11.1.08

o κλόουν

Δύσκολη μέρα.

Περιμένοντας στο φανάρι, ένα τετράγωνο πριν το σπίτι.
Έγνοιες, βαρύ πεπόνι το κεφάλι και το μέτωπο ζαρωμένο σαν ταμπλό διαφημιστικό με αφίσσες περσινές.
Όλοι σκυθρωποί μέσα στα τζαμένια κλουβιά τους, ακούγοντας μουσική, διασκεδάζοντας τον χαμένο χρόνο.
Ένα μπλέ, με κίτρινο κάτι, πάνω σε πορτοκαλί κάλτσες, με ένα τεράστιο χαμόγελο και ανοιχτά μάτια ξεπροβάλει από ένα δέντρο. Κρατάει κορίνες και φορά ένα μαύρο τρύπιο καπέλο.
Μπαίνει στη μέση του δρόμου.
Ατρόμητος κάνει μια κωλοτούμπα πάνω στη διάβαση. Μια γιαγιά τον μαλώνει να κάνει στην άκρη, μα τα αυτοκίνητα είναι σταματημένα της δείχνει. Η γιαγιά καχύποπτα τον κοιτά, για να χει αργότερα να μαλώνει ή να διηγείται στους αστυνομικούς ότι έπραξε καλώς το καθήκον της.
Οι κορίνες ίπτανται, διαδοχικά, περιστροφικά, ανάποδα, αντίστροφα, στερεωμένες στον ουρανό, στο ύψος του φαναριού, φαίνεται να κάνει κάποιο λάθος και του ξεφεύγουν, μα τελευταία στιγμή, χωρίς να χάσει το χαμόγελό του τις πιάνει στον αέρα και συνεχίζει.
Πετάει μια κορίνα σε ένα περαστικό που τον κοιτάζει, αυτός τα χάνει, του πέφτει η τσάντα, μα η κορίνα είναι πιο σημαντική, την πιάνει στον αέρα και την πετά στον ασταμάτητο κλόουν που χαμογελά.
Από ώρα σε ώρα το φανάρι ανάβει.
Τα χαμόγελα μεταγγίστηκαν στα πρόσωπά μας και ένα μικρό φιλοδώρημα για τη μαγεία το κλόουν έπεσε στο τρύπιο καπέλο και από κεί στην τσέπη του.
Πουθε είσαι; Τον ρώτησε γελώντας η γιαγιά.
Everywhere, της απάντησε εκείνος και μας χαιρέτισε.
Είχε και άλλες στάσεις να κάνει στον κόσμο.
Είχα πρίν κάποιες έγνοιες.
Ο πίσω άρχισε να κορνάρει υστερικά, το φανάρι είχε από ώρα ανάψει πράσινο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου