13.6.07

το γυφτάκι

Μπαμπά μην τρέχεις έγραφε το μαγνητάκι στο παλιό αυτοκίνητο και είχε δεξιά και αριστερά τις φωτογραφίες εμένα και της αδερφής μου. Όταν ήταν να φύγει για δουλειά τα χαράματα, η μητέρα του ψιθύριζε « και να προσέχεις» Αυτές οι παιδικές μου μνήμες είναι περισσότερο από έντονες σαν ακούω πόλυ πάνου και ζαγοραίο να τραγουδούν, σαν να μπολιάστηκαν αυτές οι μνήμες και να προέκυψε μια σύνθεση, με σύνδεση ισχυρή.




Κάποτε ξεκίνησα και εγώ τα ταξίδια μου, από ανάγκη. όπου λάθευε το σύστημα της αυτοσυντήρησης, καταλάβαινα πως έπρεπε να κινούμαι, διαρκώς, για να μην βλάψω εμένα πρώτα και αυτούς που μ’ αγαπούσαν εξ αντανακλάσεως.




Έπρεπε να φεύγω, λες και δεν κουβαλούσα μαζί μου όσα με πληγώνανε, μα τα ρημάδια μου σκοντάφτανε σε τοίχους όταν ακινητούσα και μου 'φταναν τα σημάδια που δεν φαίνονταν. Στο πρωινό τηλεφώνημα κάθε δυο τρεις μέρες, δεν με ρωτούσαν απ’ το πατρικό πως είμαι, ούτε πώς τα περνάω, μου 'λεγαν μόνο να 'μαι καλά και να προσέχω. Πολλά τα χιλιόμετρα, περισσότερες οι φωτογραφίες, πολλά είδα, λίγα κατάλαβα, ίσα ίσα όσα για να ξεμπερδέψω το κουβάρι και να βγώ απ' τους λαβυρίνθούς μου που έχτιζα.




Με στερεωμένη τη ματιά ίσια μπροστά, χωρίς παρελθόν και μέλλον, έψαχνα μέσα στο παρόν μου να ανιχνεύσω ποιος γινόμουν, ότι από όλα αυτά που με προσδιόριζαν κράτησα μόνο της ταυτότητας τα σταθερά σημεία και όλα τα άλλα τα 'βλεπα να ξαναγράφονταν. Ίδια τα μάτια, άλλη η ματιά. Σαν κόπηκαν οι δεσμοί με όσα με ακινήτουσαν, αερόστατα έγιναν που έριξαν το έρμα ξανάδα τον κόσμο από ψηλά.







Είχα διψάσει εκείνο το καλοκαίρι για πελαγίσια ερημιά και πήρα το πρώτο πλοίο που έλυνε, σαν η πιθανότητα για λυτρωμό δεν διάφερε από τον τόπο, αλλά από τον κουβαλούσε την. Νησί γαλαζινό σαν όλα τ’ άλλα, μικρό και ολόγυρα η θάλασσα να το δέρνει, λεπτόψηλο και αφρομαστίγωτο, νησί συνηθισμένο, μ’ ερείπια ξερολιθιάς σε μάντρες καστρωμένες, φιλόσαυρο, παντέρημο, με λιγοστούς κατοίκους. Δεντρί δεν βρήκε εκεί φωλιά,




οι ρίζες δεν επιάναν και τα σπιτιά να μην χαθούν γαντζώθηκαν στα βράχια,




μα η ψυχή μου μέρωσε σαν όλα αυτά τα είδε,




γιατί κάτω απ' του ήλιου το ματί, που δεν χωρούσε προσευχή,




μόνο το έλεος,




διαφάνηκε το σώμα και η ψυχή τα κρίματα της όλα τα μολογέτω,




ότι εσκέφτει αμέσως βγήκε το και αυτοστιγμής αναφλέγει.







Μέρες δύο και είχα ήδη κάνει το γύρο του νησιού πάνω στη μηχανή,




μένοντας ασκητικά, μοναχικά σε μια σπηλιά , μετρώντας τις αντοχές μου.




Το φαγητό καλοδεχούμενο στο άδειο στομάχι μια φορά στις δυο μέρες και αυτό λιγοστό,




για άλλο πεινούσα και αλλοίμονο στη σάρκα που θα κατάτρωγαν.




Μάγουλα, μάτια βυθισμένα άλικα, απ' τον ήλιο και την αγρύπνια, ήταν ωραία η ζωή και τη ρουφούσα στον άγιοάδειο τούτο τόπο σαν το μεδούλι.




Και τέλειωσε η ερημοσύνη, βουτιά στην κοσμοπλημμύρα. Εκεί που όλοι οι πιστοί των διακοπών μαζεύονταν για να για να βρούν αυτό που δεν έφυγε από κοντά τους, παρά από τη στιγμή και μετά που βαρέθηκαν και σταμάτησαν να εκπλήσσονται.

Στο κάμπινγκ έψαξα να βρώ παλιές μου γνωριμίες, μα είχαν χρόνια να πατήσουν. Η κοπέλα στην είσοδο μου πρότεινε να μείνω, δεν θα το 'κανα, επέμεινε, δεν την καταλάβαινα, μου ζήτησε να την περιμένω μέχρι να τελειώσει, μόνο αυτό. Σε τρία σκίτσα χρόνο άλλαξε βάρδια και πέρασε απ' το απέναντι παγκάκι να με πάρει.
- Τι κάνεις εκεί; Με ζωγραφίζεις; Μπορώ να το δώ;
- Όχι, μα μπορείς να το πάρεις, μην το ανοίξεις, της τα 'βαλα σ’ ένα φάκελλο, αν δεν χρειαστείς ποτέ βοήθεια. Δέξου το σαν ενέργεια βοήθειας, σαν μπουκαλάκι ζωής στο Prince.
Kάτι της έγραψα στο οπισθόφυλλο του ενός, μάλλον πως κάποτε θα 'κανε ένα σύντροφο να τη λατρέψει, γιατί έβλεπε με τα μάτια της ψυχής την ανάγκη και πως αντίς να προσπερνά τη μοναξιά σαν λέπρα, την αγκάλιαζε για να τη σβήσει με παρέα.

Να ναι καλά όπου είναι, ευλογημένη γόνιμη, ευτυχισμένη αγαπημένη.

Γυρίσαμε τα στενά δρομάκια του νησιού ανάμεσα σε θλιμμένα, μεθυσμένα πρόσωπα με ξεχασμένο χαμόγελο στο χείλη φορεμένο, τατουάζ με ημερομηνία λήξης σαν όλα εκείνα που θα 'θελες να κάνεις και από φόβο τα ονομάζεις τρέλες καλοκαιρινές,




τσίκνα από σάρκα στα κάρβουνα και ιδρώτα σάρκας, για να καταλήξουμε σε μια ταράτσα που μαζεμένοι οι φίλοι της τραγουδούσαν κυκλικά και χαμηλόφωνα σκοπούς, δίνοντας φιλιά με τη σειρά, σε καπνιστά χορτάρια.




Ο κύκλος δεν χάλασε, μέσα του στριμωχτήκαμε, με χέρια και αγκώνες να ακουμπούν του διπλανού χωρίς της επαφής τον τρόμο, μόνο το αδέσποτο εμέριασε, για να ντυθούμε εμείς τη θέση του και αυτό χάδι να βρεί στο σβέρκο του και στην κοιλιά.
Βαριά ποτά ανόθευτα, για να κυλάει η γλώσσα και ο λογισμός και κάποιος σκάρωνε αυτοστιγμής τραγούδια για τον πόλεμο, τον έρωτα, τη μοναξιά του και γι’ αυτή που όλοι ψάχναμε, που λίγο την ευρίσκαμε και αμέσως της καρδιάς η καλίμπρα ξανάδειχνε απ’ τη μια μπροστά για να βαδίσεις και απ’ την άλλη τι πίσω σου άφηνες ή σ’ άφηνε.
- Δώσε μου το μπλοκάκι σου και ένα στυλό, ταξιδευτή, μια σκέψη να σου αφήσω. Ακόμα πως σε είπαμε το όνομά σου δεν δώθη, μα δεν πειράζει, ταξιδευτή θα σέ πω εγώ, πιο ταιριαστό απ' όνομα θα το 'αχείς.
Κάθισε ώρα αρκετή την πυρκαγιά κοιτώντας, την πυρκαγιά που ανάφτηκε στο ίδιο σημείο της πλάκας, όπως μου είπε αργότερα ενός θεριακλή παππού που έδραζε από κάτω, να ακούει την ομιλία τους και τον παλμό της ζήσης και αντάμα τους να χαίρεται για ό,τι δεν πρόλαβε να ζήσει.
Ονόματα, τηλέφωνα δεν δόθηκαν, μόνο καλή την τύχη να ‘χει ο καθείς μας στη ζωή και αν κάποτε βρισκόμασταν πάλι, να ιστορούσαμε αν βρήκαμε όλα αυτά που μας πρέπαν.
Φχαρίστησα, τη φίλησα, χωρίσαμε και γι’ άλλο τραβέρσο κίνησα, ψηλών βουνών λιθάρια θε να ‘βλεπα.
Ο δρόμος μου μ’ έβγαλε κάπου σ’ ένα βαθύ φαράγγι, στα χείλη του ακροπατώντας με τα βράχια πισώπλατα να γερακίζω προς τη σπηλιά που τραβούσε τα βλέμματα, μα και τα’ αυτιά, ότι τέτοια ακουστική πουθενά στον τόπο τούτο.
Διαβάτες φωτογράφιζαν τις αγριοτριανταφυλλιές και το νερό εκεί κάτω, πιτσιρίκια αλυχτούσαν σαν λύκαινες παρατημένες, κραυγές που μπλέκονταν με τις αντίλαλες, ομόηχες, ομόσυχνες, σαν να μιλάς στον ύπνο σου προτού τον ξύπνιο, και γώ να μετρώ την ευτυχία του ζήν με το μελλούμενο ταίρι μου εκεί σε κλάσματα του μανταρινιού, ολόγλυκο, δροσιστικό, με καναδυό κουκούτσια, της βασιλόπιτας φλουριά μας.
Μια βυζομάνα με προσκάλεσε στη συντροφιά τους, ένα μεζέ να πάρω, άνθρωποι ωραίοι βορινοί, με καρδιά πελώρια. Τυρόπιτες, χορτόπιτες του κρέατος καλούδια, κάθε του χρόνου τέτοια μέρα, μαζεύονταν οι φίλοι, που ‘καναν οικογένειες και τα παιδιά τους φίλοι γινήκαν και το μικρότερο της αγκαλιάς για πρώτη του γαλάκτιζε στον αψηλό τον τόπο.
Μου παν πως κρίμα είναι τς ομορφιές και τις χαρές μόνος να τις περάσεις στη ζωή και η τύχη μου μ’ ευλόγησε για μια φορά ακόμα, από φαντάσματα να τρέχω να κρυφτώ και άνθρωποι ξένοι γελαστοί να μου σηκώνουν των ματιών το πέπλο.
Σ’ ένα καρτοτηλέφωνο που το 'καιγε ο ήλιος στην κορυφή μιας ερημιάς που μύριζε θυμάρι σαν να κατάλαβα πως κάπου τα πήρα λάθος, γιατί ήταν γενναιόδωρο στην επικοινωνία, καθόλου δεν εγύριζε ο μετρητής στην ώρα και σ’ άφηνε όσο ήθελες να τους μιλάς στους δικούς σου και εγώ μον’ δυό γονιούς είχα να ανησυχούν πως εντάξει ήσαν όλα, ο κόσμος πως μ’ αγάπαγε, μην είχαν στεναχώρια
Σε μιας ταβέρνας την αυλή κλαδέψαμε τα κούφια ξύλα μιας καρυδέας και η γηραιά διοχτήτρια με φίλεψε με ένα σακκί καρύδια, άλλα χλωρά, άλλα ξερά, μα η κίνηση μετρούσε, παρέα μου στη διαδρομή που θα 'φτανε στο τέλος.

Στην τελευταία διαδρομή στο σπίτι μου γυρνώντας, κάπου δεν πρόσεξα, κάπου ξεχάστηκα και ευρέθηκα σε μια αφιλόξενη ερημιά, χωρίς βενζίνη, χωρίς λεφτά, όλα μου τα χα φάει και απέμεινα της μοίρας μου να της κρατώ παρέα, γιατί κάτι μου έλεγε πως τίποτα δεν τελειώνει έτσι.

Πήρα να γράψω στο χαρτί το πάθημά μου τούτο και καλά μες στο μυαλό βαθειά μου να το βάλω και έτσι όπως γύριζα να βρώ κενή σελίδα, πέτυχα μια γραμμή γραφής που δεν ήτανε δική μου, και τότε ευθύς θυμήθηκα την κοπελιά από τότε.
Δεινή η θέση μου, μα όχι του χαμού, άδειο το ρεζερβουάρ μα οι μπαταρίες μου γεμάτες, δεν άξιζε τέτοιο ξόδεμα.

Πήρα τη ζωή μου όπως ήθελα, καρπώθηκα χαρές και λύπες, όλες καλοδεχούμενες, όλες με είχαν φτάσει ως εκεί, ζώστηκα τις ευθύνες μου και άρχισα το σπρώξιμο.
Τέτοιες ώρες, τέτοιο ζόρι, σαν το σώμα υποδουλώνεται να γαιδουρεύει, οι σκέψες πετούμενα του ουρανού χελιδόνιζαν στα όσα είδα μην και ένωναν τα κομμάτια από το πάζλ μου.

Όσοι και αν πέρασαν κανένας δεν εστάθη, δεν τους αδικώ και εγώ το είχα κάνει σε άνθρωπο που δεν ζήτησε βοήθεια να του δώσω. Μόνο σαν εγονάτισα σε μια σκληρή ανηφόρα, ατέλειωτη, ανίκητη που το βουνό το έφτανε στη μέση, χέρι βοήθειας σήκωσα μόνο για τα νεφρά μου, που τα 'νιωθα να τρίβονται με σκοτωμένο αίμα. Τότε το ομολογώ βλαστήμησα την αμυαλιά την τόση, δεν ήξερα μέχρι ωσπού το βάσανο μου φτάνει και αμαρτίες και ευτυχιές εκεί να εξαργυρώσω.
Ξάφνου της συμφοράς μου φάνηκαν να φτάνουν ένα παπάκι, με τον μαυροτσούκαλο καβάλα και ύστερα άλλος και άλλος και άλλος ένας. Στην κίνηση που θα ‘καναν ήμουν χαμένος, κανένας στην ερημιά αυτή δεν θα μ’ αναζητούσε. Οι πλάτες τους πελώριες και μπράτσα χαρακωμένα με ονόματα και σχέδια και το μαλλί να γυαλίζει.
- Αδερφέ έμεινες; με καλεί ο πρώτος.
- Βενζίνη κουμπαράκι, του απαντώ. Υπάρχει κοντά εδώ τίποτα;
- Εικοσικάτι χιλιόμετρα από δώ και πίσω σου μην το σκέφτεσαι. Και Κυριακή; και απόγευμα; και έχει κάτι τσακάλια το βράδυ…ουου αδερφέ φυλάξου, είπε και έσκασαν όλοι στα γέλια. Τοιμάστηκαν να φύγουν.
Ευτυχώς σκέφτηκα και ανασκίρτησε η καρδιά μου, ευτυχώς μόνο για πείραγμα ήταν αυτοί.
Ο πιο μικρός και καταμούτζουρος γυφτούλης πάνω σ’ ένα μηχανάκι της συμφοράς με πλησιάζει μαρσάροντας.
- Αν είχαμε περίσεμμα θα σου γεμίζαμε, αλλά και μας μόλις μας φτάνει.
- Να ‘σαι καλά κουμπαράκι, του λέω, ευχαριστώ και για το τίποτα, που σταματήσατε και του γνέφω να φύγει.
- Αδερφέ, αν είσαι εδώ σε καμιά ώρα ακόμη θα σου φέρω εγώ, είπε και χάθηκε στην ανηφόρα πίσω από ένα σύγνεφο λευκού καπνού και μουγκρητών.

Δεν ήξερα πώς να τους αποκαλέσω και να μην παρεξηγηθούν , μόνο τη βιτάλη είχα ακούσει να τους λέει κουμπαράκια και γυφτούλια και κράτησα για τώρα το πρώτο.

Δεν περίμενα να γυρίσει, ταλαιπωρία μεγάλη, μα και να γύριζε δεν είχα δεκάρα τσακιστή να του το ξεπληρώσω, μόνο έναν ακριβό ελβετικό σουγιά που τον κρατούσα χρόνια. Και δεν θα 'θελα με τίποτα να τον δώσω.
Σε ένα διπλανό δεντρί κάθισα να ξαποστάσω και λίγο η κούραση, λίγο ο ήλιος που μου ‘χε κουδουνίσει το κεφάλι, τα μάτια μου εγλάρωσαν και σε ύπνο ρηχό βυθίστηκα.
Είδα το ταξίδι μου απ’ την αρχή, πήγα και στα πιο πίσω, της είπα όσα δεν τόλμησα να πώ, ρώτησα τους λόγους και τις αφορμές που ποτέ της δεν μου είπε, στρείδι κλειστό ακόμη και στον ύπνο μου, έκλαιγε με τα μαλλιά στο πλάι αποστρέφοντας το πρόσωπο και κάνοντας αμήχανες κινήσεις με τα μαλλιά,. Πρέπει να μάσαγε και τσίχλα και…

-εεε κουμπαράκι, ξύπνα..και έβαλε μπρός το μπρίκι.
-έλα κουμπαράκι, του λέω σαν μπόρεσα το ένα μάτι να ανοίξω.
-άντε και καλό δρόμο, είπε και γκαζώνει να φύγει.
Ανοίγω καλύτερα τα μάτια και βλέπω στην άκρη του δρόμου το σωτήριο κίτρινο σαν κάτουρο νερό σε μια μπουκάλα ενάμιση λίτρου.
-εε αδερφάκι, στάσου μια στιγμή του φωνάζω χωρίς να σκεφτώ. Να πάρε, του λέω και δείχνω τον κόκκινο σουγιά, λεφτά δεν έχω, καλός είναι. Ευχαριστώ κτλ
Ο μουτζουρούλης πειράχτηκε, το δα στα μάτια του, το παράπονο μιας ολόκληρης φυλής που η διαφορετικότητά τους έγινε κοροϊδία, προσβολή και φόβητρο για τα παιδιά αυτών που επινόησαν τον ρατσισμό. Το χέρι μου από ντροπής μαζεύτηκε και ο μικρός μου 'πε μια κουβέντα που βαράει ακόμα μέσα μου σαν τρελόμπαλο

-έλα ρε κουμπαράκι, μην κάνεις γυφτιές,

είπε σαν γνήσιος απόγονος του Αριστοφάνη ξαναφήνοντας άσπρα μαύρα σύγνεφα καπνού και σκόνης και εμένα σύξυλο για να τον κοιτάω να φεύγει και ένα γέλιο να σκαρφαλώνει στο πρόσωπό μου και όταν οι ώρες οι δύσκολες φτάνουν να θυμάμαι για να ελαφραίνω τες καταστάσεις.

τον σουγιά του τον ξαναπρόσφερα πιο πάνω σαν τον έφτασα, για να μου δώσει το μούτρο την ίδια απάντηση που την θεώρησε επιτυχία και θα γινόταν σουξέ για χρόνια στις ιστορίες των τσαντιριών. Μπορεί και να το 'χε ακούσει, πάντως εμένα στη ιστορία της ζωής μου αυτής μπήκε ένα πεντάκριβο κερασάκι.

Η συνεισφορά του γυφτούλη στην ιστορία μου ήταν μεγαλύτερη απ’ όση φανταζόμουν, γιατί στο πρόσωπό μου είδα το γυφτάκι που ζητιανεύει προσοχή και αγάπη, όχι με τα λόγια γιατί το σενάριο έχει παραπλήσιες ατάκες χιλιοειπωμένες, μα με τα μάτια, μόνο με τα μάτια να ζητάς αυτό που οι άλλοι όλοι καταλαβαίνουν και είναι αυτό που δυσκολεύονται να στο δώσουν, γιατί φοβούνται ακριβώς τα μάτια αυτά, τα ανθρωποφάγα.




όταν επέστρεψα στη γενέθλια πόλη σε μια κρίση πανικού, μετά από μερικές μέρες ξεδίψασα του μυαλού την περιέργεια με τα λόγια της κοπελιάς από τη ρεσεψιον.

5 σχόλια:

  1. Κοινες εμπειριες φιλε κωστα.
    Μ'αρεσει που το κορυφωμα με το γυφτακο το δινεις αργα αργα χωρις να βιαζεσαι.

    Αν καταλαβα καλα απο το τελευταιο μηνυματακι στη σαντορινη... και εγω εκεινη την εποχη εκει ημουν. Εχει πολλα καμπινκ βεβαια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κωστα πολυ δυνατή ιστορία.
    ξετυλίγεις το κουβάρι μιας ανάμνησης δίχως να ξέρεις μέχρι που σε φτάνει ο σπάγκος.
    Ταξιδιάρικο συνάμα νοσταλγικό.
    Απ'την πλευρά την δικιά σου αλλα και του αναγνώστη σαν να βρέθηκε εκεί μαζί σου.
    Κάθε παράγραφος περιμένει αν ήρθε η επομένη υπομονετικά.
    Καθε τελεία ,πνοή για μια καινούρια στροφή στον αέρα και
    αναπόσπαστο κομμάτι απ'τα ύλικα
    που έβαλες για να χτίσεις τις λέξεις.
    Αν μπορούσα να το ζυγίσω θα σου έλεγα πως δεν είναι περισότερο απο 21 γραμμάρια στην ζυγαριά μου.
    Αυτα είναι που αναιρουν τα πρότυπα ως προς την γραφή ,αν ειναι ελευθερη αν ειναι δεσμευμενη αν ειναι ποίηση και αν όχι παρατήρηση.
    Παρατήρηση ας είναι.
    Και είναι υπέροχο που έχεις τα μάτια σου ανοιχτά να ξαναδείς έτσι, 6 χρόνια έπειτα.



    Θέλω και να σε ευχαριστήσω για όλα τα σχόλια στο μπλογκ.
    Δεν έχω λόγια ,απλά ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. μακάρι να μπορούσαμε
    να ξεπληρώσουμε τις υποχρεώσεις
    και να ξορκίσουμε τις φοβίες
    με ένα ελβετικό σουγιαδάκι
    ακριβό, αλλά όχι όσο πρέπει
    για να γίνει το περίεργο, φιλικό

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. αγαπητέ *ψύχος*

    στο κάμπινγκ της χώρας ήμουν, η κοπέλα υπαρκτή, στέρησα μόνο απ το χειρόγραφό της το όνομα. απο πίσω αχνοφαίνεται ένα γρήγορα σκιτσάκι της για να τη θυμάμαι
    τα παιδιά, κάτι πολωνοί που δούλευαν μέσα, μου εξομολογούνταν οτι η ελλάδα γι αυτούς είχε άλλο πρόσωπο απ ότι για μένα, αρκετά μελανότερο, εκμετάλευση, απαξίωση
    και ανηθικότητα.

    όμοιες ψυχές σαν αποδημητικά πουλιά που συναντιούνταν στο ίδιο μέρος τον ίδιο καιρό; μου ταιρίαζει.
    αν δεν είχε προηγηθεί ένα δικό σου σχόλιο, για να σου πώ οτι θα σου αφιέρωνα τούτο το κείμενο, δεν θα ξανάγραφα για το ίδιο θέμα.

    αγαπητέ *salvador*

    ξεκινώ απ΄το τέλος, δεν έγραψα κάτι που δεν ένιωθα βαθύτατη την ανάγκη να το γράψω, είναι συγκλονιστική η γραφή σου και καλώ να ανατρέξουν σε όλα σου τα κείμενα, όποιον περνάει απο το φτωχικό μου, όπως και όσους έχω επιλέξει να εξερευνήσω στα links μου.

    η οπτική που το είδες είναι αυτή ακριβώς που ήθελα να περάσω, οπότε χαίρομαι για το σαφές μήνυμα.

    τι ακριβώς είναι; ο αβδελιώδης χαρακτήριζεται έργα του οτι διέπονταν από ένα πνεύμα ποιητικού ρεαλισμού, εμένα μου αρέσει περισσότερο ο δικός σου, παρατήρηση είναι. η ματιά κάνει τη διαφορά
    ο μπαχτσές έχει πολλά ταξιδιωτικά, εν καιρώ.
    να σαι καλά για τα καλά σου λόγια.

    αγαπητέ *herk*
    κάποτε κάποιοι φίλοι αρειβάτες χάθηκαν σε μια αποστολή, σε δύσβατα μονοπάτια, χιόνι, ιστορίες, κακό,χωρίς έμπειρο οδηγό.μια λάθος εκτίμηση και περπατούσαν πολλές ώρες στα τυφλά. απαντούν ένα τσομπάνο και ζητούν βοήθεια.
    προς τα πού για το κοντινότερο χωριό;

    o τσαομπάνος τους ρωτά χωρίς να απαντήσει ή τουλάχιστον να δείξει, αν είχαν από κείνους τους κόκκινους σουγιάδες που έκοβαν σαν ξυράφια, με τα πολλά εργαλεία.

    εμέσως πλην σαφώς και με καναδυό κονσέρβες ο ελβετικός ενός εκ των ορειβατών χαρίστηκε λόγω ανάγκης για να εξασφαλιστεί το ευ ζήν.
    μερικές φορές τα μικρά αντικείμενα έχουν μπορούν να διορθώσουν αμυαλιές και αστοχίες, όχι πάντα, μερικές φορές μονάχα
    στην καθημερινότητα ο μικρός ελβετικός μεταφράζεται στην ελλάδα με ελβετικό φράγκο, από ανήθικους που μετέφεραν το μπαχτσίσι από τους εμπόρους των εθνών.

    κάθε δώρο που δίνεται για να ευχαριστήσεις τον άλλον και να ικανοποιησεις τον εαυτό σου είναι πανάρχαια συνήθεια στα χώματα αυτά που μέθυσαν με σπονδές και βάφτηκαν με αίμα
    ότι ζητιέται ανταποδοτικά, πάσχει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Λόγος είναι ο δρόμος που οδηγεί,σε κατεύθυνση ανέφικτη,χέρια του μεσημεριού τον τυλίγουν,καθώς το πρωί τον βρίσκει σε ερημική παραλία άγνωστου ουρανού,ορίζεται ο χρόνος από της επιθυμίας την επίκληση,να τραβηχτεί το πέπλο,για λίγο να αποκαλυφθεί,ηδυπαθής σάρκα του Αυγούστου πνίγει την επικοινωνία σε δάκρυ ουρανού,γιά την φωνή της πανσέληνου,γιά ένα χάδι απέριττου ουρλιαχτού,στην ακοή να σε μαγέψει,κάπως έτσι ή έτσι κάπως,στη θάλασσα επιμένει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή