12.6.07

η πιπεριά και ο σπούργος

Ήταν τότε στην Αθήνα, σε μιας μονοκατοικίας την αυλή , που μενα σα φοιτητής. Χαμηλό το νοίκι, δεν το βρήκα μέσω αγγελίας ή μεσίτη, ο πατέρας μου ρώτησε τον κάφενετζή της γειτονιάς και όντως το σπίτι μόλις είχε αδειάσει.

Η προηγούμενη ένοικος, γυναίκα χωρισμένη, με ένα παιδί, έφυγε νύχτα, αφήνοντας μια κουβέρτα, δυο νεροπότηρα, μια φωτογραφική με φίλμ ατράβηχτο και 3 νοίκια απλήρωτα, ξένη σε ξένους μέσα, δύσκολοι καιροί για έναν άνθρωπο να τα βγάλει πέρα αξιοπρεπώς.

Η μετακόμιση έγινε την άλλη μέρα και κοιμήθηκα για πρώτη φορά μονάχος στο σπιτικό μου στην πρωτεύουσα.

Δεν είχα ξαναμαγειρέψει, μα δεν φοβήθηκα να μπώ στα βαθειά. Συνταγή ποτέ δεν διάβασα, ότι μου ερχόταν το στρίμωχνα στην κατσαρόλα, στο τηγάνι, στο ταψί και κανένας ποτέ δεν παραπονέθηκε.

Ο καιρός και τα χρόνια περνούσαν άλλοτε ήρεμα, άλλοτε όχι, πανεπιστήμιο, σπίτι, βόλτες, σπίτι, με διαλείμματα ερώτων, στραπάτσων, ταξιδιών και κάπου κάπου διαβασμάτων.

Θα ταν το καλοκαίρι του '95 που ξεκίνησα για το καμίνι του αυγούστου. θα διάβαζα για την εξεταστική του σεπτέμβρη και χρειαζόμουν μέρες. Στην πάτρα σοβαρά δεν διάβασα ποτέ, μονο ανώφελες μετακινήσεις έκανα βιβλίων, για να τα επιστρέφω ανέγγιχτα.

Φαντάσου τώρα φίλε μου αθήνα, μεσημέρι, έξω να λυώνει η άσφαλτος, τίποτα να μην κουνιέται, οι φίλοι και οι γνωστοι να παραθερίζουν και γώ να διαβάζω μαθηματικά.Δεν έπαιζε, αλλά δεν γινόταν και αλλιώς.

Ευτυχώς το σπίτι είχε εσωτερική αυλή που τη μοιραζόμουν με δύο κρητικούς και οι τοίχοι ήταν χοντροί και από πετρα, μικρή όαση δροσιάς. Λόγω ιδιότητας είχα φτιάξει πέργολες με λογής λογής φυτά και το παραθύρι που διάβαζα ήταν καταπράσινο.΄Ίσως και να φταιγε αυτό..

Κάπου εκεί το απογευματάκι, με τον ανεμιστήρα να κόβει βόλτες στο δωμάτιο και γω να μαι για τα καλά χωμένος σε συναρτήσεις πιθανότητες, έρχεται ένας κρότος να μου ταράξει την ησυχία, σαν να μου πέταξαν λεμόνι στο παράθυρο.

Για την πηγή του ήχου ήμουν σίγουρος, ήταν από το τζάμι, που ζορίστηκε να ανοίξει κι άλλο, ενώ για την αιτία όσο και αν έψαξα δεν βρήκα κάτι , εκτός από ένα σταχτί μπαλάκι, μέσα σε μια γλάστρα.

Παιδιά εκεί γύρω δεν υπήρχαν πολλά και σίγουρα όχι τέτοια ώρα.

Πάω να το πιάσω και το μπαλάκι ανοίγει, κάνει δυό λιλιπούτεια βήματα και κρύβεται πιο μέσα στον χαμηλό θάμνο.

Ένα σπουργιτάκι. Δεν κατάλαβε το παράθυρο παγίδα και περνώντας από τις φυλλωσιές βρέθηκε κατα πρόσωπο με την εικόνα του που το ριξε χάμω.

Το καφέ του ράμφος είχε ένα κόκκινο δάκρυ απ το ρουθούνι και τα μάτια του ανοιγόκλειναν μόνο για να δεί που να κρυφτεί

Τότε ακόμα δεν μας είχαν μάθει να φοβώμαστε και τα πουλιά, δεν το σκέφτηκα καθόλου και το πήρα στις παλάμες μου. Μια φορά δοκίμασε να φύγει, μα το σώμα του δεν υπάκουε, τα φτερά του μισόκλειστα, μισοανοιχτά, τεντώνονταν μα αμέσως έπεφταν σαν η ζωή να φευγε πιο γρήγορα από μέσα του.

Δεν είχα βιώσει τον θάνατο πιο κοντά και κατά πρόσωπο απο αυτή τη φορά, έβλεπα την ψυχούλα να αιμοραγεί, μακρυά από τον κόσμο του, μακρυά από τους δικούς του.

Καθήσαμε παράμερα σε κάτι σκαλοπάτια, εγώ κάτω και αυτό στο χέρι μου.

Με το 'να δάχτυλο του χάιδευα το ΄φτέρωμα, στο ύψος του λαιμού και με ένα άλλο του σφούγκισα το δάκρυ που μεγάλωνε.

Δεν μπορείς να φανταστείς φίλε μου πόσο μικρό και ζεστό μπορεί να ναι ένα κορμάκι, πιο μικρό και από ένα καρυδάκι, πιο ζεστό και από την ανοξείδωτη λαβή του ηλεκτρικού, ήσυχο, πως κάποιος του κρατά στερνή παρέα, ήρεμο, πως το φρόντισαν όπως του πρέπει.

Μείναμε σε αυτή τη θέση αιώνια, ώρα δεν ξέρω ακριβώς να σου λεγα τι ώρα έφυγε η ψυχή του, γιατί σταμάτησα να ακούω στα ακροδάχτυλα το γοργοτίκισμά του, αχνό, θαμπό σε λερωμένα χέρια.

Καρδιά δεν μου κανε να φύγει αμοιρολόιτο και ευτυχώς η σαββίνα το ξεπροβόδισε στη άλλη πλευρά με κατάθεση ψυχής, η δική μου ήταν ακόμα μουδιασμένη απέναντι στον θάνατο.

το τραγούδι τέλειωσε, τέλειωσε και το επόμενο, όλο το cd, πήρε να μοσχομυρίζει το νυχτολούλουδο λιβάνι και εγώ πήρα το φτυαράκι.

σε μια γωνιά της ζαρντινιέρας, κάτω από την πιπεριά του έκανα χώρο να φωλιάσει, δίπλα απ' το κανάρι που θα το συντρόφευε λίγα χρόνια αργότερα.

οι γείτονες επέστρεψαν, κανένας δεν έμαθε τον μικρό χαμό, ποτέ δεν προσπάθησα να γράψω για κανένα από τα δυό τους, τελείωσαν τα χρόνια μου με την πόλη και άλλα τόσα πέρασαν εδώ.

απ τα φυτά που έφερα πριν οκτώ χειμώνες μια πιπεριά μόνο ανθίζει ολοχρονίς και τα πρώτα φύλλα μετά το ξύπνημα βρίσκονται από πουλάκια τσιμπημένα.

το φίλμ καμένο ήταν και η φωτογραφική μου έμεινε τον κόσμο να θυμάμαι.



μια φωτογραφία του γιώργη που τον συμπαθούν πουλια και άνθρωποι

4 σχόλια:

  1. Ο "αγγελος"
    Μπορει να ειναι αντικειμενο.
    Μπορει να ειναι φυτο.
    Μπορει να ειναι ζωο.
    Μπορει να ειναι ανθρωπος.

    Υπαρχουν.
    Ερχονται για λιγο στη ζωη μας, μας αφηνουν κατι και φευγουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. πολλά τα περάσματα, πολλά τα χνάρια.
    γεμάτα τα ράφια μας από αφήματα,
    γεμάτα τα ντουλάπια του μυαλού από τις θύμησές τους.
    χαιρετώ σε φίλε μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μικρο ανοητο σχόλιο

    χμμμμ...τον γιωργη μας ολοι τον αγαπανε ανρωποι και πετουμενα... μα τουτον εδω τον σπουργιτη αλλουνου το χερι τον φυλακισε στο στο φιλμ την ωρα που προσπαθησε να δει τον κοσμο μεσα απο το πρισμα που συνηθως αιχμαλωτιζει τις στιγμες σε ομορφες εικονες ο καλος μας ο γιωργης..
    αλουνου ηταν το χερι σας λεω ...αλουνουνου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ταπεινά, ταπεινότατα ζητώ συγνώμη για την λογοκλοπή

    προσανατόλισα τους αναγνώστας μου στο πρόσωπο του γεωργίου λόγω του πρότερου έντιμου φωτογραφικού του βίου

    ο σπούργος και εγώ σας ευχαριστούμε που μας τιμήσατε με την παρουσία σας

    ΑπάντησηΔιαγραφή