7.7.07

το φρύδι του κόσμου-τα αλφαβητόφυτα



1.ΜΟΝΟΣ

Πάνε χρόνια και καιροί. Ήμουν σε ένα νησί για διακοπές. Τι διακοπές.. έτσι έλεγα, για να ξεγελώ τον εαυτό μου.
Πάλι μόνος. Πάντα μόνος. Σαν τον τελευταίο ξιφία, μόνο που εγώ δεν απειλούσα κανέναν, ούτε καν τον εαυτό μου.
Η μοναξιά έτρεφε τον παραλογισμό και εγώ της είχα κάνει δώρο φτυάρι, πότε να τον ταΐζει και πότε να τον τσακίζει. Κατά βούληση κάθε φορά.
Κάτι πρέπει να μύριζα. Λες και ένα μυγόσκατο να ήταν κολλημένο στο μέτωπό μου και όλοι να το έβλεπαν εκτός από μένα. Σε κάθε ευκαιρία πλενόμουν, σαπουνιζόμουν, άλλαζα ρούχα και αποσμητικό, κολόνια, μα του κάκου.
Οι παρέες άδειαζαν όπου πήγαινα και σύντομα οι μαγαζάτορες με συνέδεσαν με σκύλου αλυχτό που όλοι πετροβολούσαν για να φύγει το πένθιμο κάλεσμα από κοντά τους.
Σαν την άδικη κατάρα τριγυρνώ, που ‘λεγε το συγκρότημα, ενώ οι άλλοι με συνόδευαν πυξ λάξ.
Με στιγμιαίο καφέ στο χέρι γύρισα όλο το νησί.
Οι ερημικές παραλίες αποτέλεσαν ιδανικό μα πρόσκαιρο κατάλυμα για την ξεκούρασή μου.
Η φύση είναι ένας πίνακας με τρόπο αρμονικό ζωγραφισμένο, μα η ομορφιά του είναι αβάσταχτη σαν δεν έχεις κάποιον ώμο για να γείρεις, ένα χέρι να πιαστείς, μια ψυχή να ζεσταθείς.
Πήρα τη θέση του περιπατητή, του ψαρά του βουτηχτή στο κάδρο, έβγαζα πεταλίδες και αχινούς, ξετρύπωνα καβούρια για να χορτάσω την πείνα μου, μα η δίψα μου γινόταν πιο μεγάλη.
Κουβάλησα τα βήματά μου από το ένα άκρο στο άλλο, από τη θάλασσα στο βουνό μέσα από ένα φαράγγι και το τοπίο άλλαξε στο πιο δροσερό του.
Ρυάκια, βρύα, πράσινοι βράχοι, δέντρα ψηλά, υπόγεια νερά, παντού πουλιά, οργασμός ζήσης, απάτητο γρασίδι.
Βρήκα νερό, ήπια. Δροσερό ήταν, μα κουβαλούσε άσχημη γεύση, μα άρωμα ευχάριστο. Πήρε να με ανακατεύει. Το στομάχι μου έριχνε σουβλιές και ένιωθα το στόμα μου να αφρίζει.

2. Η ΓΡΑΙΑ

Στην άκρη ενός πλατάνου φαινόταν ξεκάθαρα ένα μικρό μονοπάτι με σκαλοπάτια καμωμένα από πέτρες που οδηγούσαν προς τα πάνω.
Μια γνωστή μυρωδιά με ανακάτωσε περισσότερο μα πήρα να την ακολουθήσω, γιατί φανέρωνε κάποια παρουσία ανθρώπινη εκεί κοντά
Άρρωστος σχεδόν άρχισα να ανεβαίνω, καλώντας σε βοήθεια ξεψυχισμένα, ξερνώντας τα οστρακόδερμα πνιγμένα σε χολή σε κάθε που διπλωνόμουν κατάχαμα.
Σε μια επόμενη στροφή φάνηκε απλωμένη η μπουγάδα και μια γραία σιμά σε μια καλύβα, ξεκάλτσωτη, χωρίς μαντήλι, στριφνή και αλογομούρα, με τα χέρια κάτασπρα από το αλεύρι. Ζύμωνε.
Πρόσπεσα στα πόδια της μισολιγοθυμισμένος, κάτωχρος, να μου προσφέρει κάτι για να συνέρθω, δηλητηρίαση από σαπουνάδα, αποφάνθηκα.
Με κοίταξε δύσπιστα, ερευνητικά από κάτω έως πάνω, με ζύγιζε τι σόι άνθρωπος ήμουν, όταν τα μάτια της κοντοστάθηκαν στο κεχριμπαρένιο μπεγλέρι μου. Το έδειξε, μου το ζήτησε.
Έπαιξε λίγο μαζί του επιδέξια, σαν αρχαία ρεμπέτισσα και φωτίστηκε το πρόσωπό της αυτοστιγμής από μια πονηρή χαρά.
Της το 'δωσα για δικό της μπας και με φίλευε τίποτα, κάποιο γιατρικό, κάποια συμβουλή, από αυτές που οι ηλικιωμένοι κουβαλάνε προίκα των μαλλιών τους, αλλά με ξεπέταξε με ένα ποτήρι γιδίσιο γάλα.

«Πιές να ξεφαρμακωθείς, ρε ζουλάμι - όχι ότι σου χρωστάω τίποτα, μόνος σου τα ‘θελες και τα ‘παθες- και καλά, δεν σου ΄κοψε ότι τα ποταμισα νερά δεν πίνονται, ο τόπος έχει βρωμίσει.»

Τι να της πείς; Ότι φταίω όσο και αυτή, εγώ για την απερισκεψία μου, ενώ εκείνη για ρύπανση;

«Δίκιο έχετε, καλή κυρία. Σας παρακαλώ, επειδή παίρνει και νυχτώνει και φοβάμαι να γυρίζω στην ερημιά μήπως θα μπορούσατε να…»

Την είδα να φρικάρει,
δεν με άφησε να διαβώ το κατώφλι της.

«Και ο ΚΟΣΜΟΣ τι θα πεί, για μένα γριά γυναίκα να ξημεροβραδιάζω νεαρούς στο σπιτικό μου; Θα μου κρεμάσουν κουδούνια!
Στο κατώι, στο κατώι μόνο, αν θες».

3.ΣΤΟ ΚΑΤΩΙ

Το κατώι ήταν γεμάτο με μπάλες σανό, σύνεργα αγροτικής και παλιοέπιπλα, σκόνη, σβουνιά και αψιά βαρελίσια μυρωδιά.
Οι κότες γαμωτύχισαν την ώρα και τη στιγμή που μπήκα, γιατί ξεβόλεψα μερικές νυκοκοιράδες που κακάριζαν αλαφιασμένες για να στρωθώ κατάχαμα σε μιας γωνιάς την άκρη, με άχυρα για προσκέφαλο και ένα αυγό κλούβιο, τον φώλο που με έκανε αγνώριστο και βρωμερό σα σιχασιά, για να ηρεμήσουν με το πάθημά μου και να βολευτούν
Ο σβέρκος μου την άλλη μέρα, τα χέρια και ο λαιμός –άσε το πρόσωπο, ήταν ένα έργο σύγχρονης ζωγραφικής από κοριούς και ψύλλους, μια σάρκα πιο πρησμένη από τσαμπούνα, με υποδόρια πετροκέρασα.
Φχαριστημένες και εκδικητικές αλώνιζαν στα πόδια μου καμαρωτές και κορδωμένες σκάβοντας με το πόδι δήθεν για σκουλήκι, κοκορεύοντας για την κατάντια μου. Δεν πειράχτηκα, άντεχα την κοροϊδία, ο λαιμός τους όμως δεν θα άντεχε στης γραίας το μαχαίρι που πούλαγε τα κοτερά, για να συμπληρώνει το τσουκάλι με λογής λογής καλούδια. Τους χαμογέλασα και εγώ με την ευχάριστη σκέψη μου.
Μου 'δωκε ψωμοτύρι για προσφάι και ένα διαλοχόρταρο να τριφτώ που βρώμαγε περισσότερο από τον πόνο των πληγών, μα γρήγορα ηρέμησα.
Με ρώτησε ανακριτικά τι έκανα εκεί, για τη δουλειά και τους δικούς μου. Της απάντησα.

«Δεν είσαι σωστός άνθρωπος εσύ, δε μου γεμάς το μάτι, χαμένο κορμί είσαι. Θα ακούς και ρόκ, τέτοιος μου φαίνεσαι. Μήπως βρίζεις την πατρίδα και το Θεό;»

«Μα τι λέτε καλέ κυρία; Αρνάκι είμαι, του Θεού»

Σαν να βρήκε άλλη πιο λογική εξήγηση

«Ο τόπος δε σε χωράει, οι αθρώποι δε σε θένε, τη σωτηρία σου ψάχνεις σαν το χαραμοφάη τον άντρα μου, τον κακορίζικο.
Σύρε στο φρύδι του βουνού, πάνω από τα ελάτια, στο γκρεμνό θα τον εβρείς ή θα σε βρεί εκείος.
Πετάει πέτρες, βλαστημά, καλνάει τα πουλιά και το άπειρο αγναντεύει. Ανισόρροποι και δυό, θα κάνετε χωριό.
Άντε φεύγα μη μου πετρώσει το προζύμι και σε καταραστώ»

Δεν μου μίλησε δεύτερη φορά, με σκούντηξε, με πρόγκηξε, πήγε να πιάσε τη σκούπα, έφυγα.

«Στο διάλο, σκατόγρια»,

μουρμούρισα, μα η κατάρα κράτησε χαμηλόφωνη τη σκέψη μου, πολλούς μπελάδες είχα, μην προκαλούσα κι άλλους.
Μπορεί να ‘χε και δίκιο, δυστυχώς είχε δίκιο, δεν διέφερε αυτό που μου ΄πε, με όσα πίστευαν για μένα φίλοι και γνωστοί.

4. ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ

Πήρα το μονοπάτι ανάμεσα σε πλατάνους και πουρνάρια, πέρασα τις φτελιές με τις πεσμένες φτέρες. Το τοπίο άλλαζε συνεχώς και τα νερά μειώνονταν σε στάθμη και ορμή.
Πέρασα από τις πηγές και συνέχισα προς τα έλατα, να και τα φρύγανα, στο τέλος ερημιά και κακοτράχαλες κορυφές με ελάχιστο γρασίδι και τρύπες από φίδια.
Στον ουρανό ψηλά γεράκιζαν δυό όρνεα που στα γυαλιστερά τους νύχια μετρούσαν τις αντοχές μου, ενός πιθανού γεύματος που σκαρφάλωνε το βουνό.
Ο ήλιος έκαιγε σαν κάρβουνα λαμπρής και ο ιδρώτας μου με την απλυσιά απ΄ το κατώι έσταζε σαν τσάι.
Μακρύ μανίκι πουκάμισο και παντελόνι τζίν, δεν ήμουν έτοιμος για το βουνό.
Ευτυχώς, όταν τα ψάθινα παππουδίστικα παπούτσια μου με πρόδωσαν και γλίστρησα σε μια σάρα, το τζίν με προστάτεψε από τα πολλά κοψίματα και γρατζουνιές, αναστατώνοντας άδικα τα δυό πετούμενα.
Τότε μόνο κατάλαβα πόσο ψηλά είχα ήδη ανέβει, όταν τα κύματα φάνταζαν άσπρες ξηλωμένες αδιευκρίνιστες κλωστές και οι γλάροι ξεσπαλιασμένες φουρκέτες.
Με την παλάμη αντήλιο και το μανίκι μαντήλι μουσκεμένο στον ιδρώτα έφτασα κάποτε στη κορυφή του βράχου.
Λασπερές πατημασιές ανθρωπινές και γιδίσιες κακαρέτζες μαρτυρούσαν ότι κάποτε κάποιος μπήκε στον κόπο να φτάσει ως την άκρη και να θαμάσει τη θέα και δεν βούτηξε στον κατακόρυφο γκρεμό, γιατί υπήρχαν και αντίθετες πατημασιές.
Στην άκρα του βράχου δέσποζε μια αρχοντόπετρα απελέκητη, με πλάτη στο πέλαγο και σύρριζα τοποθετημένη στο γκρεμό, με μια μικρότερη μπροστά της για υποπόδιο και τριγύρω σκορπισμένα, σπασμένα μύγδαλα.
Γέρος πουθενά.
Ούτε το όνομά του δεν ήξερα, ούτε αν με την κυρά του είχε σχέσεις αγαθές για να δηλώσω γνωριμία.
Έβγαλα το πουκάμισο για να το δέσω σαν τουρμπάνι στο κεφάλι, ότι ήδη παραπατούσα από ηλίαση και το αεράκι στέγνωσε μέχρι και τα ιδρωμένα αχαμνά μου.
Τα πόδια μου είχαν πρηστεί, το πρόσωπό μου έκαιγε και η γλώσσα μου πλατάγιαζε ξερή πάνω στον ουρανίσκο.
Ούτε άνθρωπος, μήδ’ αγρίμι θα μπορούσε να ζήσει στον ανελέητο ηλιότοπο χωρίς κρυψώνα σκέφτηκα. Μάλλον θα 'καμα λάθος.
Κοίταξα λίγο από δώ και εκεί, σημάδι άλλο κανένα, εκτός ότι ξεπέζεψε ο καυσής στο κέντρο του ουρανού και πήρα το δρόμο της επιστροφής.
Γιατί είχα ανέβει εδώ πάνω; Απλούστατα, γιατί δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω και ο χαμένος δεν φοβάται να χαθεί.

5.ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ

Στα έλατα κατεβαίνοντας απάντησα ένα παράξενο δίδυμο, ένα γαϊδούρι φορτωμένο με δυό κοφίνια και ένα σκυλί να το οδηγεί.
Το γαϊδούρι δυσανασχετούσε , μα το γαύγισμα του σκύλου το καθοδηγούσε στο στενό μονοπάτι σταθερά, χωρίς τις επιθυμητές χρονοτριβές του όνου.
Παραμέρισα για να διαβούν και τα δυό ζωντανά με αντιλήφθηκαν από τη μυρωδιά.
Ο σκύλος με πλησίασε και άρχισε να με γαυγίζει, μέχρι που παιχνιδιάρης μπήκε κάτω από τη σόλα μου, να τρίβω τις θηλές του-όπα σκύλα ήταν!- τις μόνες θηλές που είδα και μου προσφέρθηκαν τούτη τη χρονιά, ίσως και από πέρσι, τι να πώ, ότι και να σκεφτώ με δίνει.
Το πισωγύρισμα του πονηρού γαϊδάρου κατά τα χαμηλότερα, προς το γρασίδι και την τεμπελιά σταμάτησε από τα ξεγυρισμένα γαυγίσματα του σκ...- της σκύλας, που βρήκαν καλύτερη πειθώ να του ψιλοδαγκώνουν τα πόδια.
Η συνεργασία των δύο ζωντανών δεν ήταν άριστη και με ένα ικετευτικό βλέμμα βοηθείας, έσπευσα να βοηθήσω το ζαγάρι.
Τραβώντας τα γκέμια του απρόθυμου κουβαλητή τα οδήγησα ξανά στην ανηφόρα, μέχρι να πάρει το σύστημα πάλι μπροστά για να το αφήσω να συνεχίσει.
Από ένα κοφίνι στα πλαϊνά ξέκλεψα ένα πορτοκάλι που στάθηκε η αιτία παρεξήγησης με την φωνακλού λεπτοκοπιά που ξέχασε τα προηγούμενά μας χάδια. Από μακριά ξεφλουδίζοντας το σαγκουίνι, ακολουθούσα περίεργος το καραβάνι που άφηνε δρόμο προς τον βράχο.
Σαν έφτασαν στο πέρας της αποστολής τους η σκύλα άρχισε τα χαρούμενα γαυγίσματα και ο γάιδαρος να σιγοντάρει βαρύτονα.

6.Ο ΓΕΡΟΣ

«Κωλόγρια θα με πεθάνεις για να χαρείς, σκατόψυχη, μια σωστή δουλειά δεν λέει να κάνεις; Ρε ‘γω θα τσακιστώ και αν με βρούν ποτέ για να πάρεις σύνταξη να μου κλάσεις…

..ΡΕ ποιος διάλος είσαι συ;»

μου είπε το ασπρόμαλλο κεφάλι που ξεπρόβαλε πίσω από το θρόνο. Στα χέρια του κρατούσε ένα κομπιασμένο χοντρό σχοινί που έδενε κάτω από το βράχο.

«Σύρε μακριά μη σου ανοίξω την κεφάλα με καμιά πέτρα και σε αφήσω να σε φάνε τα κοράκια»

«Εε, ηρεμήστε, μην παραφέρεσθε κύριε γέροντα, εγώ, εεε, τα ζωντανά,, εεε ακολούθησα, εε, να,, λοιπόν, φεύγω, μη σας παρακαλώ, καμία παρεξήγησις»

«Ρε σκατόμυαλε που κακό χρόνο να 'χεις ποιον είπες γέρο, μην σε βάλω κάτω και σε απαυτώσω. Γιατί δεν σε ξέσκλησε το ζαγάρι; Βρε μαλακισμένο κοπριτόσκυλο, για κόπιασε να σε πετάξω από κάτω!»
Η σκύλα χαμήλωσε ο,τι χαρούμενο είχε σηκωμένο- είπαμε θηλυκό ήταν!- την ουρά και τα αυτιά σαν άκουσε την κατσάδα και έσπευσε να κρυφτεί πίσω από την βαριεστημένο ογκόλιθο-γάιδαρο.

«Θα σε περιλάβω κωλόσκυλο του κερατά, τσάμπα σε ταΐζει η γυναίκα, γαμώ το στανιό της και κείνης. Τσακίσου από τα μάτια μου μη σου δώσω μια και πάς από κάτω».

«Συγνώμη, κρίμα είναι να την πληρώσει το σκυλί, ξέρετε είχα περάσει εχθές από το καλύβι της γυναίκας σας και έτσι με γνώρισε το ζωντανό, γιατί με έβαλε να κοιμηθώ στο….»

«Βρε σκατόφατσα, ρε κακό σπυρί στον κώλο μου, ρε μόλεψες τη Θάλεια; Ρε ξαπλάρωσες με τη γριέτζω; Ααα άμα είναι έτσι πάω πάσο. Ρε κοίτα πείνα ο ανέραστος, τι σου κάνει η αγαμία παιδάκι μου. Δεν πειράζει, καλό της έκαμες, σπολάτι στα πεθαμένα σου»

«Μα με παρεξηγήσατε! Με προσβάλετε! Δεν είμαι άτιμος άνδρας, η παρθενία μου βαρύ φορτίο, μα τη φυλάω για τον μεγάλο Έρωτα, που σίγουρα δεν είναι η κυρία Θάλεια.
Στο κατώι κοιμήθηκα και σήμερα το πρωί με προέτρεψε να έρθω εδώ να σας δώ.. αλλά αν δεν σας πειράζει, θα σας έλεγα τα πάντα για μια σταλιά ΝΕΡΟοο!»

«Έλα ρε ζωντόβολο, βοήθα με να ξεπεζέψω τον γάιδαρο και θα σε δώκω να πιείς»

Η κυρά Θάλεια η γυναίκα του, όπως μου είπε αργότερα του έστελνε τα τελευταία δώδεκα χρόνια αδιάλλειπτα μια φορά την εβδομάδα ψωμί, τυρί, κρασί, μέλι και νερό, με τα πιστά τους ζωντανά-το ένα ήταν πιο πιστό από τον γάιδαρο.
Από τα κοφίνια πίσω κατέβασε δύο μπιτονάκια νερό. Έσκυψα, μου 'ριξε λίγο στις χούφτες.
Δροσερό δεν ήταν, μα ούτε και άφριζε, ξεδίψασα ευτυχώς.

7. ΣΠΗΛΙΑ

Τράβηξε ένα σχοινί κρυμμένο στα ριζά του θρόνου και στο τέρμα του σε ένα καλάθι προσδεμένο, μετέφερε τρόφιμα και πιοτά, το άφησε να μετεωρείται προσεχτικά στο κενό, καβαλίκεψε το σχοινί και άρχισε να χάνεται, πίσω από τον τρανό βράχο.
Μόλις πέρασε ένα πεντάλεπτο, μου έβαλε μια φωνή να τον ακολουθήσω.
Χέρια γερά, με μισή καρδιά και πόδια πονεμένα, έβλεπα τη θάλασσα χαμηλά και μ’ έπιανε το στομάχι μου, με μια ξυνίλα, από την αναγούλα, να με κρατάει σε εγρήγορση.
Ούτε που το κατάλαβα πως ο γυαλιστερός βράχος με τις λεπιδωτές άκρες του δεν γλύστραγε από τα γλιτσιασμένα πέλματά μου μέσα στα φθηνοπάπουτσα, για να κατακρημνισθώ στο βάραθρο, που άφριζε το κύμα.
Δυο χέρια μου βούτηξαν τα πόδια, με παλατζάρισαν, για να με σπρώξουν στο πέλαγος και με ορμή με τραβήξουν σε μια σπηλιά, κοίλωμα του βράχου.

Δεν το πίστευα!

Μια λάμπα που 'καιγε λάδι, ένα εικόνισμα, ένα υποτυπώδες στρώμα από άχερα και από πάνω 2-3 μαντανίες.
Δεξιά αριστερά στη στενάχωρη σπηλιά υπήρχαν σκαμμένες εσοχές, εν είδη ραφιών και μέσα σε αυτά βάζα, βιβλία τσαλακωμένα, σκόρπιες σελίδες, ρίγανη και πολύ αλάτι.
Στο σοφά που υπήρχε στο χείλος της σπηλιάς ένας γάτζος από σκουριασμένο καρφί συγκρατούσε το σχοινί και μια ξύλινη βαρειά κατασκευή που σε ανέμους και χειμώνες πρέπει να έπαιζε το ρόλο του πορτονιού.
Πολλά είχα προλάβει να δώ πριν σωριαστώ στα γόνατά μου. Έτρεμα σαν το ψάρι, με σπασμούς, έβλεπα το πέλαγος και άρχιζα να αντιλαμβάνομαι που κατέβηκα. Καμία περίπτωση να διανοηθώ την ανάβαση!
Τα χαστούκια, τα βλαστήμια-θεός φυλάξει, Αι Γιάννη συχώρα με! και ένα ποτήρι νερό με στερεώσανε στα πόδια μου.

«Σεις οι νέοι δεν φτουράτε διάνα» είπε και έβγαλε το παντελόνι του.

Απόμεινε γυμνός να τοποθετεί τα λιγοστά εφόδιά του στο βάθος και εγώ κατέστην περισσότερο σοκαρισμένος και φοβισμένος από τη γύμνια, να κοιτάω τα πολλά σημάδια που τα κατασπαρμένα στη πλάτη του, από χαρακιές, ουλές από βόλια και καψίματα.

«Α,α,α, μην τρελαίνεσαι, από τη γιορτή του αγιουΚωσταντίνου είναι, όποτε έχω κέφια βουτώ στα κάρβουνα με κοιλιά και πλάτη για να διώξω τα δαιμόνια, χαχαχαχα»

είπε και σαν γέλασε φάνηκαν μόνο δυο δόντια από το περιτριχωτό του στόμα.
Οι χαρακιές ήταν από κοφτές βεντούζες που του χτύπησαν σαν τον βρήκε βαρειά πνευμονία, μην πεθάνει, ενώ οι αυλακιές από το αυτομαστίγωμα

Με καμτσίκι και ρακί
Φεύγει ο δίαλος καρφί

Με καμτσίκι και αλάτι
Διάλος να μην ξανάρθει


Μιλούσε ενώ πλησίασε την άκρη της σπηλιάς, κρατήθηκε από τη καρφί και αμόλησε μια αλογίσια κουράδα στο γκρεμό.

«Πάρε κόσμε να μην σου χρωστάω»
είπε και γύρισε προς τα μένα.

«Που λές…σκατόκοσμος αχαχαχαα» και γέλασε πάλι μόνος του με το αστείο του.
Έριξε και ένα βλαστήμι δυνατό, να τον ακούσουν τα ζωντανά, να ανταπαντήσουν με γαυγισμογκάρισμα και να αρχίζει ο ήχος τους να σβήνει επιστρέφοντας στη βάση τους.
Αποστολή εξετελέσθη!
Απομείναμε μόνοι. Δεν ήξερα τι έκανα εδώ. Τώρα ο φόβος σε μια τόση δά σπηλιά δεν έβρισκε μέρος να φωλιάσει.
Έβλεπα, άκουγα, μύριζα, μα να σκεφτώ κάτι αδυνατούσα, για να μην σου πώ πως η ιδέα του θανάτου δεν με τρόμαζε πλέον, παρά μόνο ο τρόπος μέχρι εκεί-του δικού του, μη λέμε και μαλακίες!-
Ο γέροντας έφαε μια γωνιά ψωμί και ένα κομμάτι τυρί, για να ξαπλώσει ανάσκελα στο στρώμα του, κρατώντας την μπούτσα του ροχαλίζοντας.
Σιχαινόμενος μεν, πεινασμένος ελεινά δε από την προηγούμενη μέρα, τσίμπησα κάτι και εγώ πρίν το δροσερό αεράκι, η ηλίαση και η απίστευτη ταλαιπωρία των τελευταίων ωρών να μου κλείσουν βαρεία, ναρκωτικά τα μάτια.

8. ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ

Είδα όνειρα τρελά, μπερδεμένα, το δάσκαλο, τη μάνα μου , την κυρα Θάλεια, τον παπά και το γιατρό.
Είδα κόσμο να με κυνηγάει, σε νοσοκομεία να μου κάνουν ενέσεις, το δάσκαλο να μου δίνει ξύλο για κάποια απρέπεια που έκανα μα δεν τη θυμόμουν πλέον και μια διάχυτη αίσθηση φόβου, όπως τότε που με τσάκωσε η μάνα μου κάτω από την σκάλα να τον παίζω και με πήγε στον παπά να με διαβάσει.
Είδα την πρώτη τσούλα του χωριού, τη σούλα, που με ένα καντάρι γάλα και βούτυρο σε έκανε άντρα. Μάλλον πολύ άντρα γιατί από κότες και βούτυρο πήγε να ξεμείνει το χωριό μας.
Είδα φύκια να μπλέκονται στα δρεπάνια στο αλώνισμα και νερό να τρέχει το μέλι από τις κερήθρες.
Είδα να πνίγομαι από σιχαμερό φίδι στον πάτο του πηγαδιού και άλλα τέτοια απαίσια, ώσπου μια φωνή γεροντική με ξύπνησε για τα καλά.

«Ξέμεινα με τη Θάλεια 30 χρόνια. Άντρας και γυναίκα, σωστό ζευγάρι, σπίτι ωραίο, στην πόλη.
Δυο παιδιά μας έδωκε η χάρη Του και δύο τα πήρε πίσω. Το βιός περισσό για δύο άτομα. Οι χάρες της ζωής λιγοστές και οι κόποι αμέτρητοι.
Κούτσουρο απελέκητο ήμουν εγώ που γλέπεις.
Στην τάξη δεν πάτησα, φύλαγα μια ζωή πρόβατα.
Μια μέρα κάτι κλώτσησε μέσα μου να μάθω να γράφω το όνομα μου. Τα κολλυβογράμματα μου τα 'μαθε πρώτος ο ψάλτης και το πρώτο βιβλίο που έπιασα στα χέρια μου ήταν οι γραφές.
Όταν ξεκίνησα σταματημό δεν είχα, ώρες ατέλειωτες, από το πρωί ως το άλλο πρωί, με ένα κερί και μετά συνέχεια με τον ήλιο.
Ρούφαγα, ρούφαγα ώσπου η γριά δεν μ’ άντεξε άλλο. Πρέπει να ‘χα πολύ καιρό να της μιλήσω και ο πόνος κουβέντα θέλει, αλλιώς γίνεται μαχαίρι δίκοπο, που κόβει όποιον το κρατάει και όποιον ακουμπάει.
Δεν άντεξε, δεν ήταν να το περάσουμε μαζί και με διαλόστειλε.
Ήρθα στου διατάνου την άκρη, τέρμα θεού και ανθρώπου. Αυτή νομίζει πως μουρλάθηκα , μα αυτή είναι μουρλή.
Αυτά τα βιβλία τα διάβασα, μια εκκλησία ολόκληρη βιβλία διάβασα. Βιβλία χοντρά, λεπτά, παιδιακίσια, για μεγάλους, ελληνικά και ξένα, νομικής, ιατρικής, όλων των επιστημών, ό,τι έπεφτε σα χέρια μου το διάβαζα, το μάθαινα απόξω. Πολλά τα ξαναδιάβαζα, τα ξένα μου πήραν πολλά ξαναδιαβάσματα για να τα κάνω κτήμα μου, αλλά στο τέλος πέρασε το δικό μου. Μη με ρωτήσεις τι και πώς, πάντως από τη στιγμή που ξεκίνησα πήρα φόρα και ξεκίνησα και δεν σταμάτησα παρά τη στιγμή που ήρθα εδώ.
Δεν μπορούσα να κατεβάσω πολλά βιβλία, ο χώρος γέμιζε, εγώ τα είχα στο κεφάλι μου και για να μην τα γκρεμοτσακίζω στη θάλασσα έφτιαξα μια βιβλιοθήκη κάπου αλλού. Όλα μέχρι που σιάζοντας μια μέρα τη σπηλιά, εκεί ακριβώς που κοιμήθηκες και σύ, μια πέτρα ξεκαυκαλώθηκε για να αποκαλυφθεί τούτο το χειρόγραφο και μου το 'δειξε σε ένα από τα πιο βαθειά, πέτρινα ράφια. Ήταν η καλύτερή μου παρέα όλα αυτά τα χρόνια. Όσο και να το διάβαζα δεν καταλάβαινα γρί, μα γι’ αυτό και μου άρεσε.
Βάλθηκα να το νικήσω μα πώς να ανοίξεις μια πόρτα όταν δεν έχεις το κλειδί, μα ούτε και την ίδια την πόρτα δεν βλέπεις; Γέρασα και εγώ και αυτό μαζί μου.
Με τα χρόνια τα μάτια μου χάλασαν διαβάζοντας το μέρα, νύχτα, καλοκαίρι, χειμώνα, με πείνα και με δίψα, με άσκηση. Μέχρι μια μέρα που τα αλλόκοτα σύμβολα σχημάτισαν κάτι σαν νούμερα, σαν γράμματα.
Τώρα ξέρω, ελληνικά, είναι ελληνικότατα ελληνικά, μα έπρεπε να χαλάσουν τα μάτια μου όπως και κείνου που το 'γράψε».
«Εδώ μέσα»

είπε κρατώντας το,

«είναι το ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, της πλάσης ολάκερης, του κόσμου, Αυτού»,

είπε και έδειξε με το βλέμμα του ψηλά. Το σώμα του δεν ήταν πλέον εκείνο το κυρτωμένο γεροντίσιο σώμα, μα ένα τόξο όλο παλμό, ζωή και αέρα φουσκωμένο στα στήθια. Μιλούσε και έφτυνε σάλια. Τα μαλλιά μπερδεύονταν στα χέρια του που χειρονομούσαν ακατάπαυστα. Ευθύς όμως σταμάτησε, σαν έδειξε με το βλέμμα και ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο να ξαποστάσει.
«Όμως δεν μπορεί κανένας να το καταλάβει. Όλοι με νομίζουν για τρελό.
Μπορεί και να ‘μαι, για να το διαβάζω ευκολότερα από τους λογικούς.
Αυτών η λογική είναι έρμα, παλαμάρι που τους κρατεί στο έδαφος.
Σαν αποτρελαθείς, το σχοινί κόβεται, το έρμα χάνεται μαζί με κάθε εμπόδιο για να πετάξεις και να χάνεσαι στον ωκεανό του σύμπαντος ψιχάδα, σταλίτσα, κοινωνάς τα πάντα και βλέπεις από μέσα το ρολόι του κόσμου. Μεγάλο πράγμα μαθές , μόνο Άγιοι και τρελοί μπορούν να δουν τον κόσμο να τους αποκαλύπτεται χωρίς μασκάρεμα.
Μα θέλει αγάπη και πίστη στο άγνωστο»,

είπε και κοίταξε πάνω,

«Δεν έχει σημασία πώς τον λές, αρκεί να τον πιστεύεις. Εγώ δεν τον πολυπίστευα μεταξύ μας στην αρχή,, ιδίως όταν άρχισα το διάβασμα είδα πως ο άνθρωπος νίκησε το θεό, ο νίτσε το 'γράψε. Μα χωρίς θεό, όαση χωρίς νερό, χάνεται η ελπίδα. Τώρα μπορεί να λέω και καμία κουβέντα παραπάνω, αλλά νερό και αλάτι. Δεν μου κρατούν κακία εμένα, γιατί ο λύκος και αν παρφουμαριστεί και αν χτενίσει τις λιγδότριχές του και αν πλυθεί και ομορφύνει, συνήθειες δεν αλλάζει, κλεφτοκοτάς και προβατοφάγος θα ‘ναι. Δεν είσαι ο πρώτος που έρχεται εδώ.
Με τα χρόνια πήγα σε δασκάλους και έγινα δάσκαλός τους, χωρίς να το θέλω,
ήρθαν μαθητές για να μάθουν,
γυναίκες για να λυτρωθούν,
μα όλοι ετούτοι εδώ για δρόμο είχαν την ερωτική πέψη που όταν γιομίσει η ψυχή τους σεξ, τότε θα ανοίξει τα μάτια της και θα κλείσει τα δικά τους και αγνή πουτάνα θα ‘ρθει στα χέρια μου να την πετάξω». Ανατρίχιασα, τον πίστεψα, τον ξεβράκωτο ερημίτη ότι είχε αυτή τη δύναμη Δάσκαλος να γίνει, να πείσει τον κόσμο να τον πιστέψει ότι τρελός είναι και πως βλέπει τα ουσιαστικά μόνο, μα…» «Γιατί γέροντα να πετάξεις τις ψυχές; Τι σου φταίνε και αν δεν είναι τέλειοι; Γιατί τους μισείς»; «Ποιος μισεί ρε μπαίγνιο, μου γαμάς ένα τέτοιο λογύδριο, πωπω φιλαράκο μου είσαι για τα μπάζα.. Τους ζηλεύω, ναι, αλλά να τους μισώ, όχι και πάλι όχι. Να τις πετάξω, να τις φτερακώσω, να τους δώσω πούπουλα για το μακρύ ταξίδι, το ωραίο, το ομορφότερο απ’ όσο μπορείς να πιστέψεις, αυτό που δεν θα μπορέσω ποτέ μου να κάνω και ξέρεις το γιατί;
Επειδής δεν θα βρεθεί άλλος πιο δυνατός από εμένα να με γυρίσει πίσω, γιατί εκεί θα είσαι αιωνίως μεταξύ κόλασης και παραδείσου, θα φτερακίζεις αμέριμνος, κάτι σαν πασχαλίτσα, άκριτος. Εγώ μπορώ να σας γυρίσω πίσω, μα εμένα κανένας. Γι’ αυτό ζηλεύω κουτορνίθι, επειδή βλέπω τη γλύκα μα δεν μελώνω το στόμα μου, γιατί θα κολλήσω και θα χαθώ».
«Αλήθεια γέροντα, αυτό το βιβλίο μπορεί να κάνει όσα λές;»
«Έτσι είναι. Ψέματα δεν θα πώ, δεν το ‘χω ποτές μου δοκιμάσει, μα το βιβλίο και αυτός που το ‘γραψε ήταν σίγουροι και εγώ μαθές τους πιστεύω, γιατί: Το βρακί είναι πανί Και κρύβει το μάτι που νοεί Και σαν βγει το μάτι κλείνει Πετάει η ψυχή, ο φόβος σβήνει Τριαλαλα Τριαλαλο


9. ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ
Κανείς δεν ήταν να με αναζητήσει ούτε τώρα, ούτε πέρσι, ούτε ποτέ. Στην ερημιά του θεού και του ανθρώπου, εδώ πάνω, στο φρύδι του κόσμου και το αραξοβόλι των πουλιών, στου γέροντα τη σπηλιά θέλησα να καθήσω εκείνη τη μέρα.
Κουρασμένος με κούραση γλυκειά, να με πονούν τα μέλη μου, μα και με δύναμη υπόγεια, εμφυσημένη, ζήλεψα το παραμύθι του, την ευτυχία του, τον παραλογισμό του. Δεν μου 'δωκε σημασία από κει και μετά, εκείνη τη μέρα ή την άλλη, λες και δεν υπήρχα ή δεν υπήρχε εκείνος, γυμνή, γεροντική, αποστεωμένη οπτασία, ανθρώπου καθισμένου ανάρκουδα στο μικρό σοφά αγναντεύοντας το άπειρο, τον ήλιο κα το φεγγάρι κατάματα, ασταμάτητα, χωρίς το βλέφαρο να πεταρίζει. Σαν η παρέα σου δεν δίνει σε σένα σημασία, ξεχνιέται και η παρέα σου και σύ αναπολείς, μόνος σου συνομιλείς βαθύ μονόλογο, τα πώς και τα γιατί, τα από και ως εδώ. Τρώγαμε τη φτώχεια το γέρου μια φορά τη μέρα και αν, πίναμε μόνο σαν το θυμόμασταν, εγώ πιο συχνά, εκείνος πάντα σε βύθιση, σιωπηλός. Τέτοια καλή παρέα δεν την είχα δοκιμάσει ποτές μου, δεν χρειαζόταν γρήγορα να φύγω και να ψάξω για άλλους όμοιούς μου, φίλους ερωμένες ή εραστές.
Βλέπεις μέχρι τότε ήμουν παντελώς παρθένος, ούτε που είχα βγεί με κοπέλα, γλυκά χείλη δεν είχα φιλήσει, όλα με ενδιέφεραν, καμία επιλογή αποκλεισμένη εξαρχής.
Το να 'μαστε δυό και κανείς να μην μιλάει, πρωτόγνωρο για μένα, πάντα φοβόμουν τη σιωπή και πάντα την έσπαζα λέγοντας τα πιο ακατάλληλα, τα πιο προφανή, τα πιο ξενερουά, και οι λιγοστοί μου κοντινοί, αίφνης αλλάζαν ρότα στα παπόρια τους και απόμενα μονάχος ναυαγός καταμεσής του πλήθους, όχι όμως τώρα. Μετά την πρώτη εβδομάδα το πρόσωπο και το σώμα είχαν ξεπρηστεί από την δοκιμασία του κατωγιού, μα ο ιδρώτας, η ζέστη και η μπόχα μου με έκανε να μείνω με το σώβρακο. Άργησε λίγο ο γέρος να το προσέξει και μπόρεσα να διακρίνω ένα περαστικό μειδίαμα του στυλ :

«Θα δεις και εσύ..» Η σπηλιά αποδείχτηκε μεγαλύτερη απ’ όσο νόμιζα, όχι ότι είχε κρυφούς χώρους, μα ήταν άνετη και με τέτοια φαντασματική παρέα σαν τη δική μου, ήμουν και δεν ήμουν μόνος, τα καθισμένα σώματα δεν πιάνουν πολύ χώρο και τα αμίλητα λιγότερο. Από την πρώτη στιγμή ακολούθησα το παράδειγμα του γέρου και η υγιεινή μου περιοριζόταν σε ούρηση και απότευξη στο όριο της σπηλιάς στεφανώνοντας τους άτυχους γλάρους. Τα βράδια είχα την εντύπωση πως ήμουν σε φυσαλίδα ψηλά στον ουρανό παγιδευμένος, αυτοβούλως. Ένιωθα πως οι αφροί των κυμάτων ήταν τα κοντινά νεφελώματα και οι γαλαξίες κάποια περαστικά πλοία με τα φώτα τους σαν κομήτες και 'γώ ο δορυφόρος του γέρου.
Κάποια μέρα χωρίς προειδοποίηση φόρεσε το παντελόνι του και βγάζοντας κατάρες για την κωλόγρια άρχισε να σκαρφαλώνει στο βράχο σαν αράχνη πιασμένος στο σκοινί.
Ύστερα από λίγο ακούστηκαν τα δύο ζωντανά, η φωνακλάδικη συντροφιά.

«Ρε κουτορνίθι μάζεψε το καλάθι με τα πράγματα.»

Παράξενο, το καλάθι ήταν βαρύ σαν να 'χε πέτρες, αδειάζοντας τα τρόφιμα βρήκα στον πάτο του βιβλία.
Όταν ξανακατέβηκε βγάζοντας το παντελόνι του μου είπε:

«Πάρε και διάβασε και αν δεν θές, μουτζιμπίθα!»

Δεν ξέρω με ποιο τρόπο η γριά Θάλεια το 'χε μάθει, πως έμεινα, πως φιλοξενούσε κόσμο, εμένα, μιας και τα τρόφιμα ήσαν αρκετά πλέον για δυό άτομα.
Είχα μάθει απέξω και ανακατωτά κάθε γωνιά εκεί μέσα, όταν δεν διάβαζα.

10. Ο ΣΚΙΟΥΡΟΣ

Όλες οι ώρες ήταν απαγορευτικές για να βγει κανείς στον ήλιο ντάλα μεσημέρι, μα άρχισα να το θέλω.
Σκεφτόμουν ότι το ΄πανω θα 'ταν πολύ σημαντικό για μένα, κάτι σαν υπέρβαση. Δεν μπορούσα όμως να ξεπεράσω τη φοβία μου. Ούτε καλά καλά το πώς κατέβηκα εδώ, δεν είχα καταλάβει.
Δεν είχα ρώμη σωματική, δεν πίστευα πως θα μπορούσα το άθλιο σώμα μου να σηκώσω με τα ανύπαρκτά μου μπράτσα, εγώ που στο στρατό τους έβλεπα όλους θαλαμοφύλακας να γυρίζουν από ασκήσεις, ποτέ κανείς εμένα.
Δειλά άρχισα να βγαίνω και να επιχειρώ την ανάβαση.
Όταν ο γέροντας κατάλαβε τι είχα στο μυαλό μου, με υποστήριζε σιωπηλά δείχνοντάς μου διακριτικά τα βήματα και τα πατήματα, τα ασφαλή και τα πιασίματα.
Η θέα από την κορυφή ήταν ασύλληπτη. Ένιωσα και εγώ πρώτη φορά πως πέτυχα κάτι στη ζωή μου, ένα προσωπικό κατόρθωμα που το μοιράστηκα με τον γέρο ασκητή.
Στην αρχή με ακολουθούσε από πίσω πάντα, αλλά όταν αργότερα δυνάμωσαν τα μέλη μου και έγινα σαν συλφίδα από την νηστεία, σαν τη μαϊμού ανεβοκατέβαινα προσέχοντας το γέρο με τη σειρά μου καθώς καμπάνιζαν τα’ αρχίδια του από πάνω μου.
Οι μέρες κλεψύδριζαν γρηγορότερα, ο ήλιος πια δεν έκαιγε, έπιανε να δροσίζει.
Άρχισα τις μικρές περιπλανήσεις από πάνω, στο δάσος, τις σπηλιές, στις σάρες και στις κορυφές.
Πορευόμουν με απόλυτη γαλήνη, μην έχοντας σκόρπιες και αδιέξοδες μικρές έννοιες, από αυτές που γεμίζουν τη μέρα και αδειάζουν τη ζωή.
Εκεί πρωτάκουσα την εσωτερική μου φωνή να μιλάει, να παραμιλάει, να συνομιλεί και να σωπαίνει.
Σε μια τέτοια συνομιλία άκουσα την ερώτηση:
«Ξέρεις πως είναι ο σκίουρος;»
Φυσικά βιάστηκα να απαντήσω, μα όταν μου είπε:
«Ζωγράφισέ τον»

συνειδητοποίησα πως μόνο να το ξεχωρίσω μπορούσα, από τα άλλα ζώα.
Δεν είχα εστιάσει ποτέ στη φύση και ας ζούσα τόσο καιρό στην αγκάλη της.
Ένιωσα άσχημα, σαν παραμελώντας απόγονος και βάλθηκα να γυρνώ και να παρατηρώ τη ζωή γύρω μου, αποτυπώνοντάς την σχεδιαστικά στις σκόρπιες πέτρες με άλλες μικρότερες.
Όσην ώρα αποτύπωνα μορφές και παραστάσεις, ο νούς ελεύθερος έκανε ταξίδια σε χώρες μακρυνές, χρόνους αλλοτινούς, σε ιστορίες ανθρώπων και πόλεων, υποδυόμενος πότε τον σκηνοθέτη και πότε τον πρωταγωνιστή.
Αυτό που ξεκίνησε σαν διασκέδαση περιστασιακή, πήρε σύντομα διαστάσεις προσεχτικής και συστηματικής παρατήρησης, που με τον καιρό μου αποκαλύπτονταν λεπτομέρειες δυσπρόσεχτες.
Δεν μπορώ να ορίσω επακριβώς το πόσο διήρκεσε αυτή η περίοδος, γιατί η συνισταμένη χρόνος είχε προ πολλού πάψει να με απασχολεί.
Μαλλιά και γένεια είχαν γίνει ένα, το σώβρακό μου είχε προ πολλού γίνει κουρελαρία και είχαμε απομείνει δυο ερημίτες γυμνοί σε μια σπηλιά κρεμασμένη στον γκρεμό, κάθε βράδυ στην κορυφή του πουθενά, στο φρύδι του κόσμου.
Δεν μιλούσαμε και σπάνια κοιταζόμασταν στα μάτια, ενώ παράξενο ήταν ότι πάντοτε ήξερε πότε να ταλαντεύσει το σκοινί, πότε το χέρι να απλώσει, πότε να σκύψει να φυλαχτεί, πότε να τo γραπώσει.
Δάσος ήτανε το κεφάλι μου γεμάτο ζωή, μα η ζωή μου είχε κάτι που κάποτε δεν το είχα διαννοηθεί: γαλήνη, ευτυχία, ποιος;! Εγώ, ο κανένας, στο πουθενά, μην κάνοντας κάτι, κάνοντας τίποτα.

Μια μέρα ζωγραφίζοντας ένα λαγό άκουσα μέσα στη σκέψη μου μια φωνή να λέει:
«Μπορείς να φτιάξεις ένα λαγό, όμως μπορείς να τον κάνεις ό,τι θέλεις; Να τρέξει, να φάει, να χοροπηδήσει;»
Και σκέφτηκα φυσικά και μπορώ, μόνο που θα αργούσα λιγάκι.
Μα ο λαγός άλλαζε θέση, έτρωγε εδώ και εκεί, λάκιζε παραπέρα, βρισκόταν και χανότανε μέσα σε μια ματιά.
Τα παράτησα και ακούμπησα τις πέτρες κάτω, κλείδωσα τα χέρια στο κεφάλι για μαξιλάρι καθισμένος στον πέτρινο θρόνο και καταπιάστηκα να ζωγραφίζω με τα χέρια τα εσωτερικά, πίσω από τους καμβάδες των κλειστών ματιών μου.
Έβανα τα πόδια, το σώμα, το κεφάλι, την ουρά, μα σαν έκανα να τα κουνήσω, γρήγορα διαλυόταν και κάτω σωριαζόταν σαν κάμωμα της άμμου.
Μόνο όταν μια μέρα ξυπνώντας από μεσημεριανό ύπνο με καθαρό μυαλό και όρεξη μεγάλη μπόρεσα να τιθασεύσω τις κινήσεις του και να τον πειθαναγκάσω σε δοκιμασίες, ενώ στο ανοιγόκλεισμα των ματιών είχε παρέλθει το απόγευμα και το φεγγάρι ασημοσκόρπιζε στον ουρανό.
Τέτοια παιχνίδια με εξαντλούσαν πνευματικά, μα ο καιρό, η συνεχής προσπάθεια και η θέληση με οδήγησαν σε σημείο που έκανα το κάθε ζωντανό να κινείται σχεδόν φυσικά, σα πραγματικό χρόνο, με όλα του τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που είχα αφομοιώσει.
Η άσκηση για να γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρουσα είχα από τη μια- ζώα και φυτά και από την άλλη - καιρό και άνεμο.
Τα έσπρωχνα να κάνουν παραπάνω απ’ ότι συνήθιζαν.
Το παιχνίδι έλαβε τέλος όταν με έσπρωξε μια φορά ο γέροντας να ξυπνήσω.

11. ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

Ξύπνημα άτσαλο, στραβοκατάπια, πνίγηκα, σάλεψε ο λογισμός μου, σαν ρεύμα να με διαπέρασε, έτριξαν τα δόντια, το στομάχι κουβάρι , ένιωσα το αίμα μου στιγμιαία να πήζει.

«Γέροντα, γιατί μου το 'κανες αυτό. Κακό πολύ πήγα να πάθω. Ακόμα υποφέρω. Τι σκεφτόσουν;»

«Τώρα ξέρεις πως είναι να ξυπνάς τον υπνοβάτη. Πρόσεξε μην το κάνεις ποτέ. Τουλάχιστον ποτέ ΕΤΣΙ!»

Δεν κατάλαβα τότε τι εννοούσε και του θύμωσα.
Δεν θύμωνα εύκολα τώρα, ούτε στην προηγούμενη ζωή μου, δύσκολα έχανα τον έλεγχο.
Είπα να το ξεχάσω μα δεν μπορούσα.
Αποδιοργανώθηκα, η αυτοσυγκέντρωση του κάκου χανόταν στο περιστατικό, σκέψεις μώβ δηλητηρίαζαν την καρδιά μου με αιτίες και αφορμές, η φωνή μέσα μου ζητούσε εξηγήσεις.
Είχαμε να μιλήσουμε πρίν τα γένεια μου αλλάξουν χρώμα και από καστανά να ξανθύνουν.
Μια φωνή με ταρακούνησε ενώ τα χείλη του έμεναν σφαλιχτά.

«Ευγνωμοσύνη θα 'πρεπε να νιώθεις απέναντι στον δάσκαλό σου και για κάθε μάθημα που σου 'χω κάνει. Υπάρχει λόγος για ότι γίνεται. Δεν είσαι έτοιμος ακόμα να τον μάθεις, κουτορνίθι!»

Όσο απότομο και τρομαχτικό μου φάνηκε το ξύπνημα, πολλαπλασιαζόμενη με συντάραξε η τελευταία λέξη.
Δεν ήξερα τι να φανταστώ και αυτό που διαισθανόμουν δεν ήμουν σίγουρος να το δεχτώ σαν πιθανό σενάριο. Τότε ξανάκουσα τη φωνή να λέει:

«Και όμως κουτορνίθι…»

Και έχασα την μπάλα!
Τα μάτια του γυάλιζαν από σαρδόνια ικανοποίηση λές και είχε μάθει τα πλέον απόκρυφα μυστικά μου.
Σίγουρα είχα τρελαθεί. Διάσχιση προσωπικότητας, αόρατοι φίλοι, συνείδηση, παραλήρημα σίγουρα ήταν λέξεις που καταλάμβαναν το χώρο του φόβου στην καρδιά μου.

«Πάψε τις βλακείες, δεν τρελάθηκες, εγώ είμαι εδώ και τόσο καιρό. Τηλεπάθεια λέγεται σπίρτο μου και όχι συνείδηση. Περιμένω να καταστείς δυνατός και έτοιμος, εγώ έχω αναλάβει να σου μεταδώσω τις γνώσεις μου και τις πληροφορίες που θα σου είναι απαραίτητες στο ταξίδι.
Ο δρόμος που διάλεξες είναι διαφορετικός από τον δικό μου, μα όλοι οι σωστοί δρόμοι στο ίδιο σημείο καταλήγουν.
Προετοιμάσου όσο καλύτερα εσύ μπορείς και μη με ρωτήσεις τα πως και τα γιατί. Δεν ξέρω, θα τα βρείς όλα αυτά μόνος σου.»

Η φωνή σταμάτησε, ξαναξύπνησα, αυτή τη φορά μόνος μου, στο μέρος που είχα κοιμηθεί στο δάσος ζωγραφίζοντας.
Απόμεινα σαν χάνος να τον βλέπω να με κοιτάζει απέναντί μου, τον ερημίτη μου χαμογελαστό.
Δεν ξέρω, ντράπηκα; Φοβήθηκα; Απόστρεψα πάντως το βλέμμα μου προς το γαλήνιο πέλαγος που απλωνόταν σαν άπειρος, γαλάζιος ουρανός, εκεί κάτω.
Τις επόμενες μέρες αρνιώμουν πεισματικά να αυτοσυγκεντρωθώ.
Έκανα βόλτες, οτιδήποτε μακριά από τη σπηλιά, που ήταν μόνο για να κοιμάμαι, μακριά από κείνο το τρελό παραλλήρημα, που όσο με έσπρωχνε να φύγω, άλλο τόσο με έδενε με ένα τρόπο μυστήριο.
Ένα βράδυ δεν άντεξα, του το ανέφερα σαν θέμα.

«Αν θες να φύγεις, να το σκοινί και το πανταλόνι σου, ο κόπος μου θα πάει τσάμπα, μα δεν πειράζει, το έχω εδώ και χρόνια πάρει απόφαση ότι θα μείνει μόνο σαν όνειρο, αν και είχα μια μικρή ελπίδα με σένα.
Αν πάλι θες το χώρο σου για να μείνεις μόνος πιο κάτω είναι μια πιο μικρή σπηλιά, αποθήκη των αλλοτινών μου διαβασμάτων.
Αποφάσισε τώρα και μην το μετανιώσεις όποια απόφαση και αν πάρεις».
Δεν το σκέφτηκα καν.
Από την επομένη, κατεβήκαμε, πετάξαμε τις πέτρες που ‘χε χτίσει την είσοδο και μου την παρέδωσε.
Για να φτάσουμε όμως χάσαμε την ευκολία των κόμπων, μικρό το κακό, για μένα πλέον.
Ήταν όντως πολύ μικρή, αποθήκη σκέτη βιβλιοπωλείου που το βάθος της ήταν απρόσιτο από τις στοίβες των βιβλίων.
Στην πορεία ανακάλυψα ότι πολλά από τα βιβλία που διάβαζα μου φαίνονταν γνωστά λες και τα είχα διδαχτεί κάποτε.
Ελάχιστα ήταν όσα δεν ήξερα καθόλου, δύσκολα βιβλία, περίεργες διάλεκτοι, μα χωρίς κόπο, με μια πρωτόγνωρη ευκολία τα ρούφαγα σαν χαρμάνης τον δανεικό καπνό.
Δεν ήθελα να παραδεχτώ πως ο γέροντας μου είχε πεί την αλήθεια και ότι μέχρι τώρα ήταν πιο λογικός και από αυτούς που τον είχαν κρίνει ανάλαφρα.
Ξεκινήσαμε ο καθένας από τη σπηλιά του να αυτοσυγκεντρωνόμαστε με την πλάτη γυρισμένη στο πέλαγος και να επικοινωνούμε, όπως εκείνος ήξερε.
Η γλώσσα αργή και φλύαρη είναι, ενώ ο νους περιεκτικός και αστραπιαίος.
Από την εξάντληση είχα καταντήσει ζωντανό σκιάχτρο, τα πλευρά μου διαγράφονταν ξεκάθαρα, ίσως και το περιεχόμενό τους.
Τα μάγουλά μου είχαν απομείνει δυό μυτερά κόκκαλα, και το σαρκίο μου έχασκε ξεχειλωμένο γύρω από τα λιπόσαρκα άκρα, μα δεν πεινούσα πλέον.
Ήμουν εξαρτημένος από αυτή την ιδιότυπη σχέση και επένδυα τα πάντα, λες και υπήρχε μια διαισθητική διαβεβαίωση πως όλα αυτά σκόπευαν κάπου.
Το βράδυ που μου φώναξε πως την επαύριο θα άρχιζα το κατ΄οίκον διάβασμα, κατάλαβα πως τα ζόρια μόλις τότε άρχιζαν.
Κατέβηκε ποδημένος, φορώντας το παντελόνι και με στραβό πουκάμισο μου παρέδωσε το χειρόγραφο προσεχτικά.

«Δεν ξέρω αν θα καταλάβεις τίποτα, θα δείξει εν καιρώ αν το ίδιο θελήσει να επικοινωνήσει μαζί σου.
Αν είχα την βοήθεια που έχεις εσύ, ίσως να κατάφερνα κάτι παραπάνω από μια τρύπα στο νερό, ποιος ξέρει ίσως και τα πάντα.
Αν και κάτι μου λέει πως ετούτο το βιβλίο με έφερε εδώ πάνω για να με κάνει ότι με έκανε.
Ποιος ξέρει, ίσως έκανε το ίδιο και με σένα.
Μη βιαστείς, μην ταραχτείς, θέλει και αυτό το χρόνο του για να αποκαλυφθεί, αν το προσέξεις μπορεί και να σου κάνει το χατίρι, άκου ενός τρελού τη συμβουλή».

Το άφησε και ανέβηκε.

12. ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ

Τίποτα, τίποτα, τίποτα.
Δεν έβλεπα γράμματα, ούτε σύμβολα, μόνο γραμμές ευθείες, τεθλασμένες, διακοπτόμενες σε σημεία και αλλού σφιχτά δεμένες.
Άλλες σελίδες ήταν εντελώς κίτρινες, άδειες και σε κάποιες παρακάτω, κουβάρι οι μουτζούρες, ένα θέαμα περίεργο που με έκανε να αναρωτιέμαι για τον δέτη του βιβλίου.
Καμία σχέση με τα ευανάγνωστα κείμενα, τα τυπωμένα που είχα συνηθίσει να διαβάζω.
Ήταν θέμα εγωισμού. Έβαλα τα δυνατά μου, και μια και δυό και δέκα. Εις μάτην.
Από το πρωί που έφεξε, ο γέροντας χάθηκε από πάνω, το ίδιο και η φωνή μέσα στο κεφάλι μου.
Η σπηλιά πλέον με στένευε αφόρητα.
Παράτησα την προσπάθεια και ανέβηκα στον κόσμο.
Ήθελα να επικοινωνήσω με κάποιον απελπισμένα.
Ήθελα να κλάψω μα δεν είχα πλέον δάκρυα, τα μάτια μου τα έπιναν για να γλιστράνε.
Κάπου στο δάσος παρακάτω μια κουκουβάγια ακούστηκε να καλνάει τους φίλους της τους μπούφους ή απλά να δηλώνει την παρουσία της στο υποψήφιο ζευγάρι της.
Άρχισα να τη μιμούμαι και από κάτω, ότι έκανε έκανα.
Η φωνή μου πήρε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του πενταγράμμου για να ακούγεται μονάχα μια υψίσυχνη τσιρίδα που μου πήρε όλη την απελπισία.
Απόκαμα. Ξάπλωσα κάτω μπρούμυτα επιθυμώντας ένα ύπνο ναρκωτικό.
Ένα γαμημένο βελανίδι ήρθε και με χτύπησε στο αυτί και ένιωσα τις πρόσκαιρες σκέψεις μου να εκσφεντονίζονται στα απέναντι τοιχώματα του κεφαλιού μου.

«Διάλε»,

μου βγήκε αυθόρμητα κατηγορώντας άδικα τον αέρα και την τύχη μου.
Στο δεύτερο άκουσα και το τσιριχτό γελάκι ανακατεμένο με κοφτούς ήχους.
Το αναγνώρισα και με μισόκλειστα από τα νεύρα μάτια. Το σκιουράκι.
«Η πορδή θέλει τσαλιμάκια; Θα τα έχει!! Αν μόνο μπορούσα να του απαντήσω με το ίδιο βελανίδι, και σε ένα αποσπάσιμα φαντασίας και επιθυμίας μαζί είδα να το πεταρίζω με το ίδιο του το όπλο και να το τινάζω κλαδιά μακριά, ενώ αυτό έκπληκτο και παραξενευμένο να βγάζει τρομαγμένα λαχανιάσματα και να χάνεται σε άλλη γειτονιά μα…»

Μα τα άκουγα αυτά τα μικρά λαχανιάσματα, όχι με τα αυτιά της επιθυμίας μου, μα με τα πραγματικά.
Σηκώνοντας το κεφάλι, είδα το σκιουράκι να τρέχει κυνηγημένο από δυο οριζόντια, κινούμενα βελανίδια και μόλις τσακίστηκε και μπήκε στη φωλιά , αυτά ακυβέρνητα εκτέλεσαν ελεύθερη πτώση, για να ξανασκάσουν στο έδαφος δίπλα μου.

« Εγώ το προκάλεσα αυτό»;

Σκέφτηκα και το ξαναδοκίμασα.
Όταν είχα τα μάτια κλειστά η τηλεκίνηση ήταν ισχυρότερη, λόγω συγκέντρωσης όλου του νού και της προσοχής μου σε ένα και μοναδικό πράγμα.
Ένιωσα απίστευτη δύναμη, μα ακολούθησε μια γλυκειά αδυναμία.
Για να συνέρθω λίγο και να στυλωθώ, με τη νέα μου ιδιότητα προσπάθησα να κατεβάσω μια κυψέλη από άγριες μέλισσες και αφού τις κράτησα όλες σε απόσταση, επιδόθηκα σε ένα άνευ προηγουμένου κολατσιό με μέλι και κερήθρα.
Τονώθηκα και τότε άρχισε να με πιάνει η πείνα, η αστείρευτη πείνα, το τέλος της νηστείας.
Κατέβηκα στη σπηλιά του γέρου και κατέβασα σχεδόν αμάσητο με βίαιες κινήσεις, αχόρταστες, κάτι καρβελάκια ψωμί με μέλι και λιαστές ντομάτες και μια καράφα γλυκό κρασί.
Ένιωσα θερίος, πελώριος.
Ήμουν σε μια φούσκωση και τώρα αν μου έφερναν τις 100 κόρες του Νηρέα θα τις ικανοποιούσα όλες, είχα αρκετό υλικό μαζέψει τόσα χρόνια,
οι πρώτες θα έπεφταν σίγουρα υπέρ έρωτος και όχι από βέλος.
Άρχισα να ξεφεύγω, μου είπε ο γέροντας την άλλη μέρα που με βρήκε να χορεύω αλαλλάζοντας, ώστε να χρειαστεί να με ηρεμήσει με μια παυσίτρελη κατακεφαλιά.
Την άλλη μέρα, παρόλο τον πονοκέφαλο από το γρόθο και τη μέθη, τονωμένος όσο ποτέ έπιασα με μια ελαφρά ζάλη το χειρόγραφο στα χέρια μου και κρατώντας το κλειστό προσπάθησα ότι με τον σκίουρο την προηγούμενη μέρα.
Ανοίγοντας τα μάτια είδα το χειρόγραφο ανοιχτό.

«Ωραία είμαστε σε καλό δρόμο, δεν ήταν όνειρο».

13. ΤΑ ΑΛΦΑΒΗΤΟΦΥΤΑ

Με μια δεύτερη προσπάθεια παρακάλεσα τα χέλια του κειμένου να λυθούν και να συνταχθούν κανονικά, μα δεν φάνηκε πως με άκουσαν.
Με την τρίτη φορά τα πρόσταξα , μα με έγραψαν στα αρχίδια τους
Σκέφτηκα να τα τρομάξω και φαντάστηκα μια γόμα να απειλεί τις ευθείες και τις καμπύλες και αίφνης αυτές μετατράπηκαν σε αυλάκια.
Ζοριζόμενος περισσότερο θεώρησα το χειρόγραφο σαν γή και στα αυλάκια των χωραφιών εμένα σπορέα να σπορίζω.
Είδα τους σπόρους να μην θέλουν να αντιδράσουν και τα αυλάκια να χασκογελάνε και έγινα ψιλόβροχο καταβρεχτήρι και

Ωωωω…

Για δες..!!

Ο σπόρος έπιασε, άρχιζε φύτρο να απολάει και περίεργα αλφαβητόφυτα ξεφύτρωσαν και ρίζωσαν για τα καλά, επί χάρτου.
Άνοιξα τα μάτια μου και ήταν όλα εκεί, σαν φασολιές σε καλαμιές αλφαδιασμένες, πυκνόφυτες και σφιχταγκαλιασμένες.
Περίμενα.
Δεν χαιρόμουν, ήξερα κόπασα τον άνεμο της φαντασίας μου, άφησα τον ήλιο να τα ωριμάσει, μπορούσα, το έκανα και περίμενα.
Αυτά άνθισαν, κάρπισαν και απόχτησαν όγκο και χρώμα, κάποια μυρώδιζαν και κάποια αγωνίζονταν σε ένα κομμάτι απάτητο σελίδας να δεντρώσουν.
Ήξερα, άγνωστο πως, ότι δεν θα 'ταν τόσο εμπόδιο όσο φάνταζε, γιατί στην παραμικρή κίνησή μου τρόμαζαν, απομακρύνονταν και μπερδεύονταν αναμετάξυ τους, συγκεντρωμένα σαν τα πρόβατα στο μαντρί.
Και εκεί που δεν μου είχε περάσει ούτε εμέ από τη σκέψη, καταστροφή ολοκληρωτική, περνάω σαν λίβας, σαν σιρόκος και δεν αφήνω τίποτα χλωρό.
Σαν να τους τράβηξα φωτογραφία τα ακινήτισα , ο τόπος ξεράθηκε, τα χωράφια άνοιξαν ψιλές ρωγμές, οι σελίδες κατακιτρίνισαν και στα περιθώρια αποτυπώθηκαν οι διακοσμητικές έλικες των αρχιγραμμάτων.
Με προσοχή μεγάλη, χωρίς να μετακινηθώ από τη θέση μου ούτε στιγμή, άνοιξα το χειρόγραφο και άρχισα να το διαβάζω σε ευκολοπέραστη και πλήρως κατανοητή την τοπική διάλεκτο, των αλεξανδρινών χρόνων.
Μιλούσε για το άγνωστο όν, Πνεύμα αυτό, ιδέα σκέτη, απόλυτη, παντοδύναμη, αδιαμφισβήτητη, παντοτινή, που εν αγνοία του σε μια ονειρική κατάσταση δημιούργησε τον κόσμο.
Εγκλωβισμένο στην ελευθερία του «είναι»,
απελευθερώθηκε κατακερματίζοντας εαυτόν σε επιμέρους στοιχεία και με τα δομικά του υλικά να συνθέσει έναν παράλληλο παιχνιδόκοσμο στο μυαλό του.
Αλλά το εξέλιξε.
Όταν τα πάντα δημιουργήθηκαν, καλώς καμωμένα, κατά πλήρη εικόνα και ομοιότητα, αν θα είχε κάποτε μορφή, άρχισε να τα παρακολουθεί με ενδιαφέρον να δεί πως συμπεριφέρονται οι ιδέες σαν δεν είναι απόλυτες, πεντακάθαρες και περιχαρακωμένες αυστηρά από τον ορισμό τους, μα μπασταρδεμένες, κάθε μια μουτζουρωμένη με τ’ αντίθετό της και όλες τις ενδιάμεσες τους αποχρώσεις.
Οι ιδέες πήραν να κρεατώνονται, να ποδίζουν, να κινούνται, να φλερτάρουν, να αγαπιούνται να εχθρεύονται.
Αν κάθε ιδέα λειτουργούσε αυτόνομα και κάθε οντότητα είχε συνείδηση, τότε απλά το άγνωστο όν θα ζούσε την απύθμενη βαρεμάρα, με τα άλλα τέλεια όντα που θα συμπεριφέρονταν σαν αυτό.
Με αυτή την τρίπλα, μπόρεσε να έχει ένα ενδιαφέρον βραδυνό ύπνο γιατί είδε πως για χάρη του έκλαιγαν, σκότωναν, θυσίαζαν και εξομολογούνταν, παραβίαζαν τη φύση τους, έκαναν τρέλες για να του αρέσουν, δέχονταν
Τον ίδιο για αφέντη και τα τσιράκια του για οδηγούς, μα όλοι βαθειά και φανερά τους ήθελαν να ναι μαζί του και στον επόμενο γύρο.
Όταν τα πράγματα λάθευαν κατά διάλου και το παιχνίδι επικινδύνιζε, έπρεπε να παίρνει την πρωτοβουλία και το επαναφέρει σε συνήθεις ρυθμούς και εντάσεις.
Παρουσιαζόταν στους ανθρώπους ανά τους καιρούς, με διαφορετικές μάσκες, λέγοντας τα ίδια πράγματα, μόνο που αυτοί τα παραχάραζαν και τα μετέφραζαν καταπως τους συνέφερε.. και χαίρονταν και λυπούνταν.
Τέτοια έλεγε το χειρόγραφο και άλλα που δεν μπόρεσα να τα διαβάσω γιατί ένιωσα να καίγομαι.

14.Η ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ

Άνοιξα τα μάτια για να δω πως μετεωριζόμουν στον αέρα, ελεύθερα, ακίνητος, έλαμπα, γέρασα, ήμουν διάφανος.
Επέστρεψα χωρίς δυσκολία στην σπηλιά, διάφανη σκιά, διαπερνώντας το βράχο και η πορεία μου προς τα κάτω συνεχίστηκε στη θάλασσα, πορεύτηκα στα διάφανα νερά της σαν μέδουσα φωσφορίζουσα, νερινή.
Το κέντρο της γής με καλνούσε και αφέθηκα στην κατακόρυφη πτώση.
Δεν βρήκα γίγαντες, ούτε τιτάνες, καλικατζαραίους ή χθόνιες υπάρξεις, κόλαση ή τάρταρα.
Το μεγάλο εργαστήρι είδα, που ανακυκλώνονταν οι ψυχές όταν απεκδύονταν το σώμα τους, που διασπώνταν σε ιδεατά συστατικά και επανασυνθέτονταν κατά τυχαίο τρόπο, λίγη αρετή, λίγη κακία, πονηριά, αγάπη, ψέμα, μίσος, ζήλια, φθόνος, λαγνεία, φιλαργυρία, ενώνονταν για να γεμίσουν το κοινό καλούπι - σε σχήμα ψυχής.
Ύστερα κάθε όν που μπολιαζόταν με αυτή τη νέα ψυχή επέστρεφε με κάποιο τρόπο διαφορετικό στην πλάση.

«Λάθος έκαναν οι άνθρωποι»

σκέφτηκα.
Το πλαστήρι, το δημιουργικό εργαστήρι κακό το χαρακτήρισαν και όταν γινόταν κανένας γαμάτος συνδυασμός ιδεατών τμημάτων και προαναγγέλναν με σεισμό της γής, οι άνθρωποι φοβούνταν γιατί έβλεπαν το αποτέλεσμα και όχι το γεγονός.
Όταν τους συγκλόνιζε ένα γεγονός, έσπαζαν πιάτα, σκάγανε βεγγαλικά, έλεγαν πως ο κόσμος δεν τους χωρούσε, ποιους; Τους κοινούς ανθρώπους.
Όταν όμως προετοιμάζεται να 'ρθεί η μεγαλοφυΐα, η ιδιοφυία, το ταλέντο που κάνει μπάμ, ο κόσμος φοβάται και πάει να κρυφτεί.
Σαν τα ‘δα όλα αυτά πολύ ταράχτηκα θέλησα να δώ και άλλα, λάθος, θέλησα να τα δώ όλα.
Πήρα την δύσκολη απόφαση να πάω και να δώ το όν.
Επέστρεψα στη σπηλιά μου και πρόσταξα να γραφούν τα παρακάτω λόγια επί του χειρογράφου:

«Και τώρα που το όν δεν θα μπορούσε να αντιδράσει, πήγα να το βρώ»

Αφήνοντας την τελεία να πέσει, το χειρόγραφο τη ρούφηξε σαν ο βουτηχτής την πρώτη ανάσα και βρέθηκα ξαφνικά σε ένα ξέφωτο.
Μπορούσα να είμαι εκεί χωρίς να μπορούν να με δούν, κρυμμένος πίσω από φυλλωσιές.
Τα άγνωστα όντα είχαν κυκλώσει ένα προαιώνιο ερημίτη, τον είχαν αλυσσοδέσει με λέξεις και τον περιγελούσαν.
Την ώρα εκείνη πλησίασε ένα καλοντυμένο οχληρό πανέμορφο άγνωστο όν.
Ήταν κάτι σαν γυναίκα, γιατί όταν μιλούσε όλα τα όλα δεν την κοιτούσαν ποτέ στο στόμα.

«Αφού μπορείτε, μην τους αφήνετε να βασανίζονται με πόνο, κόπο, θάνατο. Είστε αχάριστοι, τόσα έκαναν για εσάς. Τι άλλο θέλετε; Λυτρώστε τους, σταματήστε το μαρτύριό τους!»

Ο πισθάγκωνα δεμένος ερημίτης πρέπει να ‘ταν αυτός που συνέγραψε το χειρόγραφο, σκέφτηκα, μα δεν προνόησε, νόμισε πως με καλούς είχε να κάνει και τον παγίδεψαν.
Να βοηθήσει το ανθρωπινό γένος προσπαθούσε, ποιος ξέρει πόσο καιρό.
Αποφάσισα να τον βοηθήσω και όταν όλα τα άλλα όντα περιτριγύρισαν το πανέμορφο, ναζιάρικο όν, μπόρεσα να βρώ μια ευκαιρία και να τον πλησιάσω αθόρυβα, από το πλάι.

«Έλα φίλε μου, διάβασα το βιβλίο σου, το χειρόγραφό σου, δεν είσαι μόνος σου, ήρθα να σε βοηθήσω να ρίξουμε την τυραννία».

«Βοήθεια, καταραμένε διάλε! Έβαλες ό,τι μέσα έχεις για να με νικήσεις, όχι ρε, δεν θα τα καταφέρεις.
Βοήθεια πατέρα, έλα πιασ’ τον».

Η ομορφιά με τους παρατρεχάμενούς της πλησίασαν. Ένα από αυτά μίλησε:

«Τι φωνάζεις; Δεν έκανα εγώ τίποτα. Ποιος είναι ο έτσι;

«Έλα γιέ μου, τι με θές. Ποιος είναι αυτός και τι κάνει μαζί μας, είναι η όχθη αυτή για τους θεούς μονάχα;» ξεσπάθωσε η γυναίκα.

«Επαναστάτης ρε και τα ρέστα; Ωραία, δικός μας είσαι;» χάρηκε ο ερημίτης.

«Βοήθεια να σου δώσω, να λυτρώσουμε το ανθρώπινο γένος από την αδικία και να πάψει αυτή η κοροϊδία!» φώναξα και πάσχιζα να τον λύσω.

« Σαν και σένα μιλάει» επεσήμανε εκείνη.

«Τι μιλάς και δεν το κάνεις;» αγριεύτηκε ο ερημίτης.

«Αφού το θές, θα το κάνω» είπα και τους φαντάστηκα όλους τους σαν αγάλματα και τέτοια έγιναν.

«Ωραία, πάμε τώρα στους ανθρώπους , να τους πούμε το μυστικό, να τους φανερώσουμε την πλάνη, την καλά κρυμμένη αλήθεια»

«ΜΑ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ!!!!! « είπε ο ερημίτης και οι λέξεις που τον κρατούσαν δέσμιο χαθήκαν.
«Τους ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ έπρεπε να καταστρέψεις, όχι τους ΘΕΟΥΣ, ΒΛΑΚΑ!!»

και με μια κίνηση του χεριού του όλοι επανήλθαν στην πρότερη κατάστασή τους.

«Είναι επικίνδυνος» είπε η ομορφονιά σπάζοντας κάποια άλατα του αυχένα και κροταλιάζοντας τα δάκτυλα.
Ας τον καταστρέψουμε, είμαστε πιο δυνατοί από αυτόν.»

Το κατάλαβα πως είχε δίκιο.
Οι θεοί είχαν στήσει μια σκευωρία στους ανθρώπους και οι καλοί ήθελαν να τους καταστρέψουν για να τους γλυτώσουν από τα βάσανα, ενώ οι κακοί τους κρατούσαν ζωντανούς σαν παιχνίδια.

Έλυσα το αίνιγμα!
Καιρός ήταν να αντεπιτεθώ πριν χάσω τα πάντα

15. Η ΣΟΦΙΣΤΕΙΑ

«Είστε πιο δυνατοί, το ξέρω και το ξέρετε θεοί. Μα έχω μια ερώτηση μόνο να σας κάνω πριν με αποτελειώσετε»:

«Ο θεός έφτιαξε τον άνθρωπο ή ο άνθρωπος τους θεούς του;
Ή αλλιώς ποιος έχει πιο μεγάλη σημασία, ο θεός για τον άνθρωπο ή ο άνθρωπος για το θεό;
Αν ο άνθρωπος έχει μεγάλη σημασία για το θεό είναι επειδή χωρίς υφισταμένους δεν νοείται προϊστάμενος, χωρίς υπηκόους δεν υπάρχει βασιλιάς.
Έτσι αν ο θεός δεν έχει σημασία για τον άνθρωπο-που το ακούμε καθημερινά- τότε ο άνθρωπος κάνει χωρίς θεό, αλλά ο θεός όχι χωρίς άνθρωπο.
Τι λέτε;
Σκεφτείτε το και τα λέμε!»

είπα και αποχώρησα εν μέσω βαθυτάτης σιωπής και κατόπιν εντόνων διαξιφισμών.
Οι διαφορετικές γνώμες μεταξύ θεών και ανθρώπων οδηγούν σε αντιπαραθέσεις, ρήξεις και αν είναι θεμελιακές σε εξοντωτικές συμπεριφορές, κάτι αντίστοιχο με το μακελειό που ακολούθησε στο ξέφωτο.
Οι θεοί και το γύναιο πιάστηκαν στα λόγια, στις σοφιστείες μου, στα σημεία, μεταπήδησαν στα χέρια και αποτελειώθηκαν μοναχοί τους αφήνοντας μόνο ένα μικρό άγνωστο όν, παιδί κάποιου θεού και της ομορφονιάς.

16. Η ΟΝΤΙΤ

Στις επόμενες μερικές επισκέψεις μου μπόρεσα να εξασφαλίσω τις συνθήκες για την ασφαλή μεταφορά του στον κόσμο μου τον επίγειο. Το έμαθα να αγαπά τους ανθρώπους με τα λάθη και τα σωστά τους, τελείως ελεύθερους να αποφασίζουν για τη μοίρα τους, σχεδόν όλους και να κρατά χαμηλό προφίλ, γιατί για τους ανθρώπους η χαρά είναι συνώνυμο της λύπης και η λατρεία με την σταύρωση.
Σταμάτησε να παίζει στο πλαστήρι του κόσμου πειράζοντας τις δόσεις των ψυχών και περιόρισε όποιες θεώρησε αχρείαστες, για να δημιουργήσει η επόμενη γενιά την επί γής ουτοπία.
Έχοντας τη μικρούλα από δίπλα, παράτησα τη μοναξιά μου και τον κατά σπηλιά εγκλεισμό μου, παίρνοντας απόφαση να ξαναγυρίσω στη ζωή αναγεννημένος, μετανοημένος, νέος άνθρωπος με παρέα που πήρε τη μορφή μιας αιώνιας έφηβης και ονομάσθηκε Οντίτ, μιας και ταίριαζε με το παλιό της.
Ένιωθα, και ήμουν μάλλον, ο πλουσιότερος σε εμπειρίες από τους ανθρώπους, με δύναμη τεράστια, που μην ξέροντας πώς να την διαχειριστώ, την άφησα βαθμιαία να ατροφήσει, κοινότερος, ανάμεσα στους κοινούς
Με μια τέτοια μέτρια μορφή από τότε γυρίζω, μέσο ύψος, κοιλίτσα ευμάρειας, ντεγκραντέ φαλάκρα και ελαχίστη μυωπία παρέα με την μικρή Οντίτ, πλέον από μένα υιοθετημένη.
Παντρεύτηκα την κερασομαλλούσα, υπεύθυνη πωλήσεων και μάρκετινγκ στο καφωδείο που με τον καιρό άνοιξα, για να ζήσουμε οι τρείς μας για μερικά χρόνια στιγμές άπειρης συντροφικότητας και αγάπης, ώσπου κάποτε αποφάσισα να τις ταξιδέψω τις δυό αγαπημένες μου, σε τόπους παλιούς γνωστούς και δοκιμασμένους.
Πήραμε το πρώτο τρένο, το πρώτο πλοίο, τον πρώτο δρόμο που μας άρεσε.
Μείναμε σε ξενοδοχεία, σε φίλους, σε πανδοχεία, στο ύπαιθρο.

17. ΣΤΑ ΙΔΙΑ ΜΕΡΗ

Το φρύδι του κόσμου αχνόφεγγε στο βάθος της επιθυμίας μου και αφήνοντας το καλύτερο για το τέλος εκδράμαμε εκεί, με μια ενθουσιασμένη κερασομαλλούσα που θα μετείχε στην πρότερη από αυτή ζωή μου και μια Οντίτ, με ξυνισμένα μούτρα.
Ήθελε βλέπεις σεξ, παραλία, ποτά και clubs, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά, σαν όλα τα κορίτσια της ηλικίας της, τόσο έφηβη μα και αιώνια συνάμα, που ήθελε να αναπληρώσει όλα όσα είχε χάσει στην αποστειρωμένη, τέλεια, πνευματιστική ζωή.
Δεν μιλήσαμε ποτέ πριν με την κερασομαλλούσα για το παρελθόν της, άλλες ιστορίες περισσότερο αληθοφανείς κάλυψαν τα κενά της ιστορίας της, μιας και δεν ήταν κάτι εύκολο κάποιος να το δεχτεί, χωρίς να φρίξει ή να καλέσει τους κυρίους με τα άσπρα ρούχα.
Πήγαμε φθινόπωρο.
Είμαι σίγουρος πως κανείς δεν θα το πιστέψει, μα πετύχαμε ένα γερασμένο γαϊδούρι να πηγαίνει μπροστά και να ακολουθεί ένα μικρό, χαρωπό σκυλάκι, τρελά παιχνιδιάρικο που όσην ώρα το γαϊδούρι αργούσε για να του δώσει η σβούρα σημασία, έραβε βόλτες σταυροβελονιά κάτω και γύρω από τα πόδια του.
Θυμήθηκα με νοσταλγία 20 χρόνια πριν όταν ανέβηκα στο βουνό ετούτο για πρώτη φορά.
Το μονοπάτι ήταν το ίδιο, μα πιο χαμηλά υπήρχαν παντού ξενοδοχεία.
Απόρησα.
Δεν ήμουν σίγουρος ότι θα τον συναντούσα εκεί πάνω, μα το πάντα αλλόκοτο ζευγάρι πήγαινε εκεί πάνω, χωρίς οδηγό, χωρίς καφάσια, μόνο ένα κουτί delivery, «η κυρα Θάλεια».
Αυτό και αν ήταν ενδιαφέρον!.
Όταν φτάσαμε πάνω, τους έδειξα τον πέτρινο θρόνο που ακόμα δέσποζε στο άκρο του γκρεμού.

«Ευτυχώς» σκέφτηκα, μόνο ο τρόπος της μεταφοράς των αγαθών άλλαξε, τα γερόντια θα διατήρησαν το χρώμα, το ήθος και την παράδοσή τους».

«Καλησπέρα σας»

μας υποδέχτηκε ένας καλογυμνασμένος νεαρός, με μυστήριο χαμόγελο και φιλήδονο βλέμμα.

«Καλώς ορίσατε στο ερωτόβιό μας. Επιλέξατε παρακαλώ από το δειγματολόγιο, τον χώρο που επιθυμείτε, εκτός και αν θέλετε να σας ξεναγήσω σε όλες τις σπηλιές ξεχωριστά».

Η Οντίτ γρήγορα αναθάρρεψε μόλις τον είδε μα γρήγορα απογοητεύτηκε όταν τον είδε να με γλυκοκοιτάει.

«Πάει καιρός από τότε που πειραματιζόμουν» του είπα όταν με φίλησε στιγμιαία στα χείλη και μου δάγκωσε το κάτω.

«Κοίτα τη μικρή πως σε βλέπει. Μη χάνεις ευκαιρία, δεν θα ξαναζήσεις κάτι τέτοιο, trust me!»

«Αν συνηθίσεις το σουβλάκι, το σάντουιτς μόνο του δεν σε καλύπτει.

Βέβαια, στην πορεία άλλαξε γνώμη, μετά από μια δοκιμή, που επαναλήφθηκε πλειστάκις.
Ο γέροντας όταν χάθηκα νόμισε ότι σκοτώθηκα από τα βράχια και μιας που χάθηκε η τελευταία του ελπίδα για πνευματική τελειότητα, άλλαξε τροπάρι και είπε να δοκιμάσει το πραγματικό νόημα της ζωής, με το κυνήγι της ηδονής, τις υλικές απολαύσεις στο έπακρο, τη διαστροφή και την ακολασία και όλα αυτά τα καλώς απαγορευμένα, για να ‘ναι πάντοτε αυθάδικα αναζωογονητικά.
Τον βρήκαμε με δυό νεαρούς αγκαλιά να χαίρεται τα χάδια και τον ερωτισμό τους.
Η Οντίτ αδιαφόρησε και πιασμένη από την κουπαστή μιας σπειροστριφογυριστής σκάλας κατέβηκε στην παραλία για μπάνιο προσπερνώντας τον σαρακοφαγωμένο βράχο.
Σε κάθε γύρισμα συναντούσε και το άνοιγμα μιας σπηλαιικής σουίτας, ενώ παραδίπλα η πρόσβαση γινόταν με κομπιασμένο σκοινί για τους σκληροπυρηνικούς και με εξωτερικό διάφανο ασανσέρ για τους καλομαθημένους.
Η κυρά Θάλεια παράτησε τη στάνη και στη θέση της έστησε καντίνα, που προμήθευε τσιγάρα, λουκάνικα και νερά στους τουρίστες, που έρχονταν από όλες τις μεριές της γης να θαυμάσουν το περίεργο κοινόβιο-ερημητήριο:

«ΤΟ ΦΡΥΔΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»

Ο γέροντας χάρηκε που με είδε, μα δεν το 'δειξε γιατί δεν ήξερε για την παρέα μου, ποιες ήταν και τι ρόλο έπαιζαν.
Μου 'δωσε τη σπηλιά του για φιλοξενία, που είχε διαπλατυνθεί για να χωρά μια υπέρδιπλη κρεββατοκάμαρα-για τα γούστα του- και μια τρύπα στο βάθος του βράχου για wc, ενώ παραδίπλα υπήρχε τρεχούμενο νερό.
Η καλή μου κατέβηκε με τον παραδοσιακό τρόπο, αράχνη στο στοιχείο της, ενώ εμένα η καθιστική πλέον ζωή και τα μπυρόνια με είχαν καταστήσει αρκετά βαρύ για να με αντέξω.

Η μορφή του ήταν η ίδια, λίγο πιο γερασμένος, μα με χαμόγελο πλατύ, κοντό αραιό λευκό γενάκι και χαϊμαλιά στο λαιμό.

«Είχα αφήσει τις κεραίες μου ανοιχτές τόσα χρόνια και απόκριση δεν μου 'δωσες ρε κουτορνίθι»,

μου έπεψε τηλεπαθητικά.

«Καλησπέρα γέροντα»

του 'πα και του 'τεινα το χέρι. Μπορεί και να 'ταν η πρώτη φορά που θα τον άγγιζα.
Με έσφιξε μέσα στη χερούκλα του που είχε πλέον μαλακώσει θωπεύοντας όμορφα νιάτα.

«Σαν τα χελιδόνια, ούτε κατάλαβα πότε ήρθε, ούτε πότε έφυγες. Νόμισα ότι χάθηκες στα βράχια».

«Όχι, απλώς έβαλα φραγή, γιατί ήθελα να αλλάξω ζωή» του απάντησα τηλεπαθητικά.

«Όχι, απλά έπρεπε να φύγω και έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου»

ακούστηκα να λέω

«Θυμάσαι τότε που ετοιμαζόμασταν για κάποιο ταξίδι; Τι απόκαμες;»
«Τι να σου πώ, δεν θυμάμαι, πάνε τόσα χρόνια. Περασμένα ξεχασμένα..»

«Και εγώ που νόμιζα ότι θα θυμόσουν το χειρόγραφο!»

«Α,αα αυτό, ναι κάτι θυμάμαι, πως είχα φτάσει να διαβάσω καναδυό σελίδες, αλλά μου φάνηκε δύσκολο και τα παράτησα.
Ας’ τα γέροντα και μην τα σκαλίζεις.
Μάλλον δεν είχα τις αντοχές, που έχεις εσύ τώρα, του είπα με νόημα στους πιτσιρικάδες..
Αυτή είναι ζωή, πραγματική αυτή που ζούμε, αυτό το νόημα, σέξ για σένα, έρωτας για μένα, να μπορείς να αρκεστείς σε αυτά που έχεις».

«Σαν σωστά να τα λες κουτορνίθι, άλλαξες μου φαίνεται πολύ, ίσως ήρθε η ώρα να σου ζητήσω να μου αλλάξεις εσύ μυαλά, για να μπορέσω να βρώ τη γαμημένη την ισορροπία που μου λείπει».

«Για να ισορροπήσεις γέροντα, κλείσε όσες πόρτες άφησες ανοιχτές εν μια νύκτια και ξανάβαλε την κυρά Θάλεια στη ζωή σου, δίνοντας την ευκαιρία αυτή και μόνο σε σένα».

18. ΚΛΕΙΣΙΜΟ

Μετά από μερικές μέρες ρηλάξ στο φρύδι, επισκεφθήκαμε το υποκατάστημα του καφωδείου στα αμπέλια, της μυτιλήνης, που ήταν το μόνο που σέρβιρε αναψυκτικά και ποτά στην παραλία πάνω σε βιβλία που σου χάριζε χειρόγραφες συγγραφικές απόπειρες, φερέλπιδων νεαρών που στέφθηκαν κάποια στιγμή με παταγώδη εμπορική αποτυχία.
Η επικοινωνιακή αυτή κίνηση είχε τέτοια επιτυχία που εξαπλώθηκε σαν μόδα σε όλο τον κόσμο και το βιβλίο- μοναδικό έργο τέχνης μακριά από αντιγραφές και επανεκδόσεις επανεκατέλαβε τη θέση του ψηλά στην εκτίμηση του αναγνωστικού κοινού, που άρχιζε να επικοινωνεί πραγματικά, ανταλλάσοντας όπως τα μικράκια φύλλα και φακέλλους αλληλογραφίας πάλαι ποτέ.
Ο γέρος με την κυρά Θάλεια προσπάθησαν να δοκιμάσουν πάλι τη μεταξύ τους σχέση αλλά μετά από πολλά ωθημένα και κανιβαλλιστικό έρωτα, δεν άντεξαν, ξαναχώρισαν ερωτικά, μα έμειναν μαζί στη σπηλιά του σαν δυο καλοί φίλοι από τα παλιά , με γαλήνη πλέον και την πολυπόθητη ηρεμία μέχρι το τέλος τους.
Το όνομά του ποτέ δεν το ‘μαθα.
Ποιος ο λόγος άλλωστε;

Η Οντίτ είχε εντολές να μας θάψει χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες και με την προϋπόθεση να μην μας επανέφερε σαν όλα τα βαμπίρ ζωάκια της όταν πέθαιναν.
Έπρεπε επιτέλους να ζήσει και αυτή σαν φυσιολογικός άνθρωπος, έστω και μετά από μερικούς αιώνες παραπάνω από την ηλικία των 36, που κράτησε για πολλά χρόνια.
Η κερασομαλλούσα έμαθε την αλήθεια λίγο πρίν το τέλος μας, άφησε ένα χαμόγελο και με τσίμπησε απαλά στο χέρι.
¨Κωλόγερε¨ πρέπει να με είπε αλλά ήταν καιρός να σεβαστώ τη υπόληψη και την τιμή ενός μελλοθάνατου-εμένα- και αποφάσισα να μην το συγκρατήσω.

Παρακαλώ για τρίτη και ελπίζω τελευταία φορά την Οντίτ, να μας αφήσει να κλείσουμε ειρηνικά τα μάτια μας και να διαβούμε το φωτεινό μονοπάτι, γιατί στο τέλος από το πολύ πέρα δώθε θα γαμηθεί το ασανσέρ και δεν ξέρω αυτός εκεί με τα κουπιά μην φέρει καμία επιθεώρηση εργασίας και καταγγείλει τη σύμβαση του..

Καλή μου Οντίτ, σε χαιρετώ και γλυκοφίλησέ με, σου υπόσχομαι να μην κρυώνω και να προσέχω.

Δεν ξέρω αν θα γράψω και άλλα.
Ελπίζω πως όχι.
Για τελευταία φορά ζωή σε σας
Ελπίζω να πεθάνω.

ΤΕΛΟΣ?



6 σχόλια:

  1. ευτυχία ο θάνατος; παύση ή αναμονή;
    μην πεθάνεις, όχι ακόμα.
    σαν νωρίς να είναι, η τεκίλα δεν τελείωσε ακόμα.
    στην υγειά μας να πιούμε, στους αγαπημένους μας,
    κι αν τελειώσει μη σκας, στην κατάψυξη έχω κι άλλη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. αν δεν έχεις προλάβει να ΄ζησεις, ο θάνατος τρομάζει

    αν έζησες την κάθε μέρα σου και ο ύπνος σε έβρισκε με αρυτίδωτο μέτωπο, τότε είναι μια συνέχεια, μια ξεκούραση για τα επόμενα.

    νωρίς;
    τα όργανα ακόμα κουρντίζουν,
    δεν θα φύγουμε παρά μόνο σηκωτοί!

    βυσσινάδα; δεν κοστίζω καθόλου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ναι, άξιζε που περίμενα μέρες για να διαβάσω όλο ετούτο.
    Σύχασε τώρα.
    Κερνάω γω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. οχι σενιόρα κλιμεντίνη,
    δεν καταλάβατε,

    αυτό ήταν μια τρίπλα γιατί το αφιερωμένο σας με ταλαιπωρεί λίγο, είναι έτοιμο μα θέλει διορθώματα πολλά.

    κάθε που πάω να το ανεβάσω,
    να σου! ο Άρχων που θέλει να πάρει μέρος και δεν πρέπει, όλα με τη σειρά τους, όπως με τα κεράσματα.

    γράψε βερεσέ και ρίξε και άλλο, σου 'χω σύνθεση εγώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Τι κρίμα kosta!
    Τόσο υπεροχα κείμενα σαν τα δικά σου και να μην έχω χρόνο να τα διαβάσω on line.
    Να ξέρεις ότι τα περισσότερα τα τυπώνω και τα διαβάζω νωρίς τα απογεύματα του Σαββάτου την ώρα του πιο γλυκού καφέ της εβδομάδας.
    Το κακό είναι ότι μετά δεν έχω την αμεσότητα να σου στείλω ενα μήνυμα για να πω ευχαριστώ που μου χαρίζεις αυτή την ευχαρίστηση κάθε φορά.
    Νασαι καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. καλή μου ραλλού αν μπορείς να αφήνεις πάνω στα τυπωμένα τον καφέ σου με μια ιδέα σταγόνας, να αποχτούνε και προσωπικότητα, μια πατίνα, βρε αδερφέ!

    να σαι καλά για τα καλά σου λόγια, θα κοκκίνιζα, αλλά η τσετσιπωσιά μου μόνο από τον ήλιο κοκκινίζει :)

    πρόσεξε γιατί υπάρχουν υποψίες οτι αντενδείκνυμαι με τον απογευματινό καφε, τρίχες (άσπρες) θα ναι, μην δίνεις σημασία!

    η ικανοποίησή σας ευχαρίστησίς μου

    (υπόκλιση-τρικλοποδιά-επανάληψη-χαιρετούρα με το καπέλο μου-αποθέωσις-αυλαία)

    ΑπάντησηΔιαγραφή