21.6.07

αθηνά το μαρουλάκι

Ήταν μια φορά και ένα καιρό η Αθηνά Αλήθεια σας λέω πως υπήρξε την εποχή που άνθρωποι και παραμύθια ζούσαν αρμονικά στων παιδιών τα κεφαλάκια και οι ήχοι στις σοφίτες δεν ήτανε από ποντίκια.

Κάθε όποτε σηκωνόταν ένα σμάρι ερωδιών και οι δροσοσταλούσες ξέφευγαν απ’ τη μύτη των φύλλων, ένα μικρό πρασινωπό λαχανάκι, η Αθηνά ξεφύτρωνε μέσα από τις φυλλωσιές, ξεδίπλωνε το όμορφα δαντελωτά της φύλλα, τριγύρω από τη μέση και χόρευε και τραγουδούσε στο ρυθμό των κουκουναριών που έσκαγαν και στη μελωδία του θροΐσματος των φύλλων.

Έτρεχε και άνοιγε το στοματάκι της, καρδιά μαρουλιού βλέπεις, ευαίσθητη και τρυφερή και τις σταγόνες που 'πεφταν αμέσως τις κατάπινε και τις ξανάστελνε προς τα πάνω σε νότες ψηλές, χοντρές και ολοστρόγγυλες, σαν μπαλονάκια. Στο πέταγμα των πουλιών συγχρόνιζε χεράκια ποδαράκια και έκανε πως πετά στα διάφανα τρεχούμενα νερά του ποταμού.

Τα πουλιά την ήξεραν, ποτέ κανένα δεν τη ράμφισε , όλα γλεντούσαν τη χαρά της στο παιχνίδι με τις ηλιοχαραμάδες. Χρόνια πολλά περνούσαν, τα δέντρα μεγάλωναν, τα πουλιά έφευγαν και έρχονταν, μα η μικρή Αθηνά παρέμενε μικρή.

Όταν οι άλλοι δεν κοιτούσαν παρά τη βούτα του ήλιου στο νερό και το κρυφτό του με το φεγγάρι, η μικρή Αθηνά φορούσε στα ποδαράκια της αμυγδαλότσουφλα για να μοιάζει μεγάλη και ψηλή, σχεδόν ελκυστική, έχοντας το στήθος της δεμένο με φασουλοσάκουλο, στο κεφάλι χτένι ψαροκόκκαλο και για εσάρπα λεπτή δουλειά αράχνης. Με βήμα ασταθές και περισσή γοητεία, μοιραία ακουμπούσε σε κουφάλες δέντρων όπου αντηχούσε ο γοργόχτυπος παλμός της αδειανής από έρωτα καρδιάς της.

Είχε ταλέντο φοβερό όλα να τα μιμείται, τους ήχους, τους τρόπους των πουλιών, των ζώων και του ρυακιού, το στερνό σπαρτάρισμα των ιχθύων και το ερωτικό των σπίνων κάλεσμα, των νεοσσών την ανυπομονησία και του δρυοκολάπτη το ρυθμικό τοκτόκισμα, δεν ήτανε ήχος που δεν μπορούσε ευθύς να παριστάνει, μπέρδευε ζευγάρια και γονιούς το τριανταφυλλένιο στόμα.

Χίλιες φορές είχε πάει για τραγούδι, για χορό σε 1000 δέντρα και το δάσος 1000 φορές την ευχαριστούσε για το χρώμα που του 'δίνε. Κανείς ποτέ δεν της το ‘πε, γιατί μόλις καταλάβαινε πως κάποιος την άκουγε σταματούσε, ντρεπόταν, κρυβόταν για λόγο άγνωστο. Όλοι είχαν ακούσει για ένα μαρουλάκι που υμνούσε τη ζωή με την τέχνη του, πως τίποτα δεν ζητούσε, ό,τι έπαιρνε ευθύς το αντιγύριζε και τυχερός ο που την είδε και πιότερο ο που την άκουσε Με τον καιρό το τραγούδι της τόσο καλό εγίνει που δεν ξεχώριζε διόλου απ’ τις φυσικές φωνές του δάσους, αρμονικά συνταιριασμένο.

Μα κάτι έγινε. Το δάσος άρχισε να γίνεται πολύβουο. Απ’ το πρωί ως το βράδυ ήχοι απότομοι, βίαιοι, πολεμικοί το συγκλονίζανε, συνεχόμενοι, αδιάκοποι, μονότονοι, κουραστικοί. Τα ζώα αισθάνονταν στενάχωρα και κατέφευγαν σε απόμερες γωνιές του. Οι θόρυβοι εντείνονταν, τα δέντρα λιγοστεύαν, τα ζώα ξενιτεύονταν και τα πουλιά εφύγαν.

Η Αθηνά απόμεινε μονάχη της στο γυμνωμένο τόπο, κρυμμένη στη φωλιά της, χωρίς τα γνώριμα ακούσματα, τις ευωδιές, τα χρώματα που τα ‘χε αγαπήσει και βρέθηκε τριγυρισμένη από νεκρούς κορμούς και βρώμικο ποτάμι.

Μάζεψε τα φυλλαράκια της σφιχτά μες στις μασχάλες, φόρεσε νουφαρόφυλλα στα πατουσάκια της να μην πληγιάσει, ορθώθηκε, ξεκίνησε και άρχισε το ταξίδι. Πολλά τα αγκάθια, τα βράχια και οι πλαγιές, τα νούφαρα σκιστήκαν, πόνος μεγάλος έπιασε την πονεμένη μέση, τα φύλλα της μαραίνονταν και τ’ άφηνε στο κατόπι.

Ουλές βγήκαν στη θέση τους, μα με τον ήλιο και τον καιρό δεν άργησαν να σβήσουν. Ήλιος ψηλός και ανελέητος, την έκαιγε από πάνω και η Αθηνούλα δίψασε, μα πουθενά ποτάμι και δροσοσταλιές, σήκωνε το κεφάλι για να δεί πηγή, το σύγνεφο για να στύψει, μα ήτανε μικρούλα, μοναχή, στο τίποτα περπατώντας.

Πέρασαν ώρες και μέρες και στιγμές, περνούσε το φεγγάρι και με το ψυχρό του φώς λίγο την ανακούφιζε καθώς την άκουγε να αναστενά και να μοιρολογιέται. Ήρθε και το φθινόπωρο, λίγο προτού να σβήσει, από τη δίψα την πολλή, την πείνα τη μεγάλη, με ένα παράπονο βαθύ, έκατσε σε μια πέτρα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς, αφού δάκρυα δεν είχε, για την κακή την τύχη της, το μαύρο ριζικό της.

"Κύριε των δυνάμεων! Τι κλαίς κόρη γυμνή; στάσου, να στρίψω μη σε δώ και πάρε τούτο το ρούχο να ντυθείς, τη γύμνια σου να κρύψεις, πιο κάτω είναι το σπίτι μου, έλα να συνεφέρεις.

Βοήθεια, εσκέφτη, Άνθρωπος, που τόσα για δαύτους είχε ακούσει, πως σκότωναν ζώα και φυτά, πως τα 'βαζαν στο τσουκάλι, στην πόρτα τους πως κρέμαγαν με μια θηλιά τα σκόρδα και πως στους κήπους τους μπροστά σκλαβάκια είχαν μαρούλια, που είτε σαλάτα τα ‘καναν ή στα κουνέλια δίναν.

Πάλι σκέφτηκε να τον διορθώσει, «μα εγώ δεν είμαι άνθρωπος γυμνός, μικρό είμαι μαρουλάκι, με δίχως τα φύλλα μου, μα μόνο το κοτσάνι , έτοιμο να μαραθεί. Τι να το κάνω εγώ αυτό το σακκάκι» και πήγε να του το γυρίσει πίσω.

Μα Ω
Ω
Ω
Αυτά είναι χέρια. Από πότε εγώ έχω τέτοια χέρια! Σκύβοντας είδε 2 πόδια, σαν ανθρωπινά. Από πότε; αναρωτήθηκε ενώ τα δάκρυα έτρεχαν ακόμα στα μάτια της.

Για καλό και για κακό ας το φορέσω το σακκάκι. Πήγε να πεί ευχαριστώ, μα..

-A,α,α,α είσαι ξένη, δεν είσαι από τον τόπο μας. Δεν σε καταλαβαίνω, μα φαίνεται πως με καταλαβαίνεις εσύ. Ακολούθα με μικρή μου.

Η Αθηνά ντυμένη αλλόκοτα, με το σακάκι να φτάνει τα γόνατά της ακολούθησε το γέροντα. Στο σπίτι τους υποδέχτηκε με χαρές, έκπληξη και φροντίδα η γυναίκα του. Την έπλυνε, την έντυσε, την ταΐσε σαν τα δικά της παιδιά που από καιρό είχαν μεγαλώσει και ανοίξει τα φτερά τους για τα σπίτια τα δικά τους. Τα γερόντια της μιλούσαν κανονικά σαν να καταλάβαινε, χωρίς να περιμένουν απάντηση.

Μα η Αθηνούλα άκουγε όλων των ειδών τις φωνές, του κόκκορα, του σκύλου, του βοδιού και τόσων άλλων. Πολλές πληροφορίες. Μιλούσαν όλοι μαζί, σε γλώσσες γνωστές, για πράγματα άγνωστα, με μια άνεση χαρακτηριστική, χωρίς να κρύβουν κάτι.

Ο βόδι και ο κόκκορας μιλούσαν με θυμό και αγανάκτηση για τα γεροντάκια για απαγωγή και συστηματική δολοφονία τέκνων, για εξοντωτική εργασία και μη αναγνώριση του έργου τους. Ο σκύλος μιλούσε με αγάπη , υποταγή, ενδιαφέρον και σεβασμό, ενώ η γάτα υπεροπτικά με απαξιωτικό ύφος. Τρόμαξαν σαν την είδαν να παρατηρεί και να αντιδρά σαν να καταλάβαινε τι έλεγαν και βιάστηκαν να πάνε στη γωνιά τους κρύβοντας λόγια, μα ουδέποτε τα παράπονα και οι μιλιές σταμάτησαν.

Πολλές οι πληροφορίες, πολλά τα νέα πράγματα στο χωριό που έπρεπε να μάθει, πώς να φορά την μπλούζα, πώς να δένει τα κορδόνια φιόγκο, να παίζει σχοινάκι, να τρώει το τυρί, μετά το φρούτο. Δεν είχε προσπαθήσει να μιλήσει σε κανένα, εξόν του παππού, που δεν τα κατάφερε.

Όλοι της μιλούσαν και για απόκριση κοιτούσαν στα μπλέ της μάτια, στο ναι που φώτιζαν και στο όχι που σκοτούσαν σαν τα ματόφρυδά της έγερναν ελαφρά, για λίγο προς τα πάνω. Με τα παιδιά στο σκολειό έκανε καλή παρέα, μα η καλύτερή της ήταν σαν πηγαίνανε στο δάσος εκδρομή , τότε που φορώντας τη λεπτή πράσινη μπλούζα της, αυτή με τα λουλουδάκια, έτρεχε μες στις φυλλωσιές και γεύονταν τα’ αυτιά της ήχους γνώριμους, παλιούς που έπαιρνε να ξεχνάει.

Ήρθε ένας καιρός που κάθισε στο σπίτι για μήνες ολόκληρους, περνώντας μεγαλύτερη αρρώστιες παιδικές και ο οργανισμός της αδυνάτισε επικίνδυνα. Με μέλια και αφεψήματα, χυμούς, σούπες βεντούζες το άμαθο κορμάκι της πολέμησε παλικαρίσια τη γρίπη που την έπιασε καθώς αγνάντευε συχνά τη φύση απ' το παράθυρο και πειραχτήκαν τα πνευμόνια της.

Φλέγμα, δάκρυα και βήχας, και ο λαιμός της κουρέλι σκέτο, ως τη στιγμή που μια γραία γειτόνισσα συνέστησε αναπνοές σε ευκάλυθρο βρασμένο, και έγινε το δωμάτιο λέβητας σκέτος που έκαιγαν και 'βράζαν ξύλο και φύλλα μοσχομυριστά. Η πνευμονία υποχώρησε αφήνοντας της κουσούρι ένα ευαίσθητα φάρυγγα που έμελε να κλείνει κάθε όποτε η Αθηνούλα αρρώσταινε.

Πέρασε και βγήκε η χρονιά για να ‘ρθει η άλλη. Τα γερόντια την υπεραγαπούσαν και αυτή το ίδιο, μα δεν πρόφτασε την τάξη της που πήδησε σκαλοπάτι στη μεγάλη πόλη και αυτή ξέμεινε πίσω στο χωριό, σε ήδη διαμορφωμένες παρέες παιδιών μικρότερων που δεν την καταλάβαιναν και δυσπιστούσαν για το παρελθόν της.

Αυτό ήταν που την οδήγησε να κλειστεί ακόμα περισσότερο στον εαυτό της καθώς έχανε την οξεία ακοή της από περιπέτειά της και μετά . Η βαβούρα άρχιζε να σταματά, δεν καταλάβαινε των πουλιών τα καλέσματα σε γιορτή, το γαύγισμα του σκύλου για επιφυλακή και το νιαούρισμα της γάτας για φαί, όλα σαν να μιλούσαν άλλη γλώσσα σταδιακά ώσπου γίνηκαν ξένα της. Όλα συνέχιζαν να μιλούν όπως παλιά, μα δεν καταλάβαινε λέξη.

Πιο μόνη και από τον κεραυνό.

Και να ‘ταν μόνο αυτό.

Κάτι έγινε και μια μέρα, άγνωστο για ποιό λόγο άρχιζε να μεγαλώνει. Εντάξει, η γερόντισσα της μεγάλωσε το φόρεμα, της πήρε παπούτσια καινούρια, μα αυτή συνέχιζε να ορθώνεται σαν τον καπνό, λυγεροκορμίζοντας σαν λεύκα που τη σπρώχνει ο βοριάς. Ήδη είχε περάσει ένα κεφάλι τα ψηλότερα παιδιά του σχολειού και έφτανε προς τους μεγάλους και το κρεβάτι πλέον δεν τη χώραγε, κι ο γέροντας αλλάζοντάς του θέση Το 'βαλε στο διάδρομο και το μάκρυνε δυό πόδια.

Το κοριτσάκι που ‘χε βρεί με την κοπέλα που γινόταν μπρός στα μάτια του , μόνο τα μάτια μπλέ είχε κοινά και την καλή καρδιά της, ότι τα άλλα αλλάξαν όλα , έως το βάρος της ματιάς του μετανάστη που τίποτα δεν λέει και όλα τα ‘χει πει.

Με τον καιρό οι ρόλοι άλλαξαν και ήρθε η σειρά της τους γερόντους να φροντίσει και το ‘κανε με αγάπη περισσή, με ευθύνη και τρυφερότητα όπως τότε που τους χρειάστηκε η ίδια. Έμαθε την τέχνη της φροντίδας και του ανακουφισμού του πόνου, για να τη εξασκήσει όπου και όταν την καλνούσαν και με τα λιγοστά χρήματα που την εκλιπαρούσαν οι αγρότες να παίρνει, τους τα αγόραζε επιδέσμους και αλοιφές, τη ζωή τους να την κάνει ευκολότερη.

Όλα αυτά μέχρι το πανηγύρι.

Στο χωριό χρόνια είχαν να οργανώσουν πανηγύρι, γιατί ο καταστροφικός λοιμός που άπλωσε τα θανατερά χέρια του στη χώρα, είχε ξεκληρίσει σπαρτά, προμήθειες, ζωντανά, μα κυρίως χωρικούς. Το μισό χωριό που ακόμα πενθούσε, άρχισε να συνέρχεται και συναποφάσισαν να κάνουν αρχή και πάλι στο χαμόγελο. Πραματευτάδες από χωριά γειτονικά έφερναν εμπορεύματα να πουλήσουν, να ανταλλάξουν και εφόδια να προμηθεύσουν φίλους και συγγενείς.

Τότε ήταν που το σαββατόβραδο της γιορτής ανάμεσα σε θεατρίνους και ζογκλέρ, θαυματοποιούς και παραμυθάδες το απρόσμενο συνέβη και όλοι δακρύσαν

Καθισμένοι στις καρέκλες του σχολειού, παρακολουθώντας ένα θαυματοποιό να βγάζει μαντήλια από τα χέρια του και να καταπίνει φλόγες έφτασε η ώρα και η στιγμή που απ’ το καπέλο του ένα κουνέλι θα βγαζε και έπειτα με μάγια θα το σκόρπιζε πίσω στο πουθενά. Η Αθηνά και αυτή εκεί, εκστατική όπως και οι άλλοι, το κοινό που επιδοκίμαζε του καλλιτέχνη κάθε μαγεία, μόλις αντίκρυσε το κουνελάκι με τα τα λυπημένα απλανή ρόζ μάτια, καθόλου δεν εσκέφτη και αυθόρμητα αντιδρώντας…


ΠΕΡΙΜΕΝΕ, ΠΕΡΙΜΕΝΕ, ΠΕΡΙΜΕΝΕ

του φώναξε και όλοι ευθύς παγώσαν, οι γέροντες και τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι γείτονες, ο μάγος , μέχρι και το κουνέλι για λίγο σαν να αποσπάστηκε από την νάρκη του και τα μάτια του παιχνιδιάρικα παίξαν, κάπου να ξεγλύστραγε, μα τα γερά χέρια του μάγου στα αφτιά ξέκοψαν τούτες τις σκέψεις μιας και κανένας και ποτέ στη σύντομη ζωή του δεν παρενέβη σ’ αυτό το μέρος του σόου.


Μια φωνή μέσα στην παγωμάρα ακούστηκε


«Μαμά, η μουγγή μιλάει» και όλοι έσπευσαν να κάνουν το σταυρό τους.
Ο θαυματοποιός καταλαβαίνοντας πως έχανε την προσοχή απ’ το κοινό του, τη φώναξε να ανέβει στο πατάρι

«Έλα καλή μου, πάρ΄το αν θέλεις, πάντως εγώ κακό δεν θα του ΄κανα»
Και στα σκαλοπάτια του παταριού πάτησαν τα πόδια της Αθηνάς. Ψηλή, ωραία κοπέλα, με στάχινα μαλλιά και μάτια θαλασσοβυθισμένα.

«Πως σε λένε κοπελιά μου;”

“Aθηνά», είπε με βραχνή φωνή και πήρε το κουνέλι στοργικά στην αγκαλιά της, που κούρνιασε ανάμεσα στα βαριά της στήθη.

«Συγνώμη για τη διακοπή, μα ένιωσα πως ήταν φοβισμένο. Ζητώ συγνώμη και ευχαριστώ. Έσκυψε προς το μέρος του, έκανε μια ανεπαίσθητη υπόκλιση με το κεφάλι και τα γόνατα και καθώς πήγαινε να φύγει είδε τη γερόντισσα με δάκρυα βουρκωμένη.

« Γιατί να με κοιτάζουν» σκέφτηκε και άκουσε τη σκέψη της αμέσως και όλοι οι άλλοι από κάτω. Μιλάω!!!!

Μετεωρίστηκε στα σκαλοπάτια νιώθοντας το κεφάλι της να πάει να σπάσει και πρίν καταλήξει στο έδαφος δυο τρια παλικάρια που 'ταν πιο κοντά, την πρόφτασαν , ενώ ο κόσμος σηκωνόταν απ' τη θέση του μουρμουρίζοντας

ΘΑΥΜΑ- ΘΑΥΜΑ

Η συνέχεια ήταν τελείως απίθανη για την Αθηνά. Εκεί που κανένας δεν της είχε δώσει σημασία εδώ και χρόνια πέραν του γέρικου ζευγαριού, τώρα δοκίμασε το ενδιαφέρον όλων τους και με το παραπάνω


Η φωνή της ήταν βραχνή, θαμπή και αδύνατη στην αρχή, κουραζόταν γρήγορα και από την προσπάθεια είχε και μια μικρή ζαλάδα. Στη συνέχεια έμαθε να την ελέγχει.

Μιλούσε, επικοινωνούσε κανονικά και σε λίγο καιρό δεν θυμόταν τον καιρό της σιωπής της.
Η μικρή κοινωνία ήταν γεμάτη ερωτηματικά, μα η αφοπλιστική ειλικρίνεια του κοριτσιού πάνω στην άγνοιά της για το συμβάν το κωδικοποίησε σαν ένα από τα
θρυλικά και περίεργα περασμένα του χωριού.


Μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα πλήθαιναν οι φωνές που της ξόμπλιαζαν την μοναδικότητα της ωραίας φωνής της και ότι ήταν κρίμα να μένει ακατέργαστη, αδούλευτη, μιας κα φωνή σαν και τη δική της μια στις χίλιες και που ο θεός λυπόταν για το χάρισμα που έμενε αναξιοποίητο.

Όσο μεγάλωνε, τόσο ομόρφαινε και η φωνή της έπειθε και την ίδια πως κάτι έπρεπε να κάνει.

Έκανε μαθήματα με τα παιδιά της χορωδίας, μα το σπάνιο χάρισμα δεν κρυβόταν όσο και αν τραγουδούσε χαμηλόφωνα.
Λίγο η ζήλεια των άλλων κοριτσιών λίγο η αλλοτινή της περιπέτεια και η Αθηνούλα ξανασίγασε την ικανότατη φωνή της να μελωδεί και να ‘ρχεται η άνοιξη νωρίτερα.

Τα χρόνια χελιδόνια που φεύγουν και αυτή πάντα εκεί ,ταγμένη στην ανακούφιση του πόνου των ανθρώπων, με ένα καημό να της τυραννά την ψυχούλα, απροσέγγιστο ακόμα, άγνωρο, καταχωνιασμένο στα ανήξερα της καρδιάς της φλούδια.

Ώριμη όσο ποτέ άλλοτε, μεστή, γλυκιά και τρυφερή παίρνει τη μεγάλη απόφαση να ψάξει να βρεί αυτό που της στερούσε τη χαρά, να ικανοποιήσει τη λαχτάρα σαν τη μάθαινε.


Φιλά και γλυκοχαιρετά τα διπλανά μνήματα των ανθρώπων που την αγάπησαν γιατί μπορούσαν και ήθελαν, ζαλώνεται την ανάγκη της και έφυγε πέρα από τα όρια του χωριού, του χάρτη, του μέχρι τότε γνωστού κόσμου.


Επέστρεψε στα δάση που εγκατέλειψε μικρή, για να δεί ότι η φύση αν την αφήσεις να αναλάβει ξέρει και βρίσκει το δρόμο από κει που τη σταμάτησαν να συνεχίσει.


Όλα ήταν εκεί πουλιά και δέντρα, ζώα και φυτά, μόνο του ανέμου το φύσημα και των εντόμων το ζουζούνισμα ακουγόταν, όταν όλα τα πλάσματα είχαν τρομάξει και τη λαλιά τους είχαν χάσει από τον πόλεμο του ανθρώπου με την πλάση, που σαν βρώμικος μικρός θεός θέλησε να ξαναπλάσει χειρότερο, άγονο, συφοριασμένο.

Η όμορφη κοπελιά φέρνοντας μαζί της μνήμες πρότερες, που τώρα όλες ξαναξύπνησαν σαν κοιμισμένες κόρες, όλες με μιας και καθεμιά στο σύνολο τις άφηνε να αναβλύζουν απ’ το στόμα της και πιο βαθειά , πιο χαμηλά και απ’ τα πνευμόνια της κατευθείαν από της καρδιάς τη μνήμη.


Και η αγγελική φωνή της βρήκε ανταπόκριση και οι τραυματισμένες και μπολιασμένες με φόβο φωνούλες άρχισαν δειλά δειλά να σκαρίζουν, σαν φύτρα από γλυκοκαλάμποκα, για να ξεθαρρευτούν και αντάμα με την κοπελιά να συλλαβίζουν κελαηδίσματα, αλυχτά και γουργουρίσματα, όλες οι φωνές μαζί της μεγάλης ορχήστρας, πάλι όλες μαζί.

Και η αντιστροφή πήρε και την ίδια στο κατόπι, άρχισε το κέντρο βάρους της να χαμηλώνει, να πρασινίζει, να φυλλώνει η μέση της , οι νεύρες να διατρανώνονται στα χέρια και οι παλάμες να αδυνατούν, μαρουλιού ξανά η μεταμόρφωση.

Η χαρά ήρθε στο πρόσωπό της και η ηρεμία, μα η θλίψη φαινόταν στα ματάκια της, έλλειπε και κάτι άλλο.

Μερικά βράδια στο παράξενο ασημοφέγγισμα της ολόγιομης σελήνης που σήμαινε ανακωχή από έχθρες, ήθη και ένστικτα, κάθιζε τα πλάσματα της γής ολόγυρά της και τους διηγιώταν ιστορίες από τη θητεία της στον άλλο κόσμο, παραμύθια μου συνήθαγε ο γέροντας να της λέει για ξωτικά και αερικά και η γερόντισσα για έρωτες και αγάπες καταδικασμένες, με τέλος πάντα γλυκόπικρο και τα βρίσκε το τέλος της αφήγησης γερμένα στα διπλανά τους, μερικές φορές κυνηγούς και θηράματα μαζί.

Το δάσος από κει και μετά λαλούσε , αλλά ήταν μινόρε, οι ιστορίες με τα βασιλικά μπρόκολα, τις δολοπλόκες πιπεριές, τα ανθοστόλιστα κουνουπίδια και τα χεριαγκαλιασμένα φασολάκια με τα μοσχομπίζελα. Όλα καταλάβαιναν πως η Αθηνούλα τους ήταν έτοιμη να ερωτευτεί.


Ένα βράδυ συνομώτησαν πουλιά και ζώα, να ψάξουνε να βρούνε τη χαρά της.
Έφυγαν ανιχνευτές τα πουλιά τα ταξιδιάρικα που πολλά μακριά παγαίνουν. Και έψαξαν σε ουρανό και γής, έψαξαν καιρό πολύ, μα κανένας δεν της ταίριαζε, να την δεχτεί χωρίς να προσπαθήσει να την αλλάξει, να την αγκαλιάσει δίχως να την τσακίσει, να τη φιλήσει δίχως να της δώσει ασφυξία, να τη νεμηθεί χωρίς να την διαλύσει.

Μα ήταν δύσκολη αποστολή, όποιος επέστρεφε κατεβασμένο είχε κεφάλι και η Αθηνούλα μέρα με τη μέρα έσβηνε χωρίς να 'χει καταλάβει ακόμα από τι. Με προφάσεις αποτραβήχτηκε στα άκρα του δάσους , δίπλα στη θάλασσα που σιγομουρμούριζε ίδιους καημούς απ’ τα ταξίδια των ανθρώπων.

Τον γενικό συναγερμό δεν τον άκουσε, δεν τον έμαθε ποτέ.

Ήταν ένας γλάρος.

-Καλοί συνάδελφοι και 'γώ πετώ σαν και εσάς, μα είστε καμπίσιοι και εγώ εργάζομαι στη θάλασσα , βουτώ, ψάρια πιάνω, ψάρια τρώω εγώ και τα πουλιά μου. Μακριά όχι πολύ, στην αντικρινή στεριά έριξα τον εαυτό μου σε μια μαριδούλα, για μεζέ, στην πιο ξεχασμένη από τις άλλες. Σκύβω, βουτώ, πιάνω νερό και τη μαρίδα μέσα και πάω στα πετροχάλικα να ,ε ευχαριστήσω. Μα πριν μια της δώσω και την καταπιώ γυρίζει και μου λέει:’

«Μη σ’ ότι έχεις ιερό , παρακαλώ σε άσε με λίγο να ζήσω, έλα αύριο πρωί και φάε με, μα τώρα δώσ’ μου λίγο χρόνο »

« Σαν τι μέχρι αύριο θα ‘χει συμβεί και δεν θα θες άλλο να ζήσεις;»

«Εκείνος ο που αγαπούν βαθιά όλα τα ψάρια και την καρδιά μας κομμάτια έχει κάνει, ο πιο φλογερός και δύσκολος αγάπης τροβαδούρος, κάθε νυχτιά με ασημοβελόνιασμα του φεγγαριού στο κέλυφός του, ανοίγει το κοχλιόστομα και σέρνει βαρύ μοιρολόι και όποια και αν τον ακούει, ακόμα και η θάλασσα αμέσως του μερεύει και όλες κρατούν ανασασμό μήπως και σταματήσει του σώψυχού τους ο παλμός και εκειός τις αγαπήσει, γιατί ψάχνει να βρει εκείνη που από έρωτα πεθαίνει. Με έρωτα ακόμα δεν έχω συναπαντηθεί και θέλω κλέψω τα γλυκόλογά του στερνή παρηγοριά μου. εκεί με συνέλαβες , ερωτοχτυπημένη"

"-Και ποιο το όνομά του;"

"Iγνάτιος ο χοχλιός."

Της είπα λίγο την ιστορία του μαρουλιού και αποκρίθηκε πως θα ταν σπουδαία ιδέα να ενωθούν οι δυό ερωτευμένοι με τον έρωτα, να αποχτήσει σώμα στα μάτια τους, να μην χάσει και αυτή το δικό της

Άφησα τη μαριδούλα ελεύθερη και έσπευσα να ενημερώσω.

Ομόθυμα τα πλάσματα του δάσους συμφωνήσαν και το σχέδιο καταστρώθη. Από ράμφος σε στόμα και από στόμα σε βράγχια το μήνυμα επιλέχθηκε και σε καύκαλο χελώνας ένα καλλίγραφο καβούρι χάραξε τα παρακάτω λόγια

«που ‘σαι αγάπη που σε ψάχνω λίγο πριν σβήσω, έλα και σώσε με»

Η χελώνα στο τραγούδι του κοχλιού κοντοζύγωσε τόσο ώστε να το διαβάσει και ευθύς να χαθεί.

Νερό πίνει, νερό διώχνει και ο γαρυφαλλής κοχλιός ανεβαίνει απ’ τον ύφαλο στην ξέρα και καλνάει το ταίρι με καμπανωτή φωνή

«γλυκιά αγαπημένη στάσου να με σώσεις πριν χαθώ απ’ το χαμό σου»

Το κάλεσμα αργό, βαρύ, συρτό σχεδόν στο κύμα πάνω, στα αυτιά του μαρουλιού ακούστηκε βάλσαμο σκέτο και οι χυμοί πρωτόγνωροι αμέσως το τυλίξανε και του φύσηξαν ζωντάνια.

Με τη σειρά της αποπειράθηκε στο κάλεσμα να απαντήσει μα αντί για λόγο, ένας λυγμός εβγήκε, ένας τυφώνας εγίνει και τρικύμισε η θάλασσα σαν της καρδιάς τα πάθη.

Στο άπειρο εκράτησε ο έρωτας και οι ερωτοαποκρίσεις και όταν έφτασε η ώρα και στιγμή και ο πόθος εφουντώθει, η Αθηνά δελφίνησε κοντά του και αυτός μες την κοχύλα του την τράβηξε, στα μέσα και έζησαν και τέλειωσαν από πολλή αγάπη

Στην Αθηνούλα

4 σχόλια:

  1. Καλημερα φιλε Κωστα.
    Ωραιο το κειμενο. Σε μερικα σημεια μου θυμισε τα κειμενα απο τη γλωσσα που διαβαζαμε στο δημοτικο.

    Απλα... νιωθω οτι δεν εχω καταλαβει το κειμενο και το 90% των συμβολισμων του.

    Θα ξαναπροσπαθησω αργοτερα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ανακατεύεις τα συναισθήματα
    φτιάχνοντας μια υπέροχη
    πολύχρωμη καλοκαιρινή σαλάτα
    δροσίστικα φίλε μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. φιλοι καλοί συχάσατε
    καθίσατε και εγώ σας αφηγιέμαι

    μια κοπελούδα απ' το βοριά
    πόλης βυζαντινής και αρχαίας
    στεφανωμένη ήτανε πολύ
    απο τις μούσες όλες
    μα πιο πολύ στην ωδική
    ήταν απ την καλλιόπη
    που απλώχερα της χάρισε
    την ιδιότητα τούτη
    όπου λαλεί και τραγουδεί
    ο κόσμος να μερεύει
    και απο τ όμορφο χειλί
    να βγαίνει ο ήχος μέλι

    μα ήρθε η ώρα που οι μουσικές
    ζόρισαν τις χορδές της
    εγχείρηση η μόνη επιλογή
    απ ήχο να σιγήσει

    μεγάλο το μαρτύριο
    που τράβαγε η κόρη
    και τούτο μικρό της έφκιαξα
    να ηρεμεί μην κλάιει

    πως έχει μπρος της τον καιρό
    που όλα τ'ανακουφίζει
    και ότι έγινε και χάλασε
    πάλι θα ξαναγίνει

    κάπου υπάρχει ένα πουλί
    που κάποιοι το λέν ελπίδα
    που αν κοτσιλήσει όπου σταθείς
    και σε λερώσει λίγο

    για τύχη καλή λογίζεται
    τη μέρα σου θα φτιάξει
    ελπίδα έχει τ΄όνομα
    και έχω εγώ τη χάρη!

    (άρε διγενή)

    φίλε ψύχε ελπίζω να ναι ευκολότερη η ανάγνωσή σου, τώρα που έδωσα το λυσάρι, με την απαραίτητη παραπομπή
    οι εξετάσεις για σε το σεπτέμβρη, με το πέρας των αιγαιοπελαγίτικων καλοκαιρινών διακοπών.
    θα βάλω τον herk να επιτηρεί, μιας και έχει μπεί στο θέμα ήδη, σίγουρα μέχρι τότε θα τα χει αφομοιώσει, τα μαρούλια, τις σαλάτες, τα κρεμμύδια, δροσερός δροσερός και τέλεια σουρωμένος

    βγάλε και μια φωνή
    σε εκείνη την ψυχή
    που θέλει λέει να φύγει
    πως κάποια στιγμή
    όχι μακρυνή ίσως του έχω κάτι
    μικρό, ακατανόητο,
    γρίφο βρε αδερφέ μου
    που αν τη βρεί τη λύση του
    τότε μπορεί να φύγει,
    μα όχι πιο πρίν
    γιατί ωραία τα λέει
    και αν δεν πιστεύεις αυτά εδώ
    για κοίταξε και στο πλάι
    είναι ένα λινκι πράσινο
    το ξερατά οn line

    ΑπάντησηΔιαγραφή