26.6.07

LAURUS NOBILIS

Μεσημέρι σαββάτου, το τηλέφωνο χτυπάει και ξέρω πως δεν είναι για μένα.

Οι φίλοι και οι γνωστοί πέθαναν μιας κοπέλας καιρό πρίν και ο μόνος φίλος από τα παλιά παραθερίζει στο πατρικό του, δηλαδή δουλειά και διάβασμα.

Δεν είναι για μένα, σίγουρο αυτό , κανένας δεν παίρνει αυτό το νούμερο πλέον, δεν έχει κάποιον να βρούν, κάποιος που να θέλει να βρεθεί, δεν το σηκώνω.

Το κουδούνισμα συνεχίζει, ευκαιρία για ένα τίμιο διάλειμμα, κρύο νερό και ένα κομμάτι απ' τη χθεσινή πίτσα.

Νωχελικά σηκώνεται το βαρύ κεφάλι κουβαλώντας τόμους επιστήμης που θα ξεχάσει με την πρώτη ευκαιρία, προσπερνώ την ουρά του φιδιού που με καλεί, μα κινούμαι αντίρροπα. Και αν;

Αν…Αν…θα το σήκωνα,
θα μίλαγε,
θα ρωτούσε δεν θα λάβαινε απόκριση
και θα το έκλεινα σιγά, περισώνοντας καθυστερημένα όση αξιοπρέπεια μου έμεινε.

Αλλά όχι, το τηλεφώνημα αυτό ποτέ δεν θα γινόταν, όπως κάποτε και εγώ με τον καιρό θα το ξεχνούσα.

Το καντράν ακόμα αναβόσβηνε, το χέρι αντέδρασε αυθόρμητα, αν και του το ‘χα απαγορέψει, το σήκωσε και άκουσα τη φωνή μου να απαντάει.

-Παρακαλώ;

-Καλησπέρα, ενοχλώ; μια γυναικεία φωνή όλο υγρασία ακούστηκε, εκπνέοντας μια παρεστιγμένη ρουφηξιά απ' το τσιγάρο της .

Άγνωστη, καθόλα.

-Καθόλου, τι γίνεσαι;

-Ζεσταίνομαι, εσύ;

-Διάβαζα να περάσει η ώρα.

-Τι διάβαζες;

-Πές μου για σένα

Έκλεισα το πατζούρι και στο ξαφνικό ημίφως βυθίστηκα σε νάρκη.
Άρχισε να λέει για τη ζωή της, τον άντρα της που όλο και απομακρύνονταν, τα παιδιά με τα φροντιστήρια και τα έξοδα που τους ζόριζαν, για τις ανταύγειες που έκανε και άλλαξε η ψυχολογία της, για τη δουλειά που την καταπίεζαν να δουλεύει ως αργά το βράδυ.

-Τι δουλειά είπαμε πως κάνεις;

-Γραμματέας σε μια μικρή επιχείρηση.

Λογικό, μέχρι αργά.

Μιλούσε για ένα θέμα τη φορά, κατάπινε αύτανδρο το τσιγάρο μέχρι γόπας και συνέχιζε τη σκέψη της αλλού, σίγουρα θα το μετάνιωνα αν δεν το ‘χα σηκώσει. Δεν ήταν ενοχλητική, καθόλου, ούτε ελκυστική, κάποτε θα ήταν αφορμή για ερωτικές συνευρέσεις, όχι τώρα, που ακόμα πάσχιζα να κοιμηθώ τα βράδια μέχρι κοντά στο ξημέρωμα .
Είχα όλο το χρόνο να την ακούω, να ακούω έναν άνθρωπο να μιλά χωρίς να μου ζητά τίποτα, ούτε καν την προσοχή μου, να μου μιλά χωρίς να νοιάζεται αν την ακούω, ήμασταν το τέλειο ζευγάρι.

Κάποια στιγμή μου ζήτησε να περιμένω και έβαλα μια παγωμένη βυσσινάδα για μένα, τη συμπυκνωμένη που μου θύμιζε νοσοκομείο αλλά ξεδίψαγε σαν ποτιστήρι.

-Άργησα;

Διόλου , ίσως μερικά χρόνια, όταν ψαχνόμασταν οι πιτσιρικάδες στις γειτονιές να γίνουμε άντρες.

-Η σειρά σου Θα ήταν άτιμο αν δεν το' έλεγα, μα δεν είχα σκοπό να την προσβάλω.

-Να σε ρωτήσω κάτι;

-Ρίχτο

-Ξέρεις οτι πήρες λάθος;

...καπνός αργόσυρτος μέσα από δόντια και χείλη .Εσύ θα μου πείς

-..Όχι, όχι, εγώ ξεχάστηκα. Που λές….

Δεν είχα πει την ιστορία μου σε κανένα, δεν είχα γράψει ακόμα ούτε λέξη, τη ζούσα και τα είχα όλα στο μυαλό μου, κάθε μέρα κάθε βράδυ, που να υπάρξει χώρος για στατιστική και μαθηματικά, τα μόνα μαθηματικά που πίστευα τότε ήταν του ρασούλη, ένα και ένα κάνουν ένα, για να φτάσω στο τέλος της στροφής που ένα είναι ίσο με κανένα.
Δεν το οργάνωσα, ξεκίνησε η γλώσσα κάπου απ' την αρχή, ήξερε το δρόμο, δεν σκόνταψε πουθενά, σε δυό ανάμματα του αναπτήρα της είχα πεί όσα δεν είχα τολμήσει ούτε στον εαυτό μου να παραδεχτώ.

-Εσύ φταίς. Μια γυναίκα όταν αξίζει, πρέπει να την κυνηγήσεις.

Ήταν η ετυμηγορία της ύστερα από όσα άκουσε

-Δεν πειράζει, μην στεναχωριέσαι, οι μορφές αλλάζουν, ήσουν λίγος και δεν ήξερες. Τώρα που ξέρεις, μην σε αφήσεις να τη χάσεις, γιατί θα ναι μονοπάτι χωρίς γυρισμό.

Θέλησα ο βλάκας να πώ πως σε μια της φράση συνοψίστηκαν σκέψεις χρόνων μου, αλλά μου βγήκε αυτόματα

-Πως σε λένε;

-Δεν με λένε

Την άκουσα να σβήνει το τσιγάρο. Αυτό ήταν

-Ευχαριστώ για την παρέα

-Εγώ σε πήρα, εγώ ευχαριστώ, δεν θα με ξανακούσεις. Θυμήσου τι σου είπε μια γυναίκα.

Τουτ, τουτ

Στο σκοτεινό χειμαδιό μου έμεινα ώρες πολλές να σκέφτομαι τα λόγια της που με αφορούσαν, η μέρα μπλέχτηκε πάλι με τη νύχτα και όταν επέστρεψαν σαν κάθε βράδυ όσα με στοίχειωναν, είχα τα λόγια μια γυναίκας για ξόρκι και ο πυρετός μου άρχιζε να πέφτει, ελπίδα ανάρρωσης.

Πάντα ήμουν ετεροχρονισμένος με την εποχή και τη ζωή μου. Δεν με πείραζε που έμπαινα στο νόημα όταν ήταν πλέον αργά, μόνο για τη ζωή μου που δεν την πήρα ζεστά και με ξέχασε, ναι αυτό με πείραζε.

Έπρεπε να τελειώνει κάτι για να το κρίνω για σημαντικό ή όχι και με την ανασφάλεια του τέλους έχασα πολλή απ’ τη ζωή μου.
Τότε άρχισα μάλλον να συνέρχομαι, ή μάλλον ο ύπνος ερχόταν όλο και πιο ανώδυνος, μέχρι που μια μέρα συνειδητοποίησα πως δεν μου ‘χε μείνει μελαγχολία μέσα μου και πως ξανάγραφα της ζωής μου τις σελίδες.

Έχοντας καταργήσει βιβλιοθήκες και ράφια, είχα για καιρό τα βιβλία μου όλα σε μικρές στοίβες τριγύρω στο δωμάτιο να ξαποσταίνουν οι αόρατοι φίλοι μου και ο σταμάτης.

Αν δεν ήταν ο σταμάτης θα ανέβαζα τον μέσο όρο διάρκειας σπουδών της σχολής, γιατί ήταν από τους ανθρώπους που 'θελαν να ζήσουν, με στόχους και σκοπούς ρεαλιστικούς, με σκονάκια, γκομενίτσες, μπουζουκάκια και τα λοιπά.

Είχα το μηχανάκι, είχε την όρεξη, μέναμε κοντά και επενδύαμε τον χρόνο και τους οβολούς μας στα μπιλιάρδα, τιμώντας τον ευκλείδη και το νεύτωνα, παρέα με τις ξανθιές που τις πίναμε δύο δύο.

Παρέες σιγά σιγά, ήταν υπεύθυνος του προγράμματος επανένταξής μου. Του το αναγνωρίζω τώρα.

Σε κάποια απ’ τις στοίβες είχα τα βιβλία τα προς ανάγνωση, από τακτές επισκέψεις μου σε εκθέσεις βιβλίων.
Ξεκινούσα από το πρώτο γκισέ μέχρι το τελευταίο διαβάζοντας από μια παράγραφο έως μια σελίδα από κάθε βιβλίο που υπήρχε και αν έβλεπα πως με ανατρίχιαζε-και τα οικονομικά μου το επέτρεπαν- το αγόραζα.

Η ανατριχίλα-σπασμός πάντα ήταν αδιάψευστος κριτής ότι κάτι μου άρεσε, από μια μουσική, ένα έργο, έναν έρωτα. Δεν με διέψευσε ποτέ, μόνο εγώ στάθηκα λίγος, ενεργώντας που και πού, χωρίς το πρόσταγμά του.

Για μια στιγμή χαλάρωσης είχα διαλέξει δυό τρία βιβλία από τις στοίβες με τα αδιάβαστα, σε ένα παγκάκι δίπλα από τη θάλασσα, για ήσυχο και ασφαλές ταξίδεμα.

Και ξάφνου το βρίσκω, ένα κομμάτι χαρτί διπλωμένο στα δύο να γράφει

Πάρε με όποτε μπορέσεις, 210#34334#, Δάφνη

Δεν είχα γνωρίσει ποτέ καμία με αυτό το όνομα, δεν ήξερα κανένα από τη Δάφνη, το βιβλίο σαν το πήρα δεν πρέπει να το είχε μέσα, αλλά και όρκο δεν έπαιρνα.
Τι σημασία είχε εξάλλου, το μήνυμα δεν αναφερόταν σε μένα, συνέχισα το διάβασμα.

Το βιβλίο ήταν υπέροχο, μα ο νούς μου ξεστράτιζε, παρακολουθούσα τις λέξεις, αλλά δεν έλεγα να μπώ μέσα τους.

Ήταν σίγουρα γυναικείος ο γραφικός χαρακτήρας, γράμματά μεγάλα, ολοστρόγγυλα, χωρίς έπαρση και θυμό με βιαστικές καλλιγραφίες, ήρεμα, πράα σαν ειλικρινή, καμιά σχέση με τα δικά μου ή όσων γνώριζα.

Ας το καλύτερα.

Στο δρόμο για το σπίτι είπα να χαθώ λίγο στους δρόμους της μεγάλης πόλης, αγαπημένη μου συνήθεια από τα παλιά, για να σταματήσω σε μια ψησταριά.

-Συγνώμη φίλε από δώ για κέντρο πως πάω; ρώτησα τον τυλιχτή.

-Στο επόμενο φανάρι αριστερά και πάλι αριστερά για να πιάσεις την ηλιουπόλεως, ακολούθησέ την και θα σε βγάλει στο κέντρο.

-Η περιοχή εδώ;

-Δάφνη αδερφέ, δεν είσαι από εδώ; κράτησε 800 στο νεαρό , για το σουβλάκι και τη λεμονίτα. Κάτι άλλο;

Σίγουρα είχα ξαναπεράσει από δω, μα πάντα περαστικός, το μέρος δεν μου ‘λεγε τίποτα.


-Τα τηλέφωνα από τι νούμερο ξεκινάνε στην περιοχή;

-Από 6 τα παλιότερα και 9 τα καινούρια τα ψηφιακά.

Σιγά μην έπαιρνα. Μέσα σε μερικές ώρες καιρό το θέμα ξεχάστηκε, το βιβλίο κάπου καταχωνιάστηκε, η ζωή συνέχισε να μην κυλά ρούπι.

Ήρθε ο καιρός της συστηματικής βοτανικής, ξεχυνόμουνα και εγώ στις εξοχές, στους κήπους και στα περιβόλια των ανθρώπων να μαζέψω φύλλα, άνθη και μικρούς καρπούς, όχι με καμιά ιδιαίτερη ζέση, τα πιο κοινά, τα πιο εύκολα στην αναγνώριση.

Με λίγο κόπο είχα ήδη φτάσει τα σαραντακάτι, για την ακρίβεια σαράντα εννέα. Την άλλη μέρα θα εξεταζόμουν, ας τα είχα στρογγυλά πενήντα χα ήδη φτάσει τα σαραντακάτι, για την ακρίβεια σαράντα εννέα.

Το κάθε πρόβλημα έχει την αντίστοιχη λύση αν ξέρει που να ψάξεις, δεν χρειάστηκε πολλή σκέψη, είχα ήδη στην κουζίνα και ήδη αποξηραμένα φύλλα βάγιας.

Στην διαδικασία κατάταξης βρέθηκα κυκλωμένος από πολλά λατινικά τριώνυμα, γένος- είδος- οικογένεια, ότι θεώρησε ο Λιναίος ότι έφτανε για να περιγραφεί ένα φυτό με μοναδικό τρόπο.

Η βάγια δεν ήταν η επίσημη ονομασία του φυτού, μάλλον κοινή γιατί δεν υπήρχε στις κλείδες μου, μόνο στην καινή διαθήκη.

Ήταν η δάφνη και μάλιστα η ευγενική, LAURUS NOBILIS, ανήκοντας στην πιο ευγενική οικογένεια, μαζί με την ελιά..

Κάτι κλώτσησε μέσα μου, το όνομα μου θύμισε εκείνο το χαρτάκι.

Είχε περάσει καιρός και στεκόμουν στα πόδια μου δυνατός.

Αποφάσισα να το καλέσω, έτσι για χάρη της σύμπτωσης, ποιος ξέρει…

Μου έλειπαν δυό νούμερα όμως.

Πολλές φορές δοκίμασα χωρίς επιτυχία, δεν αντιστοιχούσε σε συνδρομητή, δεν υπήρχε καμία Δάφνη στο σπίτι, ούτε ήταν στην περιοχή της Δάφνης.

Η περιέργεια μεγάλωνε και παρόλο που έλεγα πως αυτή η φορά θα ήταν και η τελευταία, κάτι με έτρωγε να δώσω λύση στο μικρό μου μπέρδεμα.

Δεν μπορούσε να ήταν Εκείνη, δεν είχε κλειδιά, δεν μπορούσε να της άνοιγε η σπιτονοικοκυρά χωρίς να μου το πεί, δεν έπαιζε να ήταν φάρσα, δεν ήταν η γυναίκα που με πήρε τότε τηλέφωνο, δεν πήγαινε κάπου το μυαλό μου.

Κάποιος το σήκωσε.

-Παρακαλώ; φωνή ανδρική.

-Θα μπορούσα να μιλήσω με τη Δάφνη;

-Μια στιγμή, Δάφνη σε ζητάνε, ποιος είστε παρακαλώ;

-Θα προτιμούσα να μιλούσα με την ίδια πρώτα αν μου επιτρέπετε κύριε.

-Τι ρωτάς μπαμπά, δεν σου έχω πει να μην ανακρίνεις τους φίλους μου;
Παρακαλώ ποιος είναι;

-Πρίν σου πώ οτιδήποτε άλλο, να σου πώ πως δεν σε ξέρω. Λέγομαι κώστας και βρήκα σε ένα βιβλίο μου το τηλέφωνο αυτό, το όνομά σου και μια παράκληση να σε πάρω τηλέφωνο. Δεν είναι φάρσα.

-Ξέρεις κάτι, δεν είναι καλή στιγμή τώρα, αν μπορείς κάλεσε με αύριο μεσημέρι, πρέπει να φύγω. Το νούμερο το ξέρεις; τι σε έκανε να πάρεις πές μου μόνο.

-Η βοτανική σου ονομασία, της είπα και πιστεύω ότι κλείνοντας, την γέμισα απορία.

Κοπέλα ακούστηκε, πατέρας το σήκωσε, από δω θα 'ναι και να μην πάρω δεν τρέχει τίποτα, ας μην το ζορίσω, η φωνή της δεν μου ήταν γνωστή, το νούμερο επίσης.

Φύλαξα το χαρτάκι στην κωλότσεπη του τζίν και βγήκα για τσάρκα με το σταμάτη.

-Τι έχεις ρε: λάμπεις, έγινε κάτι;

-Τίποτα,

ο κρυψίνους ήθελα να το μοιραστώ μαζί της την επαύριο, γιατί όποτε καλοσχεδίαζα τα πράγματα έμενα προ εκπλήξεως.

Η επόμενη μέρα ήρθε, τι και αν κόπηκα στην εξέταση γιατί άργησα να σηκωθώ, το μυαλό μου εμένα ήταν αλλού, στην επιχείρηση δάφνη, που θα σηματοδοτούσε μιαν νέα εποχή για την κοινωνικότητά μου

-Παρακαλώ, η φωνή της ακούστηκε

-Καλησπέρα, ενοχλώ; ο κώστας είμαι που σου τηλεφώνησα εχθές.

-Όχι καθόλου. Τι γίνεσαι;

Με ξάφνιασε, δεν περίμενα να ήταν τόσο ανοιχτή

-Μια χαρά εσύ;

(Kλείσ' τον τον αλήτη, θα του δείξω εγώ να παίρνει φάρσες, στην αστυνομία, το τηλέφωνο παρακολουθείται να του πείς) ο πατέρας της ωρυόταν από μέσα.

-Μπαμπά, σε παρακαλώ, άσε με να το αντιμετωπίσω μόνη μου.

Ώχ, τη βάψαμε, θα με τρέχουν για κανά ανώμαλο.

-Συγνώμη, της είπα, μάλλον ενοχλώ και πολύ μάλιστα. Δεν θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση, πήρα μόνο για να πάρω μιαν απάντηση.

-Μην κλείσεις, εγώ ζητώ συγνώμη για τις φωνές που άκουσες, ο πατέρας μου νομίζει πως είσαι κορτάκιας και επικίνδυνος. Είσαι;

-Θα μπορούσα να ΄μαι, μα σίγουρα όχι αποτελεσματικός, όσο για το επικίνδυνος μόνο για τον εαυτό μου.

-Σε πιστεύω, είπε και την άκουσα να χαμογελάει.

-Είμαι φοιτητής…. μένω…είμαι από….συχνάζω….διάβαζα το…και βρήκα το χαρτάκι…πέρασε λίγος καιρός....η βαγία…. Ευγενική….τηλέφωνο..


-Και αν ήσουν κορτάκιας τι άλλο θα έλεγες;

-Πάνω κάτω τα ίδια, όλα αυτά που μας χαρακτηρίζουν, αλλά δεν λένε τίποτα για εμάς.

-Δεν με βοηθούν όλα αυτά τα στοιχεία, να σου πώ για μένα;

-Αν θες;

-Είμαι φοιτήτρια…..από….μένω στο ….συχνάζω….και δεν ξέρω, σου λέει κάτι από αυτά;

-Δυστυχώς όχι.

-Πως μοιάζεις; μπορεί να σε θυμηθώ από το παρουσιαστικό σου

-Δεν νομίζω, δεν είμαι που εμπνέει μεγάλα πάθη ούτε είμαι αξιοπρόσεχτος. Δεν ξέρω αν θα 'θελες να βρεθούμε, αν μη τι άλλο για να σου δείξω το χαρτάκι της ιστορίας και να σε δώ .

-Θα το ‘θελα

-Και οι δικοί σου; μην σε φέρω σε δύσκολη θέση

-Ήδη μ’ έχεις φέρει, δεν πειράζει, άσε εμένα να ανησυχώ για τους δικού μου, εξάλλου έχω το τηλέφωνό σου, ο πατέρας μου είναι διαιτητής σε αγώνες πυγμαχίας, δεν νομίζω ότι θα έκανες κάτι να τον νευριάσεις.

- Το ότι υπάρχω νομίζω ότι του είναι αρκετό. Θα σε πάρω εγώ;

-Όχι, άσε με να σε πάρω εγώ αύριο μεθαύριο, όταν βρώ το χρόνο

-Οκ.

...........

-καλησπέρα, ο κώστας;

-Έλα δάφνη , τι γίνεσαι;

-Έχεις χρόνο για μένα σήμερα;

Aν έχω;
δεν έκλεισα μάτι όλο το βράδυ από την προσμονή, που να σου πώ πως σήμερα σιδέρωσα, μαγείρεψα, σφουγγάρισα το μωσαϊκό και έτριψα το μπάνιο με οδοντόβουρτσα, τη δική Της, για μικρή εκδίκηση, δική μου.

-Ναι, το απογευματάκι είναι μια χαρά για μένα.

-Που θες να βρεθούμε, για ένα καφέ;

-Tι καλύτερο από το κέντρο; Στο μετρόπολις απ' έξω, σαν τους επαρχιώτες στον μπακάκο;

-Πως θα σε γνωρίσω;

-Θα δεις έναν κοντό, χοντρό με ξυρισμένο κεφάλι και μπλούζα Metallica , θα 'μαι αξύριστος, με ένα τριαντάφυλλο για σπάσιμο. Εσύ;

-Θα φοράω μια τσάντα φωτογραφική, τα λέμε στις πέντε.

θα φοράω, τσάντα, η κοπέλα πρέπει να ναι σουρεάλ ή κάτι άλλο εννοούσε.

Είχα χρόνια να φορέσω το λευκό μου πουκάμισο, μάλλον από τότε που δούλευα σαν σερβιτόρος και το αγαπημένο μου έγινε το χειρότερό μου, αλλά σήμερα το ήθελα.

Τα αθλητικά τότε ήταν της μόδας ακόμα, από το 80 και μετά πότε ζήτα ελλάς με χράτς, πότε nike και addidas σαν οι ελιές απέδιδαν και τίποτα strike αν υπήρχε αναδουλειά.
Τα τωρινά all star δεν είχαν περιέλθει σε αξιοθρήνητη κατάσταση, σκισμένα ταλαιπωρημένα με φυσιολογικό τρόπο, ήταν ακόμα άποψη.

Ντυμένο, στολισμένος κουφέτο, ο αμελής αξύριστος έλαμπα μετά την επενέργεια του ξυραφιού και του αφτερσέηβ μπάλσαμ, άρε μάνα που 'σαι να δείς το γιό σου που ενανθρωπίστηκε.

Στο μετρόπολις έφτασα καμιά ώρα πρίν, το ποτάμι του ιδρώτα αντιμετωπίστηκε με την προσποίηση αγοράς νομίμου cd από το εν λόγω κατάστημα, αν και τελικά δεν το γλύτωσα γιατί βρήκα μια δουλειά που με έψαχνε καιρό να την αγοράσω, άρα ξεκινούσα μείον 3000 αγαπημένες δραχμούλες.

Είχα την εντύπωση πως άκουγα πουλάκια στο βρωμερό κέντρο, πως τα χρώματα στις βιτρίνες άνθιζαν και ο κόσμος παρατηρούσε την χαρούμενη προσμονή μου με συνενοχή και έσπευδα να μοιράζω αφελή χαμόγελα στους περαστικούς

Πέντε παρά είκοσι και να τη έφτασε.

Πανύψηλη, πανέμορφη, αέρινο θηλυκό, παντοδύναμη γυναίκα, με φόρεμα ριχτό που κολάκευε τον άνεμο στο πέρασμά της. Στάθηκε δίπλα μου κοιτώντας το ρολόι, χωρίς τσάντα, με ένα δισάκι στο ώμο.

Μπορεί να μην ταίριαζε στον τύπο της για σήμερα σκέφτηκα, μα δεν έκανα ακόμα την κίνηση μου.

Είχαν μαζευτεί κανα δυό παλικάρια όπως με είχα περιγράψει, που να το 'ξερα γαμώτο μου οτι όλοι εκεί θα 'διναν ραντεβού απ' τα συγκροτήματα, θα τους έβλεπε και μπορεί να μην φανερωνόταν καθόλου, απλώς να προσπερνούσε και να χανόταν.

Το σημάδι σκέφτηκα, τι της είχα πεί, ααα ναι είχα στα αστεία μιλήσει για το τριαντάφυλλο, μα πού να βρείς στο κέντρο τριαντάφυλλο, τα ανθοπωλεία κλειστά λόγω ωραρίου και εγώ δεν είχα χρόνο για χάσιμο, να τρέχω στα ψαχτά μπας και βρώ κανένα ανοιχτό.

Μια εντούρο σταμάτησε και η κοπελιά κεράστηκε από τον τυχερό ένα φιλί που του ξεφούσκωσε τα λάστιχα προτού θορυβωδώς χαθούν μέσα στην κίνηση. Κρίμα και ήταν ωραίο όνειρο όσο διήρκεσε.

Ήταν παρά δέκα και φάνηκε να φτάνει ένα πλάσμα μουτρωμένο, μακάρι να μην ήταν αυτή. Σώμα εγκλωβισμένο σε στενότερο νούμερο, λες και δεν το πρόσεχαν χειρότερα όλοι έτσι, τόσο ασφυκτικά που σου προκαλούσε δυσφορία. Κάπνιζε και ξεφυσούσε κοιτάζοντας το ρολόι της και πότε πότε εμένα και τους άλλους στημένους.

Ένα κοριτσάκι φάνηκε να περνά πουλώντας μανουσάκια, το είχα μάθει την προηγούμενη μέρα, εμείς τα λέγαμε σπέτσες, αλλά αν το έλεγα δεν νομίζω οτι θα με περνούσαν στο μάθημα.
Αλήθεια, αύριο έδινα άλλο ένα μάθημα, σχεδόν αδιάβαστο, εύκολο αλλά αδιάβαστο, δεν με έπαιρνε για πολυτέλειες και σπατάλες χρόνου, μα η περίπτωση ήταν ειδική, έφτιαχνα το παρόν και το μέλλον μου.

-Κοριτσάκι έχεις άλλα λουλούδια, τριαντάφυλλα;

Η μικρή με κοίταξε με μάτια που θα λύγιζαν λαμαρίνες στη ναυπηγοεπισκευαστική

-Μανουσάκια έχω μόνο, η αδερφούλα μου έχει τριαντάφυλλα, πάρτε καλέ κύριε, κάντε μου σεφτέ, δεν έχω δώσει ούτε μάτσο και θα με βαρέσουν στο σπίτι.

-Καλή μου, τριαντάφυλλα χρειάζομαι, γιατί δεν θα με γνωρίσει αυτή που περιμένω.

-Θα πάρουμε δύο ματσάκια καλή μου, ένα για μένα και ένα για τον κύριο, ακούστηκε μια φωνή από πίσω μου γνωστή και ένα άρωμα λουλουδιών με κύκλωσε.

Απλή, καθημερινή, γλυκητάτη σε μια παντελόνα που έδενε ψηλά με τιράντες και ένα φουλάρι μωβ στο κεφάλι

-Δάφνη;

-Γεια σου, αυτό για σένα, ευχαριστώ για τη σκέψη πάντως.

-Μα σου είχα υποσχεθεί τριαντάφυλλα

-Άσε καλύτερα, γιατί κουβαλάνε τα καημένα τόσους συμβολισμούς που χάνουν την ομορφιά τους, εξάλλου και αυτά ωραία είναι. Γειά σου μικρούλα,

είπε στο γελαστό πλέον κοριτσάκι και πλήρωσε από την μικρή φωτογραφική της θήκη.

-Αυτή είναι η τσάντα που έλεγες; Σίγουρα δεν θα την πρόσεχα τόση που είναι

-Είναι αγαπημένη, δώρο του πατέρα μου. Που πάμε;

-Όπου θές, ο τόπος είναι γεμάτος καφέ, εκτός αν θές να κάνεις κάτι λίγο διαφορετικό με έναν άγνωστο.

-Όπως;

-Έχει στο πεδίο του άρεως την έκθεση βιβλίου και θα 'θελα να πάω, τι λές, πάμε;

-Καλή ιδέα, μια στιγμή μονάχα να ακυρώσω κάτι.

Πήγε στο περίπτερο να πάρει ένα τηλέφωνο και στεκόμουν να την κοιτάζω

Αν ήμουν κοπέλα μάλλον έτσι θα 'θελα να μοιάζω, σαν και αυτήν, χαρούμενη, γελαστή, χρωματιστή σαν τόξο ουράνιο και ντυμένη με τις επιταγές των ορέξεών της, ένα ενδιαφέρον κολλάζ, σε δύο χυτές γάμπες και δυό κουπιά για χέρια, και παιδική χνουδάκι στο πάνω χείλος.
Όσα πρόλαβα να διακρίνω.

-Ο πατέρας σου;

-Μμμ ,περίπου, όχι ακριβώς, η Στέλλα, γνωστή στην παρέα και ως δύναμη κρούσης, όταν είναι περίεργα τα πράγματα έρχεται για συμπαράσταση.

-Της είπες να 'ρθει να μας βρεί;

-Όχι, θα περάσω μετά από το σπίτι της, δεν υπήρχε λόγος.

-Χαίρομαι. Πριν ξεκινήσουμε να σου ξαναπώ, όποια ώρα και στιγμή θές να φύγεις, παρεξήγηση καμία, εγώ να σε δώ ήθελα και να μου λύσεις την απορία σχετικά με αυτό, αν μπορείς.

-Να το δώ; Παράξενο, τα γράμματα είναι όντως δικά μου. Που το βρήκες;

-Σε ένα βιβλίο μου, το βιολί για μονόχειρα, του λειβαδίτη, το ‘χα πάρει στο ζάππειο.

-Δεν μου λέει κάτι ούτε το ένα ούτε το άλλο.

-Ας το αφήσουμε για τώρα, τι σου αρέσει να διαβάζεις;

Στην έκθεση καθίσαμε κοντά στις δύο ώρες, πολλά αστεία, κοινές αναφορές, διαφορετικά ενδιαφέροντα, κοντινές οι ηλικίες μας, ήταν όμορφα. Με άφησε να κεράσω τα καλαμπόκια και αυτή τα νερά.

Γέμισαν τα δόντια μας μαυράκια και χαμογελούσαμε σε πιτσιρίκια σκανδαλίζοντας τις αντιδράσεις τους.

Έπαιρνε να σουρουπώνει

-Τελικά θα παραμείνει μυστήριο το χαρτάκι;

-Έτσι φαίνεται. Πρέπει να φύγεις;

-Ναι, έχω αργήσει και με περιμένουν.

-Να σε συνοδέψω μέχρι το σπίτι σου; Έχω μηχανάκι.

-Μέχρι το τέλος της έκθεσης φτάνει. Έχω ποδήλατο στην ιπποκράτους.

Φεύγοντας πέτυχα τον σκάνδαμο, φίλο από τα παλιά που παράτησε τη σχολή για να ασχοληθεί με την ηχοληψία. Ήταν σε δουλειά, έκανε τον ήχο σε μια παράσταση στο θεατράκι του άλσους.

-Θες να ρίξουμε μια ματιά;

-Οκ, για λίγο. Ποια παράσταση;

-Η νύχτα πέρα από τα δάση, του κολτέζ. Αξίζει, καθίστε.

Όντως άξιζε. Το παλικάρι μπήκε μέσα ρίχνοντας ένα ποτήρι νερό στο πρόσωπό του λές και έβρεχε και έστησε ένα βαρύ σκηνικό με τον ίδιο και ένα φανταστικό θεατή του, μια ελεγεία στη μοναξιά και την αποξένωση.

Είπαμε να μείνουμε για λίγο, το λίγο έγινε περισσότερο και όταν φύγαμε η έκθεση είχε κατεβάσει ρολά.

-Πέρασα μοναδικά, να ‘σαι καλά εσύ και το τηλεφώνημά σου.

-Μου έδωσες υλικό για μια ιστορία ανθρωπιάς και μυστηρίου στη μουντή πόλη, εγώ είμαι ευγνώμων, μου γέμισες μια μέρα με ζωή και θα 'χω να θυμάμαι οτι σήμερα έζησα πραγματικά.

Κράτησα το ματσάκι με τα μανουσάκια και με άφησε με ένα φιλί στο μάγουλο

-Αν ξαναβρείς κανένα στοιχείο ξαναπάρε με, μα και αν δεν βρείς και πάλι πάρε με, θα κάνουμε καλή παρέα και με τη Στέλλα.

-Εννοείς κάτι με τη Στέλλα;

-Όχι, όχι, μην πάει το μυαλό σου στο κακό, εκτός από θηριοδαμάστρια για τους άντρες, είναι και πολύ ξηγημένο τυπάκι, θα σου αρέσει.

-Το ίδιο ισχύει για σένα, το τηλέφωνό μου γνωστό σε σένα και τον πατέρα σου, όποτε θέλετε μπορούμε να βγούμε, είπα για να ευθυμήσω, μιας και κάτι ωραίο έπαιρνε να τελειώνει.

-Δεν είναι πυγμάχος, φωτογράφος είναι, δικό του δώρο η φωτογραφική που δεν αποχωρίζομαι. Αν σε γνώριζε θα άλλαζε γνώμη, πιστεύω.


Η ψυχή μου ήρεμη και γεμάτη ξάπλωσε στο κρεβάτι για να ξαναπεράσει όλη τη σημερινή μέρα και να τη χαράξω καλά μέσα μου με πυρογράφο.

Την άλλη μέρα στο εστιατόριο της σχολής τα 'λεγα με το σταμάτη.

-Καλό μωρό;

-Πρώτο, αλλά αλλιώτικο, όχι για ξεπέτα.

-Γούσταρες μάγκα μου; Εδώ είναι που λέμε πως «κάτι όμορφο γεννήθηκε;»

-Είσαι μαλάκας, εγώ φταίω που κάθομαι και σου μιλάω

-Έλα ρε ευέξαπτε, αστεία λέω και αν βγαίνει και καμιά χοντράδα μην στραβώνεις. Το όνομα αυτής; Που την πέτυχες, στην έκθεση; Όλο κουλτουριάρες πάνε εκεί και δεν μπορώ, μου τη δίνουν τα αξύριστα πόδια

-Δάφνη και είναι ένα μπουμπουκάκι.

-Δάφνη, όπως λέμε LAURUS NOBILIS;

-Ακριβώς αυτό ρε φίλε, η ευγενική. Καμία σχέση με τα φρικιά και τα μυξοπάρθενα που γυρίζουν εδώ μέσα. Σε ένα βιβλίο βρήκα ένα χαρτάκι με το τηλέφωνο και το όνομά της.

-Ρε μπράβο, το μάρκετινγκ στην υπηρεσία του σέξ, καλό, θα το κανα και εγώ, φειγ βολάν, μα θα με τρελαιναν στην καζούρα τα αλάνια και οι χαρωποί. Άσε καλύτερα.
Μπας και δεν είναι οτι δείχνει; Μπάς και είναι καμία εργάτρια του έρωτα και σε δουλεύει ψιλό γαζί μέχρι να πέσει το λαλά;

-Καλά είσαι πολύ μαλάκας!

-Ντάξει ρε, μαλάκας είμαι, τι χαλιέσαι; Να δω το χαρτί λίγο;
Ωωωω, μαλάκα μου δεν το πιστεύω αυτό

-Τι έγινε;

-Από πού είναι η κοπελιά;

-Από ξάνθη

-Έχει και μια φωτογραφική θήκη για τσαντάκι;

-Την ξέρεις;

-Ρε μαλάκα δεν σου χα πεί για μια κοπελιά που γνώρισα σε ένα πάρτυ και τα ψιλοβρήκαμε, μα έχασα το τηλέφωνό της;

-....

-Καλά, δεν το πιστεύω, πού το βρήκες ρε θηρίο;

-Στο λειβαδίτη

-Δεν θυμάσαι που τον βρήκες;

-Σε καμιά έκθεση βιβλίου

-Εγώ ρε δεν στον χάρισα στη γιορτή σου; Εσύ είχες πάρει τον χριστιανόπουλο και σου κόλλαγα αν είναι να διαβάζεις ποιητή, ας είναι άντρας άντρας μην μας λαθέψεις και σύ.

Είχε δίκιο, μόνο οι μου το αγόρασε εκείνος, το θυμάμαι, μερικές μέρες πρίν τη γιορτή μου για να μην το ξεχάσει.

Μου στοίχησε, δεν θα πώ ψέματα, με έριξε αρκετά, αλλά είχα ήδη κάνει την αρχή για την ανάδυσή μου.

Η Δάφνη εξεπλάγην σαν της είπα για την ιστορία του σταμάτη και ζήτησε να βρεθούμε όλοι μαζί.
Ο φίλος της σπούδαζε εδώ και μερικούς μήνες στην Αγγλία και φαινόταν φουλ ερωτευμένη όταν μιλούσε γι’ αυτόν.

Δεν με έπαιρνε να πώ το παραμικρό, μόνο να χαζογελάω για την παράξενη σύμπτωση και να κοιτώ την ώρα και τη στιγμή για να τους άφηνα στο ρεμπετάδικο και να συνέχιζα το γνωστά μου χαμένα ταξίδια, χωρίς προορισμό ανάμεσα στις ψυχές της πόλης.

Η Δάφνη απόμεινε για μένα μια ευκαιριακή γνωστή, που κάποια μέρα ήρθαμε κοντά.

Η Στέλλα μου είπε σαν ξαναβγήκαμε οι δυό μας πως είχα κάνει μεγάλη εντύπωση στη φίλη της αλλά έχασα με διαφορά ημερών, όσο χρειαζόταν για να δώσει την καρδιά της σε μια αγάπη χίμαιρα, γιατί πως μπορείς να αγαπάς αυτό που δεν έχεις;

Να το ποθείς, ναι.

Να είσαι ερωτευμένος με την ιδέα του, ναι.

Μα η αγάπη είναι κάτι άλλο.

Τα λόγια της άγνωστης στο τηλέφωνο κουδούνισαν στα αυτιά μου

-Αν την κυνηγούσα;

-Θα ‘τρωγες τα μούτρα σου, τσιμέντο ο φρέσκος έρωτας και οι ερωτευμένοι παντοδύναμοι, θαρρούν πως μπορούν το χώρο και το χρόνο να νικήσουν.

-Αν την κυνηγούσα;

-Θα την κολάκευες και θα ικανοποιούσες τη ματαιοδοξία της. Τσάμπα κόπος.

-Αν την κυνηγούσα;

-Ήταν τόσο καιρό έτοιμη για σένα, το πουλάκι πέταξε. Έφταιξες γιατί

ακόμα

δεν έχεις καταλάβει την ψυχή της γυναίκας,

ένα κουβαράκι είναι που ψάχνει να βρει κάποιον να φτάσει ως το κέντρο,

τι να τους κάνει τους πολλούς, ένας και καλός της φτάνει.

Αυτός που δεν προσπάθησε ποτέ, δεν έμαθε αγάπη τι θα πεί

Και αυτός που ίδρωσε προσπαθώντας και μόνος αν κοιμήθηκε,

Ονειρεύτηκε χαμογελώντας


Η Στέλλα και εγώ μείναμε φίλοι.

Η Δάφνη ακολούθησε τον έρωτά της στην Αγγλία, μα οι μεταφυτευμένοι έρωτες δεν πιάνουν εύκολα σε άλλο χώρο και της έμεινε ένα μεταπτυχιακό να θυμάται.

Ο σταμάτης κυκλοφόρησε λαικάτζες τραγούδια σε στίχους της Στέλλας, έγινε ανάρπαστος. Πρέπει κάποια στιγμή να έγινε ταίρι με τη Στέλλα, μα δεν το παραδέχτηκε κανείς τους.

Εγώ σταμάτησα να παίζω το κρυφτούλι και βγήκα στο σεργιάνι για κυνήγι.

Τι πέτυχα;

Μιας άλλης ιστορίας η συνέχεια..

12 σχόλια:

  1. Αρσενικά και θηλυκά τηλεφωνήματα, αέρας πνιγηρός από τα υπόγεια παλαιοβιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι, ξέρεις κάποτε είχα βρει κι εγώ ένα βιβλίο με τέτοιο χαρτάκι, έστειλα ένα γράμμα αλλά ποτέ κανείς δεν μου απάντησε και μετά σκέφτηκα πως ίσως ένας θάνατος να είχε κόψει την μοναξιά εκείνου του Κώστα που έγραφε ποίηση μονότονη αλλά απεγνωσμένη.
    Μένεις στην Πάτρα;Θα 'χεις δει πολλές στοιχειωμένες γραμμές τραίνου και σπίτια άδεια ψηλά, κάτω απ το Κάστρο, αλλά και να μην τα 'χεις δει δεν έχει σημασία γιατί δεν σου χρειάζεται τέτοιο ερέθισμα για να γράφεις τόσο όμορφα.Το κάνεις ούτως ή άλλως.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. αν άκουγες τη γνώμη μιας γυναίκας ίσως και να το κυνηγούσες περισσότερο το χαρτάκι, γιατί δεν είναι κάτι άλλο από μήνυμα σε μπουκάλι στο πέλαγος.

    αν σου αρέσουν οι στοιχειωμένες γραμμές και τα άδεια σπίτια θα σου χαρίσω μια μικρή ιστοριούλα, λίγο παλιά, ελπίζω να σου αρέσει.

    πέρασες και σύ από την γεροντοκόρη πόλη που φορά τα πατσουλί χρωματά της με άρωμα αποφοράς.
    ευτυχώς που υπάρχουν οι φοιτητές να την μπολιάζουν με φρέσκο και ανόθευτο αίμα, να την αγαπάνε και να την εξελίσσουν υπόγεια για τους επόμενους.

    λατρεύω την πένα σου, κερνάω μελάνι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ναι μωρέ, αλλά τα μπουκάλια στο πέλαγος φτύνουν απόγνωση και αυτή τη χώρα αν δεν την ξεπεράσεις στα 20 κάτι σου θα σε κηνυγάει για πάντα.
    Με τρελαίνουν τα άδεια σπίτια και οι γραμμές των τραίνων, δε με νοιάζει αν είναι παλιά, φτάνει που μου τη χαρίζεις.
    Πέρασα από τούτη την πόλη, τα ποντίκια και οι κατσαρίδες ήταν το πρώτο πράγμα που είδα στο κέντρο της και τώρα που χουν περάσει χρόνια μακριά της έγινε αυτό που λένε πως η κωμωδία είναι τραγωδία από απόσταση.
    Αραιώνω το μελάνι με βότκα και ξανακερνάω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Κυνηγάει, την βιασύνη μου μέσα..!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. θα χαρώ να σε ταξιδέψω σ' ένα παλιό αρχοντικό, κάπου στα βραχνέικα, μπροστά από έρημες ράγες
    και πίσω από δεντροφυτεμένη παραλία.
    ;)κάνε την λεμονίτα,
    υπάρχει λόγος γευστικός

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. είναι από τις συμπτώσεις που ομορφαίνουν τη ζωή φίλε κώστα.
    όπως σύμπτωση οι δύο ιστορίες μας.
    έρωτας είναι η έλξη δυο σωμάτων είπε ο Πλάτωνας
    μήπως έρωτας δεν είναι και η έλξη με τις σκέψεις μας, με τη ψυχή μας;
    δεν είναι κυνήγι μαγισσών, δεν είναι το τσουκάλι με τις λίρες των ξωτικών στη βάση του ουράνιου τόξου,
    κυνηγάμε τη πολυπόθυτη ευτυχία χωρίς να ξέρουμε τι μορφή έχει,
    στο κάτω κατω η Ιθάκη δεν μας νοιάζει, μόνο το ταξίδι.
    Η δάφνη η ευγενής μπορεί να είναι μακριά ακόμα αλλά μπορείς ήδη να τη μυρίσεις.


    σ'ευχαριστώ για τα λόγια σου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Μικρα χαρτακια, μικρες περιγιησεις στην Αθήνα των δραχμών και των αναπαντεχων και εντεχνων συναντησεων, και στην Πατρα των αδειων σπιτιων και των σιδηροδρομικών γραμμών... ποιος θα δρεψει τις δαφνες για μια ομορφη ιστορία ακομα???

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. όλα έχουν τη σημασία τους καλέ μου herk και το ταξίδι και ο προορισμός,

    καλό είναι το ταξίδι στην ιθάκη,

    καλύτερα στην ιθάκη με σκηνή και ταβερνάκι,

    άψογο να ταξιδεύεις και να φτάνεις με το ταίρι σου ή για να το βρείς.

    η σύμπτωση έρχεται σαν μαργιόλα να σου κουνήσει το χέρι, για να δεί αν θα σηκωθείς να χορέψεις στο χορό μαζί της, ανεξάρτητα από βήματα, ρυθμούς και εμπειρίες.

    αν κάτσεις στα αβγά σου παίζεις safe και δεν περιμένειςόύτε πάνω, ούτε κάτω.
    αν σηκωθείς, όλα μπορεί να συμβούν,ΟΛΑ όμως!

    καλή μου νουνού να σου πώ πως αν δεν πετύχει το επόμενο κειμενάκι για την κλιμεντίνη, η δάφνη μάλλον θα πάει στο κουνέλι στιφάδο,

    όσο για το συγκεκριμένο κειμενάκι
    άλλος έδρεψε τη δάφνη, εμένα μου μεινε η ιστοριούλα και μια ωραία ανάμνηση
    :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Εσταξε νοσταλγία απο τα φύλα της άρωμα δραχμής και γειτονιάς αλλά κι αυτά τα "Μανουσάκια" φρεσκάδας κέρασμα .
    Να ΄σαι καλά εκεί στο Δυτικό Λιμάνι !
    :)

    Μπορείς πάντα να φυτέψεις μια
    "Δάφνη" στην αυλή σου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. αγαπητέ περιηγητή
    λέω να πάρω μια δάφνη για τη βεράντα μου, οπότε και αν σου αρέσουν οι φακές.. κόπιασε,
    αλλιώς κερνάω μαυρο-δάφνη!

    έχω τις ίδιες φωτό σαν και σένα στον προυσσό, με παπί το '92,με πεντακοσάρικο στο ρεζερβουάρ και χιλιάρικο στην κωλότσεπη για τη βόλτα.

    ωραίες εποχές, τα μέρη και οι δραχμούλες..σνιφ

    να σαι καλά που πέρασες από τη γειτονιά μου!
    :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Αν ισχύει η πρόταση για τις φακές με δάφνη συνοδεία μαυροδάφνης βάζω τα κορόμηλα κι έρχομαι ;)

    Οσο για το σκυλί παπί το ΄92 με ένα τέτοιο αλώνιζα κι εγώ στογγυλοφάναρο εξάβολτο και δεν τελειώναν πουθενά οι δρόμοι ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. μόλις φτάσεις ρώτα για του μουρλού την πόρτα και χτύπα την,
    αν δεν ανοίξω, θα μαι στη βεράντα.

    περιμένω να τα πούμε πάνω στα συρματάκια-κοσμηματα που φτιάχνεις, κάποτε μ' έτρωγε το χέρι μου με αυτά

    φτου και μπαίνω, περιμένω!

    ΑπάντησηΔιαγραφή