13.10.07

η τέχνη της αγάπης και της εκδίκησης





Ένα κλαδί. Ελιάς. Χοντρό σαν δάχτυλο και μουσκεμένο ως το κόκκαλο από την πρωινή δροσιά. Σχεδόν απαρατήρητο ανάμεσα στα τόσα ξερόκλαδα και στο κομμένο γρασίδι, έτοιμα για τον καταστροφέα και τον κομποστοποιητή.
Υψηλή σχετική υγρασία στην ατμόσφαιρα και βαρομετρικό χαμηλό στα εντός μου.
Ήταν πάνω του.
Εχθές.
Δεν μου το παν, το είδα. Με τα μάτια μου, μπροστά μου.
Δεν με είδαν, σαν η ματιά μου προσπέρασε για λίγο το σώμα και τους είδε μαζί στο παγκάκι, με πλεγμένα χέρια στους λαιμούς και γέλια στα φωτεινά πρόσωπα, με ακινητοποίησε σαν καρτούν για να με ελατηριώσει στο μείον άπειρο, από κει που ρθα.
Ήρθα από μακριά, δεν ήταν να καθίσω για πολύ, η πόλη βρώμικη και ο ουρανός πάντα λασπερά θαμπός.
Πόνος; Δεν θα το λεγα, μάλλον μούδιασμα, σαν όταν σου στάζουν κρύο νερό και ο εγκέφαλος τα αποκωδικοποιεί στα γρήγορα για κάψιμο και το φυσάς. Έτσι και εγώ, το φυσούσα και δεν κρύωνε και από το πολύ φύσημα η ανάσα μπερδευόταν και στέγνωνε του λαιμού τον κόμπο.

Κόμπο, αν μπορούσα θα με έδενα κάπου σαν τον πρόγονο, που ήξερε τις αντοχές και προφήτευε τις κινήσεις, που ήθελε να παρασυρθεί, να παραδοθεί, μα να μην πεθάνει, έτσι και εγώ, κόμπο χεροπόδαρα να με έδεναν και να με έλυναν σαν η μούρλα υποχωρούσε, αν ήταν ποτέ να αμπώτιζε σαν τη θάλασσα αποσεληνιασμένη.
Τα χέρια ασυνάρτητα σαν νεκρά, τα πόδια αυτόνομα να με τραβούν στα μακριά, ακολουθώντας εντολές του παρασυμπαθητικού, που διάταζε την καρδιά να χτυπά, το αίμα να κυλάει, τα πνεμόνια να ανοιγοφουσκώνουνε και το είναι να απομακρύνεται από το αγκάθι.

Πιάνεις με χέρι σταθερό το βεργάδι,
προσέχεις μην αγκαθωθείς και να μην σου γλυστρίσει,
του καταφέρνεις μια πλαϊνή κοψιά με το μπολιαστήρι
ή με αστραφτερή λάμα από σουγιά
και έχεις το μπόλι.
Το βαστάς δεματιασμένο σε νερό για όσο χρειαστεί,
Σε κουβά, σε απόσκιο, σκεπασμένο.
Αν είναι καλοξυλοποιημένο θα αντέξει το χειμώνα,
Αν όχι θα μαραγκιαστεί, θα σβήσει.
Την άνοιξη, με τις μεγάλες μέρες,
Διαλέγεις τα καλύτερα, τα καλοκαθαρίζεις,
Βρίσκεις στο νέο φυτό τα αντίστοιχα σε χόντρος και σε όρεξη,
Τα σκίζεις αντίθετα και τα θηλυκώνεις βάζοντας γύρω λάσπη
Και δένεις τα, ώσπου να πιάσουν.
Σαν από τα νέα μάτια ξεφυτρώσουν γεννήματα,
το μπόλιασμα είναι πετυχιά,
αλλιώς ξεράδι απομένει συγκορμισμένο στον τρυφερό κορμό,
που του μένει αποκοπή και επανάληψη με κάποιο άλλο πιο ταιριαστό.
Στο βάθος του χρόνου κάποια εμβόλια έχουν διάρκεια και κάποια έχουν βραχεία,


Έτσι και εγώ από τη θέση αυτή μιλώ βραχύς όντας και βρεγμένος
Βρέχει εδώ στην πύλη που είμαι καθισμένος, κάτω από το μισό υπόστεγο, οι φίλοι μου είναι μέσα και ζεσταίνονται στη φουφού πίνοντας κρασί και τρώγοντας σουβλάκια,
Ενώ εγώ μασάω μέχρι αιματώσεως τα νύχια από τα χέρια μου, μην ξέροντας τι να κάνω.
Σηκώνομαι, φεύγω στη βροχή, οι πλημμυρισμένοι δρόμοι έπρεπε να με γύριζαν πίσω, μα η ζωή μου έχει ήδη μπαρκάρει και δεν το πήρα είδηση.
Περπατάω σαν τον ησούν στα βρομόνερα, μα η βρόχα δεν ξεπλένει κανένα λογισμό, το αντίθετο, ξεβάφονται κάποιες του έρωτα εικόνες και από πίσω διαφαίνονται παραγκωνισμένες αλήθειες, από κείνο τον περίεργο πηλό που δεν θέλεις να πιστέψεις και αποφασίζεις να μην κοιτάς, κάτι σαν εκείνο το ψηλό άσχημο πουλί που κρύβει το κεφάλι στην επερχόμενη απειλή.
Αν την έβλεπα την απειλή; Σαν παντοδύναμος νιώθεις, τα προβλήματα μοιάζουν εμπόδια και όλα τα εμπόδια με ένα πήδο ξεπερνιούνται , μα από το εμπόδιο αν έχεις αλλάξει στράτα, τι να σου κάνει το πήδημα όσο ψηλό και αν είναι.

Δεν είναι όλα σαν το πήδημα της ακρίδας, τρώω εδώ και μετά αλλού και όλο απομακρύνομαι, πιο πέρα και πιο πέρα, μερικές φορές αξίζει να μείνεις και στα σκληρά, στα δύσκολα και στις αναβροχιές και να αλλάξεις τον νομάδα σε καλλιεργητή, να ρίξεις κάπου ρίζες και να εγκατασταθείς, για να μην μιλήσω για προορισμό και με χλευάσεις.
Έτσι και τότε, κατάλαβα πως εδώ είμαστε, εδώ μένουμε, ούτε στάση, ούτε σταθμός, καίγω καράβια και σβήνω τα γραμμένα, αλλάζω φορεσιά και ντύνομαι τον καλύτερο εγώ μου,

για όσο.

Πόσο; Μετριέται ο χρόνος; Μετριέται η απόσταση; Μετριέται το πάθος;
Μετριέται ο πόθος; Ο αλβέρτος έλεγε για του χρόνου καμπυλώσεις και ομολογώ πως μπορούσα τότε να τον καταλάβω απόλυτα, πως ο χρόνος δίπλα σε κάποιον που σημαίνει για σε πολλά αργεί να διαβεί, για αυτό και οι αγαπημένοι φαίνονται ευνοημένοι από το πέρασμα του χρόνου, ο τόπος καμπυλώνεται και όλα ορίζονται μαθηματικά σαν ο άλλος και ο χώρος που δεν καταλαμβάνει ο άλλος.

Ο άλλος.

Πάντα υπάρχει ένας άλλος όσο και αν ορκίζεται, όσο και αν προσπαθεί να πείσει για το αντίθετο, η καρδιά έχει κρύα πόδια και θέλει παρέα στο κρεβάτι.
Την καρδιά του την έβλεπα γεμάτη ξένα πόδια, δεν το ήξερα, δεν με ένοιαζε, δεν με αφορούσε.
Είχε ότι ήθελε και κάποτε ήταν δική του και αυτός δικός της.
Εγώ που μπλέχτηκα;
Στο μεσοδιάστημα ή στο τέλος κάποιου επεισοδίου, με άλλον συμπρωταγωνιστή που όδευε προς τα καμαρίνια, ενός χλιαρού έργου.
Το τέλος ήρθε αβίαστα και η κατάρα του ήταν το ίδιο έργο να επαναληφθεί.
Γέλασα, δεν πιάνουν τόπο οι κατάρες σε ζεστή καρδιά. Το ήξερα και φρόντιζα πάντα να καίει.


Η ζήλεια φέρνει πάντα παγωνιά, γιατί αφήνει το πορτόνι της καρδιάς ανοιχτό στην αμφιβολία σαν λείπει αυτός και κείνη κρύωνε. Κρύωσε, σκλήρυνε και έψαξε σε άλλη φωτιά για να καεί, σε άλλο αμόνι να χτυπηθεί και έμεινε το φυσερό εκείνου ξεφούσκωτο.

Φούσκωνε καθημερνά σαν του ληστή το σάκκο, γιατί η πολλή χαρά μοιάζει με την κλεμμένη, μεγάλωνε το μπόι του από καμάρι και τα χνάρια του γίνονταν όλο και πιο αχνά, ακροπατώντας βήματα χορευτικά, ζώντας μες στα ουράνια

Το πιο ψηλό το πέταγμα, η πιο σφοδρή η πτώση, φυσική για αρχάριους και εκείνος αρχάριος στο άθλημα.
Άκουσε τον ποιητή και έφτασε όσο πιο ψηλά μπορούσε και μετεωρίστηκε για πολύ.
Όπως όλα τα φυσικά έχουν αρχή και τέλος, το τέλος άργησε μα ήρθε.
Η κατάρα επαληθεύτηκε και το σώμα της θηλύκωσε σε άλλου παζλ το σώμα.

Στη ζωή περπατάς μέσα σε σώματα και ανεβαίνεις σε εμπειρίες. Σε κάποιο σκαλοπάτι του συνάντησε μια χορεύτρια και σε ένα χαρτάκι του χε κάποτε ζωγραφίσει μια μπαλλαρίνας πόδι, με πουέντ και κορδέλες, σε περιστροφή.
Αδέξιο μικρό σχεδιασματάκι, στα τόσα τα χαρτιά του ξεχασμένο, σε κάποια τους κουβέντα περί απόλυτης αλήθειας ανασυρμένο.
Στις τόσες εμπειρίες της, φάνταζε πιο μεγάλο στο μυαλό της, αυτοσυγκρίθηκε με μια πεθαμένη ανάμνηση και μαράζωσε η ψυχή της. Ποιος ξέρει, μπορεί και να το θελε, μπορεί και να της χρειαζόταν, να ψάξει κάπου να βρεί ένα ψεγάδι, μιαν αφορμή για να παλεύει για κάποιον αμαχητί παραδομένο. Τι να κερδίσει παραπάνω από τα όλα; Ίσως τη γνώση ότι τα είχε, αφού τα χάσει.

Σαν περπατάς χαμένος, δεν φοβάσαι μην χαθείς, μόνο να μη σε βρούνε.
Τα σύγνεφα έκρυβαν θυμό και κάπου κάπου ξέφευγε καμιά ηλεκτρισμένη λάμψη, στο μυαλό του και στον ουρανό, , μπας και εκφορτιστεί η ένταση σε υδάτινες σταγόνες.
Η πόρτα έκλεισε πίσω της του αέρα το χορό, μα άφησε να διαβούν εικόνες και λογισμοί εγκληματικοί. Ένα ένα τα στοιχεία της παράδεισος γίνουνταν της κόλασης υλικά, τα θυμήματα τύπωσαν ημερομηνία λήξεως από μόνα τους και οι σκληρότερες φωτογραφίες βιάστηκαν να αποκαθηλωθούν.

Σκληρό είναι το ξερό ξύλο, μα σαν το νοτίσεις μαλακώνει, κάπως σαν το σπλάχνο σου, σαν αποκτήσει σκοπό. Ένας σκοπός μπορεί να ήταν η ώρα να περάσει ή να βαφτεί η λάμα κόκκινη σε κάποια ανάποδη σκέψη. Ό,τι και αν ξεκίνησε, όπου και αν στόχευε, τα χέρια τα ασυνάρτητα απέκτησαν νού και κρίση και αφού ο κάτοχος ανίκανος στάθηκε να αντιδράσει, πήραν το πηδάλιο και τράβηξαν δική τους ρότα.

Όποιον και αν ρώταγες θα σου λεγε πως ήταν το πιο πιθανό απ’ όλα τα ζευγάρια για να συνεχίσει και ήταν το πρώτο που τελείωσε, αστέρες πρώτης τάξεως κατάντησαν ήλιος και μαύρη τρύπα. Αυτή θα φώταγε από μόνη της τον κόσμο όλο και αυτό θα κατάπινε σκοτάδια στο διάβα του.

Μα τα σκοτάδια δεν καταπίνονται μονάχα, ξερνιόνται και κατάμουτρα ή με έμμεσο τρόπο.

Ο τρόπος που το κράταγε το ξύλο και το κοπίδι τράβαγε τα βλέμματα, μα ήταν κυρίως το δικό του, χαιρέκακο, περήφανο, μαζί και απελπισμένο. Έφευγαν φλούδια και πλανίσματα, φλοιός και σομφό ξύλο, περνούσε η ώρα και οι στιγμές και όλοι εσταματούσαν, ρωτούσαν τον τι να θελε με κείνο το ξύλο να φτιάξει, εκοίταζε τους και συνέχιζε την άγρια δούλεψή του, το σχήμα ήταν ανώριμο , μα στο μυαλό φτιαγμένο.

Πέρασαν φίλοι και γνωστοί, τον κάλεσαν μαζί τους, έπεφτε πάνω του η βροχή μα το χε για καλό του, τι πνευμονία και φάρμακα, από το ξύλο τούτο δώ κρεμόταν η ύπαρξή του.

Πήρε να σχηματίζεται κάτι μακρύ σαν άκρο και κάποιος γνώρισε πως ήτανε ενός ανθρώπου πόδι
Πολλοί του το ζητήσανε στο χέρι να το πιάσουν , μα άλλα χέρια μιερά δεν ήταν να το λερώσουν,
Έσκυβε, έκοβε, μέτραγε με το πασέτο της μνήμης
Στο τέλος του παρουσίασε μιας μπαλλαρίνας πόδι
είχαν περάσει ώρες επτά όσες και οι μαχαιριές του,
μα έζησε και με πικρά τα μέσα τους είδε σαν ξεπόρτιζαν,
σαν έφευγαν από μπρός του και αυτή σιγοπερπάτησε και έστειλε έξω τον άλλο
μια κουβέντα να του πεί, κάτι να εξηγήσει, για όσα ήταν τελειωτικά, για όλα τα πράγματά που έμειναν στο σπίτι,
μα έπεσε το μάτι της πάνω στο ξύλινο πόδι και ρώτησε τίνος να ήταν το γλυπτό
και ο φόβος της πραγματώθη σαν είδε τα πλανίσματα και αίματα στα δαχτύλια
συννέφιασε το βλέμμα της, σκοτείνιασε το χαμογέλιο,
είπε πως την περίμεναν και βιάστηκε να φύγει,
μα φεύγοντας πάλι κοίταξε την κυτταρένια ύλη που πάταγε πάνω στη βάση του,
βάρος μες στην κοιλιά της.
Έφυγε, πήγε, χάθηκε, μπορεί μέσα σε κείνον, μα ύστερα από χρόνια δώδεκα που βρήκε τον στο δρόμο και ήπιαν ένα ποτό σε ένα μικρό μπαράκι, θυμόταν την εικόνα του μικρού, ξυλόγλυπτου κάτω άκρου και ζήτησε εξήγησες που δεν ήταν να πάρει.

Οι μέρες ελαφρύνθηκαν, μα πέρασε και μπόρες, έβγαλε το καΐκι του σε άγνωστα μέρη και ξέρες, επαραδόθη στα νερά και κάποτε πάλεψέ τα και τώρα κρατεί σεντουκιστό το ξύλινο όπλο εκείνο.


Αν συνεχίζεις να πιστεύεις πως η τέχνη είναι μόνο για την τέρψη, την αγωγή της ψυχής, την ανάδειξη της αρμονίας και την έκφραση του ωραίου, κάποτε θα συμφωνούσα, τώρα ξέρω περισσότερα.



Για κάθε αρχή και τέλος:

Ήταν αυτός και εκείνη, σαν δυό κλαριά που βλεπαν το φως του ήλιου από άλλη μεριά στο δάσος. Δεν ήταν για να ανταμώσουν ποτέ, σαν ψάρια του γλυκού και της ανοιχτής θαλάσσης. Όταν φυσούσε αλλού γυρνούσαν τα φύλλα του ενός, αλλού του άλλου. Αν και στον ίδιο ήλιο αναφέρονταν, αυτός έβλεπε ανατολή και κείνη δύση.

15 σχόλια:

  1. "Το τέλος ήρθε αβίαστα και η κατάρα του ήταν το ίδιο έργο να επαναληφθεί.
    Γέλασα, δεν πιάνουν τόπο οι κατάρες σε ζεστή καρδιά. Το ήξερα και φρόντιζα πάντα να καίει."

    ..με γονάτισες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. έρως : ένα παιχνίδι rpg με 4 ρόλων δυνατότητα, με άφθονα γραφικά και γραφθέντα, για ηλικίες 8 και άνω, χωρίς administrator και οδηγίες χρήσεως, οι κανόνες υπο διαμόρφωση και διάρκεια από μια στιγμή και άνω.

    φίλε μου από το βορά, το χουμε παίξει το παιχνίδι από όλα τα πόστα, του πρώην, του νύν και του μετά, του πρωταγωνιστή που φυγε με το κορίτσι και του θεατή τους, του δίκαιου, του άδικου και του αδικημένου.
    όλα μες στο παιχνίδι
    και αν γονάτισες, σε χρίζω ιπΠΟΤΗ, να κρατάς τη σπίθα πάντα στην καρδιά σου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Καλησπέρα αγαπημένε Κώστα!
    Για άλλη μια φορά συγκινείς με τα γραφόμενά σου. Βαθιά νοήματα... μοναδικός ο τρόπος που μπορείς και μιλάς γι' αυτά.
    Στο μπόλιασμα μου θύμισες τον αγαπημένο Βενέζη και την Αιολική του Γη.
    Καλο σου βράδυ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Άσε με σε λέω, άσε με.




    Μούτρα κάνω.


    Γιατί έγινα δυο κομμάτια ένα να κοιτάει μπροστά αλλά δύσκολα κι ένα να κοιτάει πίσω κι είναι τόσο εύκολο το ρημάδι το πίσω, τόσο εύκολο.

    Άσε με!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. καλό μου σύγνεφο και αν δεν σου μίλησα πιο νωρίς είναι που κάποιου αδαούς το χέρι με έχει στείλει σε τρομερά ταξίδια μιας δεύτερης ζωής.

    το μπόλιασμα εξ αντικειμένου γνωστό,
    η ιστορία κοινή όσο ένα νόμισμα στο παγκάρι του ζητιάνου
    και τα νοήματα βαθειά ίσα με μιας σελίδας ημερολογίου εμβαδό
    όσο για τον τρόπο...

    είναι κάτι που εσύ μπορείς να καταλάβεις, όχι εγώ, γιατί εγώ τον προσλαμβάνω βιωματικά και εσύ διαισθητικά, είσαι πιο αντικειμενική από μένα, σίγουρα!
    να χαμόγελάσω και να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ;
    :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Το πιο ψηλό το πέταγμα, η πιο σφοδρή η πτώση...
    Έτσι και τότε, κατάλαβα πως εδώ είμαστε, εδώ μένουμε, ούτε στάση, ούτε σταθμός, καίγω καράβια και σβήνω τα γραμμένα, αλλάζω φορεσιά και ντύνομαι τον καλύτερο εγώ μου,

    για όσο.


    για ποσο? οχι για πολυ... αυτη η καινουρια φορεσια θα λερωσει ξανα απο αυτα τα γραμμενα,τα ιδια τα παλια, και θα χρειαστει να αλλαξεις ξανα...κ τοτε θα ειναι χειροτερα απο πριν, γιατι για λιγο θα εχεις ξεγελασει τον εαυτο σου..

    υπεροχο κειμενο...χαθηκα καθως το διαβαζα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. καλό μου αμπελοκόριτσο

    μα κάθε βράδυ δύο δεν καταγινόσουν κομμάτια και περισσότερα σαν διέτρεχε τις φλέβες σου γλυκειά αλκοόλη;
    σαν το να μάτι να βλεπε τον μπάρμαν να σερβίρει και τ΄άλλο το τσαχππίνικο να κοβε βόλτες στα πίσω,
    στα όσα έζησες ή δεν έπραξες, σε όσα έκαμες λάθος,

    την ώρα εκείνη αν έγραφες παράλληλες τις σκέψες, δυό θα γινόσουν στο χαρτί και ας όλοι βλέπαν μια

    γοητευτικά τρελή.

    γι΄αυτό σας λέω, μην την ακούτε και δέστε της πιο σφικτά τα χέρια πίσω.
    καλό?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. καλή μου pixie
    συγνώμη αν το χάσιμο-μπέρδεμα έφταιγε η άναρχη γραφή, εκτός και αν εννοείς κάτι άλλο, που σε ευχαριστώ.

    ποτέ μη νομίσεις τον εαυτό σου από έρωτα ξεγελασμένη, ριγμένη ή κερδισμένη, μια οπτασία είναι που κυνηγάς πάντα την σκιά της, το άρωμά της και βρίσκεις ότι μπορείς να αντέξεις.

    αν ερωτευτείς τον βράχο και πέσεις πάνω του, θα μακαρίζεις το αίμα σου που έμεινε πάνω του και αν αλλάξεις διάθεση, θα καλοτυχίζεις εσέ που κατάφερες από την ανάκρουση να ξεκορμίσεις.

    μην κρένεις τον έρωτα εκ του αποτελέσματος, μα εν τη γενέση του και κατά τη διάρκεια.
    αν ο ερωμένος άλλος αποδειχτεί στα μάτια του ερωτευμένου, δεν μειώνεται, μήτε ακυρώνεται το ταξίδι που καναν μαζί, απλώς η κατάληξη διακόπτει την μελλούμενη πορεία.

    τους σαλεμένους ποιητές μην τους πιστεύεις, δεν είναι ο έρωτας που θα κρατάει για πάντα, ούτε το τίποτα, το ποτέ και το πάντα αληθινά υπάρχουν,
    δεν ξέρουν αυτοί πως ο έρωτας είναι μια καραμέλα που δουλειά σου είναι να την βρείς και να την κρατήσεις στο στόμα, όσο πιο πολύ μπορείς, όπως έτρωγαν παλιά τη βανίλια, κάτω από τη γλώσσα.
    να μην την σπάσεις με τα δόντια, να μην την καταπιείς, να την κρατήσεις όσο μπορείς και να τραβάς τη γλύκα της, αυτός είναι ο έρωτας.
    και τότε να φοράς τα ρούχα σου τα γιορτινά, γιατί θέλει η χαρά ποιότητα και η κάθε μέρα γιορτή.
    και αν λερωθούν και αν σκιστούν τα ρούχα σου, να μη σε μέλλει, γιατί θα είναι πάντα τα καλά σου, θα δίνεσαι χωρίς πισινή, χωρίς plan b.
    :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. θυμήθηκα μια φραση που ειχα διαβασει απο τον Ντα Βιντσι.

    Ελεγε οτι υπαρχουν 2 τροποι δημιουργιας.

    Με το να προσθετεις κατι σε ενα αντικειμενο.

    Και με το να αφαιρεις κατι απο ενα αντικειμενο.

    Σε ενα ανθρωπο προσθετεις,

    Σε ενα ξυλο αφαιρεις,

    για να του δωσεις μορφη

    αν (βεβαια) και μονο αν...
    πιστευεις πραγματικα και εισαι σιγουρος οτι δεν ειναι τελειο ετσι οπως ειναι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. α και παρεμβαση...

    Προτιμω τα σχολια να ειναι σε φουλ παραθυρο χεχε. Απλα η γνωμη μου ειναι οτι ειναι καλυτερο ετσι.

    α και μια δευτερη.

    Το τραγουδι πολυ καλο μου θυμιζει φθινοπωρινό απογευμα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. καλέ μου ψύχε

    ας δεχτούμε αξιωματικά πως η φύση κάτι άχρηστο δεν φτιάχνει, όλα της τα στοιχεία ανακυκλώνει, κάμει δοκιμές και κρατεί ό,τι περισσότερο την εξυπηρετεί.
    Η φύση όλα μπορεί να τα κάνει μα μένει μόνο στα σημαντικά και στα απαραίτητα.
    Μέγας καλλιτέχνης ο ποιητής της φύσης που μπορεί να κάμει τα αδύνατα δυνατά, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο, όλα με λόγο ύπαρξης, πανέμορφα, χρωματιστά και πιο πολύπλοκο το απλούστερο από την πολυπλοκότερη ανθρωπινή σύλληψη.
    Ο άνθρωπος επινόησε την τέχνη για να πεί και κείνος πράγματα στο χρόνο και στον τόπο που ήθελε, με τη σημασία που εκείνος ήθελε να δώσει.
    Σκέφτηκε αφηρημένες έννοιες όπως ελευθερία και δικαιοσύνη, συναισθήματα, όπως αγάπη και μίσος, ερμήνευσε συμπεριφορές και προσπάθησε να εξηγήσει και την δική του και τέλος παρατήρησε την ομορφιά και την αρμονία γύρω του και προσπάθησε να φτιάξει επίπλαστους τέτοιους κόσμους σε παράθυρα.
    Όλα αυτά δεν αφορούν τη φύση, δικαιοσύνη και ελευθερία δεν βρίσκονται στο λεξιλογιό της γιατί ούτε άδικη, ούτε ανελεύθερη μπορεί να είναι. Αγάπη και μίσος δεν έχει, απαλλαγμένη από φόρμες συναισθημάτων, τα έχει όλα και κανένα από μόνο του, μόνο το ζούδι ο άνθρωπος κάθεται και ξεχωρίζει τα πάντα στα δομικά του συστατικά, σε μόρια και άτομα, πρωτόνια και ηλεχτρόνια και σπίν, μπάς και καταλάβει, μπας και αναπαραγάγει, ας’ το , η δουλειά χαμένη από χέρι, καταραμένος να ζεί σε πολλαπλές διαστάσεις, να κινείται σε τρείς, να καταλαβαίνει με τις αισθήσεις του τις δύο και μόνο μια μετρικά να προσπαθεί να αλλάξει, το μπρός πίσω και πάντα να παλινδρομεί .
    Αν πρέπει να αφήνουμε τη φύση να φτιάχνει τελειότητες και μείς μόνο να βλέπομε;
    Είναι μια θεώρηση και αυτή.
    Όποιον και αν ρωτήσεις από αυτούς που με κάτι καταπιάνονται, που καταβάλουν κόπο, δαπανούν ενέργεια και σκέψη και χρόνο από τη ζωή τους, μάταιο κανένας δεν νομίζω ότι θαρρεί πως είναι να φκιάνεις, αν συγκρίνεται το χέρι το δικό τους με της φύσης, όχι, κανένας δεν είναι τόσο ξεχωριστός, τρελός ή επηρμένος. Το όνομα που αναφέρεις είναι από τα πιο ξεχωριστά και από τα πιο σπουδαία. Αν ήθελε ο πλάστης σώμα ανθρωπινό για να μπεί, ένα από τα σίγουρα θα ήταν το δικό του, το μυαλό του αξεπέραστο, πιο ψηλό από τη δύναμη των χεριών του.

    Το παράθυρο των σχολίων άλλαξε, η μουσική από τους secret garden και η αλλαγή σου πλέον μόνιμη στο ύφος και στο στυλ.

    μη χάνεσαι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. περίεργο καλέ μου ψύχε είναι πως τούτη τη φορά δεν έμεινες στην ιστορία της κοπέλας ή του νεαρού και σε τράβηξε το ποίημα της χείρας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. απαπα τι μαυριλα ειναι τούτη μωρ αδερφάκι μου!

    θες να μας στραβώσεις πάνε τα ματάκια μου απαπαπαπαπαπα!

    χοχο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. "Φούσκωνε καθημερνά σαν του ληστή το σάκκο, γιατί η πολλή χαρά μοιάζει με την κλεμμένη, μεγάλωνε το μπόι του από καμάρι και τα χνάρια του γίνονταν όλο και πιο αχνά, ακροπατώντας βήματα χορευτικά, ζώντας μες στα ουράνια

    Το πιο ψηλό το πέταγμα, η πιο σφοδρή η πτώση, φυσική για αρχάριους και εκείνος αρχάριος στο άθλημα.
    Άκουσε τον ποιητή και έφτασε όσο πιο ψηλά μπορούσε και μετεωρίστηκε για πολύ.
    Όπως όλα τα φυσικά έχουν αρχή και τέλος, το τέλος άργησε μα ήρθε"...
    αχ καλε μου Κωστή, οσο και να σε πονεσει η πτωση, πως ξεχνιεται το πιο ψηλο το πεταγμα; εκεινο που σε εκανε Θεο να νιωσεις εστω μια στιγμη.. το πεταγμα που εβλεπες στα ματια του καθε που σε κοιτουσε.. πως ξεχνιεται...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. Δεν βρήκα "ανάρτηση σχολίου" στο επόμενο σου post, ήθελα όμως να γράψω πόσο ατμοσφαιρικά όμορφα περιγράφεις τις στιγμές των ηρώων της ιστορίας σου...........

    ΑπάντησηΔιαγραφή