26.6.07

LAURUS NOBILIS

Μεσημέρι σαββάτου, το τηλέφωνο χτυπάει και ξέρω πως δεν είναι για μένα.

Οι φίλοι και οι γνωστοί πέθαναν μιας κοπέλας καιρό πρίν και ο μόνος φίλος από τα παλιά παραθερίζει στο πατρικό του, δηλαδή δουλειά και διάβασμα.

Δεν είναι για μένα, σίγουρο αυτό , κανένας δεν παίρνει αυτό το νούμερο πλέον, δεν έχει κάποιον να βρούν, κάποιος που να θέλει να βρεθεί, δεν το σηκώνω.

Το κουδούνισμα συνεχίζει, ευκαιρία για ένα τίμιο διάλειμμα, κρύο νερό και ένα κομμάτι απ' τη χθεσινή πίτσα.

Νωχελικά σηκώνεται το βαρύ κεφάλι κουβαλώντας τόμους επιστήμης που θα ξεχάσει με την πρώτη ευκαιρία, προσπερνώ την ουρά του φιδιού που με καλεί, μα κινούμαι αντίρροπα. Και αν;

Αν…Αν…θα το σήκωνα,
θα μίλαγε,
θα ρωτούσε δεν θα λάβαινε απόκριση
και θα το έκλεινα σιγά, περισώνοντας καθυστερημένα όση αξιοπρέπεια μου έμεινε.

Αλλά όχι, το τηλεφώνημα αυτό ποτέ δεν θα γινόταν, όπως κάποτε και εγώ με τον καιρό θα το ξεχνούσα.

Το καντράν ακόμα αναβόσβηνε, το χέρι αντέδρασε αυθόρμητα, αν και του το ‘χα απαγορέψει, το σήκωσε και άκουσα τη φωνή μου να απαντάει.

-Παρακαλώ;

-Καλησπέρα, ενοχλώ; μια γυναικεία φωνή όλο υγρασία ακούστηκε, εκπνέοντας μια παρεστιγμένη ρουφηξιά απ' το τσιγάρο της .

Άγνωστη, καθόλα.

-Καθόλου, τι γίνεσαι;

-Ζεσταίνομαι, εσύ;

-Διάβαζα να περάσει η ώρα.

-Τι διάβαζες;

-Πές μου για σένα

Έκλεισα το πατζούρι και στο ξαφνικό ημίφως βυθίστηκα σε νάρκη.
Άρχισε να λέει για τη ζωή της, τον άντρα της που όλο και απομακρύνονταν, τα παιδιά με τα φροντιστήρια και τα έξοδα που τους ζόριζαν, για τις ανταύγειες που έκανε και άλλαξε η ψυχολογία της, για τη δουλειά που την καταπίεζαν να δουλεύει ως αργά το βράδυ.

-Τι δουλειά είπαμε πως κάνεις;

-Γραμματέας σε μια μικρή επιχείρηση.

Λογικό, μέχρι αργά.

Μιλούσε για ένα θέμα τη φορά, κατάπινε αύτανδρο το τσιγάρο μέχρι γόπας και συνέχιζε τη σκέψη της αλλού, σίγουρα θα το μετάνιωνα αν δεν το ‘χα σηκώσει. Δεν ήταν ενοχλητική, καθόλου, ούτε ελκυστική, κάποτε θα ήταν αφορμή για ερωτικές συνευρέσεις, όχι τώρα, που ακόμα πάσχιζα να κοιμηθώ τα βράδια μέχρι κοντά στο ξημέρωμα .
Είχα όλο το χρόνο να την ακούω, να ακούω έναν άνθρωπο να μιλά χωρίς να μου ζητά τίποτα, ούτε καν την προσοχή μου, να μου μιλά χωρίς να νοιάζεται αν την ακούω, ήμασταν το τέλειο ζευγάρι.

Κάποια στιγμή μου ζήτησε να περιμένω και έβαλα μια παγωμένη βυσσινάδα για μένα, τη συμπυκνωμένη που μου θύμιζε νοσοκομείο αλλά ξεδίψαγε σαν ποτιστήρι.

-Άργησα;

Διόλου , ίσως μερικά χρόνια, όταν ψαχνόμασταν οι πιτσιρικάδες στις γειτονιές να γίνουμε άντρες.

-Η σειρά σου Θα ήταν άτιμο αν δεν το' έλεγα, μα δεν είχα σκοπό να την προσβάλω.

-Να σε ρωτήσω κάτι;

-Ρίχτο

-Ξέρεις οτι πήρες λάθος;

...καπνός αργόσυρτος μέσα από δόντια και χείλη .Εσύ θα μου πείς

-..Όχι, όχι, εγώ ξεχάστηκα. Που λές….

Δεν είχα πει την ιστορία μου σε κανένα, δεν είχα γράψει ακόμα ούτε λέξη, τη ζούσα και τα είχα όλα στο μυαλό μου, κάθε μέρα κάθε βράδυ, που να υπάρξει χώρος για στατιστική και μαθηματικά, τα μόνα μαθηματικά που πίστευα τότε ήταν του ρασούλη, ένα και ένα κάνουν ένα, για να φτάσω στο τέλος της στροφής που ένα είναι ίσο με κανένα.
Δεν το οργάνωσα, ξεκίνησε η γλώσσα κάπου απ' την αρχή, ήξερε το δρόμο, δεν σκόνταψε πουθενά, σε δυό ανάμματα του αναπτήρα της είχα πεί όσα δεν είχα τολμήσει ούτε στον εαυτό μου να παραδεχτώ.

-Εσύ φταίς. Μια γυναίκα όταν αξίζει, πρέπει να την κυνηγήσεις.

Ήταν η ετυμηγορία της ύστερα από όσα άκουσε

-Δεν πειράζει, μην στεναχωριέσαι, οι μορφές αλλάζουν, ήσουν λίγος και δεν ήξερες. Τώρα που ξέρεις, μην σε αφήσεις να τη χάσεις, γιατί θα ναι μονοπάτι χωρίς γυρισμό.

Θέλησα ο βλάκας να πώ πως σε μια της φράση συνοψίστηκαν σκέψεις χρόνων μου, αλλά μου βγήκε αυτόματα

-Πως σε λένε;

-Δεν με λένε

Την άκουσα να σβήνει το τσιγάρο. Αυτό ήταν

-Ευχαριστώ για την παρέα

-Εγώ σε πήρα, εγώ ευχαριστώ, δεν θα με ξανακούσεις. Θυμήσου τι σου είπε μια γυναίκα.

Τουτ, τουτ

Στο σκοτεινό χειμαδιό μου έμεινα ώρες πολλές να σκέφτομαι τα λόγια της που με αφορούσαν, η μέρα μπλέχτηκε πάλι με τη νύχτα και όταν επέστρεψαν σαν κάθε βράδυ όσα με στοίχειωναν, είχα τα λόγια μια γυναίκας για ξόρκι και ο πυρετός μου άρχιζε να πέφτει, ελπίδα ανάρρωσης.

Πάντα ήμουν ετεροχρονισμένος με την εποχή και τη ζωή μου. Δεν με πείραζε που έμπαινα στο νόημα όταν ήταν πλέον αργά, μόνο για τη ζωή μου που δεν την πήρα ζεστά και με ξέχασε, ναι αυτό με πείραζε.

Έπρεπε να τελειώνει κάτι για να το κρίνω για σημαντικό ή όχι και με την ανασφάλεια του τέλους έχασα πολλή απ’ τη ζωή μου.
Τότε άρχισα μάλλον να συνέρχομαι, ή μάλλον ο ύπνος ερχόταν όλο και πιο ανώδυνος, μέχρι που μια μέρα συνειδητοποίησα πως δεν μου ‘χε μείνει μελαγχολία μέσα μου και πως ξανάγραφα της ζωής μου τις σελίδες.

Έχοντας καταργήσει βιβλιοθήκες και ράφια, είχα για καιρό τα βιβλία μου όλα σε μικρές στοίβες τριγύρω στο δωμάτιο να ξαποσταίνουν οι αόρατοι φίλοι μου και ο σταμάτης.

Αν δεν ήταν ο σταμάτης θα ανέβαζα τον μέσο όρο διάρκειας σπουδών της σχολής, γιατί ήταν από τους ανθρώπους που 'θελαν να ζήσουν, με στόχους και σκοπούς ρεαλιστικούς, με σκονάκια, γκομενίτσες, μπουζουκάκια και τα λοιπά.

Είχα το μηχανάκι, είχε την όρεξη, μέναμε κοντά και επενδύαμε τον χρόνο και τους οβολούς μας στα μπιλιάρδα, τιμώντας τον ευκλείδη και το νεύτωνα, παρέα με τις ξανθιές που τις πίναμε δύο δύο.

Παρέες σιγά σιγά, ήταν υπεύθυνος του προγράμματος επανένταξής μου. Του το αναγνωρίζω τώρα.

Σε κάποια απ’ τις στοίβες είχα τα βιβλία τα προς ανάγνωση, από τακτές επισκέψεις μου σε εκθέσεις βιβλίων.
Ξεκινούσα από το πρώτο γκισέ μέχρι το τελευταίο διαβάζοντας από μια παράγραφο έως μια σελίδα από κάθε βιβλίο που υπήρχε και αν έβλεπα πως με ανατρίχιαζε-και τα οικονομικά μου το επέτρεπαν- το αγόραζα.

Η ανατριχίλα-σπασμός πάντα ήταν αδιάψευστος κριτής ότι κάτι μου άρεσε, από μια μουσική, ένα έργο, έναν έρωτα. Δεν με διέψευσε ποτέ, μόνο εγώ στάθηκα λίγος, ενεργώντας που και πού, χωρίς το πρόσταγμά του.

Για μια στιγμή χαλάρωσης είχα διαλέξει δυό τρία βιβλία από τις στοίβες με τα αδιάβαστα, σε ένα παγκάκι δίπλα από τη θάλασσα, για ήσυχο και ασφαλές ταξίδεμα.

Και ξάφνου το βρίσκω, ένα κομμάτι χαρτί διπλωμένο στα δύο να γράφει

Πάρε με όποτε μπορέσεις, 210#34334#, Δάφνη

Δεν είχα γνωρίσει ποτέ καμία με αυτό το όνομα, δεν ήξερα κανένα από τη Δάφνη, το βιβλίο σαν το πήρα δεν πρέπει να το είχε μέσα, αλλά και όρκο δεν έπαιρνα.
Τι σημασία είχε εξάλλου, το μήνυμα δεν αναφερόταν σε μένα, συνέχισα το διάβασμα.

Το βιβλίο ήταν υπέροχο, μα ο νούς μου ξεστράτιζε, παρακολουθούσα τις λέξεις, αλλά δεν έλεγα να μπώ μέσα τους.

Ήταν σίγουρα γυναικείος ο γραφικός χαρακτήρας, γράμματά μεγάλα, ολοστρόγγυλα, χωρίς έπαρση και θυμό με βιαστικές καλλιγραφίες, ήρεμα, πράα σαν ειλικρινή, καμιά σχέση με τα δικά μου ή όσων γνώριζα.

Ας το καλύτερα.

Στο δρόμο για το σπίτι είπα να χαθώ λίγο στους δρόμους της μεγάλης πόλης, αγαπημένη μου συνήθεια από τα παλιά, για να σταματήσω σε μια ψησταριά.

-Συγνώμη φίλε από δώ για κέντρο πως πάω; ρώτησα τον τυλιχτή.

-Στο επόμενο φανάρι αριστερά και πάλι αριστερά για να πιάσεις την ηλιουπόλεως, ακολούθησέ την και θα σε βγάλει στο κέντρο.

-Η περιοχή εδώ;

-Δάφνη αδερφέ, δεν είσαι από εδώ; κράτησε 800 στο νεαρό , για το σουβλάκι και τη λεμονίτα. Κάτι άλλο;

Σίγουρα είχα ξαναπεράσει από δω, μα πάντα περαστικός, το μέρος δεν μου ‘λεγε τίποτα.


-Τα τηλέφωνα από τι νούμερο ξεκινάνε στην περιοχή;

-Από 6 τα παλιότερα και 9 τα καινούρια τα ψηφιακά.

Σιγά μην έπαιρνα. Μέσα σε μερικές ώρες καιρό το θέμα ξεχάστηκε, το βιβλίο κάπου καταχωνιάστηκε, η ζωή συνέχισε να μην κυλά ρούπι.

Ήρθε ο καιρός της συστηματικής βοτανικής, ξεχυνόμουνα και εγώ στις εξοχές, στους κήπους και στα περιβόλια των ανθρώπων να μαζέψω φύλλα, άνθη και μικρούς καρπούς, όχι με καμιά ιδιαίτερη ζέση, τα πιο κοινά, τα πιο εύκολα στην αναγνώριση.

Με λίγο κόπο είχα ήδη φτάσει τα σαραντακάτι, για την ακρίβεια σαράντα εννέα. Την άλλη μέρα θα εξεταζόμουν, ας τα είχα στρογγυλά πενήντα χα ήδη φτάσει τα σαραντακάτι, για την ακρίβεια σαράντα εννέα.

Το κάθε πρόβλημα έχει την αντίστοιχη λύση αν ξέρει που να ψάξεις, δεν χρειάστηκε πολλή σκέψη, είχα ήδη στην κουζίνα και ήδη αποξηραμένα φύλλα βάγιας.

Στην διαδικασία κατάταξης βρέθηκα κυκλωμένος από πολλά λατινικά τριώνυμα, γένος- είδος- οικογένεια, ότι θεώρησε ο Λιναίος ότι έφτανε για να περιγραφεί ένα φυτό με μοναδικό τρόπο.

Η βάγια δεν ήταν η επίσημη ονομασία του φυτού, μάλλον κοινή γιατί δεν υπήρχε στις κλείδες μου, μόνο στην καινή διαθήκη.

Ήταν η δάφνη και μάλιστα η ευγενική, LAURUS NOBILIS, ανήκοντας στην πιο ευγενική οικογένεια, μαζί με την ελιά..

Κάτι κλώτσησε μέσα μου, το όνομα μου θύμισε εκείνο το χαρτάκι.

Είχε περάσει καιρός και στεκόμουν στα πόδια μου δυνατός.

Αποφάσισα να το καλέσω, έτσι για χάρη της σύμπτωσης, ποιος ξέρει…

Μου έλειπαν δυό νούμερα όμως.

Πολλές φορές δοκίμασα χωρίς επιτυχία, δεν αντιστοιχούσε σε συνδρομητή, δεν υπήρχε καμία Δάφνη στο σπίτι, ούτε ήταν στην περιοχή της Δάφνης.

Η περιέργεια μεγάλωνε και παρόλο που έλεγα πως αυτή η φορά θα ήταν και η τελευταία, κάτι με έτρωγε να δώσω λύση στο μικρό μου μπέρδεμα.

Δεν μπορούσε να ήταν Εκείνη, δεν είχε κλειδιά, δεν μπορούσε να της άνοιγε η σπιτονοικοκυρά χωρίς να μου το πεί, δεν έπαιζε να ήταν φάρσα, δεν ήταν η γυναίκα που με πήρε τότε τηλέφωνο, δεν πήγαινε κάπου το μυαλό μου.

Κάποιος το σήκωσε.

-Παρακαλώ; φωνή ανδρική.

-Θα μπορούσα να μιλήσω με τη Δάφνη;

-Μια στιγμή, Δάφνη σε ζητάνε, ποιος είστε παρακαλώ;

-Θα προτιμούσα να μιλούσα με την ίδια πρώτα αν μου επιτρέπετε κύριε.

-Τι ρωτάς μπαμπά, δεν σου έχω πει να μην ανακρίνεις τους φίλους μου;
Παρακαλώ ποιος είναι;

-Πρίν σου πώ οτιδήποτε άλλο, να σου πώ πως δεν σε ξέρω. Λέγομαι κώστας και βρήκα σε ένα βιβλίο μου το τηλέφωνο αυτό, το όνομά σου και μια παράκληση να σε πάρω τηλέφωνο. Δεν είναι φάρσα.

-Ξέρεις κάτι, δεν είναι καλή στιγμή τώρα, αν μπορείς κάλεσε με αύριο μεσημέρι, πρέπει να φύγω. Το νούμερο το ξέρεις; τι σε έκανε να πάρεις πές μου μόνο.

-Η βοτανική σου ονομασία, της είπα και πιστεύω ότι κλείνοντας, την γέμισα απορία.

Κοπέλα ακούστηκε, πατέρας το σήκωσε, από δω θα 'ναι και να μην πάρω δεν τρέχει τίποτα, ας μην το ζορίσω, η φωνή της δεν μου ήταν γνωστή, το νούμερο επίσης.

Φύλαξα το χαρτάκι στην κωλότσεπη του τζίν και βγήκα για τσάρκα με το σταμάτη.

-Τι έχεις ρε: λάμπεις, έγινε κάτι;

-Τίποτα,

ο κρυψίνους ήθελα να το μοιραστώ μαζί της την επαύριο, γιατί όποτε καλοσχεδίαζα τα πράγματα έμενα προ εκπλήξεως.

Η επόμενη μέρα ήρθε, τι και αν κόπηκα στην εξέταση γιατί άργησα να σηκωθώ, το μυαλό μου εμένα ήταν αλλού, στην επιχείρηση δάφνη, που θα σηματοδοτούσε μιαν νέα εποχή για την κοινωνικότητά μου

-Παρακαλώ, η φωνή της ακούστηκε

-Καλησπέρα, ενοχλώ; ο κώστας είμαι που σου τηλεφώνησα εχθές.

-Όχι καθόλου. Τι γίνεσαι;

Με ξάφνιασε, δεν περίμενα να ήταν τόσο ανοιχτή

-Μια χαρά εσύ;

(Kλείσ' τον τον αλήτη, θα του δείξω εγώ να παίρνει φάρσες, στην αστυνομία, το τηλέφωνο παρακολουθείται να του πείς) ο πατέρας της ωρυόταν από μέσα.

-Μπαμπά, σε παρακαλώ, άσε με να το αντιμετωπίσω μόνη μου.

Ώχ, τη βάψαμε, θα με τρέχουν για κανά ανώμαλο.

-Συγνώμη, της είπα, μάλλον ενοχλώ και πολύ μάλιστα. Δεν θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση, πήρα μόνο για να πάρω μιαν απάντηση.

-Μην κλείσεις, εγώ ζητώ συγνώμη για τις φωνές που άκουσες, ο πατέρας μου νομίζει πως είσαι κορτάκιας και επικίνδυνος. Είσαι;

-Θα μπορούσα να ΄μαι, μα σίγουρα όχι αποτελεσματικός, όσο για το επικίνδυνος μόνο για τον εαυτό μου.

-Σε πιστεύω, είπε και την άκουσα να χαμογελάει.

-Είμαι φοιτητής…. μένω…είμαι από….συχνάζω….διάβαζα το…και βρήκα το χαρτάκι…πέρασε λίγος καιρός....η βαγία…. Ευγενική….τηλέφωνο..


-Και αν ήσουν κορτάκιας τι άλλο θα έλεγες;

-Πάνω κάτω τα ίδια, όλα αυτά που μας χαρακτηρίζουν, αλλά δεν λένε τίποτα για εμάς.

-Δεν με βοηθούν όλα αυτά τα στοιχεία, να σου πώ για μένα;

-Αν θες;

-Είμαι φοιτήτρια…..από….μένω στο ….συχνάζω….και δεν ξέρω, σου λέει κάτι από αυτά;

-Δυστυχώς όχι.

-Πως μοιάζεις; μπορεί να σε θυμηθώ από το παρουσιαστικό σου

-Δεν νομίζω, δεν είμαι που εμπνέει μεγάλα πάθη ούτε είμαι αξιοπρόσεχτος. Δεν ξέρω αν θα 'θελες να βρεθούμε, αν μη τι άλλο για να σου δείξω το χαρτάκι της ιστορίας και να σε δώ .

-Θα το ‘θελα

-Και οι δικοί σου; μην σε φέρω σε δύσκολη θέση

-Ήδη μ’ έχεις φέρει, δεν πειράζει, άσε εμένα να ανησυχώ για τους δικού μου, εξάλλου έχω το τηλέφωνό σου, ο πατέρας μου είναι διαιτητής σε αγώνες πυγμαχίας, δεν νομίζω ότι θα έκανες κάτι να τον νευριάσεις.

- Το ότι υπάρχω νομίζω ότι του είναι αρκετό. Θα σε πάρω εγώ;

-Όχι, άσε με να σε πάρω εγώ αύριο μεθαύριο, όταν βρώ το χρόνο

-Οκ.

...........

-καλησπέρα, ο κώστας;

-Έλα δάφνη , τι γίνεσαι;

-Έχεις χρόνο για μένα σήμερα;

Aν έχω;
δεν έκλεισα μάτι όλο το βράδυ από την προσμονή, που να σου πώ πως σήμερα σιδέρωσα, μαγείρεψα, σφουγγάρισα το μωσαϊκό και έτριψα το μπάνιο με οδοντόβουρτσα, τη δική Της, για μικρή εκδίκηση, δική μου.

-Ναι, το απογευματάκι είναι μια χαρά για μένα.

-Που θες να βρεθούμε, για ένα καφέ;

-Tι καλύτερο από το κέντρο; Στο μετρόπολις απ' έξω, σαν τους επαρχιώτες στον μπακάκο;

-Πως θα σε γνωρίσω;

-Θα δεις έναν κοντό, χοντρό με ξυρισμένο κεφάλι και μπλούζα Metallica , θα 'μαι αξύριστος, με ένα τριαντάφυλλο για σπάσιμο. Εσύ;

-Θα φοράω μια τσάντα φωτογραφική, τα λέμε στις πέντε.

θα φοράω, τσάντα, η κοπέλα πρέπει να ναι σουρεάλ ή κάτι άλλο εννοούσε.

Είχα χρόνια να φορέσω το λευκό μου πουκάμισο, μάλλον από τότε που δούλευα σαν σερβιτόρος και το αγαπημένο μου έγινε το χειρότερό μου, αλλά σήμερα το ήθελα.

Τα αθλητικά τότε ήταν της μόδας ακόμα, από το 80 και μετά πότε ζήτα ελλάς με χράτς, πότε nike και addidas σαν οι ελιές απέδιδαν και τίποτα strike αν υπήρχε αναδουλειά.
Τα τωρινά all star δεν είχαν περιέλθει σε αξιοθρήνητη κατάσταση, σκισμένα ταλαιπωρημένα με φυσιολογικό τρόπο, ήταν ακόμα άποψη.

Ντυμένο, στολισμένος κουφέτο, ο αμελής αξύριστος έλαμπα μετά την επενέργεια του ξυραφιού και του αφτερσέηβ μπάλσαμ, άρε μάνα που 'σαι να δείς το γιό σου που ενανθρωπίστηκε.

Στο μετρόπολις έφτασα καμιά ώρα πρίν, το ποτάμι του ιδρώτα αντιμετωπίστηκε με την προσποίηση αγοράς νομίμου cd από το εν λόγω κατάστημα, αν και τελικά δεν το γλύτωσα γιατί βρήκα μια δουλειά που με έψαχνε καιρό να την αγοράσω, άρα ξεκινούσα μείον 3000 αγαπημένες δραχμούλες.

Είχα την εντύπωση πως άκουγα πουλάκια στο βρωμερό κέντρο, πως τα χρώματα στις βιτρίνες άνθιζαν και ο κόσμος παρατηρούσε την χαρούμενη προσμονή μου με συνενοχή και έσπευδα να μοιράζω αφελή χαμόγελα στους περαστικούς

Πέντε παρά είκοσι και να τη έφτασε.

Πανύψηλη, πανέμορφη, αέρινο θηλυκό, παντοδύναμη γυναίκα, με φόρεμα ριχτό που κολάκευε τον άνεμο στο πέρασμά της. Στάθηκε δίπλα μου κοιτώντας το ρολόι, χωρίς τσάντα, με ένα δισάκι στο ώμο.

Μπορεί να μην ταίριαζε στον τύπο της για σήμερα σκέφτηκα, μα δεν έκανα ακόμα την κίνηση μου.

Είχαν μαζευτεί κανα δυό παλικάρια όπως με είχα περιγράψει, που να το 'ξερα γαμώτο μου οτι όλοι εκεί θα 'διναν ραντεβού απ' τα συγκροτήματα, θα τους έβλεπε και μπορεί να μην φανερωνόταν καθόλου, απλώς να προσπερνούσε και να χανόταν.

Το σημάδι σκέφτηκα, τι της είχα πεί, ααα ναι είχα στα αστεία μιλήσει για το τριαντάφυλλο, μα πού να βρείς στο κέντρο τριαντάφυλλο, τα ανθοπωλεία κλειστά λόγω ωραρίου και εγώ δεν είχα χρόνο για χάσιμο, να τρέχω στα ψαχτά μπας και βρώ κανένα ανοιχτό.

Μια εντούρο σταμάτησε και η κοπελιά κεράστηκε από τον τυχερό ένα φιλί που του ξεφούσκωσε τα λάστιχα προτού θορυβωδώς χαθούν μέσα στην κίνηση. Κρίμα και ήταν ωραίο όνειρο όσο διήρκεσε.

Ήταν παρά δέκα και φάνηκε να φτάνει ένα πλάσμα μουτρωμένο, μακάρι να μην ήταν αυτή. Σώμα εγκλωβισμένο σε στενότερο νούμερο, λες και δεν το πρόσεχαν χειρότερα όλοι έτσι, τόσο ασφυκτικά που σου προκαλούσε δυσφορία. Κάπνιζε και ξεφυσούσε κοιτάζοντας το ρολόι της και πότε πότε εμένα και τους άλλους στημένους.

Ένα κοριτσάκι φάνηκε να περνά πουλώντας μανουσάκια, το είχα μάθει την προηγούμενη μέρα, εμείς τα λέγαμε σπέτσες, αλλά αν το έλεγα δεν νομίζω οτι θα με περνούσαν στο μάθημα.
Αλήθεια, αύριο έδινα άλλο ένα μάθημα, σχεδόν αδιάβαστο, εύκολο αλλά αδιάβαστο, δεν με έπαιρνε για πολυτέλειες και σπατάλες χρόνου, μα η περίπτωση ήταν ειδική, έφτιαχνα το παρόν και το μέλλον μου.

-Κοριτσάκι έχεις άλλα λουλούδια, τριαντάφυλλα;

Η μικρή με κοίταξε με μάτια που θα λύγιζαν λαμαρίνες στη ναυπηγοεπισκευαστική

-Μανουσάκια έχω μόνο, η αδερφούλα μου έχει τριαντάφυλλα, πάρτε καλέ κύριε, κάντε μου σεφτέ, δεν έχω δώσει ούτε μάτσο και θα με βαρέσουν στο σπίτι.

-Καλή μου, τριαντάφυλλα χρειάζομαι, γιατί δεν θα με γνωρίσει αυτή που περιμένω.

-Θα πάρουμε δύο ματσάκια καλή μου, ένα για μένα και ένα για τον κύριο, ακούστηκε μια φωνή από πίσω μου γνωστή και ένα άρωμα λουλουδιών με κύκλωσε.

Απλή, καθημερινή, γλυκητάτη σε μια παντελόνα που έδενε ψηλά με τιράντες και ένα φουλάρι μωβ στο κεφάλι

-Δάφνη;

-Γεια σου, αυτό για σένα, ευχαριστώ για τη σκέψη πάντως.

-Μα σου είχα υποσχεθεί τριαντάφυλλα

-Άσε καλύτερα, γιατί κουβαλάνε τα καημένα τόσους συμβολισμούς που χάνουν την ομορφιά τους, εξάλλου και αυτά ωραία είναι. Γειά σου μικρούλα,

είπε στο γελαστό πλέον κοριτσάκι και πλήρωσε από την μικρή φωτογραφική της θήκη.

-Αυτή είναι η τσάντα που έλεγες; Σίγουρα δεν θα την πρόσεχα τόση που είναι

-Είναι αγαπημένη, δώρο του πατέρα μου. Που πάμε;

-Όπου θές, ο τόπος είναι γεμάτος καφέ, εκτός αν θές να κάνεις κάτι λίγο διαφορετικό με έναν άγνωστο.

-Όπως;

-Έχει στο πεδίο του άρεως την έκθεση βιβλίου και θα 'θελα να πάω, τι λές, πάμε;

-Καλή ιδέα, μια στιγμή μονάχα να ακυρώσω κάτι.

Πήγε στο περίπτερο να πάρει ένα τηλέφωνο και στεκόμουν να την κοιτάζω

Αν ήμουν κοπέλα μάλλον έτσι θα 'θελα να μοιάζω, σαν και αυτήν, χαρούμενη, γελαστή, χρωματιστή σαν τόξο ουράνιο και ντυμένη με τις επιταγές των ορέξεών της, ένα ενδιαφέρον κολλάζ, σε δύο χυτές γάμπες και δυό κουπιά για χέρια, και παιδική χνουδάκι στο πάνω χείλος.
Όσα πρόλαβα να διακρίνω.

-Ο πατέρας σου;

-Μμμ ,περίπου, όχι ακριβώς, η Στέλλα, γνωστή στην παρέα και ως δύναμη κρούσης, όταν είναι περίεργα τα πράγματα έρχεται για συμπαράσταση.

-Της είπες να 'ρθει να μας βρεί;

-Όχι, θα περάσω μετά από το σπίτι της, δεν υπήρχε λόγος.

-Χαίρομαι. Πριν ξεκινήσουμε να σου ξαναπώ, όποια ώρα και στιγμή θές να φύγεις, παρεξήγηση καμία, εγώ να σε δώ ήθελα και να μου λύσεις την απορία σχετικά με αυτό, αν μπορείς.

-Να το δώ; Παράξενο, τα γράμματα είναι όντως δικά μου. Που το βρήκες;

-Σε ένα βιβλίο μου, το βιολί για μονόχειρα, του λειβαδίτη, το ‘χα πάρει στο ζάππειο.

-Δεν μου λέει κάτι ούτε το ένα ούτε το άλλο.

-Ας το αφήσουμε για τώρα, τι σου αρέσει να διαβάζεις;

Στην έκθεση καθίσαμε κοντά στις δύο ώρες, πολλά αστεία, κοινές αναφορές, διαφορετικά ενδιαφέροντα, κοντινές οι ηλικίες μας, ήταν όμορφα. Με άφησε να κεράσω τα καλαμπόκια και αυτή τα νερά.

Γέμισαν τα δόντια μας μαυράκια και χαμογελούσαμε σε πιτσιρίκια σκανδαλίζοντας τις αντιδράσεις τους.

Έπαιρνε να σουρουπώνει

-Τελικά θα παραμείνει μυστήριο το χαρτάκι;

-Έτσι φαίνεται. Πρέπει να φύγεις;

-Ναι, έχω αργήσει και με περιμένουν.

-Να σε συνοδέψω μέχρι το σπίτι σου; Έχω μηχανάκι.

-Μέχρι το τέλος της έκθεσης φτάνει. Έχω ποδήλατο στην ιπποκράτους.

Φεύγοντας πέτυχα τον σκάνδαμο, φίλο από τα παλιά που παράτησε τη σχολή για να ασχοληθεί με την ηχοληψία. Ήταν σε δουλειά, έκανε τον ήχο σε μια παράσταση στο θεατράκι του άλσους.

-Θες να ρίξουμε μια ματιά;

-Οκ, για λίγο. Ποια παράσταση;

-Η νύχτα πέρα από τα δάση, του κολτέζ. Αξίζει, καθίστε.

Όντως άξιζε. Το παλικάρι μπήκε μέσα ρίχνοντας ένα ποτήρι νερό στο πρόσωπό του λές και έβρεχε και έστησε ένα βαρύ σκηνικό με τον ίδιο και ένα φανταστικό θεατή του, μια ελεγεία στη μοναξιά και την αποξένωση.

Είπαμε να μείνουμε για λίγο, το λίγο έγινε περισσότερο και όταν φύγαμε η έκθεση είχε κατεβάσει ρολά.

-Πέρασα μοναδικά, να ‘σαι καλά εσύ και το τηλεφώνημά σου.

-Μου έδωσες υλικό για μια ιστορία ανθρωπιάς και μυστηρίου στη μουντή πόλη, εγώ είμαι ευγνώμων, μου γέμισες μια μέρα με ζωή και θα 'χω να θυμάμαι οτι σήμερα έζησα πραγματικά.

Κράτησα το ματσάκι με τα μανουσάκια και με άφησε με ένα φιλί στο μάγουλο

-Αν ξαναβρείς κανένα στοιχείο ξαναπάρε με, μα και αν δεν βρείς και πάλι πάρε με, θα κάνουμε καλή παρέα και με τη Στέλλα.

-Εννοείς κάτι με τη Στέλλα;

-Όχι, όχι, μην πάει το μυαλό σου στο κακό, εκτός από θηριοδαμάστρια για τους άντρες, είναι και πολύ ξηγημένο τυπάκι, θα σου αρέσει.

-Το ίδιο ισχύει για σένα, το τηλέφωνό μου γνωστό σε σένα και τον πατέρα σου, όποτε θέλετε μπορούμε να βγούμε, είπα για να ευθυμήσω, μιας και κάτι ωραίο έπαιρνε να τελειώνει.

-Δεν είναι πυγμάχος, φωτογράφος είναι, δικό του δώρο η φωτογραφική που δεν αποχωρίζομαι. Αν σε γνώριζε θα άλλαζε γνώμη, πιστεύω.


Η ψυχή μου ήρεμη και γεμάτη ξάπλωσε στο κρεβάτι για να ξαναπεράσει όλη τη σημερινή μέρα και να τη χαράξω καλά μέσα μου με πυρογράφο.

Την άλλη μέρα στο εστιατόριο της σχολής τα 'λεγα με το σταμάτη.

-Καλό μωρό;

-Πρώτο, αλλά αλλιώτικο, όχι για ξεπέτα.

-Γούσταρες μάγκα μου; Εδώ είναι που λέμε πως «κάτι όμορφο γεννήθηκε;»

-Είσαι μαλάκας, εγώ φταίω που κάθομαι και σου μιλάω

-Έλα ρε ευέξαπτε, αστεία λέω και αν βγαίνει και καμιά χοντράδα μην στραβώνεις. Το όνομα αυτής; Που την πέτυχες, στην έκθεση; Όλο κουλτουριάρες πάνε εκεί και δεν μπορώ, μου τη δίνουν τα αξύριστα πόδια

-Δάφνη και είναι ένα μπουμπουκάκι.

-Δάφνη, όπως λέμε LAURUS NOBILIS;

-Ακριβώς αυτό ρε φίλε, η ευγενική. Καμία σχέση με τα φρικιά και τα μυξοπάρθενα που γυρίζουν εδώ μέσα. Σε ένα βιβλίο βρήκα ένα χαρτάκι με το τηλέφωνο και το όνομά της.

-Ρε μπράβο, το μάρκετινγκ στην υπηρεσία του σέξ, καλό, θα το κανα και εγώ, φειγ βολάν, μα θα με τρελαιναν στην καζούρα τα αλάνια και οι χαρωποί. Άσε καλύτερα.
Μπας και δεν είναι οτι δείχνει; Μπάς και είναι καμία εργάτρια του έρωτα και σε δουλεύει ψιλό γαζί μέχρι να πέσει το λαλά;

-Καλά είσαι πολύ μαλάκας!

-Ντάξει ρε, μαλάκας είμαι, τι χαλιέσαι; Να δω το χαρτί λίγο;
Ωωωω, μαλάκα μου δεν το πιστεύω αυτό

-Τι έγινε;

-Από πού είναι η κοπελιά;

-Από ξάνθη

-Έχει και μια φωτογραφική θήκη για τσαντάκι;

-Την ξέρεις;

-Ρε μαλάκα δεν σου χα πεί για μια κοπελιά που γνώρισα σε ένα πάρτυ και τα ψιλοβρήκαμε, μα έχασα το τηλέφωνό της;

-....

-Καλά, δεν το πιστεύω, πού το βρήκες ρε θηρίο;

-Στο λειβαδίτη

-Δεν θυμάσαι που τον βρήκες;

-Σε καμιά έκθεση βιβλίου

-Εγώ ρε δεν στον χάρισα στη γιορτή σου; Εσύ είχες πάρει τον χριστιανόπουλο και σου κόλλαγα αν είναι να διαβάζεις ποιητή, ας είναι άντρας άντρας μην μας λαθέψεις και σύ.

Είχε δίκιο, μόνο οι μου το αγόρασε εκείνος, το θυμάμαι, μερικές μέρες πρίν τη γιορτή μου για να μην το ξεχάσει.

Μου στοίχησε, δεν θα πώ ψέματα, με έριξε αρκετά, αλλά είχα ήδη κάνει την αρχή για την ανάδυσή μου.

Η Δάφνη εξεπλάγην σαν της είπα για την ιστορία του σταμάτη και ζήτησε να βρεθούμε όλοι μαζί.
Ο φίλος της σπούδαζε εδώ και μερικούς μήνες στην Αγγλία και φαινόταν φουλ ερωτευμένη όταν μιλούσε γι’ αυτόν.

Δεν με έπαιρνε να πώ το παραμικρό, μόνο να χαζογελάω για την παράξενη σύμπτωση και να κοιτώ την ώρα και τη στιγμή για να τους άφηνα στο ρεμπετάδικο και να συνέχιζα το γνωστά μου χαμένα ταξίδια, χωρίς προορισμό ανάμεσα στις ψυχές της πόλης.

Η Δάφνη απόμεινε για μένα μια ευκαιριακή γνωστή, που κάποια μέρα ήρθαμε κοντά.

Η Στέλλα μου είπε σαν ξαναβγήκαμε οι δυό μας πως είχα κάνει μεγάλη εντύπωση στη φίλη της αλλά έχασα με διαφορά ημερών, όσο χρειαζόταν για να δώσει την καρδιά της σε μια αγάπη χίμαιρα, γιατί πως μπορείς να αγαπάς αυτό που δεν έχεις;

Να το ποθείς, ναι.

Να είσαι ερωτευμένος με την ιδέα του, ναι.

Μα η αγάπη είναι κάτι άλλο.

Τα λόγια της άγνωστης στο τηλέφωνο κουδούνισαν στα αυτιά μου

-Αν την κυνηγούσα;

-Θα ‘τρωγες τα μούτρα σου, τσιμέντο ο φρέσκος έρωτας και οι ερωτευμένοι παντοδύναμοι, θαρρούν πως μπορούν το χώρο και το χρόνο να νικήσουν.

-Αν την κυνηγούσα;

-Θα την κολάκευες και θα ικανοποιούσες τη ματαιοδοξία της. Τσάμπα κόπος.

-Αν την κυνηγούσα;

-Ήταν τόσο καιρό έτοιμη για σένα, το πουλάκι πέταξε. Έφταιξες γιατί

ακόμα

δεν έχεις καταλάβει την ψυχή της γυναίκας,

ένα κουβαράκι είναι που ψάχνει να βρει κάποιον να φτάσει ως το κέντρο,

τι να τους κάνει τους πολλούς, ένας και καλός της φτάνει.

Αυτός που δεν προσπάθησε ποτέ, δεν έμαθε αγάπη τι θα πεί

Και αυτός που ίδρωσε προσπαθώντας και μόνος αν κοιμήθηκε,

Ονειρεύτηκε χαμογελώντας


Η Στέλλα και εγώ μείναμε φίλοι.

Η Δάφνη ακολούθησε τον έρωτά της στην Αγγλία, μα οι μεταφυτευμένοι έρωτες δεν πιάνουν εύκολα σε άλλο χώρο και της έμεινε ένα μεταπτυχιακό να θυμάται.

Ο σταμάτης κυκλοφόρησε λαικάτζες τραγούδια σε στίχους της Στέλλας, έγινε ανάρπαστος. Πρέπει κάποια στιγμή να έγινε ταίρι με τη Στέλλα, μα δεν το παραδέχτηκε κανείς τους.

Εγώ σταμάτησα να παίζω το κρυφτούλι και βγήκα στο σεργιάνι για κυνήγι.

Τι πέτυχα;

Μιας άλλης ιστορίας η συνέχεια..

21.6.07

αθηνά το μαρουλάκι

Ήταν μια φορά και ένα καιρό η Αθηνά Αλήθεια σας λέω πως υπήρξε την εποχή που άνθρωποι και παραμύθια ζούσαν αρμονικά στων παιδιών τα κεφαλάκια και οι ήχοι στις σοφίτες δεν ήτανε από ποντίκια.

Κάθε όποτε σηκωνόταν ένα σμάρι ερωδιών και οι δροσοσταλούσες ξέφευγαν απ’ τη μύτη των φύλλων, ένα μικρό πρασινωπό λαχανάκι, η Αθηνά ξεφύτρωνε μέσα από τις φυλλωσιές, ξεδίπλωνε το όμορφα δαντελωτά της φύλλα, τριγύρω από τη μέση και χόρευε και τραγουδούσε στο ρυθμό των κουκουναριών που έσκαγαν και στη μελωδία του θροΐσματος των φύλλων.

Έτρεχε και άνοιγε το στοματάκι της, καρδιά μαρουλιού βλέπεις, ευαίσθητη και τρυφερή και τις σταγόνες που 'πεφταν αμέσως τις κατάπινε και τις ξανάστελνε προς τα πάνω σε νότες ψηλές, χοντρές και ολοστρόγγυλες, σαν μπαλονάκια. Στο πέταγμα των πουλιών συγχρόνιζε χεράκια ποδαράκια και έκανε πως πετά στα διάφανα τρεχούμενα νερά του ποταμού.

Τα πουλιά την ήξεραν, ποτέ κανένα δεν τη ράμφισε , όλα γλεντούσαν τη χαρά της στο παιχνίδι με τις ηλιοχαραμάδες. Χρόνια πολλά περνούσαν, τα δέντρα μεγάλωναν, τα πουλιά έφευγαν και έρχονταν, μα η μικρή Αθηνά παρέμενε μικρή.

Όταν οι άλλοι δεν κοιτούσαν παρά τη βούτα του ήλιου στο νερό και το κρυφτό του με το φεγγάρι, η μικρή Αθηνά φορούσε στα ποδαράκια της αμυγδαλότσουφλα για να μοιάζει μεγάλη και ψηλή, σχεδόν ελκυστική, έχοντας το στήθος της δεμένο με φασουλοσάκουλο, στο κεφάλι χτένι ψαροκόκκαλο και για εσάρπα λεπτή δουλειά αράχνης. Με βήμα ασταθές και περισσή γοητεία, μοιραία ακουμπούσε σε κουφάλες δέντρων όπου αντηχούσε ο γοργόχτυπος παλμός της αδειανής από έρωτα καρδιάς της.

Είχε ταλέντο φοβερό όλα να τα μιμείται, τους ήχους, τους τρόπους των πουλιών, των ζώων και του ρυακιού, το στερνό σπαρτάρισμα των ιχθύων και το ερωτικό των σπίνων κάλεσμα, των νεοσσών την ανυπομονησία και του δρυοκολάπτη το ρυθμικό τοκτόκισμα, δεν ήτανε ήχος που δεν μπορούσε ευθύς να παριστάνει, μπέρδευε ζευγάρια και γονιούς το τριανταφυλλένιο στόμα.

Χίλιες φορές είχε πάει για τραγούδι, για χορό σε 1000 δέντρα και το δάσος 1000 φορές την ευχαριστούσε για το χρώμα που του 'δίνε. Κανείς ποτέ δεν της το ‘πε, γιατί μόλις καταλάβαινε πως κάποιος την άκουγε σταματούσε, ντρεπόταν, κρυβόταν για λόγο άγνωστο. Όλοι είχαν ακούσει για ένα μαρουλάκι που υμνούσε τη ζωή με την τέχνη του, πως τίποτα δεν ζητούσε, ό,τι έπαιρνε ευθύς το αντιγύριζε και τυχερός ο που την είδε και πιότερο ο που την άκουσε Με τον καιρό το τραγούδι της τόσο καλό εγίνει που δεν ξεχώριζε διόλου απ’ τις φυσικές φωνές του δάσους, αρμονικά συνταιριασμένο.

Μα κάτι έγινε. Το δάσος άρχισε να γίνεται πολύβουο. Απ’ το πρωί ως το βράδυ ήχοι απότομοι, βίαιοι, πολεμικοί το συγκλονίζανε, συνεχόμενοι, αδιάκοποι, μονότονοι, κουραστικοί. Τα ζώα αισθάνονταν στενάχωρα και κατέφευγαν σε απόμερες γωνιές του. Οι θόρυβοι εντείνονταν, τα δέντρα λιγοστεύαν, τα ζώα ξενιτεύονταν και τα πουλιά εφύγαν.

Η Αθηνά απόμεινε μονάχη της στο γυμνωμένο τόπο, κρυμμένη στη φωλιά της, χωρίς τα γνώριμα ακούσματα, τις ευωδιές, τα χρώματα που τα ‘χε αγαπήσει και βρέθηκε τριγυρισμένη από νεκρούς κορμούς και βρώμικο ποτάμι.

Μάζεψε τα φυλλαράκια της σφιχτά μες στις μασχάλες, φόρεσε νουφαρόφυλλα στα πατουσάκια της να μην πληγιάσει, ορθώθηκε, ξεκίνησε και άρχισε το ταξίδι. Πολλά τα αγκάθια, τα βράχια και οι πλαγιές, τα νούφαρα σκιστήκαν, πόνος μεγάλος έπιασε την πονεμένη μέση, τα φύλλα της μαραίνονταν και τ’ άφηνε στο κατόπι.

Ουλές βγήκαν στη θέση τους, μα με τον ήλιο και τον καιρό δεν άργησαν να σβήσουν. Ήλιος ψηλός και ανελέητος, την έκαιγε από πάνω και η Αθηνούλα δίψασε, μα πουθενά ποτάμι και δροσοσταλιές, σήκωνε το κεφάλι για να δεί πηγή, το σύγνεφο για να στύψει, μα ήτανε μικρούλα, μοναχή, στο τίποτα περπατώντας.

Πέρασαν ώρες και μέρες και στιγμές, περνούσε το φεγγάρι και με το ψυχρό του φώς λίγο την ανακούφιζε καθώς την άκουγε να αναστενά και να μοιρολογιέται. Ήρθε και το φθινόπωρο, λίγο προτού να σβήσει, από τη δίψα την πολλή, την πείνα τη μεγάλη, με ένα παράπονο βαθύ, έκατσε σε μια πέτρα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς, αφού δάκρυα δεν είχε, για την κακή την τύχη της, το μαύρο ριζικό της.

"Κύριε των δυνάμεων! Τι κλαίς κόρη γυμνή; στάσου, να στρίψω μη σε δώ και πάρε τούτο το ρούχο να ντυθείς, τη γύμνια σου να κρύψεις, πιο κάτω είναι το σπίτι μου, έλα να συνεφέρεις.

Βοήθεια, εσκέφτη, Άνθρωπος, που τόσα για δαύτους είχε ακούσει, πως σκότωναν ζώα και φυτά, πως τα 'βαζαν στο τσουκάλι, στην πόρτα τους πως κρέμαγαν με μια θηλιά τα σκόρδα και πως στους κήπους τους μπροστά σκλαβάκια είχαν μαρούλια, που είτε σαλάτα τα ‘καναν ή στα κουνέλια δίναν.

Πάλι σκέφτηκε να τον διορθώσει, «μα εγώ δεν είμαι άνθρωπος γυμνός, μικρό είμαι μαρουλάκι, με δίχως τα φύλλα μου, μα μόνο το κοτσάνι , έτοιμο να μαραθεί. Τι να το κάνω εγώ αυτό το σακκάκι» και πήγε να του το γυρίσει πίσω.

Μα Ω
Ω
Ω
Αυτά είναι χέρια. Από πότε εγώ έχω τέτοια χέρια! Σκύβοντας είδε 2 πόδια, σαν ανθρωπινά. Από πότε; αναρωτήθηκε ενώ τα δάκρυα έτρεχαν ακόμα στα μάτια της.

Για καλό και για κακό ας το φορέσω το σακκάκι. Πήγε να πεί ευχαριστώ, μα..

-A,α,α,α είσαι ξένη, δεν είσαι από τον τόπο μας. Δεν σε καταλαβαίνω, μα φαίνεται πως με καταλαβαίνεις εσύ. Ακολούθα με μικρή μου.

Η Αθηνά ντυμένη αλλόκοτα, με το σακάκι να φτάνει τα γόνατά της ακολούθησε το γέροντα. Στο σπίτι τους υποδέχτηκε με χαρές, έκπληξη και φροντίδα η γυναίκα του. Την έπλυνε, την έντυσε, την ταΐσε σαν τα δικά της παιδιά που από καιρό είχαν μεγαλώσει και ανοίξει τα φτερά τους για τα σπίτια τα δικά τους. Τα γερόντια της μιλούσαν κανονικά σαν να καταλάβαινε, χωρίς να περιμένουν απάντηση.

Μα η Αθηνούλα άκουγε όλων των ειδών τις φωνές, του κόκκορα, του σκύλου, του βοδιού και τόσων άλλων. Πολλές πληροφορίες. Μιλούσαν όλοι μαζί, σε γλώσσες γνωστές, για πράγματα άγνωστα, με μια άνεση χαρακτηριστική, χωρίς να κρύβουν κάτι.

Ο βόδι και ο κόκκορας μιλούσαν με θυμό και αγανάκτηση για τα γεροντάκια για απαγωγή και συστηματική δολοφονία τέκνων, για εξοντωτική εργασία και μη αναγνώριση του έργου τους. Ο σκύλος μιλούσε με αγάπη , υποταγή, ενδιαφέρον και σεβασμό, ενώ η γάτα υπεροπτικά με απαξιωτικό ύφος. Τρόμαξαν σαν την είδαν να παρατηρεί και να αντιδρά σαν να καταλάβαινε τι έλεγαν και βιάστηκαν να πάνε στη γωνιά τους κρύβοντας λόγια, μα ουδέποτε τα παράπονα και οι μιλιές σταμάτησαν.

Πολλές οι πληροφορίες, πολλά τα νέα πράγματα στο χωριό που έπρεπε να μάθει, πώς να φορά την μπλούζα, πώς να δένει τα κορδόνια φιόγκο, να παίζει σχοινάκι, να τρώει το τυρί, μετά το φρούτο. Δεν είχε προσπαθήσει να μιλήσει σε κανένα, εξόν του παππού, που δεν τα κατάφερε.

Όλοι της μιλούσαν και για απόκριση κοιτούσαν στα μπλέ της μάτια, στο ναι που φώτιζαν και στο όχι που σκοτούσαν σαν τα ματόφρυδά της έγερναν ελαφρά, για λίγο προς τα πάνω. Με τα παιδιά στο σκολειό έκανε καλή παρέα, μα η καλύτερή της ήταν σαν πηγαίνανε στο δάσος εκδρομή , τότε που φορώντας τη λεπτή πράσινη μπλούζα της, αυτή με τα λουλουδάκια, έτρεχε μες στις φυλλωσιές και γεύονταν τα’ αυτιά της ήχους γνώριμους, παλιούς που έπαιρνε να ξεχνάει.

Ήρθε ένας καιρός που κάθισε στο σπίτι για μήνες ολόκληρους, περνώντας μεγαλύτερη αρρώστιες παιδικές και ο οργανισμός της αδυνάτισε επικίνδυνα. Με μέλια και αφεψήματα, χυμούς, σούπες βεντούζες το άμαθο κορμάκι της πολέμησε παλικαρίσια τη γρίπη που την έπιασε καθώς αγνάντευε συχνά τη φύση απ' το παράθυρο και πειραχτήκαν τα πνευμόνια της.

Φλέγμα, δάκρυα και βήχας, και ο λαιμός της κουρέλι σκέτο, ως τη στιγμή που μια γραία γειτόνισσα συνέστησε αναπνοές σε ευκάλυθρο βρασμένο, και έγινε το δωμάτιο λέβητας σκέτος που έκαιγαν και 'βράζαν ξύλο και φύλλα μοσχομυριστά. Η πνευμονία υποχώρησε αφήνοντας της κουσούρι ένα ευαίσθητα φάρυγγα που έμελε να κλείνει κάθε όποτε η Αθηνούλα αρρώσταινε.

Πέρασε και βγήκε η χρονιά για να ‘ρθει η άλλη. Τα γερόντια την υπεραγαπούσαν και αυτή το ίδιο, μα δεν πρόφτασε την τάξη της που πήδησε σκαλοπάτι στη μεγάλη πόλη και αυτή ξέμεινε πίσω στο χωριό, σε ήδη διαμορφωμένες παρέες παιδιών μικρότερων που δεν την καταλάβαιναν και δυσπιστούσαν για το παρελθόν της.

Αυτό ήταν που την οδήγησε να κλειστεί ακόμα περισσότερο στον εαυτό της καθώς έχανε την οξεία ακοή της από περιπέτειά της και μετά . Η βαβούρα άρχιζε να σταματά, δεν καταλάβαινε των πουλιών τα καλέσματα σε γιορτή, το γαύγισμα του σκύλου για επιφυλακή και το νιαούρισμα της γάτας για φαί, όλα σαν να μιλούσαν άλλη γλώσσα σταδιακά ώσπου γίνηκαν ξένα της. Όλα συνέχιζαν να μιλούν όπως παλιά, μα δεν καταλάβαινε λέξη.

Πιο μόνη και από τον κεραυνό.

Και να ‘ταν μόνο αυτό.

Κάτι έγινε και μια μέρα, άγνωστο για ποιό λόγο άρχιζε να μεγαλώνει. Εντάξει, η γερόντισσα της μεγάλωσε το φόρεμα, της πήρε παπούτσια καινούρια, μα αυτή συνέχιζε να ορθώνεται σαν τον καπνό, λυγεροκορμίζοντας σαν λεύκα που τη σπρώχνει ο βοριάς. Ήδη είχε περάσει ένα κεφάλι τα ψηλότερα παιδιά του σχολειού και έφτανε προς τους μεγάλους και το κρεβάτι πλέον δεν τη χώραγε, κι ο γέροντας αλλάζοντάς του θέση Το 'βαλε στο διάδρομο και το μάκρυνε δυό πόδια.

Το κοριτσάκι που ‘χε βρεί με την κοπέλα που γινόταν μπρός στα μάτια του , μόνο τα μάτια μπλέ είχε κοινά και την καλή καρδιά της, ότι τα άλλα αλλάξαν όλα , έως το βάρος της ματιάς του μετανάστη που τίποτα δεν λέει και όλα τα ‘χει πει.

Με τον καιρό οι ρόλοι άλλαξαν και ήρθε η σειρά της τους γερόντους να φροντίσει και το ‘κανε με αγάπη περισσή, με ευθύνη και τρυφερότητα όπως τότε που τους χρειάστηκε η ίδια. Έμαθε την τέχνη της φροντίδας και του ανακουφισμού του πόνου, για να τη εξασκήσει όπου και όταν την καλνούσαν και με τα λιγοστά χρήματα που την εκλιπαρούσαν οι αγρότες να παίρνει, τους τα αγόραζε επιδέσμους και αλοιφές, τη ζωή τους να την κάνει ευκολότερη.

Όλα αυτά μέχρι το πανηγύρι.

Στο χωριό χρόνια είχαν να οργανώσουν πανηγύρι, γιατί ο καταστροφικός λοιμός που άπλωσε τα θανατερά χέρια του στη χώρα, είχε ξεκληρίσει σπαρτά, προμήθειες, ζωντανά, μα κυρίως χωρικούς. Το μισό χωριό που ακόμα πενθούσε, άρχισε να συνέρχεται και συναποφάσισαν να κάνουν αρχή και πάλι στο χαμόγελο. Πραματευτάδες από χωριά γειτονικά έφερναν εμπορεύματα να πουλήσουν, να ανταλλάξουν και εφόδια να προμηθεύσουν φίλους και συγγενείς.

Τότε ήταν που το σαββατόβραδο της γιορτής ανάμεσα σε θεατρίνους και ζογκλέρ, θαυματοποιούς και παραμυθάδες το απρόσμενο συνέβη και όλοι δακρύσαν

Καθισμένοι στις καρέκλες του σχολειού, παρακολουθώντας ένα θαυματοποιό να βγάζει μαντήλια από τα χέρια του και να καταπίνει φλόγες έφτασε η ώρα και η στιγμή που απ’ το καπέλο του ένα κουνέλι θα βγαζε και έπειτα με μάγια θα το σκόρπιζε πίσω στο πουθενά. Η Αθηνά και αυτή εκεί, εκστατική όπως και οι άλλοι, το κοινό που επιδοκίμαζε του καλλιτέχνη κάθε μαγεία, μόλις αντίκρυσε το κουνελάκι με τα τα λυπημένα απλανή ρόζ μάτια, καθόλου δεν εσκέφτη και αυθόρμητα αντιδρώντας…


ΠΕΡΙΜΕΝΕ, ΠΕΡΙΜΕΝΕ, ΠΕΡΙΜΕΝΕ

του φώναξε και όλοι ευθύς παγώσαν, οι γέροντες και τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι γείτονες, ο μάγος , μέχρι και το κουνέλι για λίγο σαν να αποσπάστηκε από την νάρκη του και τα μάτια του παιχνιδιάρικα παίξαν, κάπου να ξεγλύστραγε, μα τα γερά χέρια του μάγου στα αφτιά ξέκοψαν τούτες τις σκέψεις μιας και κανένας και ποτέ στη σύντομη ζωή του δεν παρενέβη σ’ αυτό το μέρος του σόου.


Μια φωνή μέσα στην παγωμάρα ακούστηκε


«Μαμά, η μουγγή μιλάει» και όλοι έσπευσαν να κάνουν το σταυρό τους.
Ο θαυματοποιός καταλαβαίνοντας πως έχανε την προσοχή απ’ το κοινό του, τη φώναξε να ανέβει στο πατάρι

«Έλα καλή μου, πάρ΄το αν θέλεις, πάντως εγώ κακό δεν θα του ΄κανα»
Και στα σκαλοπάτια του παταριού πάτησαν τα πόδια της Αθηνάς. Ψηλή, ωραία κοπέλα, με στάχινα μαλλιά και μάτια θαλασσοβυθισμένα.

«Πως σε λένε κοπελιά μου;”

“Aθηνά», είπε με βραχνή φωνή και πήρε το κουνέλι στοργικά στην αγκαλιά της, που κούρνιασε ανάμεσα στα βαριά της στήθη.

«Συγνώμη για τη διακοπή, μα ένιωσα πως ήταν φοβισμένο. Ζητώ συγνώμη και ευχαριστώ. Έσκυψε προς το μέρος του, έκανε μια ανεπαίσθητη υπόκλιση με το κεφάλι και τα γόνατα και καθώς πήγαινε να φύγει είδε τη γερόντισσα με δάκρυα βουρκωμένη.

« Γιατί να με κοιτάζουν» σκέφτηκε και άκουσε τη σκέψη της αμέσως και όλοι οι άλλοι από κάτω. Μιλάω!!!!

Μετεωρίστηκε στα σκαλοπάτια νιώθοντας το κεφάλι της να πάει να σπάσει και πρίν καταλήξει στο έδαφος δυο τρια παλικάρια που 'ταν πιο κοντά, την πρόφτασαν , ενώ ο κόσμος σηκωνόταν απ' τη θέση του μουρμουρίζοντας

ΘΑΥΜΑ- ΘΑΥΜΑ

Η συνέχεια ήταν τελείως απίθανη για την Αθηνά. Εκεί που κανένας δεν της είχε δώσει σημασία εδώ και χρόνια πέραν του γέρικου ζευγαριού, τώρα δοκίμασε το ενδιαφέρον όλων τους και με το παραπάνω


Η φωνή της ήταν βραχνή, θαμπή και αδύνατη στην αρχή, κουραζόταν γρήγορα και από την προσπάθεια είχε και μια μικρή ζαλάδα. Στη συνέχεια έμαθε να την ελέγχει.

Μιλούσε, επικοινωνούσε κανονικά και σε λίγο καιρό δεν θυμόταν τον καιρό της σιωπής της.
Η μικρή κοινωνία ήταν γεμάτη ερωτηματικά, μα η αφοπλιστική ειλικρίνεια του κοριτσιού πάνω στην άγνοιά της για το συμβάν το κωδικοποίησε σαν ένα από τα
θρυλικά και περίεργα περασμένα του χωριού.


Μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα πλήθαιναν οι φωνές που της ξόμπλιαζαν την μοναδικότητα της ωραίας φωνής της και ότι ήταν κρίμα να μένει ακατέργαστη, αδούλευτη, μιας κα φωνή σαν και τη δική της μια στις χίλιες και που ο θεός λυπόταν για το χάρισμα που έμενε αναξιοποίητο.

Όσο μεγάλωνε, τόσο ομόρφαινε και η φωνή της έπειθε και την ίδια πως κάτι έπρεπε να κάνει.

Έκανε μαθήματα με τα παιδιά της χορωδίας, μα το σπάνιο χάρισμα δεν κρυβόταν όσο και αν τραγουδούσε χαμηλόφωνα.
Λίγο η ζήλεια των άλλων κοριτσιών λίγο η αλλοτινή της περιπέτεια και η Αθηνούλα ξανασίγασε την ικανότατη φωνή της να μελωδεί και να ‘ρχεται η άνοιξη νωρίτερα.

Τα χρόνια χελιδόνια που φεύγουν και αυτή πάντα εκεί ,ταγμένη στην ανακούφιση του πόνου των ανθρώπων, με ένα καημό να της τυραννά την ψυχούλα, απροσέγγιστο ακόμα, άγνωρο, καταχωνιασμένο στα ανήξερα της καρδιάς της φλούδια.

Ώριμη όσο ποτέ άλλοτε, μεστή, γλυκιά και τρυφερή παίρνει τη μεγάλη απόφαση να ψάξει να βρεί αυτό που της στερούσε τη χαρά, να ικανοποιήσει τη λαχτάρα σαν τη μάθαινε.


Φιλά και γλυκοχαιρετά τα διπλανά μνήματα των ανθρώπων που την αγάπησαν γιατί μπορούσαν και ήθελαν, ζαλώνεται την ανάγκη της και έφυγε πέρα από τα όρια του χωριού, του χάρτη, του μέχρι τότε γνωστού κόσμου.


Επέστρεψε στα δάση που εγκατέλειψε μικρή, για να δεί ότι η φύση αν την αφήσεις να αναλάβει ξέρει και βρίσκει το δρόμο από κει που τη σταμάτησαν να συνεχίσει.


Όλα ήταν εκεί πουλιά και δέντρα, ζώα και φυτά, μόνο του ανέμου το φύσημα και των εντόμων το ζουζούνισμα ακουγόταν, όταν όλα τα πλάσματα είχαν τρομάξει και τη λαλιά τους είχαν χάσει από τον πόλεμο του ανθρώπου με την πλάση, που σαν βρώμικος μικρός θεός θέλησε να ξαναπλάσει χειρότερο, άγονο, συφοριασμένο.

Η όμορφη κοπελιά φέρνοντας μαζί της μνήμες πρότερες, που τώρα όλες ξαναξύπνησαν σαν κοιμισμένες κόρες, όλες με μιας και καθεμιά στο σύνολο τις άφηνε να αναβλύζουν απ’ το στόμα της και πιο βαθειά , πιο χαμηλά και απ’ τα πνευμόνια της κατευθείαν από της καρδιάς τη μνήμη.


Και η αγγελική φωνή της βρήκε ανταπόκριση και οι τραυματισμένες και μπολιασμένες με φόβο φωνούλες άρχισαν δειλά δειλά να σκαρίζουν, σαν φύτρα από γλυκοκαλάμποκα, για να ξεθαρρευτούν και αντάμα με την κοπελιά να συλλαβίζουν κελαηδίσματα, αλυχτά και γουργουρίσματα, όλες οι φωνές μαζί της μεγάλης ορχήστρας, πάλι όλες μαζί.

Και η αντιστροφή πήρε και την ίδια στο κατόπι, άρχισε το κέντρο βάρους της να χαμηλώνει, να πρασινίζει, να φυλλώνει η μέση της , οι νεύρες να διατρανώνονται στα χέρια και οι παλάμες να αδυνατούν, μαρουλιού ξανά η μεταμόρφωση.

Η χαρά ήρθε στο πρόσωπό της και η ηρεμία, μα η θλίψη φαινόταν στα ματάκια της, έλλειπε και κάτι άλλο.

Μερικά βράδια στο παράξενο ασημοφέγγισμα της ολόγιομης σελήνης που σήμαινε ανακωχή από έχθρες, ήθη και ένστικτα, κάθιζε τα πλάσματα της γής ολόγυρά της και τους διηγιώταν ιστορίες από τη θητεία της στον άλλο κόσμο, παραμύθια μου συνήθαγε ο γέροντας να της λέει για ξωτικά και αερικά και η γερόντισσα για έρωτες και αγάπες καταδικασμένες, με τέλος πάντα γλυκόπικρο και τα βρίσκε το τέλος της αφήγησης γερμένα στα διπλανά τους, μερικές φορές κυνηγούς και θηράματα μαζί.

Το δάσος από κει και μετά λαλούσε , αλλά ήταν μινόρε, οι ιστορίες με τα βασιλικά μπρόκολα, τις δολοπλόκες πιπεριές, τα ανθοστόλιστα κουνουπίδια και τα χεριαγκαλιασμένα φασολάκια με τα μοσχομπίζελα. Όλα καταλάβαιναν πως η Αθηνούλα τους ήταν έτοιμη να ερωτευτεί.


Ένα βράδυ συνομώτησαν πουλιά και ζώα, να ψάξουνε να βρούνε τη χαρά της.
Έφυγαν ανιχνευτές τα πουλιά τα ταξιδιάρικα που πολλά μακριά παγαίνουν. Και έψαξαν σε ουρανό και γής, έψαξαν καιρό πολύ, μα κανένας δεν της ταίριαζε, να την δεχτεί χωρίς να προσπαθήσει να την αλλάξει, να την αγκαλιάσει δίχως να την τσακίσει, να τη φιλήσει δίχως να της δώσει ασφυξία, να τη νεμηθεί χωρίς να την διαλύσει.

Μα ήταν δύσκολη αποστολή, όποιος επέστρεφε κατεβασμένο είχε κεφάλι και η Αθηνούλα μέρα με τη μέρα έσβηνε χωρίς να 'χει καταλάβει ακόμα από τι. Με προφάσεις αποτραβήχτηκε στα άκρα του δάσους , δίπλα στη θάλασσα που σιγομουρμούριζε ίδιους καημούς απ’ τα ταξίδια των ανθρώπων.

Τον γενικό συναγερμό δεν τον άκουσε, δεν τον έμαθε ποτέ.

Ήταν ένας γλάρος.

-Καλοί συνάδελφοι και 'γώ πετώ σαν και εσάς, μα είστε καμπίσιοι και εγώ εργάζομαι στη θάλασσα , βουτώ, ψάρια πιάνω, ψάρια τρώω εγώ και τα πουλιά μου. Μακριά όχι πολύ, στην αντικρινή στεριά έριξα τον εαυτό μου σε μια μαριδούλα, για μεζέ, στην πιο ξεχασμένη από τις άλλες. Σκύβω, βουτώ, πιάνω νερό και τη μαρίδα μέσα και πάω στα πετροχάλικα να ,ε ευχαριστήσω. Μα πριν μια της δώσω και την καταπιώ γυρίζει και μου λέει:’

«Μη σ’ ότι έχεις ιερό , παρακαλώ σε άσε με λίγο να ζήσω, έλα αύριο πρωί και φάε με, μα τώρα δώσ’ μου λίγο χρόνο »

« Σαν τι μέχρι αύριο θα ‘χει συμβεί και δεν θα θες άλλο να ζήσεις;»

«Εκείνος ο που αγαπούν βαθιά όλα τα ψάρια και την καρδιά μας κομμάτια έχει κάνει, ο πιο φλογερός και δύσκολος αγάπης τροβαδούρος, κάθε νυχτιά με ασημοβελόνιασμα του φεγγαριού στο κέλυφός του, ανοίγει το κοχλιόστομα και σέρνει βαρύ μοιρολόι και όποια και αν τον ακούει, ακόμα και η θάλασσα αμέσως του μερεύει και όλες κρατούν ανασασμό μήπως και σταματήσει του σώψυχού τους ο παλμός και εκειός τις αγαπήσει, γιατί ψάχνει να βρει εκείνη που από έρωτα πεθαίνει. Με έρωτα ακόμα δεν έχω συναπαντηθεί και θέλω κλέψω τα γλυκόλογά του στερνή παρηγοριά μου. εκεί με συνέλαβες , ερωτοχτυπημένη"

"-Και ποιο το όνομά του;"

"Iγνάτιος ο χοχλιός."

Της είπα λίγο την ιστορία του μαρουλιού και αποκρίθηκε πως θα ταν σπουδαία ιδέα να ενωθούν οι δυό ερωτευμένοι με τον έρωτα, να αποχτήσει σώμα στα μάτια τους, να μην χάσει και αυτή το δικό της

Άφησα τη μαριδούλα ελεύθερη και έσπευσα να ενημερώσω.

Ομόθυμα τα πλάσματα του δάσους συμφωνήσαν και το σχέδιο καταστρώθη. Από ράμφος σε στόμα και από στόμα σε βράγχια το μήνυμα επιλέχθηκε και σε καύκαλο χελώνας ένα καλλίγραφο καβούρι χάραξε τα παρακάτω λόγια

«που ‘σαι αγάπη που σε ψάχνω λίγο πριν σβήσω, έλα και σώσε με»

Η χελώνα στο τραγούδι του κοχλιού κοντοζύγωσε τόσο ώστε να το διαβάσει και ευθύς να χαθεί.

Νερό πίνει, νερό διώχνει και ο γαρυφαλλής κοχλιός ανεβαίνει απ’ τον ύφαλο στην ξέρα και καλνάει το ταίρι με καμπανωτή φωνή

«γλυκιά αγαπημένη στάσου να με σώσεις πριν χαθώ απ’ το χαμό σου»

Το κάλεσμα αργό, βαρύ, συρτό σχεδόν στο κύμα πάνω, στα αυτιά του μαρουλιού ακούστηκε βάλσαμο σκέτο και οι χυμοί πρωτόγνωροι αμέσως το τυλίξανε και του φύσηξαν ζωντάνια.

Με τη σειρά της αποπειράθηκε στο κάλεσμα να απαντήσει μα αντί για λόγο, ένας λυγμός εβγήκε, ένας τυφώνας εγίνει και τρικύμισε η θάλασσα σαν της καρδιάς τα πάθη.

Στο άπειρο εκράτησε ο έρωτας και οι ερωτοαποκρίσεις και όταν έφτασε η ώρα και στιγμή και ο πόθος εφουντώθει, η Αθηνά δελφίνησε κοντά του και αυτός μες την κοχύλα του την τράβηξε, στα μέσα και έζησαν και τέλειωσαν από πολλή αγάπη

Στην Αθηνούλα

13.6.07

το γυφτάκι

Μπαμπά μην τρέχεις έγραφε το μαγνητάκι στο παλιό αυτοκίνητο και είχε δεξιά και αριστερά τις φωτογραφίες εμένα και της αδερφής μου. Όταν ήταν να φύγει για δουλειά τα χαράματα, η μητέρα του ψιθύριζε « και να προσέχεις» Αυτές οι παιδικές μου μνήμες είναι περισσότερο από έντονες σαν ακούω πόλυ πάνου και ζαγοραίο να τραγουδούν, σαν να μπολιάστηκαν αυτές οι μνήμες και να προέκυψε μια σύνθεση, με σύνδεση ισχυρή.




Κάποτε ξεκίνησα και εγώ τα ταξίδια μου, από ανάγκη. όπου λάθευε το σύστημα της αυτοσυντήρησης, καταλάβαινα πως έπρεπε να κινούμαι, διαρκώς, για να μην βλάψω εμένα πρώτα και αυτούς που μ’ αγαπούσαν εξ αντανακλάσεως.




Έπρεπε να φεύγω, λες και δεν κουβαλούσα μαζί μου όσα με πληγώνανε, μα τα ρημάδια μου σκοντάφτανε σε τοίχους όταν ακινητούσα και μου 'φταναν τα σημάδια που δεν φαίνονταν. Στο πρωινό τηλεφώνημα κάθε δυο τρεις μέρες, δεν με ρωτούσαν απ’ το πατρικό πως είμαι, ούτε πώς τα περνάω, μου 'λεγαν μόνο να 'μαι καλά και να προσέχω. Πολλά τα χιλιόμετρα, περισσότερες οι φωτογραφίες, πολλά είδα, λίγα κατάλαβα, ίσα ίσα όσα για να ξεμπερδέψω το κουβάρι και να βγώ απ' τους λαβυρίνθούς μου που έχτιζα.




Με στερεωμένη τη ματιά ίσια μπροστά, χωρίς παρελθόν και μέλλον, έψαχνα μέσα στο παρόν μου να ανιχνεύσω ποιος γινόμουν, ότι από όλα αυτά που με προσδιόριζαν κράτησα μόνο της ταυτότητας τα σταθερά σημεία και όλα τα άλλα τα 'βλεπα να ξαναγράφονταν. Ίδια τα μάτια, άλλη η ματιά. Σαν κόπηκαν οι δεσμοί με όσα με ακινήτουσαν, αερόστατα έγιναν που έριξαν το έρμα ξανάδα τον κόσμο από ψηλά.







Είχα διψάσει εκείνο το καλοκαίρι για πελαγίσια ερημιά και πήρα το πρώτο πλοίο που έλυνε, σαν η πιθανότητα για λυτρωμό δεν διάφερε από τον τόπο, αλλά από τον κουβαλούσε την. Νησί γαλαζινό σαν όλα τ’ άλλα, μικρό και ολόγυρα η θάλασσα να το δέρνει, λεπτόψηλο και αφρομαστίγωτο, νησί συνηθισμένο, μ’ ερείπια ξερολιθιάς σε μάντρες καστρωμένες, φιλόσαυρο, παντέρημο, με λιγοστούς κατοίκους. Δεντρί δεν βρήκε εκεί φωλιά,




οι ρίζες δεν επιάναν και τα σπιτιά να μην χαθούν γαντζώθηκαν στα βράχια,




μα η ψυχή μου μέρωσε σαν όλα αυτά τα είδε,




γιατί κάτω απ' του ήλιου το ματί, που δεν χωρούσε προσευχή,




μόνο το έλεος,




διαφάνηκε το σώμα και η ψυχή τα κρίματα της όλα τα μολογέτω,




ότι εσκέφτει αμέσως βγήκε το και αυτοστιγμής αναφλέγει.







Μέρες δύο και είχα ήδη κάνει το γύρο του νησιού πάνω στη μηχανή,




μένοντας ασκητικά, μοναχικά σε μια σπηλιά , μετρώντας τις αντοχές μου.




Το φαγητό καλοδεχούμενο στο άδειο στομάχι μια φορά στις δυο μέρες και αυτό λιγοστό,




για άλλο πεινούσα και αλλοίμονο στη σάρκα που θα κατάτρωγαν.




Μάγουλα, μάτια βυθισμένα άλικα, απ' τον ήλιο και την αγρύπνια, ήταν ωραία η ζωή και τη ρουφούσα στον άγιοάδειο τούτο τόπο σαν το μεδούλι.




Και τέλειωσε η ερημοσύνη, βουτιά στην κοσμοπλημμύρα. Εκεί που όλοι οι πιστοί των διακοπών μαζεύονταν για να για να βρούν αυτό που δεν έφυγε από κοντά τους, παρά από τη στιγμή και μετά που βαρέθηκαν και σταμάτησαν να εκπλήσσονται.

Στο κάμπινγκ έψαξα να βρώ παλιές μου γνωριμίες, μα είχαν χρόνια να πατήσουν. Η κοπέλα στην είσοδο μου πρότεινε να μείνω, δεν θα το 'κανα, επέμεινε, δεν την καταλάβαινα, μου ζήτησε να την περιμένω μέχρι να τελειώσει, μόνο αυτό. Σε τρία σκίτσα χρόνο άλλαξε βάρδια και πέρασε απ' το απέναντι παγκάκι να με πάρει.
- Τι κάνεις εκεί; Με ζωγραφίζεις; Μπορώ να το δώ;
- Όχι, μα μπορείς να το πάρεις, μην το ανοίξεις, της τα 'βαλα σ’ ένα φάκελλο, αν δεν χρειαστείς ποτέ βοήθεια. Δέξου το σαν ενέργεια βοήθειας, σαν μπουκαλάκι ζωής στο Prince.
Kάτι της έγραψα στο οπισθόφυλλο του ενός, μάλλον πως κάποτε θα 'κανε ένα σύντροφο να τη λατρέψει, γιατί έβλεπε με τα μάτια της ψυχής την ανάγκη και πως αντίς να προσπερνά τη μοναξιά σαν λέπρα, την αγκάλιαζε για να τη σβήσει με παρέα.

Να ναι καλά όπου είναι, ευλογημένη γόνιμη, ευτυχισμένη αγαπημένη.

Γυρίσαμε τα στενά δρομάκια του νησιού ανάμεσα σε θλιμμένα, μεθυσμένα πρόσωπα με ξεχασμένο χαμόγελο στο χείλη φορεμένο, τατουάζ με ημερομηνία λήξης σαν όλα εκείνα που θα 'θελες να κάνεις και από φόβο τα ονομάζεις τρέλες καλοκαιρινές,




τσίκνα από σάρκα στα κάρβουνα και ιδρώτα σάρκας, για να καταλήξουμε σε μια ταράτσα που μαζεμένοι οι φίλοι της τραγουδούσαν κυκλικά και χαμηλόφωνα σκοπούς, δίνοντας φιλιά με τη σειρά, σε καπνιστά χορτάρια.




Ο κύκλος δεν χάλασε, μέσα του στριμωχτήκαμε, με χέρια και αγκώνες να ακουμπούν του διπλανού χωρίς της επαφής τον τρόμο, μόνο το αδέσποτο εμέριασε, για να ντυθούμε εμείς τη θέση του και αυτό χάδι να βρεί στο σβέρκο του και στην κοιλιά.
Βαριά ποτά ανόθευτα, για να κυλάει η γλώσσα και ο λογισμός και κάποιος σκάρωνε αυτοστιγμής τραγούδια για τον πόλεμο, τον έρωτα, τη μοναξιά του και γι’ αυτή που όλοι ψάχναμε, που λίγο την ευρίσκαμε και αμέσως της καρδιάς η καλίμπρα ξανάδειχνε απ’ τη μια μπροστά για να βαδίσεις και απ’ την άλλη τι πίσω σου άφηνες ή σ’ άφηνε.
- Δώσε μου το μπλοκάκι σου και ένα στυλό, ταξιδευτή, μια σκέψη να σου αφήσω. Ακόμα πως σε είπαμε το όνομά σου δεν δώθη, μα δεν πειράζει, ταξιδευτή θα σέ πω εγώ, πιο ταιριαστό απ' όνομα θα το 'αχείς.
Κάθισε ώρα αρκετή την πυρκαγιά κοιτώντας, την πυρκαγιά που ανάφτηκε στο ίδιο σημείο της πλάκας, όπως μου είπε αργότερα ενός θεριακλή παππού που έδραζε από κάτω, να ακούει την ομιλία τους και τον παλμό της ζήσης και αντάμα τους να χαίρεται για ό,τι δεν πρόλαβε να ζήσει.
Ονόματα, τηλέφωνα δεν δόθηκαν, μόνο καλή την τύχη να ‘χει ο καθείς μας στη ζωή και αν κάποτε βρισκόμασταν πάλι, να ιστορούσαμε αν βρήκαμε όλα αυτά που μας πρέπαν.
Φχαρίστησα, τη φίλησα, χωρίσαμε και γι’ άλλο τραβέρσο κίνησα, ψηλών βουνών λιθάρια θε να ‘βλεπα.
Ο δρόμος μου μ’ έβγαλε κάπου σ’ ένα βαθύ φαράγγι, στα χείλη του ακροπατώντας με τα βράχια πισώπλατα να γερακίζω προς τη σπηλιά που τραβούσε τα βλέμματα, μα και τα’ αυτιά, ότι τέτοια ακουστική πουθενά στον τόπο τούτο.
Διαβάτες φωτογράφιζαν τις αγριοτριανταφυλλιές και το νερό εκεί κάτω, πιτσιρίκια αλυχτούσαν σαν λύκαινες παρατημένες, κραυγές που μπλέκονταν με τις αντίλαλες, ομόηχες, ομόσυχνες, σαν να μιλάς στον ύπνο σου προτού τον ξύπνιο, και γώ να μετρώ την ευτυχία του ζήν με το μελλούμενο ταίρι μου εκεί σε κλάσματα του μανταρινιού, ολόγλυκο, δροσιστικό, με καναδυό κουκούτσια, της βασιλόπιτας φλουριά μας.
Μια βυζομάνα με προσκάλεσε στη συντροφιά τους, ένα μεζέ να πάρω, άνθρωποι ωραίοι βορινοί, με καρδιά πελώρια. Τυρόπιτες, χορτόπιτες του κρέατος καλούδια, κάθε του χρόνου τέτοια μέρα, μαζεύονταν οι φίλοι, που ‘καναν οικογένειες και τα παιδιά τους φίλοι γινήκαν και το μικρότερο της αγκαλιάς για πρώτη του γαλάκτιζε στον αψηλό τον τόπο.
Μου παν πως κρίμα είναι τς ομορφιές και τις χαρές μόνος να τις περάσεις στη ζωή και η τύχη μου μ’ ευλόγησε για μια φορά ακόμα, από φαντάσματα να τρέχω να κρυφτώ και άνθρωποι ξένοι γελαστοί να μου σηκώνουν των ματιών το πέπλο.
Σ’ ένα καρτοτηλέφωνο που το 'καιγε ο ήλιος στην κορυφή μιας ερημιάς που μύριζε θυμάρι σαν να κατάλαβα πως κάπου τα πήρα λάθος, γιατί ήταν γενναιόδωρο στην επικοινωνία, καθόλου δεν εγύριζε ο μετρητής στην ώρα και σ’ άφηνε όσο ήθελες να τους μιλάς στους δικούς σου και εγώ μον’ δυό γονιούς είχα να ανησυχούν πως εντάξει ήσαν όλα, ο κόσμος πως μ’ αγάπαγε, μην είχαν στεναχώρια
Σε μιας ταβέρνας την αυλή κλαδέψαμε τα κούφια ξύλα μιας καρυδέας και η γηραιά διοχτήτρια με φίλεψε με ένα σακκί καρύδια, άλλα χλωρά, άλλα ξερά, μα η κίνηση μετρούσε, παρέα μου στη διαδρομή που θα 'φτανε στο τέλος.

Στην τελευταία διαδρομή στο σπίτι μου γυρνώντας, κάπου δεν πρόσεξα, κάπου ξεχάστηκα και ευρέθηκα σε μια αφιλόξενη ερημιά, χωρίς βενζίνη, χωρίς λεφτά, όλα μου τα χα φάει και απέμεινα της μοίρας μου να της κρατώ παρέα, γιατί κάτι μου έλεγε πως τίποτα δεν τελειώνει έτσι.

Πήρα να γράψω στο χαρτί το πάθημά μου τούτο και καλά μες στο μυαλό βαθειά μου να το βάλω και έτσι όπως γύριζα να βρώ κενή σελίδα, πέτυχα μια γραμμή γραφής που δεν ήτανε δική μου, και τότε ευθύς θυμήθηκα την κοπελιά από τότε.
Δεινή η θέση μου, μα όχι του χαμού, άδειο το ρεζερβουάρ μα οι μπαταρίες μου γεμάτες, δεν άξιζε τέτοιο ξόδεμα.

Πήρα τη ζωή μου όπως ήθελα, καρπώθηκα χαρές και λύπες, όλες καλοδεχούμενες, όλες με είχαν φτάσει ως εκεί, ζώστηκα τις ευθύνες μου και άρχισα το σπρώξιμο.
Τέτοιες ώρες, τέτοιο ζόρι, σαν το σώμα υποδουλώνεται να γαιδουρεύει, οι σκέψες πετούμενα του ουρανού χελιδόνιζαν στα όσα είδα μην και ένωναν τα κομμάτια από το πάζλ μου.

Όσοι και αν πέρασαν κανένας δεν εστάθη, δεν τους αδικώ και εγώ το είχα κάνει σε άνθρωπο που δεν ζήτησε βοήθεια να του δώσω. Μόνο σαν εγονάτισα σε μια σκληρή ανηφόρα, ατέλειωτη, ανίκητη που το βουνό το έφτανε στη μέση, χέρι βοήθειας σήκωσα μόνο για τα νεφρά μου, που τα 'νιωθα να τρίβονται με σκοτωμένο αίμα. Τότε το ομολογώ βλαστήμησα την αμυαλιά την τόση, δεν ήξερα μέχρι ωσπού το βάσανο μου φτάνει και αμαρτίες και ευτυχιές εκεί να εξαργυρώσω.
Ξάφνου της συμφοράς μου φάνηκαν να φτάνουν ένα παπάκι, με τον μαυροτσούκαλο καβάλα και ύστερα άλλος και άλλος και άλλος ένας. Στην κίνηση που θα ‘καναν ήμουν χαμένος, κανένας στην ερημιά αυτή δεν θα μ’ αναζητούσε. Οι πλάτες τους πελώριες και μπράτσα χαρακωμένα με ονόματα και σχέδια και το μαλλί να γυαλίζει.
- Αδερφέ έμεινες; με καλεί ο πρώτος.
- Βενζίνη κουμπαράκι, του απαντώ. Υπάρχει κοντά εδώ τίποτα;
- Εικοσικάτι χιλιόμετρα από δώ και πίσω σου μην το σκέφτεσαι. Και Κυριακή; και απόγευμα; και έχει κάτι τσακάλια το βράδυ…ουου αδερφέ φυλάξου, είπε και έσκασαν όλοι στα γέλια. Τοιμάστηκαν να φύγουν.
Ευτυχώς σκέφτηκα και ανασκίρτησε η καρδιά μου, ευτυχώς μόνο για πείραγμα ήταν αυτοί.
Ο πιο μικρός και καταμούτζουρος γυφτούλης πάνω σ’ ένα μηχανάκι της συμφοράς με πλησιάζει μαρσάροντας.
- Αν είχαμε περίσεμμα θα σου γεμίζαμε, αλλά και μας μόλις μας φτάνει.
- Να ‘σαι καλά κουμπαράκι, του λέω, ευχαριστώ και για το τίποτα, που σταματήσατε και του γνέφω να φύγει.
- Αδερφέ, αν είσαι εδώ σε καμιά ώρα ακόμη θα σου φέρω εγώ, είπε και χάθηκε στην ανηφόρα πίσω από ένα σύγνεφο λευκού καπνού και μουγκρητών.

Δεν ήξερα πώς να τους αποκαλέσω και να μην παρεξηγηθούν , μόνο τη βιτάλη είχα ακούσει να τους λέει κουμπαράκια και γυφτούλια και κράτησα για τώρα το πρώτο.

Δεν περίμενα να γυρίσει, ταλαιπωρία μεγάλη, μα και να γύριζε δεν είχα δεκάρα τσακιστή να του το ξεπληρώσω, μόνο έναν ακριβό ελβετικό σουγιά που τον κρατούσα χρόνια. Και δεν θα 'θελα με τίποτα να τον δώσω.
Σε ένα διπλανό δεντρί κάθισα να ξαποστάσω και λίγο η κούραση, λίγο ο ήλιος που μου ‘χε κουδουνίσει το κεφάλι, τα μάτια μου εγλάρωσαν και σε ύπνο ρηχό βυθίστηκα.
Είδα το ταξίδι μου απ’ την αρχή, πήγα και στα πιο πίσω, της είπα όσα δεν τόλμησα να πώ, ρώτησα τους λόγους και τις αφορμές που ποτέ της δεν μου είπε, στρείδι κλειστό ακόμη και στον ύπνο μου, έκλαιγε με τα μαλλιά στο πλάι αποστρέφοντας το πρόσωπο και κάνοντας αμήχανες κινήσεις με τα μαλλιά,. Πρέπει να μάσαγε και τσίχλα και…

-εεε κουμπαράκι, ξύπνα..και έβαλε μπρός το μπρίκι.
-έλα κουμπαράκι, του λέω σαν μπόρεσα το ένα μάτι να ανοίξω.
-άντε και καλό δρόμο, είπε και γκαζώνει να φύγει.
Ανοίγω καλύτερα τα μάτια και βλέπω στην άκρη του δρόμου το σωτήριο κίτρινο σαν κάτουρο νερό σε μια μπουκάλα ενάμιση λίτρου.
-εε αδερφάκι, στάσου μια στιγμή του φωνάζω χωρίς να σκεφτώ. Να πάρε, του λέω και δείχνω τον κόκκινο σουγιά, λεφτά δεν έχω, καλός είναι. Ευχαριστώ κτλ
Ο μουτζουρούλης πειράχτηκε, το δα στα μάτια του, το παράπονο μιας ολόκληρης φυλής που η διαφορετικότητά τους έγινε κοροϊδία, προσβολή και φόβητρο για τα παιδιά αυτών που επινόησαν τον ρατσισμό. Το χέρι μου από ντροπής μαζεύτηκε και ο μικρός μου 'πε μια κουβέντα που βαράει ακόμα μέσα μου σαν τρελόμπαλο

-έλα ρε κουμπαράκι, μην κάνεις γυφτιές,

είπε σαν γνήσιος απόγονος του Αριστοφάνη ξαναφήνοντας άσπρα μαύρα σύγνεφα καπνού και σκόνης και εμένα σύξυλο για να τον κοιτάω να φεύγει και ένα γέλιο να σκαρφαλώνει στο πρόσωπό μου και όταν οι ώρες οι δύσκολες φτάνουν να θυμάμαι για να ελαφραίνω τες καταστάσεις.

τον σουγιά του τον ξαναπρόσφερα πιο πάνω σαν τον έφτασα, για να μου δώσει το μούτρο την ίδια απάντηση που την θεώρησε επιτυχία και θα γινόταν σουξέ για χρόνια στις ιστορίες των τσαντιριών. Μπορεί και να το 'χε ακούσει, πάντως εμένα στη ιστορία της ζωής μου αυτής μπήκε ένα πεντάκριβο κερασάκι.

Η συνεισφορά του γυφτούλη στην ιστορία μου ήταν μεγαλύτερη απ’ όση φανταζόμουν, γιατί στο πρόσωπό μου είδα το γυφτάκι που ζητιανεύει προσοχή και αγάπη, όχι με τα λόγια γιατί το σενάριο έχει παραπλήσιες ατάκες χιλιοειπωμένες, μα με τα μάτια, μόνο με τα μάτια να ζητάς αυτό που οι άλλοι όλοι καταλαβαίνουν και είναι αυτό που δυσκολεύονται να στο δώσουν, γιατί φοβούνται ακριβώς τα μάτια αυτά, τα ανθρωποφάγα.




όταν επέστρεψα στη γενέθλια πόλη σε μια κρίση πανικού, μετά από μερικές μέρες ξεδίψασα του μυαλού την περιέργεια με τα λόγια της κοπελιάς από τη ρεσεψιον.

dreamody for three

Σάββατο βράδυ. Κοιμάμαι στην παραλία. Μόνος. Οι δύο φίλοι μου ακολούθησαν τα μονοπάτια της διασκέδασης στο πολύβουο νησί. Δεν τους ακολούθησα. Γνώρισα ένα ζευγαράκι που αντιμετώπιζε προβλήματα στη σχέση του και για να το βοηθήσω, ανέσυρα τον δαίμονα του παρελθόντος μου, που από λίγο, οι άστοχες ενέργειες, τα γεμάτα χαρτιά, τα χιλιόμετρα και το πέρασμα του χρόνου τον αποδεκάτισαν, εκείνον τον παντοδύναμο Έρωτα σ’ ένα ξεβαμμένο χρώμα. Η βοήθειά μου νόμιζα πως θα ήταν σημαντική, τουλάχιστον έτσι φαινόταν από τον τρόπο που με κοίταζαν, μα έγινε ακριβώς το αντίθετο, πήγα να τους μιλήσω για τον Έρωτα, μα δυστυχώς ο καθένας τους συνειδητοποίησε ότι προσπαθούσαν να ανοίξουν δρόμο στο αδιέξοδο. Και γώ;
Εγώ την είχα πατήσει πολύ άσχημα, ό,τι πολεμούσα τόσα χρόνια να κλείσω σε μνημοντούλαπα, αίφνης ξαναζωντάνεψε ακολουθώντας την μοίρα της παλιάς ερωμένης: ν’ ανασταίνεται αδικαιολόγητα, σαν ιδέα αψεγάδιαστη, πεντακάθαρη από λάθη και κραταιά στο χρόνο. Όταν αποσύρθηκα, η αρρώστια με χτύπησε πισώπλατα στα πλευρά, σχεδόν δολοφονικά, τα γόνατα λύγισαν, έγειρα και με τα χέρια μου για προσκέφαλο, απροστάτευτος από τα ξεσκίσματα της θύμησης, κουκουλώθηκα στον υπνόσακο ....μα είναι διαπερατός από φαντάσματα…
Ήπια μερικές γρήγορες γουλιές από το ημίγλυκο που φυλάγαμε για τις εξαιρετικές περιπτώσεις και ντύθηκα έναν αιμοβόρο ύπνο, όπου οι μαχαιριές έπαιρναν και έδιναν, τα φιλιά κομμάτια σάρκας ματωμένα, τα χάδια άγρια ξεσκίδια, οι υποσχέσεις απειλές και τα λόγια αγάπης κατάρες. Ανήσυχος ύπνος δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί, ήταν εφιάλτης, μάχη, πάλη σκέτη. Ό,τι έκλεινα από κει, άνοιγε κάτι άλλο πιο πέρα. Δεν άντεχα να κοιμηθώ, φοβόμουν να ξυπνήσω. Πάλι έπρεπε να φύγω… Να γιατί απέφευγα έρωτες και τους ανθρώπους.
Ένα χέρι με έπιασε.
- Κώστα, εσύ είσαι ; Αυτός πρέπει να ‘ναι…

( Παναγιά μου, τί ερινύες είναι αυτές; Μισοξυπνώ και τις αισθάνομαι. Το όνειρο έγινε εφιάλτης, ο εφιάλτης πραγματικότητα, τα μάτια μου βαριά από το νυστοπάλεμα, ένας πονοκέφαλος ελαφρύς από το πιοτό, ζάλη και μια φοβισμένη έκπληξη.)

-Ναι; Ποιός είναι;
Ήθελα να το συνεχίσω και να εκλιπαρήσω πολύ να μην με βασανίσουν, να μου ‘παιρναν αμέσως τη λαλιά, το μυαλό, τη ζωή, γιατί την ψυχή την είχε ήδη πάρει άλλη.
-Καλησπέρα, είμαστε οι 3 γυναίκες της βραδιάς σου. Ζύγισε μας με την πεθυμιά σου και κάνε μας έρωτα ή άναψε μας μια φωτιά να στήσουμε ένα γλέντι.
Τα μάτια μου έτσουξαν μέχρι να συνηθίσουν το λιγοστό νυχτερινό φώς της παραλίας. Με τον Στέλιο είχαμε μαζέψει από το προηγούμενο βράδυ ξύλα για φωτιά, μα δεν μας δόθηκε η ευκαιρία. Με τα δυό μου χέρια έτριψα τα μάτια μέχρι που δάκρυσαν. Δεν χρειαζόταν βέβαια και πολλή προσπάθεια…
-Βαγγελιώ, τί κάνεις εδώ; ρώτησα έκπληκτος βλέποντας μια εφηβική γνωστή μου, ψηλή, ωραία γυναίκα πλέον, να φορά καλοκαιρινό φουστανάκι με λουλουδένιο στεφάνι στα μαλλιά της.
- Συναντήσαμε το Στέλιο σε μια ταβέρνα, την έπεσε στην κοπελιά από 'δώ, είπε και μου 'δειξε μια μεγαλόματη, μελαχρινή νοστιμούλα. Η Ιρένε, η φίλη μου και η Μαρία η ξαδερφή της. Κάνουμε διακοπές οι 3 μας σ’ αυτήν την παραλία εδώ και μια εβδομάδα. Ο Δημήτρης μας είπε που είσαι και ήρθαμε να σε ξυπνήσουμε. Καλές διακοπές θε να ‘χουμε. Έλα, σήκω.
-Άφησε τον άνθρωπο, βρε τρελή να ανοίξει τα μάτια του πρώτα, αντέταξε η Μαρία. Εγώ διαχωρίζω τη θέση μου. Είμαι πιο σοβαρή από αυτές τις σουρλουλούδες. Ζητώ συγνώμη για το βίαιο ξύπνημα. Εγώ θα ‘χα νευριάσει στη θέση σου.
-Τί λές ξενέρωτη, θα μας παρεξηγήσει. Η οδηγία για τις διακοπές είναι μια: ώρα ύπνου, χαμένη από πάρτι.
Από μακριά φάνηκαν να έρχονται ο Στέλιος με τον Δημήτρη και η ανθρώπινη συγκομιδή τους, μια μαγιά παρέας που έμελλε να πολλαπλασιαστεί εκείνο το βράδυ. Μπράβο τους σκέφτηκα, σε δύο μόνο μέρες και δικτυώθηκαν.
Με τη θύμηση της γιαγιάς και ακολουθώντας τις συμβουλές της, έσκαψα ένα λάκκο, τον έζωσα με πέτρες και έβαλα κατά σειρά τα ξεράδια για προσάναμμα και τα μεγαλύτερα ξύλα για θράκα. Υπολόγιζα οτι θα ‘μασταν γύρω στα 10 άτομα, όσοι θα αποτελούσαν τον βασικό πυρήνα της βραδιάς, αν και σε κάποια στιγμή για να χωρέσουν όλοι κάψαμε ολόκληρους κορμούς δέντρων που ‘χε ξεβράσει το κύμα.
-Κώστα, τη δουλειά σου εσύ, τσάμπα σε πληρώνουμε;
Όντως ήξερα τη δουλειά μου. Ο Στέλιος ξέροντας πόσο αγαπούσα τη μουσική, τις μεγάλες παρέες και αυτή τη μαγική ατμόσφαιρα που δημιουργείται από τον συντονισμό όλων αυτών μου αγόρασε ένα κιθαρόνι και έναν μπαγλαμά πριν το ταξίδι και εγώ δεν έχανα ευκαιρία να γεμίζω τις μέρες μας με ηχοχρώματα.
Πετάχτηκα στη σκηνή, τα ανέσυρα κάτω από στοιβαγμένα ρούχα και χειρόγραφες σελίδες με στίχους και κίνησα να βγώ. Ένας ήχος απ’ έξω με έκανε να πισωπατήσω και να περιμένω για λίγο.
-Ενοχλώ; Να περάσω; ήταν η Ιρένε.
Μέχρι να καταπιώ την μπουκιά που ‘χα στο στόμα αυτή συνέχισε και φόρτωσε.
-Θύμωσες που σε ξυπνήσαμε; Μίλα μας και μην μας αγαπάς!
-Όχι καλή μου, μια χαρά είμαι. Τα όργανα ήρθα να πάρω και έρχομαι και 'γώ στη φωτιά. Και αν δεν σας υποδέχτηκα καλά ήταν επειδή πέρασα δύσκολες στιγμές απόψε, τελείως απρόσμενα και με γονάτισαν. Μα αυτά πέρασαν, αέρας ήταν και έφυγαν, ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον, να ξέρεις το εκτιμώ αυτό που έκανες, μα είμαι εντάξει.
-Σε πιστεύω, μα για να το σιγουρέψω θα πάμε στους άλλους μαζί.
-Ευχαρίστως, μα να ξέρεις οτι ο Στέλιος είναι ζιζάνιο και μπορεί να σε φέρει σε δύσκολή θέση με υπονοούμενα και λοιπά.
-Μην ανησυχείς , μπορώ να βάλω τον καθένα στη θέση του. Δεν υπάρχει κάποιος που να μπορεί να με κάνει να αισθανθώ άσχημα, πλέον. Πάμε;
Με μπαγλαμά, κιθάρα και κάτι κρασιά, που ξεχώσαμε σύρριζα από το διπλανό δέντρο αράξαμε γύρω από τη φωτιά που γλώσσιζε κατακόκκινη στην ερημιά της παραλίας. Σαν τα νυχτερινά έντομα, οι νυχτερινοί κολυμβητές και οι περαστικοί άρχισαν να ζυγώνουν προς το κέντρο του ενδιαφέροντος. Άνθρωποι άγνωστοι, με διαφορετική λαλιά, χρώμα και ηλικία, μα με την ίδια ασίγαστη επιθυμία για επικοινωνία, που τους έσπρωχνε στις αόρατες διαδρομές του χάρτη αναζητώντας την ουσία, ίσως και τη λύτρωση, το προσωπικό θαύμα.
Γρήγορα με τον Δημήτρη στήσαμε το γλέντι με λαικορεμπέτικες επιλογές. Λίγοι οι μήνες που ‘μασταν μαζί, μα τα ακούσματά μας παρόμοια και είχαμε δέσει σαν παρέα και σαν μουσικοί. Τραγούδησαν, μουρμούρισαν, ξαναθυμήθηκαν παλιά, ξεχασμένα τραγούδια, χόρεψαν, πήδησαν σαν ΑηΓιάννηδες πάνω από τη φωτιά, κάποιοι φιλήθηκαν, τα ζευγαράκια αποτραβήχτηκαν σε σκηνές ή ερωτόδεντρα, άλλοι έβγαλαν τα ρούχα τους και βούτηξαν στη δροσερή θάλασσα και απόμειναν οι λίγοι και καλοί γλαρωμένοι, από το ποτό και την πύρα, να μισοκοιμούνται αγναντεύοντας τ’ άστρα, πλημμυρισμένοι από αιώνια -θέλω - ίσως- και -γιατί-.
Το ερωτικό κάλεσμα της κοπελιάς που με κοκκινισμένα μαγούλα, χαμόγελα και ζεστασιά τον έζωσε όλο το βράδυ, βρήκε ανταπόκριση και απόμεινα μόνος μου, εγώ και ο καημός μου να αναμετριόμαστε πάνω στο δόλιο όργανο. Τα μάτια μου είχαν ξαγρυπνήσει, μα ένα σφηνωμένο πετραδάκι στα ματοβλέφαρα, -εδώ και χρόνια-, μ’ έσπρωχνε ν ‘ανοίξω τις βάνες και να αφήσω την ψυχή μου να πλαντάξει στο κλάμα και όλα κόκκινα να γίνουν σαν τα ματωμένα από τις χορδές δάχτυλά μου. Να ξεσκάσω και να ξεφουσκώσει όλος αυτός ο αέρας από τα ανείπωτα και τους αναστεναγμούς που βάστηξα τόσα χρόνια. Δεν πρόσεξα όμως τη στιγμή και την παρέα που ‘χε απομείνει γύρω μου και μοιραία τους πέρασα τη διάθεσή μου. Η Σάρα, μια κοπελιά από τη Βιέννη που ήξερε να παίζει φλάουτο, όταν άκουσε το “Μινόρε της αυγής”, ενός ήλιου που σε λίγο θα ξεπρόβαινε, ξέσπασε σε δάκρυα. Όταν τελείωσε το τραγούδι και αντίκρισα τα διαμάντια των ματιών της, μου ‘πε πως δεν είχε ξανακούσει πιο μελαγχολική μελώδια στη ζωή της. Γλυκιά χαρά με κατέλαβε, συνέχιζα να μιλώ την άρρητη γλώσσα της τέχνης και να εκφράζω αυτό που νιώθω, όπως τότε, που με ένα αγαλματάκι που έφτιαξά, κατάλαβε, λαβώθηκε και ένιωσε όπως και 'γώ όταν έφυγε, τότε. Τότε, μετέωρο, με το μυαλό να γράφει και να διαγράφει σενάρια, δίχως εξήγηση, δίχως την ικανοποίηση του μίσους, ούτε την ευγενική παραχώρηση της δολιότητάς της ή της αναντίρρητης έλλειψής μου. Τίποτα. Πανέμορφη, γλυκιά, θανατηφόρα, εγωίστρια.
Το δάκρυ της με έκανε να σταματήσω, είχα εδώ και ώρα τραγουδήσει τα μεγάλα μοιρολόγια της φυλής, τους σπαραγμούς της ράτσας των τραγικών και όσοι είχαν μείνει ξύπνιοι, αβυσσωμένοι, πνιγμένοι στα μαρτύριά τους, ανακουφίστηκαν λαβωμένοι από τις αόρατες μαστιγωματιές.
Ο Στέλιος κάλεσε το τέλος της συνάθροισης και την συνέχειά της στις σκηνές. Τον ακολούθησαν δυό κοπελιές και απόμεινα εγώ με την Ιρένε σφιχτά αγκαλιασμένοι , ο καθένας στον υπνόσακο του και μετά από άγνωστη ώρα στον ίδιο, στην σκηνή μου.
Άγριος έρωτας, με λαχανιάσματα, εκδηλώσεις επιθυμίας, τρυφερότητες και σκληράδες, τα δύο σώματα χόρευαν το ένα μέσα στο άλλο, με θέρμη, αγωνία, πυρετό και δύναμη. Ο ρυθμός ήταν ασύμφωνος με βάση την οικονομία της συνουσίας, η ταχύτητα μείωνε τη διάρκεια, αύξανε όμως δραματικά την ένταση στο επίπεδο του υστερικού, ονειρικού αυνανισμού, που η ευτυχία από τον πρόσκαιρο κατευνασμό των ορμών φορούν σε σώμα και πρόσωπο τη μάσκα της παραίτησης.
Δεν χρειάστηκαν πολλά λόγια, δύο μονόλογοι, ένα πρόστυχο αλισβερίσι ανόητης ανάγκης και πόνου. Το πρωί μας βρήκε ενωμένους με την γεμάτη απόδειξη του έρωτα μεταξύ μας. Έρωτας όχι. Αγνό σέξ με επιφυλάξεις και ρίσκα, απρόσωπο, σαρκικό, κανιβαλλιστικό. Τα δαγκώματα στους μηρούς και στον αυχένα, όπως η σκύλα παίζει και μεταφέρει τα μικρά της, μαρτυρούσαν μάχη επιβολής και κυριαρχίας. Και οι δυό κάρφωσαν το λάβαρό τους στη μνήμη του άλλου, σαν να ήταν η πρώτη φορά, και ήταν όντως το απόλυτο δόσιμο, εκεί που τα γυμνά βήματα μιας ολόκληρης ζωής εναρμονίστηκαν σε μια άνευ προηγουμένου χορογραφία.
Το διαστρεβλωτικό φώς του πρωινού όπλισε ξανά το σώμα της με μάσκα, πανοπλία, “ έγινε, το ήθελα, αυτό ήταν, τελείωσε ”. Βγήκαμε για πρωινό κατά το μεσημέρι με τους υπόλοιπους, ενώ το πρόσωπό μου ακόμα έλαμπε. Τρόμαξε, μα δεν το δειξε. Μ’ έδιωξε πάνω που ξέχασα τα φαντάσματα, γιατί σκόνταψα σε άνθρωπο αληθινό και ξύπνησα. Μ΄ έστειλε, γιατί κανένας δεν μπορεί να αναμετρηθεί με την ιδέα του προηγούμενου, τώρα την καταλαβαίνω, τότε όχι, ήταν κάτι που δεν μπόρεσα ποτέ να της το συγχωρέσω. Μπορεί τα επόμενα βράδια να καταλήξαμε στο ίδιο στρώμα, μα η απόσταση που θα μπορούσαμε να διανύσουμε, ποτέ δεν θα ξαναγινόταν άμετρη όπως στην αρχή. Αυτό που δεν έπιασα όμως ήταν τούτο: εγώ ό,τι έκανα, το έκανα για το τώρα του τότε, ενώ αυτή για το τώρα του μετά. Και οι δύο πασχίζαμε να ξεφύγουμε από θύμησες όμορφες - τις χειρότερες του είδους - και ενώ εγώ το κατάφερα, εκείνη μπλέχτηκε στην ξέφρενη, άφρονα πορεία μου, που ήθελα, μα δεν χρειαζόμουνα τους άλλους, μόνο τους χρησιμοποιούσα. Μελέτη για το έργο της ζωής μου και ο πρωταγωνιστής εγώ. Στην αρχή τα κατάφερνα μια χαρά, γιατί μπορούσα να δώ και να τρυγήσω την ουσία τους, το καλό του καθενός, τη δύναμη απ’ όπου θα μπορούσα να αντλήσω. Σε αυτή την περίεργη στιγμή της ζωής μου με πέτυχε, γιατί μπόρεσε να με αγαπήσει, μα εγώ ήμουν ανίκανος για αγάπη, ήθελα και μπορούσα να ερωτεύομαι πολλά πρόσωπα τη φορά, όχι πλέον ένα, ποτέ πια μόνο ένα και με βάση αυτή μου την αρχή πορεύτηκα.
Ζήσαμε μαζί τρείς μήνες, τρείς μαρτυρικούς μήνες, εγώ ήμουν σε τροχιά φυγής και αυτή αν και το ‘θελε, δεν είχε το κουράγιο και τη δύναμη να με κρατήσει, να με διεκδικήσει. Χαμένος ο κόπος αν το 'κανε και ήταν αρκετά ευφυής και συναισθηματική για να το ξέρει. Το πλήρωσε με πόνο και κέρδισε την ούτως ή άλλως αμέριστη εκτίμησή μου. Μα μεταξύ αγάπης και εκτίμησης χάσκει ένας ολόκληρος κόσμος, ίσως αυτός που θα μπορούσαμε να ‘χαμε ζήσει εμείς.
Μετακόμισα σε άλλη πόλη. Στην αρχή κρατούσαμε αραιά και που τηλεφωνική επαφή, ενώ μετά, για χρόνια, μόνο οι γιορτές, τα γενέθλια και οι συμπτώσεις μας έφερναν κοντά.
Στο μεταξύ, εγώ είχα ήδη ξεκινήσει να τρέχω στη ζωή μου. Κοιτούσα πίσω, μόνο κάθε βράδυ για τον απολογισμό του μεροκάματου. Κέρδιζα καθημερινά στο νέο περιβάλλον που βρισκόμουν απογοητεύσεις, μα από ένα βράδυ και μετά όλα άλλαξαν. Το ένα έφερε το άλλο, κάποιες τυχαίες γνωριμίες ευδοκίμησαν και βρέθηκα περιστοιχισμένος από ανθρώπους νέους, αδοκίμαστους, ταλαντούχους και δημιουργικούς, με όρεξη για ζωή και πορτοκαλί αύρα. Αυτός ο κύκλος έγινε τόσο ισχυρός και μεγάλος που ακόμα και όταν ήθελα να αποτραβηχτώ και να μείνω μόνος, ήταν αρκετά δύσκολο.
Ένα απόγευμα του Νοέμβρη έμαθα οτι δύο παλιοί και καλοί φίλοι θα συμμετείχαν σε μια εκδήλωση και ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να συναντηθούμε ‘εντελώς’ τυχαία. Οι επιλογές και τα χρόνια μας είχαν απομακρύνει τόσο, που πολύ το σκεφτόμουν αν άξιζε να το προσπαθήσω.
Το αποτέλεσμα ήταν απροσδόκητο, αυτοί ποτέ δεν κάθισαν, περαστικοί ήταν και έφυγαν, αντίθετα από μένα, που έζησα από κοντά το τέλος μιας επανάστασης, τη ρομαντική αυτοκαταστροφή ενός οργανισμού, που για να επιβιώσει και να εξελιχθεί έπρεπε να χαθεί θριαμβευτικά. Με μια κινηματογραφική προβολή ξεκίνησαν και έληξαν όλα, το ειρωνικό είναι οτι το τελευταίο φίλμ που έπαιξε ήταν το “Τέλος της αθωότητας”.
Το κτήριο πρόσφερε την ιστορία του, το χρώμα μιας άλλης εποχής, με μπορντό, ξεθωριασμένα ,βελουτέ καθίσματα, πορτοκαλοκίτρινο φωτισμό από τον τεράστιο, σκονισμένο πολυέλαιό του, ένα μεγάλο, ξύλινο, σαρακοφαγωμένο πατάρι και 2 σειρές από θεωρεία, ενώ εμείς τη ζωντάνια και την παρουσία που το καθιστούσε ενεργητικό επί εικοσιτετραώρου βάσεως για μήνες, μέχρι που μας διέλυσαν με επιτροπές, παροχές και ξεπουλήματα. Μέχρι τότε μια φουρνιά από φοιτητές, μαθητές, αργόσχολούς, μόνους, ζευγαράκια και πολιτικάντηδες έστησαν, αυτοοργάνωσαν και ανέβασαν θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές προβολές, συναυλίες, ομιλίες, φωτογραφικές εκθέσεις και happenings, που για να τα ‘παιρνες όλα είδηση, έπρεπε να βρίσκεσαι συνεχώς εκεί. Και ήμασταν, με sleeping bags, με οδοντόβουρτσες και τάπερ της μαμάς, με κιθάρες, κάμερες και sprays, ναρκωτικά και αλκοόλ, πολύ αλκοόλ, κάτι σαν μεταεφηβική πενταήμερη, σαν κατασκήνωση στο δάσος της γκρίζας πόλης. Οι μέρες δεν ξέρω αν περνούσαν, πώς και πόσο γρήγορα, το ρολόι είχε καταργηθεί προ πολλού και όλοι μιλούσαν για πλάνα μακρινά ως το ίδιο βράδυ, ήταν και τότε που ‘χα κόψει τις διπλωματικές μου σχέσεις με τη Σχολή και διατηρούσα απλώς την ιδιότητα του φοιτητή, πάντως εκεί μέσα βρήκα την ταυτότητα που έψαχνα δεξιά και αριστερά σε νησιά και χώρες, τα καλοκαίρια.
Τόσο ταγμένος στον Αγώνα, που Σάββατο μεσημέρι καθάριζα τα σκαλοπάτια των σκοτεινών θαλάμων, που μέσα κοιμούνταν ακόμα άτομα από χθές. Απορροφημένος στις σκέψεις μου δεν πρόσεξα μια καμπαρτίνα που μπήκε αθόρυβα από πίσω μου και άρχισε να εξερευνά το εσωτερικό τοπίο. Ήταν τότε που φοβόμασταν έντονα την ανακατάληψη του χώρου και ορίζαμε ομάδες περιφρούρησης και στο κάθε ύποπτο κρούσμα, με μια φωνή, ένας ετοιμοπόλεμος μικρός στρατός από κοπελιές με χαϊμαλιά και δοκάρια, πανκιά με σκουλαρίκια στα φρύδια και σκούπες, άλλους με τζιν και ρακέτες, φόρμες και μπουκάλια και ό,τι πιθανό συνδυασμό μπορεί κανείς να φανταστεί, μαζεύονταν σε κάθε γνωστό και λιγότερο γνωστό πέρασμα- είσοδο. Δεν μπορούσαμε να εμπιστευτούμε τη σκυλίτσα που γέννησε μέσα στην κατάληψη, γιατί με ένα χάδι ή ένα κόκαλο γινόσουν αυτόματα η συμπάθειά της.
-Δουλειά ή ευχαρίστηση; ακούστηκε μια φωνή από το βάθος της αίθουσας. Κοριτσίστικη, δυνατή, εύηχη, σχεδόν κρυστάλλινη. Με την άκρη του ματιού έπιασα την καμπαρτίνα και αμέσως κοίταξα προς την είσοδο, άδεια από κόσμο, ψιλόχιονο στον προθάλαμο, προπαραμονές γιορτής, άρα όλα cool.
-Ευχαρίστηση και στάση ζωής. Προβληματισμός και αμπελοφιλοσοφία. Μπορείς να καταλάβεις κάτι για τον άλλον από τον τρόπο που σφουγγαρίζει; Καθρεφτίζεται ο χαρακτήρας του σε κάθε πράξη του;
- Εσύ πες μου που κατέληξες.
- Θα σου πω την παρατήρηση και μετά την άποψή μου. Να, σφουγγαρίζω τις σκάλες, απ’ τη μια μεριά του σκαλοπατιού ως την άλλη και μετά πάω στο επόμενο. Λογικό; Ναι. Κάπως έτσι αντιμετωπίζω τα απλά προβλήματα στη ζωή μου, για να περάσω στο επόμενο θεωρώ οτι θα πρέπει να ‘χω ξεμπερδέψει με το προηγούμενο στάδιο. Μα μετά τα σκαλοπάτια, ακολουθεί η αίθουσα, ένας ορθογώνιος χώρος που κατακερματίζεται από τις ατάκτως τοποθετημένες καρέκλες και το τραπέζι. Η αντιμετώπιση του χώρου θα ‘ναι ενιαία ή αποσπασματική; Κατά λωρίδες, κατά σειρές ή τυχαία αρκεί να καθαριστεί όλη η επιφάνεια; Η φορά της σφουγγαρίστρας θα ‘ναι παράλληλη, κυκλική ή τυχαία;
- Έχεις ξανασφουγγαρίσει στη ζωή σου;
- Αντιπαρέρχομαι και συνεχίζω. Έχεις βάψει ένα τοίχο ποτέ σου; Έχεις καθαρίσει ένα μήλο;
- Μήλο ναι, τοίχο όχι ακόμα.
- Σκέψου το εξής: το να βάψεις ένα τοίχο κατά τετράγωνες επιφάνειες ή κατά λωρίδες σου εξασφαλίζει μια ομοιομορφία στο αποτέλεσμα και αυτή η κανονικότητα καμία σχέση δεν έχει με το ελεύθερο βάψιμο, το τυχαίο και αποσπασματικό μαζί. Στην πρώτη περίπτωση, δεν θα χρειαστεί να χάσεις χρόνο και χρώμα σε άσκοπες και περιττές κινήσεις, όπως στη δεύτερη. Φαντάσου τώρα το ανάλογο με το μήλο: μπορείς να επιλέξεις την κανονικότητα, κατά φέτες ή κατά μια συνεχόμενη λωρίδα, ενώ αν κόβεις λίγο εδώ λίγο εκεί ή κατά ζικ-ζακ, ούτε το αποτέλεσμα θα σε δικαιώσει και θα ‘χεις χάσει περισσότερο χρόνο απ’ ότι θα ‘πρεπε. Όλες μας οι ενέργειες ουσιαστικά είναι κρίκοι μιας αλυσίδας ενεργειών, κάθε φορά και η αντιμετώπισή τους με σοβαρότητα και υπευθυνότητα ή μη, μας δίνουν ένα μέτρο του χαμένου χρόνου μας. Η δακτυλογράφος μαθαίνει το τυφλό σύστημα για να ελαχιστοποιεί τον χαμένο χρόνο της. Ίσως να υπάρχει ένα τέτοιο τυφλό σύστημα και για το σφουγγάρισμα… Άρα, για να αυξήσουμε τον ελεύθερο χρόνο και να μειώσουμε τον χαμένο, θα πρέπει να αναζητήσουμε αυτά τα patterns που σου λεγα, για να μην έχουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά.
- Μεσοβέζικη στάση δηλαδή.
- Ακριβώς όπως το ‘πες. Μα από που βγαίνει το μεσοβέζικος; είναι κάποιος ιταλικός θεατρικός όρος, που προέρχεται από αρχετυπικό ρόλο, κάτι σαν τον μεφιστοφελή;
- Δεν ξέρω, θα κοιτάξω, φεύγω τώρα.
- Γειά σου κοπελιά.
Φεύγοντας πρόσεξα την κατάλευκη επιδερμίδα από τα κρινοδάχτυλά της, καθώς έζωνε το μακρύ κασκόλ της γύρω από το ανασηκωμένο πέτο της, κάτω από ένα βαρυφορτωμένο, πορτοκαλί κασκέτο με τις καστανές της πλεξίδες. Ευχάριστο το διάλειμμα μαζί της, μα δεν πρόλαβα να ρωτήσω το όνομά της. Δεν πειράζει, όποιος έμπαινε εκεί σίγουρα κάποια στιγμή ξαναπερνούσε.
Το μέρος το ίδιο, είχε μια περίεργη εξουσία πάνω στην περιέργειά σου και σε αιχμαλώτιζε όχι τόσο με αυτά που σου ‘δειχνε, αλλά κυρίως με τα άλλα, τα ανείπωτα, τις γεμάτες σκιές, τις χτισμένες πόρτες, τη σκάλα που πήγαινε στο πουθενά, στον τρύπιο θόλο απ’ όπου έμπαινε η βροχή και οι νιφάδες.
Αρκετό το κρύο εκείνο το χειμώνα και η επανάστασή μας, όπως την ονομάζαμε, άνθιζε ολοένα. Όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν, νεύρα, κακή οργάνωση, ψηφίσματα, κινήσεις απελπισίας, εμφύλιες συγκρούσεις, παρακμιακά γλέντια, τέχνη αληθινή.
Μέσα στον κυρίως χώρο, πάνω στο πατάρι, κρυμμένο πίσω από ένα παραβάν, έστεκε περήφανο στην παρακμή και την εγκατάλειψη ένα ξεδοντιασμένο πιάνο, σπουδαίας μάρκας, που πλέον δεν διακρινόταν πίσω από τα μονογράμματα και προσθαφαιρέσεις προπετών εραστών. Πλήκτρα σπασμένα, ταλαιπωρημένο κλαβιέ, παράφωνες νότες, πεισματικά μαγκωμένα σφυράκια ή προσανατολισμένα να χτυπούν στο κενό. Ένα βράδυ, από τα μίζερα που ήμουν σχεδόν μόνος μου, το πήρα απόφαση και το ξεκοίλιασα, το αποσυναρμολόγησα και με πρωτόγονα εργαλεία, πένσα και κατσαβίδια από το αυτοκίνητο και κόλλα από το περίπτερο, προσπάθησα το ανέλπιστο. Άδειασα δύο φτυάρια σκόνη, χαρτιά, μολύβια, συνδετήρες, σπασμένα εξαρτήματα και άχρηστες πλέον χορδές από μέσα του, το μελέτησα, ρύθμισα τα σφυριά, κόλλησα όσα πλήκτρα βρήκα μέσα ή εκεί κοντά, κούρδισα όσο καλύτερα μπόρεσα 2-3 οκτάβες ίσα για να μπορεί να παίξει κανείς μια μελωδία υποφερτά. Το άφησα μπαταρισμένο εκείνο το βράδυ, για να επουλωθούν οι λαβωματιές που επιμελήθηκα. Δεν έμεινα παραπονούμενος, για τον υπόλοιπο χρόνο με συντρόφευε καθημερινά με μελωδίες που θύμιζαν περισσότερο λατέρνα ή βραχνιασμένο ακορντεόν. Καθισμένος πίσω από το παραβάν φάνταζε σαν θέατρο σκιών όποιος ανέβαινε να παίξει κάτι. Η διαφορά ήταν τόσο αντιληπτή που κανένας δεν ξαναεπιχείρησε να το κακοποιήσει και όταν δεν υπήρχε προβολή στην αίθουσα όλο και κάποιος μας θύμιζε ή μας μάθαινε κάτι από τον κόσμο του. Σαν ένα όχι μακρινό καλοκαίρι παρέες σχηματίστηκαν γύρω μου, γύρω από το πιάνο, δοκιμάστηκαν μικρές συναυλίες, μέχρι και η χορωδία μαζεύτηκε μετά από μια πρόβα της και η αίθουσα απέκτησε προς στιγμήν τη χαμένη της αίγλη.
Πριν την προβολή μιας ταινίας ένας παππούς με κοίταζε συγκινημένος να παίζω.
- Πείτε μου ένα τραγούδι να το προσπαθήσω, του ‘πα.
- Τα τραγούδια που ξέρω νεαρέ μου δεν τα ξέρεις. Δεν είχες γεννηθεί καν όταν με κανταδόρους και κιθάρες παλεύαμε να κερδίσουμε ο καθένας την καλή του. Μα μην σταματάς, ωραία είναι αυτά που παίζεις.
- Τουλάχιστον παίξ’ τε μας κάτι. Μου φαίνεται οτι έχετε κάποια σχέση με το χώρο
- Δεν ξέρω να παίζω πιάνο, δυστυχώς, ποτέ δεν πρόλαβα να μάθω. Ήταν δύσκολες εποχές τότε, ακόμα και για μένα που ΄χα την δυνατότητα να σπουδάσω. Το κατώφλι αυτό έχω να το διαβώ πάνω από 45 χρόνια, από την αποφοίτησή μου, σε αυτόν εδώ το χώρο, με αυτό ακριβώς το πιάνο που ‘χε αγοραστεί για περιπτώσεις σαν και αυτές. Καταλαβαίνετε την ταραχή μου που μπαίνω εδώ μέσα και το βλέπω έτσι κατεστραμμένο. Κρίμα, οι άνθρωποι μπορούν να είναι πολύ σκληροί, ό,τι στα μάτια αρέσει η καρδιά προσπαθεί να το κερδίσει και αν δεν το καταφέρει, με τα χέρια το βασανίζει μέχρι ο νούς να το ξεχάσει.
- Πολύ ωραίο αυτό που είπατε και είναι η αλήθεια. Θα θέλατε να φέρω την κάμερα να σας πάρουμε συνέντευξη, γιατί αυτός ο χώρος απειλείται να χαθεί και αυτός είναι ο λόγος που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή μέσα. Θα θέλαμε την γνώμη σας, τη μαρτυρία της αποχής σας, για κάποιους που δεν ξέρουν ή και αν ήξεραν, ξέχασαν και δεν τους νοιάζει.
- Να ‘σαι καλά για τα καλά σου λόγια, μα σήμερα είναι λίγο αργά για μένα. Θα ξαναπεράσω αύριο, νομίζω οτι θα σας βρώ για να πούμε ό,τι θέλετε. Γεια.
Στο αντίο πάνω, από πίσω του φάνηκε ένα πορτοκαλόχρωμο σκουφί και σκέφτηκα: ‘ Λές να είναι αυτή; ’ ,μα χάθηκε μες στο πλήθος. Με πλησίασαν φίλοι που άκουσαν την κουβέντα με τον κύριο και αρχίσαμε να κανονίζουμε το ερωτηματολόγιο και τα μέρη απ’ όπου θα γίνονταν οι λήψεις. Πάνω που είχα ήδη μπεί στη σφαίρα της επόμενης μέρας, γιατί μια τέτοια μαρτυρία θα μπορούσε να βοηθήσει την υπόθεσή μας πάρα πολύ, ένα ζευγάρι χέρια μου 'κλεισε τα μάτια για να μου αποκαλύψουν αργότερα αυτή.
Είχα ρωτήσει, κανένας δεν την ήξερε, δεν είχε ξανάρθει πρίν και για την προηγούμενη εβδομάδα ήμουν σίγουρος, γιατι δεν έλειψα ούτε στιγμή.
- Καλησπέρα μεσοβέζικε.
- Θα πει έτσι και έτσι, και αυτό και το άλλο, προέρχεται από το ιταλικό mesoveso που σημαίνει τα παραπάνω. Καλησπέρα, πες τραγούδι.
-... είσαι εκείνος που έψαχνα, που τόσο λαχταρούσα…
- Πές μου τ’ όνομά σου και στο παίζω. Κώστας.
- Αγγέλα.
Κάπως έτσι πέρασαν ώρες. Είπε πάρα πολλά τραγούδια, το ένα μετά το άλλο, πότε άλλαζα εγώ το πρόγραμμα, πότε αυτή και οι γύρω αναγκαστικά θεατές μπρός στο πρωτότυπο πλησίασμά μας. Δεν φοβήθηκε, δεν τσιγκουνεύτηκε την επαφή από την πρώτη στιγμή. Μ’ έκανε να νιώσω όμορφα, όμορφος, σημαντικός, έτοιμος, εκλεκτός. Είχε τη φωνή αγγέλου, γνήσιο ταλέντο, ατόφιο και σπαρταριστό, όχι σαν και μας που λιώσαμε πίσω από βιβλία με τα χρόνια για να πετύχουμε αυτό που εκείνη απλά διαθέτει προίκα από τις Μοίρες. Προτιμούσα να μην τραγουδώ, να μην παίζω, μόνο να την ακούω. Χανόμουν μέσα στο πάθος του τραγουδιού της, στα πολυκύμαντα, απρόβλεπτα και δυναμικά γυρίσματά της, στην ατελείωτη διάθεσή της για παιχνιδίσματα, στο ρυθμικό ξέσπασμα των χεριών της και στο χάσιμο μες στον εαυτό της όταν έκλεινε τα μάτια για να ανατριχιάσουμε όλοι από τα σκληρίσματα και τα παρακάλια μιας βαθιά ερωτευμένης γυναίκας, σχεδόν αιλουροειδούς. Ούτε μια στιγμή δεν μου πέρασε από το μυαλό πως θα ήταν τυχαία ή περαστική από τη ζωή μου. Όταν όλοι είχαν ζεσταθεί, συστηθεί και άρχισαν να σιγοντάρουν, τότε έφυγε. Απότομα, όπως ήρθε.
Την τρίτη φορά που συναντηθήκαμε ανταλλάξαμε τηλέφωνα για να μπορώ να την βρίσκω. Μέναμε κοντά, μα δεν βρισκόμασταν συχνά. Περίμενα την ευκαιρία να ξεκινήσουμε κάτι σιγά-σιγά, ή μάλλον ακολουθούσα το παλινδρομικό παιχνίδι της. Με ενδιέφερε το δίχως άλλο, μα πώς να δέσεις τον αέρα… Με κούραζε το κυνηγητό, μα το ανικανοποίητο ήταν τόσο ερεθιστικό, που αυτή ήταν η αίσθηση που μου άφηνε όσο χανόταν. Τη μια στιγμή κουλουριαζόταν σαν ρυάκι γύρω από τα πόδια μου και την άλλη τοξευόταν από μια εσωτερική βαλλίστρα προς το άγνωστο, αλλά πάντα με αποφασιστικότητα και πάθος. Γενναία, άμεση, απότομη, εκφραστική, με τσαμπουκά βύζαινε τη ζωή.
Η συννενόησή μας πάντοτε ήταν προβληματική, άλλα λέγαμε, άλλα καταλαβαίναμε, δεν μας πείραζε. Μιλούσαμε τηλεγραφικά, σε ένα ανομολόγητα συμφωνηθέν παιχνίδι, που μας έφερνε συχνά πυκνά σε ερωτικές παρανοήσεις, που πλημμύριζαν τα σώματα με αφανέρωτους χυμούς και ανατριχίλες. Ήταν πάντοτε ένα βήμα μπροστά, δεν μπορούσα να της κάνω ματ με τίποτα.
Κάποτε βρεθήκαμε σε ένα αποκριάτικο πάρτι κοντά στο Σούνιο, σχεδόν πάνω από τη θάλασσα. Όταν την είδα να χορεύει, σαν καταιγίδα, ανάερη, αβαρής και στροβιλώδης κατάλαβα ότι μαζί της θα σερνόμουν, θα της ήμουν βάρος, γιατί είχε γεννηθεί για να ζήσει, ενώ εγώ για να βλέπω και να παρατηρώ. Ακούραστη έκλεισε το χορό, ολομόναχη, πρίμα μπαλλαρίνα του Jim Morisson.
Την είχα ερωτευτεί; Όχι, δεν μπορούσα. Όχι, καμία άλλη. Δεν είναι ότι δεν το ήθελα, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Δεν την άφησα την Αγγέλα, όμως εκείνη με κατάλαβε, πεταλούδισε αλλού και θηκάρωσε για λίγο τα φτερά της, ίσα για να ξεκλέψει ανάσες και φιλιά για το μεγάλο ταξίδι της. Άργησα πολύ να της μιλήσω, να την παγιδέψω, να τη φιλήσω, αυτή η γυναίκα ήθελε όλο το παραμύθι και εγώ μπορούσα να ζω με αναμνήσεις, πάλι μπροστά μου το πρόβλημα του χρόνου: μου μιλούσε στον ενεστώτα και γώ στον παρατατικό.
Ο χρόνος πέρασε και μαζί του πήρε τα απομεινάρια του μεγάλου εγχειρήματος που μας σώθηκε πρίν το καλοκαίρι. Τα πουλιά πέταξαν σε ηλιόλουστες παραλίες και εγώ επέστρεψα σαν τα κοπάδια στο βουνό. Άλλοι ρυθμοί, άλλες παραστάσεις, τα της πόλης ερμητικά κλεισμένα σε χρονοντούλαπο, που άνοιγα μονάχα στις πιο δύσκολες στιγμές της μοναξιάς μου. Ο τόπος δεν με κρατούσε, είχα μείνει πολύ καιρό μακριά, τα σημαντικότερα χρόνια της ζωής μου και η πόλη εξασκούσε μια μυστηριακή γοητεία πάνω μου, που με τα χρόνια παραδέχτηκα και αποδέχτηκα μετακομίζοντας στη μεγάλη σχεδία της Κρήτης. Δεν ήθελα να δουλέψω εκεί που έζησα παράξενα, αλλόκοτα, συνηθισμένα, αδιάφορα, συγκλονιστικά και απελπισμένα.
Στην πόλη ξαναπήγα λιγοστές φορές, για δουλειές, παρουσιάσεις, εκθέσεις και θέατρα. Δεν είχα σκοπό να την πάρω στο τηλέφωνο, ούτε αυτήν, ούτε άλλες που σήμαιναν πολλά κάποτε για μένα, προσπαθούσα να κρατηθώ μακριά από βάθος, σχέσεις και ταλαιπωρία. Υπήρχαν εξάλλου πολλές συνεργάτιδες πρόθυμες να με συντροφέψουν για ποτό και βόλτα, τα άστρο μου είχε αρχίσει να λάμπει και κατάφερνα πολλά χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Τότε ήταν που την είδα, αμαξοστοιχία σκέτη, να τροχιόδρομοι καταπάνω μου σαν με είδε σ’ ένα παλιό διαβατάρικό πέρασμά, κοντά στη ληγμένη επανάσταση. Χέρι στο χέρι, αγκαλιά που κράτησε τόσα μέρη του δευτερολέπτου περισσότερο, ώστε να καταλάβω πως ό,τι υπήρχε μέσα μου ποτέ δεν χάθηκε, κοιμήθηκε μα δεν ξεχάστηκε. Για εκείνη, την εκδηλωτική, το πρόσωπό της έλαμπε από μια ιδιαίτερη λάμψη, που τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, μάλλον, είχαν αποκτηθεί μετά αφ’ ότου χαθήκαμε. Περπατήσαμε αγκαζέ στους βραδινούς δρόμους της φωτισμένης
με νέον πρωτεύουσας και αγκυροβολήσαμε σε ένα καφέ, κάπου στην πλατεία Αβησσυνίας, επενδεδυμένο με ξύλο καρυδιάς και μπισκοτόκουτα από όλες τις χώρες του κόσμου, για τσάι καραμέλα. Ακύρωσα το επικείμενο ραντεβού μου για να την δώ και να την απολαύσω. Ήπιαμε, φάγαμε, ενώ το γκαρσόνι μας κοιτούσε παραξενεμένο, αφού όλα τα κάναμε ανάποδα, το ξέραμε και γελούσαμε. Η συνέχεια της βραδιάς μας βρήκε πάνω στον ιερό βράχο, που όλα τα καλόπαιδα της νύχτας αράζουν, πίνουν, έρχονται κοντά και τραγουδούν, να της κάνω μασάζ στους κουρασμένους, από τη δουλειά και το διάβασμα, ώμους της.
Αυτό ήταν το πιο δυνατό μου χαρτί, μπορούσα να καταλάβω την κούραση του άλλου και με τα χέρια να του την πάρω, αρκεί να με άφηνε, να μου αφηνόταν να τον περιποιηθώ όπως νόμιζα. Ξεκίνησα κάνοντας μασάζ στους δικούς μου στο σπίτι, αργότερα στους συγγενείς και στο πανεπιστήμιο κατάφερα να πιάσω part-time δουλειά σε ένα ινστιτούτο αισθητικής όπου είδα και έμαθα πολλά. Έγινα καλός, πραγματικά καλός, ανεξάρτητα αν είχα νεαρό ή ηλικιωμένο σώμα απέναντί μου, όμορφο ή παρατημένο, ανδρικό ή γυναικείο, έκλεινα τα μάτια και άφηνα να με καθοδηγήσει ο αναστεναγμός τους, το ένα σώμα επικοινωνούσε διαισθητικά με το άλλο και το αποτέλεσμα ήταν να αντιστρέφεται η πολικότητα της κούρασης, σε δύναμη και ευεξία. Σε ιδιαίτερες στιγμές, με ερωμένες και ερωτευμένες, όλο το σώμα ένα εργαλείο, για μαλάξεις, πιέσεις, στρέψεις και διατάσσεις, με ερωτικές λαβές και τεχνικές που σκαρώνονταν ανάλογα με την ανάγκη και την επιθυμία.
Η διάθεσή μου εκείνο το βράδυ ήταν να την αποπλανήσω, να την
μετεριστώ, να την κάνω δική μου, να μου δοθεί ολοκληρωτικά και απόλυτα, όπως φανταζόμουν στα πιο τρελά μου όνειρα, χρόνια τώρα. Άπλωνα τα χέρια μου πάνω της, τους γυμνούς ώμους της και τον περιοχή του αυχένα εξερευνούσα, που ξαλάφρωναν σιγά σιγά και της χάριζαν ηδονή και ευχαρίστηση. Αναστέναζε κάθε φορά που πετύχαινα τον πόνο, σαν να γεννούσε κάτι δικό της, καλό και αγαπημένο, όχι από τα σπλάχνα της, μα σαν την Αθηνά, από το κεφάλι του γονιού της. Τότε έταξα στον εαυτό μου οτι τη θέλω αυτή την κοπέλα, να την ακούσω σε στιγμή ηδονής να σπαράζει με θεόρατα βογκητά ευτυχίας και λύτρωσης, μεγαλόστομα, μεγαλόφωνα, χωρίς λογοκρισία και σιγαστήρα ηθικής, να ακουστεί για να δηλωθεί, σαν κραυγή λύκου στη νυχτιά.
Δεν μείναμε πολύ παραπάνω εκεί, γιατί αναντριεύτηκαν οι γύρω μας και φουσκοθαλάσσισαν οι ανάσες τους. Εγώ, αν μη τι άλλο, θα επέστρεφα στο προσωρινό μου κατάλυμα για ύπνο, ενώ εκείνη θα συνέχιζε με τα βιβλία της για το πολυπόθητο πτυχίο. Ήταν φιλόδοξο χτύπημα, μα έπρεπε να το δοκιμάσω.
- Σε θέλω, σε ήθελα από τότε που σε γνώρισα. Δεν με προσμένει
καμία ψυχή πουθενά, εσένα δεν ξέρω και δεν με νοιάζει, πάντα υπήρχε κάποιο πρόσωπο μεταξύ μας να μας κρατάει σε ασφαλή απόσταση, ζευγάρι του ενός ή του άλλου. Δεν θέλω να σε χάσω, είμαι έτοιμος για σένα τώρα.
- Είμαι με άλλον, τον αγαπάω, δε με αγαπάει, είναι με άλλη, τον σκέφτομαι ακόμα. Αν κάνω ο,τιδήποτε με κάποιον, ακόμα και με σένα που σε αγαπάω, θα το μετανιώσουμε, γιατί με αυτόν η πεθυμιά μου θα ξαπλώνει και θα μισηθούμε μετά. Σε θέλω, μα όχι τώρα, όχι έτσι, δεν είμαι έτοιμη για σένα.
- Μου ήταν δύσκολο να κάνω αυτό το βήμα, μα δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Έπρεπε να το προσπαθήσω, γιατί θα ‘μενε πάντα στο περιθώριο του μυαλού και στην άκρη των χειλιών μου ανείπωτο. Μπορεί να περιπλέκονται τα πράγματα από τη μια, από την άλλη όμως ξεκαθαρίζω τη θέση μου απέναντί σου. Σε θέλω απόψε και δεν είναι ότι απλώς θέλω να κοιμηθώ με μια γυναίκα, εσένα θέλω, όπως ακριβώς σε ήθελα και τότε, μα δεν έβρισκα την ευκαιρία να στο πώ, γιατί είσαι πάντα άπιαστη. Αν έχεις αυτή τη δύναμη που δείχνεις, κράτησέ με σε απόσταση, εγώ δεν έχω αυτοέλεγχο και είμαι αρκετά αυτοκαταστροφικός για να προστατέψω τα μελλούμενα.
Πέρασε η πορτοκαλί βραδιά από πάνω μας, στα κιτρινισμένα σκαλοπάτια των Προπυλαίων και ‘μεις αμίλητοι και σφιχταγκαλιασμένοι, λες και αποχαιρετούσαμε αγαπημένους στην προκυμαία. Κάποιος έκλαψε, μετά εκείνη. Η ψηλή τούγια μας κρατούσε στην αφάνεια του πολυφωτισμένου κέντρου, μα το στερνό φιλί δεν δόθηκε. Το αντίο ήταν πραγματικά αποχαιρετισμός, το ξέραμε και οι δύο ότι δεν θα μπορούσαμε να ξαναβρεθούμε σαν απλοί φίλοι. Όταν γύρισα την πλάτη για να φύγω καταλάβαινα πως μόνο η σύμπτωση θα μπορούσε να μας ξαναφέρει κοντά. Έφυγα.
Τα χρόνια περνούσαν σαν ηλιόσποροι, τόσο γρήγορα που μέχρι να τα καταλάβεις , ήσουν ήδη στο επόμενο. Άνθρωποι μπήκαν στη ζωή μου, άνθρωποι βγήκαν, σαν παραλία το κύμα τους έβλεπα να ‘ρχονται και να φεύγουν. Ισορροπίες γερές είχα βρεί, η γαλήνη κυριαρχούσε γύρω μου και ‘γω αναζητούσα εφήμερες απολαύσεις και ανάλαφρες σχέσεις, χωρίς προβλήματα και εξηγήσεις, πίκρες και συναισθηματισμούς. Η καλή μου, ένα καιρό, παρουσίαζε το διδακτορικό της σε διεθνές συνέδριο και κατά τις παρακολουθήσεις της εγώ έκανα τις βόλτες μου στα μαγαζιά του κέντρου.
Την πέτυχα έξω από ένα παπουτσάδικό στην Ερμού και με το ζόρι με τράβηξε σ’ ένα μαγαζί για να μου κάνει δώρο κάτι που θυμόταν οτι πάντα ήθελα, ένα σέτ μπλέ σεντονιών. Με χαμόγελα ευτυχίας και γλυκιάς νοσταλγίας αράξαμε στο απόμερο μπαράκι, στο Κολωνάκι, που κράτησε παρέα στα ανήθικα φοιτητικά μας χρόνια. Η ώρα περασμένη και ‘μεις χαμένοι από κόσμο, υποχρεώσεις και τον ίδιο το Χρόνο, αφηγούμασταν ιστορίες, ταξίδια, μπερδέματα και ευτράπελα της ζωής μας. Ο φίλος της γύρισε για λίγο πίσω, μέχρι να την εγκαταλείψει οριστικά αυτή τη φορά και να της αφήσει μια σκληρή καρδιά που έμελλε να βασανίσει πολλές ανυποψίαστες ανδρικές καρδιές αργότερα. Ήταν ακόμα αρκετά νωπές οι μνήμες της και αυτή ευάλωτη, δεν υπήρχε άλλος έρωτας μέσα μου γι’ αυτή, δεν της ρίχτηκα. Περνούσαμε πολύ ωραία ακούγοντας να παίζουν παλιά τζάζ κομμάτια, με νέγρικες φωνές να ακολουθούνται από μπάσο ή ένα πιάνο, και ‘μεις αραγμένοι στους αφράτους καναπέδες. Κάποια στιγμή που πήγε στην τουαλέτα, πετάχτηκα να πάρω τη φίλη μου, να της πώ ότι θα αργούσα γιατί βρήκα κάποια παιδιά από τα παλιά, μα το γυναικείο της ένστικτο αμέσως έπιασε κάτι στον αέρα και μου ζήτησε να ‘ρθει και αυτή, αν και ήταν έτοιμη να ξαπλώσει. Κανένα πρόβλημα ! Σε ένα δεκάλεπτο έκανε την εμφάνισή της με κοκκινισμένα μάγουλα από το περπάτημα. Έμενε για το βράδυ εκείνο με τις αδερφές της που ‘χε καιρό να τις δεί και τις άφησα να τα πούν και να πούν και για μένα, ενώ εγώ την άραζα στο άδειο διαμέρισμα ενός καλού φίλου που πότε τον φιλοξενούσα εγώ, πότε εκείνος. Γνωρίστηκαν. Ήξερε η μια την ύπαρξη της άλλης και υπήρξε μια αμοιβαία συμπάθεια, μα κάτι εμπόδιζε τα δύο θηλυκά να λυθούν και να ‘ναι άνετες, εγώ που τις ήξερα και τις δύο, σε διαφορετικές στιγμές και καταστάσεις έβλεπα την προσπάθεια τους, μα δεν έκανα κάτι για να το αλλάξω. Συνεχίσαμε σε διπλανή κρεπερί και μετά βόλτα με το ολοκαίνουριο αυτοκίνητο της Αγγέλας. Η μικρή, όσο και αν το ‘θελε, δεν μπορούσε να κρατήσει τα ματάκια της ανοιχτά και την οδηγήσαμε σπίτι της, ενώ εγώ είπα να πάρω ταξί, γιατί έμενα στην άλλη άκρη της πόλης.
- Μην είσαι κουτός, θα σε πετάξω εγώ και αν θες να πληρώσεις, θα σε αφήσω να μου το ασημώσεις.
Με διστακτικότητα μας αποχαιρέτισε να φεύγουμε μαζί, προς το άδειο σπίτι και πιστεύω βαρεία καρδιά. Είπε ό,τι μπορούσε για να μείνω, αν και δεν επέμεινε, για το ξεκάρφωμα. Στο αυτοκίνητο μέσα υπήρχε ένα πλάκωμα, μια καταχνιά, κάτι που δυναμίτιζε την ατμόσφαιρα. Ανοιχτή η οροφή, μα ένιωθα να μην με χωράω ο τόπος, το πουκάμισο με στένευε αφόρητα, αν ήμουν μόνος θα το ‘σκιζα.
Φτάσαμε απ’ έξω, δεν περίμενε να την αποχαιρετίσω, έσβησε κατευθείαν τη μηχανή. Η στύση μου αστραπιαία αντέδρασε και ένιωσα το χτυποκάρδι μου φρενιασμένο. Πυρετικοί λογισμοί με αν και μήπως, πώς και γιατί κατέκλυσαν το ήδη φτιαγμένο από το ποτό κεφάλι μου. Την πήρα από το χέρι για να την οδηγήσω από την εξώπορτα στο ασανσέρ και από ‘κει στο διαμέρισμα, ενώ ήδη η πλάτη μου είχε γίνει κουρέλι από τα νύχια της και αυτή ανεβασμένη σαν τσιτάχ πάνω μου ετοιμαζόταν για άλλο γεύμα, πιό σωστό για εκείνη την ώρα. Δεν με άφησε να πλησιάσω τα χείλη της, είχε τον απόλυτο έλεγχο, έκανε ό,τι ήθελε, εφορμούσε και όταν πήγαινα να την πλησιάσω, αποτραβιόταν και την πλήρωνα με άγριες δαγκωματιές. Ρούχα δεν βγήκαν, μα είχα μετά την αίσθηση ότι έγιναν πολύ περισσότερα πράγματα τότε, παρά σε οποιαδήποτε άλλη ερωτική εμπειρία είχα ποτέ δοκιμάσει. Κοιμήθηκα αγκαλιά της, το πρωί φόρεσε τα σνίκερ της και δοκίμασε να φύγει όπως μπήκε, όπως πέρασε η νυχτιά, αμίλητη.
- Ό,τι και να κάνεις, ό,τι και να κάνω, εμείς οι δύο θα γίνουμε ζευγάρι, δεν ξέρω πότε, αλλά μετά από χθές είμαι βέβαιος. Αν θα αντέξει ο ένας τον άλλον επί μακρόν, δεν ξέρω, ο καιρός θα δείξει, ούτε αν θα αλληλοσκοτωθούμε, μα νομίζω ότι θα κάνουμε μπάμ από μακριά. Χημεία pure…είπα, χαμογέλασε λίγο, σήκωσε άλλο λίγο το κεφάλι να ‘ρθει στη θέση του και …Έφυγε. Έμεινα.

.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.
Το ρολόι του Χρόνου χτυπούσε ασυγκίνητο

.-.-.-.-.-.-..-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.
Το ρολόι του Χρόνου χτυπούσε σιγανά

.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.

Οι φαβορίτες μου ήταν το μόνο πλούσιο μέρος στο κεφάλι μου με μαλλιά και είχα γκριζάρει, όχι πολύ, 10 χρόνια περίπου. Οι γνωστοί μου αναγνώριζαν πως ο χρόνος δεν είχε αφήσει βαθιά τα σημάδια του πάνω μου, μόνο τα χέρια μου ήταν βαριά αυλακωμένα από τον πηλό. Δεν είχα τρέξει στα γυμναστήρια σαν τους συνομίληκούς μου, να σηκώνω βάρη και να κυνηγώ πιτσιρίκες, δεν είχα κοιλιά, γιατί έμενα κατά βάση μόνος μου και με φρόντιζα. Απλός, καθημερινός, απεριποίητος, με μια μόνιμη κεραμιδί τραγιάσκα επί κεφαλής.
Οι φίλοι μου παντρεύτηκαν, κάποιοι είχαν ήδη μεγαλωμένα παιδία, κάποιοι εγγόνια, άλλοι χώρισαν - οι περισσότεροι-. Εγώ έμεινα μόνος, πέρασα πολλά χρόνια με περιπαιτιούλες περιμένοντας την μεγάλη αγάπη. Μια μικρούλα, απ’ αυτές τις θανατερές, τις αδυσώπητες, με έπαιξε όπως έπαιζα και ‘γώ και με τσάκισε, με κατέστρεψε ολοκληρωτικά τρώγοντάς μου ό,τι μάζευα στην άκρη, ποδοπατώντας την αυτοπεποίθησή μου και αφήνοντας πίσω της ένα ζωντανό ερείπιο, μια γέρικη σαύρα να γευματίζεται που και που κανένα τελειωμένο θύμα. Τα τελευταία μου θύματα ήταν οι παραμελημένες γυναίκες των φίλων μου, που όσο αυτοί μου εξομολογούνταν τα σχέδιά τους για να ξενοπηδήσουν, εποφελούμην και αποκαθιστούσα ανίερες ισορροπίες. Είχα βρεί γερούς μηχανισμούς απενοχοποίησης, δεν θα έβαζα μυαλό με τίποτα. Με πολλή προσοχή οργάνωνα την αμαρτία και με προφάσεις αδιαθεσίας ή ξαφνικής δουλειάς δεν έχανα ευκαιρία να μελισσίζω τους ανθούς της ύστερης νιότης τους.
Μέσω κάποιων άκρων και της αναμφισβήτητης αξίας μου κατάφερα να μπώ στο εργαστήρι γλυπτικής του Δήμου και με τον καιρό και με πολλή δουλειά -ποτέ ξαφνική !- έφτασα να προΐσταμαι, ενώ παράλληλα άνοιξα και ένα δικό μου όπου διοχέτευα τα πραγματικά ταλέντα και τις ομορφούλες, που έπαιρναν γνώσεις και άκρες με την αξία τους. Κάθαρμα σωστό, αλλά μόνο εγώ ξέρω τί σώματα και πρόσωπα πέρασαν από τα χέρια μου.
Ήταν μέσα Δεκεμβρίου και το εργαστήρι θα ‘κλεινε για τις γιορτές. Η πόλη ήταν στολισμένη με αρκετά έργα μου, που τα αποκαλυπτήρια από το φρέσκο χιόνι γίνονταν κάθε όποτε έλιωνε. Όλο το νησί προετοιμαζόταν για το μεγάλο γεγονός της Χριστιανοσύνης, με γλυκά στους φούρνους, τριγωνάκια στις παρέες των μικρών, ζαλιστικά φωτάκια ν’ αναβοσβήνουν από το πρωί ως το βράδυ, έλατα στις γωνιές και ξενόφερτες μελωδίες από τα μεγάφωνα της πόλης. Στρατιές χαρούμενων, μα και αγχωμένων ανθρώπων μπαινόβγαιναν σε καταστήματα με γεμάτες τσάντες και πιό άδειες καρδιές.
Κάπως έτσι ήμουν και ‘γω, κλεισμένος στους 4 τοίχους της τηλεόρασής μου, που έπαιζε ασταμάτητα τα ίδια και τα ίδια έργα, με μόνη διαφορά την σειρά των καλεσμένων στα διάφορα shows, που ενέτειναν την απελπισία μου. Στη διάρκεια των εορτών, είχα ακούσει στα νιάτα μου, ότι παρατηρούνται οι περισσότερες αυτοκτονίες, από μοναξιά, άνοια, παραμέλημα, ασφυξία μπρος στην πλασσαριζόμενη εικόνα ευτυχισμένων ανθρώπων, που άθελα της οπλίζει το χέρι και πυροβολεί, ενώ κάνει τους άλλους να κολλάνε πιό κοντά, από φοβία μπρός στην ασθένεια της μοναξιάς.
Ευτυχώς δεν με είχε πάρει τόσο από κάτω, μα είχα βρει εκτόνωση στη ναρκωτική ευτυχία του ποτού και των πραγματικών ναρκωτικών. Οι ερωμένες μου είχαν επιστρέψει στα πατρικά τους, ενώ οι παντρεμένες διασκέδαζαν οικογενειακά στα ευτυχισμένα σπιτικά τους και με καμία δύναμη δεν επέτρεπαν να καλεστώ και ‘γω, για να τους υπενθυμίζω την άλλη πραγματικότητα, την αληθινή. Η μέρα μου ξεκινούσε και έκλεινε με ανοιχτές μπουκάλες και κοκτέιλ χαπιών, που μου χάριζαν την απαραίτητη νωθρότητα και υπνηλία που μου χρειαζόταν, αφήνοντας, βέβαια, γέρους πονοκέφαλους και αναγούλες για να μην ξεχνιόμαστε κι όλας.
Σε μια τέτοια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Το κουδούνισμά του, ακόμα και λάθος αν ήταν, με πλημμύριζε προς στιγμή με ελπίδα, για να με ρίξει στον Καιάδα, με το μονότονο ήχο της κατεβασμένης γραμμής, από την άλλη μεριά. Μα αυτή τη φορά δεν ήταν έτσι. Μια γνώριμη φωνή, της Ίρμας, με προσκαλούσε σε ένα από τα γνωστά πάρτι που διοργάνωνε στο σπίτι της, κάθε τέτοια εποχή. “Το τελευταίο της χρονιάς και το πρώτο της επόμενης”, ήταν το σλόγκαν.
Πάντα γουστόζικα, ιδιαίτερα και φαντεζί, σαν την ίδια, αποτελούσαν εγγύηση για πρώτης τάξης διασκέδαση. Ο πατέρας της, μεγαλοδικηγόρος στο νησί, της είχε αγοράσει ένα παλιό αρχοντικό που το ανακαίνισε η ίδια, χωρίς να λυπηθεί τα χρήματα στο ελάχιστο. Μπορεί οι ιδέες της να ‘ταν τόσο σταθερές όσο και το χρώμα των μαλλιών, που άλλαζε και μέσα στην ίδια μέρα, μα το αρχοντικό κράτησε τον πιό λιτό χαρακτήρα που θα μπορούσε να ‘χει. Σε αυτό ήταν απόλυτη, ποιός ξέρει ποιά απόκρυφη γωνίτσα της ψυχής της έβρισκε εκεί μέσα καταφύγιο από τη διαρκή αστάθεια της ζωής της. Σφυρήλατο σίδερο, πελεκημένη πέτρα και ξυλόγλυπτα, βαρεία έπιπλα συνιστούσαν τον προσωπικό της χώρο που σε λίγο θα τον διακοσμούσαν με ενδυματολογικές υπερβολές και ακρότητες οι δικοί της άνθρωποι. Στοίχημα βάζω πως ούτε τους μισούς από αυτούς που θα μαζεύονταν θα ήξερε, γιατί ως γνωστόν ήταν ανοιχτό και όποιος ήθελε καλούσε όσους ήθελε και έτσι, ακόμα και οι απόκληροι έβρισκαν ένα κοινό τόπο να συγχνοτιστούν , να ανταλλάξουν ευχές και να ενώσουν τις απέραντες μοναξιές τους.
Καθισμένος για λίγη ώρα, μπροστά στο κλειστό παράθυρό μου και ενώ η τηλεόραση συνέχιζε σαν φλύαρη πάπια, προσπαθούσα να οργανώσω το χυμένο μυαλό μου από την παραζάλη, να σκεφτώ αν είχα το τηλέφωνο καμιάς κοπελιάς για να με συνοδέψει. Είχα ήδη εξαντλήσει όλα τα τηλέφωνα του τηλεφωνικού καταλόγου του κινητού μου, εδώ και μέρες, άρα θα κατέφευγα στο βαρύ πυροβολικό. Φυλαγμένο σε σεντούκι, για να μου θυμίζει οτι αναφερόμουν σε χρονοντούλαπο, ανέσυρα την μεγάλη, χειρόγραφη ατζέντα που διατηρούσα ενεργή για πάρα πολλά χρόνια, μα είχε πέσει σε αχρηστία, επειδή περιείχε πολλές κατηγορίες που δεν ήσαν πλέον λειτουργικές. Τα περισσότερα νούμερα ήταν διεγραμμένα με κόκκινα, πράσινα, μπλέ και μαύρα στυλό, ενώ κάποια λίγα δεν διακρίνονταν από πολλά στρώματα ανεξίτηλου μαρκαδόρου. Σε μια ματιά, είδα λάθη και αμαρτίες μιας ολόκληρης ζωής, κοπέλες που δοκίμασα, που με δοκίμασαν, άλλες που πέρασαν χωρίς να τους δοθεί καμία ευκαιρία να αλλάξουμε τις ζωές μας, άλλες που δεν στεριώσαμε γιατί ποτέ δεν ήμουν επαρκής- κατά βάση συναισθηματικά, μπορεί και σεξουαλικά, αφού δεν με ένοιαζε η ικανοποίησή τους-, γυναίκες που σκοτώναμε τη μοναξιά και τις ελπίδες μας για ευτυχία και λίγα τηλεγραφικά, με όνομα και τηλέφωνο που πλέον δεν μου θύμιζαν το παραμικρό.
Ξεκίνησα να γράφω ένα πολύ ζεστό και διερευνητικό μήνυμα, αρκετά γενικό, ώστε να απευθύνεται σε πολλούς αποδέκτες, χωρίς να χρειάζεται να συμπληρώνω ονόματα, για διευκόλυνση. Όποια τσιμπούσε το δόλωμα, θα δεχόταν πλήρη επίθεση. Μετά από λίγη ώρα άρχισαν να καταφθάνουν οι πρώτες απαντήσεις. Οι περισσότερες, όπως ήταν αναμενόμενο, στα σπίτια τους με τους αγαπημένους τους, κανά δυό με έβρισαν γιατί δεν θυμόμουν τί είχε προηγηθεί και με είπαν κάφρο, ενώ άλλες πιο άνετες και εξίσου μόνες, ήταν σε ταξίδια σε όλο τον κόσμό. Δεν με έριξε καθόλου και με πιό μετρημένο μήνυμα, έκανα κρούση αυτή τη φορά σε μια άλλη, επικίνδυνη κατηγορία “Ξαναζεσταμένο-Δοκιμασμένο”. Τα αποτελέσματα, πάνω-κάτω, τα ίδια με πρίν, αλλά και πάλι η προοπτική να εμφανιστώ παντελώς μόνος μου ξίνιζε και η τελευταία μου απόπειρα, σε ένα απάτητο έδαφος και με κόκκινη επισήμανση “βαθιά Νερά”, βρήκε μερικά ονόματα, που για χάρη τους δεν είχα κλείσει μάτι για καιρό. Ανάμεσά τους η Στέλλα, Εκείνη, η Ιρένε, η Αγγέλα, η Σύλβια η μικρή. Όλες τους κρατούσαν ένα κομμάτι από την ψυχή μου, ίσως όμως έτσι να δικαιολογούσα την έλλειψη που αντίκρισαν οι επόμενές τους…
Δεν κάθισα να το πολυσκεφτώ, γιατί όπου απαιτείται σκέψη, σε τέτοιες περιπτώσεις η σωστή απάντηση είναι η αρνητική, αφήνοντας τον άλλον στην ησυχία του, μα έδρασα αυτόματα και το κοινό μήνυμα βρήκε τους στόχους του, εκτός από Εκείνη …είπαμε μεθυσμένος, όχι αυτόχειρας. Παρέα με τον Ιβάν, ένα ρώσικο λυκόσκυλο και Κανά δυό μικρότερα, που μου άφησαν να τους τα προσέχω, άρχισα να ετοιμάζομαι. Παντελόνι και άνετα παπούτσια, ριχτό μάλλινο, μια μπουκάλα από την κάβα μου και ξεκίνησα για μια βόλτα στην πόλη.
Ο κρύος αέρας με ζωογόνησε, ένιωσα αμέσως το αίμα να κυλά στις φλέβες και να παρασύρει την περίσσεια αλκοόλ στο μισοκατεστραμένο συκώτι μου. Ο γιατρός ήταν απόλυτος, αν συνέχιζα έτσι, θα χρειαζόμουν μέσα στα επόμενα χρόνια, αν όχι και τώρα, μεταμόσχευση, μιας και στις εξετάσεις μου όλες οι τιμές ήταν μακράν πέρα από τα φυσιολογικά όρια. Για την ώρα, με είχε προμηθεύσει με χάπια και χαπάκια, που όποτε ήταν να πιώ, τα θυμόμουν.
Στο δρόμο έκανα μια στάση, σε ένα ανοιχτό πολυκατάστημα για να πάρω περιοδικά και μερικά έργα, σε περίπτωση που το πάρτι αποδεικνυόταν φούσκα. Κόσμος έκανε αγορές της τελευταίας στιγμής και πιτσιρίκια φωτογραφίζονταν στην αγκαλιά ανθρώπων με γενειάδα και κόκκινη στολή. Η φωνή του εκφωνητή προέτρεπέ να συντομεύσουμε τις αγορές μας, γιατί τα πάντα έκλειναν και με την τυπική του φωνή να ακούγεται από μακριά, κάθισα για λίγο σε ένα καφέ, να πιώ κάτι ζεστό, να συνέλθω.
Άδεια καθίσματα, απαλά σουίνγκ στα ηχεία, μαλακά σκαμπό και μια μεστή, γυναικεία παρουσία, με έντονες καμπύλες και πλατινέ μαλλί, μου πήρε παραγγελία και χάθηκε προς στιγμήν πίσω από τις μηχανές του καφέ. Είχα όλο τον καιρό του κόσμου να παρατηρήσω την εσωτερική του διακόσμηση, μιας και πότε δεν την είχα προσέξει, μα θυμήθηκα οτι για αρκετή ώρα τώρα δεν είχα ρίξει δεύτερη ματιά στο κινητό μου. Αν και δεν είχα ακούσει τίποτα, είχα 5 μηνύματα και 1 κλήση. Με ωραίο ή λιγότερο κομψό τρόπο μου ‘λεγαν πως τελευταία στιγμή δεν παίρνεις τηλέφωνο, επειδή έμεινες μπουκάλα.
Κατέβασα στα γρήγορα τον εσπρέσσο και βιάστηκα να ξαναβγώ έξω με χαμηλωμένο κεφάλι, χωρίς να περιμένω για ρέστα. Οι τύψεις φέτος ήταν αγριότερες από άλλες φορές, μα δεν με έπαιρνε να το βάλω κάτω και κίνησα προς την κορυφή του λόφου, κατευθυνόμενος προς το κατάφωτο σπίτι. Κάτι μέσα μου είχε αρχίσει να σφίγγει επικίνδυνα τα σωθικά και αν δεν μιλούσα σε γνωστό άνθρωπο πολύ γρήγορα δεν ξέρω και ‘γω τί θα γινόταν.
Έφτασα κοντά στις έντεκα, άραξα λίγο πιο κάτω, στην κατηφόρα, μα το παγωμένο ήδη χιόνι με δυσκόλεψε αφάνταστα. Τρελά πεισμωμένος και με χαλασμένη διάθεση μπήκα μέσα αποφασιστικά και πήγα στην πρώτη ξεμοναχιασμένη να μιλήσω. Συνοδευόταν. Στη δεύτερη. Ζαλιζόταν και παρέπαιε, μα μου ΄κανε για το λίγο που την ήθελα. Αγκαλιά άρχισα να τοξεύω δεξιά και αριστερά για να βρώ κάτι καλύτερο. Το σπίτι ήταν τεράστιο, όπως το θυμόμουν και από παντού έβγαιναν και έμπαιναν μπουλούκια οι παράξενοι άνθρωποι. Μπορούσες να πετύχεις όλους σχεδόν τους συνδυασμούς των 3 φύλων και των ενδιάμεσων αποχρώσεων να μιλάνε, να σχετίζονται, να κοιτάζονται και να λικνίζονται. Παντού ήσαν αφημένα μπουκάλια, ποτήρια και γεμάτα σταχτοδοχεία. Σερβιρίστηκα και αφού εγκατέλειψα το πτώμα στην τύχη του, άρχισα να γυρνώ για να βρώ ή να προκαλέσω τουλάχιστον την δική μου. Στο διπλανό σαλόνι, που χρησιμοποιούνταν σαν αίθουσα μουσικής, συνάντησα αρκετούς γνωστούς μου και άρχισα να μπαίνω στο κλίμα και στην καλή διάθεση.
Βέβαια βοήθησαν σημαντικά και οι δύο γραμμές που ήπιαμε όλοι και από τότε άρχισε ο νευρικός χορός που κράτησε για πάντα. Ο καθένας με τα μάτια γυρισμένα ανάποδα, προς το εσωτερικό του έβλεπε τις νότες και το σφυροκόπημα του επαναλαμβανόμενου beat και χόρευε στον μικρόκοσμό του. Το stobolight μαχαίρωνε το ημίφως του πάνω πατώματος με λωρίδες φωτός και εκεί έχασα τον εαυτό μου, μέσα στο ξέφρενο πλήθος.
Όπως κάθε πάρτι που σεβόταν τον εαυτό του στις μέρες μας, έκανε άφθονη χρήση παραισθησιογόνων, για να δημιουργηθεί το προσφιλές έδαφος της εναλλακτικής πραγματικότητας, που όλοι χρειάζονταν. Το LSD και γώ δεν ήμασταν άγνωστοι, με βοηθούσε όταν στέρευε η φαντασία μου και εκεί μέσα τα ‘βλεπα όλα. Ο κόσμος έλιωνε, έβλεπα τα κομμάτια της αποσύνθεσής του να επανενώνονται και να παρατηρώ την κοσμογονική αλλαγή να συντελείται μπροστά μου. Παράξενες γέφυρες με ζωή, κινούνταν στο έδαφος σαν κάμπιες, τα λουλούδια ελικοπτέριζαν γύρω τους και αποκεφάλιζαν απορημένες μέλισσες που δεν μπορούσαν να αντιδράσουν. Η συνέχεια του χώρου, του χρόνου και του ήχου διαταρασσόταν και αυτονομούνταν σε τρείς διαφορετικές οθόνες που ετεροχρονισμένα διασταυρώνονταν, για να αποδώσουν ένα άκρως ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Προσπαθούσα να μην κάνω συστηματική χρήση, γιατί μου δημιουργούσαν φοβικές αντιδράσεις που έφταναν στα όρια της καρδιακής προσβολής. Έτσι χάνονταν πολλοί τότε…
Όταν άρχισα να αγριεύομαι με τους υπόλοιπους πρωτόγονους, είπα να κατεβώ και να δροσίσω το πρόσωπό μου μπας και ηρεμήσω. Κάτι πήρα να φάω, ήπια, μίλησα σε άγνωστες, κάποιες τις φίλησα, ενώ μια πιο επιθετική με στρίμωξε σε μια τουαλέτα, νομίζω. Απ’ έξω άρχισαν το μέτρημα, 10, 9, 8…1, ..2017 και βαρελότα, φωτοβολίδες και σφυρίχτρες από παντού σημάδευαν τη Χαρά, ψηλά στον ουρανό, για να φοβηθεί και να βατραχίσει σε άλλο αστέρι, ώστε να την δούν και να αγαλλιάσουν.
Κατάχαμα πεσμένος, με την πλάτη, προσπαθούσα να κουμπώσω το παντελόνι μου και με ανθρώπινες φιγούρες που άρχισαν να βγαίνουν μέσα από τοίχους και να με ταράζουν, αποφάσισα να φύγω. Μάζεψα τα κομμάτια μου και στην είσοδο που χαιρετούσα την Ίρμα, είδα το δικό μου Φάντασμα των Χριστουγέννων. Ήταν η Ιρένε. Ήταν όμως; Της έμοιαζε, χαμογελούσε σαν και αυτήν, ήταν όμως αληθινή; Αποδείχτηκε πως ναι.
Σε ένα σάρωμα του χώρου με εντόπισε, κέντραρε πάνω μου, χαμογέλασε και ξεχύθηκε προς το μέρος μου. Σαν φοράδας ανέμιζε η κατακόκκινη χαίτη της, ενώ σε κάθε βήμα το πορτοκαλί φουστάνι της αγκάλιαζε κάθε καμπύλη του σφριγηλού κορμιού της. Ασημένιο το μενταγιόν στο λαιμό και η αλυσίδα στο πόδι σήμα κατατεθέν της, δεν είχε αλλάξει πολύ. Το πρόσωπο είχε τις επιμελώς καλυμμένες ρυτίδες γύρω από τα μάτια, μα η παρουσία της ήταν τόσο γόνιμη, δυνατή και θηλυκή, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Το στήθος της, αχ.. αυτό το στήθος της, που μπροστά του γίνονταν οι λιγόψυχοι σε άντρες και οι άντρες μικρά παιδιά, έτοιμα να θηλάσουν τον γυναικείο, μητρικό οργασμό. Για το στήθος της ήταν περήφανη, δεν μπορούσε να το κρύψει, να το περιορίσει με τίποτα, αποκτούσε δική του προσωπικότητα, κίνηση και επιθυμία και στην μεγάλη, ερωτική στιγμή, πλημμύριζε κατά πάνω σου, ακολουθώντας προαιώνιους, φυσικούς νόμους.
Όταν με έσφιξε στην αγκαλιά της ένιωσα ξανά την ορμή και τη μέθη για κείνο το γνωστό, μεστό και πολύ λατρεμένο, ποθητό σώμα. Το ‘ξερε πως προκαλούσε πόθους και πάθη στο πέρασμά της, μα την ενδιέφερε πάντα κάτι πιό ουσιαστικό από το φευγαλέο των ανδρών.
- Ήμουν στο Ρέθυμνο, για μια επίσκεψη στον αδερφό μου και βρήκα καλοδεχούμενη την πρόταση σου. Ήρθα. Χάρηκα που με σκέφτηκες. Πάνε χρόνια, αλήθεια, που ‘χουμε να βρεθούμε. Μου ‘λειψες μικρέ μου!
Πόσος καιρός πάει από τότε που κάποια με προσφώνησε “Μικρέ μου”! ίσως και να ‘ταν αυτή η τελευταία. Από κεί και πέρα, αυτό τον χαρακτηρισμό τον επωμίστηκα εγώ.
Την άκουγα, την έβλεπα, την έσφιγγα στα χέρια μου, μα δεν μπορούσα να αρθρώσω πολλές κουβέντες. Το κατάλαβε. Όπως πάντα, όπως όλα, το κατάλαβε.
- Κάποιος είναι γκολ, έτσι; Πάμε να σου στύψω κάτι να πιείς, να ξεθολώσεις.
Με πήρε σχεδόν από το χέρι και αφού έψαξε λίγο, βρήκε την κουζίνα, τα πορτοκάλια και με έβαλε να τα πιώ. Πάντα ήταν πολύ στοργική απέναντί μου και εγώ ήμουν τόσο ευάλωτος, που δεν μπορούσα να θυμηθώ τί έκανα και απομάκρυνα αυτό το διαμάντι από δίπλα μου. Εκείνη ήξερε, πάντα ήξερε και με συγχωρούσε, μα εγώ δεν μπορούσα να με συγχωρήσω, είχα ξεχάσει το περιεχόμενο του όρου, κάπου στην διαδρομή. Το μόνο που θυμόμουν είναι οτι είχα λίγες σταγόνες κόκα μαζί μου και με αυτές θα ανέκαμπτα.
- Σε θέλω, πρόλαβα να της πώ και τη φίλησα στο στόμα. Πάντα έκανε πως ταραζόταν, μα ποτέ δεν μου αρνήθηκέ φιλί, ήταν έτοιμη για όλα, τα πάντα και παντού. Με κράτησε για μια στιγμή και μετά μου δόθηκε με απανωτά φιλιά και λόγια.
Είχε γλεντήσει τη ζωή της, αυτό το σώμα είχε γνωρίσει μεγάλους έρωτες και ήξερε αν μη τι άλλο να δίνεται, ολότελα και ολοκληρωτικά. Με κρατούσε σφιχτά πάνω της, σώμα και χείλη, χόρευε αργά και σαγηνευτικά με τη μέση της, ενώ γουργούριζε σαν περιστέρα. Τα καπούλια της είχαν εμφανώς βελτιωθεί, ίσως να ήταν η ιδέα μου, ίσως η πλαστική και το γυμναστήριο. Ό,τι κα να ‘ταν, είχε κάνει θαύματα. Όλα μπορεί να τα αλλάξει μια γυναίκα χείλη και στήθος, μύτη και κώλο, μα όχι τα μάτια και τα δικά της έκρυβαν καλά και έκρυβαν πολλά. Μου είχε πεί κάποτε, πως στη ζωή της αυτό που ‘θελε περισσότερο, ήταν να αποκτήσει παιδιά, μα μια λοίμωξη της είχε στερήσει για πάντα αυτή τη χαρά. Ανύπαντρη στα 40, χωρίς σοβαρή σχέση, με άντρες γύρω της σαν και μένα, που την ήθελαν για το βράδυ, μα έκαναν την πρόταση σε μικρούλες, είναι αρκετοί λόγοι για να κουβαλάει πίκρα.
Μα σήμερα ήταν παθιασμένη, όλα αυτά ήταν στο πίσω μέρος του μυαλού της και έκανε παιχνίδι. Άνθιζε και γελούσε καθώς τη φιλούσα όπου έβρισκα, στο πρόσωπο, στο στόμα, στα μάγουλα, στ’ αυτιά και στο λαιμό. Την ένιωθα να φουσκώνει σαν το ηφαίστειο, ενώ και γώ κουβαλούσα λάβα μέσα μου. Η κόκα μου χάρισε μια δυνατή και αξιόμαχη στύση, που την δοκίμασα στα μεριά της, σαν τον παλιό, καλό καιρό, σε μια αποθήκη παπουτσιών. Η μυρωδιά από τις ελαφρώς μεταχειρισμένες γόβες της Ίρμας, τα τακτοποιημένα καλσόν και οι μπότες από γυαλιστερό δέρμα κατάφεραν να με σκυλιάσουν τόσο πολύ, που σκέφτηκα πως η κόκα πήγε τσάμπα. Κάτω από τους εκκωφαντικούς ήχους, ούρλιαζα σαν τσακάλι, πίσω από την αμπαρωμένη πόρτα, την χτυπούσα πάνω στην κοιλιά μου κρατώντας την από τη μέση, ολόρθοι και οι δύο, ενώ δάκρυα ηδονής στόλιζαν τα μάγουλά της. Πάντα αντιλαμβανόταν πολύ συγκινησιακά τον οργασμό, ενώ τα μάτια της έτρεχαν σαν κρήνες.
Δοκιμάσαμε ωραίες εμπειρίες ,που με τα χρόνια είχαμε μάθει από άλλους παρτενέρ, μέχρι που ξαπλωθήκαμε σ’ ένα πάτωμα, μωσαϊκό από πεσμένες γόβες, πιασμένοι αγκαλιά και φιλώντας την γλυκά στο λαιμό. Το χρειαζόμουν το σημερινό, να ‘ναι καλά η Ίρμα που με σκέφτηκε, γιατί ξαναβρήκα έτσι μια γυναίκα που με αγαπάει αληθινά και ίσως να ΄ταν το εφαλτήριο για να ξεκινήσω μια καινούρια ζωή. Ήμουν ξαπλωμένος μαζί της και το δεν πίστευα, ήθελα να αλλάξω, μα δεν είχα το κίνητρο. Οι ευκολίες της ηδονής αποτελούσαν τρικλοποδιές και το ήξερα, μα αντί να πάω για τα πολλά, έμενα στα λίγα και σίγουρα, με κόστος, το οποίο Σήμερα,
κατάλαβα πως δεν ήθελα να πληρώνω άλλο.
Θέλησα να την ερωτευτώ, δεν θα μου ήταν δύσκολο. Όχι, δεν εννοώ να της πώ γλυκόλογα, ήταν πολύ γάτα για να πιάσει τα ψέματα, αλλά να, να κάθομαι δίπλα της, γύρω της και να την χορταίνω με τα μάτια, κοιτώντας την στα μάτια, έχοντας κατά νού ότι είναι μια ανθρώπινη ψυχούλα και δεν ζητάει παραπάνω απ’ όσα θέλω και ‘γω, το ευκολότερο και το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο, Αγάπη. Δεν κοστίζει, δεν σου λείπει αν την δώσεις, αντιθέτως όσο δίνεις, γεμίζεις με έναν παράξενο, ενεργειακό τρόπο, που καταρρίπτει τους ευρύτατα, παραδεκτούς νόμους της θερμοδυναμικής. Είχα καιρό να νιώσω ερωτευμένος και θυμόμουν την γλύκα, μα και την συντριβή, με φόβιζε η αίσθηση κάποια να έχει ιδιαίτερες επιδράσεις πάνω μου και με ένα φύσημα του ανέμου της διάθεσής της, να μπορούσε να αναποδογυρίσει τον κόσμο μου όλο. Έδιωχνα μακριά αυτές τις σκέψεις και αγκάλιαζα πιο σφιχτά το γυμνό, ζεστό της σώμα.
Σε λίγο πετάρισαν τα μάτια της και γύρισε να με φιλήσει για καλημέρα. Ήταν αστεία, η μασκάρα της είχε τρέξει και έμοιαζε με κορακοκόριτσο. Μούτρωσε προς στιγμήν, μα αφού της εξήγησα και κοιταχτήκαμε στον καθρέφτη, παρατηρώντας με πιο νηφάλιο μάτι τα σημάδια του έρωτα, τις γρατσουνιές, τα ρουφήγματα, τα ξεσκισμένα ρούχα και το ρημαγμένο δωμάτιο, ξεσπάσαμε μαζί σε γέλια και αφού σουλουπωθήκαμε, βγήκαμε θαρρετά προς το υπόλοιπο σπίτι. Η μουσική ακόμα έπαιζε, ασταμάτητη στον πάνω όροφο, ακόμα και τώρα στις 9 η ώρα το πρωί. Κάτω, όπου και αν γυρνούσες το κεφάλι έβλεπες κόσμο να κοιμάται, όπου βρήκε ο καθένας, ενώ μια ομάδα μάζευε τα αμέτρητα ποτήρια για να τα πλύνει, άδειαζε τα σταχτοδοχεία, καθάριζε τις αστοχίες εμετού από τους νιπτήρες και τις τουαλέτες από όπου πέρασαν ορδές βαρβάρων. Με χαρούμενη διάθεση εγκαταλείψαμε προς ώρας το πάρτι, για να πάμε να τσιμπήσουμε τίποτα, να αλλάξουμε ρούχα και να ηρεμήσουμε για λίγο στο σπίτι μου, εννοώντας να το ευλογήσουμε.
Πέταξα στο τηγάνι μια βαθιά κουταλιά βούτυρο και σκόρδο και όταν μοσχομύρισε ο τόπος, ροδοκοκκίνισα δυό τρία λουκάνικα, με ομελέτα και κεφαλοτύρι. Ήδη άκουγα τις αρτηρίες μου να μουγκρίζουν καθώς βούλωναν, αλλά η κοιλιά μου πρόσταζε ναι και σήμερα ήταν η μέρα αφιερωμένη στην Ηδονή, οπότε όλα επιτρέπονταν. Μετά επιδοθήκαμε σε ένα εξουθενωτικό παραλήρημα έρωτα, σε όλο το διαμέρισμα, αναστατώνοντας κάθε δωμάτιο, σπάζοντας και καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά μας, με μαούνα το κρεβάτι, άγνωστο τιμονιέρη την καρέκλα γραφείου και βάση εκτόξευσης το τραπέζι της κουζίνας. Τέτοια λύσσα δεν την είχα ξαναζήσει, άγρια φιλιά με δόντια, σαν τσουγκρίσματα ποτηριών και θραύσματα γέμιζαν τα στόματα, μα δεν με ένοιαζε. Ένα μόνο πράγμα ήθελα, να την φορέσω, να χωθώ βαθιά μέσα της, με όποιο τρόπο και να την ντυθώ σαν στενή μπλούζα. Ήταν δική μου και μόνο δική μου, θα την ταλαιπωρούσα μέχρι να ματώσει και μάτωσε. Τα δύο σώματα παραδόθηκαν άνευ όρων και δέχτηκαν το ξένο χέρι του άλλου να μπεί παντού μέσα τους, να τους ανασκαλέψει τα μυστικά τους και να ανοίξει τα χρηματοκιβώτιά τους, με ό,τι πιο μυστικό φυλούσαν από τα μάτια του κόσμού. Τέτοιο συντονισμό δεν θα μπορούσα σε καμία άλλη στιγμή της ζωής μου να αντέξω γιατί θα έσπαγα. Τώρα πώς άντεξα, αυτό είναι άλλο θέμα.
Αυτό που μου κανε εντύπωση είναι πως δεν είχα τη φήμη του καλού εραστή, το αντίθετο θα ‘λεγα. Συνήθως η κόκα ήταν που μου δινε κουράγιο και δύναμη να αντέξω την εξοντωτική αυτή διαδικασία του σέξ, μα τώρα ήταν ένα ανήμερο θεριό κρυμμένο μέσα μου, που ούρλιαζε, που χοροπήδαγε και χειρονομούσε δείχνοντας: “ΑΥΤΗΝ”, με άγρια τεντωμένο δάχτυλο και χέρι πυκνά φλεβωμένο, μορφάζοντας με πόνο και πόθο μαζί. Η πεθυμιά μου φανερωμένη με καλούσε σε ένα ταξίδι στο άγνωστο, με πυξίδα την καρδιά και της βουλές της και γώ τραβούσα κουπί προς τα κεί μανιασμένος. Έτοιμος, πλέον…
Τα ζωντανά μας παρακολουθούσαν με φόβο και έκπληξη στην αρχή, γαβγίζοντας συνέχεια, μα αφού δεν τους έδινε σημασία κανένας, αποτραβήχτηκαν στις γωνιές τους αλυχτώντας πού και πού, ίσως γιατί προαισθάνονταν κάτι αλλόφερτο, επικίνδυνο και άρρωστο στον αέρα.
Από τότε που την είδα, σχεδόν δεν είχε περάσει στιγμή που δεν κάναμε σέξ ή όπως αλλιώς θές πές το. Λίγο ηρεμούσαμε και ακόμα και στον ύπνο της, της ορμούσα και κείνη αστραπιαία ανταποκρινόταν. Πήραμε από ένα βάλιουμ, γιατί οι αντοχές έφτασαν στον πάτο και κοιμηθήκαμε έναν ασυννέφιαστο ύπνο, χωρίς φοβίες και εφιάλτες.
.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.
Και ο Χρόνος άρχισε να σταματά
.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.

Αργά το βράδυ της πρωτοχρονιάς όταν ξυπνήσαμε, με ρώτησε τί θα ‘θελα να κάνουμε και το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν το πάρτι της Ίρμας, μιας και θα τελείωνε τα ξημερώματα, δεν την είδα το πρωί για να της ευχηθώ και να την ευχαριστήσω. Γλυκιά και απαστράπτουσα, σαν να της έραιναν με ασημόσκονες τα μάτια, δέθηκε πάνω μου, με έσφιξε, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, ώσπου να καταλάβω και γώ οτι ήταν ο τρόπος της να με κάνει δικό της, να το νιώσω, να το αισθανθώ.
Σχεδόν τίποτα δεν είχε αλλάξει, οι χθεσινές παρουσίες είχαν αντικατασταθεί από άλλες, πιο φρέσκες και διψασμένες για αμαρτία, κοιτάζοντας προκλητικά τους πάντες, με αδηφάγα μάτια έκαναν το σφυγμό του πάρτι να χτυπά συνεχώς στο κόκκινο. Τα μπουκάλια ήταν αμέτρητά, τα παρατημένα ποτήρια κύκλωναν κάθε σπιθαμή ελεύθερου χώρου και ο ήχος ήταν ανακατεμένος με γέλια, φωνές, εξηγήσεις και ανεξάρτητες μουσικές από τα δύο decks.
Η Ιρένε απότομα χλόμιασε και ό,τι χτίστηκε μέσα σε ένα βράδυ, έμελλε να καταστραφεί παταγωδώς, συμπαρασύροντάς με σε μια άβυσσο του νού και των ανθρώπων. Κατάλαβα την ταραχή της επειδή ασυναίσθητα μου σφιξε απότομα το χέρι, μετά το άφησε, πήρε μια βαθιά ανάσα και μου ζήτησε να φύγουμε. Έπρεπε να την είχα ακούσει και να φεύγαμε αμέσως, μα μια αρρωστημένη περιέργεια, να δώ τη μορφή εκείνου που την τάραξε, μου πάγωσε το αίμα και ο Χρόνος ακινήτησε για πάντα.
3 ζευγάρια μάτια διασταυρώνονταν διαδοχικά και εξουδετερώνονταν στο κενό και τα πάντα έχασαν κάθε σημασία. Τα πόδια μου κόπηκαν και ο αέρας του νικητή πέτρωσε μέσα μου, ενώ ένα τεράστιο δάχτυλο με πίεζε στο κεφάλι για να χαθώ, να χωθώ στη γή. Δεν ήταν Αυτός, ήταν αυτή, ήταν η Αγγέλα. Όλη μου η προηγούμενη βραδιά αποκωδικοποιήθηκε στα μάτια τους, σαν λυμένος γρίφος, όλοι κατάλαβαν πως όλοι ήξεραν το ρόλο τους στην ιστορία και εγώ να μην έχω λόγια. Το σαγόνι μου αυτόβουλα ήθελε να ανοίξει και να δώσει δικαιολογίες που θα έσωναν κάπως την κατάσταση, μα το μυαλό άδειασε και έμεινε να αχνοκινείται άλαλο, με συσπάσεις ανακλαστικές.

Τύχη; Μοιραίο λάθος; Νέμεσις;

Ποιός ξέρει, μα δεν είχε και νόημα. Είχαμε φτιάξει ένα νοητό τρίγωνο που έτεινε να ανοίγει και να αποκαθίστανται κάποιες ισορροπίες όταν βρεθήκαμε όλοι απέναντι σε όλους. Μου θύμιζε σκηνή μονομαχίας, μόνο που οι δύο που ’χαν όπλο θα πυροβολούσαν προς μία μεριά, τη δική μου.
Ήρθε μόνη της, χωρίς παρέα, πέταξε από μακριά για να ‘ρθει και πέτυχε τη στιγμή. Μερικές ώρες μετά ο ερχομός της δεν θα χε καμία σημασία για εκείνη, σε μένα στοίχισε μια ζωή που ήταν να ξαναξεκινήσει. Κάποτε η μπίλια της ρουλέτας ενώ γυρνούσε, δύο θέσεις αναβόσβηναν για χάρη της και αυτή παραδομένη στην ζαλιστική της κίνηση αφενόταν να σκοντάφτει πότε εδώ, πότε εκεί, χτυπούσε και έφευγε.
Είχαμε ξαναβρεθεί στην ίδια θέση, μόνο που τότε έβγαινα με την Αγγέλα και δοκίμαζα κυκλωτικές κινήσεις, όταν η Ιρένε μπήκε στο καφέ που ήμασταν. Το σύγκρυο ήταν το ίδιο, μα όλα ήταν τυχαία. Ο πάγος ήταν τόσος που αναγκαστήκαμε να φύγουμε, μετά τις αναγκαίες συστάσεις. Δεν κοιτάζονταν, ακτινογραφούσαν η μια την άλλη, για να καταλάβουν σημαντικότητα, ευτυχία, ικανοποίηση και μέλλον. Η φυγή αποτελούσε τη μόνη λύση, τότε, ίσως και πρίν από λίγο, μα όχι τώρα.
-Καλησπέρα μόρτη, πήρα το μήνυμά σου και ήρθα. Απ’ ότι φαίνεται δεν με περίμενες, μα ούτε ήμουν και η μόνη παραλήπτρια του μηνύματος. ΠΑΛΙ ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΑΝΕΙΣ; Όπως τότε. Δεν άλλαξες καθόλου, κρίμα και είχα μια ελπίδα κάποτε για σένα. Δεν πειράζει, εγώ ήρθα για να περάσω καλά και θα περάσω. Καλησπέρα Κόσμε, ΗΡΘΑ. Βάλτε μου να πιώ.
είπε και χάθηκε στο πολύβουο μεθυσμένο πλήθος. Το μάτι μου την έπαιρνε συχνά πυκνά είδηση να οργανώνει happenings και να γίνεται κέντρο και ψυχή του πάρτι.
Η Ιρένε μαράθηκε, το σαγόνι της πλησίασε στο στήθος και μια αδιόρατη παραίτηση φανέρωναν οι πεσμένοι ώμοι της. Πρέπει να ένιωσε πως κάποιος της τράβηξε το παραπέτασμα που φάνταζαν πάνω του όμορφες οι σκιές, για να αποκαλυφθούν οι τερατογενέσεις από πίσω. Χάθηκε και αυτή σε μια γωνιακή πολυθρόνα, βυθισμένη σε σκέψεις, δάκρυα και σύννεφα καπνού.
Δεν αντάλλαζαν κουβέντα μεταξύ τους, μόνο ματιές συνένοχες, φαρμακωμένες, παρηγορητικές, ενώ εγώ σαν ΄ψάρι έξω από τη γυάλα του, έτρεξα να κρυφτώ στον ναρκωτικό χώρο μου. Δεν μπήκα στον κόπο να ταράξω και άλλο την αξιοπρέπειά της πείθοντάς την οτι ήταν τυχαίο, οτι ήμουν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, οτι έφταιγαν τα χάπια μου και άλλες τέτοιες φτηνές δικαιολογίες. Δεν θα μπορούσε να με ακούσει τώρα να λέω οτι ότι και αν προηγήθηκε, όσα ζήσαμε από χθές, ήταν όλα αληθινά και πως ήθελα πραγματικά να αλλάξω.
.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.
Ο Χρόνος δεν είχε καμία σημασία
.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.

Άρχισα να καταπίνω τα ποτά το ένα μετά το άλλο, για να ρθω το γρηγορότερο δυνατό σε κατάσταση μέθης. Μια παρέα φοιτητών μου με βρήκε να διαλύομαι και με έβαλαν στην συζήτησή τους, που τους απασχολούσε ιδιαιτέρως μα ποτέ δεν έπιασα το θέμα. Με στόμφο άρχισα να τους αραδιάζω τις προσωπικές μου απόψεις σαν αξιώματα, ανέφερα βιβλιογραφία, παραδείγματα, ημερομηνίες, όλα πλάσματα του μυαλού μου, πάντα δήθεν, και το συγκεντρωμένο σμάρι άκουγε με ενδιαφέρον, μέχρι που ακούστηκε ένα ξερό γέλιο, που με γείωσε απότομα.
-Βρέ, δεν σου έφτανε η προηγούμενη ξεφτίλα σου; Συνεχίζεις το παραμύθιασμα για να πείσεις και αυτές τις μικρές να σου κάτσουν; Από το πανεπιστήμιο το έκανες αυτό, δεν βαρέθηκες πια; Γιατί το ανοίγεις, αφού μόνο φούμαρα λές και μέχρι να σε ανακαλύψουν φεύγεις και πάς αλλού. Ξεκόλλα λίγο από το σέξ και σκέψου για λίγο. Ενώ εσείς; Ναι, εσύ, εσένα λέω, με το ρόζ μαλλί. Σε ενδιαφέρουν αυτά που λέει ή σε έχει εντυπωσιάσει ο τρόπος που τα λέει; Βάλε και συ το μυαλουδάκι σου μπροστά και προσπάθησε να σκεφτείς αν είπε έστω και μια σχετική πρόταση, σχετική και συγκεκριμένη. Προσέξτε τον, είναι από το είδος των ανθρώπων που μπορούν να μιλούν ασταμάτητα, για ώρες, χωρίς να λένε τίποτα. Σε έχει πάραυτα εντυπωσιάσει; Ναι; Θές να κοιμηθείς μαζί του; Αυτός το θέλει και πολύ μάλιστα, αλλά ξέρεις κάτι; Ακόμα και να κοιμηθείς μαζί του, το όνομά σου δεν θα το θυμάται για ένα δευτερόλεπτο, για ένα ραντεβού, ενώ εμένα που ποτέ δεν του κάθισα, θα το θυμάται για μια ολόκληρη ζωή. Τέτοιοι άντρες δεν θέλουν χάδια και νάζια για να σε θυμούνται, χαστούκια θέλουν, για να ανακόπτουν λίγο την ξέφρενη πορεία τους και να ανοίγουν τα μάτια να δούν ποός είναι γύρω τους. Θές να κάνουμε αυτό το πείραμα; Στοίχημα ό,τι θές οτι δεν θυμάται το όνομα κανενός σας, γιατί γι’ αυτόν δεν έχετε σημασία, ούτε αυτά που λέει, μόνο θέλει να ακούει τον εαυτό του να μιλάει.
Ο χείμαρρός της κοντοστάθηκε σε αυτό το σημείο και όλοι σαν ένας, μετατόπισαν τις ματιές τους πάνω μου. Η κοπέλα με τα καστανά μάτια και το ρόζ μαλλί, με κοίταξε με ερωτηματικό τρόπο, σχεδόν ικετευτικό, να ψελλίσω το όνομά της, έστω και να θυμηθώ πώς άρχιζε, μια αρχή να έκανα και να με βοηθούσε. Και τις δύο μέρες τώρα την προσφωνούσα “γλυκιά μου” και κολακευόταν, μα τώρα άρχισε να καταλαβαίνει το λόγο.
Έσκυψα το κεφάλι και είπα ένα άνοστο αστείο, που έγινε μπούμερανκ όταν κανένας απολύτως δεν γέλασε. Σιωπή γύρω μου. Η παρέα άρχισε να σπάει και εγώ έβλεπα το κύρος μου σε αυτά τα παιδιά, τους μαθητές μου, να μεταμορφώνεται σε αναγούλα. Η Αγγέλα πλησίασε.
- Ξεπέρασες τα όρια, της ψιθύρισα με σφιγμένα δόντια.
Τί ήθελα να το ανοίξω το καταραμένο μου που αρκετά είχε πεί και είχε κάνει; Από κει και πέρα δεν καταλάβαινα από πού μου έρχονταν τα λόγια της, ραπίσματα σκέτα, καμπανιές στα αυτιά μου και στο σώμα.
- Αν είχες ίχνος ντροπής μέσα σου θα σηκωνόσουν από πριν και θα φευγες, παρά να συνεχίζεις να ξεφτιλίζεσαι σαν τελειωμένος. Σε ξεσκεπάζω εσένα και το παιχνίδι σου, σε όλες και σε όλους, κάτι που δεν έκανα τόσα χρόνια και το μετάνιωσα, γιατί δεν έβαλες μυαλό. ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ να παίζεις με τις ψυχές των ανθρώπων, ούτε με τα σώματά τους άκαρδε, ανέραστε, διεφθαρμένε υπάνθρωπε. Όλοι κάποτε αγάπησαν και πόνεσαν, όλοι πληγώθηκαν, μα βρήκαν το κουράγιο να συνεχίσουν, ενώ εσύ έμεινες εκεί, στην άρνηση και την αντίδραση. Έφτασες 40 χρόνων και κάνεις σαν 15χρονο. Εσένα δεν σου άξιζε αγάπη, γι’ αυτό και κόλλησες όταν νόμισες πως αγάπησες και από τότε κατέστρεψες τόσο κόσμο. Πήδησες όλους σου τους γνωστούς και τους φίλους! Γιατί; Δεν σου έφταναν οι άγνωστοι και η μαλακία που σε δέρνει; Με ενδιέφερες κάποτε, νόμισα οτι ήσουν βαθύς, ενώ εσύ πάντα έψαχνες μόνο για τρύπα. ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΜΗΝ ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΑ ΠΟΤΕ. Άνθρωποι σαν και σένα, καταστρέφουν τα πάντα γύρω τους, απογοητεύουν τους πάντες και πεθαίνουν μόνοι τους.
Έμεινα κόκαλο. Η μέθη εξαφανίστηκε δια μαγείας και μερικοί βράχοι ακόμα στοιβάχτηκαν μέσα στα σωθικά μου. Άρχισα να καταλαβαίνω πως κλυδωνιζόμουν. Τα περιθώρια αντίδρασής μου είχαν μειωθεί στο ελάχιστο. Θα φευγα δίχως άλλο, αν μπορούσα να φτάσω στην εξώπορτα, μα δεν με κρατούσαν τα πόδια μου. Όρθιος, μα ανήμπορος δεχόμουν την βροχή της, με κατεβασμένα χέρια. Αν άνοιγα το στόμα μου, από το παράπονο, θα βγαζα άναρθρα επιφωνήματα πόνου, μεγαλόστομα που θα με ρεζίλευαν κι άλλο και έσφιξα τα σαγόνια μου. Ήθελα να με προστατέψω από τα δολοφονικά λόγια της, μα από την άλλη καταλάβαινα πως δεν με έβριζε, με χαρακτήριζε με την Αλήθεια σύμμαχο και θύτη. Τόσα χρόνια είχα μάθει δικανικούς τρόπους και σοφιστείες για να μπερδεύω το θέμα και να δημιουργώ αμφιβολίες όπου ήθελα, μα όχι τώρα.
Με ξεγύμνωσε, ένιωθα αδιάκριτα τα βλέμματα των παρευρισκομένων να με εξερευνούν, σαν άγριο θηρίο που του αφαίρεσαν τα όπλα, τα νύχια και τα δόντια και δεν υπάρχει αίσθημα ελέους στις καμτσικιές του δαμαστή και στα διατάγματα.
Καθόταν απέναντί μου, ολόρθη, σαν Θεά-Τιμωρός, καμαρωτή σαν γιαταγάνι, σκληρή σαν σίδερο, με χαμόγελο πικρής αποστροφής. Μου είχε από ώρα κάνει ματ, με είχε συντρίψει, πάνω που σταμάτησε για λίγο κάτι πήγα να πώ και για να το τονίσω σήκωσα το δάκτυλό, με κεραυνοβόλησε με μια ματιά, το χέρι μου πάγωσε και ξεχύθηκε για την τελευταία εφόρμηση, για τη σημαία.
- ΜΗΝ ΜΕ ΞΑΝΑΕΝΟΧΛΗΣΕΙΣ, ΘΑ ΣΕ ΚΑΝΩ ΝΑ ΤΟ ΜΕΤΑΝΙΩΣΕΙΣ ! Οι ερωμένες σου από δω μέσα συμφώνησαν οτι είσαι κακός εραστής, οτι μυρίζεις άσχημα, οτι συμπεριφέρεσαι σαν πρωταγωνιστής σε πορνό, είσαι βιτσιόζος χωρίς να δίνεις τίποτα, δεν ξέρεις τί σημαίνει γυναικείος οργασμός, συντροφικότητα, αγάπη. Δεν ξέρω τί σου βρίσκουν και δεν θέλω να μάθω. Σήμερα είναι η τελευταία φορά που ασχολούμαι μαζί σου…
και είπε κι άλλα, πολλά, δεν μπορούσα να την παρακολουθήσω, είχε πάρει φόρα και με χτυπούσε αλύπητα, καταπρόσωπο, τα μάτια μου κατέβασα και έμεινα το κέντρο ενός κύκλου ανθρώπων, που ‘χαν μαζευτεί και απολάμβαναν την παράσταση.
Η Ίρμα ξέσπασε σε ακράτητα χειροκροτήματα και επευφημίες, που το πλήθος συνέχισε σε ένα οργιώδες παραμιλητό και ζητωκραυγές και οδηγήθηκε προς εμάς.
- Να ‘σαι καλά αγαπητή μου γι’ αυτά που είπες. Περίμενα από άλλους οτι θα έδιναν ζωή στο πάρτι μου και παλμό, μα τελικά βρέθηκες εσύ, η όμορφη, γοητευτική και άκρως ενδιαφέρουσα άγνωστη. Άφησε μου το τηλέφωνό σου για να σε καλέσω εγώ την επόμενη φορά. Μου αρέσεις, θα τα πάμε καλά, κουβαλώ και ‘γώ λίγη από την τρέλα σου..
- Όσο για σένα, είπε και στράφηκε προς τα κάτω, προς το μέρος μου, κάθισε, δεν τρέχει τίποτα που έγινες ξεφτίλα, ΜΗΝ ξανάρθεις όμως διεφθαρμένε στο σπίτι μου, ούτε να μου ξαναμιλήσεις αν με δείς. Η κοπέλα έχει δίκιο, κάνε ό,τι θέλεις στα σώματά τους, άσε ήσυχες τις ψυχούλες τους, δεν τους φτάνει όσα τραβούν χωρίς αγάπη, τις γεμίζεις με τίποτα και τους παίρνεις την ελπίδα.
Και έφυγε. Η Αγγέλα με προσπέρασε και χάθηκε στον κόσμο για άλλη μια φορά. Ήμουν τόσο αηδιασμένος που ξέρασα το γάλα της μάνας μου σε ένα νεροχύτη. Κάποιος ήρθε από πίσω και μου κρατούσε το κεφάλι ενώ παραπατούσα. Με θολά μάτια αντίκρισα τα σκοτωμένα της Ιρένε, που χαν πρηστεί σαν τα δικά μου. Ευχόμουν να μην είχε παραστεί στη διαπόμπευσή μου, μα κάτι μου έλεγε πως τα είδε και τα άκουσε όλα.
Αχ! Γιατί να μην έφευγα πρίν μαζί της; σκεφτόμουν και άδειαζα αλκοόλ με αναθυμιάσεις, ενώ στιγμή δεν με άφησε.
- Θα σου φτιάξω έναν καφέ για το στομάχι και θα σε γυρίσω στο σπίτι, μου ‘πε ξέπνοα. Το πρόσωπό της είχε παγώσει και στο σημάδι του λαιμού είχε περάσει ένα φουλάρι, για να μην φαίνεται. Ο καφές έγινε αμέσως, με εγώ ήμουν με το ρολόι σταματημένο μερικά λεπτά πρίν, ζούσα ακόμα το πρίν από λίγο. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου, μου πέρασε το ποτήρι στα χέρια και πέρασε τα χέρια της πάνω από τα γόνατά της. Μείναμε έτσι για μερικά λεπτά, ή για μερικές ώρες δεν μπορώ να πώ με σιγουριά.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε, μου πρότεινε το χέρι, με κράτησε, σηκώθηκα και κοιταχτήκαμε. Ήταν το σύνθημα για να φύγουμε, μα συνέχισε να με κοιτά επίμονα, κατάματα. Νόμιζα οτι θα έκανε και αυτή με τη σειρά της σκηνή και πήγα να ξανακαθίσω, μα με κόλλησε πάνω της. Με το πρόσωπο στο στήθος μου να ανασαίνει με μικρά αναφιλητά, άρχισε να με τραβά σε ένα αργό χορό. Τα χέρια της είχαν περάσει ψηλά από τη μέση μου, έβαλε το ένα πόδι ανάμεσα στα δικά μου και με εξανάγκαζε σε μια κυκλική κίνηση. Το σώμα μου ήταν σμπαραλιασμένο, όπως όλη η ύπαρξή μου, αδέξια γίνονταν οι κινήσεις, απρόθυμα και με αστάθεια.
Η εκδίκηση τόσων χρόνων μου σερβιρίστηκε σε μια βραδιά, τεράστια, ασήκωτη, μπουκωτική. Δεν καταλάβαινα το “γιατί τώρα;”, με είχε δεί και ακούσει να κάνω χειρότερα, όχι μόνο σε άλλους μα και στην ίδια. Μα … γιατί δεν μπήκε μια στιγμή στη θέση μου; Ακόμα πονάω. Ακόμα Την αγαπάω. Ποιά; Εκείνη που φοβάμαι να πώ το όνομά της, για να μην με διαλύσει. Θα προσπαθήσω, τί πειράζει, χειρότερα δεν γίνεται, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα σήμερα έπιασα πάτο. Μα …μα τί γίνεται εδώ; Δεν θυμάμαι το όνομά της!
Ναι, τα κατάφερα. Ναι, αυτή η άγια στιγμή ήρθε που ξέχασα το όνομά της, το πρόσωπό της το ‘χω από καιρό ξεχάσει και το σώμα της - αρκεί να μην την δώ και κάνω ό,τι μπορώ γι’ αυτό-. Στον αγώνα να την ξεχάσω, τα κατάφερα και μου ‘μεινε μονάχα το άρωμά της, η θύμησή της, η έλλειψή της, να πολεμώ και να φοβάμαι, αλλά έτσι έγινε πιό επικίνδυνη, γιατί η ύπαρξή της χωρίς μορφή, δίχως σάρκα και οστά, έμεινε η ιδέα της, έγινε Ιδέα και εκεί μέσα χώρεσαν τα πάντα. Ό,τι αγάπησα, ό,τι ομορφιά αντίκρισα, ό,τι καλύτερο επέλεξα να θυμάμαι, όλα εκεί μέσα χώθηκαν, ενστάλαξαν κάτι από το είναι τους και μεταμορφώθηκε σε κάτι διάφανο, πανέμορφο, άπιαστο, σαν όνειρο και απόμεινα εγώ να το κυνηγώ με απόχη, μα να φοβάμαι να το πιάσω. Τελικά ο θησαυρός έγινε ο φόβος μου.
Κάτι μαγικό, σαν μπάλσαμο πρέπει να χει αυτή η επαναλαμβανόμενη κίνηση του χορού, που σε κάνει να ξεχνάς τα πάντα ή να εκφράζεις με τον τρόπο αυτό τα πάντα και κάπως ηρέμησα, ήρθε η καρδιά στη θέση της και η ανάσα ξεμπλόκαρε κάποιους αναστεναγμούς της. Το δυνατό χτύπημα στα ηχεία βοηθούσε τον σφυγμό να βρεί το ρυθμό του και πάνω που τον βρήκα… τον έχασα.
Ήταν πάνω στις σκάλες και μας κοίταζε σαν όρνεο, σαν αρπακτικό που έχει από ώρα παραμονέψει και τώρα ορμούσε για τη λεία του. Σε μια βίαια εκδήλωση κτητικότητας μου άρπαξε το χέρι και με τράβηξε, ενώ η Ιρένε ήταν ακόμα κολλημένη πάνω μου.
Μέσα μου ένιωθα βαλβίδες έτοιμες να πεταχτούν στον αέρα, γρανάζια στα όρια αντοχής τους, ατμό να ξεφυσάει από παντού, ενώ για να μην εξαγριώσω καμία τους απόμεινα έρμαιο στην διελκυνστίδα τους.
Την είδε και μόνο που δεν βρυχήθηκε, ζάρωσε το μέτωπο, μάζεψε τα φρύδια και με διεκδίκησε βάζοντας το σώμα της μπροστά. Το πάτωμα μαζεύτηκε στις άκρες και μείναμε τρείς στο ρίνγκ, δύο βασίλισσες να διεκδικούν έναν κηφήνα. Η ατμόσφαιρα μύριζε σκοτωμένο αίμα και όλοι περίμεναν την πρώτη κίνηση, την κατά μέτωπον επίθεση, μα η νίκη έρχεται πάντοτε από τα πλάγια και με προδοσία.
Με μια κίνηση χορευτική, η Αγγέλα πισωπατά και βρίσκεται σε κενό χώρο, πίσω από την πλάτη μας, μου γνέφει και γω … την ακολουθάω.
Η νικήτρια χαιρέκακα καγχάζει προς την αλλοτινή πριγκίπισσα και αρχίζει να κινείται πάνω κάτω ακατάπαυστα μαζί με το τρόπαιό της προς τα υπόλοιπα μέλη της φυλής. Δύναμη, Κυριαρχία, επίδειξη Εξουσίας. Ο άρχων του Χορού επιλέγει κάτι ρυθμικό και μονότονο, που το βαθμιαίο του κρεσέντο οδηγεί τα βήματά μας σε ένα ποδοβολητό, με ιαχές, βροντές, ιδρώτα και άγριες ερωτικές ματιές.
Και πάνω στη μάχη, ορμάω στην αντιλόπη, της γαντζώνομαι από τον ανυποψίαστο λαιμό και καταφέρνω μια δαγκωματιά καθώς έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή. Λέαινα τώρα, με νύχια πληγώνει τον πηλό μου, βαθιά στο μεδούλι. Τιτανομαχίες αφύσικες, έρωτα και παραφροσύνης. Με μια ανάποδη κέρδισα την έκπληξή της και ένα αμέτοχο φιλί, δείγμα θριάμβου, το έπαθλό μου από αυτή που μου κατέστρεψε σε ένα βράδυ τη ζωή. Πληγωμένη, υποταγμένη, ατιμασμένη και απροστάτευτη σύρθηκε σε μια γωνιά, κουλουριασμένη κάτω από τη χαίτη της, κρατώντας τον ματωμένο λαιμό της και δοκιμάζοντας το αίμα με την κόκκινη παλάμη της.
Θρίαμβος και χορός, αυτό το βράδυ δεν μου τα στέρησε όλα, ο κύκλος μου με αυτήν έκλεισε, το απωθημένο ικανοποιήθηκε, εγώ υπάρχω και η πόρτα είναι ανοιχτή για το υπόλοιπο του ταξιδιού. Παίρνω υπό μάλης το παλτό και πάω να φύγω για στερνή φορά. Σπάω κάτω το ποτήρι και γυρίζω για την τελευταία εντύπωση της νίκης που ‘χω αφήσει πίσω μου. Με στρίμωξαν σε γωνία, μα στο τέλος το γύρισα. Νίκησα και φεύγω.
Με κοιτάζουν όλοι, ενώ χορεύουν. Η Αγγέλα συνεχίζει να ‘ναι στη γωνία, ενώ η Ιρένε κατευθύνεται προς τα μέ, ξεκουμπώνοντας αργά το ντεκολτέ του φουστανιού της. Δεν την πιστεύω, καθυστερεί την έξοδό μου.
Ο ρυθμός κόβει επίτηδες και οι τιράντες της πέφτουν. Τα χέρια της κρύβονται πίσω από την πλάτη και εγώ σκουπίζω την γλυκιά γεύση από τα χείλη, με την ανάστροφη του χεριού. Το σουτιέν αποκαλύπτει δύο βαρεία στήθη, που με κοιτάζουν κατάματα καθώς κυλάει πάνω από το μεταξένιο σώμα της. Με κοιτά και αυτή καθώς τα δάχτυλά της στροφιδίζουν γύρω από τις διογκωμένες ρόζ θηλές της, απομένοντας ένα κατακόκκινο γυμνό πλάσμα να χορεύει και να περιμένει κάτι. Νεαροί κλείνουν το δρόμο της και άνδρες χαϊδεύουν το σώμα της καθώς περνά, μα τους προσπερνά για να μείνει μόνη, απέναντί μου.
- Αν με έπαιρνες χθές, μέχρι και πριν λίγο, θα σου δινόμουν ξανά, όπως πάντα, ολοκληρωτικά. Τώρα μόλις ελευθερώθηκα από σένα. Με βλέπεις, δες καλά το πρόσωπό μου, γιατί αποφάσισα πως από δώ και πέρα ΕΓΩ θα σε γαμώ. Η αγάπη σου θα μου ήταν αρκετή, μα για σένα αποδείχτηκε αβάσταχτη. Από δώ και πέρα θα εξουσιάζω την υποταγή σου. Είχε δίκιο, δεν σου αξίζει η αγάπη, θέλεις την τραγωδία και την προκαλείς. Θα την πάρεις. Να ξέρεις πως εκεί λάθεψες, η αληθινή αγάπη δεν είναι η αρχή και η συντριβή το τέλος του δρόμου. Ο δρόμος δεν είναι ένας, παρά μόνο για αυτούς που εθελοτυφλούν.
- Σε καταδικάζω να με αγαπήσεις, απόλυτα από δώ και πέρα, μπαίνοντας σε κάθε φαντασίωσή σου, στοιχειώνοντας τα όνειρά σου και διαλύοντας τη ζωή σου. Θα ψάχνεις να με βρείς σε κακέκτυπα, μα ποτέ δεν θα με ξαναδείς. Έχε γειά μικρέ.
Και με χαστούκισε. Πήρε τον πρώτο νεαρό που βρήκε, πέταξέ σε έναν τοίχο το τηλέφωνο και χάθηκε. Ούτε τα ρούχα της δεν πήρε.
Δεν την ξαναείδα. Το νέο κυκλοφόρησε γρήγορα στο νησί, έπρεπε να φύγω. Έφυγα.
Ήταν ό,τι καλύτερο μου ‘χε τύχει σε όλη μου τη ζωή, αποφάνθηκα αργότερα. Αν εξαιρέσεις κάποιες περιπτώσεις, το καλύτερο σέξ το βίωσα μαζί της, η αγάπη της ήταν πάντα εκεί, προσανατολισμένη σταθερά πάνω μου και εγώ υπήρξα όσο πιο άδικος, αγνώμων και βλάκας έχω υπάρξει ποτέ μου. Κάτι μέσα μου τη σήκωσε ψηλά, μα πολύ ψηλά. Τη γυναίκα που ήρθε στο πάρτι την ήξερα, αυτή που έφυγε όχι. Η δεύτερη με ενδιέφερε, θα ‘θελα να την μάθω. θυμόμουν το δικό της πρόσωπο, το σώμα, όλα τα χα πολύ πρόσφατα - ξαναζεσταμένη αγάπη θα μου πείς πως έψαχνα-, μα κάτι άλλαξε στους συσχετισμούς. Έγινα φτωχότερος, γιατί έπαψε να με θέλει και να με κυνηγάει, το εννοούσε τελικά. Δεν μπορούσα να το χωνέψω. Τα λόγια της μου δημιούργησαν μια παράξενη εμμονή για χάρη της, που δεν έσβησε ποτέ.
Σε στιγμή απροσδιόριστη, έβαλα άνθρωπο να μου την βρεί. Είχε χαθεί πραγματικά από προσώπου γής. Τότε όλες μου οι μνήμες σαν παλιό πατάρι υποχώρησαν και στερεώθηκε η δική της πιό ψηλά από όλες. Ντρεπόμουν από τότε για καιρό και ήξερα τον τρόπο να νικήσω την ντροπή, όπως πάντα, εκδικητικό σέξ, μα όταν ο αποδέκτης απουσιάζει, η απουσία καθορίζει την ύπαρξή σου.
Όχι, δεν άλλαξα ζωή. Το μόνο που με παρηγορεί είναι οτι σίγουρα και κείνη, η Ιρένε, δεν θα με ξεχάσει ποτέ. Και αν όμως; Τσάμπα ο χρόνος μου, όπως με την Άλλη, όπως τότε. Πότε; Τότε; Ποια;
Κρίμα να μην θυμάμαι, μα νομίζω οτι έχω γράψει κάποια πράγματα, για τέτοιες ακριβώς στιγμές.
- Δυστυχώς κύριε Δημήτρη, δεν βρίσκω κανένα τέτοιο βιβλίο ή ημερολόγιο. Παρακαλώ, καταπιείτε το χάπι σας για το τρέμουλο.



16-29 Οκτώβρη 2003
Μυτιλήνη