27.5.08

του λυκαυγούς το πάθος


Τα πλάσματα της νύχτας τη μέρα κρύβονται στα ίδια μέρη με τις σκιές.
Μια σκιά περπατάει πάνω σε βελούδινο σκοτάδι, τον δρόμο της επιστροφής, με χείλη ακόμα υγρά, από χείλη κερασένια αρωματισμένα.
Τα πόδια οδηγούν και το σώμα να ακολουθεί αλλού περπατώντας και όντας αλλού, στον χώρο, στο χρόνο και στην επιθυμία.
Ξέρει το χορό, τα βήματα καλά περπατημένα τα χει, μπορεί να μπεί στο τέμπο και δυνατό στο δυνατό μέτρο να πατήσει, μα επιλέγει να μπεί μαλακά σε χρόνο παρεστιγμένο και να προτείνει χέρι σταθερό και άφοβο, προσμένοντας να ξέρει και κείνη από μελωδίες.
Η ευτυχία έχει πρόσωπο με ξαπλωμένα φρύδια σαν στον ήλιο φίδια, χέρια απλωτά και κλειστά κολυμβητή και χνάρι πάνω της κοτυληδόνας άλλης ευτυχίας αποτύπωμα.
Το κεφάλι ψηλά, μια μουσική στα αυτιά, τα μάτια σχεδόν κλεισμένα και μια έκρηξη να περιφέρει έτοιμη να ξεσπάσει πολύχρωμος χαρτοπόλεμος και να τα καλύψει όλα.
Το βήμα γοργό και ανάλαφρο και η γροθιά κλεισμένη.
Κάτι κρατά.
Σαν κάτι να χει κει μέσα.
Σαν η πηγή της ευτυχίας του να σκορπά από κει μέσα λάμψεις, ανάμεσα στα δάχτυλα, ένα πορφυροπυρωμένο χέρι, μια δύναμη ισχυρότερη από κάθε ζαριά.
Περπατά και σκοντάφτει και αντίς να πέσει, πετά λίγα εκατοστά στον αέρα και προσγειώνεται με τις μύτες, πάνω στο τρυφηλό γρασίδι.
Έχει ύλη το συναίσθημα; Έχει το χάδι σώμα; Έχει.

Καθισμένοι στο παγκάκι, τα βιβλία στα πόδια της, στα χέρια του εφημερίδες, για ανησυχία, τα μαλλιά της να πέφτουν στο πρόσωπο και αυτή να τα φοράει πίσω από τα αυτιά, αυτός να αντιστέκεται στους νόμους της παγκόσμιας έλξης με εσωτερικό πανικό και εξωτερική νηνεμία, έχοντας και οι δύο την ενέργεια μιας χειροβομβίδας διαχειρίζοντάς την με αμηχανία και συστολή, με κοκκινάδια και αδιόρατες σταγόνες στα μέτωπα.

Μια ερώτηση, μια απάντηση, μια διασταύρωση των βλεμμάτων, ένας πανικός, μια πνιγμένη επανάσταση, τέσσερα βαρίδια στα πόδια και στη γλώσσα, πολλά τα αν περισσότεροι οι δισταγμοί, μια ταραχώδης αναμονή που διατυμπάνιζε παλμούς ξέφρενης καρδιάς ανάμεσα στα μηνίγγια.

Ο χρόνος ήταν ο μόνος που βημάτιζε, αυτοί επικρεμάμενοι, μετέωροι, σχεδόν ασταθείς, δούλευαν πιθανά σενάρια, έγραφαν και έσβηναν διαλόγους, κυρίως παρατηρούσαν με απογοήτευση τα πουλιά που γλώσσα δεν έβαζαν μέσα τους και δώσ’ του λάλημα, πέταγμα, τιτίβισμα και επικίνδυνες- παράτολμες προσεγγίσεις.

Το μέλλον της ιστορίας τους προδιαγεγραμμένο από τόσες άτσαλες φυγές και υπεκφυγές, δεν θα χε η μονοαμαχία τους δεύτερο γύρο, ο γκρουπιέρης θα μάζευε τα χαρτιά και θα συνέχιζε σε πιο τυχερό τραπέζι.

Κι όμως επέμεναν, παρόλη την εκκωφαντική σιωπή, δεν σηκώνονταν, δεν παραδίνονταν με την πλάτη γυρισμένη σε εξευτελιστική υποχώρηση, περίμεναν και οι δύο ένα θαύμα, μια καταλυτική παρέμβαση που θα κανε την αδράνεια της σιωπής, ρόδα σε κατηφόρα.

Η εφημερίδα ήταν μούσκεμα στο ύψος της παλάμης, τσαλακωμένη από τη δύναμη και τα δάχτυλά του άσπρα από το σταματημένο αίμα, ενώ το δικό της είχε συγκεντρωθεί στα μάγουλα και ένιωθε την κάψα τους σαν κεραμικές εστίες.

Θέλεις νερό; είπε και κείνη συμφώνησε, ό,τι και να της έλεγε θα συμφωνούσε, αν και το νερό ήταν αυτό που πάνω από όλα χρειαζόταν το θάρρος της για να αναβλύσει.

Στη βρύση που έτρεχε, καθάρισε με μια χεριά τη γούρνα, έκανε το χέρι του μια γούβα και κείνη έσκυψε και ήπιε.

Ακούμπησε τα χείλη της στο νερό, το μάγουλο άγγιξε χέρι, δεν ξέρω ποιο από τα δυό πιότερο εξεδίψασέ την, μόνο που παρατήρησα πως δεν εβιάσθη να φύγει.

Η ατίθαση μπούκλα της βρήκε τον δρόμο μας στο νερό να πέσει και πριν προλάβει να πνιγεί με το άλλο χέρι εκείνος την έπιασε, την έσωσε και στα μαλλιά της την στερέωσε, σαν χτένα χαιδεύοντάς την.

Το χάδι ανάμεσα από τα σγουρά μαλλιά προκάλεσε πιότερη αναστάτωση από τυφώνα σε παραγκουπόλεις τόσο από τη μεριά του τυφώνα, όσο και κείνου που βρέθηκε κάτω από το μάτι του, ανάταση, περιδίνηση, πτήση και πτώση στο τελείωμά του. Κάποιες ενέργειες μετράνε από το τέλος τους και όχι από το ταξίδι της αρχής τους.

Αυτή σηκώθηκε ροδαλή, με χείλη μουσκεμένα, δίπλα σε χέρι δροσερό και από τόλμη στο πλάι καθηλωμένο, το παίρνει, στην ανάστροφη της παλάμης το φιλεί και στα μαλλιά της το επανατοποθετεί, τα μάτια κλείνει και σαν λουλούδι το νέκταρ του παρακαλεί τη μέλισσα να το τρυγήσει.

Ο τρύγος ήτανε μακρύς σχεδόν αναερόβιος, με δυό στόματα και μιαν ανάσα, με τέσσερα ματια κλειστά και εικόνες σμιλεμένες από μέλι και κηρύθρα, με τόσες γέφυρες όσες και τα μαλλιά της και ένα σύμπαν να τροχιοδρομεί έκκεντρα γύρω τους.

Ό,τι κάποτε ωραία τελειώνει, δίνει μια υπόσχεση στο μέλλον του κάποτε να ξανασυμβεί
και μέχρι τότε η θύμηση κρατάει ένα μολύβι πατημένο στη σελίδα, μη θέλοντας, μην ξέροντας πώς η τελεία μπαίνει.

Αυτός έφυγε με την ανάμνηση μιας μπούκλας ανάμεσα στα δαχτύλια του και κείνη με την δροσιά στα χείλη, σίγουροι πως την άλλη μέρα θα ξαναντάμωναν.

Κάτω από το δέντρο που αυτός αποκοιμήθηκε τα μεσάνυχτα με ένα της χάδι αγκαλιά στο χέρι, ένας ληστής βλέποντας τη φωτιά ανάμεσα στο σκότος, τον απείλησε το χρυσάφι του να πάρει, εκείνος, πάλεψε, μα το μαχαίρι αποδείχτηκε πιο κοφτερό από του αγοριού το άλλο χέρι.
Στο χέρι του ξεψυχώντας μιαν ηλιαχτίδα πρόβαλε και μαζί με την ψυχή του τοξεύτηκε στον ήλιο.
Μια κραυγή ενός κοριτσιού πάγωσε τον κόσμο και έσβησε συνάμα από δαύτον.

Αν κάτι απόμεινε αληθινό από τούτη την ιστορία
είναι πως κατά το λυκαυγές
η πρώτη αχτίδα ακουμπά σε μιας δροσιάς σταγόνα
και διαθλώμενη σκορπά ύλη για παραμύθια.

4 σχόλια:

  1. περασα να σου πω μια καλησπερα και οτι αγαλλιαζει η ψυχη μου οταν σε διαβαζω καλε μου..
    καλο καλοκαιρι..
    υγ: τα στοιχεια του υπεροχου τραγουδιου που ακουω καθε που κανω την βολτα μου μεσα στο σπιτι σου μπορω να τα μάθω ή ζηταω πολλά;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ήταν μια φορά και ένα καιρό ένα αγόρι πιο άδειο από ξεχασμένο στον ήλιο του καλοκαιριού ποτήρι, που βολόδερνε το δρόμο του να βρεί, ψάχνοντας χνάρια και σημάδια.

    Ήταν μια φορά και ένα καιρό ένα άλλο αγόρι λουσμένο από χάρες, φιλημένο στο στόμα και στα δάχτυλα από τις νύμφες και τις μούσες, που ήξερε να μιλά με σιωπές και ήχους.

    Ήταν μια φορά και ένα καιρό που τα δυό αγόρια διασταυρώθηκαν και κάθησαν σε ένα βράχο να μιλήσουν.

    Το ένα μιλούσε και το άλλο συμπύκνωνε τους υδρατμούς, στο τέλος έμεινε κάτι μισογεμάτο, σαν την αρχή μιας ωραίας φιλίας.

    Εγώ κάνω σχέδια στο μέλλον και εσύ ετοιμασίες.

    Είσαι μια ωραία έκπληξη, μακάρι να βρεθώ κοντά σου στις εκρήξεις.

    Το σημείο συνάντησης σταθερό, η διεύθυνση η ίδια, μόνη διαφορά η κατεύθυνση, κάποιος από μέσα έξω και ο άλλος το ανάστροφο, το σημείο προσγείωσης το ίδιο, μα η διαφορά στην απόσταση που έπρεπε να διανυθεί ξεχώριζε στον εργάτη από τον ακαμάτη και τον αδαή από τον ευλογημένο.

    Σε μια κασσέτα του χώρεσαν 20 επιλογές, να την ακούσεις απόγευμα φθινοπώρου και να βρέχει, είναι όλα αγαπημένα εδώ μέσα. Η κασσέτα στην τσέπη και αποκεί στο συρτάρι.

    Οι φιλίες στεριώνονται στην τριβή και τις αντιθέσεις, μα πώς να αντιτεθείς όταν δεν έχεις θέσεις, ούτε βάσεις, μόνο λόγια, κούφια λόγια, άδεια λόγια.

    Οι όμοιοι γνωρίζονται από την ανάσα και το βλέμμα, οι πρώτοι και οι πρωτοπόροι ακολουθούν δικά τους χνάρια και το οπτικό πεδίο είναι ελεύθερο, στους πίσω κρύβει η πλάτη τους το τοπίο.

    Κάποιος έλαμψε, ο άλλος άργησε, ακόμα αργεί, μπορεί να λάμψει, μάλλον όχι, σίγουρα όχι, αλλά δεν είναι εκεί η ουσία.

    Να τοξεύεις στα θέλω σου και όχι στα θέλω άλλων, το ζητούμενο δεν είναι ίδιο για όλους και αν είναι για κάποιους είναι άλλο το μέσον.

    Το φθινόπωρο ήρθε και πέρασε, η κασσέτα έμενε στο συρτάρι ξεχασμένη. Κάποιο καλοκαίρι τυχαία το χέρι τη βρήκε. Οι ήχοι είχαν κάτι από πετιμέζι, τόσο γλυκείς όσο και αβάσταχτοι σε άμαθο στομάχι, τα αυτιά δεν μπόρεσαν τα λόγια να ακούσουν και η μαγνητοταινία βυθίστηκε σε άχρονο σκοτεινό τοκετό.

    Οι εποχές περνούσαν πιό γρήγορα από το κατώφλι του χρόνου και τα γένεια σκούραιναν και σκλήραιναν στο κατώχειλο.

    Στις μετακομίσεις οι άνθρωποι ακρωτηριάζονται άχρηστων πραγμάτων και εκπλήσσονται από την επινοητικότητα των χαμένων να κρύβονται εκεί που το μάτι βαριέται να κοιτάξει.

    Η ζημιά ήταν μικρή, σχέσεις ρελαντί και μια ζωή άνοστη, το κέρδος μεγάλο, καινούρια σελίδα, φανερά κενός, μα καινός επί της ουσίας, όλη η βαρύτητα του νεύτωνα στο μάτι και στην κρίση και μια κασσέτα σκονισμένη ανάμεσα σε πόρνες αντιγραφές από το ραδιόφωνο με διαφημίσεις κομμένες και σχόλια εκφωνητών πάνω σε τραγούδια.

    Το ποτάμι που κρύβει χρυσό και το βουνό με τα διαμάντια δεν διαφέρουν απέξω με τα άλλα, μα στους κόλπους τους κυοφορούν ότι ο άνθρωπος ονόμασε ελπίδα.
    Η κασσέτα έκρυβε την απώλειά της, μια συλλογή, ένα απάνθισμα από ανασκολωπημένα κεφάλια ξεραμένων λουλουδιών, κάποιας πρώιμης ώριμης άνοιξης, που μόνο κιτρινισμένες φωτογραφίες φθινοπωρινές εύγλωττα και καίρια εξιστορούσαν τα λόγια τους και εξύφαιναν μυρωδιές σαν μπουκάλια από τελειωμένα αρώματα και κάρτες γιορτινές που το μήνυμά τους τραγουδούν-ή μοιρολογάνε- στο βάθος του χρόνου.

    Όβερ, ελήφθη. Είχε φτάσει στο σημείο συνάντησης, απόσταση τάξης μεγέθους χώριζε τα δύο αγόρια που γίνονταν άντρες, με επιτυχίες και στραπάτσα, ένας στον αφρό κα στο βυθό συνάμα, ο άλλος κολυμπώντας, όχι πάντως απλώς επιπλέοντας.

    Σε χαίρομαι.

    Χαίρομαι.

    Πέτυχες.

    Ποτέ ο στόχος δεν έχει τέλος, ακόμα και στην καρδιά να τον πετύχεις πάντα η σκά του φεύγει και ένει ένας δυσκολότερος που δεν είναι παρά η ωραιότερη διαδρομή, γιατί η διαδρομή είναι και αυτή μέρος του.

    Δική σου η έκρηξη, δική μου η ευχαρίστηση.

    Έκανα λάθος κάποτε που μίλησα για έκρηξη, άνθιση είχα να σου πώ και χαίρομαι που σε βλέπω ανθισμένο, γιατί η έγνοια είναι βοριάς που δεν αφήνει το ρόδο να ανθίσει και πολλούς βοριάδες τράβηξες.

    Άκουσα το φθινόπωρο με τα τραγούδια σου.

    Πως σου φάνηκαν;

    Σαν ανάμνηση αυγουστιάτικης βροχής.

    Και;

    Δίψασα για ζωή.

    03 - The Last Waltz. Raining pleasure. Nostalgia.1998

    ευχαριστώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. total erase/δοκίμασε το καμιά φορά/μετά βούτηξε στον χώρο που θα αποκαλυφθεί/ρούφηξε κάτι από τη σιωπή/μη μιλάς τόσο πολύ/ξυπνάνε οι λέξεις, χορεύοντας με την αϋπνία στην ευθεία που σχηματίζεται/από τον ένα πύργο ο άλλος(Σελίν η ανία)/'σπέρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ένας μαυροπίνακας βρεγμένος, με πείσμα σβησμένος, αντις για σφουγγί γυαλόχαρτο, μπας και απαλειφθούν οι τρύπες από την ακίδα του διαβήτη από τους κύκλους που άρεζαν στην ύπαρξη σου να ακλουθάς και από την φιλόδοξη ορθή αριστερή πλευρά που αρχίνιζες να συντάσσεις προτάσεις και σχέδια.
    Total erase, file mou, ma kai total recall, γιατί οι μνήμες είναι ότι πολυτιμότερο κουβαλάς, τις αρχές από τις ευθείες σου μέχρι να καταλήξουν κύκλοι να γενούν.
    Και πόσες φορές το κεφάλι βούτηξε σε τοίχους άραγες για να βουτήξει πέρα από το υγραργυρικό στρώμα του καθρέφτη, γιατί η πραγματικότητα παραήταν λειψή σε σχέση με το όνειρο και οι λέξες που πρόλαβες από δρέψεις από καρπόδεντρα ήσαν πάντοτε λίγες για να περιγράψουν το κενό που κουβαλούσες σαν επίκτητο απόκτημα.

    Πόση άλλη σιωπή; Πόσα άλλα μουγκά λόγια; Το γύρισμα είχε προ πολλού αρχινήσει, πειμένοντας στο σταθμό να πώ μιαν ατάκα, μα το τραίνο πέρασε όταν κάθησα και έμειναν τα κόκκαλα των λέξεων στραγάλια στο στόμα.

    Δεν βουτάω, μη φοβού, μόνο πνίγομαι. Καλησπέρα με βυσσινάδα συμπυκνωμένη, σε κυριακάτικο επισκεπτήριο.

    ισορροπώντας σε χορδές στέλνω γερή χειραψία ευχαριστώντας σε για τις εξόδους κινδύνου

    ΑπάντησηΔιαγραφή