30.3.08

το σπορείο των επιθυμιών και των προοπτικών


Το σπορείο δεν είναι παρά ένα μικρό θερμοκήπιο για τις πρώτες μέρες των προς μεταφύτευση φυτών.

Αρκεί η επιθυμία για αρχή. Στη συνέχεια έρχεται η προσπάθεια. Μετά το λάθος. Κατά σειρά η προσπάθεια διόρθωσης του λάθους. Αναπότρεπτα η παραδοχή και η αναγνώριση του λάθους. Μπράβο, μόλις κέρδισες μια εμπειρία. Το πιο μεγάλο το λάθος, η πιο φουσκωμένη εμπειρία.

Η ζωή είναι μια καλλιέργεια. Ξεκινάς από σπόρους, φυτεύεις προοπτικές, μεγαλώνεις α-δεξιότητες, λιπαίνεις ταλέντα, μέχρι τη στιγμή που αποφασίζει κάποιος να ζήσεις στον κόσμο εκτός θερμοκηπίου. Υπάρχουν και στάδια μεταβατικά, με επιμηκυμένους ομφάλιους λώρους, με προθαλάμους ζωής, με ελεγχόμενες σκληραγωγήσεις, μέχρι να φανεί πως αντέχεις.

Μεταφυτεύεσαι έξω, κάποιος σε λιπαίνει γερά για αρχή και προσπαθείς να τραφείς με τις ρίζες σου. Οι κοτυληδόνες είναι το νόμισμα που θα σου χρειαστεί πρώτο να εξαργυρώσεις για δύναμη, για ζωή.
Μετά θα παλέψεις τον αέρα, θα αγωνιστείς για χώρο και νερό, αναγκαστικά κάποιους θα σκιάσεις για να αναπτυχθείς, κάποιους θα προστατεύεις κάτω από το φύλλωμά σου. Μέχρι να ρθει η αναπαραγωγική ηλικία που θα θες να τα πάς καλά με τις μέλισσες, για να γονιμοποιηθείς και να καρπίσεις.

Η πορεία που θα τραβήξεις εν πολλοίς θα εξαρτηθεί από αυτόν που θα σε φροντίσει στα πρώτα στάδια, ελεύθερος με πολλούς βλαστούς και μικρό ύψος ή κατεύθυνση όλων χυμών καθ’ ύψος. Μπορείς και μόνος σου να το αποφασίσεις, αν το χεις μέσα σου και μπορείς να χαλιναγωγήσεις την εγγενή σου τάση να απλώνεσαι χαμερπής, από το να αγναντεύεις σον κόσμο από ψηλά, γιατί η υποστήριξη είναι επιβεβλημένη.

Και όταν όλα αυτά έχουν γίνει, ρίχνεις μια ματιά στο μικρό σπορείο. Τα κομμένα σου κλαριά, οι σκέψεις και οι επιθυμίες, να χουν καταλάβει το χώρο, να παλαμιάζουν κάθε εκατοστό από την ελεύθερη επιφάνειά του, οι ελπίδες και οι προοπτικές να έχουν γιγαντωθεί, ξεχασμένα τέρατα σε παραμυθένιο δάσος- μήπως μιλάω για την καρδιά μου?- το τανυσμένο πλαστικό να καταμαρτυρά μια γέννα που περιμένει σαν ξέρασμα να βγεί και κάθε δευτερόλεπτο καθυστερούμενο να μην κοπάζει την ορμή της. Αποφασίζεις, παρόλη τη λεγόμενη εμπειρία σου να εκτεθείς σε αυτό που θα θελες να ήσουν και ένα βλαστάρι σου τρυπώνει στο παλιό σπορείο. Το μπάσιμο είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, το όριο αντοχής της επίπλαστης παιδικής σου πραγματικότητας, με ζιζάνια σαν οχέντρες να τεντώνονται σαν αποχειμερία νάρκη, να κροταλιάζουν τον κάθε σπόνδυλό τους, να σηκώνουν κεφάλι πάνω από το μπόι σου και να αναπνέουν πλατύστερνες το αέρα που δεν του δόθηκε.

Ελεύθερα τα τέρατα μπορούν να μείνουν και να ζήσουν λίγο, σαν παράσιτα μόνο στον φόβο σου ή σαν σαπρόφυτα στον θάνατό σου θα αντέξουν. Ο φόβος μιας λάθος πορείας θα τα τροφοδοτήσει, εκτός και αν είσαι ήδη νεκρός μέσα σου, άρα θα τα πάρεις μαζί σου, αργά ή γρήγορα.

Φτάνει να χεις αντοχή της μιας ανάσας βουτηχτή των σφουγγαριών, γιατί οι παραισθήσεις γύρω σου θα καταπέσουν σαν σερπαντίνες σε καρναβαλικό πάρτυ, αρκεί να πιστεύεις και να αγαπάς αυτό που είσαι και να χεις αποδεχτεί αυτό που έχεις γίνει, έστω και αν είναι αφορμή ακόμα και για αλλαγή πορείας.
Το ξάφνιασμα και η απελπισία είναι σαν να πατάς φρένο μέσα στη στροφή ή σαν να πάς να καλοπιάσεις τη σμέρνα που περιμένει πάντα με το στόμα ανοιγμένο, καμάκωσε πρίν σου επιτεθεί, γκάζωσε για να φύγεις, ίσως όρθιος και ολόκληρος, ίσως σώος.

24.3.08

φόνοι του χειμώνα, φωνές της άνοιξης

Έφτιαξα ένα θερμοκήπιο.
Το χτισα με σπασμένα πλευρά από όνειρα και το ντυσα με διάφανους υμένες από κιτρινισμένες αναμνήσεις.
Δεν είχα βροχή για να το ποτίσω και ανέσυρα τις μουσικές κάρτες με τα ερωτόλογα και τις αφιερώσεις που ανάπνεαν δάκρυα ακόμα και έκανα τα χέρια μου χωνί, μα από τις τρύπες ξεστράτιζαν οι υγρασίες.
Ο καιρός δεν ήταν χειμωνιάτικος, μα ακόμα και στο κατακαλόκαιρο βλαστάρια μέσα μου ανέμεναν παγωμένα, ξυλιασμένα, θύματα πάγων, παγετών και παγετώνων.
Έκλεισα το πέτασμα και κάθισα στο χώμα.
Έβγαλα τα ρούχα μου και κρέμασα χέρια και πόδια σε μετάξινες κλωστές που έρχονταν από ψηλά, πιο μακρυά από όσο μπορούσα να δώ, από κει που μόνο φανταζόμουν ότι όλα ξεκινούν και καταλήγουν.
Πρώτες οι μύγες προσγειώθηκαν στη ζεστή σάρκα, στο οργανικό χωράφι που θα φύτευαν αργότερα τις αεικίνητες προνύμφες τους, που θα παιρναν σώμα και φτερά από το εν αποσυνθέση κορμί που θα άφηναν.
Τα σκουλήκια βρήκαν παρέα και φώλιασαν μες στις μασχάλες μου, ένιωθα τις διεισδυτικές κινήσεις τους σαν αργοσάλευτο πρωτάρη εραστή, που φοβάται μην προκαλέσει πόνο και παίζει safe στα ψαχτά.
Τα χορτάρια γρήγορα γύρω μου μεγάλωσαν, θέριεψαν, καλύφθηκα από άλλες υπάρξεις πιο διεκδικητικές, πιο ορεξάτες για ζωή, πιο απαραίτητες, ενώ έλιωνα δεμένος, με χέρια και πόδια ανοιχτά.
Απ’ το κουφωμένο στέρνο κάποια στιγμή αποκαλύφθηκε ένας ξεραμένος βραχίονας, ένα σμάρι από ρυτιδωμένα δάκτυλα αμπελιού, όλα πρόωρα κομμένα, όλα καρατομημένα, ομφαλοσκοπημένα.
Από τις κόγχες βγαίνουν φίδια, στα σπλάχνα λιάζονται δυό αιματοβαμμένεςκάργιες, μια τσιμπούν και δυό τσακώνονται αναμετάξυ τους, μια βγαίνει νικήτρια, η άλλη αποχωρεί, μα φεύγοντας γραπώνεται από τα ρυτιδώματα και αποκαλύπτεται ένα δάκρυ, τα δάκτυλα δακρύζουν, η σωρός αναβλύζει αποφορά και δάκρυ, το πουλί τρομάζει και εξαφανίζεται, τα απονεκρωμένα γεννοβολούν βλαστούς και αρχίζουν να ανθίζουν.
Και οι φωνές αρχίζουν και ακούγονται καθάριες στο τέλος του αρκτικού χειμώνα, βοήθεια, βοήθεια, χρειάζομαι, κάποιον, εσένα, βοήθεια, και βγαίνουν οι κληματόβεργες με έλικες ψάχνοντας για βοήθεια.

14.3.08

ώση και ώθηση

Ανέβηκα στον ψηλότερο όροφο. Άνοιξε η πόρτα του ασανσέρ. Μια κλαμένη νεαρή γυναίκα έδωσε τη θέση της στον άδειο διάδρομο, κρύβοντας το πρόσωπο πίσω από την κουρτίνα των ξανθών μαλλιών της. Την ώρα που έβγαινα και έκλεινε η πόρτα διέκρινα ένα μειδίαμα στο σκυφτό πρόσωπό της. Πάτησε το κουμπί δύο φορές επίμονα, πρέπει να είχε πληρώσει.

Στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε μια πόρτα, χωρίς ματάκι, χωρίς χειρολαβή, άσπρη, σαν συνέχεια του φόντου. Τα λερωμένα από σκόνη παράθυρα δεν μπορούσαν να σταματήσουν την διέλευση του εκτυφλωτικού μεσημεριάτικου φωτός, που έκανε το μακρόστενο πέρασμα ένα θερμοκήπιο.

Απέναντι από την πόρτα του ασανσέρ υπήρχε μια συρόμενη πόρτα, ανάμεσα στα παράθυρα, βαμμένη με λαδομπογιά, που έκλεινε με σύρτη.

Η ώρα του ραντεβού μου δεν είχε φτάσει, χώρος αναμονής δεν υπήρχε, είπα να βγώ στο μπαλκόνι πίσω από τη σιδερόπορτα.

Οι μύτες των παπουτσιών αιωρούνταν πάνω από το τίποτα, από το κενό. Είχα πάρει φόρα, μα η φόρα μου καρφώθηκε στο σηκωμένο μετέωρο βήμα. Έκλεισα τα μάτια. Το κενό με τραβούσε με μια έλξη βαρυτική, σχεδόν μαγνητική.
Μπορούσα να απλώσω τα χέρια και να πιαστώ από το κάσωμα της πόρτας, μα δεν μπορούσα, δεν ήθελα.

Τι είχα σκοπό να κάνω εδώ πάνω και τι σχέση είχα με τους περαστικούς στα όρια της διακριτικής μου ικανότητας;

Ένα χέρι στάθηκε στον ώμο μου.
Ξέρεις τι κάνεις;

Έκαψα τα εντόσθια μου και έραψα τις πληγές μου με φρέσκο νήμα.

Ποιος θα σε αναζητήσει.

Ο ίδιος κανένας που με συντρόφεψε σε χαρά και λύπη.

Η οφειλή σου;

Στον αριθμό απελπισίας κατέθεσα τα συμφωνημένα. Μια χάρη μόνο.



Μπορώ να δώ τα μάτια σου;

Είναι εκτός του συμβολαίου.

Σκέφτηκα πως, υπέθεσα..

Λάθος σου.

Έτοιμος λοιπόν. Μπορείς τώρα.

Σε αγαπάω.


Πότε ήμουν η πέτρα, πότε το χαρτί, πότε το ψαλίδι, πάντα έχανα λες και ήξερες τι κίνηση θα κάνω, λες και ήξερα τι κίνηση θα κάνεις και έβγαζα τη χειρομορφή που θα σε έκανε νικητή


Έχω μια αρμαθιά κλειδιά, μα όλα ανοίγουν πόρτες μοναχά, αυτό που κρατώ κλειστό κλεισμένο θα μείνει.

Κρατώ στα χέρια μου τιμόνι, μα δεν ξέρω παρά μόνο μπρός και πίσω να πηγαίνω, αλλού το σώμα από το μυαλό.

Είδα στον καθρέφτη ότι είχα ξεφτίσει σαν εικόνα κα είπα να με ράψω. Ξεκίνησα από τα χείλη, μετά τα αυτιά, τα δάχτυλα.

Με ένα στυλό χάραξα τη μελούμενη ουλή μου στην κοιλιά, δεν ήταν να γεννήσω, να ξεράσω, να ξεβράσω τα κοτρώνια που από καιρό κουβαλούσα.
Έραψα ένα άδειο σώμα, πιο άδειο και από το πασχαλιάτικο αρνί, πιο σφιχτά και από σύρμα που στραγγαλίζει ξεχασμένο της μουριά το μπράτσο



Πήγα εψές στο αμπέλι. Βέργες μακριές, φλούδα ρυτιδιασμένη.
Σε κάθε κοψιά η πληγή δάκρυζε. Οι χυμοί πλημμύριζαν, η άνοιξη ήρθε.
Έκοψα στο τελευταίο κλήμα το δάχτυλό μου, κατά λάθος, νομίζω. Δεν ήρθες για όλους η άνοιξη.

5.3.08

ποιός είμαι; όνομα μου δώκαν, μα το ξέχασα, το έχασα, δεν ξέρω, αφήτε με

Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα και εγώ θυμάμαι τον γραφιά που έκραζε πως δεν έχω στόμα και θέλω να ουρλιάξω.

Μη σε παραπλανά το όνομα της καρυδόπιτας ότι είναι απλά από καρύδια, μπορεί ο ζαχαροπλάστης να χει βάλει μέσα και αυγά που μπορεί να σε πειράξουν, που ξέρω ότι θα σε πειράξουν, γιατί σαν χώρα είσαι αλλεργική και ευάλωτη, σε κολακείες και παλιούς τσελεμεντέδες.

Κάποτε ρώτησα ένα δημιουργό για τη σημασία του ονόματος του έρωτα, αν ερωτεύεσαι τον έρωτα ή το πρόσωπο ή τη διάθεσή σου απέναντι στον άλλο.
Με ρώτησε αν είχα ποτέ ερωτευτεί και του πα φυσικά ναι. Κούνησε δύσθυμα το κεφάλι, ο έρωτας έχει όνομα, πρόσωπο, σώμα και μάτια και γράφει στα μέσα σου το όνομα του με πυρακτωμένο νύχι.

Να το θυμάσαι κάθε φορά που θα λές πως το όνομα δεν σε νοιάζει