12.1.08

χαμογελώντας

Ο διακόπτης ήταν στρόγγυλος, ατέρμονας, κάποτε άσπρος τώρα κίτρινος από τα χνώτα τόσων χρόνων, τόσων που έζησαν δω μέσα, από τα τσιγάρα σαν μεγάλωναν και το τζάκι.
Προσπάθησα να τον ανοίξω, μα οι λάμπες στην δεύτερη περιστροφή αντέδρασαν, προφανώς κάποιο σιδεράκι δεν έκανε επαφή, όπως εμάς που είχαμε από καιρό κόψει επαφή με το σπίτι στο χωριό.
Πήραν μπρός και ξέρασαν μια κίτρινη λάμψη, περισσότερο σκοτάδι παρά φώς, για να τρομάζουν τα παιδιά, να κρύβονται τα σαμιαμίδια στις ρωγμές και οι πεθαμένοι να χουν τους ίσκιους συντροφιά.
Στους τοίχους κάδρα με φωτογραφίες οικογενειακές, ο παππούς με την βάβω και τον πατέρα του από τη μια και από την άλλη η γιαγιά με τους δικούς της, φορώντας όλοι τα καλά τους, λίγο πρίν το συμπεθεριό. Από κάτω, στον μεγάλο πίνακα με τα νούφαρα και τη γοργόνα με τα μωβιά χείλη να στέκονται τα παιδιά της οικογένειας, ένα τη φορά, στο κέντρο κάθε υδρόφυτου, όσα ξεπέρασαν το φράγμα των 2 χρόνων, 9 φωτογραφίες, εννιά σκληρά πρόσωπα, με γουρλωμένα μάτια, σε στυλ προσοχής, όσα επέζησαν από τις κακουχίες τον δύσκολο καιρό του σαράντα.
Ο πάνω όροφος ήταν τεμαχισμένος στα τρία και κάτι, η κουζίνα με το τζάκι και το κρεββάτι του προπάππου, ένα δωματιάκι με δυό κρεββάτια, των παππούδων και των μικρών και ένα μεγάλο καθιστικό με κρεββάτια ολόγυρα και τραπεζαρία στο κέντρο.
Στις ασθενείς διαθλάσεις των κρυστάλλων του πολυελαίου έτρεχε η φαντασία μας, σε ξωτικά, ξωθιές και ουράνια τόξα, σε καλικατζάρους και άτυχες μικροπαντρεμένες, που οι ιστορίες των μεγάλων δανείζονταν από την παλέτα του ταβανιού για να κάνει τον φόβο βίωμα και τον παραμικρό θόρυβο το βράδυ σε υστερικές κραυγές.
Μεγάλωσα και αγόρασα κάποτε κρυστάλλινα σε γάμους φίλων, τότε κατάλαβα ότι ήταν απλά τζαμάκια τα στολίδια του παλιού φωτιστικού και ότι ο τρόμος επέλεγε να σκάβει τις στοές του στα ευτελή και όχι στα αξίας.
Το πάτωμα ήταν ξύλινο, τάβλες ντυμένες με κουρελούδες και στα σημεία που τα ροζιά είχαν αποκολληθεί φαινόταν τα κατώγι, με τα ζώα, τις μπάλες από σανό και τα αγροτικά εργαλεία. Τα βράδια του χειμώνα έμπαζε κρύο και τα καλοκαίρια μυρωδιές από κρασί, προβιά και τυρόγαλο.
Η γιαγιά δεν είχε πετάξει στη ζωή της ούτε κουμπί, ούτε καρφί, ούτε μια πρόκα. Ότι έβρισκε το πέταγε στην ταράτσα του φούρνου και όταν δεν είχε δουλειά να κάνει, σπάνιο αυτό, τα ταξινομούσε σε τετζερέδια, κουτιά από χρώματα και παλιούς κουβάδες.
Δεν είχε αγοράσει στη ζωή της κάτι καινούριο, ούτε δέχτηκε ποτέ ελεημοσύνη από την εκκλησία, αργατική σαν μέλισσα μάζευε, έραβε, φύτευε, πούλαγε και προίκισε 5 κόρες. Και τις εγγόνες.
Για τα αγόρια τίποτα, αυτά κάποια στιγμή, όπως ήταν γραφτό, θα νέμονταν την περιουσία, τα χωράφια και το αμπέλι, το σπίτι και τον κήπο, θα σφάζονταν, θα τρεχαν στα δικαστήρια και στους συμβολαιογράφους, τα ήξερε, τα έβλεπε, τα περίμενε, γι΄ αυτό πολύ μας μάλωνε.
Τα παλιά τα χρόνια όλα ήταν αγνά, το λάδι, το κρέας, οι άνθρωποι. Πως είναι τα γερόντια ήρεμα, ξεσκούφωτα, καλοσυνάτα, ξεδοντιασμένα στα καφενεία, στην πλατεία του χωριού; Τα γραφικά τα πρόσωπα και τα σκαμμένα χέρια που λες ότι δεν πρέπει να χουν σκοτώσει ούτε κουνούπι χωρίς να κάνουν πρώτα το σταυρό τους;
Κι όμως, σε κάποιες κουβέντες άκουγα χωρίς να με προσέχουν, κάτω από το τραπέζι ή στα μνημόσυνα για κείνους που δεν είχαν το μαχαίρι για να κόβουν το ψωμί μονάχα και πως οι μαμμές έσωζαν υπολήψεις ρίχνοντας συλλήψεις αγνώστου πατρός.
Τρύγος και έρωτας με κατσίκα, σπορά και θανατικό πάνω στα όρια των συνόρων, μαθηματικά στο σχολειό και το βράδυ αλογοκοτοκλεψίες, μπαρμπούτι, ζάρια, βιασμοί και τα σκουπίδια του χωριού στο ρέμα και ας ήταν το νερό που θα πότιζαν τα ζωντανά τους οι του κάτω χωριού.
Ήταν ωραία και αγνά τα πράγματα τότες.
Είχαμε έρθει για την κηδεία κάποιου. Ξέρω ποιού, μα δεν θέλω να το πώ. Δεν θα τους το έλεγα για τίποτα. Οι τρείς μας και η κερασομαλλούσα. Δεν ήξερε τίποτα από αυτά, καθόταν στην άκρη και παρατηρούσε.
Το σπίτι μύριζε κλεισούρα και αλογίσια ούρα, έστω και αν είχαν περάσει είκοσι χρόνια που στο κατώι σταβλίστηκε ζώο, κάποιες μνήμες είναι τόσο ζωντανές που οι αισθήσεις ανιχνεύουν υπολείμματα ερεθισμάτων, χρόνων πίσω.
Κάθισε στον ξεκοιλιασμένο καναπέ που είχε περισσότερα μπαλώματα πάνω του από παιδική σαμπρέλα, σαν παντελόνι σαλτιμπάγκου, η φθορά ήταν αναπόφευκτα αναπότρεπτη, σαν το τίμημα της κάθε επιλογής, τα μεταχειρισμένο παλιώνει γρηγορότερα και σε κάθε δράση και σκέψη υπάρχει μια αντίδραση και ένας αντίλογος, και ήταν όλα για να πληρωθούν τώρα.
Είχα πληρώσει και πληρώνω ακόμα, τα χρέη δεν είναι όλα σε λεφτά, κάποια είναι σε πόνο και κάποια σε χρόνο, σε άλλα λεπτά, όχι τίποτα ψιλά δευτερόλεπτα, αλλά αγωνιώδη και τεράστια σαν εποχές, σαν φάσεις, σαν μονοπάτια αδιέξοδα, που για να βγείς περνάς πάλι αντίστροφα από εκεί που μπήκες.
Η μητέρα καθόταν στο τραπέζι, η κερασομαλλούσα όρθια και εσύ κάθισες πάλι στον καναπέ. Μια φλούδα φουσκωμένου τοίχου κρεμόταν πάνω από το κεφάλι σου, σου φώναξα ΠΡΟΣΕΞΕ, δεν με κατάλαβες, σου ξαναφώναξα, ΦΥΓΕ, ΣΗΚΩ ΟΡΘΙΟΣ ΚΑΙ ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΚΕΙ , και πάλι δεν με κατάλαβες αλλά με άκουσες, σαν να υπάκουσες, γιατί το αίμα προστάζει όπως ξέρει η σάρκα να ακούει, σηκώθηκες χαμογελώντας και τότε αποκολλήθηκε ένα μεγάλο κομμάτι τοίχου και ήρθε να πέσει πάνω στο αποτύπωμα του κορμιού σου στον καναπέ. Η μάνα έβγαλε μια κραυγή, η κερασομαλλούσα έβαλε τα χέρια άηχα στο στόμα και συ γύρισες και με κοίταξες δίχως να πάψεις να χαμογελάς στιγμή.
Με έσωσες μου είπες και το όνειρο εξαφανίστηκε από τα μάτια μου με σένα χαμογελώντας.
Ευχαριστώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου