26.8.17

ρόδι τα ξημερώματα

Δέκα υπνοβάτες και ένα δαχτυλίδι με τράβηξαν σε κάτι σκονισμένα σκαλοπάτια, ασπρόμαυρα τούβλα κι άρχισαν να αλυχτάνε σε πεπατημένα βήματα, από μιαν άλλη μου σκιά

η κουρτίνα  θρόισε σαν να μαζεύτηκαν ψυχές και μέτρησε όσα τα πεταρίσματα της πεταλούδας

να μην ξαναπιώ ρόδι τα ξημερώματα, πιότερο το αίμα από συκώτι, εντελώς θανατερό

μαντολίνο και το σώμα, εντέρινο, όταν ακούει τις χορδές, οι τένοντές του συντονίζονται και κάτι στην κοιλιά αντηχεί σαν αδέσποτο νόμισμα στο πλακόστρωτο της άδειας πλατείας

να ξανάρθω σαν θα χω μελωδία,αν

η πωλήτρια είπε πως τα πόδια του κρεβατιού ήταν ξύλινα και σταθερά, να θυμηθώ να της ζητήσω μερικά για μένα

κι αυτό το φεγγάρι φέτος βρήκε να κρυφτεί μαζί με τ αστέρια, μόνες σταθερές η βαρύτητα και η ανάσα και σημαντικές όσο διαρκεί η δεύτερη

δεν ξέχασα. σε

αναισθητική ζωή, να κοιτάς δίχως να βλέπεις, να τρώς δίχως να γεύεσαι, να ανασαίνεις δίχως να οσφραίνεσαι, να επιβιώνεις ξεχαρβαλωμένος, να ακουμπάς δίχως να νιώθεις, να νομίζεις δίχως να καταλαβαίνεις, να είσαι στο σχεδόν παρά στο τώρα

ευτυχώς που υπάρχουν και οι τοίχοι που σε επαναφέρουν σε μια πραγματικότητα

θα επιστρέψω στο  κρεβάτι μετά από τόσες βόλτες, με ολοκαίνουριες αγρατσούνιστες σόλες και ανεμισμένο νού

με φώναξες μπαμπά και παιδί μου στον ύπνο σου και ξαναμπήκαν οι ρίζες μου στο χώμα

να μην ξαναπιώ ρόδι τα ξημερώματα