5.5.08

έρωτας και αποκαίδια

Ήταν κάποτε αυτός και αυτή.
Κόλλησαν με μια ματιά, σε μια στιγμή.
Όλος ο κόσμος κομπάρσος στα πόδια τους.
Ο ήλιος σταματημένος, αιώνια άνοιξη,
όπως άνοιξαν οι καρδιές, τα στόματα και τα σώματά τους
και μπήκε ο ένας στην άλλη.
Ο καιρός περνούσε και αυτοί γερά κρατημένοι στο καρυδότσουφλο που λέγεται κρεβάτι ή έρωτας.
Τους γνώρισα μαζί, σε μια εκδρομή. Οδηγούσαν τον δρόμο και ο τόπος έλαμπε από τα μάτια και τις ματιές τους.
Χωρίς να μιλήσει ο ένας στον άλλο, κοιτιούνταν, γελούσαν και έλεγαν όσα ήταν να ειπωθούν, μόνο τα σημαντικά, δηλαδή ζέστη και σ’ αγαπώ σαν το νερό και τον αέρα.
Ήταν οι δύο τους ένας και σαν έναν τους αντιμετώπιζες, ήταν ένα ζευγάρι, ίσως το πιο ταιριαστό που είχα δεί. Εκείνη γλυκύτατη και ποθητή, εκείνος πανύψηλος, πανέμορφος και πάντα χαμογελαστός, ήσαν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο, λες και ο αδάμ ξανάσμιξε με το χαμένο πλευρό του και η εύα αγάπησε το σπλάχνο του σαν δικό της.
Έκανα παρέα μαζί τους, μου χρειαζόταν ένα μεγάλο χαμόγελο στη ζωή μου. Δεν ήσαν εκδηλωτικοί, εξωστρεφείς ναι, αλλά ο έρωτάς τους ήταν για τους ίδιους μόνο, γιατί έλεγαν πως ο έρωτας είναι μυστήριος λάμπει στα σκοτάδια και στα φώτα χάνεται, σαν τις νυχτοπεταλούδες.
Τα χρόνια πέρασαν και οι διαδρομές των ανθρώπων που δεν κρατιούνται χέρι χέρι μέσα στην κοσμοσυρροή είναι καταδικασμένες να τραβήξουν διαφορετικές ρότες.
Θυμόμουν ένα όνομα, το χωριό της κοπέλας και ένα καλοκαίρι που η περιπλάνηση με ξέβρασε κοντά του έψαξα να την βρώ, να τους βρώ.
Ήταν εκεί και παντρεμένη, είχε στα χέρια της ένα μικρό, πιο ξωτικό και από την ίδια.
Γνώρισε τη μηχανή και ύστερα τη φωτογραφική. Μου γέλασαν 12 ήλιοι δόντια.
Ακούμπησε το μικρό στο χώμα και πιαστήκαμε αγκαλιά.
Σε 4 χρόνια άλλαξε εκείνη και ο κόσμος της, εγώ έμενα ίδιος.
Και ο καλός σου; Δουλεύει και έρχεται, κάθισε μαζί μας για απόψε.
Ένα γλυκό και ένα νερό, καρέκλα κάτω από τη μουριά την φουντωμένη.
Τα νέα σου.. όπως με ήξερες, γυρίζω και γυρεύω, τι είναι θα το βρώ σαν το συναντήσω, μακρύς ο δρόμος μα στην πορεία γνωρίζω εμένα.
Εσύ; Εσείς; Ο μεγάλος έρωτας κάρπισε και έδωσε αυτό το μικρό ξανθό κεφάλι;
Σύγνεφο πέρασε από τα μάτια της και ένα δρεπάνι άρχισε να ροκανίζει τα ξυλόποδα του κόσμου μου.
Ο καλός μου δεν είναι αυτός που ήξερες, όλες οι σχέσεις δεν κρατάνε στο χρόνο.
Μα ήταν και ήσουν ερωτευμένοι, αυτός ο έρωτας;
Ο έρωτας πάντα δεν αρκεί για να ναι μαζί δύο ανθρωποι, δεν το μαθες στα ταξίδια σου αυτό;
Μα; μα;
Δεν έχει, μα, πως, γιατί και διότι. Άγνωστες οι τύχες των ανθρώπων, δεν ήταν να συνεχίσουμε μαζί, είχε άλλα πράγματα να κάνει και να δεί και εγώ άλλες ανάγκες.
Και ο έρωτας, δεν φτάνει;
Χρειάζεται, μα δεν αρκεί, δεν φτάνει.
Δεν τον αγαπάς;
Δεν τον έχω ξεχάσει και ούτε πρόκειται, τον αγαπώ με άλλον τρόπο.
Μα;
Αγαπώ και αγαπιέμαι με τον άνδρα μου, καλά, αυτό δεν σου φτάνει; Από ότι ξέρω και κείνος καλά είναι.
Συγνώμη, απλά ήσασταν η ελπίδα μου, η ελπίδα του κόσμου και σαν δυο ερωτευμένοι χάνονται, χάνει ο έρωτας και σβήνει λίγη από την ελπίδα του κόσμου.
Μικρέ μου ωραία σκέφτεσαι, μα ζείς με σχήματα λόγου και λόγια όπως έλεγε το τραγούδι σαλεμένων εραστών.
Την ώρα εκείνη έφτασε ο καλός της. Υπέροχος, εγκάρδιος, εκδηλωτικός, με το που έφτασε στο σπίτι τις πήρε και τις δύο γυναίκες του αγκαλιά, τις φίλησε και μετά στράφηκε να με χαιρετίσει. Μιλήσαμε, έκατσα στο τραπέζι τους και φάγαμε, έπαιξα λίγο με τη μικρή, μα ήμουν λίγο σφιγμένος.
Για το βράδυ δεν υπήρχε περίπτωση αν και επέμειναν πολύ, συνέχισα και έπιασα ένα παραλιακό ξενοδοχείο.
Πριν φύγω ο άντρας της με καληνύχτισε και μας άφησε μόνους να τα πούμε.
Έχεις ωραία φαμίλια.
Δεν μετανιώνω για τίποτε, είμαι ευτυχισμένη.
Σε χαιρετώ.
Να θυμάσαι ότι η ευτυχία του ενός δεν είναι απαραίτητα και των άλλων και πως η ευτυχία δεν έχει συνταγές και φόρμες.

Ένα ζευγάρι φιλικό στεκόταν αντιμέτωπο με πολεμική αρματωσιά αυτό το Σάββατο, περπατώντας εκατέρωθεν στην άλλη πλευρά του ξυραφιού, σχεδόν αποκομμένοι.
Ραντεβού στα 100 χιλιόμετρα για ποτό, φαγητό και δικαιολογία για κατσάδα, μέλι και βάλσαμο για τις πονεμένες ψυχές και τη ματιά ενός που δεν έχει τίποτα να κερδίσει.

Τα λόγια και τα παθήματα είναι σταφύλια στυμμένα και μούστος που ωριμάζει στο υπόγειο του μυαλού. Αν χρησιμοποιηθούν νωρίτερα ή αργότερα από ότι πρέπει, ξύδι ή αγουρίδα, μα μέλι σαν βάλσαμο, αν τη σωστή.

Γιατί είπα το πρώτο; Γιατί οι ερωτευμένοι δεν έχουν πάντα μυαλό για να καταλάβουν το λάθος από τον εγωισμό και όπου σβήνει ένας έρωτας, μένουν αποκαίδια.

6 σχόλια:

  1. Κάτι γνώριμο, κάτι διαφορετικό στην ιστορία σου Κωστή ...
    Οι άνθρωποι αλλάζουν με τα χρόνια, αυτό μου έμαθε η ζωή....κι αυτοί που ξεκινούν μαζί και κάνουν όνειρα μεγάλα για μακρινούς στο χρόνο ορίζοντες, βρισκονται ξένοι στα μισά του δρόμου, σα μια μετάλλαξη....πιοτερο να στο εξηγησω δεν μπορώ.
    Και τότε αν είναι τίμιοι με τον εαυτό τους, παραδέχονται την ήττα τους, παραιτούνται από ψεύτικα ονείρατα και επαναπροσδιορίζονται στο χρόνο που τους μένει.

    Γιατί το σπουδαιότερο το πιο πολυτιμο που έχει ο καθένας μας αυτό είναι: ο χρόνος που μένει.... και η διάρκεια του άγνωστη για τον καθένα μας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ήταν το χώμα και το νερό.
    Μπλέχτηκαν αντάμα και φτιάξαν τη λάσπη, τον πηλό.
    Δυό χέρια τον μάλαξαν, τον ζύμωσαν, τον μορφοποίησαν και του εμφύσησαν ζωή.
    Ένας πηλός περπάτησε και έκανε στη γή την διαδρομή του.
    Κάπου στα μέσα του δρόμου το νερό εζήλεψε τα άλλα τρεχούμενα νερά και το χώμα των ριζών την ακινησία.
    Θελήσαν να απαγκιστρωθούν το ένα από το άλλο, ότι άλλες επιδιώξεις τώρα είχαν.
    Έφυγε η υγρασία από τον πηλό και έμεινε το χώμα όρθιο, έπεσε, σκορπίστηκε, τίποτα δεν υπήρχε να το συγκρατεί και χάθηκε. Την υγρασία την ήπιε ο καιρός, κάποια λίμνασε στου βράχου μια κοιλότητα και κάποια ανέβηκε στα ουράνια σφουγγάρια.
    Προτού μπαρκάρεις σε άλλο πλοίο, άλλη ρότα να τραβήξεις, καπετάνισσα τουεαυτού σου να γενείς, έχε στο νού σου πως τα χέρια ζυμώνουνε μια λάσπη που βρέθηκε έτοιμη κάποια στιγμή και πως μπορεί η στιγμή να αλλάζει, μα οι λόγοι που την έφεραν κοντά πάντα θα υπάρχουν ή θα πρέπει να βρίσκουν και άλλους στην πορεία.
    Αν από την άλλη ανταρσία γενεί, κάλλιο να βρίσκεσαι σε άλλο πλοίο κουρσάρισσα, παρά στις ξέρες του πουθενά ή σε αμπάρια αλυσοδεμένη.
    Τα λόια των άλλων πάντα να ζυγιάζεις , ότι αλήθεια κρύβουνε, μα ίσως και βλακεία.
    και έχεις τόσο δίκιο για το χρόνο..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. πόσο καιρό είχα να ανατριχιάσω διαβάζοντας κάτι.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. από τις στάχτες -ό,τι απέμεινε- χαμόγελο γραμμένο στους τοίχους/εκεί όπου τα χέρια δεν φτάνουν -η λογική- συμφέρει όπως εμπορικό κέντρο πριν από την καταστροφή, ιδανικές συνθήκες, βόλτα με καρότσι, τόπος προφύλαξης της διαιώνισης/όπου πριν αγαπώ, τώρα ιδρωμένη επιστροφή στον οίκο της ευημερίας...το κομμάτι που λείπει, είναι δικό σας...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. χρόνια πολλά, υγεία, αγάπη
    κι έμπνευση να 'χεις

    πόσες αλήθειες τα κείμενα σου,
    ανατριχιαστικό τούτο...

    αγγαλιά τρυφερή η σημερίνη....

    σε φιλώ!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. καλέ μου ξένε φίλε
    καιρό μαλλον έχεις να διαβάσεις κάτι δικό σου. Τα λόγια σου και της φιλενάδεας παρακάτω με κολακεύουν, μα η αλήθεια δεν είναι υπόθεση της τέχνης, αν όμως μέσα της κρύβει μια αυτή σπαρταρά και βγαίνει και νύσσει τένοντες και χτυπά παλμούς, τραβά αναστεναγμούς και αφήνει υγρασίες.
    Οι αλήθειες, όχι εμείς

    ξέρεις οτι σε χαίρομαι εδω μέσα φίλε μου
    Χέρια σκαρφαλωμένα σε ώμους κάνουν την πίστη στο συναίσθημα, Graffiti
    Τα χέρια αλλάζουν μπουκάλια και τα μπουκάλια χέρια
    και οι παλιές παραστάσεις δίνουν τόπο από τον χώρο τους σε καινούριες ιστορίες, μα έχουν την μοίρα των επιζωγραφίσεων, να εντυπώνονται στο τώρα, αλλά οι πρωταρχικές να ναι καλύτερα ενταγμένες και όποιος ψάχνει βρίσκει, αλίμονο και μέσα του, εκεί που θα βασιλεύει ο πανικός, για το πιο τώρα και τότε ήταν πιο αληθινό
    μετά την καταστροφή βασιλεύει η ησυχία και στο σπίτι δεν πρόκειται να ξαναμπεί κανείς, γιατί ότι ήταν κοινό είναι απρέπεια να μοιράζεται στη συνέχεια
    ένα εφιαλτικό όνειρο ήταν η πραγματικότητα και τώρα που ο ξυπνητός είναι λουσμένος στον ιδρώτα, ρωτάω τον καθρέφτη. Λες να;

    Καλή μου genna
    οι ευχές σου κατευόδιο για κάθε διαδρομή, για κάθε άνθρωπο και για μένα πολλά ευχαριστώ
    Φιλώ τις κλεισμένες στο διπλωμένο μου χαρτί και τραβώ τον δρόμο μου.
    Την αγκαλιά σου κρατώ και στην γυρίζω σενα και σε μια ψυχή που είναι μπουκωμένη λέξεις μην πεί και ιστορία σας χαρίζω την επομένη

    ΑπάντησηΔιαγραφή