμηλώνει το κέντρο βάρους σου πιο κοντά στο χώμα, παρά στα σύννεφα.
Το σπίτι αντίκρισε λουλούδια πένθιμα, κλάμα βουβό και εντάσες, κρύα φιλιά, αναφιλητά, κόκκινες μύτες και άδεια μάτια και όταν το κάθε πουλί γύρισε το βράδυ στη φωλιά του, έμεινε το τραπέζι μας να στέκεται σε τρία πόδια.
Οι πιο δυνατοί στεριώνουν τους αδύνατους και όσο η ρόδα γυρίζει, τη μια ο ένας είναι ψηλά, την άλλη είναι κάτω και αυτός που πρίν βοήθαγε, τώρα λαμβάνει βοήθεια.
Τα λόγια τα αμίλητα σε καταδιώκουν και σε βρίσκουν, είναι ανελέητα, ανυπόμονα και έχουν σκοπό να σε αφήσουν στον τόπο, όσο και αν θες να εξηγήσεις, όσο και αν θες να εκλιπαρήσεις, σαν έπεσε το τελευταίο σπυρί της άμμου, δεν θα ξαναβρείς τον χρόνο, την ευκαιρία.
Από την άλλη τα λόγια που είχαν ειπωθεί, που είχαν βρεί στόχο έρχονται μπάλσαμο, σαν σκιάχτρα τα ανομολόγητα να διώξουν λίγο μακριά, γαλήνη να χαρίσουν, παροδική, λιγόωρη, όσο ένα τσιγάρο.
Στον ένα ώμο κάτι κρατώ , στον άλλο τον κόσμο όλο και ισορροπώ, πιάνω βρεγμένο χώμα, ήχοι πνιχτοί υπόκωφοι φτάνουν μέσα στα αυτιά μου, έχω στην τσέπη μου βαθειά ένα μικρό κλωνάρι βασιλικό, όποτε θέλω να ξεχαστώ, το τρίβω και το μυρίζω, ο νούς μου για λίγο χάνεται, έχω συχνά διαλείψεις, βλέπω τα πάντα από ψηλά σαν παρατηρητής απ΄έξω, δεν ξέρω που το όνειρο αρχινά ούτε το που τελειώνει, ξέρω όμως ότι ο χρόνος τώρα κυλά αργά, μα και αν κοιτάει πίσω έχει το βήμα του πάντα μπροστά.

Ότι άναψε θα σβήσει και ότι σβήνεται ξεχνιέται, για αυτό για τις φωτιές της θύμησης να χεις κάνει κουμάντο για λάδι και φυτίλι.

Συγχωρεμένος, όποιος συγχώρεση ζητάει.