4.6.07

Η γοργόνα




Πάνε καιροί που τους γνώρισα σε μια ερημιά του κόσμου.
Αυτός με το γαιδούρι του-τον γάδαρο , Αυτή με την κουζίνα της και ο Γιός με την ταβέρνα.
Έψαχνα μέρος για να στήσω το νοικοκυριό μου, για 2-3 μέρες, ώσπου να πιανε λιμάνι το καράβι της γραμμής, με προορισμό το νησί των στεναγμών μου.
Βρήκα την παραλία τους τυχαία, ακολουθώντας όλους τους παραδρόμους και τους χωματόδρομους και πληρούσε όλα τα στοιχεία, 3 σπίτια το πολύ, μια ταβέρνα, πεντακάθαρα νερά και δέντρα για κάλυψη.
Χαιρέτησα περνώντας από μπροστά τους και στο γυρισμό σταμάτησα για γνωριμία και νερό
-Πειράζει να αράξω για λίγο?
-Όσο θές και από φαγητό.. λεύθερα, φρέσκο ψάρι από μπροστά και πίσω ο κήπος.
-Να στε καλά, έχω τα καλούδια μου, πατάτες και κρεμμύδια, ρυζι και λαδότυρο, βασιλιάς σκέτος.
Το τελευταίο αρμυρίκι χωρούσε μια σκηνή, τη δική μου και την αιώρα. Σε μια ώρα αποκοιμιώμουν με τον αχό της θάλασσας, τη μυρωδιά του ρετσινιού και στον ορίζοντα έναν πορτοκαλοπνιγμένο ήλιο.
Μια φωτογραφική και ένα ημερολόγιο ήταν η παρέα μου, παράξενο για τους ντόπιους μια άδικη κατάρα να γυρνά στον τόπο τους.
-Μια λεμονίτα για μένα κυραΡήνη, το άλλο μεσημέρι, γιατί δεν είχα ραδιόφωνο μαζί μου - ένα μηχανάκι βαρυφορτωμένο ήταν η περιουσία μου- και ζώ με τις μελωδίες.
Η λεμονίτα ήρθε με την παρέα της: πατάτες και κολοκυθανθούς γεμιστούς, κέρασμα της γερόντισσας για κάποιο δικό της λόγο.
Ο γέροντας με τον γάδαρο που κέρασα στο φτωχικό μου, της παραλίας ήταν ο άντρας της ο κυρ-Ανέστης, μεγάλη καρδιά και γελαστά μάτια, μαχητής της ζωής με χέρια σκαμμένα σαν υφάλους στο Σίγρι, με μαντήλα μπλέ στο κεφάλι, αντίς για καπέλο, για να πάνε με τα μάτια του, μάτια που απο τη μια στιγμή στην άλλη η κυραΡήνη γίνηκε γυναίκα του, μετά από ένα πανηγύρι.
Ήρθε και ο γιός, ο Γιώργης, ένα παλικάρι του τόπου του, ανύπαντρο, ο καημός της κυραΡήνης, που κρατούσε το χειμώνα το καφενείο του χωριού και το καλοκαίρι διαθέριζαν δουλεύοντας στην παραλία.
Τιμοκατάλογοι πουθενά, μια τάβλα με κιμωλία από κάποιον επισκέπτη περιέγραφε το μενού και η συννενόηση με όλες τις φυλές και τις γλώσσες γινόταν με τα χέρια, με ήχους και παντομίμα, πάντως κανένας δεν έφευγε δυσαρεστημένος.
Καθόμουν και τους βοηθούσα όταν ήμουν εκεί με τις παραγγελίες και χωρίς να το ζητήσω με σκλάβωνε η οικοδέσποινα με γεμάτο τραπέζι, του σκασμού.
Έφτιαχνα χαιμαλιά, έκανα και καμιά ζωγραφιά στα πιτσιρίκια, πορτραίτα στα πιο φρόνιμα, χαρταετούς στα ζιζάνια, σταυρουδάκια και δαχτυλίδια στις γυναίκες και ανταλλάσαμε συνταγές με τις γιαγιάδες των σπιτιών.
Ένιωσα πως είχα βρεί αυτό που έψαχνα, ησυχία, ερημιά και ανθρώπους καλούς.

Έπεφτα για ύπνο με τ' αστέρια, ξυπνούσα με το κύμα, σκάλιζα κάτι κορμούς που μου ξέβραζε η θάλασσα από Τουρκίας μεριά, όταν μ' έκαιγε ο ήλιος βουτούσα μέχρι τα μισά του κολπίσκου μου και συνέχιζα μέχρι να μεσημεριάσει και να με φωνάξουν για φαγητό.

Όταν τα εφόδιά μου τελείωσαν, με ανέλαβαν ασυζητητι. Είχα λεφτά, μα δεν τους ένοιαζαν, μέχρι που έφυγα δεν καταδέχτηκαν δραχμή από μένα, μόνο ό,τι ήθελα και μπορούσα να τους προσφέρω.
Πέτυχα κάποια κλίση μου την εποχή εκείνη και έκανα τον μπογιατζή, τον χτίστη, τον ταμπελογράφο, τον κουρέα . Μιας εγγόνας, της Ρηνούλας ήμουν ο δάσκαλος μουσικής και τα βράδια χορεύαμε με αυτοσχέδια όργανα, γλέντια με μια κολοκύθα και πετονιά και οι πελάτες να μιλούν χαμηλόφωνα για να φτάνει ο ασθενής ήχος παντού.

Ωραίες στιγμές, μια παραλία που έγινε στα μάτια των κατοίκων παραλία δική μου, όταν τους καλούσα για μπάνιο και φαγητό, ζωγράφους ποιητές και γλύπτες, γνώρισα αρκετούς και αξιόλογους τότε.
Η παραλία μου ήταν στολισμένη με ασπροβότσαλα και παιχνίδια που η φουσκοθαλασσιά εναπόθετε εδώ και εκεί, trash art, όχι το πολύκοσμο σκουπιδαριό, ολόγυμνη από ρούχα και ξαπλώστρες, ενώ για ομπρέλες αρμυρίκια.
Δεν ξέραμε ο ένας τον άλλο, μα στην ερημιά ο παραπέρα είναι ο παραδίπλα, ο γείτονας, ο συνάνθρωπος.
Μια ζωγράφος που ανέβαζε μια έκθεση στο νησί, ένας απόστρατος αξιωματικός με την νεαρή συνοδό του, ένας ηθοποιός του βασιλικού θεάτρου, μια οικογένεια ζογκλέρ και ένα ζευγαράκι που πιτσούνιζε συνεχώς, ήταν οι σταθεροί μου γείτονες, λές και το μέρος καλνούσε τις ανησυχες ψυχές να καταλαγιάσουν.
Στο νησί που ξεκίνησα να πάω δεν έφτασα ποτε, αρρώστησα, με φρόντισαν και έφυγα μετά από ένα μήνα και κάτι παραμονής έχοντας μαζί μου φωτογραφίες και αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής.
Σε όλους έφτιαξα και άφησα από κάτι, εκτός του κυρΑνέστη που δεν μου ζήτησε ποτές του τίποτα, παρά μιας γοργόνας. Πέρασαν τόσοι μαζί μου άνθρωποι που έπιαναν τα χέρια τους, μα δεν του τη χάρισε κανένας.
Τελευταία μέρα και άρρωστος, με τα κάρβουνα της ψησταριάς τους, πάνω σε μια καρέκλα ξεκίνησα να φτιάχνω τη γοργόνα του, κάτω από συνεχή χειροκροτήματα και ζητωκραυγές.

Η γοργόνα έγινε σε μια μέρα και με έδεσε με τους ανθρώπους αυτούς για πάντα.
Το ξυλόγλυπτο με ταλαιπώρησε καμιά δεκαριά ημέρες και με αυτό ένιωσα να ξεπληρώνω όλη τη φιλοξενία, το φαγητό, τα κεράσματα, που με έμπασαν στο σπιτικό τους, που με φρόντισαν σαν αρρώστησα με αντριβές και αφεψήματα, με ενδιαφέρον και αγάπη. Τίποτα δεν θα μπορούσε να τα ξεπληρώσει αυτά, αλλά λεμε....
-Όχι δεν λέμε, μου είπε η κυραΡήνη, δεν σε αγαπήσαμε επί σκοπού, σε είδαμε στερνοπούλι στην ερημιά και σε φροντίσαμε, όπως τον γέρο μου.
Κάθησε να σου πώ μιαν ιστορία.

Κάποτε η κόρη μου η Χρυσουρίτσα ήταν στο πανεπιστήμιο στα Γιάννενα και ο Ανέστης θέλησε να πάει να την δεί. Ποτές του δεν είχε ξεμακρύνει από το νησί και αυτό θα ταν το μεγάλο του ταξίδι. Τον σιδέρωσα, τον φίλεψα με πεσκέσια να δώκει του κοριτσιού, μπήκε στο καράβι και όλα καλά μέχρις εκεί. πρέπει να αποκοιμήθηκε στο καράβι και μέχρι στο επόμενο νησί κάποιος του εσούφρωσε το πορτοφόλι, με λεφτά, ταυτότητα, ό,τι είχε και δεν είχε μαζί του ο καψερός.
Μόλις κατάλαβε οτι τα χασε όλα, κατέβηκε στις αποσκευές, μα χωρίς ταυτότητα που να του τις δώσουν! Έτσι με φόβο και χωρίς μυαλό κατέβηκε στο νησί, ψάρι έξω απ΄τα νερά του.
Έμεινε για κάμποσην ώρα μέχρι που μια κοπελιά τον είδε και τον λυπήθηκε. Τον ρώτησε, μπάρμπα τί τρέχει, της είπε, τον πήγε στην αστυνομία, στο λιμεναρχείο, έκανε την καταγγελία, έτρεμε στο άκουσμα αυτής της λέξης, και βγήκαν μαζί έξω.
Η κοπελιά κατάλαβε οτι ο μπάρμπας ντρεπόταν να το πεί, οτι δεν είχε λεφτά ούτε για το τηλέφωνο στο χωριό του. Τον κάλεσε σπίτι της, φοιτήτρια αυτή, μας πήρε τηλέφωνο να ειδοποιήσει για το τί έγινε, του έστρωσε φαγητό και ύπνο στο σπιτικό της και την άλλη μέρα τον έβαλε στο πλοίο της γραμμής. Ο κυρΑνέστης μπαιλντισμένος μες στα κλάματα την έλεγε και την λέει ακόμα και τώρα κόρη του, γιατί έτσι μόνο προς πατέρα φέρεται ένα τέκνο. Έτσι και εσύ παιδί των δικών σου είσαι, μα σαν βγείς στην ερημιά παιδί του κόσμου είσαι, σαν το δικό μου, σαν το δικό του, όλων μας. Έκαμα το χρέος μου και θα το ξανακάμω σαν δώ άνθρωπο που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, γιατί το καλό στον καλό γυρίζει.
Έφυγα. Τα χρόνια πέρασαν και εγώ επέστρεψα ένα δειλινό του Γενάρη για την καλησπέρα. Έρημη η ταβέρνα και η θάλασσα να φτάνει ως την πόρτα της, μα η γοργόνα εκεί, φύλακας του μαγαζιού, στοιχειό του τόπου πλέον. Καμάρωσα.
Τα γερόντια τα βρήκα στο καφενείο, έκλαιγαν σαν με ξαναείδαν, αυτή τη φορά ντυμένο στα καλά μου, με παλτό και καπαρντίνα, μου μιλούσαν στον πληθυντικό, με χαμηλωμένα μάτια.
Δεν είχαν καταλάβει τί μου είχαν δώσει γιατί το πολύ τους τους ήταν φυσιολογικό. Μείναμε να λέμε τα νέα μας, να αναδακρυούμε και να αποχαιρετιώμαστε για πολλή ώρα.
Κάποτε θα ξαναμπαρκάρω για να τους δω, μαζί με μένα και η μητέρα μου, η καλή μου και όσοι δικοί μου τους έχουν αγαπήσει απο τις περιγραφές μους.


Να στε όλοι καλά αγαπημένοι μου


9 σχόλια:

  1. Θαυμασιο φιλε μου.
    Απεριττο κι αληθινο.

    Καμια φορα στη πολη ξεχναμε
    οτι ειμαστε ανθρωποι.

    Οσο πιο μακρινο το μερος, τοσο
    πιο φιλοξενοι οι ανθρωποι που το κατοικουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ομορφο κείμενο. Ανακουφιστικά άμεσο.

    Πολύτιμο kosta, αυτό που πήρες, αυτό που έδωσες.
    Το πιο μικρό και πιο πανάκριβο συνάμα.
    Σαν ενα κομμάτι ξύλο που ξεβράζει η θάλασσα και χέρια άξια του δίνουν μορφή και αξία.

    Εισαι τυχερός!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. το παρόν είναι μέρος ενός παλιότερου διηγήματος πάνω στην προσφορα και στον κύκλο του καλού μέσα από σχέσεις με ανθρώπους άγνωστους, με ψυχές γειτόνισσες.
    γράφτηκε στο στρατό,σε ώρες διαλλειμάτων και ύπνου, για να μην σβήσει η πίστη μου στον άνθρωπο και στην εγγενή ηθική και καλοσύνη του.
    η κερασομαλλούσα που το λαβε, σε ανύποπτη ώρα και στιγμή μου το επέστρεψε βιβλιοδετημένο, με φαντασία και κόπο δικό της. το χάρηκα ασυγκρίτως περισσότερο από την πτυχιακή μου, που κόπιαρα ασημαντότητες.

    *ψύχος* χαίρομαι που σου άρεσε καλέ μου φίλε. έχεις δίκιο για τα αγελαία ζώα που χάνουν το παιχνίδι της επικοινωνίας όταν είναι παραδίπλα, γιατί η ψυχική επαφή συμβαίνει όταν ο άλλος είναι απέναντί σου.
    δεν είχα σκοπό να το γράψω, το γυφτάκι, μα στο αφιερώνω

    *ραλλού* μου γέμισες τη μέρα με χαμόγελα.

    ενέργεια ανταλλάχθηκε,
    επικοινωνία με εκτίμηση και σεβασμό καλλιεργήθηκε,
    δώρα και αναμνήσεις έμειναν να μας θυμίζουν σαν πυξίδες την πορεία μας.

    η αξία των μικρών πραγμάτων έγγειται στην προσφορά άνευ όρων και υπολογισμών, γιατί είναι ωραίο να καθαρίζεις πατάτες ή να κουρεύεις τον γάδαρο, να ζωγραφίζεις τα ζουζουνέγγονα ή να σκαλίζεις ένα θαλασσόξυλο. Μικρά πράγματα που αφιερώνεις τον χρόνο και τις ιδιότητές σου.

    αν είμαι τυχερός; όχι, σε τυχερά παιχνίδια δεν πιστεύω δεν παίζω, δεν με αφορούν.

    μου αρέσει η σύμπτωση, διαβολική ή ό,τι άλλη,
    τα πράγματα δεν θέλω να συμβαίνουν τυχαία,
    η κοσμοθεωρία μου διψά για το Μεγάλο Σχέδιο και ξεδιψά σαν το αναγνωρίζει.
    δεν είμαστε μόρια ή γυαλένια να κινούμαστε άσκοπα τυχαία,
    έχουμε μαγνητισμό που μας φέρνει κοντά και μας διαλύει, έχουμε εγωισμούς που μας κρατά μακρυά και μας ενώνει, αιώνιο λαδόξυδο οι σχέσεις.
    ξαναπροσπάθησε τα πρωινά μου,
    δεν μιλάει γυναίκα.. καλήν ανταμωση

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. υπέροχο θέμα
    υπέροχες σκηνες
    ησυχία, θάλασσα, άνθρωποι και σκέψεις
    ζήλευα την ώρα που το διάβαζα
    (καλοπροαίρετα)
    να σαι καλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. υπέροχο θέμα
    υπέροχες σκηνες
    ησυχία, θάλασσα, άνθρωποι και σκέψεις
    ζήλευα την ώρα που το διάβαζα
    (καλοπροαίρετα)
    να σαι καλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Kαλοκαίρι έφερες.
    Και μια αίσθηση αρμυρή σαν φύκι.
    Ευγνώμων...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. τα ρούχα μου έλυωσαν και απόμεινα με το πετσί μου το ηλιόθρεφτο, το θαλασσοβαφτισμένο

    ο χρόνος δε με φόβιζε γιατί τα βράδια παραβίαζα το γυαλί της κλεψύδρας του και πρόσθετα άμμο

    εξημέρωνα σπάρους με ψωμί και με τυρί μερμήγκια, να με φυλάνε οικόσιτο στο σπιτικό τους μέσα

    μάθαινα κολύμπι στα βότσαλα, ανάλαφρα και ανάερα αφροπατήματα, πριν την πολυαίωνη βουτιά στη μάνα θάλασσα, με τροχιά κεντρομόλο,σαν της θύμησης πριν τη λήθη

    πριν το πέσιμο του τελευταίου κόκκου, γύρεψα από ένα σπίνο και μου πιασε μια ηλιαχτίνα και έραψα το πέδιλο και μ' ένα δαχτυλίδι του ποδιού, απόδειξη πως τα ζησα, μπαρκάρισα από τ' όνειρο

    αγαπητέ *herk* μπορεί να φαίνονται ωραία όλα αυτά, μα η πολλή ομορφιά δεν αντέχεται αν δεν έχεις κάποιον να την μοιραστείς.
    Πέθανα από ομορφιά ένα βράδυ του Αυγούστου, μες στη θάλασσα, με σκήπτρο την ολόγιομη σελήνη,καθώς αναρριχώμουν στου νερού τη ράχη και δεν έβλεπα άνθρωπο γύρω μου, ξωθιά ή εφιάλτη να του σφίξω με συγκίνηση τον ώμο.
    μην με πιστεύεις πως μιλώ ειλικρινά, δεν είναι το μέρος έτσι,πήγαινε με την καλή σου, ζήστε εκεί, μια μέρα του καλοκαιριού και αν το βράδυ δεν ζήσεις όσα το χνούδι στα κείμενά του περιγράφει, θα σιωπήσω ως πλαστός.

    αγαπητό *χνούδι* φύκια δεν έφερα και αρμύρα, τα μάσησα, τα λούστηκα, κοιμήθηκα και πάνω τους, ξεράθηκαν και ένα με το κορμί μου έγιναν, μα κάθε τί στον τόπο του μετράει και αυτά στην πόλη θα πεθαίναν, θα χάνονταν. M
    Mε σκυμμένο το κεφάλι, με χυμένα τα μαλλιά τα φύκια μου ξεκόρμισαν αφήνοντας αρμύρας μονοπάτια με υπόσχεση για ένα αλλοτινό καλοκαίρι.
    αν έφερα εγώ το καλοκαίρι? μάλλον εσύ και η θεωρία του χάους σου, ανάλογα με τις διαθέσεις σου πότε ο ουρανός κλαίει, πότε γελάει, παντοδύναμο χνούδι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. χαμογελώ...
    αναπολώ...
    θυμάμαι...

    τις παμπολλες χελώνες στο ρυάκι...
    το χαμένο μαγιω του γιωργη στην παραλία...
    2 ζωγραφισμένους αστραγαλους με μπλε μπικ στυλό και πεταλούδες στο στομάχι...
    την κυρα Ρηνη να μας κερνάει παγωμένες λεμονίτες..
    και τη γοργόνα πριν σκαρφαλώσει τον τοίχο!

    Αλλο ενα μαγικό καλοκαιρι
    στη λίστα μας καλε μου κωστα ορέστη!

    χαμογελώ...
    ανυπομονώ...
    φοβάμαι...
    ... πως η λίστα εμεινε λειψή εφετος...
    αλλα τα καλυτερα ειναι αυτά που δε ζησαμε ακόμα...
    μου λείπετε!!

    ελεανού

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. ήταν στις επιθυμίες μου εδώ και χρόνια,

    φέτος απλά προτεραιότητα

    θα λάμπει ο κόσμος κεράσια σου λέω

    κάθε που κάποιος πιάνει κιθάρα ή βλέπω ένα πιάνο μοναχό
    τότε και αν μου λείπεις

    δειλή ομορφιά, στα ωραία δεν εγκαταλείπουμε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή