14.3.08

ώση και ώθηση

Ανέβηκα στον ψηλότερο όροφο. Άνοιξε η πόρτα του ασανσέρ. Μια κλαμένη νεαρή γυναίκα έδωσε τη θέση της στον άδειο διάδρομο, κρύβοντας το πρόσωπο πίσω από την κουρτίνα των ξανθών μαλλιών της. Την ώρα που έβγαινα και έκλεινε η πόρτα διέκρινα ένα μειδίαμα στο σκυφτό πρόσωπό της. Πάτησε το κουμπί δύο φορές επίμονα, πρέπει να είχε πληρώσει.

Στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε μια πόρτα, χωρίς ματάκι, χωρίς χειρολαβή, άσπρη, σαν συνέχεια του φόντου. Τα λερωμένα από σκόνη παράθυρα δεν μπορούσαν να σταματήσουν την διέλευση του εκτυφλωτικού μεσημεριάτικου φωτός, που έκανε το μακρόστενο πέρασμα ένα θερμοκήπιο.

Απέναντι από την πόρτα του ασανσέρ υπήρχε μια συρόμενη πόρτα, ανάμεσα στα παράθυρα, βαμμένη με λαδομπογιά, που έκλεινε με σύρτη.

Η ώρα του ραντεβού μου δεν είχε φτάσει, χώρος αναμονής δεν υπήρχε, είπα να βγώ στο μπαλκόνι πίσω από τη σιδερόπορτα.

Οι μύτες των παπουτσιών αιωρούνταν πάνω από το τίποτα, από το κενό. Είχα πάρει φόρα, μα η φόρα μου καρφώθηκε στο σηκωμένο μετέωρο βήμα. Έκλεισα τα μάτια. Το κενό με τραβούσε με μια έλξη βαρυτική, σχεδόν μαγνητική.
Μπορούσα να απλώσω τα χέρια και να πιαστώ από το κάσωμα της πόρτας, μα δεν μπορούσα, δεν ήθελα.

Τι είχα σκοπό να κάνω εδώ πάνω και τι σχέση είχα με τους περαστικούς στα όρια της διακριτικής μου ικανότητας;

Ένα χέρι στάθηκε στον ώμο μου.
Ξέρεις τι κάνεις;

Έκαψα τα εντόσθια μου και έραψα τις πληγές μου με φρέσκο νήμα.

Ποιος θα σε αναζητήσει.

Ο ίδιος κανένας που με συντρόφεψε σε χαρά και λύπη.

Η οφειλή σου;

Στον αριθμό απελπισίας κατέθεσα τα συμφωνημένα. Μια χάρη μόνο.



Μπορώ να δώ τα μάτια σου;

Είναι εκτός του συμβολαίου.

Σκέφτηκα πως, υπέθεσα..

Λάθος σου.

Έτοιμος λοιπόν. Μπορείς τώρα.

Σε αγαπάω.


Πότε ήμουν η πέτρα, πότε το χαρτί, πότε το ψαλίδι, πάντα έχανα λες και ήξερες τι κίνηση θα κάνω, λες και ήξερα τι κίνηση θα κάνεις και έβγαζα τη χειρομορφή που θα σε έκανε νικητή


Έχω μια αρμαθιά κλειδιά, μα όλα ανοίγουν πόρτες μοναχά, αυτό που κρατώ κλειστό κλεισμένο θα μείνει.

Κρατώ στα χέρια μου τιμόνι, μα δεν ξέρω παρά μόνο μπρός και πίσω να πηγαίνω, αλλού το σώμα από το μυαλό.

Είδα στον καθρέφτη ότι είχα ξεφτίσει σαν εικόνα κα είπα να με ράψω. Ξεκίνησα από τα χείλη, μετά τα αυτιά, τα δάχτυλα.

Με ένα στυλό χάραξα τη μελούμενη ουλή μου στην κοιλιά, δεν ήταν να γεννήσω, να ξεράσω, να ξεβράσω τα κοτρώνια που από καιρό κουβαλούσα.
Έραψα ένα άδειο σώμα, πιο άδειο και από το πασχαλιάτικο αρνί, πιο σφιχτά και από σύρμα που στραγγαλίζει ξεχασμένο της μουριά το μπράτσο



Πήγα εψές στο αμπέλι. Βέργες μακριές, φλούδα ρυτιδιασμένη.
Σε κάθε κοψιά η πληγή δάκρυζε. Οι χυμοί πλημμύριζαν, η άνοιξη ήρθε.
Έκοψα στο τελευταίο κλήμα το δάχτυλό μου, κατά λάθος, νομίζω. Δεν ήρθες για όλους η άνοιξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου