2.6.07

το όνειρο του θείου

Υπάρχουν άνθρωποι που καταδικάστηκαν να ξέρουν το τέλος τους, τον χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο. Άνθρωποι με σχέδια για ήρεμα γεράματα, με κήπο και χωράφια, με ζωντάνια και ενεργητικότητα, με ιστορία και σκέψεις άγνωστες, με αγαπώντας τους και αγαπημένους, διόλου διαφορετικοί απ' ότι εσύ και εγώ. Άνθρωποι που δεν είχε τρέξει η μύτη τους προτύτερα από κρύωμα και που ο μόνος γιατρός που ήξεραν ήταν ο οδοντίατρος.
Συμβάντα τυχαία μπορούν να σου σταματήσουν τον δρόμο και να σε στείλουν αδιάβαστο, συμβάντα που με μια μικρή κληρονομική προδιάθεση και με το αλατοπίπερο της ατυχίας μπορεί να σπείρουν καρπό κακό που θα θεριστεί μαζι με σένα καιρό αργότερα.
Ένα τέτοιο περιστατικό είχε ο θείος, ένα κατα τα φαινόμενα αθώο χτύπημα στα πλευρά, στο ψυχικό, που τον δίπλωσε στα δύο, που θα ξεστόμισε καντήλια, που θα πόνεσε ανυπόφορα, μα δεν θα τον οδηγούσε στο νοσοκομείο. Ο πόνος θα περνούσε σε κανα δυό ημέρες, χωρίς ποτέ να σταματήσει τη δουλειά, φαινομενικά φυσιολογικά. Θα περνούσαν μερικά χρόνια για να επιβεβαιωθεί η ανησυχία του οτι κάπου εκεί είχε σχηματιστεί κάτι που δεν θα πρεπε να είναι, που στο μεγάλωμά του θα δυσχεραίνονταν οι κινήσεις του και στην γνωμάτευση θα διάβαζε για την ασθένεια που πήρε και τον παππού, για την ασθένεια που στο χωριό και αλλού δεν ξεστόμιζαν -για γρουσουζιά- το όνομά της .
Επέμβάσεις επι επεμβάσεων, τομές επί τομών, αλμπάνηδες και καμπογιαννίτες να εμπορεύονται την ελπίδα και την αξιοπρέπεια, αναίσθητοι και ανάλγητοι, όπου αποτύχαιναν οι συμβατικές θεραπείες. Σπίτια και χωράφια, οι κόποι μιας ζωής, μπορεί και δύο, όλα στην υπηρεσία της επιστήμης, όλα προκειμένου να κερδηθεί κι άλλος χρόνος, όσος χρόνος γινόταν, μέχρι να βρεθεί το γιατρικό, το ελιξήριο της ζωής, όχι για παντοτινή ζωή, μα για ζωή χωρίς το σαράκι.
Το αίμα έδωσε τη θέση του σε κοκτέιλ φαρμάκων, η ζωντάνια παραμερίστηκε από τη δυσθυμία, το κουράγιο που μου δινε σαν έσπασα μικρός το χέρι, του το δινε το ίδιο χέρι που του λεγα πως από υγεία μου το 'σφιγγε πολύ, καλοκαρδο ψέμα, που το ξερε, μα αναθάρρευε, έστω και λίγο.
Το άσχημο είναι οτι το σαράκι δηλητηριάζει το λόγο και τη σκέψη σου, όχι από πρόθεση, μα από τον αφόρητο πόνο. Αδικαιολόγητα-απόλυτα δικαιολογημένα- θύμωνε, νευρίαζε, έβριζε, μα την ίδια στιγμή μπορούσες να δείς στο βλέμμα ενός περήφανου ανθρώπου που ποτέ δεν καταδέχτηκε παρατήρηση, να ξέρει πως παραφερόταν και απέστρεφε το βλέμμα του- που αλλού;- στον ουρανό, στα πετούμενα του θεού, που ελεύθερα και μόνα αποφάσιζαν για την τύχη τους και όχι παγιδευμένα σαν κι αυτόν στη διάσταση της ανθρώπινης φύσης,μπρός πίσω, πέρα δώθε, στα τέσσερα, στα δύο, στα τρία και στα τέσσερα, πανανθρωπινή κατάρα και γρίφος μαζί. Τα πουλιά που στον ελεύθερό του χρόνο κυνηγούσε, ήρθε, ήρθε η στιγμή που θα άνοιγε τα πορτόνια από τα κλουβιά τους ζητώντας την ιδιότυπη συγνώμη του και δεν θ' άντεχε να τα βλέπει πια, αυτός ο ψημένος από την δουλειά άντρας με τα ροζιασμένα χέρια, σε κλουβί κλεισμένα χωρίς δάκρυα στα μάτια.
Δεν άντεχε να τον βλέπουν στη δεινή θέση που χε περιέλθει, μόνος του ρύθμιζε τις εξόδους του με βάση τις δυνάμεις του, να τον βλέπουν και να τον θυμούνται όλοι όρθιο, στα πόδια του, έστω και για λίγο.
Πάνε χρόνια που μια μέρα θα βοηθούσα σε μια θεατρική παράσταση στην αθήνα όταν μου παν στο τηλέφωνο πως ο θείος έφυγε. Οι ουρανοί επιτέλους τον δέχτηκαν, γιατί πολύ υπεφερε στο τέλος. Επέστρεψα με το ίδιο λεωφορείο, δεν άλλαξα τα ρούχα, ακόμα τα σύννεφά μου δεν είχαν ανοίξει. Με το που έφτασα σπίτι του και είδα όλους απ' έξω άνοιξαν οι κάνουλες και ξεχύθηκαν πυθαροδάκρυα, με λυγμό, κοφτό ανασασμό και παράπονο, γι' αυτο που θεωρούσα και ακόμα θεωρώ, μεγάλη αδικία, να βλέπει η μάνα το παιδί της να ταξιδεύει πρώτο, το αγύριστο μονοπάτι.
Ξανάφυγα για την Αθήνα, η παράσταση ανέβηκε, δεν ήμουν απαραίτητος, να αφήσω πίσω μου εικόνες και να βρώ κάποιες ανάσες προσπάθησα. Ξεχνιόμουν όσο περισσότερο μπορούσα, γιατι το σπλάχνο μου έχει κάτι από μηρυκαστικό, περνάει ο καιρός και εγώ ξαναμασώ για να χωνέψω τα αχώνευτα.
Τον θείο τον είδα μετά από καιρό στον ύπνο μου σε ένα τρελό όνειρο απο αυτά που μπορούν να σε αναστατώσουν για μιαν ολόκληρη ζωή και να μπερδέψουν γεγονότα και ονειροφαντασίες.

Ήμουν παρέα λέει με τον θείο καθισμένοι δίπλα στη φωτιά, στο πατρικό του στο χωριό και αγναντεύαμε την Πάτρα, καθώς νύχτωνε, με τραχανά και φέτα, δεν μπορούσαμε να ψήσουμε, ο γιατρός το απαγόρευε.
Ήταν ήδη στην τελευταία φάση του καρκίνου και το ήξερε. Όλοι μας συμπαραστάτες στον αγώνα του, αδέρφια, γυναίκα, παιδιά, μα πιο πολύ εγώ και η θεία.
Η ιστορία ξεκινά κάπου μέσα στην κλινική, όπου γνωρίζεται με την επισκέπτρια ενός άλλου ασθενούς, συνάπτει σχέση μαζί της και ο μόνος που το γνωρίζει να ‘μαι εγώ, συνεργός με τη σιωπή μου, συννένοχος στο έγκλημα.
Πώς να αντιδράσεις μπροστά σε κάποιον που γνωρίζει ότι θα χάσει το παιχνίδι πολύ σύντομα και πως αυτή η παρασπονδία μπορεί να του χαρίσει λίγη ευτυχία και χαρά που τόσο την έχει ανάγκη, αρκεί να μην μαθευτεί, γιατί με τον σωματικό πόνο αν δεχτεί πλήγμα και η αξιοπρέπειά του μπορεί να οδηγήσει στα πλέον καταστροφικά και απρόβλεπτα σενάρια οικογενειακής τραγωδίας.
Άρα εγώ το βουλώνω, του δίνω εν λευκώ δικαιολογίες και κάλυψη, από καλοθελητές που ζορίζουν επικίνδυνα τα όρια της ανοχής μιας γυναίκας που υποψιάζεται, που δηλαδή δεν υποψιάζεται, γιατί ξέρει.
Μια γυναίκα πάντοτε ξέρει πότε έχει χάσει , μα για τους λόγους της συνεχίζει με τρομακτική δύναμη και θέληση.
Μέχρι που από υπερβολικη απροσεξία, στα όρια της κοινωνικής αυτοκτονίας, τους βλέπουν να κυκλοφορούν αγκαλιασμένοι στο λιμάνι, λίγο πρίν φύγουν για διακοπές, αντί του καθιερωμένου ταξιδιού-επίσκεψης στον προσωπικό του γιατρό.
Η θεία με φωνάζει ταραγμένη ότι έπεσε και χτύπησε, μόνη στο σπίτι, για να ειδοποιήσω κάποιον . Με έπιασε εξαπίνης, δεν υπολόγισα ότι κάποιο λάκο έχει η φάβα και πηγαίνοντας να την βρώ αβοήθητη βρίσκω μια γυναίκα μαινάδα, έξαλλη, με ματιά όλο πίκρα και φαρμάκι, με δικαιολογημένο θυμό και ένα αποπροσανατόλιστο μίσος για όλους και όλα, για τα δώρα που της έλαχαν και ήταν άδωρα.
Ταύρος ανακριτής ενός ταυρομάχου με κατεβασμένα τα χέρια, χωρίς άλλα μαχαίρια, εκτός από τα αληθινά στα σπλάχνα του ταύρου και αυτά τα λεπίδια που τόξευαν τα κατακόκκινα μάτια του.

Με κοιτά και λυγίζω. Δεν μπορώ να της κρύψω τίποτα, η άρνηση όλων υποβιβάζει τη νοημοσύνη της και δεν το δέχομαι άλλο. Εξάλλου το μόνο που σκέφτεται είναι πως θα σώσει μια εκτροχιασμένη κατάσταση, αφού είναι και τα παιδιά στη μέση. Ποιος θα κρύψει και τι θα παραδεχτεί στους απάνθρωπους βοηθούς της δυστυχίας των άλλων.

Μια δηλώνει, δύο σκοτώνει και όπου ρωτά, αναστενάζει και γροθιάζει.

Με βάζει να τον πάρω τηλέφωνο, να γυρίσει πίσω. Του σιγοψιθυρίζω πως υποψιάζεται, πως γνωρίζει και αυτός σιωπά, σιωπά και μου το κλείνει. Ίσως κάποτε να το βρούν ψαράδες στα δίχτυα τους, ανοιχτά στο Ιόνιο.
Το ‘ξερε πως αυτή η κατάσταση δεν είχε γυρισμό, μα πορευόταν με το ένστικτο και αυτό λάθεψε από τα φάρμακα ή αυτά του άνοιξαν άλλα κλειστά μάτια και του λυσαν όλα τα χέρια και τα πόδια.
Οι φήμες διάχυτες, μα μπροστά στα παιδιά όλοι σιωπούσαν από οίκτο και κακεντρεχή διακριτικότητα, έτσι κι αλλιώς ο ενδιαφερόμενος πάντα τελευταίος το μαθαίνει.

Η θεία έγινε τέρας δύναμης, ηθοποιός ολκής με αυτοσυγκέντρωση και αυτοσυγκράτηση αξιοθαύμαστη. Μόνο εγώ που τη ζώ από κοντά, από μακρυά, που έχω τα στοιχεία για να αποκωδικοποιήσω την αύρα του χώρου που είναι, ξέρω ότι δεν έχει μόνο την αρρώστεια του θείου στο μυαλό της.
Έχει δεχτεί πλήγμα η αξιοπιστία του κόσμου, δεν έχει πού να ακουμπήσει, πονάει χωρίς να έχει χτυπήσει, πάσχει αντί να συμπάσχει, βλέπει να χάνεται μέσα από τα χέρια της ο άνθρωπος που πάσχισε να χτίσει και να ζήσει μια ζωή μαζί του, και να τον χάνει γρηγορότερα από το επερχόμενο βιολογικό του τέλος. Η καταπιεσμένη θηλυκότητά της δεν ανέχεται άλλο περιορισμούς και επαναστατεί. Στα μάτια μου φαντάζει αναγεννημένη, ανεξέλεγκτη σαν Μήδεια, ελεγχόμενη μόνο από την ψυχρή λογική της που τη θέλει μονομάχο και απόλυτη διεκδικήτρια του αρσενικού που της αναλογεί.

Αυτός, άσε αυτόν, δεν υπάρχουν λόγια, μόνο ένα χρώμα, κίτρινο, κίτρινα χέρια, κίτρινα δόντια, κίτρινα μάτια και για αίμα..δεν το συζητάω, δεν ξέρω πόσο έχει απ’ τα ξεσκισμένα από τις ενέσεις χέρια του και από τα λυωμένα από τις εγχειρήσεις μέλη του.
Όλος ένας άνθρωπος, ένα ξεφουσκωμένο μπαλόνι με ράμματα επί ραμμάτων, που ο χρωματισμός του αλλάζει κάθε όποτε αλλάζει η παραγγελία στο φαρμακείο.
Ξέρει ότι θα πονάει, ότι δεν έχει δρόμο μακρύ να διαβεί και ήδη έχει κανονίσει από μόνος του τα διαδικαστικά για τον στερνό του τόπο στο χωριό.
Η ασθένεια.
Δεν τη ζήτησε, την πάλεψε όπως και όσο μπορούσε και τώρα είναι η στιγμή να την χρησιμοποιήσει.
Είναι ανήθικο; Είναι σκληρό και ανήθικο; και ποιος είπε πως η ζωή είναι αγγελικά πλασμένη; Μήπως διάλεξε ο ίδιος να υποφέρει; Και το χειρότερο είναι πως ξέρει ότι το αναπόφευκτο θα είναι η λύση, η μόνη λύση, όλες οι άλλες απέτυχαν.

Κάποτε βρέθηκε ένα άτομο, μια ωραία παρουσία να του ξεκλέψει τη σκέψη απ΄όλα αυτά.
Η Άλλη, όπως κάθε άλλη, αναρρώνει συναισθηματικά από πληγωμένο εγωισμό και η ευκολία επαφής στο νοσοκομείο τονώνει τη δική της επικοινωνιακή έλλειψη, παίζοντας ένα παιχνίδι φλέρτ με κάποιον που του αρέσει, που τη χρειάζεται, που νιώθει ότι του προσφέρει, χωρίς να υπολογίζει μακρυά. Τα δικά της την κάνουν επιδερμική και επιπόλαια με την κατάσταση των άλλων και όταν ο άλλος θέλει να ξεχάσει το πρόβλημα αποσιωπώντας το, τότε όλοι ζούν το δικό τους παραμύθι-εφιάλτη, μακρυά από την πραγματικότητα.


- Δεν με νοιάζει τι νιώθει γι’ αυτή, με νοιάζει τι σκέφτεται να κάνει μαζί της. Θέλει να περάσει μαζί της τις τελευταίες ώρες του; Θέλει διαζύγιο ή είναι για τον π…
- Έλα θεία, σε παρακαλώ. Με φέρνεις σε δύσκολη θέση
-Για τον ΠΟΥΤΣΟ! Εμένα δεν με σκέφτηκε ποτέ κανείς. Για τον πούτσο λοιπόν! Δεν ζήτησα τίποτα και ύστερα από όλο το ζόρι αυτό είναι το ευχαριστώ; Tί σκατά έχει στο μυαλό του… αν δεν του το χουν λυώσει τα φάρμακα. Αχχχχχχχχ……
-……ό,τι και να πείς, έχεις δίκιο, δεν σκέφτεται σωστά, η κρίση του είναι πειραγμένη, μας το χε πει και ο γιατρός, θυμάσαι;
- Γαμώ την Ιατρική και τον κόσμο όλο. Αυτός κάνει τη ζωή του, σκέφτεται καλύτερα από όλους. Εκείνη η καργιόλα τι λέει; Ξέρει σε τι σκατά πάει να μπλέξει;
-………
-ΜΙΛΑ ΠΟΥ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ Η ΕΥΧΗ ΚΑΙ ΣΕΝΑ ΠΡΟΚΟΜΕΝΕ!!! Αυτός μυαλό δεν είχε, ενώ εσύ που τον κάλυπτες;
-………
-ΜΙΛΑ ΠΟΥ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΣΕ ΣΗΚΩΣΕΙ!!!!
-…οχι...δεν ξέρω σίγουρα...δεν νομίζω..
- Βόδι, ΝΑ τι είμαι, ένας βλάκας και μισός, πάρ’ τα μαλάκα τώρα τα εύσημα.
- Μη, σε παρακαλώ θεία. Θα του μιλήσω.
- ΤΟ ΑΝΤΡΟΓΥΝΟ ΘΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΤΩΡΑ. Αρκετά είπες και εσύ. Άμε φυγε και ευχαριστώ.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

(…………………………………………………)

-Καλώς τους..
- Χμ
- Καλησπέρα θεία.
- Έχει φαγητό στο ψυγείο. Να σου ζεστάνω ή έχεις φάει, αλλού;
-Χμ….(νέυμα αρνητικό)
-Εσύ πήγαινε να δείς τις κότες.
-.εε, ναι.Έφυγα. θα ‘μαι στις κότες..

(………………………………………………)
-Τα παιδιά δεν θα μάθουν τίποτα. Πες μου ΤΙ θες από μένα. ΤΙ θες να κάνω. Πότε θα ρθεις στο σπίτι να κοιμηθείς; Ακολουθείς την αγωγή σου ή εκείνη η καργιό…;

-ΠΑΨΕ!

(……………)
-Εγώ θα πάψω, αλλά θα πρέπει να πώ κάτι στα παιδιά. Δεν σε νοιάζει για μένα, πλέον ούτε εμένα.
-Θα τους εξηγήσω εγώ σαν έρθει η ώρα. Μέχρι τότε..

(………)

-Ε, ΟΧΙ. Πρέπει να μου πείς! Ποια νομίζεις ότι έχεις απέναντί σου; Πρέπει να μάθω και έχω λόγο σε αυτό.
(……………)
-Λοιπόν;
-Πές τους ό,τι θές. Πές τους ότι ξεμωράθηκα, ότι μου σάλεψε, ότι ότι ότι..
-Για την ώρα λέω ότι σε κουράρει μια γιατρός-πνευματίστρια(αυτό μου ρθε!) και θα μείνεις για λίγο καιρό στο χώρο της. Δεν το πίστεψαν, μα το δέχτηκαν προς ώρας. Θα το συνεχίσω όσο πάει. Εντάξει;
-…Xμ…
-Φαί βάλε μόνος σου, ξέρεις. Πάω να πέσω.

(…………………………..)

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
-Τι έγινε θείο; Πως πήγε;
-…Xμ….
-Νομίζω ότι τα ξέρει σχεδόν όλα. Με ρώτησε και μένα, αλλά…
-Ξέρει! Τα είπαμε. Αρκεί να μην μάθουν τίποτα τα παιδιά. Τίποτα δεν θα ακουστεί απ’ το στόμα της.
Ξέρεις…
Δεν το είχα υπολογίσει απ την αρχή, στην πορεία είπα να παίξω για τελευταία φορά . Δεν το πολυσκέφτηκα. Μου άρεσε, με βόλευε τότε.
Θα το διακόψω, δεν πάει άλλο, δεν με παίρνει άλλο, δεν είμαι καλός στα μυστικά.
Δεν θέλω να καταστρέψω και τη δική της ζωή. Κανενός δεν ήθελα ,
Αλλά γιατί ΟΛΑ σε μένα;

(………………………………….)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου